Οι “γενίτσαροι” και οι “ταλιμπάν”
της Καβάλας: Οι σοφτάδες του Ιμαρέτ του Μεχμέτ Αλή
“Δεν αγνοεί το
Υπουργείον ότι εν Καβάλλα υπάρχουσιν οι φανατικώτεροι Οθωμανοί, καθόσον τον
φανατισμόν αυτών διέσωσαν έκπαλαι, διασωθέντων ενταύθα των σπουδαιοτέρων
Γενιτσάρων κατά την καταστροφήν αυτών, παρά των οποίων και μετέλαβον τον κατά
των χριστιανών μέγαν φανατισμόν των…” (Υποπρόξενος Αριστείδης Παπαδόπουλος
προς Υπουργείο Εξωτερικών, Καβάλα 26-4-1876).
Μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα
επικρατούσε στην Καβάλα ένας παράδοξος “ιστορικός μύθος”, τόσο εδραιωμένος στη
συλλογική συνείδηση, ώστε να αναπαράγεται ως ιστορικό δεδομένο (με εκφράσεις
του τύπου: “όπως είναι γνωστό…”), και να καταγράφεται ακόμη και στην επίσημη
προξενική αλληλογραφία! Σύμφωνα με το μύθο, όσοι από τους Γενίτσαρους είχαν
διασωθεί μετά τη διάλυση του επίλεκτου αυτού σώματος και την εξόντωσή τους (το
1826), κατέφυγαν στην Καβάλα!
Η αιτία της παράδοξης αυτής πεποίθησης πρέπει
αναμφίβολα να αναζητηθεί στους σοφτάδες του Ιμαρέτ. Οι σοφτάδες (οι 300-600
οικότροφοι σπουδαστές των δύο ιεροδιδασκαλείων του Ιμαρέτ) έρχονταν από διάφορα
μέρη της οθωμανικής επικράτειας, κατά κανόνα στην ηλικία των 14-15, και
φοιτούσαν εδώ για αρκετά χρόνια! Είχαν δωρεάν τροφή και στέγη (στα 61 δωμάτια των δύο μεντρεσέδων, βλ. φωτ.), έπαιρναν ένα
μικρό χρηματικό βοήθημα, απαλλάσσονταν από την στρατιωτική υπηρεσία και μετά
την αποφοίτησή τους τοποθετούνταν σε ηγετικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού. Η
εκπαίδευσή τους βασιζόταν στην εκμάθηση των ιερών βιβλίων, ενώ οι κοσμικές τους
γνώσεις ήσαν περιορισμένες και αναχρονιστικές.
Εξ αιτίας του θρησκευτικού χαρακτήρα της εκπαίδευσής
τους και της πολύχρονης απομάκρυνσής τους από την κοσμική ζωή, οι σοφτάδες
διαπνέονταν από ιερό φανατισμό. Οι “μαθητές του Ισλάμ” διακρίνονταν για την άκαμπτη
προσήλωσή τους στις αρχές της μουσουλμανικής θρησκείας και πρέσβευαν την πιστή
εφαρμογή του ιερού ισλαμικού νόμου σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής. Έτσι
αντιδρούσαν σε κάθε νεωτερισμό και κάθε μορφή εκκοσμίκευσης της μουσουλμανικής
κοινωνίας, απεχθάνονταν κάθε τι δυτικό και χριστιανικό και έτρεφαν μίσος για τους αλλόθρησκους.
Στις περιόδους έντασης ή κρίσης στις ελληνοτουρκικές
σχέσεις (στην Επανάσταση 1821-1830, στον Κριμαϊκό πόλεμο 1854-1856, στην Κρητική
επανάσταση 1866-1869, στην “Ανατολική κρίση” 1876-1878, στα 1897 κ.ά.)
επιστρατεύονταν συχνά από τις τουρκικές αρχές της πόλης ή από τους ισχυρούς
μπέηδες της Δράμας για να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες της Καβάλας. Αναφέρεται
μάλιστα ότι για το σκοπό αυτό υπήρχαν στις αποθήκες του Ιμαρέτ όπλα και
πολεμοφόδια.
Μερικά παραδείγματα: Τον Αύγουστο του 1858 ο Άγγλος
πρόξενος της Καβάλας J. Maling αναφέρει σε έκθεσή του ότι οι
χριστιανοί της πόλης ζουν υπό το κράτος του φόβου, επειδή διαδίδονται φήμες για
γενική σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού από τους 200 σοφτάδες της ιερατικής
σχολής.
Οι πηγές των ετών 1866-1869 διεκτραγωδούν τις ύβρεις,
τις κατάρες και τις απειλές, τις προσβολές και ταπεινώσεις, τους προπηλακισμούς
και τις κακοποιήσεις που έπρεπε να υποστούν οι «άπιστοι», όσοι τολμούσαν να
περάσουν μπροστά από το Ιμαρέτ για να κατευθυνθούν προς τη χριστιανική συνοικία
της χερσονήσου (ανάμεσά τους ο προξενικός πράκτορας της Ελλάδας Π. Κρητικός, ο
υποπρόξενος της Αυστρίας Μ. Σπόντης, η σύζυγος του Μάρκου Φώσκολου, υποπρόξενου
των γερμανικών κρατιδίων, που λιθοβολήθηκε πηγαίνοντας στην εκκλησία της Παναγίας). Λόγω της κρισιμότητας των περιστάσεων και μετά
από τις δραματικές εκκλήσεις των χριστιανών, τον Ιούλιο του 1866 οι εδώ
προξενικοί αντιπρόσωποι συσκέπτονται και υποβάλλουν από κοινού αίτηση
προστασίας προς τις προξενικές αρχές των Μεγάλων Δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη.
Τον Απρίλιο του 1876, μόλις φθάνει στην Καβάλα η είδηση
για τη σφαγή των εν Θεσσαλονίκη Ευρωπαίων προξένων Addott και Moulin από το έξαλλο μουσουλμανικό πλήθος, οι 400-500 σοφτάδες του Ιμαρέτ ξεσηκώνονται και με συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και
προκλήσεις κατά των χριστιανών προετοιμάζουν το έδαφος για δυναμικές ενέργειες.
Στα μέσα Μαΐου οι χριστιανοί της Παναγίας μεταφέρουν τις οικογένειές τους σε
ασφαλέστερες κατοικίες, αποφεύγουν να κυκλοφορούν μετά τη δύση του ήλιου και ζητούν
από τους προξένους της πόλης την αποστολή ευρωπαϊκών πολεμικών πλοίων στο λιμάνι
της Καβάλας!
Φωτ. Μαρίας Καλογιώργη |
Κι αν οι σοφτάδες ήσαν κυρίως εκτελεστικά όργανα,
πρωταγωνιστές και ηθικοί αυτουργοί στην υπόθαλψη του τουρκικού φανατισμού ήσαν
οι πανίσχυροι μπέηδες της Δράμας. Κυρίως ο Ταχήρ Ομέρ μπέης, ανηψιός του Μεχμέτ
πασά της Δράμας (του γνωστού από την Επανάσταση του 1821, Δράμαλη). Μόνιμη
επιδίωξή των μπέηδων ήταν η όξυνση των σχέσεων ανάμεσα σε χριστιανούς και
μουσουλμάνους, ώστε να προσφέρουν τις “καλές υπηρεσίες” τους και έτσι να
αυξάνουν την επιρροή τους στην οθωμανική κυβέρνηση. Πρόθυμους υπηρέτες και
συνεργάτες στο θεάρεστο έργο τους είχαν τους σοφτάδες του Ιμαρέτ.
Μέχρι περίπου το 1880 πίσω από κάθε ανθελληνική
ενέργεια στην Καβάλα όλοι έβλεπαν "την
ενταύθα οθωμανικήν σχολήν του Ιμαρετίου Μεχμέτ Αλή πασά, εν η διαιτώνται ως
κηφήνες περί τους τριακοσίους Οθωμανόπαιδας, χρησιμευούσης πάντοτε ως πυρήν του
κατά των χριστιανών μίσους και φανατισμού", όπως έγραφε ο Έλληνας
προξενικός πράκτορας Κρητικός το δραματικό καλοκαίρι του 1866.
Τέτοια φαινόμενα δεν παρατηρούνται μετά το 1878. Αυτό παραξενεύει τους Έλληνες προξένους της δεκαετίας του 1880, που έρχονται στην Καβάλα προετοιμασμένοι για διαφορετικές καταστάσεις. Γράφει ένας απ' αυτούς το 1885: "Ο οθωμανικός πληθυσμός της Καβάλλας μέχρι του τελευταίου ρωσοτουρκικού πολέμου [δηλ. 1877-1878] απετέλει μικρόκοσμος ιδιαίτερον, μεμονωμένον, απροσπέλαστον και τον φανατικώτατον ίσως πασών των πόλεων της ευρωπαϊκής Τουρκίας... Έκτοτε ο φανατισμός ούτος εξησθένισεν πως...".
Αεροφωτογραφία Αχιλλέα Σαββόπουλου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου