Το Τραύμα και οι πολιτικές της Μνήμης



Γ. Κόκκινος – Ε. Λεμονίδου – Βλ. Αγτζίδης,
Το Τραύμα και οι πολιτικές της Μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα 2010, σσ. 329.*




Ο 20ός αιώνας έχει εγγράψει στα κατάστιχά του πολλά «τραύματα», ιστορικά γεγονότα φρικτά και αποτρόπαια που σημάδεψαν τη μοίρα ολόκληρων λαών. Το εβραϊκό Ολοκαύτωμα, η τριπλή γενοκτονία των χριστιανικών λαών της Ανατολής, η Μικρασιατική Καταστροφή είναι τα πιο γνωστά σε εμάς, δεν είναι όμως τα μόνα. Τέτοια τραύματα, που ήταν για καιρό απωθημένα, έρχονται σήμερα στο προσκήνιο, δεσπόζουν στη συλλογική μνήμη λαών ή ομάδων και επικαθορίζουν τη συλλογική τους ταυτότητα.
Παράλληλα όμως αυτές οι σκοτεινές σελίδες της ιστορίας εγείρουν και αληθινούς «πολέμους μνήμης» είτε σε εθνικό είτε (και) σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πρόσφατη απόφαση της Γαλλίας που ποινικοποίησε την άρνηση της Γενοκτονίας των Αρμενίων και ξεσήκωσε θύελλα τουρκικών αντιδράσεων, οι γνωστές αντιπαραθέσεις για το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄δημοτικού, πριν μερικά χρόνια, και πέρσι για την επανάληψη της Δίκης των έξι, οι διαφορετικές προσεγγίσεις και στη δημόσια σφαίρα και σε επίπεδο ιστοριογραφίας για τα ζητήματα της εθνοκάθαρσης ή γενοκτονίας των ελληνικών πληθυσμών στις αρχές του 20ού αιώνα, είναι μερικά μόνο παραδείγματα τέτοιων «πολέμων μνήμης».
Παραδείγματα που δείχνουν: Ότι τα τραύματα διαιρούν τις μνήμες του συλλογικού σώματος, αφού κάθε ομάδα νοηματοδοτεί και ερμηνεύει διαφορετικά το ιστορικό παρελθόν. Ότι πολλές φορές υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην ακαδημαϊκή ιστορία, την ιστορία δηλ. που γράφεται από τους ιστορικούς και θεμελιώνεται στην επιστημονική έρευνα, και τη δημόσια ιστορία, η οποία διαμορφώνεται από ένα πλήθος άλλων παραγόντων, κυρίως από τα ΜΜΕ. Ότι συχνά η επίσημη ιστορία (η σχολική ιστορία) αποκλίνει ή και συγκρούεται με τη συλλογική μνήμη των λαών. Ότι τα κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί θεσπίζουν πολιτικές μνήμης, ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές τους στοχεύσεις, γεγονός που σηματοδοτεί την ανάδυση αντιμαχόμενων μνημών και ανταγωνιστικών πολιτικών για την ιστορία και τη μνήμη. Ότι γενικότερα η αναψηλάφηση του τραυματικού παρελθόντος δεν αποσκοπεί μόνο στην ιστορική αλήθεια αλλά γίνεται και εργαλείο για την εξυπηρέτηση ποικίλων ιδεολογικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων. 
Αυτά και πολλά άλλα παρεμφερή ζητήματα πραγματεύεται το εξαιρετικό βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα: Τις πολιτικές δηλ. και τις συγκρούσεις που αναπτύσσονται στο σημερινό κόσμο για τα τραυματικά και επίμαχα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία του 2ού αιώνα. Είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται στην ελληνική βιβλιογραφία μια τέτοια ολοκληρωμένη μελέτη, η οποία αφενός προσεγγίζει το θέμα θεωρητικά και αφετέρου μελετά ενδεικτικές περιπτώσεις από όλο τον κόσμο.
Οι συγγραφείς προσεγγίζουν ποικίλα ανά τον κόσμο συλλογικά τραύματα και διάφορες όψεις συμβολικών πολέμων για τη μνήμη και την ιστορία στη Γαλλία, Γερμανία, Πολωνία, Ιαπωνία, Κίνα, Η.Π.Α., πρώην Σοβιετική Ένωση (αναφορικά με το σοβιετικό ελληνισμό και τις σταλινικές διώξεις) και βέβαια Ελλάδα και Τουρκία (για τη Γενοκτονία των Ποντίων και την ενσωμάτωση των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία), και αναλύουν τη διαχείριση των τραυμάτων από τις πολιτικές που κάθε φορά διαμορφώθηκαν υπό το βάρος συγκεκριμένων ιστορικών συγκυριών. Σκοπός τους είναι, όπως σημειώνουν στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «να συμβάλλουν στην κατανόηση των πολλαπλών τρόπων αναμέτρησης των σύγχρονων κοινωνιών με τις “σκοτεινές σελίδες” της ιστορίας τους και ως εκ τούτου στην κριτική διαβούλευση των πολιτών με στόχο την ιστορική αυτογνωσία».
Το βιβλίο απαρτίζεται από τέσσερις επιμέρους μελέτες, το περιεχόμενο των οποίων θα παρουσιάσουμε, ώστε να αποτελέσουν αφορμή για συζήτηση: 





Γιώργος Κόκκινος, «Η δυναμική της μνήμης και της λήθης στη δημόσια σφαίρα και οι νόμοι για τη μνήμη στη Γαλλία»

Στην εισαγωγή της πρώτης μελέτης του ο κ. Κόκκινος διαπιστώνει ότι το θέμα της μνήμης εμφανίζεται στην ιστοριογραφία αλλά και στη δημόσια ιστορία μόλις τα τελευταία 30 χρόνια. Κατά το συγγραφέα, αυτό οφείλεται στην κατάρρευση των μεγάλων ιδεολογικών παραδόσεων της νεότερης εποχής, του κομμουνισμού κυρίως και του εθνικισμού, εξ αιτίας της οποίας δημιουργήθηκε στις σύγχρονες κοινωνίες μια αβεβαιότητα για το μέλλον, μια κρίση ταυτότητας και ένα κενό προσδοκιών, που έσπευσαν να το καλύψουν οι μελέτες μνήμης. Μέσα από τις μελέτες μνήμης αναδεικνύονται ζητήματα συλλογικής ταυτότητας, κυρίως των ομάδων – θυμάτων, ζητήματα εθνικής ιδεολογίας και μνήμης, αναδεικνύονται όμως και συγκρούσεις αντίθετων μνημών. 
1. Στην πρώτη ενότητα ο κ. Κόκκινος προσεγγίζει διεισδυτικά και διεξοδικά το θέμα της Μνήμης. Εξετάζει μέσα από την παγκόσμια βιβλιογραφία τους διάφορους τύπους συλλογικής μνήμης και διακρίνει παθογένειες, λειτουργίες απώθησης, πένθους, τραυματικής ανάκλησης, ενοχικά σύνδρομα κλπ. Αναφέρεται στον τρόπο διαμόρφωσης, στα χαρακτηριστικά και στις λειτουργίες της συλλογικής μνήμης, τονίζει τη σημασία της μνήμης στη συγκρότηση της συλλογικής ταυτότητας και διερευνά τα όρια και τη σχέση μνήμης και ιστορίας.
Ο συγγραφέας επισημαίνει τον κίνδυνο να υποκατασταθεί η ιστορία, δηλ. η ιστορική ανάλυση και η περιγραφή των γεγονότων, από τη μνήμη (στη δημόσια σφαίρα όχι στην ακαδημαϊκή), και τονίζει ότι ο πληθωρισμός της μνήμης, η καταχρηστική λειτουργία της ή η καθήλωση σε μια τραυματική μνήμη μπορούν να οδηγήσουν στην αποδόμηση των συλλογικών ταυτοτήτων ή να λειτουργήσουν αλλοτριωτικά όσον αφορά τη σχέση των ομάδων με το παρελθόν τους.      
2. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας αλλοτριωτικής σχέσης με το παρελθόν ο συγγραφέας αναφέρει το Ολοκαύτωμα, το οποίο από ιστορικό γεγονός έχει μετατραπεί σε εκκοσμικευμένη θρησκεία, στην οποία κυριαρχική παρουσία έχει η ηθική προσταγή της μνήμης, το καθήκον μνήμης. Η θρησκειοποίηση της μνήμης, τονίζει ο κ. Κόκκινος, οδηγεί σε ιδεολογική χειραγώγηση και δεν επιτρέπει την κατανόηση του ιστορικού φαινομένου.
3. Στην επόμενη ενότητα ο Γ. Κόκκινος παρακολουθεί και ερμηνεύει τη σταδιακή αναβάθμιση της μνήμης του Ολοκαυτώματος στο Δυτικό κόσμο. Αναφέρεται στις περιπτώσεις της Γαλλίας και των Η.Π.Α., ιδιαίτερα όμως της Γερμανίας, όπου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 το Ολοκαύτωμα ήταν απωθημένο στη σφαίρα της (ψυχαναγκαστικής) λήθης και στη συνείδηση του γερμανικού λαού κυριαρχούσε η αντίληψη ότι και ο ίδιος υπήρξε θύμα, θύμα του παρανοϊκού εθνικοσοσιαλισμού. Σήμερα και στη Γερμανία και σ’ όλο το Δυτικό κόσμο το Ολοκαύτωμα έχει αναχθεί σε βασικό άξονα της συλλογικής μνήμης, γεγονός που έχει περιθωριοποιήσει άλλες μνήμες, όπως λ.χ. της Αντίστασης των ευρωπαϊκών λαών.
4. Στην τέταρτη ενότητα αναφέρεται στη Γαλλία όπου από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 παρατηρείται μια ολοένα και εντεινόμενη ποινικοποίηση της ιστορικής μνήμης και μάλιστα και για επίμαχα ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα εκτός Γαλλίας (μέχρι τότε δεκ. 1990 οι χώρες που ποινικοποιούσαν την ιστορική μνήμη ήταν η Τουρκία, κυρίως, και η Ρωσία). Ο κ. Κόκκινος παρουσιάζει, εντάσσει στα ιστορικά τους συμφραζόμενα και σχολιάζει τους νόμους που έχει θεσπίσει το γαλλικό κράτος, νόμους που καταδικάζουν το ρατσισμό, τον αντισημιτισμό, την ξενοφοβία, τη δουλεία, το δουλεμπόριο, την αποικιοκρατία και τις κάθε είδους γενοκτονικές πρακτικές και επιβάλουν αυστηρές κυρώσεις στους αρνητές του Ολοκαυτώματος και της αρμενικής γενοκτονίας. Ο συγγραφέας βλέπει σ’ αυτούς τους νόμους τις επιρροές του γαλλικού διαφωτισμού και τις ενοχές της Γαλλίας για το δικό της αποικιοκρατικό παρελθόν και για το καθεστώς του Βισύ, αναγνωρίζει και τις καλές προθέσεις, τονίζει όμως ότι τέτοιοι νόμοι ιδεολογικοποιούν την ιστορία και αντιστρατεύονται την ελευθερία της ιστορικής έρευνας και την ακώλυτη διακίνηση της ιστορικής γνώσης. 




Έλλη Λεμονίδου, «Οι πόλεμοι της μνήμης στην Πολωνία»
Η κ. Έλλη Λεμονίδου μελετά την περίπτωση της Πολωνίας, μιας χώρας που ήταν η κοιτίδα της εβραϊκής τραυματικής μνήμης, δεδομένου ότι εκεί υπήρξε προπολεμικά η εγκατάσταση του μεγαλύτερου εβραϊκού πληθυσμού και εκεί δημιουργήθηκαν τα πιο τερατώδη στρατόπεδα συγκέντρωσης (Άουσβιτς). Παρακολουθεί την μεταπολεμική διαχείριση της πολωνικής τραυματικής μνήμης, κυρίως σε σχέση με το Ολοκαύτωμα, και διακρίνει τρεις περιόδους:
1. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η επίσημη εθνική μνήμη εστιάζεται στην τραυματική εμπειρία της γερμανικής Κατοχής, ενώ εξαλείφεται η δημόσια μνήμη της σοβιετικής κατάκτησης και υπάρχει πλήρης αποσιώπηση του Ολοκαυτώματος, γεγονός που αποδίδεται στον αντισημιτισμό του πολωνικού λαού. Στην επίσημη προπαγάνδα το Ολοκαύτωμα παρουσιάζεται αποκλειστικά ως επιδίωξη εξόντωσης του πολωνικού έθνους και είναι χαρακτηριστικό ότι τότε έκλεισε η εβραϊκή πτέρυγα στο μουσείο του Άουσβιτς και οι Εβραίοι αναφέρονταν τελευταίοι απ’ όλα τα έθνη που εξοντώθηκαν εκεί. Κατά την περίοδο αυτή, επισημαίνει η κ. Λεμονίδου, η επίσημη ιστορική αφήγηση υιοθετείται πλήρως από τον πολωνικό λαό.
2. Τα πρώτα ρήγματα, σημειώνει η κ. Λεμονίδου, εμφανίζονται από το 1956 χάρη και στις αλλαγές που σηματοδότησε η ανάληψη της εξουσίας από τον Γκομούλκα. Τότε αρχίζει να αναπτύσσεται μια ανεπίσημη και μη χειραγωγημένη μνήμη, να θίγονται και να αναλύονται ευαίσθητα ζητήματα της πολωνικής ιστορίας και μνήμης και να γίνονται οι πρώτες αναφορές για το θέμα του Ολοκαυτώματος και το ρόλο των Πολωνών.
3. Οι πρώτες αυτές αλλαγές ολοκληρώνονται μετά τη δεκαετία του 1980, όταν εδραιώνεται το κίνημα της Αλληλεγγύης του Λεχ Βαλέσα. Όπως σημειώνει η κ. Λεμονίδου, οι πολιτικές εξελίξεις σηματοδοτούν και την έναρξη μιας περιόδου ιστορικής αναθεώρησης του παρελθόντος και νέων πλουραλιστικών ιστορικών προσεγγίσεων, ενώ μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1989 ο πολωνικός λαός αναζητά μια νέα ταυτότητα και μια νέα μνήμη μέσω της επανεξέτασης της ιστορίας του. Στην ιστοριογραφία και στη δημόσια σφαίρα, κυρίως στα ΜΜΕ, αναδεικνύονται τα ζητήματα των εβραιο-πολωνικών σχέσεων, εκφράζονται τολμηρές απόψεις για το τραυματικό εβραϊκό παρελθόν της χώρας και τις ευθύνες του πολωνικού λαού, ενώ παράλληλα αποκαλύπτονται και τα τραύματα της κομμουνιστικής περιόδου, με κραυγαλέες όμως υπερβολές, που συνοδεύονται και με αντιδημοκρατικές πρακτικές.
Επιλογικά η κ. Λεμονίδου σημειώνει ότι η Πολωνία βρίσκεται σε μια διαδικασία μετάλλαξης, προσπαθώντας να ενσωματώσει στη νέα συλλογική  ταυτότητά της όλες τις μνήμες του παρελθόντος. 




Γιώργος Κόκκινος, «Το τραυματικό και επίμαχο παρελθόν και οι συγκρουσιακές του αναγνώσεις: Το παράδειγμα της διαχείρισης της σφαγής του Nanking στην Ιαπωνία, στην Κίνα και στις ΗΠΑ»

Στη δεύτερη μελέτη του ο κ. Κόκκινος παρακολουθεί τις διαφορετικές αναγνώσεις της μνήμης, από την πλευρά των Κινέζων, των Ιαπώνων και των Αμερικανών, για τη «σφαγή του Nanking», τη σφαγή του κινέζικου πληθυσμού από τον ιαπωνικό αυτοκρατορικό στρατό στην παλιά πρωτεύουσα της Κίνας το 1937 (200.000 ανθρώπων). Όπως αναφέρει ο κ. Κόκκινος, για το τραγικό αυτό γεγονός υπάρχουν διαφορετικά επίσημα ιστορικά αφηγήματα, όχι μόνο ανάμεσα στις τρεις χώρες, αλλά και στο εσωτερικό τους, αφηγήματα που αντανακλούν τους εκάστοτε προσανατολισμούς τους.
1. Στην ίδια την Κίνα για 50 ολόκληρα χρόνια το τραύμα της συλλογικής μνήμης συγκαλύπτεται, καθώς δεν έπρεπε να σκιάζει τον επαναστατικό ενθουσιασμό και να θυμίζει ταπεινώσεις του παρελθόντος. Αναδεικνύεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οπότε γίνεται τμήμα της επίσημης ιστορίας και κομβικό σημείο της συλλογικής μνήμης. Από το 1991 συμπεριλαμβάνεται στα σχολικά εγχειρίδια στο πλαίσιο μιας ιδεολογικά επικαθορισμένης πατριωτικής εκπαίδευσης.
2. Στην Ιαπωνία, γράφει ο κ. Κόκκινος, παρά τις αντιδράσεις της προοδευτικής διανόησης το ζήτημα αρχικά υποβαθμίζεται (το 1955 μάλιστα εξοβελίζεται από τα σχολικά βιβλία), καθώς στην ιστορική συνείδηση των Ιαπώνων κυριαρχεί η εικόνα της Ιαπωνίας ως θύματος (θύματος των ατομικών βομβών). Η αναψηλάφηση και ο αναστοχασμός του γεγονότος τόσο στο επίπεδο της ιστοριογραφίας όσο και του δημόσιου διαλόγου γίνεται μετά το 1970, οπότε αναγνωρίζονται οι ευθύνες της ιμπεριαλιστικής Ιαπωνίας και αρχίζει να διαμορφώνεται μια διπολική ιστορική συνείδηση θύτη – θύματος. Έκτοτε το γεγονός αποτελεί αιτία σφοδρών πολιτικών συγκρούσεων στο εσωτερικό της χώρας και διχάζει και την κοινή γνώμη.
3. Όσον αφορά τις ΗΠΑ, όπως αναφέρει ο κ. Κόκκινος, πολλές κοινότητες μνήμης θέτουν στην ίδια μοίρα τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι με τη Σφαγή του Ναγκίνγκ, σε μια προσπάθεια απενοχοποίησης και ιστορικού συμψηφισμού.
4. Αντί επιλόγου ο κ. Κόκκινος παρακολουθεί και αναλύει τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους παρουσιάζουν την επίσημη εκδοχή της ιστορίας τους τα διάφορα κράτη μέσα από τη ιστοσελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών τους.





Βλάσης Αγτζίδης, «Μνήμη, ταυτότητα και ιδεολογία στον Ποντιακό Ελληνισμό»

Στο 4ο μέρος του βιβλίου ο Βλάσης Αγτζίδης μελετά τη διαπλοκή μνήμης, ταυτότητας και ιδεολογίας στη διαδρομή του Ποντιακού Ελληνισμού κατά τον 20ό αιώνα. Η ιστορική εμπειρία του πολλαπλού ποντιακού τραύματος, μετά από δεκαετίες απώθησης και παρασιώπησης, προβάλλει ορμητικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, μέσα από ένα διεκδικητικό προσφυγικό κίνημα, που έρχεται να αναδείξει ξεχασμένα ιστορικά ζητήματα, να απαιτήσει δικαίωση και να διεκδικήσει ισότιμη θέση στην εθνική μνήμη· και να συναντήσει βέβαια τις αντιδράσεις και την αμφισβήτηση. 
Στο εισαγωγικό κεφάλαιο ο Βλάσης Αγτζίδης κάνει λόγο για τις επιμέρους ταυτότητες των ποντιακών πληθυσμών στον Πόντο, στη Σοβιετική Ένωση και μετά στην Ελλάδα, από τα πρώτα προσφυγικά χρόνια μέχρι και μετά την μεταπολίτευση, οπότε και διαμορφώνεται οριστικά η ποντιακή εθνοτοπική ταυτότητα.
1. Στη συνέχεια αναφέρεται στο σοβιετικό ελληνισμό του Μεσοπολέμου (μια εθνική ομάδα περίπου 400.000 ανθρώπων) εξετάζοντας την συλλογική του ταυτότητα, την αυτόνομη οργάνωσή του και τον πολιτισμό που ανάπτυξε μέσα στο πλαίσιο του σοβιετικού συστήματος. Ο σοβιετικός ελληνισμός θα γίνει στόχος μιας άγριας ρατσιστικής καταστολής και θα δεχτεί καίρια πλήγματα με τις σταλινικές διώξεις του 1937-1949. Ο Βλάσης Αγτζίδης παρακολουθεί τις περιπέτειές του και την έξοδο του προς την Ελλάδα μέχρι την κατάρρευση του συστήματος και τους εμφυλίους πολέμου του τέλους του 20ού αιώνα, που προκάλεσαν, όπως είναι γνωστό, μεγάλα κύματα φυγής.
2. Στο δεύτερο κεφάλαιο ιστορεί την εγκατάσταση των προσφύγων του ’22 και την αντιμετώπισή τους από την ελλαδική κοινωνία, το κράτος και την Αριστερά. Μέσα από ένα πλήθος τεκμηρίων αναδεικνύει τη ρατσιστική αντιμετώπιση των προσφύγων από τους ντόπιους πληθυσμούς και τις μεταξύ τους συγκρούσεις, την αντιπροσφυγική πολιτική της συντηρητικής παράταξης και την υστερία του φιλομοναρχικού Τύπου.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1980, τονίζει ο Βλάσης Αγτζίδης, η πολιτική του επίσημου ελληνικού κράτους αποσκοπεί στην πλήρη ιδεολογική αφομοίωση των προσφύγων και στην επίσημη κρατική ελληνική ιδεολογία δεν έχει καμία θέση η προσφυγική μνήμη. Σ’ αυτό το παραδοσιακό ιδεολογικό σύστημα ο Βλάσης Αγτζίδης εντάσσει και τη στάση της Αριστεράς.
Μέσα στο ίδιο πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο εντάσσει επίσης και εξετάζει το γιατί ο προσφυγικός κόσμος δεν ανέπτυξε ένα μαζικό διεκδικητικό κίνημα για την επιστροφή στις πατρίδες της Ανατολής, κατά το παλαιστινιακό παράδειγμα.   
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ενότητα «Η Γενοκτονία και η άρνησή της». Η ρήξη με τις κυρίαρχες ερμηνείες, που εμφανίζεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, θα οδηγήσει, όπως είναι γνωστό, στο αίτημα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων και των υπόλοιπων Ελλήνων της Ανατολής. Ο Βλάσης Αγτζίδης παρακολουθεί τις σφοδρές αντιπαραθέσεις, σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο αλλά και στο χώρο της ιστοριογραφίας, ανάμεσα στους εκφραστές του αιτήματος και στους αρνητές της Γενοκτονίας και κρίνει με τρόπο συστηματικό, κατά τη γνώμη μου και πειστικό, τις απόψεις των δεύτερων. Κατά τον Αγτζίδη, η σφοδρότητα αυτής της σύγκρουσης αναδεικνύει και επιβεβαιώνει τη διαιώνιση της παλιάς αντίθεσης των αυτοχθόνων με τους πρόσφυγες. Στην ουσία, τονίζει, η προσφυγική μνήμη δεν έχει ενσωματωθεί ακόμη στο επίσημο εθνικό αφήγημα.
Στο ίδιο κεφάλαιο μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η ενότητα για τις μνήμες των σταλινικών διώξεων του 1937-1949, η αναψηλάφηση των οποίων θα φέρει τον ποντικό κόσμο σε ευθεία σύγκρουση με το ΚΚΕ.
3. Στο τρίτο κεφάλαιο ο Βλάσης Αγτζίδης αναφέρεται στην κοινωνική και πολιτική δραστηριοποίηση των Ποντίων προσφύγων, παρακολουθώντας παράλληλα και καταγράφοντας τις εσωτερικές τους διαφοροποιήσεις και τις «θανάσιμες διαιρέσεις» τους κατά την περίοδο της Κατοχής. Τότε, όπως είναι γνωστό, οι προερχόμενοι από τον Καύκασο και τη νότια Ρωσία θα πάρουν μέρος στην Εθνική Αντίσταση με την πλευρά του ΕΑΜ, ενώ οι τουρκόφωνοι πληθυσμοί του δυτικού Πόντου θα ενταχθούν σε αντικομμουνιστικές οργανώσεις και πολλοί θα συνεργαστούν ανοιχτά με τους Ναζί, για να γνωρίσουν στη συνέχεια την καταφρόνια και την απόρριψη. Το γεγονός είναι τραυματικό και επίμαχο και ο Αγτζίδης το προσεγγίζει με ευαισθησία και διάθεση κατανόησης, χωρίς καταγγελίες, αλλά με στόχο την ιστορική ερμηνεία του. Τα ρήγματα μέσα στον ποντιακό κόσμο θα γεφυρωθούν στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν θα λειτουργήσουν συμφιλιωτικά οι κοινές μνήμες και ο κοινός στόχος για την ανάδειξη της ιστορικής εμπειρίας των ποντιακών πληθυσμών και για την ενσωμάτωσή της στη συλλογική ιστορική μνήμη.
4. Στο τελευταίο μέρος της μελέτης ο Αγτζίδης συμπληρώνει κατά κάποιο την εικόνα του ποντιακού φαινομένου, με αναφορές στον αγώνα της ποντιακής διασποράς στη Δύση και των ελληνικών κοινοτήτων της Ρωσίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης για την ανατροπή της ιστορικής λήθης. Αναφέρεται ακόμη στην ανάδυση μιας νέας ποντιακής ταυτότητας στους ελληνόφωνους πληθυσμούς της περιοχής Τραπεζούντας και στις αντιδράσεις του τουρκικού κράτους. 





«Το Τραύμα και οι Πολιτικές της Μνήμης» είναι ένα βιβλίο αναφοράς για την επιστημονική κοινότητα (δε θα αναφέρω τις αυτονόητες αρετές του), παρουσιάζει όμως εξαιρετικό ενδιαφέρον και για ένα ευρύτερο κοινό. Πραγματεύεται κρίσιμα ζητήματα της εποχής μας, όπως είναι τα ζητήματα μνήμης, ταυτότητας και ιδεολογίας του συλλογικού σώματος και των επιμέρους ομάδων του, ζητήματα στα οποία το παρελθόν συναντιέται με το παρόν, ίσως και με το μέλλον. Παράλληλα διευρύνει εντυπωσιακά και τους ορίζοντές του μέσου αναγνώστη, αφού τον φέρνει σε επαφή με παρόμοιες ή διαφορετικές εμπειρίες και οπτικές διαφορετικών λαών ή συγκυριών. 
Θα κλείσω με μια παρατήρηση. Από τις μελέτες των τριών ιστορικών προκύπτει ότι η εποχή μας εγκαταλείπει την παραδοσιακή άποψη της απώθησης και της αποσιώπησης των τραυματικών και επίμαχων γεγονότων και πρεσβεύει τη διαφάνεια, δηλ. την ανάδειξη των ποικίλων αντιφατικών μνημών και κυρίως το φωτισμό και την ιστορική τους ερμηνεία. Μια τέτοια αντιμετώπιση του παρελθόντος είναι αναγκαία, αφενός για αποφευχθεί ο εγκλεισμός και η καθήλωση στην τραυματική μνήμη και ταυτότητα και αφετέρου για να ανατραπεί το «στοιχειωμένο παρελθόν» και να διασφαλιστεί η ειρηνική συνύπαρξη, μέσω της αμοιβαίας κατανόησης.
Ως προς αυτό, καθοριστικό ρόλο θα μπορούσε διαδραματίσει η πολιτική της «δίκαιης μνήμης» (ο όρος «δίκαιη μνήμη» είναι του Paul Ricoeur και το απόσπασμα που ακολουθεί το δανείζομαι από την 1η μελέτη του κ. Κόκκινου, σελ. 36): «Ως δίκαιη μνήμη προσδιορίζεται η κριτική και αναστοχαστική μνήμη που δεν ταυτίζεται απόλυτα με τις βιωματικές εμπειρίες του φορέα της· αυτή που φέρνει στην επιφάνεια και επεξεργάζεται τα απωθημένα αλλά εν τούτοις ενεργά ακόμη συλλογικά τραύματα, ώστε αυτά να απολέσουν βαθμιαία το αρνητικό τους φορτίο, υφιστάμενα τη βάσανο του στοχασμού, και να μετασχηματιστούν σε αφετηρίες συλλογικής διαβούλευσης, αμοιβαίας κατανόησης, ιστορικής επίγνωσης και, σε τελική ανάλυση, κοινωνικής ειρήνευσης και καταλλαγής των διχαστικών παθών».    
Μια τέτοια πολιτική «της δίκαιης μνήμη» προϋποθέτει βέβαια τη μεταμέλεια του θύτη, την αναγνώριση της αποτρόπαιας πράξη του και τη διάκρισή του από αυτή, χωρίς κατ’ ανάγκη και τη δικαστική τιμωρία του, προϋποθέτει όμως και τη συγχώρεση του θύτη από τα θύματα ή τους απογόνους τους, τη συγχώρεση του θύτη όχι όμως και της πράξης του, η οποία δεν μπορεί να είναι παραγράψιμη.

Σωστά παρατηρεί ο κ. Κόκκινος ότι η πολιτική της δίκαιης μνήμης μοιάζει περισσότερο με ηθική επιταγή και είναι αμφίβολο αν μπορεί να συμβαδίσει με τη λογική της ιστορικής έρευνας. Καμία αντίρρηση. Για τους λαούς όμως που τους χωρίζουν ιστορικά τραύματα και για λαούς που είναι καθηλωμένοι σε μια τραυματική μνήμη είναι μάλλον ο μόνος ασφαλής δρόμος που πρέπει να πορευτούν. 

* Τη Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012 ο Σύλλογος Μικρασιατών Καβάλας και η Λέσχη Ποντίων πραγματοποίησαν στη Δημοτική Βιβλιοθήκη την εκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης «Οι “σκοτεινές σελίδες” της Ιστορίας, τα Τραύματα και η συλλογική Μνήμη».

Ο Κυριάκος Λυκουρίνος παρουσίασε το βιβλίο των Γ. Κόκκινου - Ε. Λεμονίδου - Βλ. Αγτζίδη, Το Τραύμα και οι Πολιτικές της Μνήμης και ο Κοσμάς Χαρπαντίδης το βιβλίου του Βλάση Αγτζίδη, Ο Κόκινος Καπνάς και ο Ελληνισμός του Καυκάσου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου