Η Ακρόπολη της Καβάλας
*
Εισαγωγή
Η χερσόνησος της Καβάλας με το κάστρο (λιθογραφία Mary Adel. Walker, 1860) |
Εισαγωγή
Η διευκρινιστική επεξήγηση δεν αφορά μόνο το παρόν κείμενο, για
την Ακρόπολη, αλλά και όσα τυχόν θα ακολουθήσουν και θα αναφέρονται στο χώρο της Καβάλας (π.χ. για το Υδραγωγείο – Καμάρες, τα Τείχη, το Λιμάνι, το Ιμαρέτ,
τις παλιές συνοικίες κ.ά.).
Στη (μικρο)ιστορία ενός τόπου (εν προκειμένω μιας πόλης) η αλληλένδετη σχέση του
χώρου με τη ζωή, δηλ. με τις ποικίλες εκφάνσεις του ιστορικού γίγνεσθαι, είναι
προφανής. Τα ιστορικά γεγονότα δεν
διαδραματίζονται εν κενώ, αλλά αποτυπώνονται στο χώρο και τον μετασχηματίζουν. Π.χ. οι δημογραφικές
μεταβολές αλλάζουν τη φυσιογνωμία της πόλης, η οικονομική ανάπτυξη αποτυπώνεται
στην πολεοδομική της εξέλιξη κλπ. Και τα στοιχεία
του χώρου όμως δεν είναι απλό κέλυφος, στατικό
σκηνικό της ιστορικής εξέλιξης, αλλά παράγοντες που ενίοτε καθορίζουν το ιστορικό γίγνεσθαι. Π.χ. στην
Καβάλα η κατασκευή του Υδραγωγείου το 16ο αι. και η επέκταση της πόλης το 19ο
αι. άλλαξαν το ρου της ιστορίας της. Συνεπώς η ιστορία μιας πόλης πρέπει να «διαβαστεί»
όχι μόνο μέσα από τα «γεγονότα της» αλλά και μέσα από τα στοιχεία και τις κινήσεις του χώρου της.
Αυτό σκοπεύουμε να κάνουμε στα περί ων ο λόγος
κείμενα. Όχι βέβαια με την αυστηρή μεθοδολογία του ειδικού επιστήμονα, που
μελετά το δομημένο ανθρώπινο περιβάλλον, παρακολουθεί τις κινήσεις του στο χώρο
και το χρόνο και αναλύει τα μορφολογικά του στοιχεία: τη χωροταξική –
πολεοδομική του οργάνωση, την οικιστική του διάρθρωση, την αρχιτεκτονική του
κ.ά.
Στις εργασίες μας τα στοιχεία του μελετώμενου χώρου
-η ακρόπολη, τα τείχη, το Ιμαρέτ, οι οικιστικές ενότητες των μαχαλάδων, τα
διάφορα κτίσματα, θρησκευτικά ή κοσμικά- δεν εξετάζονται ως αυτόνομες
(αρχαιολογικές, μνημειακές, αρχιτεκτονικές) οντότητες, αλλά σε συνδυασμό με
δεδομένα της «ιστορίας» (της δημογραφίας, της οικονομικής / κοινωνικής
ιστορίας, της ιστορικής γεωγραφίας κ.ά.). Ο χώρος, με δυο λόγια, δεν εξετάζεται
τόσο ως «χώρος», αλλά κυρίως ως «τόπος», δηλ. χώρος μέσα στον
οποίο κινούνται τα δρώντα υποκείμενα της ιστορίας.
Ο εσωτερικός περίβολος. Αριστερά: Οι επάλξεις, ο περίδρομος και η φυλακή. Δεξιά: Ο κεντρικός πύργος και τμήμα του διαχωριστικού τείχους με την εσωτερική πύλη |
●●●●●● ●●●●●● ●●●●●●
Το κάστρο που δεσπόζει στην κορυφή της χερσονήσου
της Παναγίας, σε ύψος περίπου 70 μέτρων, είναι έργο της πρώτης οθωμανικής περιόδου.[1] Ανοικοδομήθηκε στη θέση της βυζαντινής ακρόπολης, η οποία είχε υποστεί μεγάλα
πλήγματα το 1391, όταν η Χριστούπολη κυριεύτηκε από τους Τούρκους μετά από πολιορκία.[2] Από τις διάφορες φάσεις της βυζαντινής
οχύρωσης λίγα απέμειναν: Ο μοναδικός πεντάπλευρος πύργος, τμήμα του διαχωριστικού
τείχους, μικρά τμήματα τειχών δίπλα από τις δύο πύλες του εξωτερικού
περίβολου κ.ά.
Η νέα ακρόπολη ενσωμάτωσε στην κατασκευή της τα
ερείπια της παλαιότερης και, όπως φαίνεται, ακολούθησε σε γενικές γραμμές τη μορφή, το διάγραμμα και την έκτασή της. Όπως και στο βυζαντινό οχυρό, το
κάστρο καταλαμβάνει την κορυφή και τη βόρεια πλαγιά του λόφου, ενώ ο οχυρωμένος περίβολος χωρίζεται σε δύο μέρη από ένα εγκάρσιο τείχος, στο οποίο
βρίσκεται ενσωματωμένος ο κεντρικός πύργος.
Η ακρόπολη της Καβάλας οικοδομήθηκε σε δύο φάσεις: Τον Απρίλιο του έτους 1425 κτίστηκε ο εσωτερικός
περίβολος, στο ψηλότερο και ομαλότερο μέρος του λόφου.[3] Το έργο δεν
συνδέεται με τις αμυντικές ανάγκες κάποιου οικισμού, αφού η χερσόνησος ήταν
ακόμη ερειπωμένη και ακατοίκητη. Προορισμός του οχυρού ήταν αφενός ο έλεγχος
και η προστασία του καίριου περάσματος της Εγνατίας
οδού, που υπέφερε από τις πειρατικές επιδρομές, και αφετέρου η επιτήρηση
των κινήσεων του βενετσιάνικου
στόλου και η αντιμετώπιση μιας επικείμενης επίθεσής του.
Στον εσωτερικό
περίβολο βρίσκονται οι χώροι που ήταν απαραίτητοι για την αμυντική
λειτουργία του οχυρού: η δεξαμενή του νερού, πάνω από την οποία κτίστηκε
αργότερα το ερειπωμένο σήμερα μικρό
τζαμί, η αποθήκη πυρομαχικών και τροφίμων, που
αργότερα μετατράπηκε σε φυλακή, τα καταλύματα της φρουράς και ο κεντρικός κυλινδρικός πύργος. Ο
τελευταίος οικοδομήθηκε πάνω στα θεμέλια παλαιότερου, προφανώς βυζαντινού.
Δίπλα του ανοίγεται η πύλη της εισόδου, που μετά την ολοκλήρωση της
ακρόπολης χρησίμευε για την επικοινωνία των δύο περιβόλων. Στις τέσσερις γωνίες του εσωτερικού περίβολου υπήρχαν πύργοι,
σήμερα κατεδαφισμένοι.
Σχεδόν
ανοχύρωτη έμενε για έναν αιώνα η πιο χαμηλή και ευπρόσβλητη πλευρά του λόφου,
προς το μέρος του λιμανιού. Από εδώ είχαν επιτεθεί οι Βενετοί τον Ιούλιο του
1425 και οι Τούρκοι ένα μήνα αργότερα, όταν ανακατέλαβαν το κάστρο.[βλ. παράθεμα*] Κατά
τη διάρκεια της σύντομης κατοχής του φρουρίου οι Βενετοί έκτισαν εδώ ένα
“εξωτερικό λιθόκτιστο καταφύγιο”.[4] Στα 1520-1530, ανοικοδομήθηκαν, ίσως πάνω στα
απομεινάρια της πρόχειρης βενετικής κατασκευής, τα τείχη που ένωσαν την ακρόπολη με την περιμετρική οχύρωση της χερσονήσου. Έτσι δημιουργήθηκε ο εξωτερικός
περίβολος, με την προσθήκη του οποίου το κάστρο επεκτάθηκε σημαντικά
και αύξησε την αμυντική του ισχύ.[5] Στο ανατολικό τείχος ενσωματώθηκε ο πεντάπλευρος πύργος της βυζαντινής οχύρωσης, ενώ στα δύο
βόρεια άκρα υψώθηκαν τετράγωνοι
πύργοι, πίσω από τους ερειπωμένους βυζαντινούς.
Η πύλη με τη ζεματίστρα |
Το κάστρο κτίστηκε σε θέση με εξαιρετική φυσική οχύρωση από τις τρεις πλευρές και σε εποχή που
οι πόλεμοι διεξάγονταν ακόμη με όπλα “ψυχρού ατσαλιού” κι όχι με
πυροβόλα όπλα μεγάλης καταστρεπτικής δύναμης. Το 1425 ο Pietro
Zen εκτιμούσε ότι είναι “αξιοθαυμαστότερον και
ισχυρότερον και απ’ αυτό της Καλλιπόλεως ακόμη”. Αργότερα χρειάστηκε να γίνουν
αρκετές επισκευές, βελτιώσεις, επισκευές και μετατροπές (το 1656 εκτεταμένη επισκευή, το 1684 μετά από πυρκαγιά κ.ά.).
Κυρίως χρειάστηκε να διαμορφωθούν πυροβολεία,
που με τα κανόνια τους υπεράσπιζαν τα νευραλγικά σημεία της πόλης: το
υδραγωγείο, το λιμάνι και τον κόλπο του ναυπηγείου. Μέχρι και το 17ο αιώνα
προκαλούσε το θαυμασμό στους επισκέπτες της πόλης: Το 1650 ο Τούρκος γεωγράφος
Χατζηκάλφα το χαρακτήριζε “ασύγκριτο” και το παρομοίαζε με φωλιά γερακιών πάνω στο λόφο του ακρωτηρίου. Το 1667
ο Εβλιγιά Τσελεμπή σημείωνε ότι είναι ισχυρότατο, φυλάσσεται από μεγάλη δύναμη
ανδρών και είναι εξοπλισμένο με πολλά μικρά και μεγάλα πυροβόλα.
Αριστερά: Ερείπια πύργου στη Β.Δ. γωνία του εξωτερικού περίβολου. Δεξιά: Απομεινάρι από τα παλιά κανόνια του κάστρου |
Με
το πέρασμα όμως του χρόνου το οχυρό αδυνατεί να ανταποκριθεί στις νέες τεχνικές του πολέμου και η αμυντική του ισχύς μειώνεται. Οι
περιηγητές του 19ου αιώνα, κυρίως οι διπλωμάτες και οι στρατιωτικοί,
τονίζουν ότι δε θα μπορούσε να αντέξει σε μια ενδεχόμενη επίθεση, είτε από τη θάλασσα είτε από τα γύρω αφύλακτα υψώματα.
Ορισμένοι εντοπίζουν την “αχίλλειο πτέρνα” του: Το ύψωμα που βρίσκεται στα
ανατολικά της πόλης, πάνω από το υδραγωγείο, είναι πια ανοχύρωτο, αφού το
βυζαντινό “μακρό τείχος” και οι πύργοι του έχουν σχεδόν γκρεμιστεί. Έτσι ο
επιτιθέμενος μπορεί να προσβάλει εύκολα την ακρόπολη και να διακόψει την
ύδρευση της πόλης. Άλλοι επισημαίνουν την κακή
διάταξη των πύργων και των
κανονιών του: Τα πυροβολεία βρίσκονται σε μεγάλο ύψος σε σχέση με τη θάλασσα
και τα διασταυρούμενα πυρά τους αφήνουν πολλά κενά σημεία, κυρίως προς τα
ανατολικά.
Για
το λόγο αυτό (και δεδομένου δεν υπήρχε πλέον κανένας κίνδυνος εξωτερικών
επιθέσεων) κατά την τελευταία περίοδο η ακρόπολη έχει χάσει τον πρωταρχικό της
ρόλο ως αμυντικού κέντρου και εκλείπουν οι λόγοι να συντηρείται συστηματικά
και να φυλάσσεται από μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Το 19ο αιώνα η φρουρά της
έχει περιοριστεί σε 40-60 άτομα, τα κανόνια της είναι πεπαλαιωμένα και η άσκηση
των φρουρών σχεδόν ανύπαρκτη. Οι πηγές μνημονεύουν μέχρι και περιστατικά
τραυματισμού των πυροβολητών, όταν χρειάστηκε να χαιρετίσουν με
κανονιοβολισμούς τη σημαία ξένων πλοίων! Την ίδια
εποχή, παρατηρεί στα 1885 ένας περιηγητής, οι ακαθαρσίες που επί αιώνες
ρίχνονταν από τα τείχη είχαν σχηματίσει λόφους, απ’ τους οποίους εύκολα κανείς
μπορούσε να σκαρφαλώσει και να μπει μέσα στην ακρόπολη! [6]
Η αποθήκη - φυλακή |
Το φυλάκιο |
Αυτό,
σύμφωνα με τη λογική της οθωμανικής φεουδαρχίας, υπαγορευόταν από την ανάγκη να
αποτυπωθεί και στο χώρο η κοινωνική διαφοροποίηση του πληθυσμού: Στην ακρόπολη,
το ασφαλέστερο τμήμα της χερσονήσου, διαμένει η κυρίαρχη τάξη των διαφόρων αξιωματούχων, ενώ στην υπόλοιπη
χερσόνησο συγκεντρώνεται ο παραγωγικός και φορολογούμενος πληθυσμός, κατανεμημένος
σε ομόθρησκες συνοικίες. [8]
Στα
1880-1885 η Πύλη υποβίβασε το κάστρο στην κατηγορία των εγκαταλειμμένων.
Οι αρχές και η στρατιωτική δύναμη εγκατέλειψαν την ακρόπολη, οι στρατιωτικές
εγκαταστάσεις και η φυλακή μεταφέρθηκαν σε άλλο μέρος της πόλης, έξω από τα
τείχη, τα άχρηστα πλέον πυροβόλα αποσύρθηκαν και η σημαία υποστάλθηκε από τις
επάλξεις. Το μνημείο έπαυσε να συντηρείται και παραδόθηκε στη φθορά του χρόνου.
Συγκρίνοντας τις κατά καιρούς απεικονίσεις
του, σε γκραβούρες του 1860-1880 και σε φωτογραφίες από τη δεκαετία του 1880
κ.ε., διαπιστώνουμε την προϊούσα αλλοίωσή του, λ.χ. την κατάρρευση της στέγης των
δύο πύργων.
Στις
αρχές του 20ού αιώνα ο χεδίβης της Αιγύπτου Αμπάς Χιλμί αγόρασε το άχρηστο φρούριο
από τη στρατιωτική υπηρεσία των Τούρκων για να εγκαταστήσει Βιομηχανική και Βιοτεχνική Σχολή, σχέδιο που δεν υλοποιήθηκε. Για
τελευταία φορά η ακρόπολη χρησιμοποιήθηκε στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου από τα στρατεύματα των κατακτητών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 το
κάστρο περιήλθε, κατόπιν αγοράς (70.000 δρχ.), στην κυριότητα του Δήμου Καβάλας.
Το
κάστρο διατηρείται ακόμη σε σχετικά καλή κατάσταση και μετά από μια μακρά
περίοδο εγκατάλειψης αρχίζει να εντάσσεται στη ζωής της πόλης. Βέβαια ποτέ δεν
έπαυσε να αποτελεί αξιοθέατο, χώρο περιδιάβασης και να προσφέρει από τις
επάλξεις του μια μαγευτική θέα της Καβάλας και της γύρω περιοχής. Τα τελευταία
χρόνια, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, χρησιμοποιείται και ως χώρος πολιτιστικών εκδηλώσεων. Στον εξωτερικό περίβολο,
όπου έχει διαμορφωθεί ένα υπαίθριο θέατρο τετρακοσίων θέσεων, διοργανώνονται
συναυλίες, θεατρικές ή χορευτικές παραστάσεις και ομαδικά παιδικά παιγνίδια,
ενώ στη φυλακή και στο φυλάκιο φιλοξενούνται διάφορες εκθέσεις, ομιλίες κ.ά. Το
μνημείο –άλλοτε αμυντικό οχυρό, διοικητικό
κέντρο και τόπος εξορίας και φυλάκισης–
προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της σύγχρονης πόλης και αναλαμβάνει μια νέα
λειτουργία, ως χώρος αναψυχής και πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
Τμήμα αεροφωγραφίας (Αχιλλέα Σαβόπουλου). Σε πρώτο πλάνο ο εξωτερικός περίβολος με το υπαίθριο θεατράκι |
●●●●●●●●●●●●●●●
Η τουρκοβενετική
σύγκρουση
για το κάστρο της Καβάλας (1425)*
Μια επιστολή
του Ενετού πλοιάρχου Pietro Zen, με ημερομηνία 23 Ιουλίου
1425, αποτελεί σπάνια μαρτυρία αυτόπτη για την κατάληψη του κάστρου Cristopoli από τους Βενετούς. Ο συντάκτης, αφού αναφέρεται στον επίμαχο χώρο και στην
ισχυρή δύναμη των υπερασπιστών του, περιγράφει τη σύγκρουση της πρώτης μέρας,
της 18ης Ιουλίου: Η μάχη διεξήχθη με βαλλίστρες, βέλη, μπομπάρδες
και λίθους, ήταν «δεινή και αιματηρά» και έληξε χωρίς νικητή. Και συνεχίζει: «Κατά την επελθούσα νύκτα, τοποθετήσαντες
αρκετήν φρουράν προς το μέρος των υψωμάτων, ηρχίσαμεν όλοι οι άνδρες των
γαλερών την πολιορκίαν του κάστρου. Η μάχη διήρκεσε τέσσερας ώρας και εν τέλει
διά των μπομπαρδών κατεκρημνίσαμεν ένα ξύλινον πολεμικόν πυργίσκον (bertesca), οι
δε εντός τούτου μαχόμενοι παρέμειναν ακάλυπτοι και υφιστάμενοι φθοράν από τα
χονδρά βέλη μας (veretoni) ηναγκάσθησαν να απομακρυνθούν εκείθεν… Τότε οι
ημέτεροι ετοποθέτησαν κλίμακας επί των τειχών εις δύο μέρη και εισβαλόντες
βιαίως εντός του κάστρου κατέλαβον αυτό, αφού συνέτριψαν την μικράν αντίστασιν
της ολίγης φρουράς». Οι νικητές έσφαξαν 42 Τούρκους, συνέλαβαν μόνο 30
αιχμαλώτους (οι υπόλοιποι δραπέτευσαν τη νύχτα) και άρπαξαν τα αγαθά που βρήκαν
στο κάστρο.
Το χρονικό της ανακατάληψης –επίσης από βενετική πηγή, του Αυγούστου 1425– είναι
συνοπτικό. Μετά την επιτυχία του ο στόλαρχος Fantin Michael αναχώρησε
από το κάστρο της Cristopoli,
αφού άφησε ως φρουρά 50 βαλλιστάριους και 80 άλλους πολεμιστές, εφοδιασμένους
με αρκετά πολεμοφόδια και τρόφιμα. «Μόλις
έμαθον οι Τούρκοι την κατάληψιν του
κάστρου, επέπεσον κατ’ αυτού περί τους 12.000 πεζοί και έφιπποι και αφού
διεξήγαγον μάχην εικοσαήμερον και έχασαν περί τους 800 άνδρας, ετοποθέτησαν τας
κλίμακας και εισέβαλον εντός του φρουρίου, όπου αρκετοί άνδρες ήσαν πληγωμένοι.
Τούτους κατετεμάχισαν και τινας ηχμαλώτισαν» (Κ. Μέτζιος, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας,
Θεσσαλονίκη 1947, σ. 25-28).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[*] Το κείμενο προέρχεται (με αρκετές αλλαγές)
από: Κυριάκου Λυκουρίνου, «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου
αι.- 1912). Η παλιά πόλη - συνοικία της Παναγίας» στο Η παλιά πόλη της
Καβάλας (7ος π.χ. – 20ος αι. ) Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της ιστορίας,
έκδ. Εξωραϊστικού Πολιτιστικού Συλλόγου Παναγίας "Το
Κάστρο", Καβάλα 2005, τ. 1, σ. 75-79 - Περίπου το ίδιο κείμενο
(χωρίς τις υποσημειώσεις) στο Νεάπολις
- Χριστούπολις - Καβάλα, Οδοιπορικό στο χώρο και στο χρόνο της παλιάς πόλης,
έκδ. Δήμου Καβάλας, σ. 137-143.
[1] Συστηματική μελέτη του μνημείου,
Φ. Μαλούχου – S. Tufano, «Η Ακρόπολη της Καβάλας.
Ιστορική εξέλιξη – Προτάσεις συντήρησης και αναβίωσης», Πρακτικά Συμποσίου Η Καβάλα και η περιοχή της,
Θεσσαλονίκη 1980, σ. 341-359· Κ. Τσουρής, «Νεάπολις – Χριστούπολις – Καβάλα.
Διορθώσεις – προσθήκες – παρατηρήσεις στην οχύρωση και την ύδρευση», Αρχαιολογικό Δελτίο, 53 (1998),
Μελέτες, σ. 387-454.
[2] Η μοναδική πηγή για την κατάληψη
της Χριστούπολης (μια σημείωση σε κώδικα της Μονής Παντελεήμονος του Αγίου
Όρους) μνημονεύει ότι η Χριστούπολη κυριεύτηκε το 1391 μετά από μακρά
πολιορκία, παραδόθηκε στη μανία των κατακτητών της και καταστράφηκε ολοσχερώς, εκ
θεμελίων («…εάλω παρά των
απίστων
Μωαμεθανών η Χριστώνυμος πόλις, ήγουν η Χριστούπολις και κατεδαφίσθη εκ βάθρων εἰς τάχος…»).
Για τη μαρτυρία και τα σχετικά ερωτηματικά, Κ. Λυκουρίνου, «Η Καβάλα της
Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι. - 1912). Η παλιά πόλη - συνοικία της
Παναγίας», ό.π., σ. 58-59.
[3] Οι οθωμανικές πηγές αγνοούν την
κατασκευή του 1425 (η πληροφορία προέρχεται
από αξιόπιστη βενετική πηγή, μια επιστολή του βενετού πλοιάρχου Pietro Zen) και αποδίδουν το έργο στους
σουλτάνους Σελίμ (1512-1520) ή Σουλεϊμάν (1520-1563). Άρα στα 1520-1530 έγινε
μια νέα, μεγάλης έκτασης και επιμελέστερη παρέμβαση στον εσωτερικό περίβολο. Πιθανότατα
επισκευάστηκαν τα τείχη και κατασκευάστηκαν κάποια νέα κτίσματα, όπως η μεγάλη υπόγεια αποθήκη, η μετέπειτα
φυλακή.
[4] Κ. Μέτζιου, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1947, σ. 26.
[5] Η άποψη ότι ο εξωτερικός περίβολος
κτίστηκε στα 1425, αμέσως μετά την ανακατάληψη
του κάστρου από τους Οθωμανούς (ενδεικτικά: Αιμ. Στεφανίδου, Η πόλη – λιμάνι
της Καβάλας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Πολεοδομική και ιστορική
διερεύνηση, έκδ. Ι.Λ.Α.Κ., Καβάλα 2007, σ. 239· Μαλούχου
– Tufano, ό.π., σ.
346-347), δε βασίζεται σε καμιά πηγή. Όσο για την ακριβή χρονολόγηση των
εργασιών του 16ου αι., οι απόψεις διίστανται: Κατά μία εκδοχή, το χτίσιμο
του φρουρίου πρέπει να χρονολογηθεί γύρω στα 1520, δηλ. στα τελευταία χρόνια
της βασιλείας του Σελίμ του Α΄ (I. Beldiceanu-Steiner – J. Giannopoulos, «Kawala», Encyclopédie de l’ Islam, τ. 4, Leiden 1978, 776-777). Όμως οι υπάρχουσες πηγές του 1519
και του 1528 δεν αναφέρονται στο κάστρο και στην ύπαρξη φρουράς σ’ αυτό. Πιο
βάσιμη φαίνεται η άποψη του Μ. Kiel ότι το κάστρο οικοδομήθηκε μεταξύ
1530-1536, την εποχή που ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής αποφάσισε να οργανώσει και
να ενισχύσει την άμυνα σε αρκετές παράλιες θέσεις, π.χ. Θεσσαλονίκη - Λευκός
Πύργος (Μ. Kiel, «Ottoman Building Activity along the Via Egnatia. The Cases of Pazargah, Kavala and Ferecik», Πρακτικά Συμποσίου The Via Egnatia under Ottoman Rule 1380-169, Ρέθυμνο 1996, σ. 151).
[6] Μαρτυρίες περιηγητών για στο
κάστρο, βλ. Κ. Λυκουρίνου, «Η
Καβάλα της Τουρκοκρατίας στα κείμενα των ξένων περιηγητών», Υπόστεγο 8-9
(Καβάλα, φθιν. 1997), 166-206.
[7] Για την τυπική οργάνωση των
οθωμανικών πόλεων, Δ. Καρύδη, Χωρο-γραφία
Νεωτερική ή λόγος για τη συγκρότηση και εξέλιξη των ελληνικών πόλεων από το 15ο
στον 19ο αι., Αθήνα 2000. σ.102 (όπου
παραδείγματα από άλλες ελληνικές πόλεις). Πρβλ. Ν. Τοντόρωφ, Η Βαλκανική πόλη του 15ου -19ου αι.,
μτφρ. Έ. Αβδελά – Γ. Παπαγεωργίου, Αθήνα 1986, σ. 47.
[8] Βλ. κεφάλαιο "Συνοικίες και εθνοθρησκευτικές ομάδες", Λυκουρίνου, «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι.- 1912). Η παλιά πόλη - συνοικία της Παναγίας», ό.π., σ. 85-113.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου