Στην Πόλη των Ρωμιών. Το "βαρλίκι" και τα "αμελέ ταμπουρού" του 1942-43



Στην Πόλη των Ρωμιών
Το "βαρλίκι" και τα "αμελέ ταμπουρού" του 1942-43





"Η Τουρκία για τους Τούρκους" - Μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) το νέο τουρκικό κράτος έθεσε ως βασικό στόχο του τον εκτουρκισμό όλων των τομέων της ζωής, κυρίως της οικονομίας και της παιδείας. Αυτή η εθνικιστική πολιτική σηματοδοτήθηκε με το σύνθημα «η Τουρκία για τους Τούρκους» και υλοποιήθηκε με τη μεροληπτική και εχθρική αντιμετώπιση των μειονοτικών πληθυσμών: Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων. Έτσι, παρά τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λωζάνης για σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων και παρά τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων (με την προσέγγιση Βενιζέλου – Ατατούρκ και την υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου φιλίας το 1930), άρχισε για την ελληνική μειονότητα της Πόλης ένα χρονικό αλλεπάλληλων καταπιέσεων, αποκλεισμών και διακρίσεων*, που προετοίμασαν το έδαφος για τα επαχθή μέτρα της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το «βαρλίκι» του 1942-43
Στις 12 Νοεμβρίου 1942 το τουρκικό κοινοβούλιο ψήφισε, χωρίς ουσιαστική συζήτηση, το «Φόρο Περιουσίας» («Varlık Vergisi»), γνωστό ως «βαρλίκι». Επρόκειτο, όπως θα  δούμε στη συνέχεια, για ένα ληστρικό φόρο, ο οποίος στρεφόταν ευθέως ενάντια στην ελληνική και στις άλλες μειονότητες της Τουρκίας.
Το βαρλίκι δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Όπως προαναφέραμε, σταθερή επιδίωξη του νέου τουρκικού κράτους ήταν ο εκτουρκισμός της οικονομίας του, με τη συγκρότηση μιας ισχυρής αστικής τάξης μουσουλμάνων επιχειρηματιών. Ο στόχος δεν ήταν εύκολος, καθώς η μικρή μουσουλμανική αστική τάξη δεν είχε την παράδοση και τη νοοτροπία, τα αναγκαία προσόντα (μόρφωση, ξένες γλώσσες κ.ά.) και το υλικό υπόβαθρο για να ανταγωνιστεί τις μειονότητες. Επειδή λοιπόν «μια αστική επιχειρηματική τάξη δεν φυτρώνει ξαφνικά», όπως παρατηρεί ο ιστορικός Rifat Bali, η ανατροπή μπορούσε να γίνει μόνο με μέτρα καταστολής και καταπίεσης των μειονοτήτων, με αναγκαστικό περιορισμό της δραστηριότητάς τους και με βίαιη απόσπαση κεφαλαίων.
Από την επιστράτευση των "Είκοσι Ηλικιών" σε
τάγματα εργασίας (Αρχείο Οικουμενικής
Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών)
Εκεί απέβλεπε και το μέτρο της «επιστράτευσης των 20 ηλικιών»: Το 1941 οι Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι άνδρες ηλικίας 25-45 ετών κλήθηκαν να υπηρετήσουν σε ειδικά στρατόπεδα εργασίας στα βάθη της Μικράς Ασίας για την κατασκευή δημόσιων έργων. Έτσι μειωνόταν το παραγωγικό δυναμικό της Πόλης και η επιχειρηματική δραστηριότητα των μειονοτικών ομάδων, προς όφελος του μουσουλμανικού στοιχείου. Το 1942 θα ακολουθούσε, προς την ίδια κατεύθυνση και με τους ίδιους στόχους, ένα ακόμη επαχθέστερο μέτρο, το βαρλίκι.

Η επιβολή του φόρου περιουσίας ευνοήθηκε και από τις ιστορικές συγκυρίες: Όταν ο πόλεμος επεκτάθηκε και στο μεσογειακό χώρο, η τουρκική οικονομία, που ήταν απολύτως εξαρτημένη από τις εισαγωγές, μπήκε σε βαθιά κρίση, παρατηρήθηκαν μεγάλες ελλείψεις στην αγορά και οι τιμές των αγαθών αυξήθηκαν μέχρι και 400% σε σχέση με την προπολεμική περίοδο. Ο Τύπος θεώρησε υπαίτιους τους μειονοτικούς επιχειρηματίες και εμπόρους (τους «κερδοσκόπους του πολέμου», τους «μαυραγορίτες» που «πλούτιζαν από τη δυστυχία του κόσμου»), άρχισε να στρέφεται επιθετικά εναντίον τους, να υποδαυλίζει τα αντιμειονοτικά αισθήματα του λαού και να απαιτεί δραστικά μέτρα. Χαρακτηριστική του κλίματος είναι η τότε δήλωση του πρωθυπουργού Σουκρού Σαράτσογλου, που «φωτογράφιζε» τις μειονότητες: «Ο νόμος του φόρου περιουσίας θα εφαρμοστεί με ιδιαίτερη σκληρότητα σε όσους αποφεύγουν να πράξουν την κρίσιμη αυτή στιγμή το καθήκον τους προς τη χώρα, τη χώρα που τους φιλοξένησε και τους έδωσε την ευκαιρία να φτιάξουν περιουσίες».

Ο νόμος του «Φόρου Περιουσίας» προέβλεπε την εφάπαξ φορολόγηση όλων των Τούρκων πολιτών με βάση την περιουσία τους. Φαινομενικά, απέβλεπε στην αύξηση των δημοσίων εσόδων και τη μείωση των ελλειμμάτων. Στην πραγματικότητα όμως στόχευε τις μειονότητες (Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους) που έλεγχαν τους πιο βασικούς τομείς της τουρκικής οικονομίας: το εμπόριο, τις επιχειρήσεις, τις χρηματοδοτήσεις και τη βιομηχανία. 

Σύμφωνα με το νόμο, σε κάθε νομό και επαρχία συγκροτήθηκαν ειδικές επιτροπές που μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα εκτίμησαν, πρόχειρα και αβασάνιστα, την περιουσία κάθε φορολογούμενου και καθόρισαν, με αυθαίρετα κριτήρια, το ποσό που έπρεπε να πληρώσει. Οι καταστάσεις των υπόχρεων και τα ποσά ανακοινώθηκαν στις 18 Δεκεμβρίου 1942 και ο φόρος έπρεπε να εξοφληθεί μέχρι τις 4 Ιανουαρίου 1943 (το πολύ στις επόμενες δύο εβδομάδες, με πρόστιμο 1% ή 2% αντίστοιχα). Οι αποφάσεις των επιτροπών ήταν τελεσίδικες και οι φορολογούμενοι δεν είχαν το δικαίωμα προσφυγής σε ένδικα μέσα! 

Στην Πόλη, οικογέν. Μανάφη
Μέσα στις συνθήκες του πολέμου και της οικονομικής κρίσης ένα μέτρο έκτακτης φορολόγησης θα μπορούσε να θεωρηθεί λογικό. Όμως η εκτίμηση των περιουσιών και ο καταλογισμός των φόρων έγινε με τρόπο κραυγαλέα μεροληπτικό εις βάρος των μειονοτήτων: Οι μουσουλμάνοι κλήθηκαν να καταβάλουν ένα συμβολικό φόρο και μόνο σε ελάχιστους καταλογίστηκαν μεγάλα ποσά, για «τα μάτια του κόσμου» και προφανώς με πολιτικά κριτήρια. Στους μειονοτικούς όμως επιβλήθηκαν εξοντωτικά ποσά, που στις περισσότερες περιπτώσεις ξεπερνούσαν τις οικονομικές τους δυνατότητες.

Χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν τότε σε κατάσταση απόγνωσης και άρχισαν να δανείζονται ή και να ξεπουλούν όσο - όσο τις κινητές και ακίνητες περιουσίες τους (σπίτια, οικόπεδα, έπιπλα, χαλιά κ.ά.) για να συγκεντρώσουν τα ποσά του φόρου. Όπως έχει γραφεί, πραγματοποιήθηκαν τότε στην Πόλη, μέσα σε διάστημα 2-3 εβδομάδων, συναλλαγές αξίας 150 εκατομμυρίων δολαρίων. Κι αυτό, γιατί οι άνθρωποι έπρεπε να αποφύγουν τις συνέπειες του παράλογου νόμου, που ήταν ιδιαίτερα οδυνηρές: Σε περίπτωση που οι μη μουσουλμάνοι (και μόνον αυτοί) δεν μπορούσαν να πληρώσουν το φόρο, το τουρκικό κράτος θα προχωρούσε σε κατάσχεση όλων των περιουσιακών τους στοιχείων τους (μετρητών, ακινήτων, εξοπλισμού, επίπλων, αγαθών κ.ά.), και θα τα εκποιούσε αργότερα σε ανοιχτές δημοπρασίες.

Έτσι και έγινε: Μετά τη λήξη της προθεσμίας, επιτροπές από εφοριακούς και αστυνομικούς έπαιρναν καταθέσεις από τους υπόχρεους για τα περιουσιακά τους στοιχεία, επισκέπτονταν τα σπίτια τους και κατέγραφαν τα υπάρχοντα που σε λίγο θα έπαιρναν το δρόμο της δημοπρασίας, ενώ συγχρόνως σφράγιζαν τα καταστήματα και τις επιχειρήσεις τους. «Άνθρωποι άρρωστοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους χάμω για να πουληθεί το κρεβάτι, κουζινικά αρπάχθηκαν…, οικογένειες χωρίστηκαν, πεινάσανε, διαλύθηκαν» θυμάται ο εκδότης - συγγραφέας Ανδρέας Λαμπίκης.  


Και το χειρότερο: Όσοι δεν κατάφερναν να εξοφλήσουν, εκτοπίζονταν στην ενδοχώρα της Τουρκίας, στην περιοχή της Ερζερούμ, για να εργαστούν «μέχρις εξοφλήσεως της οφειλής και αναλόγως των σωματικών των δυνάμεων… εις εργασίας μη στρατιωτικής φύσεως ή εις δημοτικά έργα». Ο νόμος προέβλεπε και μια υποτυπώδη αμοιβή, 1-2 λίρες την ημέρα, δήθεν για να αποπληρώσουν το υπέρογκο χρέος τους. «Η αμοιβή ήταν αστεία», λέει ο ιστορικός Rifat Bali, «ακόμη κι αν δούλευε κανείς 150 χρόνια, δεν υπήρχε πιθανότητα να εξοφλήσει το χρέος του».

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 1943 πάνω από 1.800 μειονοτικοί επιχειρηματίες εξορίστηκαν στα ειδικά εργατικά τάγματα του Aşkale, στα βάθη της Ανατολής, αφού πρώτα δημεύτηκε όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία τους. Το τουρκικό κράτος δεν είχε καθορίσει διάρκεια ποινής, άρα οι εκτοπισμένοι δεν γνώριζαν αν και πότε θα επιστρέψουν στα σπίτια τους. Παρότι ο νόμος όριζε να μην εξορίζονται οι άρρωστοι και οι άνω των 55 ετών, εν τούτοις εκτοπίστηκαν πολλοί από αυτούς. Κατά τη διάρκεια της εξορίας πέθαναν τουλάχιστον 21 άτομα. Το Δεκέμβριο του 1943 η Τουρκία επέτρεψε στους εκτοπισμένους να επιστρέψουν στα σπίτια τους, μετά από δώδεκα μήνες εξορίας.

Οι Ρωμιοί της Πόλης βρέθηκαν τότε εντελώς ανυπεράσπιστοι, αφού μέσα στις συνθήκες της τριπλής εχθρικής Κατοχής η Ελλάδα ήταν αδύναμη και τα περιθώρια της όποιας αντίδρασης ήταν ελάχιστα. Βέβαια η ελληνική κατοχική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε για το φόρο και τους εκτοπισμούς. Ο κατοχικός πρωθυπουργός Τσουδερός με επιστολή προς τον Τούρκο ομόλογό του επικαλέστηκε τις φιλικές σχέσεις των δύο χωρών και ζήτησε μετριοπάθεια στην εφαρμογή του νόμου, για να λάβει την υπόσχεση ότι «θα διασφαλιστεί η ίση αντιμετώπιση όλων των φορολογουμένων και δεν θα υπάρχει μεγαλύτερη επιβάρυνση για τους Έλληνες»!


Η πρώτη αποστολή οδηγείται στο
Άσκαλε (από Son Telgraf, 23-1-1943)
Το Σεπτέμβριο του 1943 οι Times της Νέας Υόρκης δημοσίευσαν σειρά επικριτικών άρθρων για το βαρλίκι και τα εργατικά τάγματα, με αποτέλεσμα να αμαυρωθεί η διεθνής εικόνα της Τουρκίας. Έτσι η τουρκική εθνοσυνέλευση αποφάσισε να «παγώσει» την ισχύ του νόμου και να διαγράψει τους φόρους που δεν είχαν εισπραχθεί. Ούτε λόγος βέβαια για την επιστροφή των φόρων που είχαν καταβληθεί και για τα ακίνητα και τις επιχειρήσεις των μειονοτικών που είχαν ήδη περάσει σε μουσουλμανικά χέρια. Το Δεκέμβριο αποφασίστηκε και η διάλυση των ταγμάτων εργασίας και η επιστροφή των «κατάδικων» στα σπίτια τους.


Ο φόρος περιουσίας καταργήθηκε με διάταγμα το Μάρτιο του 1944. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το τουρκικό κράτος είχε εισπράξει από το βαρλίκι 315 εκατομμύρια λίρες, τα 285 εκατομμύρια (ποσοστό 90%) από τις μειονότητες. Οι Ρωμιοί, που αποτελούσαν το 0,5% του πληθυσμού της χώρας, είχαν καταβάλει πάνω από 85 εκατομμύρια, δηλ. το 27% του φόρου!

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αντικειμενικός σκοπός του φόρου περιουσίας ήταν «να απελευθερώσει την αγορά από τον έλεγχο των μειονοτήτων και να την παραδώσει στους Τούρκους», όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Ναντίρ Ναντί, ιδιοκτήτης της εφημερίδας Τζουμχουριέτ. Το ομολόγησαν άλλωστε και οι εμπνευστές του μέτρου, ο πρόεδρος Ισμέτ Ινονού και ο πρωθυπουργός Σουκρού Σαράτσογλου, ο οποίος δήλωνε ότι στόχος του φόρου ήταν «η εξολόθρευση των ξένων στοιχείων, που κυριαρχούν στην αγορά». Το δείχνει όμως και η ίδια η πραγματικότητα: Όπως προαναφέρθηκε, με τις αναγκαστικές πωλήσεις, τις κατασχέσεις και τις εκποιήσεις, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα άλλαξαν χέρια χιλιάδες ακίνητα και επιχειρήσεις στην Πόλη και πέρασαν στην κατοχή των μουσουλμάνων, έναντι εξευτελιστικού τιμήματος. Τα δύο τρίτα των ακινήτων τα αγόρασαν ιδιώτες και τα υπόλοιπα κρατικές υπηρεσίες και οργανισμοί.

Χιλιάδες Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι είδαν από τη μια μέρα στην άλλη να χάνονται οι κόποι οι δικοί τους και των προηγούμενων γενεών. Οι περισσότεροι είχαν το κουράγιο να κάνουν μια νέα αρχή. Πολλοί όμως δεν άντεξαν και έφυγαν για την Αμερική και την Ευρώπη, με την ελπίδα της επιστροφής σε καλύτερες μέρες. Το 1945, σύμφωνα με την επίσημη τουρκική απογραφή, οι ορθόδοξοι της Πόλης είχαν μειωθεί σε 76.844 και οι ομιλούντες την ελληνική ως μητρική γλώσσα σε 69.780. Ωστόσο ο «φόρος περιουσίας» δεν είχε πετύχει τον αντικειμενικό του σκοπό: να πλήξει καίρια τις μειονότητες, να τις «εξαφανίσει» από την αγορά και να καταστήσει κυρίαρχο το μουσουλμανικό στοιχείο στην οικονομία του τουρκικού κράτους. Ο τουρκικός εθνικισμός θα επανερχόταν δριμύτερος στις επόμενες δεκαετίες.


● ● ● ● ●      ● ● ● ● ● 

Πέτρος Μάρκαρης. Ο πολυδιαβασμένος συγγραφέας, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, λέει για τον φόρο περιουσίας: «Το βαρλίκι ήταν ουσιαστικά η ιστορία της βίαιης αφαίρεσης της περιουσίας των μειονοτήτων. Ο πατέρας μου μπόρεσε να ορθοποδήσει γύρω στα 1948, δηλ. μετά από έξι χρόνια, παλεύοντας και πληρώνοντας μέχρι τότε τα δανεικά». Έκτοτε, σημειώνει, οι Ρωμιοί της Πόλης «ζούσαν σε μια ευημερούσα ανασφάλεια… Ξυπνάς το πρωί στην Πόλη και δεν ξέρεις τι σε περιμένει…».
● ● ● ● ●      ● ● ● ● ● 


«Έχω χάσει τα πάντα…».  Στα «αμελέ ταμπουρού» του 1943

Ένας από τους 1.800 επιχειρηματίες της Πόλης που έχασαν την περιουσία τους και οδηγήθηκαν εξόριστοι στα βάθη της Ανατολής, ήταν ο Κωνσταντίνος Κιουρτσόγλου. Η περίπτωσή του, που έγινε γνωστή μέσα από το δημοσιευμένο ημερολόγιό του*, είναι ενδεικτική για τις επιπτώσεις που είχε ο φόρος περιουσίας στην ζωή χιλιάδων ανθρώπων.

Ο Κ. Κιουρτσόγλου, γεννημένος στην καππαδοκική Καρβάλη το 1887, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Πόλη μετά το 1922, ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο αλεύρων και στα χρόνια του πολέμου στράφηκε στο εμπόριο ξηρών καρπών. Διατηρούσε δικό του κατάστημα στην εμπορική στοά Αμπίντ Χαν, στον Γαλατά, στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης και με την επιχείρησή του ζούσε αξιοπρεπώς την πενταμελή οικογένειά του (σύζυγο και τρία παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια), μέχρι που ήρθε η συμφορά. Το Δεκέμβριο του 1942 κλήθηκε να καταβάλει φόρο περιουσίας 200.000 λιρών, που ξεπερνούσε κατά πολύ τη συνολική αξία της κινητής και ακίνητης περιουσίας του! Μην έχοντας άλλο τρόπο αντίδρασης στην καταφανή αδικία, προσέφυγε στην τουρκική εθνοσυνέλευση. Όμως η ένστασή του δεν έγινε δεκτή, όπως και καμία άλλη.

Έτσι άρχισε η περιπέτειά του, με πρώτο στάδιο τη δήμευση της περιουσίας του. «Η μέρα της κατάσχεσης του σπιτιού και του γραφείου. Η αρχή της καταστροφής» σημειώνει στο ημερολόγιό του την 21η Ιανουαρίου 1943. Ο Κ. Κιουρτσόγλου είχε ήδη είχε περάσει όλα τα στάδια των ανακρίσεων από αστυνομικούς και εφοριακούς υπαλλήλους και είχε δώσει καταθέσεις για τα περιουσιακά του στοιχεία. Συνελήφθη και πήρε το δρόμο της εξορίας στις 27 Ιανουαρίου: «Τρία μερόνυχτα στοιβαγμένοι σαν τα ζώα μες στο τρένο χωρίς φαΐ, χωρίς θέρμανση, με θερμοκρασία 35 βαθμούς κάτω από το μηδέν».


Ο αστός επιχειρηματίας, που βρέθηκε ξαφνικά χωρίς σπίτι και μαγαζί να ξεχιονίζει δρόμους στα βάθη της Ανατολής, καταφεύγει στο ημερολόγιό του, όπου καταγράφει λακωνικά και χωρίς συναισθηματισμούς τα γεγονότα της 11μηνης οδυνηρής εμπειρίας του στα στρατόπεδα εργασίας του Άσκαλε: Τις βαριές χειρονακτικές εργασίες, τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, την πείνα, τις αρρώστιες και τους θανάτους των συντρόφων, τις προκλήσεις και την τυραννική συμπεριφορά των άξεστων οργάνων της εξουσίας, την εκμετάλλευση: «Δεν υπάρχει ψωμί και φαΐ…», «Μας έβαλαν πέντε άτομα σ’ ένα δωμάτιο αχούρι. Θα πληρώνουμε και νοίκι, 2 λίρες την ημέρα», «πλυθήκαμε στο προσωρινό χαμάμ που έκανε ο Αγκόπ… το σώμα μας για πρώτη φορά ερχόταν σε επαφή με το νερό ύστερα από επτά μήνες», «Μας βασανίζουν με κάθε τρόπο. Γρονθοκοπήματα, ξύλο, βρισιές… μας φέρονται ακριβώς όπως σε αιχμαλώτους πολέμου»…  


Το ημερολόγιο απηχεί και την πικρία του, συχνά και την αγανάκτησή του για την άδικη και παράλογη τιμωρία: «Οι περιπέτειες και η δυστυχία που ζούμε πρέπει να γίνουν ταινία. Όποιος την κάνει θα βγάλει παρά απ’ το παράλογο της υπόθεσής μας», «Απ’ τα χαράματα έως τη νύχτα, σκάβοντας μέσα στα χιόνια και τρώγοντας 50 γραμμάρια χαλβά και ψωμί πληρώνονται οι φόροι μας… Απαράδεκτες καταστάσεις για κάθε πολιτισμό!»… Τα αισθήματα αυτά συνοδεύονται και από ειρωνικά σχόλια για το καθεστώς: «Αυτή είναι μια τιμωρία πρωτόγνωρη και πρέπει όλα τα πολιτισμένα κράτη να πάρουν μαθήματα από τους Τούρκους για να συμπεριφέρονται ανάλογα στους λαούς τους»! 

Τον εκτοπισμένο διακατέχει το άγχος της επιβίωσης και η ανασφάλεια για το άδηλο μέλλον: «Πότε θα πάρει τέλος αυτή κατάσταση… Πότε και πώς θα πληρωθούν τα χρέη μας;». Τον βασανίζει μόνιμα η σκέψη της οικογένειάς του που έμεινε χωρίς προστάτη, χωρίς περιουσία και πόρους ζωής: «Εμείς εδώ να κρατούμαστε αυθαίρετα και οι οικογένειές μας εκεί να δυστυχούν… είμαστε στο έλεος του Θεού», «τα νέα δεν ήταν καλά, δεν κοιμήθηκα ως το πρωί… Οι φίλοι με παρηγόρησαν, αλλά καθένας ξέρει τον δικό του καημό». Η έγνοια του είναι κυρίως για τα παιδιά, ιδιαίτερα για την κόρη του που έπασχε τότε από φυματίωση: «Τι να γίνονται τα παιδιά;», «έχω μέρες να πάρω γράμμα και ανησυχώ για τα παιδιά».

Ο Κ. Κιουρτσόγλου (δεξ.) στο Άσκαλε

Ο Κ. Κιουρτσόγλου απελευθερώθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου 1943 και πέρασε τις γιορτές με την οικογένειά του: «Σε σύγκριση με πέρσι –γράφει – γιορτάσαμε τα Χριστούγεννα διαφορετικά, μαζί με τις οικογένειες και τα παιδιά μας. Γλιτώσαμε από τα βουνά και τα λαγκάδια. Ας ευχηθούμε το αύριο να είναι καλύτερο». Σύντομα όμως έρχεται αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα: Ο πρώην καλοστεκούμενος έμπορος ψάχνει για «οποιαδήποτε δουλειά, ακόμη και του ποδαριού» και στις 30 Δεκεμβρίου σημειώνει με απόγνωση στο ημερολόγιό του: «Έχω χάσει τα πάντα. Έτσι τελειώνει ο παλιός ο χρόνος. Πώς θα αρχίσει ο νέος δεν το ξέρω».

* Το ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Κιουρτσόγλου, πολύτιμη μαρτυρία για τα εργατικά τάγματα του 1943 στην Τουρκία, διασώθηκε από το γιο του Νικόλαο, κάτοικο Αθηνών και ιδρυτή της βιβλιοθήκης «Επτάλοφος», και δημοσιεύτηκε πριν από δύο χρόνια: Ειρήνης Σαρίογλου (επιμ.), Στην Εξορία, Ερζουρούμ / Άσκαλε. Το Ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Κιουρτσόγλου στα εργατικά τάγματα του 1943, έκδ. Ελληνικού Ιδρύματος Ιστορικών Μελετών, Αθήνα 2009, σσ. 216. Η έκδοση περιλαμβάνει εισαγωγή και ιστορικό σημείωμα της επιμελήτριας, αποσπάσματα από τον τουρκικό Τύπο της εποχής και φωτογραφικό υλικό. Το βιβλίο συνοδεύεται από το DVD του ομώνυμου ντοκιμαντέρ της Καλλιόπης Λεγάκη, σε σενάριο της ίδιας και της Ειρήνης Σαρίογλου, με την υποβλητική μουσική της Ελένης Καραΐνδρου. Βιβλίο και DVD αποτέλεσαν την κυριότερη πηγή πληροφοριών για τα δημοσιεύματα των σελ. 14-16. 

[*] Μέχρι το 1940 είχαν ήδη εφαρμοστεί πολλά δυσμενή μέτρα, όπως: Η απαγόρευση της λειτουργίας αρκετών συλλόγων και ιδρυμάτων και η δήμευση ακινήτων τους. Οι κατασχέσεις περιουσιών όσων είχαν φύγει το 1922 και ήθελαν μετά να επιστρέψουν στην Πόλη. Η απομάκρυνση Ρωμιών υπαλλήλων από θέσεις του Δημοσίου, τράπεζες, κρατικά μονοπώλια, ακόμη και από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η υποχρεωτική χρήση της τουρκικής γλώσσας στη δημόσια ζωή και στα μειονοτικά σχολεία (με εξαίρεση το μάθημα των ελληνικών), η υποχρεωτική απόκτηση τουρκικών επιθέτων κλπ. 
Σ' αυτά πρέπει να προστεθεί η καθόλου τυχαία πυρκαγιά που τον Ιανουάριο του 1919 κατέστρεψε 400-500 σπίτια στα Ταταύλα (τότε η συνοικία πήρε την ονομασία Kurtulus, δηλ. αυτή που σώθηκε, λυτρώθηκε, απελευθερώθηκε), ενώ ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο νόμο του 1932 που απαγόρευε στους ξένης υπηκοότητας πολίτες να ασκούν ένα πλήθος επαγγελμάτων, περίπου 30, και είχε ως αποτέλεσμα να κλείσουν πολλές μικρές επιχειρήσεις (κρεοπωλεία, κουρεία κλπ.) και να εγκαταλείψουν την Πόλη πάνω από 10.000 επαγγελματίες που είχαν ελληνική υπηκοότητα.
Στην επίσημη τουρκική απογραφή του 1935 καταμετρήθηκαν 79.920 άτομα με μητρική γλώσσα την ελληνική, 12.000 λιγότερα σε σχέση με την απογραφή του 1927. Έτσι προετοιμάστηκε το έδαφος για τα επαχθή μέτρα της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.



* Από αφιέρωμα: Κ. Λυκουρίνου, "Ο Ξεριζωμός των Ρωμιών της Πόλης" στην εφημερίδα "Μνήμη" του Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας, φ. 8, Ιαν. 2012.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου