"Τη γλώσσα ή τη θρησκεία". Ένας μύθος για την τουρκοφωνία των χριστιανών της οθωμανικής Ανατολής

Τη γλώσσα ή τη θρησκεία!

Αριστερά: Επιγραφή στον Ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Σύλλη Ικονίου  (από "KARAMANLIDES - ΚΑΡΑΜΑΝΛΙΔΕΣ...") - Δεξιά: Πιστοποιητικό Βαπτίσεως από το Γκιολτζούκ της Καππαδοκίας (ΓΑΚ - Αρχεία Ν. Καβάλας). 


Το διαβάζουμε συνεχώς σε έντυπα και σε ιστοσελίδες με προσφυγική κυρίως και θρησκευτική θεματολογία και το ακούμε να επαναλαμβάνεται σε πολιτιστικές εκδηλώσεις: «Σε κάποιες περιοχές της Μικράς Ασίας οι Τούρκοι εισβολείς επέβαλαν στους κατακτημένους ελληνικούς πληθυσμούς να διαλέξουν ανάμεσα στη γλώσσα και στη θρησκεία τους. Οι πρόγονοί μας προτίμησαν να κρατήσουν τη θρησκεία τους και έτσι απαρνήθηκαν την ελληνική γλώσσα τους».

Πρόκειται για τη γνωστή ιστορία - μύθο που εμφανίζει την τουρκοφωνία των χριστιανικών πληθυσμών της οθωμανικής Ανατολής ως στοιχείο που τους επιβλήθηκε διά της βίας και οδήγησε στην απώλεια του φυσικού εθνικού χαρακτηριστικού τους, που ήταν η ομιλία της ελληνικής γλώσσας.

Οι τουρκόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στην Καππαδοκία και στο δυτικό Πόντο (περιοχές Πάφρας, Σαμψούντας, Αμάσειας κ.ά.). Από τους 795 οικισμούς του Πόντου που μελετήθηκαν από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ), βρέθηκαν 612 ελληνόφωνοι και 183 τουρκόφωνοι, δηλ. σχεδόν το ένα τέταρτο. Πολύ μεγαλύτερο ήταν το ποσοστό των τουρκόφωνων στην Καππαδοκία: Στις αντίστοιχες έρευνες του ΚΜΣ για 81 κοινότητες της Καππαδοκίας, οι 49 βρέθηκαν τουρκόφωνες και οι 32 ελληνόφωνες, ενώ σύμφωνα με τις μελέτες της Ευαγγελίας Μπαλτά για τους «καραμανλήδες» (τους τουρκόφωνους της Καππαδοκίας), από τα 86 χριστιανικά χωριά της περιοχής, τα 60 μιλούσαν τουρκικά.  

Στην Απογραφή του 1928 καταμετρήθηκαν 103.642 τουρκόφωνοι πρόσφυγες (ποσοστό 1,67% επί ελληνικού πληθυσμού), με τους περισσότερους να είναι κατανεμημένοι στους νομούς της Μακεδονίας: 70.032, περίπου το 5% του πληθυσμού της, εκ των οποίων οι 8.413 στο Νομό Καβάλας.

Για το ζήτημα της τουρκοφωνίας εγείρονται εύλογα ερωτήματα: γιατί κάποιοι πληθυσμοί αφομοιώθηκαν γλωσσικά από τον κατακτητή, πότε έγινε αυτό και υπό ποιες ιστορικές συγκυρίες, ποια ήταν η προηγούμενη γλώσσα τους κ.ά. Όμως δεν έχουν σχέση με το παρόν σημείωμα (άλλωστε τεκμηριωμένες απαντήσεις σ’ αυτά δεν έχουν δοθεί).

Το βέβαιο είναι ότι η τουρκική γλώσσα αποτελούσε στίγμα γι’ αυτούς τους πληθυσμούς και πηγή ντροπής, ιδιαίτερα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Σε πολλές περιπτώσεις οι ελληνόγλωσσοι σύνοικοι πληθυσμοί αντιμετώπιζαν ρατσιστικά τους τουρκόφωνους, ως κατώτερους ή καθυστερημένους και ως άτομα αμφισβητούμενης εθνικής καθαρότητας ή μειωμένης εθνικής συνείδησης.

Προκατάληψη και διακρίσεις παρατηρούνταν ακόμη και μέσα στις ίδιες τις εθνοτικές ομάδες. Για παράδειγμα, πολλοί Πόντιοι θεωρούσαν ότι οι «Μπαφραλήδες δεν ήταν κανονικοί Πόντιοι», αφού δε γνώριζαν την ποντιακή διάλεκτο ή την ελληνική γλώσσα. Οι ίδιοι οι τουρκόφωνοι, αντιμετωπίζοντας δυσκολίες στην επικοινωνία τους με άλλες ομάδες, αισθάνονταν μειονεκτικά και συχνά θεωρούσαν τη γλώσσα τους ως «κουσούρι» που έπρεπε να εξαλειφθεί.

Όλα αυτά μπορούν να εξηγήσουν τη λειτουργία και την ευρεία διάδοση του μύθου της τουρκοφωνίας. Ο μύθος απενοχοποιεί και εν τέλει δικαιώνει τους τουρκόφωνους ορθόδοξους πληθυσμούς, αφού με την δήθεν επιλογή τους (της θρησκείας, εις βάρος της γλώσσας), ουσιαστικά διέσωσαν το πιο ουσιώδες στοιχείο της εθνικής τους ταυτότητας, την ορθόδοξη χριστιανική πίστη τους, και έτσι διατήρησαν και την ελληνικότητά τους.

Ο μύθος του διλήμματος «θρησκεία ή γλώσσα» αναμφίβολα απηχεί ιστορικά βιώματα και εκφράζει ψυχολογικές ανάγκες των τουρκόφωνων πληθυσμών. Στην κατασκευή του όμως και κυρίως στην προβολή του έπαιξαν ρόλο οι διανοούμενοι που απηχούσαν τις θέσεις της Εκκλησίας και οι εκφραστές της αλυτρωτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους. Για τους πρώτους, ο μύθος σήμαινε ότι η ορθόδοξη χριστιανική πίστη ταυτίζεται με την ελληνική εθνική ταυτότητα και ότι, συνεπώς, αν χάσεις τη θρησκεία σου, τότε χάνεις και την εθνική σου ταυτότητα (ενώ η γλώσσα σου μπορεί να αλλάξει, χωρίς να μεταβληθεί ουσιαστικά η εθνική σου υπόσταση). Για τους δεύτερους, τους εκφραστές της ελληνικής πολιτικής στα τέλη του 19ου – αρχές 20ού αιώνα, ο μύθος σήμαινε ότι οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι πληθυσμοί μπορούν άνετα να ενταχθούν στα ελληνικά αλυτρωτικά σχέδια και να τα υποστηρίξουν, αφού αποτελούν μέρος του ελληνικού έθνους.

Βιβλίο στο "Μουσείο
Προσφυγικού Ελληνισμού"
της Καβάλας
Όπως προαναφέραμε, με τον ερχομό τους στην Ελλάδα οι τουρκόφωνοι βίωσαν έντονα την περιφρόνηση των γηγενών, περισσότερο από τους υπόλοιπους πρόσφυγες, και σε πολλές περιπτώσεις έγιναν αποδέκτες της υποτιμητικής κριτικής του Τύπου και των πολιτικών του αντιβενιζελικού στρατοπέδου. Ωστόσο, σε πολιτικό επίπεδο η ελληνικότητα των τουρκόφωνων προσφύγων δεν αμφισβητήθηκε. Η τουρκοφωνία τους αντιμετωπίστηκε ως πολιτισμικό πρόβλημα που έπρεπε και μπορούσε να θεραπευτεί με τα μέσα της παιδείας, ποτέ όμως ως εθνική απειλή. Έτσι δόθηκε μεν έμφαση στο ζήτημα του γλωσσικού εξελληνισμού τους (π.χ. με τη δημιουργία νυχτερινών σχολείων για τους ενήλικες τουρκόφωνους), όμως δεν εφαρμόστηκαν εναντίον τους μέτρα καταπίεσης και καταστολής, όπως έγινε με άλλες γλωσσικές ομάδες (κυρίως με τους σλαβόφωνους).

Από τους τουρκόφωνους πρόσφυγες πολλοί δεν έμαθαν ποτέ την ελληνική γλώσσα. Στην εποχή μας οι απόγονοί τους, της τρίτης και τέταρτης γενιάς, όχι μόνο αγνοούν την τουρκική, αλλά νιώθουν και την ανάγκη να «απολογηθούν» για την τουρκοφωνία των παππούδων τους. Αυτό δείχνει η συνεχής προβολή της ιστορίας - μύθου για το δίλημμα «γλώσσα ή θρησκεία», μιας ιστορίας που δε βασίζεται σε κανένα ιστορικό τεκμήριο και που φαντάζει απίθανη μέσα στο πλαίσιο της οθωμανικής πραγματικότητας.

*Κείμενο δημοσιευμένο στη "Μνήμη" του Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας, φ. 19 (Σεπτ. 2015). 

7 σχόλια:

  1. Προσπαθείς τάχα να "απομυθοποιησης" κατι, χωρίς να δίνεις καμμιά άλλη εξήγηση. Το λες μύθο χωρίς όμως να αναφέρεις στοιχεία γιατί το λες. Υπονοεις ουσιαστικα ότι οι τουρκόφωνοι είναι ένοχοι για την τουρκοφωνία τους και αμφισβητεις την ελληνικότητα τους. Κάνεις λοιπόν αυτό που κάνουν και οι Τούρκοι, και αυτοί χωρίς στοιχεία. Γι' αυτό τον λόγο δεν κάνεις καλή δουλειά αλλά αμαυρώνεις την μνήμη χιλιάδων Μικρασιατών που δεν ζουν σημερα να σου απαντησουν. Ενα μονο θα σου αναφερω: στην Γερμανια οπου ζω, εχω συναντησει πολλα Ελληνοπουλα που δεν μιλάν ελληνικά αλλα που κραταν την ελληνική σημαία στις γιορτές στην εκκλησία. Τι είναι αυτά αγαπητέ; Γερμανοί;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τι (και γιατί) να απαντήσω σε κάποιον που δεν μπορεί (ή δε θέλει) να καταλάβει αυτά που διαβάζει, που παρερμηνεύει τις απόψεις μου, ανακαλύπτει σκοτεινές προθέσεις και διατυπώνει ανόητες κατηγορίες;

      Διαγραφή
  2. Και ο συγγραφέας και ο απαντητής, είστε σε λάθος γραμμή. Η Ιστορία, είναι ανεξάρτητη των φυλετικών κριτηρίων! Όντας γόνος Μικρασιατών και αναμφισβήτητης ...ελληνικότητας, τους δικούς μου τους Ίωνες τους ερμηνεύω με το προσωνύμιο του 6ου π.Χ. αιώνα, Γάουνα (υπόδουλος) τους δε Καραμανλήδες με το διεθνώς επικρατούμενο ...Λευκοσύριους! Ο Παλαμάς, το αποσαφήνισε: Ομιλούμε μία νέα γλώσσα, ενός νέου έθνους! Αυτό το έθνος ν΄αγαπάμε...!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Nintze Nintze
    6 Δεκεμβρίου στις 6:40 π.μ. ·

    Η τουρκοφωνία και η ελληνικότητα των Καππαδοκών

    Επειδή πήρε το μάτι μου κάποια κείμενα περί των όρων "Καραμανλής" και "καραμανλήδικα", όπως και περί της τουρκοφωνίας των Καραμανλήδων, θα ήθελα να κάνω κάποιες σύντομες επισημάνσεις:

    Ο όρος "Καραμανλήδες" σημαίνει τους κατοίκους του ισχυρού εμιράτου της Καραμανίας, που προέκυψε από τη διάλυση του κράτους των Σελτζούκων της Ρωμανίας (Ρουμ Σελτζούκ), που είχε πρωτεύουσα το Ικόνιο. Το εμιράτο της Καραμανίας περιλάμβανε την Καππαδοκία, όπως και άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας. Τα λεγόμενα περί δήθεν "Καρά Ιμάν" ("Μαύρη Πίστη") είναι μυθεύματα και ανοησίες, που κατασκευάζονται εκ των υστέρων λόγω της άγνοιας.

    Όσον αφορά την τουρκοφωνία των Καππαδοκών, αυτή προέκυψε από δύο ιστορικά γεγονότα: Τη μάχη του Ματζικέρτ (1071) και την απαγόρευση του Εμίρη του Καραμάν Μεχμέτ Ι (1277) να ομιλείται στους δημόσιους χώρους άλλη γλώσσα εκτός από την τουρκική.

    Μετά τη μάχη του Ματζικέρτ, την ήτα του βυζαντινού στρατού μετά από προδοσία και τη δολοφονία του Καππαδόκη Αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ από τους συνωμότες της Κωνσταντινούπολης, προέκυψε κενό πολιτικής εξουσίας στη Μικρά Ασία και ιδίως στην Καππαδοκία, με συνέπεια να εισβάλουν ληστρικά σώματα Τουρκομάνων, που καθιστούσαν αδύνατη την καλλιέργεια των αγρών και τον ομαλό κοινωνικό βίο των Καππαδοκών. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η έκρυθμη τούτη κατάσταση, προύχοντες Καππαδόκες με επικεφαλής επισκόπους παρακαλούσαν τους Σελτζούκους να τους προστατεύσουν από τους Τουρκομάνους ληστές (οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν σκοτώσει τον αρχηγό των Σελτζούκων Αλπ Αρσλάν, ο οποίος μετά τη νικηφόρα γι' αυτόν μάχη του Ματζικέρτ, δεν ενδιαφέρθηκε για τη Μικρά Ασία, αλλά κατευθύνθηκε προς τη Βαγδάτη για να γίνει Μέγας Σελτζούκος της Βαγδάτης). Οι Σελτζούκοι έθεσαν ως όρο, για να επιβάλουν την τάξη, την καταβολή ενός φόρου (της δεκάτης, που ήταν ένας ελάχιστος φόρος σε σύγκριση με την φορομπηχτική πολιτικής της Κωνσταντινούπολης) και αναγκαστικά επιβλήθηκε ντε φάκτο η χρήση της τουρκικής γλώσσας, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα συνεννόησης μεταξύ των Σελτζούκων και των αλλοεθνών διοικουμένων. Ως προς την θρησκεία οι Σελτζούκοι ήταν σχετικά ανεκτικοί.

    Όσον αφορά τα καραμανλήδικα, δεν υπάρχει καραμανλήδικη γλώσσα, παρά μόνο καραμανλήδικη γραφή. Η καραμανλήδικη γραφή συνίσταται στο να γράφονται τουρκικές λέξεις με ελληνικό αλφάβητο. Την καραμανλήδικη γραφή χρησιμοποίησαν οι Καραμανλήδες, που υπάγονταν στο Οικουμενικό πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και ως εκ τούτου διαμόρφωσαν και διατήρησαν την ελληνική συνείδηση. Στη διαμόρφωση και διατήρηση της ελληνικής συνείδησης, παρά την τουρκοφωνία, συνέβαλαν τόσο η υπαγωγή στο Πατριαρχείο όσο και η χρήση του ελληνικού αλφαβήτου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αντίστοιχα οι Αρμένιοι της Καππαδοκίας, που και εκείνοι τουρκοφώνησαν, έγραφαν τις τουρκικές λέξεις με το αρμενικό αλφάβητο. Επίσης και οι Εβραίοι της Καππαδοκίας, που και εκείνοι είχαν τουρκοφωνήσει, έγραφαν τις τουρκικές λέξεις με το λατινικό αλφάβητο. Κι έτσι μέσω της χρήσης διαφορετικών εθνικών αλφαβήτων διατηρείτο και η διαφορετική εθνική ταυτότητα. Περίεργο ως απαράδεκτο είναι το γεγονός ότι ενώ κανείς δεν αμφισβητεί την αρμένικη εθνική ταυτότητα στους Αρμένιους της Καππαδοκίας που τουρκοφώνησαν ή την εβραϊκή εθνική ταυτότητα στους Εβραίους της Καππαδοκίας που τουρκοφώνσαν, εν τούτοις βρίσκονται κάποιοι και μάλιστα Έλληνες (για τους Τούρκους δεν το συζητώ, τη δουλειά τους κάνουν εκείνοι), που τολμούν να αμφισβητήσουν την ελληνικότητα εκείνων των Καππαδοκών, οι οποίοι τουρκοφώνησαν και παρά την τουρκοφωνία τους διατήρησαν ισχυρή την ελληνική εθνική τους συνείδηση. Ντροπή! Ίσως βέβαια έτσι αποδεικνύουν κι εκείνοι (δηλαδή οι αμφισβητίες) την ελληνικότητά τους, που από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα πάσχει από το σαράκι του διχασμού. Προτιμότερο και εθνικά πιο συμφέρον θα ήταν όμως να φροντίσουν μέσα από τη γνώση της ιστορικής αλήθειας, να απαλλαγούν από το διχαστικό σαράκι και να ομονοήσουν.

    "Υπέρ ελληνικής πατρίδος και χριστιανικής πίστεως ένεκα", όπως αναφέρει στα αυτόγραφα και χειρόγραφα απομνημονεύματά του ο τουρκόφωνος Καππαδόκης Ιορδάνης Ιντζεσουλήογλου (Λεπτοϋδωρεύς, όπως ο ίδιος εξελλήνισε το όνομά του), ο οποίος καταγόμενος από την πόλη Ιντζέσου (Ιντζεσουλής σημαίνει ο κάτοικος της πόλης του Ιντζέσου και Ιντζεσουλήογλου σημαίνει το παιδί του ανθρώπου από το Ιντζέσου = Λεπτονέρι) της επαρχίας της Καισαρείας της Καππαδοκίας, ήλθε και κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό και υπηρέτησε για πάνω από δέκα χρόνια στην στρατιωτική φρουρά του Βασιλιά Όθωνα στην Αθήνα. Ο λεβέντης ο Γιορδάνης!


    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Η τουρκοφωνία και η ελληνικότητα των Καππαδοκών

    Επειδή πήρε το μάτι μου κάποια κείμενα περί των όρων "Καραμανλής" και "καραμανλήδικα", όπως και περί της τουρκοφωνίας των Καραμανλήδων, θα ήθελα να κάνω κάποιες σύντομες επισημάνσεις:

    Ο όρος "Καραμανλήδες" σημαίνει τους κατοίκους του ισχυρού εμιράτου της Καραμανίας, που προέκυψε από τη διάλυση του κράτους των Σελτζούκων της Ρωμανίας (Ρουμ Σελτζούκ), που είχε πρωτεύουσα το Ικόνιο. Το εμιράτο της Καραμανίας περιλάμβανε την Καππαδοκία, όπως και άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας. Τα λεγόμενα περί δήθεν "Καρά Ιμάν" ("Μαύρη Πίστη") είναι μυθεύματα και ανοησίες, που κατασκευάζονται εκ των υστέρων λόγω της άγνοιας.

    Όσον αφορά την τουρκοφωνία των Καππαδοκών, αυτή προέκυψε από δύο ιστορικά γεγονότα: Τη μάχη του Ματζικέρτ (1071) και την απαγόρευση του Εμίρη του Καραμάν Μεχμέτ Ι (1277) να ομιλείται στους δημόσιους χώρους άλλη γλώσσα εκτός από την τουρκική.

    Μετά τη μάχη του Ματζικέρτ, την ήτα του βυζαντινού στρατού μετά από προδοσία και τη δολοφονία του Καππαδόκη Αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ από τους συνωμότες της Κωνσταντινούπολης, προέκυψε κενό πολιτικής εξουσίας στη Μικρά Ασία και ιδίως στην Καππαδοκία, με συνέπεια να εισβάλουν ληστρικά σώματα Τουρκομάνων, που καθιστούσαν αδύνατη την καλλιέργεια των αγρών και τον ομαλό κοινωνικό βίο των Καππαδοκών. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η έκρυθμη τούτη κατάσταση, προύχοντες Καππαδόκες με επικεφαλής επισκόπους παρακαλούσαν τους Σελτζούκους να τους προστατεύσουν από τους Τουρκομάνους ληστές (οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν σκοτώσει τον αρχηγό των Σελτζούκων Αλπ Αρσλάν, ο οποίος μετά τη νικηφόρα γι' αυτόν μάχη του Ματζικέρτ, δεν ενδιαφέρθηκε για τη Μικρά Ασία, αλλά κατευθύνθηκε προς τη Βαγδάτη για να γίνει Μέγας Σελτζούκος της Βαγδάτης). Οι Σελτζούκοι έθεσαν ως όρο, για να επιβάλουν την τάξη, την καταβολή ενός φόρου (της δεκάτης, που ήταν ένας ελάχιστος φόρος σε σύγκριση με την φορομπηχτική πολιτικής της Κωνσταντινούπολης) και αναγκαστικά επιβλήθηκε ντε φάκτο η χρήση της τουρκικής γλώσσας, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα συνεννόησης μεταξύ των Σελτζούκων και των αλλοεθνών διοικουμένων. Ως προς την θρησκεία οι Σελτζούκοι ήταν σχετικά ανεκτικοί.

    Αντίστοιχα φαινόμενα αλλαγής γλώσσας είχαμε στην άλλη άκρη της Ευρώπης κατά την ίδια χρονική περίοδο, οπότε επεκτάθηκε η γαλλική γλώσσα στη Βρετανία λόγω κατάληψης της Αγγλίας από τους γαλλόφωνους Νορμανδούς (1066 μ.Χ.), με συνέπεια σήμερα οι περισσότερες λέξεις στην αγγλική γλώσσα να είναι γαλλικής προέλευσης. Για τον λόγο τούτο άλλωστε οι Γάλλοι συνηθίζουν να λένε: "L'anglais c'est du français, mal prononcé" (= "Τα αγγλικά είναι γαλλικά, κακώς προφερόμενα").

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Όσον αφορά τα καραμανλήδικα, δεν υπάρχει καραμανλήδικη γλώσσα, παρά μόνο καραμανλήδικη γραφή. Η καραμανλήδικη γραφή συνίσταται στο να γράφονται τουρκικές λέξεις με ελληνικό αλφάβητο. Την καραμανλήδικη γραφή χρησιμοποίησαν οι Καραμανλήδες, που υπάγονταν στο Οικουμενικό πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και ως εκ τούτου διαμόρφωσαν και διατήρησαν την ελληνική συνείδηση. Στη διαμόρφωση και διατήρηση της ελληνικής συνείδησης, παρά την τουρκοφωνία, συνέβαλαν τόσο η υπαγωγή στο Πατριαρχείο όσο και η χρήση του ελληνικού αλφαβήτου.

    Αντίστοιχα οι Αρμένιοι της Καππαδοκίας, που και εκείνοι τουρκοφώνησαν, έγραφαν τις τουρκικές λέξεις με το αρμενικό αλφάβητο. Επίσης και οι Εβραίοι της Καππαδοκίας, που και εκείνοι είχαν τουρκοφωνήσει, έγραφαν τις τουρκικές λέξεις με το λατινικό αλφάβητο. Κι έτσι μέσω της χρήσης διαφορετικών εθνικών αλφαβήτων διατηρείτο και η διαφορετική εθνική ταυτότητα. Περίεργο ως απαράδεκτο είναι το γεγονός ότι ενώ κανείς δεν αμφισβητεί την αρμένικη εθνική ταυτότητα στους Αρμένιους της Καππαδοκίας που τουρκοφώνησαν ή την εβραϊκή εθνική ταυτότητα στους Εβραίους της Καππαδοκίας που τουρκοφώνσαν, εν τούτοις βρίσκονται κάποιοι και μάλιστα Έλληνες (για τους Τούρκους δεν το συζητώ, τη δουλειά τους κάνουν εκείνοι), που τολμούν να αμφισβητήσουν την ελληνικότητα εκείνων των Καππαδοκών, οι οποίοι τουρκοφώνησαν και παρά την τουρκοφωνία τους διατήρησαν ισχυρή την ελληνική εθνική τους συνείδηση. Ντροπή! Ίσως βέβαια έτσι αποδεικνύουν κι εκείνοι (δηλαδή οι αμφισβητίες) την ελληνικότητά τους, που από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα πάσχει από το σαράκι του διχασμού. Προτιμότερο και εθνικά πιο συμφέρον θα ήταν όμως να φροντίσουν μέσα από τη γνώση της ιστορικής αλήθειας, να απαλλαγούν από το διχαστικό σαράκι και να ομονοήσουν. "Υπέρ ελληνικής πατρίδος και χριστιανικής πίστεως ένεκα", όπως αναφέρει στα αυτόγραφα και χειρόγραφα απομνημονεύματά του ο τουρκόφωνος Καππαδόκης Ιορδάνης Ιντζεσουλήογλου (Λεπτοϋδωρεύς, όπως ο ίδιος εξελλήνισε το όνομά του), ο οποίος καταγόμενος από την πόλη Ιντζέσου (Ιντζεσουλής σημαίνει ο κάτοικος της πόλης του Ιντζέσου και Ιντζεσουλήογλου σημαίνει το παιδί του ανθρώπου από το Ιντζέσου = Λεπτονέρι) της επαρχίας της Καισαρείας της Καππαδοκίας, ήλθε και κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό και υπηρέτησε για πάνω από δέκα χρόνια στην στρατιωτική φρουρά του Βασιλιά Όθωνα στην Αθήνα. Ο λεβέντης ο Γιορδάνης!

    ΑπάντησηΔιαγραφή