Ο πικρός Γενάρης της Λωζάνης. Η υποχρεωτική ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών

Ο πικρός Γενάρης του 1923
Όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσονταν σαν αντικείμενα




«Από της 1ης Μαΐου 1923 θέλει διενεργηθεί η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών…» (άρθρο 1).




Η τελευταία πράξη του μικρασιατικού δράματος γράφτηκε από τη διεθνή διπλωματία στη «Συνδιάσκεψη Ειρήνης» της Λωζάνης (20 Νοεμβρίου 1922 – 24 Ιουλίου 1923). Στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου της ελβετικής πόλης συνήλθαν οι αντιπρόσωποι της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας, της Τουρκίας και παρατηρητές από άλλες χώρες για να διευθετήσουν εκκρεμή ζητήματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αποτέλεσμα της πολύμηνης διεθνούς διάσκεψης ήταν η τελική «Συνθήκη Ειρήνης» της 24ης Ιουλίου, με την οποία τερματιζόταν οριστικά η εμπόλεμη κατάσταση που είχε συνταράξει την Ανατολή από το 1914 μέχρι το 1922.

Στο πλαίσιο της διάσκεψης υπογράφηκαν και άλλες δεκαπέντε συμφωνίες, μία από τις οποίες ήταν η «Σύμβαση περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών». Η Σύμβαση βασίστηκε σε εισηγητική έκθεση του Νορβηγού Fridtjof  Nansen, αντιπροσώπου της Κοινωνίας των Εθνών, και υπογράφηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923 από τους αντιπροσώπους των δύο ενδιαφερόμενων κρατών, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Ισμέτ Ινονού. Στη συνέχεια, με ρητή διάταξη της «Συνθήκης Ειρήνης», κατέστη μέρος αυτής και έτσι απέκτησε ισχύ διεθνούς συνθήκης. Η Τουρκία την επικύρωσε στις 23 Αυγούστου και η Ελλάδα στις 25 Αυγούστου 1923, οπότε και τέθηκε σε ισχύ.

Η πρακτική της ανταλλαγής πληθυσμών δεν ήταν άγνωστη. Μετά τους πολέμους του 1912-13 οι βαλκανικές χώρες είχαν υπογράψει συμφωνίες που προέβλεπαν ανταλλαγές πληθυσμών, όπως η σύμβαση για την αμοιβαία μετανάστευση μειονοτήτων μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, που υπογράφηκε στο πλαίσιο της Συνθήκης του Νεϊγύ το Νοέμβριο 1919. Σε όλες τις περιπτώσεις μετακινήθηκαν μερικές χιλιάδες άνθρωποι από επίμαχες συνοριακές περιοχές και η ανταλλαγή τους έγινε σε προαιρετική βάση.

Όμως η Σύμβαση της Λωζάνης αποτέλεσε μια ρύθμιση πρωτοφανή στις διεθνείς σχέσεις. Για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία η διεθνής κοινότητα αποδέχθηκε και επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή εκατομμυρίων ανθρώπων, πληθυσμών όχι κάποιων συγκεκριμένων περιοχών αλλά ολόκληρων χωρών. Κατ’ εφαρμογή της Σύμβασης, περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι, Έλληνες ορθόδοξοι της Μικράς Ασίας και Ανατολικής Θράκης και Τούρκοι μουσουλμάνοι της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, ξεριζώθηκαν οριστικά και αμετάκλητα από τις προαιώνιες εστίες τους και μεταφέρθηκαν αναγκαστικά σε μια νέα, άγνωστη πατρίδα. Από τη ρύθμιση εξαιρέθηκαν οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Αυτή η ανταλλαγή και μετακίνηση των πληθυσμών «αποτέλεσε για την εποχή της έναν μεγάλο νεωτερισμό, ένα φαινόμενο κοσμοϊστορικό, ένα γεγονός δίχως προηγούμενο στην ιστορία των μεταναστεύσεων των λαών», όπως έγραψε λίγα χρόνια μετά ο Αλέξανδρος Πάλλης.

Αναμφίβολα μετά την τραγική έκβαση του Μικρασιατικού Πολέμου και τον άμεσο ξεριζωμό του ελληνικού στοιχείου από τα μικρασιατικά παράλια, την Ανατολική Θράκη και περιοχές του Πόντου, η ανταλλαγή των πληθυσμών φαινόταν ως λύση αναπόφευκτη. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι από το Σεπτέμβριο της Μικρασιατικής Καταστροφής μέχρι το Νοέμβριο της Συνδιάσκεψης πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες της Ανατολής είχαν ήδη εκπατρισθεί και ο επαναπατρισμός τους ήταν μάλλον ανέφικτος. Κατά συνέπεια για την ελληνική πλευρά μια συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών θα ήταν η απλή επισημοποίηση μιας πραγματικότητας που σε μεγάλο βαθμό είχε ήδη συντελεστεί και που ήταν αναπότρεπτη. Όπως έλεγε τότε ο Βενιζέλος, «το Σύμφωνον της Λωζάνης στην ουσία δεν αποτελεί σύμφωνον για την ανταλλαγή ελληνικών και μουσουλμανικών πληθυσμών και των περιουσιών τους, αλλά μόνον ένα σύμφωνο για την αποχώρηση του μουσουλμανικού πληθυσμού από την Ελλάδα μετά την εκδίωξη των Ελλήνων από την Τουρκία. Αυτή είναι η πραγματικότητα».

Ο Βενιζέλος, που ζούσε αυτοεξόριστος στο Παρίσι και «επιστρατεύτηκε» από την επαναστατική κυβέρνηση για να περισώσει ό,τι ήταν δυνατό, έβλεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών ως ρύθμιση ρεαλιστική αλλά και συμφέρουσα για την Ελλάδα. Συμφέρουσα, επειδή αφορούσε περίπου 200.000 Έλληνες που είχαν απομείνει κυρίως στον Πόντο και την Καππαδοκία και 400.000 Τούρκους μουσουλμάνους της Ελλάδας. Με τη μετακίνηση του μουσουλμανικού πληθυσμού προς την Τουρκία η Ελλάδα θα αποκτούσε χώρο και περιουσιακά στοιχεία για την αποκατάσταση των προσφύγων, η συρροή των οποίων απειλούσε ήδη τη χώρα με κοινωνική κατάρρευση.

Για την τουρκική πλευρά η απέλαση των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής ήταν προαποφασισμένη και αδιαπραγμάτευτη. Ο νικητής Κεμάλ είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν επρόκειτο να ανεχθεί πλέον την παρουσία Ελλήνων στα τουρκικά εδάφη, με την αιτιολογία ότι αυτοί είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές της Σμύρνης. Είχε αποφασίσει μάλιστα να εκδιώξει και τους υπόλοιπους ελληνικούς πληθυσμούς, όσους είχαν απομείνει σε περιοχές του Πόντου, της Καππαδοκίας κ.ά., ορίζοντας προθεσμία τις 13 Δεκεμβρίου. Ωστόσο η Τουρκία επιζητούσε μια συμφωνία με την ελληνική πλευρά, ώστε να νομιμοποιήσει την πράξη της. Εν όψει των σκληρών διαπραγματεύσεών τους με τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις για τις πετρελαϊκές περιοχές της Μοσούλης, τα Στενά του Ελλησπόντου και άλλα κρίσιμα ζητήματα, οι Τούρκοι δεν ήθελαν να φορτωθούν με μία ακόμη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επειδή αυτό θα τους έκανε πιο ευάλωτους σε πιέσεις. Εάν όμως η Ελλάδα συμφωνούσε στην ανταλλαγή των πληθυσμών, κανείς δε θα μπορούσε να κατηγορήσει την Τουρκία για αυθαίρετη μονομερή απέλαση. Για να πετύχει τη συναίνεση της ελληνικής πλευράς η Τουρκία ήταν διατεθειμένη να κάνει υποχωρήσεις σε άλλα σημαντικά για την Ελλάδα ζητήματα, π.χ. να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, να παραμείνει εκεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, να μετριάσει τις απαιτήσεις της για πολεμικές αποζημιώσεις κλπ.

Όλα λοιπόν έδειχναν ότι η ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν επιβεβλημένη. Όμως, παρόλα αυτά, η επιβολή του πρωτοφανούς μέτρου της υποχρεωτικής ανταλλαγής δεν έπαυε να είναι αποτρόπαιη. Ο Στ. Σεφεριάδης, που παρακολούθησε τις εργασίες της Συνδιάσκεψης, έγραψε αργότερα ότι «όλες οι αντιπροσωπείες εύρισκαν ότι δεν υπήρχε ούτε νομική ούτε ηθική βάση για να υποστηρίξουν την πρόταση για υποχρεωτική ανταλλαγή». Είναι γεγονός ότι ακόμη και την εποχή της διαπραγμάτευσης όλοι οι εμπλεκόμενοι αναγνώριζαν ότι υπήρχε κάτι το επαίσχυντο στην ιδέα της υποχρεωτικής ανταλλαγής, τη χαρακτήριζαν ως «κάκιστη λύση» και ως μέτρο «αισχρό» και «απεχθές», απέφευγαν να αναλάβουν την ευθύνη για την πατρότητα της ιδέας και αλληλοκατηγορούνταν για την υιοθέτησή της. Για παράδειγμα, στις συνεδριάσεις της 12ης και 14ης Δεκεμβρίου ο Ισμέτ Ινονού διατύπωνε το αίσθημα ότι η αρχική πρόταση είχε προέλθει από την ελληνική πλευρά, ο Βενιζέλος απαντούσε ότι η ελληνική αντιπροσωπεία δεν προωθεί, αλλά αντιθέτως αποστρέφεται την υποχρεωτική ανταλλαγή, ο αντιπρόσωπος της Βρετανίας λόρδος Curzon, μιλώντας εκ μέρους των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων, «έδειχνε» ως υπεύθυνο το δόκτορα Fr. Nansen κι αυτός με τη σειρά του απέδιδε την εκβιαστική πρόταση στο Χαμίτ Μπέη. Η τελευταία εκδοχή είναι και η πιθανότερη: Ο Nansen υποστήριζε αρχικά την προαιρετική ανταλλαγή των πληθυσμών, υποχώρησε όμως μπροστά στην αδιαλλαξία της Τουρκίας, που εξαρχής δήλωνε ότι ήταν διατεθειμένη να διαπραγματευτεί μόνο στη βάση της ολικής και υποχρεωτικής ανταλλαγής.

Το βέβαιο είναι ότι στην εποχή της η ελληνοτουρκική Σύμβαση προκάλεσε αλγεινή εντύπωση σ’ όλο τον κόσμο και επικρίθηκε ως άθλια και απάνθρωπη συναλλαγή, που παραβίαζε κατάφορα το δίκαιο, την ηθική και τις αρχές του ανθρωπισμού. Ο «ανταλλάξιμος» Στυλιανός Σεφεριάδης, διαπρεπής νομικός και πατέρας του νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη, υποστήριξε τότε ότι η Σύμβαση της Ανταλλαγής ήταν η πιο απεχθής συμφωνία που υπογράφηκε ποτέ από πολιτισμένα κράτη. Κατά την άποψη του, έπρεπε να θεωρηθεί άκυρη, επειδή ήταν αντίθετη στο διεθνές δίκαιο των μειονοτήτων και στο καταστατικό της Κοινωνίας των Εθνών, αλλά και επειδή παραβίαζε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. «Οι άνθρωποι – έγραφε – δεν είναι ζώα, ώστε να μπορεί κάποιος να τα θυσιάζει, να τα πουλάει, να τα παραχωρεί ή να τα ανταλλάσσει». 

Σήμερα που τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα κατοχυρώνονται πληρέστερα με διεθνείς συμβάσεις και προστατεύονται αποτελεσματικότερα από διεθνείς μηχανισμούς προσφυγής, η ιδέα και η πρακτική της ανταλλαγής ανθρώπινων ομάδων θα καταδικαζόταν απερίφραστα ως παραβίαση ενός πλήθους κανόνων του διεθνούς δικαίου. Ακόμη και ο ίδιος ο όρος «ανταλλαγή πληθυσμών» δεν θα ήταν ανεκτός, αφού η ανταλλαγή παραπέμπει σε μια αμοιβαία παραχώρηση πραγμάτων από τους ιδιοκτήτες τους. Η ιδέα ότι ένα κράτος μπορεί να ανταλλάξει ένα μέρος του πληθυσμού του με μια άλλη πληθυσμιακή ομάδα συνεπάγεται την τρομακτική παραδοχή ότι το κράτος είναι ιδιοκτήτης των ανθρώπων που βρίσκονται υπό την εξουσία του, ότι του ανήκουν, όπως ανήκει σε κάποιον ένα άψυχο πράγμα.

Με σύγχρονους όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Σύμβαση της Λωζάνης νομιμοποίησε την εφαρμογή μιας «ήπιας εθνοκάθαρσης», μέσω της οποίας οι δύο χώρες έλυσαν το γόρδιο δεσμό των μειονοτήτων τους και διασφάλισαν την εθνική τους συγκρότηση. Στην εποχή του Βενιζέλου και του Κεμάλ η ιδέα του «καθαρού» εθνικού κράτους πρόβαλε ως επιτακτική ανάγκη και οι δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, δε δίστασαν να διαγράψουν την ιστορία, να παραβιάσουν το εσωτερικό τους και το διεθνές δίκαιο, να καταπατήσουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και να αγνοήσουν τη βούληση των ανταλλασσόμενων ανθρώπων, προκειμένου να απαλλαγούν από ανεπιθύμητους υπηκόους τους, από ανθρώπους που λόγω της εθνικής καταγωγής και της θρησκεία τους είχαν διαφορετική συνείδηση και ισχυρούς εθνικούς δεσμούς με το αντίπαλο μέρος.

Ο ανθρώπινος πόνος δε λογαριάστηκε μπροστά στις πολιτικές σκοπιμότητες: Οι δύο χώρες έπρεπε να κατοικούνται από ομοιογενή εθνικά και θρησκευτικά σύνολα και κατά συνέπεια έπρεπε να εκδιωχθούν οι «ξένοι» και μη αφομοιώσιμοι πληθυσμοί, που θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στην επίτευξη της εθνικής ομοιογένειας και συνοχής. Με την απομάκρυνση των ξένων στοιχείων θα αποφεύγονταν και οι εσωτερικές εντάσεις που μπορούσαν να ανακύψουν εξ αιτίας της συνύπαρξης διαφορετικών εθνικών και θρησκευτικών ομάδων μέσα στην ίδια χώρα, ενώ παράλληλα θα εξέλιπε και μια βασική αιτία αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο χώρες.

Οι αντιπρόσωποι των μεγάλων δυτικών δυνάμεων και τα διαμεσολαβητικά όργανα της Κοινωνίας των Εθνών χαιρέτησαν την ελληνοτουρκική συμφωνία ως ευπρόσδεκτη εξέλιξη, ορόσημο για μακροχρόνια ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή. Ο ανθρωπιστής Fr. Nansen (βραβευμένος το 1922 με το Νομπέλ Ειρήνης για τη δράση του υπέρ των αιχμαλώτων πολέμου) δήλωνε το Δεκέμβριο του ίδιου έτους ότι «η μη ανάμιξη πληθυσμών θα διασφαλίσει την ειρήνευση στην Εγγύς Ανατολή».  

Η Σύμβαση της Λωζάνης εξυπηρετούσε λοιπόν τις επιδιώξεις όλων των εμπλεκόμενων και όλοι έβλεπαν ένα δυνητικό όφελος στην ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών. Όλοι, εκτός από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, τους ανθρώπους που είχαν ήδη ξεριζωθεί ή που επρόκειτο να πάρουν σύντομα το δρόμο της προσφυγιάς. Όλοι αυτοί, Έλληνες και Τούρκοι, δύο εκατομμύρια ψυχές, ήξεραν ή διαισθάνονταν ότι ήταν τα πιόνια σ’ ένα ψυχρό διπλωματικό παιγνίδι συμφερόντων και σκοπιμοτήτων που παιζόταν ερήμην τους.

Το μέτρο της υποχρεωτικής ανταλλαγής δεν είχε για όλους το ίδιο νόημα: Για ένα εκατομμύριο Έλληνες της Ανατολής, που είχαν γλυτώσει με την ψυχή στο στόμα και παράδερναν στα λιμάνια και στους καταυλισμούς της Ελλάδας, η υποχρεωτική ανταλλαγή σήμαινε ότι έπρεπε να αποδεχθούν την πραγματικότητα, ότι δε θα επέστρεφαν ποτέ στον τόπο που γεννήθηκαν και στα σπιτικά τους. Για τετρακόσιες χιλιάδες μουσουλμάνους της Ελλάδας και για τους χριστιανούς της Καππαδοκίας, που δεν τους είχε αγγίξει η λαίλαπα του μικρασιατικού πολέμου, σήμαινε την απέλασή τους από μια πατρίδα στην οποία ήλπιζαν να παραμείνουν. Για εκατόν πενήντα χιλιάδες Έλληνες του Πόντου, που η εκδίωξή τους βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη, σήμαινε ότι θα έμπαινε ένα τέλος στο μαρτύριό τους, ότι τουλάχιστον θα έφευγαν ζωντανοί από την Τουρκία. Για όλους όμως σήμαινε τελικά το ίδιο πράγμα: τη σκληρή μοίρα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς.

Το Σεπτέμβριο του 1923, ένα μήνα μετά την επικύρωση της Σύμβασης από τις δύο χώρες, συστάθηκε η 11μελής «Μικτή Επιτροπή επί της Ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών». Μέσα στις αρμοδιότητές της ήταν να επιτηρεί και να διευκολύνει το έργο της «μετανάστευσης» των ανταλλάξιμων πληθυσμών: Να καταγράφει και να ενημερώνει τους ανθρώπους που όφειλαν να εγκαταλείψουν τις δύο χώρες, να ορίζει τα λιμάνια στα οποία έπρεπε να μεταβούν για να διεκπεραιωθούν στη χώρα προορισμού, να τους εφοδιάζει με τα απαραίτητα έγγραφα κλπ. Η διαδικασία αποχωρισμού της γενέτειρας γης, που άρχισε από τα παράλια της Μικράς Ασίας το Σεπτέμβριο του 1922 υπό συνθήκες τρόμου και αποτρόπαιης βίας, ολοκληρώθηκε ομαλά υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών στα τέλη του 1924.


Έγγραφο της “Μικτής Επιτροπής επί της Ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών πληθυσμών”. 
Στη μία όψη, με την παλαιοτουρκική γραφή, σημειώνεται το λιμάνι επιβίβασης και η ημερομηνία: 
Ισταμπούλ, 10 Οκτωβρίου 1924. Η 4μελής οικογένεια, από την Πέραμο, 
αποβιβάστηκε στην Καβάλα στις 14 Οκτωβρίου 1924.   

 
«Εναντίον της ανθρωποεμπορίας των λαών…»

«Όχι. Δεν έχει την δύναμιν να εορτάση εφέτος τα Χριστούγεννα η Ελλάς. Όταν η Μ. Ασία δεν είναι πλέον ελληνική. Όταν η Σμύρνη δεν υπάρχη […]. Όταν τους τάφους των μυριάδων ελλήνων μαχητών μιαίνη το πέλμα του Τούρκου […]. Όταν δύο εκατομμύρια προσφυγικών οφθαλμών ατενίζουν με δάκρυα προς την Θράκην και την Μ. Ασίαν, θα ήτο πολύ ν’ αξιώσωμεν από την εθνικήν ψυχήν να εορτάση την εορτήν των Χριστουγέννων…», έγραφε στο κύριο άρθρο της η «Πατρίς» ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1922.

Εκείνες τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς του 1923 η προσφυγιά είχε πλημμυρίσει την Ελλάδα. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι που «βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ’ την προγονική τους γη, που παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους, που παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους», που είδαν τον κόσμο τους να αναποδογυρίζει και να διαλύεται, που «κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι, άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου, της Πάτρας» (Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν).

Όλοι αυτοί ήθελαν να πιστεύουν ότι η προσφυγιά τους θα ήταν προσωρινή, ότι τα πράγματα θα ησύχαζαν, ότι σε λίγο καιρό θα ξαναγύριζαν στον τόπο τους. Οι ειδήσεις για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν μαχαιριά στην καρδιά τους. Στη συμφορά που ερχόταν αντιστάθηκαν με το μόνο μέσο που διέθεταν, την κινητοποίηση και τη διαμαρτυρία.

Κορυφαία εκδήλωση διαμαρτυρίας ήταν το συλλαλητήριο της 8ης Ιανουαρίου 1923 στην Αθήνα. Η οργανωτική επιτροπή είχε καλέσει όλους τους πρόσφυγες της Αθήνας και του Πειραιά να συγκεντρωθούν στην πλατεία Ομονοίας για να ενώσουν τις φωνές της απόγνωσής τους και να τις στείλουν «όχι μόνον προς τον θρόνον του δικαίου θεού, αλλά και προς τας κυβερνήσεις και τους λαούς της Ευρώπης και της Αμερικής, ως υπερτάτην διαμαρτυρίαν κατά του φοβερού αδικήματος της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών». Πίστευαν οι διοργανωτές ότι η φωνή της προσφυγικής διαμαρτυρίας θα βρει απήχηση στους λαούς του πολιτισμένου κόσμου και θα ξεσηκώσει την κοινή γνώμη τους «εναντίον της διαπραττομένης ανθρωποεμπορίας των λαών υπό της εν Λωζάννη διασκεπτομένης διπλωματίας…».

Εκείνη την παγωμένη Κυριακή ένα ανθρωπομάνι προσφύγων πλημμύρισε τους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας. Η σιωπηλή λιτανεία των δυστυχισμένων προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση, εμφανή και στις δημοσιογραφικές περιγραφές: «Εις τους αθηναϊκούς δρόμους παρήλασε χθες η δυστυχία και το πένθος των ξεριζωμένων ανθρώπων οι οποίοι πρόκειται να καταδικαστούν εις παντοτινήν εξορίαν δι’ αποφάσεως των αντιπροσώπων του πεπολιτισμένου κόσμου».

«Η εμφάνισις των προσφυγικών ομάδων με τα μαύρα λάβαρα, σύμβολα του πένθους και της δυστυχίας των, απετέλεσε θέαμα συγκινητικόν, όσο συγκινητικές ήσαν και οι εκδηλώσεις των προσφύγων. Και η παρέλασίς των διά των οδών Σταδίου και Πανεπιστημίου υπήρξε θεωρία του πόνου ικανή να κλονίση πάσαν ψυχήν. Τα ονόματα των απωλεσθεισών πατρίδων, καθώς παρήλαυνον αποτυπωμένα επάνω εις τα μαύρα λάβαρα, η «Μικρασία» και η «Θράκη» και ο «Πόντος» και η «Αρμενία» επροκάλουν δάκρυα, όχι μόνο εκείνων οίτινες εγκατέλειψαν τας πατρίδας των αλλά και παντός Έλληνος και παντός ανθρώπου […].

Τα προσφυγικά πλήθη ήρχισαν να καταλαμβάνουν την πλατείαν Ομονοίας και τας πέριξ οδούς. Γέροντες με τας φυσιογνωμίας θλιμμένας, γυναίκες και παιδιά με την όψιν δυστυχισμένην, οι πρώτοι σιωπηλοί και κατηφείς, αι δεύτεραι με τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς, προσήρχοντο καθ’ ομάδας […]. Γυναίκες της Ανατολής με τας απλάς, πτωχικάς ενδυμασίας, αρκεταί άλλαι με σαλβάρια ξεθωριασμένα, συνωθούντο παρά τα πεζοδρόμια και κατελάμβανον βαθμηδόν τον δρόμον, συνοδευόμεναι κατά το πλείστον υπό ενός ή δύο γερόντων, των μόνων ανδρικών λειψάνων των διαφυγόντων την κόλασιν του Κεμάλ […].

Η οδός Αθηνάς εξέχεεν εκ του σιδηροδρομικού σταθμού πλήθη των εκ Πειραιώς προσφύγων, πλήθη πολύχρωμα από τας ενδυμασίας των ασυγκρίτως πλεοναζουσών γυναικών. Όλοι οι πολυάνθρωποι προσφυγικοί καταυλισμοί της γείτονος συνέρρευσαν χθες εις τας Αθήνας και επλημμύρισαν την πλατείαν Ομονοίας. Μεταξύ αυτών διεκρίνοντο αι σαλβαροφορούσαι γυναίκες του Ικονίου και της Καισαρείας και του Κέντρου της Μικράς Ασίας, εις απελπιστικήν πράγματι κατάστασιν […].

Εις τα ενδιάμεσα των συμπαγών προσφυγικών πληθών διεκρίνοντο οι πολεμισταί του μετώπου της Μικρασίας, οι ανάπηροι αξιωματικοί και στρατιώται, οι άλλοτε ήρωες της Σμύρνης και της Φιλαδελφείας, τα τέκνα της Ελλάδος που έχυσαν το αίμα των και αφήκαν τα μέλη του σώματός των εκεί κάτω διά την τιμήν της πατρίδος…».

Στις 4 το απόγευμα η πλατεία Ομονοίας είχε γεμίσει ασφυκτικά. Μίλησαν οι διοργανωτές και μετά το βουβό και δακρυσμένο πλήθος με τις μαύρες σημαίες πήρε το δρόμο για την αγγλική πρεσβεία, από εκεί για την αμερικανική, τη γαλλική, την ιταλική και την ιαπωνική, όπου επέδωσαν το ψήφισμα διαμαρτυρίας

«Οι πρόσφυγες της Μικρασίας, της Ανατολικής Θράκης και του Ευξείνου Πόντου, συνελθόντες σήμερον εν τη πλατεία Ομονοίας, εν Αθήναις, εις πάνδημον συλλαλητήριον.

Έχοντες υπόψιν ότι η ανταλλαγή ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων ελληνικού πληθυσμού της Τουρκίας με τας τριακοσίας χιλιάδας μουσουλμάνων της Ελλάδος, αποφασισθείσα καταρχήν υπό της Συνδιασκέψεως της Λωζάννης, αντίκειται εις την παγκόσμιον ηθικήν και συνείδησιν, και προς τα ιερώτερα δίκαια του ανθρώπου, την ελευθερίαν και την ιδιοκτησίαν, ότι τοιαύτη ανταλλαγή αποτελεί νέον έμμεσον τρόπον βίαιου εκπατρισμού και περιουσιακής απαλλοτριώσεως, και ουδέν κράτος δύναται να ανταλλάσση πληθυσμούς παρά την θέλησίν των.

Έχοντες υπόψιν ότι οι ελληνικοί ούτοι πληθυσμοί, αυτόχθονες εν τη χώρα εν η κατώκουν από αμνημονεύτων χρόνων, έχοντες απαραβίαστα και απαράγραπτα δικαιώματα, δεν μετώκησαν εθελουσίως, αλλ’ εκδιώχθησαν βιαίως των εστιών των υπό το κράτος του φόβου της σφαγής […].

Ομοθύμως αποφασίζουσι και ψηφίζουσι όπως αιτήσονται το δικαίωμα της παλλινοστήσεως μετά πραγματικών εγγυήσεων […]. Διαμαρτύρονται εν εναντία περιπτώσει κατά της αδικίας ήτις ήθελε διαπραχθή εις βάρος των. Την καταγγέλουσιν ως προσβολήν άνευ προηγουμένου κατά της ανθρωπότητος και του πολιτισμού. Και διακηρύσσουσι ότι εν εναντία περιπτώσει θα διαμαρτύρωνται αενάως αυτοί και τα τέκνα αυτών, κληροδοτούντες το συναίσθημα τούτο της οδύνης και διαμαρτυρίας εις τας επερχομένας γενεάς».  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου