Αγρότες πρόσφυγες στο Νομό Καβάλας, 1922-1926.


Αγρότες πρόσφυγες στο Ν. Καβάλας, 1922-1926

Εισαγωγή





Η αγροτικού τύπου προσφυγική αποκατάσταση περιλάμβανε την παραχώρηση γεωργικού κλήρου και κατοικίας, τον εφοδιασμό των αγροτών προσφύγων με ζώα, σπόρους, δέντρα, λιπάσματα, εργαλεία κλπ. και την παροχή ενός χρηματικού ποσού για τη συντήρηση της οικογένειας ως την πρώτη σοδειά.

Μέχρι τις αρχές του 1924 την ευθύνη της αγροτικής αποκατάστασης την είχε η Διεύθυνση Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας και από το 1924 η νεοσύστατη Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) με τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού (ένα από αυτά ήταν της Καβάλας).

Το ζήτημα της αγροτικής αποκατάστασης είναι μεγάλο και πολυσύνθετο, γι’ αυτό εξετάζουμε μόνο βασικές παραμέτρους του (εποικισμό, στέγαση και διανομή του γεωργικού κλήρου) και το περιορίζουμε μέχρι το 1926-27. Στα 1926 είχε ολοκληρωθεί η πρώτη φάση της αποκατάστασης και οι αγρότες πρόσφυγες είχαν εξασφαλίσει τα αναγκαία μέσα για την επιβίωσή τους. 

Εποικισμός 

Πληθυσμιακά στοιχείαΟι όροι για τον εποικισμό του Ν. Καβάλας ήταν καταρχήν ευνοϊκοί, αφού υπήρχαν τα πολυάριθμα ακίνητα των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων (σπίτια και χωράφια) και μια εύφορη αγροτική περιφέρεια. Γι’ αυτό το λόγο στην περιοχή μας η προσφυγική εγκατάσταση εμφανίζει μεγάλη διασπορά και εξ ίσου μεγάλη πυκνότητα, τη μεγαλύτερη στην Ελλάδα μετά το Νομό Δράμας. 

Σύμφωνα με την Απογραφή του 1928, στην πόλη και στα χωριά του Ν. Καβάλας εγκαταστάθηκαν περίπου 75.000 πρόσφυγες, που αποτελούσαν τότε σχεδόν το 63% του συνολικού πληθυσμού: Από τους 119.140 κατοίκους του Νομού οι 44.448 (ποσοστό 32,7%) ήταν γηγενείς και «μετανάστες» (μετανάστες θεωρούνταν όσοι είχαν γεννηθεί σε άλλα μέρη της Ελλάδας) και οι 74.692 ήταν πρόσφυγες (ποσοστό 62,7%).  Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι 5.400 που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Χάρτης της Ε.Α.Π. με τους προσφυγικούς οικισμούς
 Ως προς την προέλευσή τους, 32.156 πρόσφυγες (ποσοστό 43%) προέρχονταν από τη Μικρά Ασία (εκτός του μικρασιατικού Πόντου), 23.493 από την Ανατολική Θράκη (31,5%), 16.023 από τον Πόντο (21,5%), 1.557 από την Κωνσταντινούπολη (2%), 855 από τη Ρωσία και τον Καύκασο (1%), 539 από τη Βουλγαρία και 69 από άλλα μέρη.  

Οι περισσότεροι πρόσφυγες, 28.927 άτομα, εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Καβάλας, 9.667 στα χωριά της επαρχίας Καβάλας, 18.528 στην επαρχία Νέστου, 16.337 στην επαρχία Παγγαίου και 1.203 στη Θάσο. Αυτό σημαίνει ότι η πόλη της Καβάλας σήκωσε ένα δυσβάσταχτο βάρος, αφού οι νέοι κάτοικοί της ήταν σχεδόν τριπλάσιοι από τους μουσουλμάνους που την εγκατέλειψαν. Σε μικρότερο βαθμό το ίδιο έγινε και στην επαρχία Παγγαίου, όπου ο νέος πληθυσμός ήταν διπλάσιος από το ανταλλάξιμο τουρκικό στοιχείο. Στις επαρχίες Καβάλας και Νέστου παρατηρείται σχετική ισορροπία: Όσοι Τούρκοι έφυγαν, περίπου τόσο πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν.

Γενικά μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι με τον ερχομό των προσφύγων και την αποχώρηση 43.350 μουσουλμάνων, ο πληθυσμός του Ν. Καβάλας αυξήθηκε σχεδόν κατά 46% σε σχέση με τον αντίστοιχο της Απογραφής του 1920 (81.824 κάτοικοι).

Όπως είναι ευνόητο, τα μεγέθη της Απογραφής του 1928 απεικονίζουν τη δημογραφική κατάσταση όπως είχε παγιωθεί έξι χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν έχουν καταμετρηθεί οι αθρόοι θάνατοι των πρώτων χρόνων (συμπεριλαμβάνονται όμως τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ από προσφυγικές οικογένειες μέχρι το 1928) ούτε οι προσφυγικοί πληθυσμοί που αρχικά είχαν συρρεύσει στην περιοχή, αλλά στη συνέχεια μετακινήθηκαν στην αγροτική ενδοχώρα της Ανατολικής Μακεδονίας ή σε άλλα μέρη.

Η εγκατάσταση στην αγροτική περιφέρεια Από τους 75.000 πρόσφυγες οι 35.000 αποκαταστάθηκαν ως αστοί (κυρίως στην πόλη της Καβάλας και στις κωμοπόλεις) και άρα δεν έχουν σχέση με το θέμα μας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Εποικισμού Καβάλας (1927), η αγροτική περιφέρεια απορρόφησε 10.760 οικογένειες, συνολικού πληθυσμού 40.002 ανθρώπων.

Οι αγρότες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε 122 οικισμούς του Νομού, εκ των οποίων οι 105 ήταν αμιγώς προσφυγικοί και οι 17 ήταν μικτοί, είχαν δηλ. και γηγενή ελληνικό πληθυσμό, κυρίως στην επαρχία του Παγγαίου. Ογδόντα τέσσερις (84) προσφυγικοί οικισμοί συγκροτήθηκαν στα πρώην τουρκοχώρια ή στους παλιούς μουσουλμανικούς μαχαλάδες των μικτών χωριών, δεκατρείς (13) οικισμοί ιδρύθηκαν σε πρώην τουρκικά τσιφλίκια και οι υπόλοιποι είκοσι πέντε (25) ήταν νέοι οικισμοί που ανεγέρθηκαν τότε από την ΕΑΠ, δηλ. από το Γραφείο Εποικισμού Καβάλας.

Πολύστυλο
Κατά το πρώτο διάστημα, μέχρι το 1924, ο μεγάλος όγκος των προσφύγων συνωστιζόταν στην πόλη της Καβάλας και οι τοπικές Αρχές ζητούσαν επιτακτικά από τους νεοφερμένους να μετακινηθούν στα χωριά του νομού: «Όσοι είναι Γεωργοί πρέπει να πάνε στα τούρκικα χωριά όπου θα εύρουν σπήτια, χωράφια και ό,τι άλλο τους χρειάζεται για να ζήσουν. Οι Θαλασσινοί, Περάμιοι και Γανοχωρίτες πρέπει να πάνε στας Ελευθεράς. Η κυβέρνησις μας έστειλε 400 χιλ. δραχμάς για να κτισθούν τα σπίτια των Ελευθερών και θα μας δώση και καΐκια για να μεταφέρετε τα πράγματά σας», αναφέρεται σε προκήρυξη του Μαΐου 1923. Φαίνεται όμως πως η ανταπόκριση ήταν μικρή: Μέχρι και το 1923 μόνο 17.852 άτομα είχαν αποκατασταθεί τους αγροτικούς οικισμούς του Νομού Καβάλας.

Αυτό μπορεί να αποδοθεί σε διάφορους λόγους: Ένα μέρος των προσφύγων δεν είχε εμπειρία σε αγροτικές εργασίες, ιδιαίτερα στην καπνοκαλλιέργεια, και θεωρούσε επισφαλή την αγροτική του αποκατάσταση. Άλλοι δεν είχαν εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα των κρατικών μηχανισμών και έβλεπαν με επιφύλαξη τις υποσχέσεις για οικονομική βοήθεια, για ανέγερση οικισμών ή για δημιουργία των απαραίτητων έργων. Κατά συνέπεια δίσταζαν να εγκατασταθούν σε περιοχές ακατοίκητες ή σε μέρη με υποτυπώδεις υποδομές ή και με προβλήματα υγιεινής, κυρίως ελονοσίας. Πολλοί, ίσως, δεν ήθελαν να συμβιώσουν με τους μουσουλμάνους κατοίκους των χωριών, είτε γιατί πίστευαν ότι μια τέτοια συνύπαρξη θα είναι προβληματική, είτε γιατί είχαν αρνητικά αισθήματα προς το τουρκικό στοιχείο. Άλλοι εύρισκαν απλώς πιο ελκυστική την προοπτική της παραμονής και της επαγγελματικής αποκατάστασης σε μια μεγάλη πόλη κ.ά. 

Γέροντας 
Οι πρώτες εγκαταστάσειςΓια όλους αυτούς τους λόγους οι αρχικές εγκαταστάσεις προσφύγων στα χωριά τους Καβάλας ήταν αραιές και έγιναν υπό την πίεση της ανάγκης, χωρίς ιδιαίτερο σχεδιασμό, ενίοτε και εντελώς τυχαία. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, κάποια μέλη της προσφυγικής κοινότητας εύρισκαν ένα τόπο με χαρακτηριστικά ανάλογα της ανατολικής πατρίδας και μετακαλούσαν και τους χωριανούς τους.

Για τη στέγαση και την επιβίωσή τους επιτάχθηκαν δωμάτια τουρκικών σπιτιών ή ολόκληρες οικίες, το 25-50% από τα γεννήματα και τη σοδειά των Τούρκων κι ένα μέρος από τη γη, τα ζώα και τα γεωργικά τους εργαλεία. Σε κάποιες περιπτώσεις επιβλήθηκε στους Τούρκους και χρηματική εισφορά 1,5 - 3 δρχ. ημερησίως για τη διατροφή των προσφύγων. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, η συμβίωση των προσφύγων με τους μουσουλμάνους ήταν ειρηνική, παράλληλα όμως και χρήσιμη για τους μετέπειτα καπνοπαραγωγούς.

Μετά την αποχώρηση του μουσουλμανικού πληθυσμού, στα τέλη του 1923 και το 1924, και την ίδρυση της ΕΑΠ παρατηρείται αθρόα και συστηματική μετεγκατάσταση προσφύγων από άλλα μέρη, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου (ιδιαίτερα τη Χίο και τη Σάμο), αλλά και τα Επτάνησα, την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα κ.ά., και βέβαια εγκατάσταση προσφύγων που έφταναν τότε στην Ελλάδα με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το Γραφείο Εποικισμού Καβάλας ερχόταν σε συνεννόηση με τους αντιπροσώπους των προσφυγικών ομάδων και στη συνέχεια αναλάμβανε τη μεταφορά των προσφύγων στο μέρος που είχε επιλεγεί.

Η διαδικασία της κατανομής και εγκατάστασης των προσφύγων ολοκληρώθηκε το 1926 και τότε τέθηκαν ακόμη πιο ισχυρές απαγορεύσεις και περιορισμοί στις μαζικές μετακινήσεις. Έκτοτε μόνο μεμονωμένες μετακινήσεις επιτρέπονταν, για σοβαρούς λόγους (π.χ. για τη συνένωση μιας ευρείας οικογένειας ή για τη συνοίκηση με τα άλλα μέλη της παλιάς κοινότητας), και μόνο με την άδεια των κατά τόπους εποικιστικών γραφείων. Οι αυθαιρέτως μετακινούμενοι έχαναν τα προνόμια της αγροτικής αποκατάστασης, δηλ. την παραχώρηση κλήρου και οικίας.

Σε ξύλινο προσφυγικό σπίτι στη Νέα Ηρακλείτσα
Κριτήρια της κατανομής των προσφύγων: Αν εξαιρέσουμε τις πρώτες «τυχαίες» εγκαταστάσεις, η κατανομή των προσφύγων και η συγκρότηση των προσφυγικών οικισμών έγινε, στο μέτρο του δυνατού βέβαια, με ορισμένα κριτήρια. Τα σημαντικότερα ήταν τα κριτήρια του γεωγραφικού παράγοντα και του φυσικού περιβάλλοντος, της κοινής καταγωγής και της προηγούμενης επαγγελματικής ενασχόλησής τους.

Έτσι, οι πρόσφυγες από την ενδοχώρα του Πόντου και από τα υψίπεδα της Ανατολίας εγκαταστάθηκαν, με λίγες εξαιρέσεις, στα ορεινά μέρη του νομού Καβάλας και τους γιακάδες, οι Θράκες στις πεδιάδες ή τους γιακάδες, κυρίως στον κάμπο του Νέστου, και οι Μικρασιάτες στα παράλια μέρη, κυρίως της επαρχίας Παγγαίου, ή στα υψίπεδα. Όπως είναι ευνόητο, η επιλογή ενός τόπου με παρόμοια χαρακτηριστικά με τον τόπο προέλευσης βοηθούσε στον ταχύτερο εγκλιματισμό των προσφύγων και στην ευκολότερη προσαρμογή τους.

Επίσης οι κάτοικοι των προσφυγικών οικισμών του Ν. Καβάλας είχαν κατά κανόνα κοινή προέλευση, είτε συνολικά είτε, στις περισσότερες περιπτώσεις, κατά ομάδες. Η κοινή διαβίωση με συγχωριανούς ή με ανθρώπους που κατάγονταν από την ίδια περιοχή βοηθούσε στην πρόοδο της εγκατάστασης, αφού οι άνθρωποι αυτοί συνδέονταν ήδη μεταξύ τους με ηθικούς και κοινωνικούς δεσμούς και μπορούσαν να λειτουργήσουν με το «ένστικτο της κοινότητας», δηλ. να εργαστούν από κοινού και να αντιμετωπίσουν με συλλογικό τρόπο τα προβλήματά τους. Γι’ αυτό και οι οικογένειες που βρέθηκαν μακριά από τους συντοπίτες τους επιζητούσαν συνήθως τη μετεγκατάστασή τους. Η κοινή προέλευση είναι εμφανέστερη στους προσφυγικούς οικισμούς που πήραν την ονομασία της παλιάς πατρίδας: Πέραμος, Ηρακλείτσα, Χορτοκόπι, Δωμάτια, Καρβάλη, Γραβούνα, Γέροντας, Οφρύνιο, Αμισιανά κ.ά.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η συμβίωση διαφορετικών προσφυγικών ομάδων (Μικρασιατών, Ποντίων και Θρακών) στον ίδιο οικισμό δεν ήταν πάντα εύκολη. Οι πρόσφυγες αφενός είχαν μεγάλες διαφορές (στη γλώσσα, στα ήθη και έθιμα, στις συνήθειες και στον τρόπο ζωής) και αφετέρου είχαν συνηθίσει να ζουν υπό καθεστώς κοινοτικής αυτονομίας και να ρυθμίζουν μόνοι τους τα θέματα της εσωτερικής τους ζωής, κυρίως της εκκλησίας και της παιδείας. Αυτό συχνά τους έφερνε σε αντιπαράθεση και με το κράτος αλλά και μεταξύ τους. Τους ένωνε όμως η κοινή μοίρα και έτσι στις περισσότερες περιπτώσεις οι ισορροπίες κρατούνταν με αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, π.χ. η μία προσφυγική ομάδα είχε τον πρόεδρο του χωριού, ή άλλη τον παπά, οι επίτροποι των εκκλησιών προέρχονταν απ’ όλες τις προσφυγικές ομάδες κ.ο.κ.

Σκηνές και ξύλινα οικήματα στη Ν. Καρβάλη
Η στέγαση

Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο Ν. Καβάλας ήταν κατά 32.000 περισσότεροι από τους μουσουλμάνους που εγκατέλειψαν την περιοχή (75.000 έναντι 43.350). Επειδή όμως το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάζοντος προσφυγικού πληθυσμού το απορρόφησε η πόλη της Καβάλας, η περιφέρεια δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερα προβλήματα.  

Όπως προαναφέραμε, για περίπου ενάμισι χρόνο οι πρόσφυγες των περισσότερων χωριών αναγκάστηκαν να συμβιώσουν με τους ντόπιους μουσουλμάνους. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών λύθηκε και το πρόβλημα της στέγασης. Σύμφωνα με έκθεση που συνέταξε στα 1927 ο προϊστάμενος του Γραφείου Εποικισμού Καβάλας Πεχλιβάνογλου, περίπου 30.000 πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί στα 6.405 εγκαταλειμμένα σπίτια των μουσουλμάνων, ενώ περίπου 4.000 πρόσφυγες είχαν στεγαστεί σε 542 προσωρινά οικήματα που έκτισαν οι ίδιοι, κυρίως στα τούρκικα τσιφλίκια. Μέχρι το 1926 είχαν στεγαστεί και οι τελευταίοι 6.000 πρόσφυγες σε 1.651 οικήματα που έκτισε η ΕΑΠ στους 25 νέους οικισμούς.

Κάποιοι από τους νέους αυτούς οικισμούς ιδρύθηκαν σε μέρη που ήταν ακατοίκητα ή είχαν υποτυπώδεις υποδομές: Στη θέση Τσιαρπαντί (Νέα Καρβάλη), το Καλιά Τσιφλίκ (Νέα Πέραμος), τη Νέα Ηρακλείτσα, την Κεραμωτή, την Μπουλούσκα (Πολύστυλο), το Νουσλά (Άγιος Ανδρέας), τα Λουτρά Ελευθερών, το Μπαντέμ Τσιφλίκ (Αμυγδαλεώνας), το Τσινάρ Ντερέ (Λεύκη), την Μποϊνού Κισλί (Γέροντας) κ.ά. Καθώς η ανέγερση των οικημάτων καθυστερούσε, πολλοί είχαν αναγκαστεί να διαβιώσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε σκηνές και τα ποσοστά θνησιμότητάς τους ήταν πολύ υψηλότερα του μέσου όρου (το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Νέα Καρβάλη). Γι’ αυτούς τους λόγους αλλά και εξ αιτίας της έλλειψης υποδομών ένα μέρος του πληθυσμού αναγκάστηκε να μετακινηθεί σε άλλες περιοχές. Πάντως το 1926 ο προϊστάμενος του Γραφείου Εποικισμού Καβάλας Πεχλιβάνογλου δήλωνε σε τοπική εφημερίδα ότι στα χωριά του Ν. Καβάλας «ουδείς πρόσφυξ μένει υπό σκηνάς».

Τα σπίτια, και τα ανταλλάξιμα και του Εποικισμού, παραχωρήθηκαν επισήμως τους πρόσφυγες από το 1927. Τότε εκτιμήθηκε η αξία τους και οι πρόσφυγες που τα κατείχαν έπαιρναν από την Ε.Α.Π. ένα πιστοποιητικό που τους αναγνώριζε ως οριστικούς ιδιοκτήτες




    Γεωργικός κλήρος

Στο πλαίσιο του «προσφυγικού ζητήματος», προτεραιότητα δόθηκε στην αγροτική αποκατάσταση (ενώ η αστική πέρασε σε δεύτερη μοίρα), αφενός επειδή η ελληνική οικονομία βασιζόταν στη γεωργική παραγωγή και αφετέρου επειδή αυτή μπορούσε να πραγματοποιηθεί γρηγορότερα και οικονομικότερα, αφού υπήρχαν οι τεράστιες εκτάσεις των μουσουλμανικών κτημάτων. Προϋπόθεση για την επιτυχία της αγροτικής αποκατάστασης, αλλά και για τη διασφάλιση της κοινωνικής ηρεμίας, ήταν η παραχώρηση γεωργικού κλήρου: Κατέχοντας καλλιεργήσιμη γη οι πρόσφυγες θα μπορούσαν αρχικά να επιβιώσουν, θα παρέμεναν στον τόπο της εγκατάστασή τους και θα γίνονταν σύντομα αυτάρκεις. Διαφορετικά, οι εξαθλιωμένοι προσφυγικοί πληθυσμοί θα συνέρρεαν στις πόλεις, θα πύκνωναν οι στρατιές των ανέργων και θα γιγαντώνονταν οι κοινωνικές εντάσεις.

Οι προσπάθειες των εποικιστικών αρχών επικεντρώθηκαν στη δημιουργία μικρών, οικογενειακών γεωργικών ιδιοκτησιών. Στο Νομό Καβάλας ο κλήρος κυμαινόταν, ανάλογα με την περιοχή και το είδος της καλλιέργειας, χοντρικά από 10 μέχρι 50 στρέμματα, όμως στα καπνοπαραγωγικά χωριά, όπου η γη και η παραγωγή είχε μεγαλύτερη αξία, από 9 μέχρι 22 στρέμματα.


Η οικογένεια με 2 μέλη έπαιρνε 1 κλήρο, με 3 ή 4 μέλη 1 και ¼, με 5 έως 7 μέλη 1 και ½ κλήρο και με 8 μέλη και πάνω έπαιρνε 2 κλήρους. Κλήρο δικαιούνταν μόνο οι αρχηγοί των οικογενειών (όχι όλοι οι ενήλικες άνδρες) γι’ αυτό και στα χρόνια της παραχώρησης και διανομής της γης παρατηρούνται πολλοί γάμοι.

Εξ αρχής πρέπει να σημειωθεί ότι η οριστική διανομή του γεωργικού κλήρου έγινε αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1930. Τα πρώτα χρόνια (μέχρι να αποχωρήσουν οι ντόπιοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, 1924) δεν μπορούσε να υπάρξει κάποιος σχεδιασμός για την διανομή της γης. Οι πρόσφυγες είτε καταλάμβαναν αυθαίρετα ένα κομμάτι από τη διαθέσιμη γη, την ακαλλιέργητη ή την εγκαταλειμμένη, είτε καλλιεργούσαν τα επιταγμένα χωράφια των μουσουλμάνων.

Το 1924 την αρμοδιότητα της αγροτικής αποκατάστασης αναλαμβάνει η νεοσύστατη Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), με τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού, και εφαρμόζει έναν ορθολογικότερο σχεδιασμό στην αποκατάσταση των προσφύγων και στην παραχώρηση της γης, σε συνεργασία με τις κατά τόπους προσφυγικές ομάδες. Τα επόμενα χρόνια η γη δίνεται στους πρόσφυγες με ένα Παραχωρητήριο, που αποτελεί τίτλο απλής κατοχής του χωραφιού και όχι τίτλο πλήρους κυριότητος. Στο ίδιο το έγγραφο σημειώνεται ότι η ΕΑΠ παραχωρεί στον πρόσφυγα την αδιατάρακτον νομή των περιγραφόμενων ακινήτων, και ότι «η μεταβίβασις της κυριότητος επί των ακινήτων τούτων θα γίνει μετά την εξόφλησιν των προς την ΕΑΠ χρεών του».

Όμως σε πολλές περιπτώσεις η κατοχύρωση των χωραφιών δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση. Οι γηγενείς πληθυσμοί δεν αποδέχονταν ότι η ανταλλάξιμη μουσουλμανική γη ανήκε δικαιωματικά στους πρόσφυγες και τη διεκδικούσαν για λογαριασμό τους*. Συχνά μάλιστα για να ενισχύσουν το «δικαίωμά» τους επικαλούνταν την εθνική προσφορά τους και ιδιαίτερα τη συμμετοχή τους στο Μακεδονικό Αγώνα. Επιπλέον ορισμένα αγροκτήματα κατέχονταν ήδη από ντόπιους ενοικιαστές ή καλλιεργητές, οι οποίοι αρνούνταν να τα εκκενώσουν. Προβλήματα δημιουργούνταν και με τους νομάδες Σαρακατσάνους, οι οποίοι έβλεπαν να συρρικνώνονται τα παραδοσιακά βοσκοτόπια τους και να μετατρέπονται σε καλλιεργήσιμη γη.

Σε χωριό της Καβάλας, 1925
Έτσι σε κάποιες περιπτώσεις οι ντόπιοι αντέδρασαν στην εγκατάσταση των προσφύγων και στη δημιουργία προσφυγικών συνοικισμών. Στα Λιμενάρια της Θάσου απειλήθηκε σύρραξη μεταξύ εντοπίων και προσφύγων, στο Ποδοχώρι «οι άνθρωποι κάθε μέρα είχαν μαλώματα με τους πρόσφυγας…», στο Παλιοχώρι και στην περιοχή των Ελευθερών οι κτηματικές διαφορές οδήγησαν σε «αιματηρά συμβάντα» και φόνους κλπ. Πάντως μεγάλης έκτασης βίαιες συγκρούσεις δεν είχαμε στο Ν. Καβάλας (όπως π.χ. στην Πρώτη των Σερρών ή στην Πετρούσα της Δράμας), επειδή τα περισσότερα χωριά ήταν αμιγώς προσφυγικά.

Διενέξεις σημειώνονταν όμως και στις αμιγώς προσφυγικές κοινότητες, επειδή τα όρια των οικισμών και των αγρών ήταν ασαφή και γι’ αυτό διαφιλονικούμενα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αιματηρή συμπλοκή των προσφύγων της Κεραμωτής και του Χατζή Εμίν Αγά (Χαϊδευτού) το 1926. Επίσης σε κάποιες περιπτώσεις λόγω της ανεπάρκειας των χωραφιών οι ήδη εγκατεστημένοι πρόσφυγες αντιδρούσαν στην εγκατάσταση νέων προσφύγων, επειδή αυτό θα σήμαινε την περαιτέρω κατάτμηση της διαθέσιμης γης.

Μέχρι το 1926 βασικό πρόβλημα ήταν η έλλειψη κτηματογράφησης. Καθώς η γη δεν είχε ακόμη χαρτογραφηθεί, οι εποικιστικές αρχές δεν μπορούσαν να εγγυηθούν ότι ο αγρότης θα αποκτούσε την κυριότητα της γη που κατείχε με  προσωρινό παραχωρητήριο. Παρότι οι φορείς της πολιτείας διαβεβαίωναν τους αγρότες ότι η αρχική προσωρινή διανομή θα ήταν και η οριστική, με ελάχιστες ίσως μετατροπές, οι πρόσφυγες αισθάνονταν αβεβαιότητα και δίσταζαν να πραγματοποιήσουν εργασίες απαιτητικές και με μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, όπως δενδροφύτευση ή αποστράγγιση. Στο Ν. Καβάλας η κτηματογράφηση άρχισε το 1926 από το Καρατζάκιοϊ (Πέρνη), με δαπάνες της προσφυγικής κοινότητας, συνεχίστηκε το επόμενο έτος με τα χωριά του Παγγαίου (Γεωργιανή, Νικήσιανη και Παλαιοχώρι) και ολοκληρώθηκε σ’ όλο το Νομό στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Όπως προαναφέραμε όμως, για διασφαλίσει απολύτως την ιδιοκτησία του ο πρόσφυγας, από αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις άλλων, έπρεπε πρώτα να εξοφλήσει τα χρέη του προς την ΕΑΠ (από το 1930 που διαλύθηκε η ΕΑΠ τα χρέη εισπράττονταν από την Αγροτική Τράπεζα) κι αυτό σε πολλές περιπτώσεις έγινε μετά το 1950! Ενδεικτικό της μακρόχρονης ανασφάλειας είναι το περιεχόμενο του συνοδευτικού εγγράφου που χορηγούσε η Αγροτική Τράπεζα στον πρόσφυγα μαζί με τον τίτλο κυριότητας: «Με τον τίτλον αυτόν έγινες τέλειος ιδιοκτήτης των κτημάτων… Κανείς άλλος δεν μπορεί πλέον να διεκδικήσει και να σου αφαιρέση τα κτήματα αυτά ως ιδικά του… Μην επιτρέψης σε κανέναν να σου καταπατήση τα κτήματα αυτά, διότι είναι ιδικά σου και τα αγόρασες με το χρήμα σου…».

Σ’ όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι αρκετοί πρόσφυγες συνάντησαν στην αρχή δυσκολίες, είτε γιατί δεν ήταν αγρότες, είτε γιατί αγνοούσαν κάποιες καλλιέργειες. Κάποιοι δεν είχαν καμία εμπειρία στη χρήση ζώων, με αποτέλεσμα τα πρώτα ζώα που δόθηκαν στους πρόσφυγες να εξοντωθούν από ασθένειες. Ορισμένοι μάλιστα, που δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στις συνθήκες της αγροτικής ζωής και των μικρών συνοικισμών, προτίμησαν να χάσουν τα προνόμια της αγροτικής τους αποκατάστασης και αναζήτησαν μια καλύτερη ζωή σε άλλα μέρη, κυρίως στις πόλεις.

Όμως παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες από τα πρώτα κιόλας χρόνια οι αγροτικοί προσφυγικοί οικισμοί του Ν. Καβάλας σημείωσαν τεράστια οικονομική πρόοδο. Αυτό οφείλεται βέβαια στην αξιοσύνη των προσφύγων, ήταν όμως παράλληλα και το αποτέλεσμα της τότε αγροτικής μεταρρύθμισης, που χαρακτηρίστηκε ως η πιο σοφή και δίκαιη αγροτική μεταρρύθμιση που γνώρισε ο ευρωπαϊκός χώρος. Δεν είναι του παρόντος να την αναλύσουμε, μπορούμε όμως να πούμε δυο λόγια. Στη δεκαετία του 1920 καταργείται η μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία (τα τσιφλίκια και οι μοναστηριακές γαίες) και η τσιφλικική γεωργία αντικαθίσταται από την οικογενειακή γεωργία. Στη γεωργία του μικρού οικογενειακού κλήρου, όπου οι καλλιεργητές της γης είναι συγχρόνως και ιδιοκτήτες της, αρχίζει να εφαρμόζεται η εντατική καλλιέργεια, συνέπεια της οποίας είναι η θεαματική αύξηση της παραγωγής. Σύμφωνα με στοιχεία του Επιμελητηρίου Καβάλας, μέσα σε δύο χρόνια, από το 1924 μέχρι το 1926, η παραγωγή στα προσφυγικά χωριά του νομού μας είχε αυξηθεί εντυπωσιακά (στον καπνό πάνω από 50% στα δημητριακά μέχρι και 400%).

Έτσι μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα οι αγρότες μπορούσαν να συντηρούνται μόνοι τους και άρχισαν να πληρώνουν και τα πρώτα χρέη τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον Απρίλιο του 1926, οπότε άρχισε η είσπραξη των χρεών στο Ν. Καβάλας, και μέχρι το τέλος αυτού του έτους, 80 από τους 122 οικισμούς, κυρίως οι καπνοπαραγωγικοί, είχαν αποπληρώσει το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της εγκατάστασής τους, είτε αυθόρμητα είτε μετά από πιέσεις της ΕΑΠ.

Κι όλα αυτά πριν ακόμη γίνουν τα αναγκαία για την αναβάθμιση της τοπικής αγροτικής οικονομίας. Αναφέρoυμε ενδεικτικά ότι η αποξήρανση των ελών της Τούζλας, Καρβάλης, Περάμου, Μποϊνού Κιζίλ (Γέροντα), Κεραμωτής, κάμπου της Χρυσούπολης κ.ά., που θα έδινε χιλιάδες στρέμματα νέας καλλιεργήσιμης γης και θα εξάλειφε πολλές εστίες ελονοσίας, μόλις είχε αρχίσει, ενώ για τα έλη των Φιλίππων θα χρειάζονταν αρκετά ακόμη χρόνια. Επίσης δεν είχε γενικευτεί ακόμη η χρήση των λιπασμάτων, δεν είχαν εισαχθεί νέα είδη καλλιέργειας, σύγχρονες γεωργικές μηχανές και νέες ανθεκτικές ράτσες ζώων, ούτε είχαν εκριζωθεί οι θαμνώδεις εκτάσεις. Τα έργα ήταν επίσης ελάχιστα: Γεωτρήσεις, υδραγωγεία και φρέατα είχαν γίνει μόνο σε 30 οικισμούς, ο σταθμός επιβητόρων στα Παλιάμπελα του Πραβίου μόλις είχε ιδρυθεί, η κτηνοτροφική μονάδα της Χρυσούπολη ήταν ακόμη στα χαρτιά, έργα οδοποιίας δεν είχαν γίνει, το ταπητουργείο της Νέας Καρβάλης ήταν χωρίς εξοπλισμό κλπ. 


Αντιθέτως ό,τι εξαρτιόταν από τους ίδιους τους πρόσφυγες είχε προχωρήσει με ταχύτερο ρυθμό. Ήδη αναφέραμε ότι στο έργο της κτηματογράφησης συνέβαλαν οι ίδιες οι προσφυγικές κοινότητες. Παράλληλα είχε προχωρήσει και η οικονομική και κοινωνική οργάνωση των αγροτών προσφύγων μέσω των συνεταιρισμών. Μέχρι το 1926 στο Νομό Καβάλας είχαν ιδρυθεί 59 συνεταιρισμοί (όλοι γεωργικοί εκτός από του Ολατζάκ / Πλαταμώνα που ήταν κτηνοτροφικός), εκ των οποίων οι 42 ήταν καθαρώς προσφυγικοί, οι 4 μικτοί και οι 13 γηγενών, κυρίως στη Θάσο. Οι συνεταιρισμοί, παρά τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειές του, συνέβαλαν στην επιτυχία της αγροτικής αποκατάστασης χορηγώντας δάνεια και προκαταβολές, χτίζοντας ή αγοράζοντας στάβλους και αποθήκες κλπ.

Και κάτι τελευταίο που έχει άμεση σχέση με την αποκατάσταση των προσφύγων: Αμέσως μετά την εγκατάσταση και τη  στέγαση του προσφυγικού πληθυσμού η ΕΑΠ άρχισε να χορηγεί στους πρόσφυγες διάφορα ποσά για τη συντήρησή τους, χρήματα και υλικά για την επιδιόρθωση ή για την ανέγερση των σπιτιών και να τους εφοδιάζει με ζώα, γεωργικές μηχανές και εργαλεία, ζωοτροφές, δέντρα, σπόρους κ.ά. Για το σκοπό αυτό το Γραφείο Εποικισμού Καβάλας δαπάνησε μέχρι το 1926 περίπου 90 εκατομμύρια δρχ. Αυτές οι ενισχύσεις δεν ήταν δωρεάν, αλλά δίνονταν υπό τη μορφή δανείων, τα οποία οι αγρότες έπρεπε να εξοφλήσουν σταδιακά με τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Με δυο λόγια, οι πρόσφυγες αγρότες βρέθηκαν εξαρχής χρεωμένοι, πριν ακόμη σταθούν στα πόδια τους.

Παραχωρητήριο και οριστικός τίτλος κυριότητος κτήματος
Το πρόβλημα των προσφυγικών χρεών οξύνθηκε επικίνδυνα μετά τη σοβαρή οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1930. Αφενός επειδή οι αγρότες είχαν επιβαρυνθεί με άλλα μεγαλύτερα χρέη, κυρίως από την παραχώρηση των σπιτιών και του κλήρου, και αφετέρου γιατί είχε σβήσει και η τελευταία μεγάλη ελπίδα των προσφύγων, να αποζημιωθούν για τις περιουσίες που άφησαν στις πατρίδες τους. Παρότι το κράτος αναγκάστηκε το 1937 να προβεί σε ρυθμίσεις για τη μείωση των προσφυγικών χρεών, οι αγρότες πρόσφυγες μια ζωή έζησαν χρεωμένοι. Τα χρέη προς την ΕΑΠ για τα σπίτια, τα χωράφια και τις κάθε είδους παροχές, μέχρι και τον τελευταίο σπόρο, ουδέποτε χαρίστηκαν ή παραγράφηκαν, αλλά εξοφλήθηκαν μέχρι τελευταίας δεκάρας. Οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς έφυγαν με το παράπονο ότι όχι μόνο δεν αποζημιώθηκαν για τις περιουσίες που άφησαν πίσω τους στην Ανατολή, αλλά και πλήρωσαν οι ίδιοι την αποκατάστασή τους στη νέα πατρίδα.

* Για το ζήτημα της διανομής της γης πρέπει να σημειώσουμε το εξής: Οι γηγενείς πίστευαν – μερικοί το πιστεύουν ακόμη και σήμερα – ότι το ελληνικό κράτος ευνόησε προκλητικά τους πρόσφυγες εις βάρος των γηγενών ακτημόνων. Τα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο: Μέχρι το 1938 το Κράτος απαλλοτρίωσε 20 εκατομμύρια στρέμματα γης. Τα 12 εκατομμύρια παραχωρήθηκαν σε 130.000 οικογένειες γηγενών ακτημόνων και τα 8 εκατομμύρια στρέμματα σε 144.000 οικογένειες αγροτών προσφύγων. Δηλαδή οι πρόσφυγες, αν και ήταν κατά 10% περισσότεροι, πήραν μόνο το 70% της γης που δόθηκε στους ντόπιους.


        ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ Ν. ΚΑΒΑΛΑΣ (Απογραφή 1928)
        Προέλευση
Αριθμός
Ποσοστό
Μικρά Ασία (εκτός Πόντου)
32.156
43%
Ανατ. Θράκη
23.493
31,5%
Πόντος
16.023
21,5%
Κωνσταντινούπολη
1.557
2%
Βουλγαρία
539

Καύκασος 
436

Ρωσία 
419

Άλλα μέρη
69

         ΣΥΝΟΛΟ
74.692



1 σχόλιο:

  1. Το τραγικό είναι ότι μέχρι και σήμερα οι γηγενείς δεν έχουν πάρει κανένα τίτλο ιδιοκτησίας εκτός εαν τα κατεχόμενα γεωτεμάχιά τους συμμετείχαν σε κάποιο αναδασμό.
    Όλη αυτή η εμπειρία των ΕΑΠ δεν αξιοποιήθηκε για να αποκτήσει κτηματολόγιο η Ελλάδα παρά μόνο στις μέρες μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή