"Φλέβα μου μυστική της Ιωνίας" - Οι μικρασιάτικοι "Δρόμοι του Αρχάγγελου" Μίκη Θεοδωράκη


"Ξενιτιά..." 

"…Γιάννενα και Τρίπολη και Κρήτη,
ρίζα μου, περηφάνεια Ψηλορείτη,
Ζάτουνα και νησιά της αγωνίας,
φλέβα μου μυστική της Ιωνίας..." 

(από το "Ασίκικο Πουλάκη" των Μίκη Θεοδωράκη - Μιχάλη Γκανά, 1996)

Στη φωτογραφία, ο Μίκης με τους γονείς του,
τον Κρητικό Γιώργη Θεοδωράκη και την Ασπασία Πουλάκη
από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, 1930
«Πριν καλά καλά εγκατασταθούμε στο νέο μας σπίτι [στην Πάτρα], η μάνα μου με πήρε να πάμε στο συνοικισμό να ψάξουμε για Τσεσμελιούς. Καθισμένοι μπροστά στους μικροσκοπικούς κήπους, γεμάτους γλάστρες, μπροστά στα πλινθόκτιστα σπιτάκια τους, που όμως έλαμπαν από τον φρέσκο ασβέστη, οι πρόσφυγες μας ερευνούσαν προσεκτικά και μετά σχολίαζαν το πέρασμά μας. Η μητέρα μου ντυμένη απλά αλλά αστικά, με το καπέλο, το βέλο και τα κομψά της παπούτσια. Εγώ καθαρός, με κοντό μπλε παντελόνι, άσπρο πουκάμισο και καφέ πέδιλα. Θα έλεγαν ασφαλώς μεταξύ τους οι πρόσφυγες, που πολλοί άντρες φορούσαν βράκα και οι γυναίκες μαύρα τσεμπέρια: “Τι θέλουν αυτοί οι πλούσιοι στο μαχαλά μας; Έχασαν το δρόμο; Ή ήρθαν για να διασκεδάσουν με τη φτώχεια μας;”.

Η οικογένεια Πουλάκη στον Τσεσμέ της 
Μικράς Ασίας. Πάνω αριστερά η Ασπασία, 
μητέρα του Μίκη Θεοδωράκη
Σταματήσαμε σ’ ένα σπίτι και η μητέρα μου ρώτησε: “Ψάχνω να βρω καμιά οικογένεια από τον Τσεσμέ. Ξέρετε, είμαι κι εγώ πρόσφυγα. Το πατρικό μου είναι Πουλάκη, Ασπασία Πουλάκη”. Μόλις είδαν πως είμαστε πρόσφυγες, δικοί τους, άλλαξε διαμιάς η στάση τους απέναντί μας. Μας πρόσφεραν κάθισμα, νερό, γλυκό του κουταλιού και το ένα σπίτι φώναξε στο άλλο: “Είναι δικοί μας. Από τον Τσεσμέ. Ειδοποίησε την κυρα-Ρήνη”.
Σε λίγο ήρθε κι η Τσεσμελιά με τον άντρα της, που η βράκα του χτυπούσε δεξιά αριστερά. Ήταν γείτονες, η κυρα-Ρήνη και ο μαστρο-Νικόλας, στην ηλικία των γονιών της μάνας μου, τα παιδιά τους, δυο αγόρια, είχαν χαθεί στο Σαγγάριο. Πέσανε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Στην αρχή κλάματα, που γρήγορα μεταδόθηκαν στις υπόλοιπες μαυροφορεμένες γυναίκες. Μετά καταστάλαξε ο πόνος, φύγανε οι πικρές αναμνήσεις κι αρχίσανε οι ερωτήσεις, “γυναίκα του διευθυντή της Νομαρχίας!” λέγανε όλοι με θαυμασμό και χαϊδεύανε τη μητέρα μου.
Έτσι βάλαμε ρίζες στη συνοικία και δε θα περνούσε βδομάδα χωρίς να επισκεφτούμε το φτωχικό της κυρα-Ρήνης. Σε κάποιο γεύμα που κάναμε στο σπίτι μας, την ώρα του καφέ, η μάνα μου μίλησε στον δήμαρχο, κύριο Ρούφο, ο οποίος διόρισε τον μαστρο-Νικόλα σκουπιδιάρη στο δήμο. Σιγά σιγά, εκμεταλλευόμενη τη θέση της, η μάνα μου κατάφερε να βάλει τον έναν από δω τον άλλον από κει για μεροκάματο ή για μισθό. Οι περισσότερες οικογένειες των προσφύγων είχαν πρόβλημα δουλειάς και, επομένως, επιβίωσης. Οι πιο πολλές ζούσανε με δουλειές του ποδαριού και κυρίως με τη συμπαράσταση του διπλανού πρόσφυγα...
Έτσι, από τη μεριά της μάνας μου, έμαθα πως είμαστε ξένοι. Ως τα βαθιά της γεράματα έμεινε πιστή στη γη της επαγγελίας. Δεν αφομοιώθηκε ποτέ στην παλιά Ελλάδα, όπως την έλεγε [...]. Αν και η κοινωνική της θέση απαιτούσε σχέσεις με κυρίες του ίδιου επιπέδου, διάλεγε τις πραγματικές της φίλες από τις πρόσφυγες. Και ήταν αστείο, όταν συνέβαινε να συναντηθούν στη σκάλα του σπιτιού μας ο δήμαρχος να ανεβαίνει και ο σκουπιδιάρης να κατεβαίνει. Ο ένας με βράκα και ο άλλος με κουστούμι της τελευταίας ευρωπαϊκής μόδας. Μάταια ο πατέρας μου της έλεγε και της ξανάλεγε για την κοινωνική μας θέση. Η απάντηση της μητέρας μου ήταν στερεότυπη: “Αυτοί είναι οι δικοί μου. Αυτοί είναι από τα μέρη μας”. “Κι εδώ τι είναι;” “Ξενιτιά..."»[Μίκης Θεοδωράκης, "Οι δρόμοι του Αρχάγγελου", τ. Α΄, σελ. 63-64].

"Εκεί είναι το σπίτι μας..."

"Στο σπίτι, μιλούσαν όλο για τον Τσεσμέ. Η θεία Ερωφίλη, όταν δεν ήταν στο κρεβάτι, ντυνόταν με ωραία μακριά φορέματα, που είχαν πάντα νταντέλες στο λαιμό. Λιγνή, ψηλή, με μάτια θλιμμένα, πάντα αυστηρή, κρατούσε τα κλειδιά του μπαούλου όπου είχαν φυλαγμένα τα «χαρτιά». Καθόντουσαν τακτικά και οι πέντε γυναίκες γύρω γύρω και, όταν η θεία Ερωφίλη το άνοιγε και έβγαζε έξω τους «τίτλους ιδιοκτησίας», τις έπιανε όλες μαζί ένα κλάμα σιγανό. Μοιρολογούσανε τον χαμένο παράδεισο. Η μία έλεγε για το σπίτι, η άλλη για το μποστάνι και η άλλη για την ωραία ζωή... Ύστερα ανοίγανε το παράθυρο, που το είχανε πάντα κλειστό, και βλέπανε με τη σειρά τη Μικρασία, δυο βήματα από τη Χίο, και κάτω δεξιά ο Τσεσμές. «Μίκη, έλα να σου δείξω», μου ’λεγε η γιαγιά η Σταματία· «Βλέπεις εκείνα τα σπίτια... Να, εκεί στην άκρη, είναι το σπίτι μας. Πάνω στη θάλασσα... Ποιος να ’χει τώρα τη βάρκα του παππού σου του συγχωρεμένου...». Και τότε τσίριζε πιο πολύ η θεία Φρόσω που ’χε φωνή σοπράνο. Κάνανε όλες μαζί το σταυρό τους. Η γιαγιά μου άρχιζε τις μετάνοιες, ως το πάτωμα. Το Μαρικάκι έφερνε το θυμιατό με το λιβάνι. Πήγαιναν κατά το εικονοστάσι και ανάμεσα στους θρήνους και τις στριγκλιές λέγανε και κανένα τροπάριο για την Παναγία... Παράξενα πράγματα, σκεφτόμουν. Ακατανόητα. Έβλεπα μια τις εικόνες, μια το μπαούλο με τα χαρτιά και μια τις πέντε γυναίκες, που κλαίγανε και ψάλλανε μαζί και κάπου κάπου αντικρίζανε από το παράθυρο το σπίτι και τον μπαξέ τους στην Τουρκία...".
[Μίκης Θεοδωράκης, Οι δρόμοι του Αρχάγγελου, τ. Α΄, σελ. 14]

Το  “Ασίκικο Πουλάκη”

Ο Μίκης για το “Ασίκικο Πουλάκη”: «Ένα από τα ωραιότερα δώρα για τα 70 μου χρόνια -ίσως το ωραιότερο- είναι αυτός ο δίσκος, που έγινε με την αγάπη και το ταλέντο τριών φίλων-καλλιτεχνών, του Γιάννη Σπάθα, του Βασίλη Λέκκα και του Μιχάλη Γκανά. [...] Όταν συναντηθήκαμε στο σπίτι μου για πρώτη φορά όλοι μαζί, τους έδειξα τη φωτογραφία των Πουλάκηδων, βγαλμένη στο Τσεσμέ (Κρήνη) της Μικρασίας λίγα χρόνια πριν την Καταστροφή και τους είπα “ο δίσκος πρέπει να βαπτιστεί Ασίκικο Πουλάκη (το “-κη” με ήτα), για να φανεί η ρίζα της έμπνευσης…”.
Πράγματι για μένα είναι πολύ σημαντικό, γιατί οι υπόλοιπες μουσικές ρίζες, η κρητική, η λαϊκή, η ευρωπαϊκή, κυριάρχησαν μέσα στη μουσική μου, έτσι ώστε να αδικηθεί η μητρική που -καλώς εχόντων των πραγμάτων- θα έπρεπε να είναι και η πιο δυνατή… Πρόκειται λοιπόν κατ’ αρχήν για την αποκατάσταση μιας "αδικίας". […] Tον ονόμασα ΑΣΙΚΙΚΟ, δηλαδή χορό για Ασίκηδες, για Λεβέντες. Ο ρυθμός αυτός, παντρεμένος με τους Δρόμους, μας πηγαίνει κατ’ ευθείαν στα παράλια της Μικρασίας, εκεί που κάποτε έλαμψε ο ελληνικός πολιτισμός, στη γλυκειά Ιωνία, τη ρίζα της μητέρας μου». (Αθήνα, Αύγουστος 1995).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου