Ο δωσιλογισμός στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία. Δίκες στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Καβάλας (1945-1956)



Άρθρο δημοσιευμένο στο συλλογικό τόμο: Ιάκωβος Μιχαηλίδης - Ηλίας Νικολακόπουλος - Χάγκεν Φλάισερ (επιμ.), "Εχθρός" εντός τειχών. Όψεις του Δωσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, σελ. 337-363. Η εργασία βασίστηκε στην ανακοίνωσή μου στο Συνέδριο «"Εχθρός" εντός τειχών. Όψεις του Δωσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου», που διοργάνωσε το "Δίκτυο Μελέτης Εμφυλίων Πολέμων" τον Ιούλιο του 2004 στη Σαμοθράκη. 




Ο δωσιλογισμός στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία.  Δίκες στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Καβάλας (1945-1956)

Το παρόν άρθρο βασίζεται στο αρχείο του Δικαστηρίου Δωσιλόγων Καβάλας (1945-1956)[1] και στον τοπικό τύπο της περιόδου 1945-1947 και αποτελεί μια προσπάθεια διερεύνησης του δωσιλογισμού στην Ανατολική Μακεδονία, ειδικότερα στην περιοχή του Νομού Καβάλας. Το Δικαστήριο Δωσιλόγων της Καβάλας[2] άρχισε τις εργασίες του στις 20 Οκτωβρίου 1945 και μέχρι το 1954 εκδίκασε υποθέσεις 292 κατηγορουμένων για παραβάσεις της Συντακτικής Πράξης 6/1945 «Περί επιβολής κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού»[3]. Εξέδωσε αποφάσεις για 286. Από αυτούς 197 αθωώθηκαν, ποσοστό 68,9%, και 89 καταδικάστηκαν, ποσοστό 31,1% [βλ. Πίνακα 1]. Για έξι άτομα το Δικαστήριο δεν εξέδωσε απόφαση. Πρόκειται για την πολύκροτη δίκη των ηγετικών στελεχών του τοπικού ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.


                                                      Πίνακας 1


Αποφάσεις ΕΔΔ Καβάλας


Άτομα

Ποσοστό
Αθώοι
197
68,9%
Ένοχοι (και αντίστοιχες ποινές)
89
31,1%
Θάνατος
9

Ισόβια
3

Φυλάκιση 10-20 χρ.
9

Ειρκτή 5-10 χρ.
8

Ισόβια υπερορία
17

Εθνική αναξιότης
43


Οι συνιστώσες και τα χαρακτηριστικά του δωσιλογισμού

Σε 46 από τους 89 καταδικασθέντες επιβλήθηκαν βαριές ποινές για παραβάσεις του 1ου άρθρου της Σ.Π. 6/45, οι διατάξεις του οποίου οριοθετούσαν το πλαίσιο της ενσυνείδητης συνεργασίας με τον κατακτητή[4]. Ένοχοι κρίθηκαν όσοι υπήρξαν όργανα της βουλγαρικής μυστικής αστυνομίας (Οχράνα), εξοπλίστηκαν από τον κατακτητή και στελέχωσαν βουλγαρικά στρατιωτικά αποσπάσματα για καταδίωξη ανταρτικών ομάδων, προέβησαν σε εκβιασμούς ή πράξεις βίας εναντίον Ελλήνων, κατέδωσαν μέλη αντιστασιακών ομάδων ή απλούς πολίτες και άσκησαν προπαγάνδα υπέρ του κατακτητή. Επίσης όσοι με τον ένα ή άλλο τρόπο υποβοήθησαν συνειδητά το έργο του εχθρού και έβλαψαν τον ελληνικό λαό ή Έλληνες πολίτες [5].

Σαράντα τρία (43) άτομα, που κατά την κρίση του δικαστηρίου απλώς διευκόλυναν το έργο της Κατοχής ή διέπραξαν αδικήματα υπό ιδιαίτερες συνθήκες πίεσης, φόβου ή ανάγκης, καταδικάστηκαν για «εθνική αναξιότητα»[6] σε ποινές φυλάκισης από 3 μήνες μέχρι 5 χρόνια. Οι περισσότεροι είχαν αναλάβει υπηρεσία «παρά ταις αρχαίς Κατοχής», ως πρόεδροι ή γραμματείς κοινοτήτων, αγροφύλακες, δασοφύλακες κλπ., ως υπάλληλοι υπηρεσιών, της Αγορανομίας, του Επισιτισμού κ.ά., ή ως μέλη επιτροπών, π.χ. για την έκδοση αδειών άσκησης επαγγέλματος[7]. Άλλοι ευνοήθηκαν από την οικονομική συνεργασία τους με Βουλγάρους και αποκόμισαν κέρδη, εις βάρος των εργαζόμενων στον ίδιο τομέα[8], κάποιοι απέκτησαν τη βουλγαρική υπηκοότητα και εκμεταλλεύτηκαν την ιδιότητα του «νεοβούλγαρου» για να ικανοποιήσουν προσωπικά τους συμφέροντα[9] και μερικοί με ενέργειες ή με τη γενικότερη συμπεριφορά τους προσέβαλαν τα πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων πολιτών[10].

Ο κατάλογος των συνεργατών του κατακτητή δεν εξαντλείται στους 89 καταδικασθέντες και, κατά συνέπεια, το αρχείο του Δικαστηρίου δεν παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για το δωσιλογισμό στην περιοχή που εξετάζουμε[11]. Παρότι όμως ελλιπής ως προς την έκταση και τη γεωγραφική διασπορά του φαινομένου, η εικόνα είναι αρκετά αντιπροσωπευτική για την ταυτότητα των συνεργατών του κατακτητή. Για να διερευνήσουμε τις ορατές πτυχές αυτής της συνιστώσας ομαδοποιήσαμε τις ατομικές περιπτώσεις, με βάση τον τόπο διαμονής, την καταγωγή και τα επαγγέλματά τους.

Ως προς τον τόπο διαμονής, οι καταδικασθέντες προέρχονται κατά το 1/3 από αστική περιοχή, την πόλη της Καβάλας, και περίπου 6 στους 10 από τις αγροτικές επαρχίες της [βλ. Πίνακα 2]. Καμία κωμόπολη ή χωριό του νομού δεν έχει μεγάλο αριθμό δικασθέντων. Οι δέκα κωμοπόλεις - κοινότητες που εμφανίζουν τους περισσότερους (από 5 μέχρι 24), ανήκουν σ’ όλες τις επαρχίες του νομού και διαφέρουν ως προς την πληθυσμιακή τους σύνθεση: άλλες κατοικούνται από γηγενείς, άλλες από πρόσφυγες, ελληνόφωνους και τουρκόφωνους, άλλες από μικτό πληθυσμό. Τα αριθμητικά στοιχεία του πίνακα, χρήσιμα ως τάξεις μεγέθους, δεν προσφέρονται για μεταξύ τους συγκρίσεις και εξαγωγή συμπερασμάτων. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι από τα μέσα του 1945 η «λευκή τρομοκρατία» είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις στις εκτός Καβάλας περιοχές, με αποτέλεσμα να  είναι εξαιρετικά δυσχερής η δίωξη αλλά και η καταδίκη των δωσίλογων από τις αγροτικές επαρχίες του νομού. Δεν είναι λ.χ. τυχαίο ότι η πόλη της Καβάλας εμφανίζει μεγάλο ποσοστό ενόχων (από τους 75 καταδικάστηκαν οι 30), ενώ από τα χωριά της επαρχίας Καβάλας, χώρο της απόλυτης επιρροής του Αντών Τσαούς, μόνο 5 από τους 46 καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές. Στον κατάλογο των ενόχων δυσανάλογα μεγάλη είναι η παρουσία αυτών που δεν ήταν μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής, αλλά εγκαταστάθηκαν στην πόλη και τα χωριά του Νομού Καβάλας κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής Κατοχής. Από τους 12 καταδικασθέντες στην ποινή του θανάτου και των ισόβιων δεσμών, οι 5 είναι ξένοι.


Πίνακας 2

Τόπος Διαμονής
Κατηγορουμένων

Σ
Α
Ε
Θ
Ι
5-20χρ
3μ-5χρ
Υ
Πόλη Καβάλας
75
45
30
2
-
9
15
4
Επαρχία Καβάλας
46
41
5
-
-
-
5
-
Επαρχία Παγγαίου
69
43
26
2
1
1
10
13
Επαρχία Νέστου
65
46
19
2
-
6
10
-
Επαρχία Θάσου
18
16
2
-
-
-
2
-
Άλλες περιοχές
13
6
7
3
2
1
1
-
ΣΥΝΟΛΟ
286
197
89
9
3
17
43
17

Σ=Σύνολο, Α=Αθώοι, Ε=Ένοχοι, Θ=Θάνατος, Ι=Ισόβια, Υ=Υπερορία



Ως προς την καταγωγή [βλ. Πίνακα 3], ένας στους τρεις καταδικασθέντες ανήκει στη συμπαγή μάζα των προσφύγων από τη Μ. Ασία, την Καππαδοκία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη, που αποτελούσαν άλλωστε και τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού[12]. Το ποσοστό των συνεργασθέντων προσφύγων, αν και πολύ μικρότερο από την αναλογία τους επί του συνολικού πληθυσμού του Ν. Καβάλας, είναι πολλαπλάσιο του αντίστοιχου της Δράμας, όπου το σύνολο σχεδόν των κατηγορηθέντων για συνεργασία με τις αρχές Κατοχής προερχόταν από τις τάξεις των γηγενών σλαβόφωνων[13]. Είναι φανερό ότι στις νότιες περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας ελλείψει γηγενών «φίλιων πληθυσμών», δημιουργήθηκαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τους πανταχόθεν προερχόμενους καιροσκόπους, οι οποίοι έσπευσαν να καλύψουν τις τοπικές ανάγκες των βουλγαρικών αρχών σε διοικητικά όργανα, πληροφοριοδότες, οικονομικούς  συνεργάτες κλπ.

Ανάλογα με τα πληθυσμιακά και εθνολογικά δεδομένα της περιοχής, μεγάλη συμμετοχή εμφανίζουν οι έποικοι από τη Δυτική Μακεδονία και οι Αρμένιοι. Οι πρώτοι, στην πλειονότητά τους σλαβόφωνοι, προέρχονταν κυρίως από την περιοχή της Καστοριάς (Κορυσό, Νεστόριο κ.ά.) και διέμεναν οι περισσότεροι από ετών στην πόλη της Καβάλας, αλλά και σε χωριά του νομού. Επιτηδεύονταν στην παραγωγή και διακίνηση λαχανικών και γαλακτοκομικών προϊόντων, για τη διαχείριση των οποίων οι Βούλγαροι είχαν δημιουργήσει συνεταιρισμούς ή είχαν επιβάλει μονοπωλιακές συνθήκες. Εξαιτίας της επαγγελματικής τους ενασχόλησης αλλά και «υποχρεωτικά», λόγω καταγωγής, απέκτησαν τη βουλγαρική υπηκοότητα σχεδόν στο σύνολό τους (λ.χ. από τους 50 Κλεισουριώτες της πόλης Καβάλας οι 47 ήταν «βουλγαρογραμμένοι»)[14].

Αρκετοί σλαβόφωνοι (δυτικομακεδόνες, γηγενείς των βορείων επαρχιών της Δράμας και πρόσφυγες από τη βόρεια Θράκη - νότια Βουλγαρία), εκδήλωσαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής φιλοβουλγαρικό φρόνημα[15] (οι δυτικομακεδόνες κυρίως από καιροσκοπισμό, οι εκ Δράμας μάλλον και από εθνοτική αντίθεση) και ανέπτυξαν δράση υπέρ του κατακτητή. Σε πολλές όμως περιπτώσεις η δίωξή τους υποκρύπτει ποικίλες σκοπιμότητες, ιδιοτελή κίνητρα ή προκαταλήψεις[16]. Οι περισσότεροι αθωώθηκαν, όπως άλλωστε και οι ελάχιστοι Κουτσόβλαχοι και Βορειοηπειρώτες. Και οι τελευταίοι αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία, ίσως επειδή κάποιοι είχαν την αλβανική υπηκοότητα και ελάχιστοι απέκτησαν στη συνέχεια την ιταλική.


Πίνακας 3


Καταγωγή  Κατηγορουμένων

Δικασθέντες
Ένοχοι
Δυτική Μακεδονία
38
18
Αρμένιοι
30
15
Ανατολική Θράκη
46
15
Μ. Ασία – Καππαδοκία
43
10
Πόντος –  Καύκασος
45
5
Γηγενείς Ν. Καβάλας
32
5
Γηγενείς Ν. Δράμας & Σερρών
12
3
Ρώσοι – Βούλγαροι
4
2
Άλλες Περιοχές
19
5
Άγνωστη
17
11
ΣΥΝΟΛΟ
286
89

Οι Αρμένιοι εξαιρέθηκαν από τις ποικίλες απαγορεύσεις και τους επώδυνους περιορισμούς που ίσχυαν για τις άλλες εθνικές ομάδες της περιοχής και απολάμβαναν προνόμια Βούλγαρου πολίτη. Χάρη στο ευνοϊκό αυτό καθεστώς οι ισχυροί καπνέμποροι, οι έμποροι και οι επαγγελματίες εξακολουθούσαν να εργάζονται, μερικοί εκμεταλλεύτηκαν την ειδική σχέση τους με τους Βουλγάρους και προσέφεραν σ’ αυτούς υπηρεσίες και οι πολλοί διήλθαν την περίοδο της Κατοχής «αβρόχοις ποσί». Όλα αυτά ερμηνεύτηκαν ως αχαριστία προς τη χώρα που τους περιέθαλψε και δημιούργησαν την πεποίθηση της συλλήβδην συνεργασίας τους με τον κατακτητή. Όμως η εδραιωμένη στη συλλογική μνήμη εντύπωση δεν επιβεβαιώνεται από τα διαθέσιμα στοιχεία[17]. Από τα πρακτικά των δικών εικάζεται ότι ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις πραγματικής συνεργασίας τους με τις αρχές Κατοχής. Αντίθετα οι μαρτυρικές καταθέσεις φανερώνουν ή υποδηλώνουν ενδοκοινοτικές αντιθέσεις, προσωπικές διαφορές ή ισχυρές προκαταλήψεις[18]. Λόγω της εχθρικής αντιμετώπισης, πολλοί Αρμένιοι διέφυγαν στη Βουλγαρία, ακόμη και φιλήσυχοι αγρότες ή ψαράδες, οι οποίοι, παρότι δικάστηκαν αργότερα ερήμην, κρίθηκαν αθώοι. Στους αθωωθέντες Αρμένιους περιλαμβάνονται και ισχυροί οικονομικοί παράγοντες της πόλης, οι οποίοι είχαν και την απαιτούμενη πολιτική προστασία και τα οικονομικά μέσα, ώστε να αποφύγουν την καταδίκη[19].

Ο κατάλογος των παραπεμφθέντων για συνεργασία με τις αρχές Κατοχής συντίθεται από όλα τα κοινωνικά στρώματα και από ένα ευρύτατο φάσμα επαγγελμάτων, δεν αντιστοιχεί όμως απόλυτα στην κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις τάξεις των χιλιάδων καπνεργατών της Καβάλας, πρωτοπορία του εργατικού κινήματος της πόλης, προέρχονται τρεις μόνο συνεργάτες των αρχών Κατοχής. Η αναμενόμενη αριθμητική υπεροχή των αγροτών είναι μεγαλύτερη στους δικασθέντες (45% του συνόλου) παρά στους καταδικασθέντες (31%). Η απόκλιση πρέπει να αποδοθεί στους συνεκτικούς δεσμούς, στο πνεύμα εθνοτικής αλληλεγγύης και στη επιρροή τοπικών πολιτικών ηγετών στις αγροτικές κοινωνίες, κυρίως στις ποντιακές, που εκφράστηκαν και με την ισχυρή υποστήριξη των κατηγορηθέντων στο Δικαστήριο.

Το ποσοστό των δωσίλογων που ασκούσαν διακεκριμένα επαγγέλματα (γιατροί, έμποροι, μηχανικοί, εργολάβοι κ.ά.), πρέπει να θεωρηθεί μεγάλο, λαμβανομένων υπ’ όψιν αφενός ότι η πόλη είχε υποστεί πληθυσμιακή αποψίλωση από τα ανώτερα και μεσαία αστικά της στρώματα, που διέφευγαν μαζικά στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα, και αφετέρου ότι η δίωξη αυτών δε γινόταν με τους όρους που ίσχυαν για τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Τα κατώτερα επαγγέλματα του αστικού αλλά και του αγροτικού χώρου (μικροπωλητές, λούστροι, χαμάληδες, καροποιοί, πεταλωτές, μπαλωματήδες κλπ.) έχουν επίσης αισθητή παρουσία στον κατάλογο των καταδικασθέντων.

Αξιοσημείωτο είναι, και ενδεικτικό για το χαρακτήρα του επιχώριου δωσιλογισμού, ότι οι περισσότεροι από τους κατηγορηθέντες ασχολούνταν με τους τομείς της παραγωγής και διακίνησης ειδών διατροφής (αγρότες, κτηνοτρόφοι, μπαξεβάνοι, γαλακτοπώλες, κρεοπώλες, παντοπώλες, και ακόμη διανομείς τροφίμων, αγροφύλακες, αποθηκάριοι, επισιτιστές κλπ.). Σε ορισμένες από τις επαγγελματικές αυτές ομάδες τα ποσοστά των συνεργατών ήταν πολύ μεγάλα. Π.χ. από τους 28 γαλατάδες της Καβάλας, εκ των οποίων οι 19 ήταν «βουλγαρογραμμένοι», κατηγορήθηκαν οι 20 και καταδικάστηκαν οι 7.

Τα αριθμητικά δεδομένα του δικαστικού απολογισμού, συγκρινόμενα και με αντίστοιχα άλλων περιοχών, όπως της Δράμας και νομών της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας[20], υποδηλώνουν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δωσιλογισμού στο χώρο που εξετάζουμε. Στην περιοχή της Καβάλας ο δωσιλογισμός υπήρξε ένα περιορισμένο σε έκταση και ήσσονος σημασίας φαινόμενο. Σε αντίθεση με τις βορειότερες επαρχίες της ανατολικής Μακεδονίας, εδώ η συνεργασία με τις αρχές Κατοχής δεν είχε στέρεο ιδεολογικό υπόβαθρο. Εκδηλώθηκε με μεμονωμένες ατομικές πράξεις, δεν  πήρε, όπως αλλού, τη μορφή της μαζικής και ένοπλης υποστήριξης του κατακτητή, δεν είχε εθνοτική ή ιδεολογική βάση και κατά συνέπεια κανένα λαϊκό έρεισμα[21].

Βέβαια σε ορισμένες ενέργειες ή δηλώσεις συνεργατών του κατακτητή υποκρύπτεται μια δυσαρέσκεια προς το παλιό πολιτικό καθεστώς[22] ή γενικά προς το ελληνικό κράτος, μια ασαφής εθνοτική αντίθεση ή ακόμη κι ένας ακαθόριστος αντικομμουνισμός. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι τα αδικήματά τους υπαγορεύτηκαν από συνειδητή ιδεολογία. Διαπιστώνουμε λ.χ. ότι από τους καταδικασθέντες για διάδοση της εχθρικής προπαγάνδας ή και για υποστήριξη της αυτονόμησης της Μακεδονίας, μόνο ένας ήταν σλαβόφωνος και οι υπόλοιποι πρόσφυγες από την Αν. Θράκη, τον Πόντο και τη Μ. Ασία.


Η απουσία ευρείας υποστηρικτικής βάσης του κατακτητή πρέπει να αποδοθεί και στα δημογραφικά και εθνολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Ο πληθυσμός της περιοχής συγκροτούνταν από ένα πολυπληθές προσφυγικό στοιχείο και ελληνόφωνους γηγενείς με παρελθόν αγώνων ενάντια στο βουλγαρικό αλυτρωτισμό. Κατά συνέπεια τα κηρύγματα της βουλγαρικής προπαγάνδας για αποκατάσταση ιστορικών αδικιών και δικαιωματική προσάρτηση των εδαφών στη βουλγαρική πατρίδα δεν είχαν απήχηση. Αντιθέτως, οι απροκάλυπτοι σκοποί των κατακτητών και τα μέσα υλοποίησής τους, δηλ. η πολιτική συστηματικού εκβουλγαρισμού και βίαιου αφελληνισμού, στρέφονταν ευθέως εναντίον των κατοίκων και εκλαμβάνονταν ως άμεση απειλή για την ίδια την υπόστασή τους[23].

Έτσι δεν ήταν εύκολο να αναπτυχθούν εδώ επιχειρήματα για τη συνεργασία με τον κατακτητή, λ.χ. της προστασίας του πληθυσμού ή της αντιμετώπισης του κομμουνιστικού κινδύνου, που στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα αποτέλεσαν την ιδεολογική βάση ή το βολικό ιδεολογικό πρόσχημα του δωσιλογισμού[24]. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περιοχή αυτή η εξέλιξη του αντιστασιακού κινήματος ήταν διαφορετική απ’ ό,τι σε άλλες περιοχές του βορειοελλαδικού χώρου (λ.χ. την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία): Οι ένοπλες εθνικιστικές και ληστανταρτικές ομάδες της βουλγαροκρατούμενης Ανατολικής Μακεδονίας, παρά τον αντικομμουνισμό τους, δε φαίνεται να διέσχισαν το κατώφλι του δωσιλογισμού και οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αντίστασης και δωσιλογισμού παρέμειναν ευκρινείς μέχρι και το τέλος της βουλγαρικής Κατοχής[25].

Για όλους αυτούς τους λόγους η συνεργασία με τον κατακτητή σε ελάχιστες περιπτώσεις εκδηλώθηκε ως οργανωμένη και ενσυνείδητη συλλογική δράση. Τέτοια μορφή πήρε μόνο στην περιοχή του Νέστου, όπου έδρασε μια αντεθνική ομάδα διακοσίων περίπου ατόμων από τη Χρυσούπολη και τα γειτονικά χωριά. Από τα πρακτικά του Δικαστηρίου συνάγεται ότι μεταξύ αυτών υπήρχαν Ηπειρώτες στην καταγωγή, τουρκόφωνοι Πόντιοι, Θρακιώτες, Σαρακατσάνοι και σλαβόφωνοι. Οι εξοπλισθέντες από τους Βουλγάρους, χωρίς να αποτελούν οργανικό τμήμα των κατοχικών στρατευμάτων, έδρασαν κυρίως κατά των αριστερών ανταρτών, του «Ρήγα Φεραίου»[26], επιδόθηκαν όμως και σε καταδόσεις και συλλήψεις ατόμων που τροφοδοτούσαν τις εθνικιστικές ομάδες της περιοχής. Η ετερόκλητη καταγωγή και οι στοχεύσεις τους υποδηλώνουν ότι η δράση τους δεν υπαγορεύτηκε από κίνητρα εθνοτικά ή ιδεολογικά. Εικάζουμε ότι στην περίπτωση αυτή πολλοί συσπειρώθηκαν γύρω από ισχυρούς δωσίλογους της περιοχής, κυρίως τους Παύλο Π. και Ιπποκράτη Δ. («άλλου είδους προδότες», κατά τις ασαφείς καταθέσεις των μαρτύρων), προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ποικίλες ατομικές βλέψεις τους. Προς επίρρωση της άποψης σημειώνουμε ότι ορισμένοι είχαν διαπράξει και ληστείες, κλοπές, εκβιασμούς για απόσπαση χρημάτων, ένας και φόνο συνεργάτη του. Αποδεκατίστηκαν από ομάδες του ΕΛΑΣ κατά την Κατοχή ή το φθινόπωρο του 1944 και λίγοι καταδικάστηκαν σε βαρύτατες ποινές από το Δικαστήριο Δωσιλόγων [27].

Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις οι προθέσεις για συνεργασία υπαγορεύτηκαν από το κίνητρο της αυτοπροστασίας. Οι κάτοικοι ορισμένων χωριών ζήτησαν να εξοπλιστούν από τις αρχές Κατοχής, με σκοπό είτε να προστατέψουν την περιουσία τους από ληστανταρτικές ομάδες είτε κυρίως για να αποτρέψουν τη δράση ανταρτών και έτσι να αποφύγουν τα σκληρά βουλγαρικά αντίποινα[28]. Τέτοιες μάλλον αυθόρμητες ενέργειες απηχούν την οδυνηρή εμπειρία των κατοίκων από τα μέτρα καταστολής του κινήματος της Δράμας[29]. Η τραγική κατάληξη του κινήματος κλόνισε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στην αποτελεσματικότητα της ένοπλης δράσης, δημιούργησε υπόνοιες για τα κίνητρα και τους στόχους των εξεγερθέντων[30] και ενίοτε λειτούργησε και ως αφορμή για μεμονωμένες επαφές με τις αρχές Κατοχής[31]. Όπως εικάζεται από  τα πρακτικά ορισμένων δικών, οι προληπτικές αυτές πρωτοβουλίες των κατοίκων, που εκδηλώθηκαν κυρίως στα τέλη του 1941 και σε χωριά που είχαν υποστεί ισχυρά πλήγματα κατά το κίνημα του φθινοπώρου, δε θεωρήθηκαν πράξη συνεργασίας και αιτία καταδίκης.

Εν κατακλείδι: Οι δωσίλογοι της περιοχής Καβάλας, ακόμη κι αυτοί που υπηρέτησαν με ζήλο τις αρχές Κατοχής, είχαν στην πλειονότητά τους κίνητρα ατομικά. Η συγκυρία έδωσε σε πολλούς τη δυνατότητα να κερδοσκοπήσουν, να εκδικηθούν άτομα με τα οποία είχαν διαφορές, να εκμεταλλευτούν το συντοπίτη, να πλήξουν τον ανταγωνιστή. Το κίνητρο του ατομικού οφέλους οδήγησε σε ατιμωτικές πράξεις ακόμη και άτομα ευυπόληπτα, με διακεκριμένη θέση στην τοπική κοινωνία. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι του μεγαλέμπορου Παναγιωτώφ, προμηθευτή των Βουλγάρων. Ο Παναγιωτίδης, καταγόμενος εκ Κωνσταντινουπόλεως, είχε διατελέσει το 1935 βουλευτής με το Ε.Ρ.Κ. του Κονδύλη[32]

Για άλλους η Κατοχή αποτέλεσε χρυσή ευκαιρία να αποκτήσουν αξιώματα και υπόσταση στην τοπική κοινωνία και να την εκδικηθούν που τους είχε θέσει στο περιθώριο[33]. Η νέα τάξη πραγμάτων προσέδωσε  κοινωνικό ρόλο σε άτομα με συμπλεγματική προσωπικότητα, περιθωριακούς τύπους ή και κοινούς εγκληματίες[34]. Γενικότερα το πρότυπο του εδώ δωσίλογου δεν είναι αυτό του αφοσιωμένου συνεργάτη που ταυτίζεται ιδεολογικά με τον κατακτητή και υπηρετεί με πίστη τους σκοπούς του ή του μέλους μιας καταπιεσμένης γηγενούς εθνοτικής ομάδας που εκδηλώνεται ενάντια στο σύνοικο προσφυγικό στοιχείο (όπως σε περιοχές της Δράμας[35]), αλλά αυτό του καιροσκόπου που παρακινείται από οφελιμιστικές προσδοκίες ή του ατόμου με μειωμένες ηθικές, ψυχικές και διανοητικές αντιστάσεις, που υποχωρεί εύκολα μπροστά στο φόβο ή την ανάγκη.




Η δίωξη των δωσίλογων και η διαχείριση του δωσιλογισμού

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1944 ο ΕΛΑΣ εισήλθε στην Καβάλα, κατέλυσε τις βουλγαρικές αρχές Κατοχής και εγκαθίδρυσε θεσμούς «Λαϊκής Αυτοδιοίκησης»[36]. Κατά την περίοδο της ΕΑΜοκρατίας (Σεπτ. 1944 – Μάρτ. 1945) η δίωξη των δωσίλογων χαρακτηρίζεται από δύο διαφορετικές πρακτικές: Αφενός από το ζήλο και τη συστηματική προσπάθεια των πολιτικών αρχών του ΕΑΜ και του Δικαστικού του ΕΛΑΣ να συλλάβουν τους συνεργάτες των αρχών Κατοχής και να τους παραπέμψουν στη δικαιοσύνη. Αφετέρου από το υπερβάλλον πνεύμα αντεκδίκησης των ανταρτών του ΕΛΑΣ και των πολιτοφυλάκων, που εκδηλώθηκε με  εκκαθαρίσεις «εθνοπροδοτών».

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του δικαστικού αρχείου, οι αρχές του τοπικού ΕΑΜ/ΕΛΑΣ συγκέντρωσαν από την πόλη και χωριά της Καβάλας στοιχεία και καταθέσεις για υποθέσεις δωσιλογισμού και συγκρότησαν φακέλους, οι οποίοι αργότερα παραδόθηκαν από τη Διεύθυνση Δικαστικού της VI Μεραρχίας του ΕΛΑΣ στις δικαστικές αρχές του συντεταγμένου κράτους. Από τους συλληφθέντες ελάχιστοι παραπέμφθηκαν στο Στρατοδικείο, τέσσερις καταδικάστηκαν σε θάνατο και μόνο ένας διαβόητος συνεργάτης των Βουλγάρων εκτελέστηκε. Μετά τη διενέργεια ανακρίσεων πολλοί προφυλακίστηκαν και έμειναν κρατούμενοι μέχρι τα τέλη Μαρτίου 1945, αρκετοί όμως σύντομα αποφυλακίστηκαν, «διά σημειώματος του Λαϊκού Επιτρόπου…», επειδή δεν προέκυψαν εις βάρος τους σημαντικά στοιχεία ενοχής[37].  

Η συστηματική εργασία και η ευθυκρισία των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών της ΕΑΜοκρατίας τεκμαίρεται και από τα εξής: Από τους συνεργάτες που αργότερα καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές από το Δικαστήριο Δωσιλόγων, οι περισσότεροι είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί μέχρι το Νοέμβριο του 1944, ενώ από αυτούς που μετά την ανακριτική διαδικασία αφέθηκαν τότε ελεύθεροι, κανείς δεν καταδικάστηκε αργότερα, όταν παραπέμφθηκε στο Δικαστήριο Δωσιλόγων.

Παράλληλα όμως σε πολλά μέρη του Νομού Καβάλας σημειώνονται πράξεις αυτοδικίας εναντίον συνεργατών, βουλγαρογραμμένων και ατόμων που με τη στάση τους είχαν προκαλέσει τα πατριωτικά αισθήματα των πολιτών (π.χ. γυναικών που είχαν σχέσεις με Βουλγάρους), αλλά και εγκλήματα: αυθαίρετες συλλήψεις, απαγωγές, δολοφονίες αμάχων ή αιχμαλώτων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μαζικές εκτελέσεις. Στα θύματα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ συμπεριλαμβάνονται και «αντιδραστικοί», δηλωμένοι ή πιθανοί πολιτικοί αντίπαλοι, που δεν κατηγορήθηκαν ποτέ ως συνεργάτες των αρχών Κατοχής[38].

Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και την εγκατάσταση των αρχών του συντεταγμένου κράτους (τέλη Μαρτίου 1945) το έργο της κάθαρσης των δωσίλογων συναντά σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια. Όπως εικάζεται από διάσπαρτες πληροφορίες του δικαστικού αρχείου και από ειδήσεις του τοπικού τύπου, στα τέλη Μαρτίου 1945 οι περισσότεροι από τους προφυλακισμένους δωσίλογους αποφυλακίστηκαν και οι κρατικές αρχές έθεσαν υπό επανεξέταση όλες τις υποθέσεις δωσιλογισμού. Ωστόσο το κλίμα τρομοκρατίας, ιδίως η δράση  παρακρατικών ομάδων στις αγροτικές επαρχίες, αποτελούσε ανασχετικό παράγοντα για την αυτεπάγγελτη δίωξη ή την υποβολή μηνύσεων[39] εναντίον εκείνων των συνεργατών που είχαν ενσωματωθεί στους κρατικούς και παρακρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς, υπηρετούσαν στον εθνικό στρατό ή στα Τάγματα Εθνοφυλακής ή είχαν στελεχώσει τις Εθνικές Ανταρτικές Ομάδες (ΕΑΟ) του Αντών Τσαούς[40].

Οι διώξεις εναντίον των δωσίλογων ασκήθηκαν κυρίως μετά από μηνύσεις ιδιωτών. Για το σκοπό αυτό λειτουργούσαν και ειδικές επιτροπές που συγκέντρωναν στοιχεία για υποθέσεις συνεργασίας με τον εχθρό. Κατά τις μαρτυρίες, οι επιτροπές μεροληπτούσαν στην αξιολόγηση των στοιχείων και οι μηνυτές και μάρτυρες υφίσταντο πιέσεις και εκφοβισμούς[41]. Ακόμη όμως και μετά την υποβολή μηνύσεων, οι εισαγγελικές αρχές συχνά αδυνατούσαν να στοιχειοθετήσουν ισχυρά και βάσιμα κατηγορητήρια λόγω της απροθυμίας ουσιωδών μαρτύρων να καταθέσουν στη φάση της προανάκρισης. Έτσι πολλές υποθέσεις έμπαιναν στο αρχείο, ενώ άλλες έφταναν στο Δικαστήριο με ελλιπείς φακέλους[42]. Αλλά και κατά την εκδίκαση των υποθέσεων πολλοί μάρτυρες, προφανώς υπό το κράτος πιέσεων, ανακαλούσαν τις αρχικές τους καταθέσεις, με διάφορα προσχήματα («ήμουν μεθυσμένος», «έκανα λάθος», «άλλοι με έβαλαν μάρτυρα», «αυτά μου είπαν να πω» κ.ά.), άφηναν με τις μαρτυρίες τους πολλές αμφιβολίες για την ενοχή των κατηγορουμένων ή και μετατρέπονται ουσιαστικά από μάρτυρες κατηγορίας σε μάρτυρες υπεράσπισης. Για όλους αυτούς τους λόγους, άτομα που ενέχονταν σε υποθέσεις δωσιλογισμού είτε βρέθηκαν στο απυρόβλητο της δικαστικής δίωξης, είτε απαλλάχθηκαν με βουλεύματα, είτε παραπέμφθηκαν στο Δικαστήριο Δωσιλόγων, αλλά δεν καταδικάστηκαν[43].

  Κατά την περίοδο αυτή είναι φανερό ότι ευνοείται ο περιορισμός των δικαστικών διώξεων και επιβάλλεται μια στρατηγική αποσιώπησης του εγχώριου δωσιλογισμού. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η μεταστροφή του τοπικού τύπου: Μέχρι τα μέσα του 1945 ο «Ταχυδρόμος», μετριοπαθής εφημερίδα της δεξιάς, με πύρινα άρθρα στηλιτεύει τους εθνικούς εξομότες («βουλγαρογραμμένους») και τους προδότες και καλεί σε συστράτευση για την παραπομπή τους στη δικαιοσύνη και την τιμωρία τους[44]. Λίγους μήνες αργότερα η ίδια εφημερίδα δεν αφιερώνει ούτε ένα μονόστηλο στην έναρξη της λειτουργίας του Δικαστηρίου Δωσιλόγων και στη συνέχεια δεν ασχολείται με τις εργασίες και τις αποφάσεις του, παρά μόνο όταν οι κατηγορούμενοι είναι αριστεροί.

Οι μεθοδεύσεις των οργάνων της εξουσίας και του παρακράτους δεν αποσκοπούσαν μόνο στην απαλλαγή συνεργατών του κατακτητή. Με την τρομοκρατία, την επιστράτευση ψευδομαρτύρων, την  άσκηση αφόρητων πιέσεων προς τις ανακριτικές αρχές και την απομάκρυνση των μη αρεστών δικαστικών λειτουργών, εξυφαίνεται και η ενοχοποίηση των αγωνιστών της αριστερής αντίστασης. Ο Εισαγγελέας Καβάλας Ευκλείδης Περιστερίδης, που είχε αρνηθεί να ασκήσει ποινική δίωξη για δωσιλογισμό κατά των ηγετικών στελεχών του τοπικού ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, μετατίθεται λίγες μέρες πριν από την έναρξη της λειτουργίας του Δικαστηρίου Δωσιλόγων. Τις διώξεις αριστερών για δωσιλογισμό, με βάση τις καταθέσεις δωσίλογων ψευδομαρτύρων, καταγγέλλει στα μέσα του 1945 και ο τοπικός τύπος της δεξιάς.

Από τα τέλη του 1945 μέχρι και το 1948 αρκετές από τις υποθέσεις που εκδικάζονται στο Δικαστήριο Δωσιλόγων είναι απροκάλυπτες πολιτικές διώξεις, ενώ άλλες υποκρύπτουν πολιτικές αντιπαλότητες ή μαζί και προσωπικές, αφού η εμφύλια αντιπαράθεση πολιτικοποίησε ακόμη και τις προσωπικές διαφορές.

Στα τέλη Δεκεμβρίου 1945 βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου οι ηγέτες του τοπικού ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, Κ. Κωνσταντάρας, Γ. Τσαρουχάς, Κ. Τσολάκης, Στ. Βαλιούλης, Μ. Αλεξανδρόπουλος και Χ. Ιορδάνογλου[45], και τον Ιανουάριο του 1946 ο γραμματέας του ΕΑΜ Ανατολικής Μακεδονίας, Γ. Καραμίχας-Γρίβας[46]. Σύμφωνα με τα κατασκευασμένα κατηγορητήρια, υπηρέτησαν τις αρχές Κατοχής, εξοπλίστηκαν από τους Βουλγάρους και συνέπραξαν με αυτούς εις βάρος Ελλήνων πολιτών και των εθνικιστικών ομάδων, υπήρξαν συνειδητά όργανα του εχθρού προς διάδοση της προπαγάνδας του, επιδίωξαν την αυτονόμηση της Μακεδονίας και υπονόμευσαν την ακεραιότητα της χώρας κλπ. Η πρώτη δίκη διακόπηκε, «διά κρείσσονας αποδείξεις», και δεν επαναλήφθηκε ποτέ. Στη δεύτερη ο κατηγορούμενος αθωώθηκε. Αθώοι κρίθηκαν και οι υπόλοιποι αριστεροί που δικάστηκαν μέχρι τα μέσα του 1946. Δύο που δικάστηκαν ερήμην κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, παρά τις προτάσεις του επιτρόπου για ποινές πρόσκαιρων δεσμών, καταδικάστηκαν σε θάνατο[47].

Η άσκηση διώξεων για δωσιλογισμό κατά των ηγετικών στελεχών και μελών του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δεν αποσκοπούσε τόσο στη φυσική εξόντωσή τους. Στρεφόταν ευθέως κατά της ΕΑΜικής αντίστασης, για το στιγματισμό της οποίας δεν αρκούσαν τα γενικά και κοινότοπα επιχειρήματα περί «δούρειου ίππου» του κομμουνισμού ή περί των επιδιωκόμενων σκοπών της «δεκεμβριανής ανταρσίας». Μια καταδικαστική απόφαση για συνεργασία με τους «προαιώνιους εχθρούς του έθνους» θα βοηθούσε στη «βουλγαροποίηση» του αντιπάλου, θα ενίσχυε το ιδεολόγημα του «ΕΑΜοβούλγαρου» και θα αποτελούσε απτή και επίσημη απόδειξη της ενοχής και των αντεθνικών επιδιώξεών του αντιστασιακού συνασπισμού της εποχής του πολέμου[48]. Θεμέλιο της αντιεαμικής εκστρατείας και, κατά την εθνικιστική ρητορεία, αδιάσειστο τεκμήριο δωσιλογισμού αποτέλεσε η συνύπαρξη των αρχών του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και του βουλγαρικού Πατριωτικού Μετώπου από τη μέρα της απελευθέρωσης (13 Σεπτεμβρίου) μέχρι την οριστική αποχώρηση των Βουλγάρων (τέλη Οκτωβρίου 1944)[49].

Το πολιτικό κατηγορητήριο συμπυκνώνεται σε σειρά άρθρων του «Ταχυδρόμου» υπό τον τίτλο «Οι Δοσίλογοι», όπου επαναλαμβάνονται με διάφορες παραλλαγές τα ερωτήματα: «Είναι ή όχι γεγονός ότι οι εαμοκομμουνισταί επανηγύρισαν την απελευθέρωσιν της Καβάλλας μαζύ με τους Βουλγάρους; Είναι ή όχι αληθές ότι Βούλγαροι υπουργοί ωμίλησαν υπό τα χειροκροτήματα των εαομοκομμουνιστών κατά την ημέραν του εορτασμού της «απελευθέρωσης»; Είναι ή όχι αληθές ότι η πόλις εφρουρείτο τον Σεπτέμβριον 1944 από περιπόλους μικτάς από ελασίτας και Βουλγάρους στρατιώτας; Είναι ή όχι αληθές ότι υπήρχεν πλήρης συνεργασία πολιτική και στρατιωτική ΕΑΜ και Βουλγάρων πολιτικών και στρατιωτικών;» κλπ.[50]

Είναι γεγονός ότι κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 1944 επικρατούσε μια ιδιότυπη και αμήχανη διαρχία, ότι ο ΕΛΑΣ ενισχύθηκε με βουλγαρικό οπλισμό και ότι Βούλγαροι κομμουνιστές συνέπραξαν με δυνάμεις του ΕΛΑΣ σε επιχειρήσεις εναντίον των εθνικιστών ανταρτών, όπως στη Χρυσούπολη, στη Νικήσιανη και στις Κρηνίδες. Όλα αυτά, πτυχές της αρχόμενης εμφύλιας σύγκρουσης, δε στοιχειοθετούν αδίκημα συνεργασίας με τις βουλγαρικές αρχές Κατοχής, αφού αυτές είχαν καταλυθεί με την είσοδο του ΕΛΑΣ στην Καβάλα στις 13 Σεπτεμβρίου 1944. Συνθέτουν όμως μια βάσιμη πολιτική και ηθική καταγγελία, που αποτέλεσε τη βάση της δεξιάς επιχειρηματολογίας. Κατά τον «Ταχυδρόμο», η ρητή απάντηση στα προαναφερθέντα ερωτήματα ήταν ότι «η συνεργασία αυτή (ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και Βουλγάρων) υπήρξε πλήρης. Και έγινε δημοσία. Μπροστά σ’ όλον τον πληθυσμόν της Αν. Μακεδονίας και Θράκης». Κατά λογική συνέπεια η ΕΑΜική αντίσταση κατατάσσεται «εις το σκότος των ανομημάτων… που επισκίασαν τους λαμπρούς αγώνας του Έθνους» και ταξινομείται ισότιμα με τους συνεργάτες του κατακτητή και τα Τάγματα Ασφαλείας στη χορεία των προδοτών και των δωσίλογων[51].

Η επιχείρηση στιγματισμού της ΕΑΜικής αντίστασης και οι διώξεις αριστερών για συνεργασία με τους Βουλγάρους, κινητοποιούν παρόμοιες αντιδράσεις και από την πλευρά της αριστεράς. Η αντιστασιακή πρακτική των ένοπλων εθνικιστικών ομάδων απαξιώνεται και μεταφράζεται και αυτή σε πράξη εθνικής προδοσίας. Η Νίκη, όργανο του ΕΑΜ Καβάλας, χαρακτηρίζει τους «αντωντσαουσικούς» συλλήβδην δωσίλογους, προδότες και εγκληματίες, που επιχειρούν «να απαλλαγούν από το αίσχος της εθνοπροδοσίας και να φορτώσουν τα εγκλήματά τους, την στενή και ολοφάνερη συνεργασία τους με τον κατακτητή, στους Εαμίτες, στους Ελασίτες, στο Κίνημα δηλαδή της εθνικής μας Αντιστάσεως». Κατά την αριστερή ρητορεία, μόνο το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ έκανε αντίσταση. Οι εθνικιστές ήταν ληστοσυμμορίτες, που «“βγήκαν στο βουνό” να παραστήσουν τον “αντάρτη”» και να εξυπηρετήσουν τα σχέδια των κατακτητών, με τους οποίους «ήταν συνδεδεμένοι με χίλια-δυο νήματα… Σήμερα όλοι αυτοί έγιναν γνήσιοι και ανόθευτοι πατριώτες… και προσπαθούν να ξεκολλήσουν από το μέτωπό τους το στίγμα της προδοσίας και να το κολλήσουν σ’ αυτούς που πολέμησαν τους καταχτητές με μίσος και μανία…»[52].

Η αριστερή όψη του μανιχαϊσμού είναι φτιαγμένη με τον ίδιο τρόπο και με τα ίδια υλικά: Θεμελιώνεται ιδεολογικά κατά το τελευταίο έτος της Κατοχής, υπό τις συνθήκες της πόλωσης του αντιστασιακού κινήματος[53], οικοδομείται όμως κι αυτή με τη λήξη της Κατοχής, κατά την περίοδο των εμφύλιων συρράξεων Σεπτεμβρίου - Δεκεμβρίου 1944, όταν η αντιπαράθεση επικεντρώνεται στην εξασφάλιση των προϋποθέσεων για το μεταπολεμικό καθεστώς στην Ελλάδα. Οι εδώ εθνικιστές εγκαλούνται από την αριστερά κυρίως για το «προδοτικό» Σύμφωνο Αντών Τσαούς – Σιράκωφ[54], τεκμήριο αντίστοιχο, και εξίσου αβάσιμο, με τη «δωσιλογική» συνεργασία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ με τους Βουλγάρους του Πατριωτικού Μετώπου. Γεγονός είναι όμως ότι οι «αντωντσαουσικοί» εύλογα φορτώθηκαν με τις αμαρτίες του δωσιλογισμού: Αν και δε συνεργάστηκαν με τους Βουλγάρους κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όμως στη μετακατοχική περίοδο βρέθηκαν στο ίδιο στρατόπεδο με συνεργάτες των κατακτητών, συστρατιώτες στον κοινό αγώνα της εθνικοφροσύνης. Για τους σκοπούς του αντικομμουνιστικού αγώνα και την διεκδίκηση της μεταπολεμικής εξουσίας οι εδώ εθνικιστές προσέφεραν στέγη σε συνεργάτες των Βουλγάρων, τους απενοχοποίησαν για τις κατοχικές τους δραστηριότητές, τους υπερασπίστηκαν στο Δικαστήριο Δωσιλόγων, τους χορήγησαν διαπιστευτήρια πατριωτισμού[55].

Με δεδομένο ότι στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αντίστασης και δωσιλογισμού υπήρξαν καθαρές μέχρι και το τέλος της Κατοχής, είναι προφανές ότι οι αμοιβαίες κατηγορίες για δωσιλογισμό και η διελκυστίνδα για το ένα και μόνο έπαθλο του πατριωτικού αγώνα αντανακλούν τη διχαστική λογική της εμφύλιας αντιπαράθεσης, κατά την οποία ο πολιτικός αντίπαλος είναι εξ ορισμού προδότης. Μετά τα Δεκεμβριανά η κατηγορία του δωσιλογισμού αποτελεί συμβολικό όπλο στο λόγο των αντίπαλων παρατάξεων και χρησιμοποιείται όχι τόσο για να περιγράψει τη συνεργασία με τον κατακτητή, αλλά κυρίως για να χαρακτηρίσει αφενός τις διαφορετικές στάσεις και συμπεριφορές της κατοχικής αντιστασιακής δράσης και αφετέρου τα διαφορετικά οράματα και τις αντικρουόμενες πολιτικές επιδιώξεις της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Στην εξεταζόμενη περιοχή και το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και οι ένοπλες εθνικιστικές ομάδες πολέμησαν τους Βούλγαρους κατακτητές και αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της πατρίδας. Σύμφωνα όμως με τη στρεβλή διχοτομική λογική της εμφύλιας αντιπαλότητας, και οι δύο – και οι «εαμοβούλγαροι» και οι «μοναρχοφασίστες» – ήταν εξ ορισμού δωσίλογοι.

Στο περιθώριο της περί δωσιλογισμού σκιαμαχίας η εθνική νέμεση ενάντια στους πραγματικούς δωσίλογους έχει εξαντλήσει την ορμή της πολύ πριν από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου. Μετά το πρώτο τρίμηνο του 1946 ελάχιστες υποθέσεις εκδικάζονται από το Δικαστήριο Δωσιλόγων, κυρίως ερήμην δικαζομένων, ενώ οι αποφάσεις αποκλίνουν εντυπωσιακά από τα κατηγορητήρια και τις προτάσεις του επιτρόπου και είναι στη μεγάλη τους πλειονότητα αθωωτικές ή επιεικείς για τους συνεργασθέντες με τον εχθρό και συντριπτικές για τους αριστερούς. 

Το μεταπολεμικό κράτος επέδειξε εξαιρετική μεγαλοψυχία έναντι των δωσίλογων: Από τους καταδικασθέντες στην ποινή του θανάτου κανείς, όπως φαίνεται, δεν εκτελέστηκε. Οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ποινές ισόβιων δεσμών (ή αυτοδίκαια ή κατόπιν απονομής χάριτος)[56] και αργότερα σε ποινές πρόσκαιρης φυλάκισης, οι ποινές πολυετούς φυλάκισης μειώθηκαν δραστικά και οι δωσίλογοι σύντομα αποφυλακίστηκαν. Παράλληλα πολλοί από τους καταδικασθέντες δωσίλογους επανέκτησαν με βασιλικά διατάγματα τα πολιτικά τους δικαιώματα. Μεταξύ αυτών και σχεδόν όλοι οι ευυπόληπτοι αστοί (γιατροί, έμποροι, μηχανικοί κ.ά.), διακεκριμένοι εθνικόφρονες αργότερα και στηρίγματα του καθεστώτος μέχρι και την περίοδο της δικτατορίας.

Παρόμοια τύχη επιφυλάσσεται και για τους «βουλγαρογραμμένους». Κατά το πρώτο διάστημα μετά την απελευθέρωση, όσο ακόμη ο ατομικός πατριωτισμός αξιολογείται με κριτήριο τη στάση έναντι του κατακτητή, οι «βουλγαρογραμμένοι» (όρος υβριστικός, περίπου συνώνυμος της προδοσίας) θεωρούνται άγος και γίνονται αποδέκτες της καθολικής οργής και περιφρόνησης της τοπικής κοινωνίας[57]. Κατά την περίοδο της «Λαϊκής Αυτοδιοίκησης» λαμβάνονται εναντίον τους ήπια διοικητικά ή οικονομικά μέτρα (απολύσεις, κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων, επιβολή φόρων κ.ά.) και αρκετοί παραπέμπονται στο «Λαϊκό Δικαστήριο», αλλά αθωώνονται. Τα επαγγελματικά σωματεία αποφασίζουν τη διαγραφή των «νεοβούλγαρων» και ζητούν να τους απαγορευθεί η άσκηση του επαγγέλματός τους[58], οι υπηρεσίες δεν τους χορηγούν πιστοποιητικά ελληνικής υπηκοότητας και το ζήτημα της υπηκοότητάς τους παραμένει για μεγάλο διάστημα εκκρεμές[59] κλπ. Καθώς όμως ο εμφύλιος διχασμός επιβάλλει τα δικά του μέτρα αξιολόγησης και οι συμπεριφορές κρίνονται πλέον ανάλογα με την τοποθέτησή τους στην κλίμακα κομμουνισμού – αντικομμουνισμού, σύντομα τα εναντίον τους αισθήματα αμβλύνονται και οι «νεοβούλγαροι» απενοχοποιούνται ηθικά και αποκαθίστανται κοινωνικά[60].

Στο διάγγελμα της απελευθέρωσης (18-10-1944) ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης εθνικής ενότητας Γ. Παπανδρέου εξήγγειλε ότι η εθνική νέμεση θα ήταν αδυσώπητη για τους προδότες της πατρίδας και τους εκμεταλλευτές της δυστυχίας του ελληνικού λαού. Για την υλοποίηση αυτής της επαγγελίας και την εκπλήρωση των λαϊκών απαιτήσεων συστήθηκαν τα δικαστήρια δωσιλόγων. Στην περιοχή της Καβάλας λόγω της περιορισμένης έκτασης του δωσιλογισμού η δίωξη των συνεργατών του κατακτητή δεν αποτέλεσε ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας για τις τοπικές κοινωνίες. Η απόδοση δικαιοσύνης μέσα από τους θεσμούς της «Λαϊκής Αυτοδιοίκησης» και του συντεταγμένου κράτους εκτυλίχθηκε στο περιθώριο σχεδόν της δύσκολης καθημερινότητας. Όταν συστήθηκε το Δικαστήριο Δωσιλόγων, δεκατρείς μήνες μετά τη λήξη της Κατοχής, η τιμωρία των συνεργατών του κατακτητή δεν ήταν ζήτημα ύψιστης προτεραιότητας και η λειτουργία του Δικαστηρίου επισκιάστηκε[61].

Η πολιτική απενοχοποίησης και παλινόρθωσης του δωσιλογισμού αποτέλεσε και σε τοπικό επίπεδο θεμέλιο για την οικοδόμηση της καταπιεστικής κρατικής μηχανής. Στη συλλογική μνήμη έχουν καταγραφεί με τα μελανότερα χρώματα άτομα με επιλήψιμη κατοχική δραστηριότητα («συνεργάτες», «προδότες», «ρουφιάνοι», «μαυραγορίτες», «βουλγαρογραμμένοι» κ.ά.), που σύντομα μεταμορφώθηκαν σε «εθνικόφρονες» και «πατριώτες», τέθηκαν στην υπηρεσία των κατασταλτικών μηχανισμών και έγιναν δυνάστες των αριστερών και δημοκρατικών πολιτών της Καβάλας[62].





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



[1] Το Αρχείο Ειδικού Δικαστηρίου Σ.Π. 6/1945 Καβάλας, 1945-1968, απόκειται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Ν. Καβάλας (στο εξής: ΓΑΚ-ΑΝΚ) και αποτελείται από ένα Ευρετήριο Αποφάσεων, δώδεκα χαρτόδετους τόμους με Πρακτικά Συνεδριάσεων και Αποφάσεις και δύο φακέλους λυτών εγγράφων. Το υλικό των δικογραφιών δεν έχει σωθεί. Μέσα από τα πρακτικά των δικών ο ερευνητής έχει τη δυνατότητα να διαπιστώσει πράξεις, συμπεριφορές και νοοτροπίες των πρωταγωνιστών, προσώπων ή ομάδων, να σκιαγραφήσει κοινωνικές ταυτότητες και προσωπικότητες των υποκειμένων και, στο βαθμό που είναι εφικτό, να διερευνήσει αιτίες, κίνητρα και προθέσεις. Μπορεί συνεπώς να διαμορφώσει μια σαφή εικόνα για τις μορφές και τα γενικά χαρακτηριστικά του δωσιλογισμού στην εξεταζόμενη περιοχή.  

[2] Το Δικαστήριο συνεδρίασε συνολικά 106 φορές και ασχολήθηκε με 349 υποθέσεις. Οι 191 υποθέσεις ήταν δίκες κατηγορουμένων για δωσιλογισμό στις οποίες εκδόθηκαν αποφάσεις (57 μέχρι το τέλος του 1945, 113 το α΄ εξάμηνο του 1946, 3 το β΄ εξάμηνο του 1946, 7 το 1947, 4 το 1948, 3 το 1949 και 4 το 1954). Οι 158 υποθέσεις αφορούσαν: αναβολές, ανακοπές, δίκες ψευδούς καταμήνυσης και ψευδομαρτυρίας, αφαίρεση χρόνου προφυλάκισης, συμψηφισμό ποινών κ.ά.

[3] ΦΕΚ 12, 20 Ιανουαρίου 1945. Για το νομικό πλαίσιο της σύστασης και λειτουργίας των δικαστηρίων δωσιλόγων, Ελένη Χαϊδιά, Ο δοσιλογισμός στη Μακεδονία: Τα πρακτικά των δικών των δοσιλόγων (1945-1946), ανέκδοτη μεταπτυχιακή εργασία, Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Λαογραφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ (Θεσσαλονίκη, 1995), σ. 22-34. Για τη δίωξη των δωσίλογων, ενδεικτικά: Χαϊδιά, ό.π., σσ. 41-75, Mark Mazower, «Τρεις μορφές πολιτικής δικαιοσύνης, 1944-45» στο Mazower (επιμ.), Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση  της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960 (Αθήνα, 2003), σσ. 33-51, Κωνσταντίνος Λούλος, «Διαρθρωτικές τομές και συνέχειες σε βασικούς μηχανισμούς εξουσίας διά μέσου των “εκκαθαρίσεων”, 1936-1946», στο Χ. Φλάισερ (επιμ.), Η  Ελλάδα ’36-’49. Από τη δικτατορία στον Εμφύλιο. Τομές και συνέχειες (Αθήνα, 2003), σσ. 301-307.

[4] Σύμφωνα με το άρθρο 2, τα αδικήματα αυτά τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου, των ισόβιων ή πρόσκαιρων δεσμών (10-20 χρόνων) ή της ειρκτής (5-10 ετών), σε περίπτωση που συνέτρεχαν ελαφρυντικά, και με υπερορία (απέλαση) ισόβια ή τουλάχιστον πενταετή. Οι ένοχοι για αδικήματα των άρθρων 1 και 4 (βλ. σημ. 6) καταδικάζονταν αυτοδικαίως και σε ισόβια στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων, κάποτε και σε μερική ή ολική δήμευση της περιουσίας τους.

[5] Οι ποινές επιμετρήθηκαν με βασικό κριτήριο τις συνέπειες των αδικημάτων. Όσοι βαρύνονταν, ως φυσικοί ή ηθικοί αυτουργοί, με φυλακίσεις, βασανισμούς, θανατώσεις ή εκτελέσεις Ελλήνων πολιτών καταδικάστηκαν σε θάνατο. Π.χ. 25χρονη νοσοκόμα από την Καβάλα, πράκτορας της Οχράνα, που κρίθηκε ένοχη για τη σύλληψη 50-60 μελών της «Εθνικής Αλληλεγγύης», την εκτέλεση του αρχηγού και την εξάρθρωσή της (ΓΑΚ-ΑΝΚ,  Αρχείο Δικαστηρίου Δοσιλόγων (Σ.Π.6/1945) Καβάλας, Πρακτικά Διασκέψεως της 27 Νοεμβρίου 1945, αριθμός 45 [στο εξής, με τη μορφή: Δίκη 45/27-11-1945]), 35χρονος κοινοτικός κλητήρας από τη Χρυσούπολη, που καταδικάστηκε για την εκτέλεση 9 ατόμων, ανταρτών και τροφοδοτών τους (Δίκη 9/29-10-1945), 26χρονος γεωργός από την Πετρούσα της Δράμας, που έδρασε με τις δυνάμεις καταστολής στο κίνημα του Σεπτ.- Οκτ. 1941 (Δίκη 17/10-11-1945). Όσοι δεν υπήρξαν κατ’ εξακολούθηση συνεργάτες του εχθρού, αλλά ένοχοι μεμονωμένων αδικημάτων, ή οι συνέπειες των πράξεών τους θεωρήθηκαν λιγότερο επώδυνες, τιμωρήθηκαν με ποινές ισόβιων ή πρόσκαιρων δεσμών (10-20 ετών). Π.χ. καπνοπαραγωγός από τη Γεωργιανή Παγγαίου, που υπηρέτησε στην αστυνομία του χωριού, συμμετείχε σε έρευνες σε σπίτια συγχωριανών του και σε συμπλοκές με ανταρτικές ομάδες, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά (Δίκη 8/27-10-1945), ο πρόεδρος του Στενωπού Νέστου, που προπαγάνδιζε την αυτονόμηση της Μακεδονίας και κατέδιδε συνδέσμους ανταρτών, σε 15ετή φυλάκιση (Δίκη 16/10-11-1945), μοδίστρα από τη Γραβούνα του Νέστου, όργανο του Βούλγαρου εραστή της, προέδρου της κοινότητας, σε 10ετή κάθειρξη (Δίκη 115/27-2-1946) κλπ. Σε οκτώ ένοχους παρόμοιων αδικημάτων αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά, είτε της μικρής ηλικίας και «της μη ωρίμου διανοητικής καταστάσεως», είτε, κατά κανόνα, της μέτριας σύγχυσης λόγω βλακείας. Σ’ αυτούς επιβλήθηκαν ποινές ειρκτής 5-10 χρόνων. Σε ισόβια υπερορία καταδικάστηκαν 17 άτομα που είχαν διαφύγει στη Βουλγαρία, 4 Έλληνες και 13 Αρμένιοι. Στους τελευταίους αναγνωρίστηκε «το ελαφρυντικόν της εθνικότητός των».

[6] Κατά το άρθρο 4 της Σ.Π. 6/45, για εθνική αναξιότητα ετιμωρείτο «όστις καίτοι μη υποπεσών εις αδίκημα φέρον άπαντα τα στοιχεία του άρθρου 1, συνειργάσθη εν τούτοις μετά του εχθρού κατά τρόπον ανάξιον Έλληνος πολίτου θίγοντα την εθνικήν αξιοπρέπειαν και διευκόλυνεν ούτω το έργον της Κατοχής».

[7] Η ανάληψη υπηρεσίας «παρά ταις αρχαίς Κατοχής» θεωρήθηκε αξιόποινη πράξη, μόνο στις περιπτώσεις που η ενάσκηση της υπηρεσίας είχε επιπτώσεις στους πολίτες ή διευκόλυνε το έργο της Κατοχής. Το Δικαστήριο τιμώρησε όσους προκειμένου να φανούν αρεστοί στους κατακτητές εφάρμοζαν τον κατοχικό νόμο κατά γράμμα ή ασκούσαν τα καθήκοντά τους με υπερβάλλοντα ζήλο, αθώωσε όμως όσους δεν έβλαψαν συντοπίτες τους. Πολλοί δεν κατηγορήθηκαν καν ως δωσίλογοι, όπως ο διατελέσας δήμαρχος Καβάλας κατά το βραχύ διάστημα της γερμανικής Κατοχής (Απρίλιο-Μάιο 1944). Ως γιατρός είχε προσφέρει απλόχερα τις υπηρεσίες του στους πολίτες της Καβάλας.  

[8] Άτομα που μετείχαν σε βουλγαρικές κοπεράτσιες ή συνεταιρίστηκαν με ιδιώτες Βουλγάρους και εκμεταλλεύονταν σχεδόν μονοπωλιακά την παραγωγή, συγκέντρωση ή διακίνηση ορισμένων προϊόντων, έμποροι που χάρη στην εύνοια των κατακτητών είχαν μόνοι αυτοί ελευθερία κινήσεων στην περιοχή κ.ά. Οι περισσότεροι όμως αθωώθηκαν, καθώς το Δικαστήριο έκρινε ότι η συνεργασία ήταν αποτέλεσμα πιέσεων ή έγινε για λόγους επιβίωσης ή προστασίας της περιουσίας τους. Για την οικονομική πολιτική των Βουλγάρων, τις απαγορεύσεις, περιορισμούς και επιπτώσεις, Ξ. Κοτζαγεώργη – Γ.Α. Καζαμίας, «Οι επιπτώσεις της Βουλγαρικής Κατοχής στον οικονομικό βίο της Ανατ. Μακεδονίας και της Θράκης, στο Ξ. Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη (επιμ.), Η Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, 1941-1944. Καθεστώς – Παράμετροι - Συνέπειες (Θεσσαλονίκη, 2002), σσ. 113-133,  Αικατερίνη Θ. Τσέκου, Τρίτη Βουλγαρική Κατοχή της Καβάλας (1941-1944), ανέκδοτη μεταπτυχιακή εργασία στην Ιστορία των σλαβικών λαών, Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ (Θεσσαλονίκη, 1995), σσ. 48-59.

[9] Η απόκτηση της βουλγαρικής υπηκοότητας αποτελούσε ισχυρό δέλεαρ για τους καιροσκόπους, αλλά δεν θεωρήθηκε τεκμήριο συνεργασίας ούτε αξιόποινη ενέργεια. Ο αριθμός των βουλγαρογραμμένων Ελλήνων δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αν κρίνουμε όμως από τις βουλγαρικές εγγραφές στα δημοτολόγια του Δήμου Καβάλας, δεν ήταν αμελητέος. Για τις συνθήκες της βουλγαρικής κατοχής στην πόλη και τις πιέσεις για απόκτηση της βουλγαρικής υπηκοότητας, Τσέκου, ό.π., σσ. 70-74, Γιώργος Πέγιος, Κατοχή, αφελληνισμός, Εθνική Αντίσταση (1941-1944) (Καβάλα, 1996), σσ. 54-59.  

[10] Π.χ. άτομα που εκδήλωσαν φιλοβουλγαρικά αισθήματα, διευκόλυναν ή παρότρυναν και άλλους να βουλγαρογραφτούν, επέδειξαν προκλητική συμπεριφορά με τη συμμετοχή τους σε ποικίλες εκδηλώσεις της «βουλγαρικής παροικίας», που υπήρξαν μέλη του «Συλλόγου Βουλγαρομακεδόνων» ή του «Μακεδονικού Κομιτάτου», που εκδήλωναν με λόγους ή ενέργειες την περιφρόνησή τους προς την  ελληνική πατρίδα κ.ά. Ορισμένοι από τους δικαζόμενους παραπέμπονται με τα βουλγαροποιημένα επώνυμά τους, με την κατάληξη –εφ ή –ωφ.

[11] Πρέπει να λάβουμε υπόψη: α) ότι ορισμένοι δωσίλογοι έσπευσαν να ακολουθήσουν το βουλγαρικό στρατό στην αποχώρησή του ή διέφυγαν αργότερα στη Βουλγαρία (ΓΑΚ-ΑΝΚ, Αρχείο Διεύθυνσης Γεωργίας Νομαρχίας Καβάλας, 1945-2000, φ. «Δημεύσεις κλήρων και οικοπέδων, 1945-1948», όπου και ονομαστικές καταστάσεις φυγάδων στη Βουλγαρία κατά το 1944-1945), β) ότι κατά την Κατοχή και τους τελευταίους μήνες του 1944 οι συνεργάτες των αρχών Κατοχής στις επαρχίες του Παγγαίου και, κυρίως, του Νέστου είχαν υποστεί εκτεταμένη εκκαθάριση από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και γ) ότι από τα μέσα του 1945 οι πολιτικές συνθήκες δεν ευνοούσαν τη δίωξη των δωσίλογων, με αποτέλεσμα να τεθούν υπό καθεστώς ασυλίας άτομα που βοήθησαν το έργο του κατακτητή (στα ΓΑΚ-ΑΝΚ, Αρχείο Πρωτοδικείου Καβάλας, 1932-1960, Βουλεύματα 1945-1947, υπάρχει πλήθος απαλλακτικών αποφάσεων. Ορισμένες αφορούν άτομα που κατά κοινή ομολογία και βάσει αδιαμφισβήτητων στοιχείων συνεργάστηκαν με τις αρχές Κατοχής, λ.χ. που υπηρέτησαν στο βουλγαρικό στρατό, που έφεραν στολή Βούλγαρου χωροφύλακα κλπ.).

[12] Σύμφωνα με την απογραφή του 1940 (ΓΑΚ-ΑΝΚ, Συλλογή Φύλλα Απογραφής 1940), ο πληθυσμός του Ν. Καβάλας ανερχόταν σε περίπου 135.000 άτομα, εκ των οποίων τα 2/3 περίπου ήταν προσφυγικής καταγωγής. Γηγενείς υπήρχαν στη Θάσο, σε χωριά της επαρχίας Παγγαίου και στην πόλη της Καβάλας (κυρίως έποικοι του 19ου αιώνα). Οι επαρχίες Νέστου και Καβάλας είχαν αμιγή προσφυγικό πληθυσμό και συγκέντρωναν το σύνολο σχεδόν των τουρκόφωνων του νομού.

[13] Βασίλης Ριτζαλέος, «Αρχείο Ειδικού Δικαστηρίου Δράμας, 1945-46…» (στον παρόντα τόμο).

[14] Σύμφωνα με το βουλγαρικό Νόμο «περί υπηκοότητος στις απελευθερωθείσες κατά το 1941 χώρες» (Ιούν. 1942), οι θεωρούμενοι ως «πρόσωπα βουλγαρικής προελεύσεως» αποκτούσαν τη βουλγαρική υπηκοότητα «υποχρεωτικά» (κείμενο του νόμου, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (Αθήνα, 1998), τ. 8, σ. 338-343). Κατά τους μάρτυρες, πολλοί γράφτηκαν «αυτεπαγγέλτως», «γιατί ήταν Μακεδόνες», «επειδή ήταν από τη Δ. Μακεδονία», «ως Βούλγαροι» κλπ.   

[15] Σύμφωνα με τις μαρτυρικές καταθέσεις, αρκετοί από τους δικασθέντες θεωρούσαν τη Βουλγαρία πατρίδα τους, εξυμνούσαν τη Μεγάλη Βουλγαρία, φορούσαν το σήμα του «βουλγαρομακεδονικού κομιτάτου» κλπ.

[16] Κάποιοι παραπέμφθηκαν με αβάσιμες κατηγορίες ή για επουσιώδεις πράξεις, επειδή «ήταν Βούλγαροι». Οι μάρτυρες καταθέτουν: «και προπολεμικά λέγαμε: “ο Σωτήρης ο Βούλγαρος”», «ήταν γνήσιος (ή πραγματικός) Βούλγαρος», «στο σπίτι του μιλούν βουλγαρικά» κλπ. Συχνά δεν αναφέρουν στοιχεία που συνιστούν συνεργασία, αλλά περιγράφουν περιστατικά ενδεικτικά των φιλοβουλγαρικών αισθημάτων του κατηγορουμένου: «διασκέδαζε (ή έπινε ούζα) με Βούλγαρους», «φόρεσε μαύρα στο μνημόσυνο του Βόρη» κλπ.

[17] Κατά την απογραφή του 1940 (ΓΑΚ-ΑΝΚ, Συλλογή Φύλλα Απογραφής 1940) οι Αρμένιοι του Ν. Καβάλας αριθμούσαν 1.182 άτομα. Από το Δικαστήριο καταδικάστηκαν 2 κάτοικοι Καβάλας σε βαριές ποινές φυλάκισης και, σε μία δίκη, 13 κάτοικοι του Παλαιοχωρίου Παγγαίου, σε ισόβια υπερορία (Δίκες 13/5-11-1945, 21/12-11-1945, 145/8-4-1946).

[18] Αρκετοί μάρτυρες καταθέτουν πως οι κατηγορούμενοι είχαν σχέσεις με Βουλγάρους, αλλά δεν έβλαψαν κανέναν («κοιτούσαν το συμφέρον τους»), κάποιοι ομολογούν κυνικά: «δεν έκαναν τίποτε, τους κατηγορήσαμε για να τους διώξουμε» και σε επτά δίκες οι μηνυτές καταδικάζονται για ψευδή και δόλια καταμήνυση και οι μάρτυρες κατηγορίας για ψευδομαρτυρία. Χαρακτηριστικό είναι και το έγγραφο του Νομάρχη Καβάλας προς τη Γενική Δ/ση Κεντρικής Μακεδονίας (26-5-1945): «Συγκεκριμένα και σαφή στοιχεία της αντεθνικής δράσεως των Αρμενίων, παρά τας καταβληθείσας προσπαθείας μας δεν ηδυνήθημεν να εξακριβώσωμεν, τούτο όμως δεν μειώνει το βάρος της κρατούσης γενικής εντυπώσεως ότι οι Αρμένιοι συνειργάσθησαν μετά των βουλγαρικών αρχών Κατοχής εις βάρος των συμφερόντων του ελληνικού στοιχείου. Υπεδέχθησαν ενθουσιωδώς τους Βουλγάρους κατακτητάς και εν γένει εξεδήλωσαν φιλικώτατα προς τούτους αισθήματα». Η άποψη ότι οι Αρμένιοι υπήρξαν μισέλληνες και συμπεριφέρθηκαν προδοτικά, εκτίθεται σε διάφορα έγγραφα πολιτικών και αστυνομικών αρχών της Καβάλας, Δράμας και Σερρών των ετών 1945-1954 (ΓΑΚ-ΑΝΚ, Αρχείο Διευθύνσεως Θρησκευμάτων κλπ. της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας, 1941-1973, φ. 95, 98, 99).

[19] ΓΑΚ-ΑΝΚ, Αρχείο Διεύθυνσης Γεωργίας Νομαρχίας Καβάλας, 1945-2000, φ. «Δημεύσεις κλήρων και οικοπέδων, 1945-1948», όπου και καταστάσεις Αρμενίων που διέφυγαν στη Βουλγαρία ή μετανάστευσαν στη Σοβιετική Αρμενία. Για τις υποθέσεις Αρμενίων καπνεμπόρων, Δίκες 40/24-11-1945, 56/4-12-1945.

[20] Βλ. Ριτζαλέος, «Αρχείο Ειδικού Δικαστηρίου Δράμας, 1945-46…» (στον παρόντα τόμο)· Χαϊδιά, ό.π., σ. 43, 54.

[21] Για τα χαρακτηριστικά του ελληνικού δωσιλογισμού, ενδεικτικά: Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης (Αθήνα, 1989/1995), τ. 1, σ. 352-368, τ. 2, σ. 146-147· Fleischer, «Επαφές μεταξύ των γερμανικών αρχών κατοχής και των κυριοτέρων οργανώσεων της ελληνικής αντίστασης», στο Ι. Ιατρίδης (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση (Αθήνα, 1984), σσ. 91-115· Φλάισερ, «Κατοχή και Αντίσταση, 1941-1944. Ο Δοσιλογισμός», ΙΕΕ, τ. ΙΣΤ (Αθήνα, 2000), σσ. 43-47.

[22] Από αντίθεση προς το μεταξικό καθεστώς αρκετοί, μεταξύ τους και κομμουνιστές, υποδέχθηκαν τους Γερμανούς ως ελευθερωτές (Πέγιος, ό.π., σσ. 45-46). Περιορισμένες εκδηλώσεις θαυμασμού προς το χιτλερικό καθεστώς αναφέρονται και στα πρακτικά των δικών.
  
[23] Για την πολιτική εκβουλγαρισμού, Κοτζαγεώργη, ό.π., σ. 36-106· ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, τ. 8, σ. 262-264, όπου «Πρόγραμμα Εκβουλγαρισμού της Ανατ. Μακεδονίας και Δυτ. Θράκης». Για τους λόγους δίωξης των προσφύγων, κυρίως των Ποντίων, Νίκος Μαραντζίδης, Γιασασίν Μιλλέτ - Ζήτω το Έθνος  (Ηράκλειο, 2001), σσ. 112-113.

[24] Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, τ. 1, σσ. 352-354, τ. 2, σσ. 112-149.

[25] Για την πολιτική του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ έναντι των εθνικιστών και τους λόγους της μεταξύ τους ρήξης, Τάσος Χατζηαναστασίου, Ομάδες ένοπλης Αντίστασης στη Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης, 1941-1944. Συμβολή στην ιστορία της ελληνικής εθνικής αντίστασης, διδακτορική διατριβή, Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Λαογραφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ (Θεσσαλονίκη, 1998), σσ. 251-256, 264-266, 307-308· Μαραντζίδης, ό.π., σσ. 134-159.

[26] Ο «Ρήγας Φεραίος» ήταν η πρώτη ένοπλη κομμουνιστική ομάδα, που το 1943 αποτέλεσε τμήμα του ΕΛΑΣ στο Τσαλ Νταγ. Βλ. Χατζηαναστασίου, ό.π., σσ. 245-247, Κώστας Κωνσταντάρας, Αγώνες και διωγμοί (Αθήνα, 1964), σσ. 110-118.

[27] Δίκες 9/29-10-1945, 77/17-12-1945, 57/2-2-1946, 124/5-3-1946, 4/15-1-1948, 120/28-2-1946. Ο κατηγορούμενος στην  τελευταία δίκη, Κοσμάς Φ. (περί αυτού το αντάρτικο τραγούδι: «Εμπρός παιδιά/ χτυπάτε σκληρά/ χτυπάτε τον Δελιάκωφ/ μαζί με τον Κοσμά», μαρτυρία Παναγιώτη Αναστασιάδη) εκτός από την εσχάτη των ποινών είχε καταδικασθεί και σε φυλάκιση 11 χρόνων για ληστεία και 6 μηνών για κλοπή. Σε θάνατο τον είχε καταδικάσει και το Στρατοδικείο του ΕΛΑΣ. Για τη δράση της οργάνωσης, Κωνσταντάρας, ό.π., σσ. 111-118· Χατζηαναστασίου, ό.π., σ. 246.

[28] Περίπτωση μαζικού εξοπλισμού των κατοίκων κάποιου χωριού δεν αναφέρονται στα πρακτικά των δικών (βλ. και Χατζηαναστασίου, ό.π., σσ. 158, 246, 425). Οι Βούλγαροι εξόπλιζαν μεμονωμένα άτομα, συνήθως αγροφύλακες.

[29] Δημήτρης Πασχαλίδης - Τάσος Χατζηαναστασίου, Τα γεγονότα της Δράμας (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1941. Εξέγερση ή προβοκάτσια; (Δράμα, 2003), όπου και βιβλιογραφία. Για την καταστολή και τις επιπτώσεις στο Ν. Καβάλας, ό.π., σσ. 256-265, 307-308· Τσέκου, ό.π., σσ. 79-86· Πέγιος, ό.π., σ. 94· Κωσταντάρας, ό.π., σσ. 46-52, 122-123, 204.

[30] Χαρακτηριστική είναι η επιστολή κατοίκου χωριού του Παγγαίου, που κατηγορήθηκε από την εφ. Νίκη του ΕΑΜ Καβάλας ως δωσίλογος: Αναφέρει ότι οι συγχωριανοί του εξαγόραζαν τη σωτηρία τους με διάφορες εκδουλεύσεις προς τους Βουλγάρους και ότι τα σώματα του ΕΛΑΣ «κύριον σκοπόν είχον να εκθέτουν τα χωριά απέναντι των κατακτητών για να υφίστανται πιέσεις και τρομοκρατίαν και ν’ αναγκάζωνται οι νέοι να φεύγουν εις το βουνό για να πληθαίνη το μπουλούκι τους…» (Ταχυδρόμος, 13 Σεπτεμβρίου 1945).

[31] Πολλά χωριά για να επιδείξουν έμπρακτα τη νομιμοφροσύνη τους και να αποφύγουν έτσι τα επερχόμενα δεινά, αναθέτουν σε άτομα της εμπιστοσύνης των Βουλγάρων ρόλο συνομιλητή με τις αρχές Κατοχής: «μετά την επανάσταση έγινε εγγυητής και δεν πείραξαν το χωριό μας» (Δίκη 96/20-2-1946, κατοίκου Παλαιοχωρίου), «εκλέξαμε επιτροπή τριών ατόμων για να μη μας κάνουν κακό» (Δίκη 25/21-1-1946, κατοίκων Γεωργιανής), «εμείς τον βγάλαμε πρόεδρο μετά τα γεγονότα της Δράμας» (116/23-2-1946, κατοίκου Αμισιανών) κλπ. Υπ’ αυτές τις συνθήκες οι πράξεις συνεργασίας νομιμοποιούνται ή δικαιολογούνται: «το ότι δεν έκαψαν το Ποδοχώρι οφείλεται σ’ αυτόν» (Δίκη 1/20-10-1945) κλπ.

[32] Δίκη 66/10-12-1945. Ο Παναγιωτώφ καταδικάστηκε σε 10ετή φυλάκιση βάσει του άρθρ.1 παρ. ια΄ (= οικονομική συνεργασία) αλλά και για «εθνική αναξιότητα». Η περίπτωση είναι μοναδική και οφείλεται προφανώς στην προηγούμενη ιδιότητά του.

[33] Ενδεικτικά: Ο μπαλωματής, χωροφύλακας πλέον με στολή, πηλήκιο με βουλγαρικό εθνόσημο και όπλο, αναλαμβάνει καθήκοντα προέδρου της κοινότητας. Ο αχθοφόρος γίνεται παράγοντας της τοπικής Ασφάλειας και «εξομολογείται» στην αγορά: «με νομίζατε χαμάλη, αλλά εγώ ήμουν από παλιά κατάσκοπος»! Ο λούστρος αναβαθμίζεται σε δημόσιο κήρυκα «μετά τυμπάνου (νταουλίου)», ο λαχανοκηπουρός γίνεται δημοτικός σύμβουλος και ο καροποιός «βιομήχανος». Ο περιφρονημένος Ρώσος πρόσφυγας, υπάλληλος Τράπεζας πια, στις παρακλήσεις πολλών να μην κατασχέσει τα κτήματά τους καγχάζει: «πότε με κοιτάξατε εσείς για να σας κοιτάξω κι εγώ;».

[34] Από το εδώλιο του Δικαστηρίου παρελαύνουν ακόλαστοι, βιαστές και προαγωγοί γυναικών, πόρνες, εκβιαστές, απατεώνες και πλιατσικολόγοι, μέθυσοι (που σε κρίση συνείδησης τραγουδούσαν το «Απορώ Μακεδονία…») και άλλοι με το ίδιο ποιόν, που διαφέντευαν τη μοίρα των συγχωριανών τους ως «γενικός ντερβέναγας», «τζορμπατζής», «Αλή πασάς», «γενικός κουμανταδόρος» κλπ., κατά τους χαρακτηρισμούς των μαρτύρων.

[35] Ριτζαλέος, «Αρχείο Ειδικού Δικαστηρίου Δράμας…» (στον παρόντα τόμο).

[36] Διατάξεις Αυτοδιοίκησης και Λαϊκής Δικαιοσύνης για τη λεύτερη Ελλάδα, έκδ. Λαϊκού Τυπογραφείου Καβάλλας (1944).

[37] Οι πληροφορίες για συλλήψεις και προφυλακίσεις κατά την ΕΑΜοκρατία προέρχονται από πρακτικά 18 δικών και από ΓΑΚ-ΑΝΚ, Αρχείο Τμήματος Διοικήσεως Δήμου Καβάλας, 1944-1962, Βιβλίο Πρωτοκόλλου, Οκτ.-Δεκ. 1944.

[38] Οι πληροφορίες για την εξεταζόμενη περιοχή καταγράφουν πλήθος θυμάτων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ (νεκρών στο πεδίο της μάχης, αιχμαλώτων μετά από συγκρούσεις, απαχθέντων από την Καβάλα και χωριά, συλληφθέντων που μεταφέρονταν στον Έβρο κ.ά.), δεν στοιχειοθετούν όμως μια λογική γενικών εκκαθαρίσεων ούτε μια τακτική τυφλής και ανεξέλεγκτης τρομοκρατικής βίας. Μαζικές εκτελέσεις αναφέρονται στο χώρο των στρατώνων της Ελευθερούπολης, σε χαράδρα του Παγγαίου, κοντά στο αεροδρόμιο της Χρυσούπολης και στο Αγαλάρ του Νέστου. Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα θύματα δεν εκτελέστηκαν επιτόπου αμέσως μετά τη σύλληψή τους, αλλά κρατήθηκαν και μεταφέρθηκαν σε άλλα μέρη. Πληροφορίες για τις εκτελέσεις και ονόματα θυμάτων, ΓΑΚ-ΑΝΚ, Αρχείο Πρωτοδικείου Καβάλας, 1932-1960, Βουλεύματα 1945-1947 (όπου και απαλλακτικές αποφάσεις για φυσικούς αυτουργούς, καθώς ο φόνος δωσίλογου δεν αποτελούσε αδίκημα), Ταχυδρόμος, 27 και 28 Ιουνίου, 1, 8 και 21 Ιουλίου,  4, 7 και 9 Αυγούστου 1945· Κωνσταντάρας, ό.π., σσ. 250-251, 326· Πέγιος, ό.π., σσ. 169-170. Επίσης ΓΑΚ–ΑΝΚ, Αρχείο Τμήματος Διοικήσεως Δήμου Καβάλας 1944-1962, Βιβλία Πρωτοκόλλου έτους 1945 (όπου δηλώσεις, αιτήσεις κλπ. συγγενών «συλληφθέντων υπό ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ομήρων και αγνοουμένων εισέτι»), ΓΑΚ-ΑΝΚ, Αρχείο Τμήματος Δημοτικής Κατάστασης Δήμου Ελευθερούπολης, 1917-1990, «Βιβλίο Θυμάτων και Ομήρων Πραβίου, 1916-1949» και φ. «Δηλώσεις και δικαιολογητικά έκδοσης ληξιαρχικών πράξεων, 1945-1952». Πληροφορίες προέρχονται και από τα πρακτικά αρκετών δικών.

[39] Αν και δε διαθέτουμε πληροφορίες για τον αριθμό των υποβληθεισών μηνύσεων, εικάζουμε από δημοσιεύματα του τοπικού τύπου ότι ήταν πολλαπλάσιος του αριθμού των κατηγορηθέντων. Π.χ. από 19 μηνυθέντες για οικονομική συνεργασία (κατάλογός τους δημοσιεύεται τον Ιούλιο 1945) μόνο δύο εμφανίζονται αργότερα στο εδώλιο του κατηγορουμένου.

[40] Στις ΕΑΟ είχαν προσχωρήσει μετά το Σεπτέμβρη του 1944 και άτομα που αργότερα καταδικάστηκαν (Δίκες 39/24-11-1945, 79/18-12-1945, 21-22/29-9-1947). Άλλοι, που επίσης καταδικάστηκαν, υπηρετούσαν στο στρατό και στα Τάγματα Εθνοφυλακής (Δίκες 3-4/12-1-1948, 1/27-1-1949, 4/9-5-1949). Ο Αντών Τσαούς (Αντώνιος Φωστερίδης), από την Πάφρα του Πόντου, κάτοικος Κρηνίδων Καβάλας, αναγνωρίστηκε στις αρχές του 1944 αρχηγός των εθνικιστικών ανταρτικών ομάδων της περιοχής. Κατά τον Εμφύλιο πόλεμο έδρασε ως επικεφαλής δικής του ομάδας στην Αν. Μακεδονία και Θράκη. Αργότερα αναδείχθηκε σε ηγετική πολιτική φυσιογνωμία του εθνικόφρονος ποντιακού πληθυσμού της περιοχής. Το 1950 ίδρυσε το Κόμμα Εθνικής Αντιστάσεως Ελλάδος, το 1951 εξελέγη βουλευτής Δράμας με τον  Ελληνικό Συνεγερμό και το 1961 με το Κόμμα Προοδευτικών. 

[41] Πέγιος, ό.π., σσ. 182-183.

[42] Αυτό εικάζεται και από ανακοινώσεις των δικαστικών αρχών στον τοπικό τύπο, 3-4 ημέρες πριν από τη δικάσιμο, με τις οποίες καλείται «πας ο γνωρίζων… να παρουσιασθή ενώπιον του εισαγγελέως Καβάλας, ίνα κληθή και εξετασθή ως μάρτυς ενώπιον του Δικαστηρίου» (Ταχυδρόμος, 1 Νοεμβρίου 1945). Τα προβλήματα οφείλονται πιθανόν και στην εσπευσμένη αντικατάσταση του εισαγγελέα Περιστερίδη. Ο νέος επίτροπος, Μεν. Κουτσάκος, ήρθε στην Καβάλα τρεις μέρες πριν από την έναρξη της λειτουργίας του Δικαστηρίου.

[43] Η πιο κραυγαλέα περίπτωση είναι του ταγματάρχη Αναστασόπουλου, διοικητή Χωροφυλακής Καβάλας: Υποδέχτηκε τους Βουλγάρους, τους παρέδωσε την πόλη, τα αρχεία της υπηρεσίας, φακέλους και καταλόγους κομμουνιστών, τους δώρισε μαστίγια και κλομπς για να «δαμάσουν τους αναρχικούς», παρέθεσε στους αξιωματικούς τους γεύμα σε κεντρικό εστιατόριο της Καβάλας, όπου έκλεισε την προσφώνησή του με το «Ζήτω η Βουλγαρία», και έφυγε για την Αθήνα. Μετά την απελευθέρωση προήχθη σε συνταγματάρχη και διορίστηκε γενικός διοικητής Χωροφυλακής Στερεάς Ελλάδος, (Πέγιος, ό.π., σσ. 51-52· Νίκος Καρκάνης, Οι δοσίλογοι της Κατοχής (Αθήνα, 1983), σσ. 39-40). Βλ. και σημ. 11.

[44] Ενδεικτικό απόσπασμα: «Υπήρξαν όμως και προδόται που ετάχθησαν εις το πλευρόν των κατακτητών… Πρέπει να αποκαθάρωμεν το σώμα μας από τα καρκινώματα αυτά, τα οποία είναι πολύ πιο επικίνδυνα και από τους φρικαλέους κατακτητάς. Με το φραγγέλιον ανά χείρας, χωρίς φόβον, χωρίς πάθος, χωρίς προκατάληψιν και προ παντός χωρίς αργοπορία πρέπει να κτυπηθούν αμείλικτα… Προς τούτο κάθε πολίτης έχει καθήκον να συμβάλει. Πρέπει όλοι ενωμένοι σήμερα, όπως ηνωμένοι είμεθα κατά τας ημέρας της δουλείας, να εκκαθαρίσωμεν την Ελλάδα από την πανούκλα των προδοτών…» (Ταχυδρόμος, 4 Μαΐου 1945). Παρόμοια άρθρα,  ό.π., 10, 14 Ιουνίου 1945 κ.ά.

[45] Δίκη 94/22-12-1945. Ο Κώστας Κωνσταντάρας (Λογοθέτης), λοχαγός του ελληνικού στρατού, ήταν διοικητής του 26ου Συντάγματος και μέραρχος της VI Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Το 1958 εξελέγη βουλευτής Καβάλας με την ΕΔΑ. Ο Γιώργος Τσαρουχάς, δικηγόρος, διετέλεσε επί «Λαϊκής Αυτοδιοίκησης» Νομάρχης Καβάλας. Βουλευτής Καβάλας με την ΕΔΑ το 1961, μόνιμος στόχος των παρακρατικών και ένα από τα πρώτα θύματα της δικτατορίας (υπέκυψε το Μάη του 1968 στα βασανιστήρια). Ο Κώστας Τσολάκης (Κίτσος), διετέλεσε επί ΕΑΜοκρατίας στρατιωτικός διοικητής Θάσου και αργότερα εξελέγη δύο φορές δήμαρχος Καβάλας (1964 -21 Απρ. 1967 και 1975-1978). Ο Στέργιος Βαλιούλης (Φτωχός), δάσκαλος και γνωστός συγγραφέας αργότερα, ήταν υπασπιστής του 26ου Συντάγματος. Ο Χαρίκος Ιορδάνογλου, έφεδρος υπολογαχός, καταγόταν από εύπορη οικογένεια καπνεμπόρων της πόλης και επί «Λαϊκής Αυτοδιοίκησης» διετέλεσε φρούραρχος Καβάλας. Ο Μεθόδιος (Μήτσος) Αλεξανδρόπουλος ήταν πρόεδρος του Στρατοδικείου του ΕΛΑΣ, που δίκασε τους Βούλγαρους εγκληματίες πολέμου. Αναλυτική περιγραφή της δίκης, Νίκη, 23 Δεκεμβρίου 1945, Στέργιος Βαλιούλης, Πολίτης β΄ κατηγορίας (Θεσσαλονίκη, 1985), σσ. 468-470, Κωνσταντάρας, ό.π., σσ. 341-344. Οι έξι απαλλάχθηκαν από την κατηγορία του δωσιλογισμού με το 701/31-10-1947 βούλευμα του Πρωτοδικείου Καβάλας.

[46] Δίκη 30/26-1-1946. Η δίκη είναι ενδεικτική των μεθοδεύσεων: Οι Καβαλιώτες μάρτυρες κατηγορίας δηλώνουν ότι οι αρχικές τους καταθέσεις ήταν προϊόν πιέσεων και βίας της Αστυνομίας και της Εθνοφυλακής και τις ανακαλούν. Εννέα ΠΑΟτζήδες από τη Βέροια καταθέτουν ότι ο Καραμίχας ηγήθηκε της αυτονομιστικής κίνησης των Κουτσόβλαχων στην Κεντρική Μακεδονία. Ο δημοσιογράφος του «Ταχυδρόμου» Ι. Πριμικίδης, που κατά την Κατοχή έζησε στη Βέροια και γνώριζε πρόσωπα και πράγματα της περιοχής, καταθέτει ότι ο Καραμίχας ήταν ο φανατικότερος πολέμιος και διώκτης των Βλάχων αυτονομιστών και με δημοσίευμά του αποκαλύπτει τους ψευδομάρτυρες: «Οφείλομεν – παρά τας ριζικάς πολιτικάς μας αντιθέσεις προς τον κατηγορούμενον – να τονίσωμεν ότι έχομεν σαφή αντίληψιν του εγκληματικού ποιού των κυριωτέρων εκ Βεροίας μαρτύρων της κατηγορίας… Eίναι γνωστοί δοσίλογοι και ταγματασφαλίται, διαπράξαντες κατά την περίοδον της Κατοχής πολλά εγκλήματα εις βάρος του ελληνικού λαού… Υπήρξαν ο φόβος και ο τρόμος μιας ολοκλήρου περιφερείας. Έλαβον τα όπλα από τον εχθρόν. Απηρνήθησαν επισήμως την πατρίδα των και συνετέλεσαν εις την θανάτωσιν Ελλήνων…» (Ταχυδρόμος, 6 Ιανουαρίου 1946).  

[47] Δίκες 10/4-11-1948, 11/4-11-1948. Τότε δικάστηκαν με παρόμοια κατηγορητήρια ο ανθυπίατρος Γιάννης Πετρίδης (Σκουφάς), αρχίατρος του 26ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, και γεωργός από την επαρχία Παγγαίου, νεκρός από τετραετίας (στο «Βιβλίο Θυμάτων και Ομήρων Πραβίου 1916-1949» του Δήμου Ελευθερούπολης, σημειώνεται ότι «εφονεύθη τον Ιούνιον 1944 παρά των Ταγμάτων Ασφαλείας εις Σεβάστειαν Νιγρίτης»).  

[48] Για τα ιδεολογικά επιχειρήματα και τους στόχους της δίωξης, Κυριάκος Λυκουρίνος, «Διώξεις ηγετών και μελών του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ με την κατηγορία του δωσιλογισμού. Δίκες στο Δικαστήριο Δωσιλόγων Καβάλας, 1945-1948», Β΄ Διεθνές Συνέδριο Βαλκανικών Ιστορικών Σπουδών του Ι.Λ.Α.Κ., Καβάλα, 15-18 Σεπτ. 2005, Πρακτικά, Καβάλα 2009, σελ. 137-192.  

[49]Για τα γεγονότα και την ερμηνεία τους, Χατζηαναστασίου, ό.π., σσ. 399-406· ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, τ. 5, σσ. 271-278· Πέγιος, ό.π., σσ. 133-147. Η παράδοση της πολιτικής εξουσίας από τους Βουλγάρους του Πατριωτικού Μετώπου στο ΕΑΜ και η αμαχητί είσοδος του ΕΛΑΣ στις πόλεις δημιούργησε υπόνοιες για μυστικές συμφωνίες των δύο κομμουνιστικών κομμάτων, που θα ικανοποιούσαν τις βουλγαρικές βλέψεις σε Μακεδονία και Θράκη. «Τα σφάλματα κατά την απελευθέρωσι, που έδωσαν λαβή στους εχθρούς του ΕΑΜ να μιλούν για συνεργασία με τους Βουλγάρους», παραδέχεται και ο Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 169. Τις υποψίες για εξυπηρέτηση των σχεδίων της Σόφιας ενίσχυσαν η εδώ παραμονή των βουλγαρικών στρατευμάτων μέχρι τις 26 Οκτωβρίου, η αρνητική στάση της τοπικής αριστεράς στα ζητήματα των εθνικών διεκδικήσεων και η αμήχανη πολιτική της στα θέματα των βουλγαρικών πολεμικών αποζημιώσεων. Π.χ. το ΕΑΜ καλεί το λαό της Καβάλας να μη συμμετέχει σε «σοβινιστικές» εκδηλώσεις, η εφημ. «Νίκη» καταγγέλλει τα «αντιειρηνικά κηρύγματα και τις μεγαλοϊδεατικές βλέψεις εναντίον των γειτόνων μας», το ΚΚΕ δεν υποστηρίζει αιτήματα του επαγγελματικού κόσμου της Καβάλας για διεκδίκηση πολεμικών αποζημιώσεων από τη Βουλγαρία και οι εκπρόσωποί του αποδοκιμάζονται ως προδότες και «Βούλγαροι» κλπ. (ενδεικτικά, Ταχυδρόμος, 24 Νοεμβρίου 1945, Πέγιος, ό.π., σ. 198).

[50] Ταχυδρόμος, 17 Αυγούστου 1945. Οι κατηγορίες διατυπώνονται με διάφορες παραλλαγές: Οι ΕΑΜίτες «χάριν πολιτικού τυχοδιωκτισμού ενηγγαλίσθησαν τους σφαγείς της Δράμας και του Δοξάτου και επρόδωσαν τον μαρτυρικόν αυτόν λαόν» (16 Ιουνίου 1945) κλπ.

[51] Ταχυδρόμος, 7 Νοεμβρίου 1945 και 3 Ιουνίου 1945, αντίστοιχα. Για την εμπλοκή των Βουλγάρων στις εμφύλιες συγκρούσεις του Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 1944, Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 269· Χατζηαναστασίου, ό.π., σ. 402-406. Επίσης, Δίκες 11/5-11-1945, 26/17-11-1945, 94/22-12-1945, 180/28-9-1946.

[52] Νίκη, 23 Δεκεμβρίου 1945. Οι αριστερές πηγές, σχεδόν στο σύνολό τους, θεωρούν τους εθνικιστές αντάρτες ληστοσυμμορίτες και εθνοπροδότες. Όμως ο Κωνσταντάρας, έντιμη και αντικειμενική πηγή, παραδέχεται ότι «τα εθνικιστικά τμήματα στην Ανατ. Μακεδονία μέχρι τον Αύγουστο του 1944 αποτελούν εθνική αντίσταση και διαφέρουν πολύ από τα τάγματα ασφαλείας με τα οποία τα ανέμιξαν οι Άγγλοι κατά την απελευθέρωσι για να τα ρίξουν εναντίον του ΕΛΑΣ» και ότι εθνικιστές οπλαρχηγοί «είχαν παλληκαριά και πατριωτική φλόγα» (σ. 158 και 290 αντίστοιχα).

[53] Η ρήξη ανάμεσα στους δύο πόλους της Αντίστασης επέρχεται στις αρχές του 1944, κυρίως μετά την ύπουλη εξόντωση ανταρτών του «Ρήγα Φεραίου» από άνδρες του Αντών Τσαούς στο Τσαλ-Νταγ την Πρωτοχρονιά του 1944. Στα τέλη της Κατοχής οι ΕΑΟ ενισχύθηκαν με άνδρες των ΠΑΟ και των Ταγμάτων Ασφαλείας από την Κεντρική Μακεδονίας (ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, τ. 5, σσ. 280-281, Χατζηαναστασίου, ό.π., σσ. 345-352), γεγονός που αύξησε την καχυποψία του ΕΛΑΣ.

[54] Το δημοσιευμένο κείμενο της «Σύμβασης», Κωνσταντάρας, ό.π., σσ. 271-274, 352, που το θεωρεί αιτία των «θλιβερών γεγονότων» που συνέβησαν μετά την απελευθέρωση, Γεώργιος Θ. Αντωνιάδης, Οι Γενναίοι του Βορρά. Θυσίες, δάκρυ και αίμα στην Ανατ. Μακεδονία και Θράκη 1941-1945 (Δράμα, 1997), τ. 2, σσ. 190-195, όπου και επιχειρήματα για την πλαστότητά της.

[55] Σε αρκετές δίκες καταθέτουν ως μάρτυρες υπεράσπισης αντάρτες, οπλαρχηγοί και ηγέτες των εθνικιστικών ομάδων, κυρίως ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, γραμματέας των ΕΑΟ και βουλευτής Καβάλας το 1946. Σύμφωνα με τις καταθέσεις τους, οι κατηγορούμενοι  συνεργάζονταν με τους Βουλγάρους κατόπιν διαταγών τους και για σκοπούς του κινήματος αντίστασης. Παρά τη θερμή συνηγορία τους, κάποιοι από τους κατηγορουμένους καταδικάστηκαν (Δίκες 64/12-2-1946, 135/16-3-1946 κ.ά.). 

[56] Οι θανατικές ποινές μετατρέπονταν αυτοδίκαια σε ισόβια, μετά την παρέλευση πενταετίας από την έκδοση της απόφασης, βάσει του Νόμου 3861 της 11-2-1929. Σε ορισμένες απονομές χάριτος οι πολιτικές σκοπιμότητες είναι καταφανείς. Κραυγαλέα είναι λ.χ. η περίπτωση του 26χρονου αγρότη από σλαβόφωνο χωριό της Δράμας, ο οποίος έδρασε με τις δυνάμεις καταστολής στο κίνημα του φθινοπώρου του 1941, όπου, κατά τις μαρτυρίες, «πελέκησε πολλούς Έλληνες». Αν και καταδικάστηκε για τα περισσότερα αδικήματα (για παραβάσεις των άρθρων δ΄, στ΄, ζ΄ , ια΄ και ιβ΄ της ΣΠ 6/45), μόλις πέντε μήνες μετά την καταδίκη του -κι ενώ το Συμβούλιο Χαρίτων είχε απορρίψει τις αιτήσεις άλλων θανατοποινιτών από την περιοχή Καβάλας (Ταχυδρόμος, 28 Φεβρουαρίου 1946)- η θανατική ποινή μετατράπηκε με βασιλικό διάταγμα σε ισόβια και αργότερα σε 10ετή φυλάκιση (Δίκη 17/10-11-1945 και συνημμένα Β.Δ. της 17-5-1946, 28-12-1950 και 12-11-1952). 

[57] Ενδεικτικό των αισθημάτων και αντιδράσεων είναι το άρθρο του δεξιού Ταχυδρόμου, 14 Ιουνίου 1945, με τίτλο «Οι εξομόται»: «Το ότι βρέθηκαν Έλληνες(;) που τόλμησαν να πούνε με όρκο ότι είναι Βούλγαροι από αίμα και καταγωγή, ήταν για μας ένα κτύπημα γερό, τόσο αναπάντεχο, τόσο τερατώδες, που στην αρχή μας φάνηκε σαν φριχτό όνειρο και ούτε να το συζητήσουμε τολμούσαμε. Μα όταν με το πέρασμα του καιρού οι εθνικοί εξομόται άρχισαν πλέον αδιάντροπα να δείχνουν την ατιμίαν τους και να την παρουσιάζουν μάλιστα για εξυπνάδα, τότε η πικρία και η αγανάκτησις των Ελλήνων δεν είχε όρια… Να ψάξουμε αν συνέτρεχαν αιτίες. Θα επικαλεστούν κίνδυνον ζωής; Μα αυτόν τον διέτρεξαν όλοι. Κίνδυνον περιουσίας; Και από αυτόν κανένας δεν ήταν απηλλαγμένος. Τι λοιπόν τους έσπρωξε στον άπατο κατήφορο;».

[58] Ενδεικτικά: Στα τέλη του 1944 η Γενική Συνέλευση του Σωματείου Αρτοποιών ζητεί από το Νομαρχιακό Συμβούλιο «να απαγορευθή η εξάσκησις του επαγγέλματος εις τους Νεοβουλγάρους…» (ακολουθούν τρία ονόματα) και από την Επιτροπή Επισιτισμού «να μετριασθή η χορήγησις αλεύρου εις τους νεοβουλγάρους…», επειδή «κατά το διάστημα της βουλγαροκρατίας εθησαύρισαν εις βάρος του λαού, οι οποίοι και ιθαγένειαν και υπηκοότητα βουλγαρικήν είχον (ΓΑΚ-ΑΝΚ, Αρχείο Σωματείου Αρτοποιών Καβάλας 1918-2001, Βιβλίο Πρακτικών Γ.Σ., 1933-1945).

[59] Το ζήτημα της υπηκοότητας των βουλγαρογραμμένων αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμού των αρχών της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης και κατόπιν του συντεταγμένου κράτους, όπως φανερώνει η αλληλογραφία μεταξύ Δήμου, Νομαρχίας, Γενικής Διοίκησης Ανατολικής Μακεδονίας και Υπηρεσίας Διαχειρίσεως Ανταλλαξίμων Περιουσιών (ΓΑΚ-ΑΝΚ, Αρχείο Τμήματος Διοικήσεως Δήμου Καβάλας 1944-1962, Βιβλία Πρωτοκόλλου, 1944-1945).

[60] Ήδη στα τέλη του 1945-αρχές 1946 πολλοί από τους μάρτυρες υπεράσπισης δε διστάζουν να ομολογήσουν αβίαστα: «κι εγώ ήμουν βουλγαρογραμμένος», «κι εγώ έκανα κουμπαριά με Βούλγαρο» και άλλα παρόμοια. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι πρώην «απόβλητοι» βουλγαρογραμμένοι εκλέγονται στα Δ.Σ. των σωματείων τους. 

[61] Οι ηλικιωμένοι που διατηρούν μνήμες από τη δεκαετία του 1940 δε θυμούνται πολλά πράγματα για το Δικαστήριο Δωσιλόγων. Αρκετοί γνωρίζουν για ορισμένες πολύκροτες υποθέσεις, λ.χ. την εις θάνατον καταδίκη της νοσοκόμας Πηνελόπης Π. και του καπνεργάτη Κώστα Τ., αδυνατούν όμως να θυμηθούν άλλους καταδικασθέντες. Φέρνουν βέβαια στη μνήμη τους και άλλους «προδότες», κυρίως κάποιες γραφικές φιγούρες, λ.χ. τον «νταβουλτζή» της Καβάλας, που χτυπώντας το τύμπανο εκφωνούσε τις διαταγές στη βουλγαρική, ή το μονόφθαλμο Πολυχρόνη της επαρχίας Νέστου, που αρεσκόταν να διακηρύσσει: «άμα δει το γκαβό μου το μάτι, τότε θα δείτε και σεις Ελλάδα». Είναι όμως βέβαιοι ότι αυτοί οι δύο (και άλλοι) δεν κατηγορήθηκαν και δε δικάστηκαν ποτέ. Εκπλήσσονται μάλιστα μαθαίνοντας ότι λ.χ. ο νταβουλτζής καταδικάστηκε για «εθνική αναξιότητα» σε 6,5 μήνες και ο «γκαβός» κοντοχωριανός τους, ο μετέπειτα χουντικός, σε  φυλάκιση 20 χρόνων. Γενικότερα πιστεύουν ότι οι δωσίλογοι έμειναν, εκτός ελαχίστων, ανενόχλητοι. Η πεποίθηση αυτή βασίζεται στη ατιμωρησία επώνυμων συνεργατών, αλλά πιθανότατα και στη σύντομη αποφυλάκιση και, κυρίως, στη μετέπειτα «αποκατάσταση» των καταδικασθέντων.

[62] Οι μαρτυρίες αναφέρονται κυρίως στη μετεμφυλιακή περίοδο. Περιπτώσεις στρατολόγησης δωσίλογων μαρτυρούνται όμως και για την περίοδο που εξετάζουμε. Συνεργάτες του κατακτητή επιστρατεύονται ως ψευδομάρτυρες σε δίκες αριστερών, ως καταδότες της Ασφάλειας και δεσμοφύλακες στις φυλακές Καβάλας, ως όργανα κρούσης για εισβολές σε σπίτια αριστερών, για επιθέσεις και επιδρομές σε γραφεία και εφημερίδες του ΕΑΜικού χώρου, για διάλυση ΕΑΜικών συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων, για την τρομοκράτηση αριστερών, κυρίως σε χωριά κλπ.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου