Η παιδεία στην Καβάλα 1860-1880: Τα σχολεία και οι πρώτες εκπαιδευτικές δομές (δεκ.1860) - οι εθνικοί στόχοι και ο ενδοκοινοτικός αγώνας για τον έλεγχο της εκπαίδευσης (δεκ.1870)



Η παιδεία στην Καβάλα 1860-1880 *

Πάνω αριστ.: Μαθητές του Αρρεναγωγείου Καβάλας σε εκδρομή, 1891-92 (οικογ. αρχείο Γ. Αστεριάδη) - Πάνω δεξιά: Εξετάσεις μαθητών ενώπιον της ειδικής επιτροπής και του κοινού της Καβάλας και παρουσία της Φιλαρμονικής, μάλλον αρχές 20ου αι.. (Αρχείο Δημ. Μουσείου Καβάλας) - Κάτω αριστ.: Γυμνασικές επιδείξεις στο κοινοτικό Γυμναστήριο (στη θέση του σημερινού δημοτικού σχολείου του Αγίου Ιωάννη), δεκ. 1910 - Κάτω δεξιά: Τίτλος σπουδών μαθητή (της οικογ. Φέσσα), 1910.

Τα σχολεία και οι πρώτες εκπαιδευτικές δομές (δεκαετία 1860)

Μέχρι το 1879 όλα τα σχολεία της Καβάλας στεγάζονταν στο διδακτήριο της Παναγίας. Το σχολικό κτίριο βρισκόταν μέσα στην αυλή της εκκλησίας, περίπου στη θέση του σημερινού σχολείου, και κατά το 19ο αιώνα πρέπει να χρησιμοποιήθηκε και ως έδρα του αρχιερατικού επιτρόπου να φιλοξένησε υπηρεσίες της Μητρόπολης. Αυτό τουλάχιστον υποδηλώνουν κάποιες αναφορές στους κώδικες της κοινότητας, όπως: «(οικόπεδο) κείμενον ν τ συνοικί Μαχαλ κα συνορεον φ’ νός με τόν ερόν ναόν τς Κοιμήσεως τς Θεοτόκου... κ τρίτου με Δημοτικήν Σχολήν (λλοτε Μητρόπολιν)» (1902).[1] Κατεδαφίστηκε γύρω στα 1920 για να επεκταθεί η αυλή της εκκλησίας.

Δε γνωρίζουμε αν η μικρή χριστιανική κοινότητα της Καβάλας διατηρούσε σχολείο πριν από τη δεκαετία του 1860. Η παλιότερη σχετική πληροφορία είναι μια δήλωση του Μιχαήλ Σπόντη: «20 Νοεμβρίου 1862. ποφαινόμενος δηλοποι τι καθ’ λην τν διάρκειαν τς προεδρίας καί πιστασίας μου μέχρι τοδε ες τήν νταθα δημοσίαν σχολήν, λληνικήν κα λληλοδιδακτικήν, ν κα πέρασαν χρήματά μου ες ντιμισθίαν διδασκάλου σα δήποτε, χαρίζονται πρς φέλειαν τν πτωχν τς πολιτείας Καβάλλας».[2] Μια προσεκτική ανάγνωση της δήλωσης μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι η αναφερόμενη σχολή λειτουργούσε και προ του 1860. Πιθανότατα όχι συνεχώς, αν κρίνουμε από την υπόσχεση των δημογερόντων «ες τό ξς ν μήν φήσωσι τό κοινόν σχολεον νευ διδασκάλου» (1864).
Ο Κανονισμός της νεοσύστατης Δημογεροντίας (7-11-1864) – απ’ όπου και η παραπάνω “υπόσχεση” - φανερώνει ότι μια απ’ τις πρώτες φροντίδες της Ελληνικής Κοινότητας ήταν η οργάνωση μιας στοιχειώδους εκπαιδευτικής δομής. Το 2ο άρθρο του αναφέρεται στην υποχρέωση των δημογερόντων «να πό τς σήμερον καί ες τό ξς νά μήν φήσωσι τ Κοινόν σχολεον νευ διδασκάλου, ετε νός ετε δύω, ναλόγως τν μέσων τινα θελε χορηγηθσιν ατος πό τς Κοινότητος, φυλάττοντες ατ ν καλ καταστάσει καί ρμονί καί μισθώνοντες διδασκάλους σον νεστι πί τό συμφερότερον». 
ΚανονισμόςΔημογεροντίας, 1864
Με το ίδιο άρθρο οι δημογέροντες «ποχρεονται νά προσδιορίζωσι καί φορον, ετε κ τν μελν τς Δημογεροντίας ετε κ τν ξω συμπολιτν, να προβλέπ κα προμηθεύ παντα τά φορντα τήν καλήν διατήρησιν, τήν σωτερικήν εταξίαν διά τήν πρόοδον τς νεολαίας». Ο Κανονισμός μεριμνά και για την εξεύρεση πρόσθετων πόρων «διά τά σχολεα τς πολιτείας μας», επιβάλλοντας τέλη σε κάθε ιδιωτικό έγγραφο που επικυρώνει η κοινότητα: «πί τν προικοσυμφώνων τρία γρόσια ες τν χιλιάδα, πί τν διαθηκν σα διαθέτης φήσει… σαρανταλείτοργον τουλάχιστον… πί δέ δίας τινός οουδήποτε ποθέσεως… οχί λιγώτερον τν εκοσι γροσίων».[3]
Αν και με τον κανονισμό του 1864 οι αρμοδιότητες για τα εκπαιδευτικά ζητήματα της κοινότητας ανατίθενται στη Δημογεροντία, στην πράξη αυτή δεν άσκησε ποτέ τέτοια καθήκοντα. Σχεδόν αμέσως η εκπαίδευση ετέθη υπό τον έλεγχο της Γενικής Συνέλευσης των κατοίκων, στην οποία κυρίαρχη ήταν η παρουσία και μεγάλη η επιρροή των πλούσιων εμπόρων. Η μετάβαση αυτή των αρμοδιοτήτων φανερώνει ότι η παιδεία της κοινότητας δεν ελέγχεται πλέον αποκλειστικά από την παραδοσιακή ηγεσία της (Μητρόπολη και Δημογεροντία), αλλά και από τη νέα ηγετική ομάδα της, την ανερχόμενη αστική – εμπορική τάξη.
Καρπός των πρώτων ενεργειών της Κοινότητας ήταν όντως η μόνιμη (αν και όχι κανονική, όπως θα δούμε) λειτουργία του σχολείου της Παναγίας. Το ενιαίο αυτό σχολείο, “κοινό” ή “δημόσιο”, ήταν μάλλον επτατάξιο, αρρένων και θηλέων και είχε αρχικά δύο εκπαιδευτικούς, δάσκαλο και δασκάλα. Περιλάμβανε δε, τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1860, “ελληνική” και “αλληλοδιδακτική” σχολή. Οι τέσσερις πρώτες τάξεις του, στις οποίες τα παιδιά φοιτούσαν από την ηλικία των 5-6 χρόνων, αποτελούσαν το “δημοτικόν” σχολείο (ή “αλληλοδιδακτικόν”, κατά την εφαρμοζόμενη μέθοδο διδασκαλίας). Το τριτάξιο “ελληνικόν” δε λειτουργούσε αυτοτελώς, αλλά ήταν προσαρτημένο στο δημοτικό ως ανώτερο τμήμα του.[4]
   
Οι πρώτες πληροφορίες μας για το σχολείο είναι των μέσων της δεκαετίας του 1860. Τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο του 1866 αντικαθίσταται ο δάσκαλος Ιγνάτιος, που υπηρετούσε κατά το σχολικό έτος 1865-66, και προσλαμβάνεται στη θέση του άλλος.[5] Στο συμφωνητικό που υπογράφουν στις 25-9-1866 «ο κάτοικοι τς πόλεως Καβάλλας» και ο νέος δάσκαλος, « κύριος Δημήτριος θανασιάδης, ξ πείρου ρμώμενος»,[6] είναι φανερή η πρόθεση των Καβαλιωτών να βελτιώσουν την παρεχόμενη εκπαίδευση, εφαρμόζοντας στο σχολείο τους εκπαιδευτικά πρότυπα που ίσχυαν στα αντίστοιχα σχολεία του ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Ο νέος δάσκαλος καλείται «να παραδώσ λληνικά μαθήματα, πόμενος τος ργανισμος νός Γυμνασίου τς λλάδος», να διδάσκει δηλ. στο “ελληνικό” σχολείο, ακολουθώντας πρόγραμμα της αντίστοιχης βαθμίδας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Παράλληλα όμως υποχρεούται «νά χ κα τν τπον το λληλοδιδάκτου», να εφαρμόζει δηλ. την αλληλοδιδακτική μέθοδο, με τη ρητή μάλιστα δέσμευση ν’ ακολουθεί κατά γράμμα το σχετικό “Οδηγό”. Σύμφωνα με την διδακτική αυτή μέθοδο, που ίσχυε τότε στα κατώτερα δημοτικά σχολεία, οι μαθητές των ανώτερων τάξεων του “ελληνικού” σχολείου ασκούσαν και καθήκοντα δασκάλου στις μικρότερες τάξεις του δημοτικού.[7]
Η αντικατάσταση του Ιγνάτιου από τον Δ. Αθανασιάδη έγινε σχεδόν “πραξικοπηματικά”, χωρίς τη συγκατάθεση της Εφορείας των Σχολείων. Είκοσι έξι μέλη της κοινότητας, αφού πρώτα «συμφώνησαν διδάσκαλον τόν Δ. θανασιάδην ντί το μέχρι τοδε γνατίου» (στις αρχές Ιουλίου 1866), συγκάλεσαν εκ των υστέρων τη γενική συνέλευση των κατοίκων (στις 11 Σεπτεμβρίου) και επέβαλαν την απόφασή τους. Οι έφοροι των σχολείων (Π. Βάρδας, Μ. Σπόντης και Μ. Φώσκολος) αντιδρώντας σ’ όλα αυτά υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους.[8]
Δυσεξήγητη και παράτολμη η ενέργεια των 26 αυτών Καβαλιωτών: Πέραν του ότι δίχασε την κοινότητα για τρεις ολόκληρους μήνες, ενείχε και τον κίνδυνο να στερηθούν τα σχολεία της πόλης από τις σοβαρές οικονομικές ενισχύσεις των πλούσιων εφόρων.[9] Τα κίνητρά τους δεν πρέπει να ήταν οι τυχόν προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες. Αντίθετα, ρητά τονίζεται η επιθυμία τους να προσλάβουν «διδάσκαλον χοντα λα τά πρός ντα το παγκέλματος τούτου, τι θηκς, κάτοχος μαθήσεως καί πιμελής…». Επανειλημμένες είναι επίσης οι δηλώσεις τους ότι αποσκοπούν στη βελτίωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων: «ποφασίσαντες ο ν τ κομοπόλει Καβάλας κάτοικοι τήν καλητέρευσιν τν νταθα κοινν καταστημάτων…» ή «συνελεύσεως γενομένης… περί διοργανισμο κα ποκαταστάσεως πί τά πρόσω τν σχολείων τς πολιτείας μας» κλπ.[10]
Απόφαση Γεν. Συνέλευσης για τα Σχολεία, 1866
Αυτά, σε συνδυασμό με τους προαναφερθέντες δεσμευτικούς όρους προς το νέο δάσκαλο, μας επιτρέπουν να εικάσουμε ότι ο Ιγνάτιος αδυνατούσε ν’ ανταποκριθεί στα νέα εκπαιδευτικά πρότυπα που ήθελε να επιβάλει η κοινότητα. Δε γνωρίζουμε αν διέθετε ή όχι τα αναγκαία τυπικά προσόντα ή την απαραίτητη κατάρτιση, αμόρφωτος πάντως δεν ήταν. Οι λίγες πράξεις του κώδικα που φέρουν την υπογραφή «διδάσκαλος γνάτιος, γράψας» είναι συνταγμένες σε σωστά ελληνικά, σε αντίθεση με το συμφωνητικό που συνέταξε ο δάσκαλος Αθανασιάδης. Ο λόγος της απόλυσής του ήταν μάλλον η προσκόλλησή του στην παραδοσιακή εκκλησιαστική παιδεία. Την εικασία αυτή ενισχύει μία από τις υπογραφές του (1875): «Παπά γνάτιος, διδάσκαλος».[11]  
Στα σχέδια των παραπάνω Καβαλιωτών ήταν και η ίδρυση παρθεναγωγείου (κατώτερου δημοτικού κοριτσιών). Για το σκοπό αυτό – αλλά  και για να απαλλάξουν κάπως την εκκλησία από το δυσβάσταχτο, όπως φαίνεται, βάρος της οικονομικής συντήρησης των σχολείων – υπόσχονται «συνδρομήν τινά καστος κατά δύναμίν του». Το Παρθεναγωγείο της Παναγίας πρέπει να ιδρύθηκε σχεδόν αμέσως, αφού φαίνεται να λειτουργεί κατά το σχολικό έτος 1867-68, πολύ νωρίτερα από άλλες πόλεις της Μακεδονίας, με πολλαπλάσιο μάλιστα ελληνικό πληθυσμό.[12] Κορίτσια φοιτούσαν και πριν στο δημοτικό σχολείο (“αρρένων και κορασίων”) της Παναγίας. Υπήρχε μάλιστα και δασκάλα, τουλάχιστον από το 1866. Ίσως να ήταν από τότε η Ευγενή Πολίτου, την οποία πρωτοσυναντούμε σε έγγραφο του 1871.[13]
Η εφαρμογή, στα σχολεία της Καβάλας, εκπαιδευτικών προτύπων του ελληνικού κράτους αποτελεί πρώιμη εκδήλωση της τάσης για ελληνοποίηση της παρεχόμενης παιδείας. Από την περίοδο αυτή η εκπαίδευση, διοχετεύοντας τις εκπορευόμενες από την Αθήνα αξίες, θα αποτελέσει το σημαντικότερο μέσο για την ελληνοποίηση της ρωμαίικης κοινότητας. 

Η παλιά πόλη στα 1890

Οι εθνικοί στόχοι της παιδείας και ο αγώνας για τον έλεγχο της εκπαδευσης (δεκαετία 1870)

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1870 - λόγω των πολιτικών εξελίξεων που σηματοδοτεί η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας [14] - είναι ορατή σ’ όλο το μακεδονικό χώρο, και στην Καβάλα, μια προσπάθεια για τη βελτίωση και επέκταση της εκπαίδευσης. Νέα σχολεία ιδρύονται, τα υπάρχοντα αναβαθμίζονται, αυξάνει ο αριθμός των μαθητών, προσλαμβάνονται περισσότεροι δάσκαλοι.  Τότε αρχίζει και η σταδιακή κατάργηση των αλληλοδιδακτικών σχολείων, τα οποία, όπως είναι ευνόητο, ελάχιστα μπορούσαν να συμβάλουν στη μόρφωση των νέων. Το αλληλοδιδακτικό της Καβάλας καταργήθηκε το 1876.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής η μικρή χριστιανική κοινότητα της πόλης κινητοποιεί τις όποιες δυνάμεις της. Στα τέλη Ιανουαρίου 1875 με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Καλλίνικου (Θωμαΐδη) «συνέστη Σύλλογος τν Φιλομούσων, σκοπόν προτιθέμενος τήν ποστήριξιν κα νίσχυσιν τν φιλανθρωπικν καί κπαιδευτικν τς κοινότητος καθιδρυμάτων…».
Η γενικότερη μέριμνα για την εκπαίδευση αποτυπώνεται και στα αριθμητικά δεδομένα. Το 1877 στο διδακτήριο της Παναγίας λειτουργούν 4 σχολεία με 168 μαθητές και 4 δασκάλους. Συγκεκριμένα, ένα «ελληνικό», με 17 μαθητές και ένα δάσκαλο, δύο δημοτικά, με 83 μαθητές και δύο δασκάλους, και ένα παρθεναγωγείο, με 68 μαθήτριες και μία δασκάλα.[15]
Οι γνώμες για τα σχολεία της Παναγίας των μέσων της δεκαετίας του 1870 ποικίλουν: Το 1874 ο μητροπολίτης Καλλίνικος επισημαίνει απλώς ότι απαιτείται « πί τ κρείττω προαγωγή κα δραίωσις (των σχολείων), διόρθωσις κα βελτίωσις τν τυχόν πλημμελς διακειμένων… ξασφάλισις μονίμων πόρων διά τά κπαιδευτικά καταστήματα…». Ο Νικόλαος Φιλιππίδης, που επισκέπτεται το 1876 την Καβάλα, σημειώνει ότι οι Καβαλιώτες «διατηροσι παινετς» τα σχολεία των αρρένων και «ν ανθηρ καταστάσει» το παρθεναγωγείο.
Όμως ο επόμενος μητροπολίτης, Καλλίνικος Ευτυχίδης, παρουσιάζει εντελώς διαφορετική την κατάσταση.[16] Σε πολυσέλιδη έκθεσή του (Οκτώβρ. 1877) αναφέρει ότι τα σχολεία είναι εντελώς ανοργάνωτα και λειτουργούν «μλλον πρός τό θεαθναι». Στο "ελληνικό" σχολείο, δηλ. στις ανώτερες τάξεις του δημοτικού, οι ελάχιστοι μαθητές (17 όλοι κι όλοι κατά το σχολικό έτος 1877-78) φοιτούν μόνο 3-4 μήνες το χρόνο, αφού τους υπόλοιπους απασχολούνται σε αγροτικές κυρίως εργασίες. Σε χειρότερη κατάσταση είναι το  Παρθεναγωγείο, το οποίο ουσιαστικά έχει παύσει να λειτουργεί. Ο μητροπολίτης θεωρεί αναγκαία τη μόρφωση των κοριτσιών, γι’ αυτό και προτείνει να φοιτούν μαζί με τα αγόρια στα δημοτικά σχολεία, όπως –τονίζει– γίνεται στην Αμερική.
Επισημαίνει επίσης ότι στα σχολεία αυτά υπηρετούν δάσκαλοι ανεπαρκώς καταρτισμένοι, αφού η πρόσληψή τους από την κοινότητα γίνεται με κριτήριο όχι τα μορφωτικά τους προσόντα, αλλά τις μικρές οικονομικές τους απαιτήσεις και τη γνώση της εκκλησιαστικής μουσικής, ώστε να ασκούν παράλληλα και καθήκοντα ψάλτη στην εκκλησία. 
Την έκθεση του μητροπολίτη συνοδεύουν στατιστικοί πίνακες, η επεξεργασία των οποίων παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για τη συμμετοχή των νέων στην εκπαίδευση: Από τους συνολικά 550 ανήλικους της Καβάλας, 306 αγόρια και 244 κορίτσια, στα σχολεία φοιτούν οι 168, 100 αγόρια και 68 κορίτσια. Οι υπόλοιποι 382 κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες: «νήλικα» (προφανώς της προσχολικής ηλικίας) 183, «οκουροντα» 39, «γαμοι» (νέοι) 76, «νύπαντροι» (νέες) 41 και «νυμφευθέντα» 43.[17] Τα στοιχεία δεν προσφέρονται για εξαγωγή συμπερασμάτων, αφού δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν κάποιοι  από τους 160 των τριών τελευταίων κατηγοριών είχαν ήδη φοιτήσει στα σχολεία (πόσοι και για πόσο διάστημα).
Από τους 168 μαθητές οι 68 προέρχονται από τη συνοικία του Μαχαλά (δηλ. την Παναγία, τη μεγαλύτερη ακόμη συνοικία της Καβάλας), οι 82 από τη «Νέα συνοικία» (του Αγίου Ιωάννη) και οι 18 από τα δύο προάστια της πόλης (Άγιο Αθανάσιο – Καρά Ορμάν και Ποταμούδια). Σε σχέση με το συνολικό αριθμό των ανηλίκων κάθε συνοικίας (υπολογισμός ωστόσο επισφαλής, για λόγους που προαναφέραμε) μεγαλύτερη συμμετοχή έχουν τα παιδιά του Αγίου Ιωάννη (1 μαθητής σε 2,3 ανήλικους), μετά της Παναγίας (1 σε 3,4) και μικρότερη των δύο προαστίων (1 σε 7,2). Τη μικρή συμμετοχή των τελευταίων (προφανώς και για λόγους απόστασης) δείχνει και το εξής: από τα 39 “οκουροντα” τα 30 είναι παιδιά των δύο προαστίων της πόλης. Τα στοιχεία μας επιτρέπουν να εικάσουμε γενικά ότι τα παιδιά των εύπορων συμμετέχουν πολύ περισσότερο στην εκπαίδευση από τα παιδιά των κατώτερων στρωμάτων (καπνεργατών και καπνοκαλλιεργητν).

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1870 εντείνεται η εκπαιδευτική δραστηριότητα στην Καβάλα. Αρωγοί στη νέα προσπάθεια, που διήρκεσε περίπου τέσσερα χρόνια, είναι οι νεοσύστατοι φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι της πόλης. Τον Απρίλιο του 1878 ιδρύεται από πλούσιους εμπόρους της Καβάλας (οι περισσότεροι απ’ τους οποίους ήταν Έλληνες υπήκοοι) η “Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα”, ο Κανονισμός της οποίας προέβλεπε ότι τα 2/5 των εσόδων της θα διατίθενται για τα σχολεία της πόλης.[18] Μέσα στο 1878 η  Αδελφότητα ενισχύει οικονομικά τα σχολεία - το “ελληνικό”, το προκαταρκτικό (δημοτικό) και το παρθεναγωγείο - ενώ ιδρύει και νηπιαγωγείο στην ίδια συνοικία (μάλλον και στο ίδιο κτίριο). Τη μισθοδοσία της νηπιαγωγού αναλαμβάνει ο “Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων” της Αθήνας. [19]
Τον Οκτώβριο του 1879 η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα μετασχηματίστηκε σε σύλλογο, με την προσωνυμία “Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος «Αριστοτέλης»”, και επιδόθηκε στην ίδρυση νέων σχολείων (στο κέντρο της πόλης πια) και οικοτροφείου για μαθητές από τις γύρω περιοχές. Το 1879 συστάθηκε επίσης ο “Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Κυριών Καβάλας «Αθηνά»”, η “Φιλόμουσος Αδελφότης «Μακεδονία»” και η “Φιλελεήμων Αδελφότης”, για την ενίσχυση των άπορων μαθητών. Το ίδιο έτος ιδρύονται και ο “Φιλόμουσος Σύλλογος των κορασίων «Κόρινα»” και ο “Προοδευτικός Σύλλογος των σπουδαστών «Ξενοφών»”.[20]
Εκπλήσσει πραγματικά η έντονη αυτή πολιτιστική – εκπαιδευτική δραστηριότητα, αφού, όπως είδαμε, μέχρι τότε οι περίπου 1.000 Έλληνες μόνιμοι κάτοικοι της πόλης δεν ήταν καν σε θέση να διατηρήσουν αξιοπρεπώς τα σχολεία της Παναγίας. Δεν είναι όμως ανεξήγητη: Η βραχύβια πνευματική άνθηση της περιόδου 1878-1881 δεν είναι αποτέλεσμα πρωτοβουλιών της ελληνικής κοινότητας της πόλης. Εντάσσεται στους νέους προσανατολισμούς της εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους, σχεδιάζεται από κύκλους των Αθηνών και υλοποιείται από το Ελληνικό Υποπροξενείο της Καβάλας και την επηρεαζόμενη από αυτό  μερίδα της ανώτερης τάξης, κυρίως τους Έλληνες υπηκόους της πόλης.
Ο υποπρόξενος Αριστ. Παπαδόπουλος (1875-1881)
Κατά τη δεκαετία του 1870, κυρίως μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Μρτ. 1878), το ελληνικό κράτος συνειδητοποιεί ότι το πιο αποτελεσματικό όπλο για την απόκρουση της εντεινόμενης σλαβικής προπαγάνδας στη Μακεδονία είναι η εκπαιδευτική και πολιτιστική ανάπτυξη του μακεδονικού Ελληνισμού.[21] Την υλοποίηση της πολιτικής αυτής αναθέτει στο “Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων” (ΣΔΕΓ), με απόφαση του οποίου η Καβάλα καθίσταται κέντρο οργάνωσης της παιδείας για τις περιοχές Καβάλας, Δράμας και Ξάνθης. Για το σκοπό αυτό αποστέλλεται εδώ ο Νικόλαος Φιλιππίδης ως συντονιστής του όλου εκπαιδευτικού προγράμματος: επιθεωρητής των σχολείων της περιοχής και παράλληλα διευθυντής του νεοσύστατου ημιγυμνασίου της πόλης.[22]
Στην όλη αυτή κίνηση πρωταγωνιστικός είναι ο ρόλος του Ελληνικού Υποπροξενείου της Καβάλας, σύμφωνα άλλωστε με την πολιτική που είχαν χαράξει οι ελληνικές κυβερνήσεις ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1870. Τον οργανωτικό και καθοδηγητικό ρόλο των προξενείων καθόριζε το 1871 με εγκύκλιό του «πρός τούς ν τ νατολ προξένους» ο υπ. εξωτερικών Α. Κουμουνδούρος: «Οσιώδης εναι νάγκη ργανικο τινος δεσμο, συνέχοντος τά ρμόδια μέλη τς κοινότητος καί τι μέν τά κέντρα το δεσμο τούτου πρέπει νά εναι σχολή καί ναός, πρό πάντων δε τό προξενεον, τοτο εναι πρόδηλον…».
Σύμφωνα με την εγκύκλιο, βασική μέριμνα των προξένων έπρεπε να είναι η ανάπτυξη της παιδείας: «Σύστασις δέ βιβλιοθηκν, ναγνωστηρίων, λέσχης μετ’ ναγνωσμάτων… τοπικο τινος συλλόγου, συλλογή βιβλίων, ρχαιολογικν ργων κα καλλιτεχνημάτων, ζωηρς νακαλούντων τν δέαν τς πατρίδος, τατα κα τ τοιατα πρέπει ν εναι τ κυριώτερον μν κα τν περί μς μέλημα...». Κι όλα αυτά σε συνεργασία με το ΣΔΕΓ, ο οποίος «δίαν χει ντολήν ν μεριμν πέρ τν θνικν συμφερόντων».[23]  
Στην εθνική αυτή κινητοποίηση συστρατεύονται εκείνες οι δυνάμεις που διαπνέονται από τις αντιλήψεις του ανερχόμενου ελληνικού εθνικισμού, υποστηρίζουν την εθνική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων (και όχι την πανορθόδοξη και οικουμενική του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως) και βλέπουν την παιδεία και ως μηχανισμό ανάπτυξης των εθνικών συνειδήσεων. Αυτές οι δυνάμεις (οι «περί μς» της εγκυκλίου) πρωτοστατούν πλέον στην πνευματική κίνηση της περιόδου, κυρίως μέσω των συλλόγων. Στην Καβάλα βρίσκονται συσπειρωμένες στις τάξεις του “Αριστοτέλη”.[24
Οι νέοι αυτοί παράγοντες (οι Έλληνες υπήκοοι, το Ελληνικό Υποπροξενείο, οι φορείς, γενικότερα, της πολιτικής του ελληνικού κράτους) αντιμετωπίζονται επιφυλακτικά από τους εκφραστές της πολιτικής του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από ορισμένους μάλιστα θεωρούνται “ξένοι” προς την ρωμαίικη κοινότητα. Έτσι η εμπλοκή τους στην εκπαίδευση –πεδίο που παραδοσιακά ανήκε στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Εκκλησίας– και μάλιστα με στόχους που αντιτίθενται στην πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου [25] (κυρίως γι’ αυτό), προκαλεί την αντίδραση της Μητρόπολης και γεννά αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις στις τάξεις της κοινότητας.
Παρά την ανεπάρκεια και την ασάφεια των πληροφοριών, διαισθάνεται κανείς το κλίμα αντιπαράθεσης που υπήρχε ανάμεσα στις δύο «παρατάξεις» της  πόλης, ήδη από το 1874.[26] Σε πρακτικά του Κώδικα, των ετών 1878 και 1879, διαβάζουμε ότι η κοινότητα μαστίζεται από “φατριασμούς”, “κομματικόν σάλον”, “νέκρωσιν και παραλυσίαν”, για το «λως κρυθμον τν κοινοτικν πραγμάτων, ς ξ διαφορίας καί λιγωρίας παραμελουμένων» κλπ. Τα ανωτέρω αποτελούν διαπιστώσεις του μητροπολίτη Φιλόθεου, ο οποίος παραπονιέται στη συνέχεια ότι « τοιαύτη διαφορία παραλύει τήν καλήν ατο θέλησιν πέρ τς τακτοποιήσεως ατν (δηλ. των κοινοτικών πραγμάτων) κα τν ζλον ν διατρέφει…». 
Οι τελευταίες παρατηρήσεις του Φιλόθεου (περί αδιαφορίας κλπ.) αναφέρονται προφανώς στην «νέκρωσιν» της Δημογεροντίας, φυσικής συμμάχου της Εκκλησίας στα κοινοτικά ζητήματα. Η Δημογεροντία βρισκόταν τότε σε πλήρη αποδιοργάνωση και σχεδόν δε λειτουργούσε επί μακρόν, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες του ιεράρχη, που αναζητούσε σ’ αυτήν στήριγμα για να αντιταχθεί στην πολιτική των νέων φορέων της εκπαίδευσης.
Η αντίθεση του μητροπολίτη στους εκπαιδευτικούς προσανατολισμούς της κοινότητας εκφράζεται ανοιχτά και με τρόπο σχεδόν δραματικό στη γενική συνέλευση των προκρίτων της 28ης Μαΐου 1879. Ο Φιλόθεος κάνει έκκληση στους Καβαλιώτες «…πως προκειμένου νά γένηται λόγος περί δημοσίων πραγμάτων, μάλιστα δέ περί σχολν, φείλουσι πάντες νά σκέπτονται πό τήν πιρροήν το κοινο καλο τς πατρίδος κα τς κκλησίας κα τς προόδου κα τς ν τ ρθοδοξί νατροφς τν τέκνων ατν κα τς κπαιδεύσεως ατν ν τ γιαινούσ ρθοδόξ πίστει, ποσκορακίζοντες πν ,τι δύναται να παρακωλύσ παραμορφώσ τήν τοιαύτην κπαίδευσιν». (αποσκορακίζω = στέλνω στον κόρακα, στον διάβολο)[27]
Την αντίθεση του μητροπολίτη υποδηλώνουν μάλλον και τα εξής: Ενώ κατά το 1878-1879 ιδρύονται στην Καβάλα επτά σύλλογοι, με σκοπό την προαγωγή της παιδείας, ιδρύονται και λειτουργούν αρκετά νέα σχολεία και θεμελιώνεται το Αρρεναγωγείο, στον Κώδικα της Κοινότητας, ο οποίος φυλασσόταν μέχρι το 1882-83 στην εκκλησία της Παναγίας, έδρα του αρχιερατικού επιτρόπου, δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά για όλα αυτά! Σημειωτέον επίσης ότι ο μητροπολίτης δεν παρέστη στα εγκαίνια του Αρρεναγωγείου, ενώ αντίθετα παρέστη και προσφώνησε ο υποπρόξενος της Ελλάδας Αρ. Παπαδόπουλος![28]

Από όσα προηγήθηκαν καταλήγουμε συνοπτικά στις ακόλουθες διαπιστώσεις: Στις αρχές της περιόδου 1860-1880, κατά την οποία κέντρο της εκπαίδευσης είναι το σχολείο της παλιάς πόλης, αρχίζουν να οικοδομούνται στην Καβάλα οι πρώτοι οργανωμένοι σχολικοί μηχανισμοί. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εικοσαετίας αυτής η εκπαίδευση έχει αποδεσμευτεί από τον απόλυτο έλεγχο της Εκκλησίας (ο οποίος είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό τυπικός), προσαρμόζεται στα εκπαιδευτικά πρότυπα του ελληνικού κράτους, αποτελώντας έτσι δίαυλο διείσδυσης των αξιών της ελληνικής παιδείας, και προσανατολίζεται στην εξυπηρέτηση των αναγκών της ισχυρής εμπορικής τάξης της πόλης. Τα σχολεία της περιόδου αυτής αποσκοπούν σχεδόν αποκλειστικά στην παραγωγή του εγγράμματου δυναμικού που είναι αναγκαίο για τη λειτουργία του ραγδαία αναπτυσσόμενου τομέα του εμπορίου. Συντηρούνται δε από την κοινότητα, κυρίως τις εκκλησίες και τους πλούσιους εμπόρους της, οι οποίοι άλλωστε πρωταγωνιστούν στην ίδρυση, την οργάνωση και τη λειτουργία τους. Την εποχή αυτή η συμμετοχή των κατώτερων στρωμάτων στην εκπαίδευση πρέπει να είναι, σύμφωνα με τις διαθέσιμες ενδείξεις, μικρή.
Στα τέλη της περιόδου 1860-1880 (αφότου το Μακεδονικό Ζήτημα εισέρχεται σε εξαιρετικά κρίσιμη φάση, της εθνικιστικής διαπάλης των βαλκανικών κρατών), η εκπαίδευση καλείται να υπηρετήσει και ένα νέο στόχο: Αυτόν της πολιτιστικής – ιδεολογικής διείσδυσης στις διαμφισβητούμενες περιοχές, κυρίως μέσα από τη διάδοση της ελληνικής κουλτούρας και γλώσσας. Οι νέοι προσανατολισμοί της παιδείας φέρνουν σε αντιπαράθεση τους φορείς των εθνικών αντιλήψεων με την παραδοσιακή κοινοτική ηγεσία (Μητρόπολη), η οποία είχε μέχρι τότε βασικό ρόλο στα εκπαιδευτικά ζητήματα. Η υλοποίηση της νέας αυτής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας και δυτικής Θράκης ανατίθεται στην Καβάλα, ως μόνη έδρα ελληνικού προξενείου στο χώρο αυτό. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας επιβάλλεται η επέκταση του σχολικού δικτύου της πόλης, η αναβάθμιση των σχολείων της και η αυξημένη συμμετοχή των κατώτερων στρωμάτων στην εκπαίδευση. Το μικρό διδακτήριο της Παναγίας αδυνατεί ν’ ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις. Έτσι τα σχολεία της Καβάλας μεταφέρονται στο κέντρο της πόλης, πλησίον των νέων ελληνικών συνοικιών.[29]

Τα φιλόδοξα σχέδια των νέων φορέων της εκπαίδευσης απαιτούν και τη δημιουργία της κατάλληλης κτιριακής υποδομής. Έτσι κατά το διάστημα 1879-1881 ανεγείρεται το Αρρεναγωγείο (σημερινό δημοτικό σχολείο της οδού Ομονοίας), στο οποίο στεγάζονται από το φθινόπωρο του 1881 τα σχολεία της πόλης (το παλιό σχολείο λειτουργεί πλέον μόνο ως νηπιαγωγείο).
[…]*


* Το παρόν κείμενο αποτελεί τμήμα του κεφαλαίου «3.4. Το Σχολείο της Παναγίας και η Εκπαίδευση» της εργασίας: Κυριάκου Λυκουρίνου, «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι.- 1912) Η παλιά πόλη - συνοικία της Παναγίας» στο Η παλιά πόλη της Καβάλας (7ος π.χ. – 20ος αι. ) Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της ιστορίας, έκδ. Εξωραϊστικού  Πολιτιστικού Συλλόγου Παναγίας “Το Κάστρο”,  Καβάλα 2005, τ. 1, σ. 51-231.

Δεν έχουν περιληφθεί στο παρόν κείμενο οι ενότητες: α) για τη λειτουργία του σχολείου: Ωρολόγιο και αναλυτικό πρόγραμμα, δίδακτρα, εξετάσεις, υποχρεώσεις δασκάλων και μαθητών, παιδαγωγικές αρχές και αντιλήψεις, οικονομικά του σχολείου, ονόματα δασκάλων και νηπιαγωγών κ.ά., β) για την Εφορεία των Σχολών: Ρόλος και αρμοδιότητες σχολικών εφόρων, προσλήψεις, μισθοδοσία, απολύσεις, έλεγχος και ποινές δασκάλων κ.ά., γ) για το μορφωτικό επίπεδο των Ελλήνων της Καβάλας την αναφερόμενη περίοδο και για τις αδυναμίες του συστήματος εκπαίδευσης...



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



[1] Κώδικας Διαθηκών 1896-1913, σ. 63.
[2] Κώδικας 1864-1889, σ. 12.

[3] Ό.π., σ. 9-10.
[4] Αυτός ο τύπος των σχολείων ήταν κοινός στις αστικές περιοχές του αλύτρωτου Ελληνισμού. Όμως σε κάποιες πόλεις της Μακεδονίας και Θράκης το «ελληνικό» αποτελούσε προπαρασκευαστικό ή προκαταρκτικό τμήμα του γυμνασίου.
[5] Κώδικας 1864-1889, σ. 40, 45.
[6] Ό.π., σ. 46.
[7] Διατάγματα περί οργάνωσης και προγραμμάτων των δημοτικών (1834) και των «ελληνικών» σχολείων (1836, 1857 και 1867), Αλ. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε (Τεκμήρια Ιστορίας), τ. Α΄ (1821-1894), Αθήνα 1985, σ. 45-50, 60-67, 155-160, 206. Το κείμενο του «Αλληλοδιδακτικού Οδηγού» (ήταν γαλλικός, μεταφρασμένος το 1830 και 1842 από τον Ι. Π. Κοκκώνη), ό.π., σ. 92-102.
[8] Κώδικας 1864-1889, σ. 40, 45. Αξίζει να μνημονεύσουμε αυτούς τους 26 (ή 27;) Καβαλιώτες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκουμε και μία γυναίκα(!): Γιαννόπουλος Σωτηρίου – Γ. Ναλμπάντης – Π. Θεοδωρίδης – Μαυρουδής Ελευθερίου – Αναστάσιος - Ρήγας Αλεξίου – Αθανάσιος Χρήστου – Χριστόδουλος Ουζούν Φώτη – Α. Χαρούσης – Φίλιππος Δημητρίου – Παράσχος Φώτη – Γεώργιος Παναγιώτου – [Χριστόδουλος Φώτη -] Αντώνης Σταύρου – Β. Σαμουήλ – Θ. Αθανασιάδης – Αγγελής Μ. Σουλού – Γεώργιος Ναούμ – Παρ. Σταυρίδης – Νικόλας Πούλιου – Αναστασία Δ. Αγαπητού – Δ. Νικολάου – Σωτήριος Χριστοδούλου – Βασίλης Βογιατζής – Βασίλης Δημητρίου – Αργύρης Φώτη – Ν. Δημητρίου (ο Χριστόδουλος Οζούν Φώτη είναι μάλλον το ίδιο πρόσωπο με τον Χριστόδουλο Φώτη).
[9] Από τους εφόρους, μόνο ο Μ. Φώσκολος ανακάλεσε την παραίτησή του (Κώδικας 1864-1889, σ. 48).
[10] Ό.π., σ. 45, 47, 48.
[11] Κώδικας 1864-1889, σ. 164. Σημειωτέον ότι στα «ελληνικά» σχολεία διδάσκονταν κλασικά μαθήματα, θετικές επιστήμες, ξένες γλώσσες κλπ., ενώ η θρησκευτική παιδεία ήταν περιορισμένη: 2-2-0 ώρες επί συνόλου 29-31-32 στην Α΄, Β΄, Γ΄ τάξη αντίστοιχα (Δημαρά, ό.π., σ. 66, όπου πρόγραμμα μαθημάτων, σύμφωνα με το διάταγμα του 1836). Αντίθετα, στην παραδοσιακή εκκλησιαστική παιδεία οι ιερείς ή γραμματοδιδάσκαλοι δίδασκαν τα λεγόμενα «κοινά γράμματα», δηλ. ανάγνωση από τον Οκτάηχο και το Ψαλτήρι.
[12] Κώδικας 1864-1889, σ. 45, Δ. Αργυριάδη,  Λεξικόν Γεωγραφικόν, Θεσσαλονίκη 1870, σ. 373, αντίστοιχα.
[13] Κώδικας 1864-1889, σ. 111.
[14] Η ίδρυση ανεξάρτητης βουλγαρικής εκκλησίας το 1870 (το Οικουμενικό Πατριαρχείο την κήρυξε σχισματική το 1872) αποτελεί το έναυσμα της σκληρής ελληνοβουλγαρικής διαμάχης στο χώρο της Μακεδονίας. Ο ανταγωνισμός δεν έχει θρησκευτική, αλλά εθνική χροιά, αφού από τότε η εθνική ταυτότητα των πληθυσμών προσδιορίζεται με κριτήριο τη θρησκεία. Η προσχώρηση στη Βουλγαρική Εξαρχία ή η παραμονή στο Πατριαρχείο σήμαινε αντίστοιχα την επιλογή της βουλγαρικής ή ελληνικής εθνικής μερίδας.
[15] Κώδικας 1864-1889, σ. 154, ΑΥΕ, 1876/78/1, Ξάνθη 22-10-1877.
[16] Κώδικας 1864-1889, σ. 141, Ν. Φιλιππίδη, «Περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως», Παρνασσός 1 (1877) 290, ΑΥΕ, 1876/78/1,  Ξάνθη 22-10-1877 (την έκθεση συνοδεύουν διάφοροι πίνακες), αντίστοιχα.
[17] Για την κατανόηση των στοιχείων πρέπει να γνωρίζουμε ότι ανήλικοι θεωρούνταν οι νέοι ηλικίας μέχρι 18 και οι νέες μέχρι 16 ετών. Όμως, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο της Εκκλησίας, που ακολουθεί τη βυζαντινή νομοθεσία, γάμο μπορούσαν να συνάψουν οι νέοι από την ηλικία των 14 και οι νέες από την ηλικία των 12 ετών. 
[18] Στ. Παπαδόπουλου, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του Ελληνισμού της Μακεδονίας…, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 26-27, Κ. Χιόνη, Η Παιδεία στην Καβάλα, Καβάλα 1990,  σ. 123 (στο εξής : Χιόνη, Παιδεία).
[19] «Έκθεσις της εκπαιδευτικής επιτροπής. Εκπαιδευτική κίνησις εν ταις επαρχίαις του οθωμανικού κράτους», ΕΦΣΚ ΙΓ΄ (1878-79) 110.
[20] Χιόνη, Παιδεία, σ. 123-128. Για τα σχολεία που ίδρυσε ο «Αριστοτέλης», «Έκθεσις…», ΕΦΣΚ  ΙΔ΄ (1879-80) 95-96.
[21] Με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, την οποία επέβαλαν οι Ρώσοι (νικητές στο ρωσοτουρκικό πόλεμο, 1877-78), όλη σχεδόν η Μακεδονία, από τα Σκόπια και το Μοναστήρι μέχρι και το Πόρτο Λάγο (εκτός Θεσσαλονίκης -Χαλκιδικής), περιερχόταν στο τότε ιδρυόμενο βουλγαρικό κράτος. Υλοποιούσαν έτσι οι Ρώσοι τον προαιώνιο στόχο της εξωτερικής τους πολιτικής για έξοδο στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο (μέσω της βουλγαρικής Καβάλας) και οι Βούλγαροι τα αλυτρωτικά τους σχέδια για δημιουργία εκτεταμένου κράτους από το Δούναβη μέχρι το Αιγαίο και από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τις Πρέσπες και την Αχρίδα. Ευτυχώς η συνθήκη αυτή υπήρξε θνησιγενής. Υπό την πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων και των ελληνικών αντιδράσεων αναθεωρήθηκε λίγο αργότερα με τη Συνθήκη του Βερολίνου (Ιουν.–Ιουλ. 1878). Με αυτήν ιδρυόταν αυτόνομη βουλγαρική ηγεμονία, όλη όμως η Μακεδονία παρέμενε στο οθωμανικό κράτος. Τα χειρότερα για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας είχαν αποφευχθεί, όμως το κακό προηγούμενο είχε γίνει: Το αυτόνομο βουλγαρικό κράτος είχε έκτοτε έντονα αλυτρωτικούς προσανατολισμούς. Για να δημιουργήσουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για μία υπέρ αυτών λύση του μακεδονικού ζητήματος (σε ενδεχόμενη νέα κρίση), οι Βούλγαροι εντείνουν την προπαγανδιστική διείσδυσή τους στη Μακεδονία, κυρίως στις περιοχές που κατοικούνταν από πληθυσμούς με ρευστή εθνική συνείδηση. Οι πληθυσμοί αυτοί αποτέλεσαν στόχο και της ελληνικής προπαγάνδας, με σκοπό την παγίωση ελληνικού φρονήματος, κυρίως μέσω της παιδείας. Κορύφωση της ελληνοβουλγαρικής διαπάλης υπήρξε η ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, 1904-1908 (ενδεικτικά, Χρ. Νάλτσα, Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και ο Ελληνισμός, Θεσσαλονίκη 1953, Ε. Κωφού, «Η Μακεδονία και η Ανατολική κρίση 1875-1878» και «Από το Συνέδριο του Βερολίνου ως το Μακεδονικό Αγώνα», Μακεδονία, 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας…, Αθήνα 1982, σ. 455-465, όπου και χάρτες των εδαφικών ρυθμίσεων.
[22] Για το ΣΔΕΓ, Λυκουρίνου, Υποπροξενείο Καβάλας, σ. 120-122. Για τον Ν. Φιλιππίδη, Χιόνη, Παιδεία, σ. 41-67.
[23] Σ.Δ.Ε.Γ.,  Η δράσις του Συλλόγου κατά την εκατονταετίαν 1869-1969, Αθήναι 1970, σ. 77-81. Ευνόητο είναι ότι η Καβάλα επιλέχθηκε ως κέντρο εκπαίδευσης της ευρύτερης περιοχής (αντί της Δράμας ή της Ξάνθης, που και πολύ μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό είχαν και πολύ περισσότερα προβλήματα αντιμετώπιζαν από τη διείσδυση της βουλγαρικής προπαγάνδας), επειδή ακριβώς ήταν έδρα ελληνικού υποπροξενείου. Για τις σχετικές δραστηριότητες του Υποπροξενείου Καβάλας κατά τη δεκ. του 1870, Λυκουρίνου, Υποπροξενείο Καβάλας, σ. 121-124.
[24] Για το ρόλο τους, Στ. Παπαδόπουλου, «Εισαγωγή στην ιστορία των ελληνικών φιλεκπαιδευτικών συλλόγων της Οθωμ. Αυτοκρατορίας κατά τον 19ο και 20ό αιώνα», Παρνασσός περ. Β΄4 (1962) 247-258, όπου και βιβλιογραφία. Στην Καβάλα, την πρωτοβουλία για την ίδρυση των συλλόγων έχουν κατά μείζονα λόγο οι Έλληνες υπήκοοι της πόλης (Α. Παρτίδης, Ι. Κωνσταντινίδης, Α. Κούζης, Δ. Λεβίδης, Κ. Μεσίδης, Π. Βουλγαρίδης, Ν. Βουλγαρίδης, Σπ. Βουλγαρίδης, Μ. Φώσκολος, Ε. Γρηγοριάδης, Ν. Γρηγοριάδης, Ζ. Καλέντζης, Ηρ. Βουλαλάς, Κ. Τσουλακίδης, Δ. Καλέντζης, Γ. Ναλμπάντης κ.ά.), οι οποίοι στελεχώνουν και τα διοικητικά τους συμβούλια. Για το έργο που επιτέλεσαν, Λυκουρίνου, Υποπροξενείο Καβάλας, σ. 124-126.
[25] Το ελληνικό κράτος, εφαρμόζοντας εθνική πολιτική, επιχειρούσε μέσω των προξενείων και των συλλόγων να χρησιμοποιήσει τα σχολεία (αλλά και τις εκκλησίες) ως μοχλούς προπαγάνδας για τον προσηλυτισμό των εθνικά ρευστών πληθυσμών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ασκώντας πολιτική οικουμενική και πανορθόδοξη, ευνοούσε την πολιτική ίσων αποστάσεων έναντι των ορθοδόξων (Ελλήνων, Βουλγάρων, Σέρβων). Η σύγκρουση ανάμεσα στις ελληνικές κυβερνήσεις (του Χαριλ. Τρικούπη) και το Πατριαρχείο κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Το Μάρτιο του 1884 ο πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση! (Ενδεικτικά, Κ. Τσουκαλά, «Πολιτική των κυβερνήσεων και προβλήματα από το 1881 ως το 1884», ΙΕΕ, τ. ΙΔ΄, σ. 19-20).
[26] Η πρόταση του Έλληνα υπηκόου Αν. Κούζη (που διηύθυνε το Ελληνικό Υποποπροξενείο από το 1868 μέχρι το 1873) να αναλάβει η φιλόπτωχος αδελφότης «Προσδοκία» τη διεύθυνση των κοινοτικών πραγμάτων, σχολείων και εκκλησιών (!), ίσως να υποκρύπτει μια τέτοια αντίθεση (Κώδικας 1864-1889, σ. 143). Πάντως μέχρι τα τέλη του 1877 υπάρχει αρμονική, όπως όλα δείχνουν, συνεργασία ανάμεσα στο μητροπολίτη Καλλίνικο και τον υποπρόξενο της Ελλάδας.  Από τις αρχές του 1878, που αναλαμβάνει ο μητροπολίτης Φιλόθεος και οι παρεμβάσεις των προξενικών εκπροσώπων της Ελλάδας γίνονται μάλλον απροκάλυπτες,  οι σχέσεις Μητρόπολης - Υποπροξενείου περνούν κρίση και για ένα διάστημα, μετά το 1880, σχεδόν διακόπτονται.
[27] Τα αποσπάσματα, Κώδικας 1864-1889, σ. 200 (συνέλευση της 26-10-1878), σ. 204 (συνέλευση της 28-5-1879).
[28] Χιόνη, Παιδεία, σ. 46.
[29] Στο “ελληνικό” προστίθενται τότε προκαταρκτικές τάξεις γυμνασίου, το δημοτικό μετατρέπεται σε αστική σχολή, ιδρύονται νηπιαγωγεία και κτίζεται το Αρρεναγωγείο (Χιόνη, Παιδεία, σ. 44-53).



 
Απόφαση Εφορείας για απόλυση νηπιαγωγών, 1880, με υπογραφές του Μητροπολίτη Φιλόθεου και των των σχολικών εφόρων .


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου