“…της ανθρωποεμπορίας
των λαών”*
Η Σύμβαση της Λωζάννης
για την Ανταλλαγή των πληθυσμών
Η
τελευταία πράξη του μικρασιατικού δράματος γράφτηκε από τη διεθνή διπλωματία
στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης της Λωζάννης, η οποία συγκλήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1922
(νέο ημερ.) για να διευθετήσει τα εκκρεμή ζητήματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αποτέλεσμα των πολύμηνων εργασιών της υπήρξε
η τελική Συνθήκη Ειρήνης της 24ης Ιουλίου 1923, με την οποία τερματίστηκε η
εμπόλεμη κατάσταση που είχε συνταράξει την Ανατολή από το 1914 μέχρι το 1922.
Στο πλαίσιο της διάσκεψης συνομολογήθηκε και η “Σύμβαση περί ανταλλαγής των
ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών”. Το πρωτόκολλο βασίστηκε σε εισηγητική
έκθεση του Νορβηγού Fridtjof
Nansen,
αντιπροσώπου της Κοινωνίας των Εθνών, και υπογράφηκε στις 30-1-1923 από τους
αντιπροσώπους των δύο ενδιαφερόμενων κρατών, Ελευθέριο Βενιζέλο και Ισμέτ
Ινονού. Στη συνέχεια, με ρητή διάταξη της Συνθήκης Ειρήνης, κατέστη μέρος αυτής
και έτσι απέκτησε ισχύ διεθνούς συνθήκης. Επικυρώθηκε από τις δύο χώρες στα
τέλη Αυγούστου και τέθηκε αμέσως σε ισχύ.
Η πρακτική της ανταλλαγής πληθυσμών δεν ήταν άγνωστη στα Βαλκάνια, αφού
μετά τους πολέμους του 1912-13 οι εμπλεκόμενες χώρες (Οθωμανική Αυτοκρατορία,
Βουλγαρία, Ελλάδα) είχαν συνάψει σχετικές συμφωνίες. Σε όλες τις περιπτώσεις
μετακινήθηκαν μερικές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι από επίμαχες συνοριακές
περιοχές και η ανταλλαγή τους έγινε σε βάση εθελοντική.
1 |
Όμως η Σύμβαση της Λωζάννης αποτέλεσε μια ρύθμιση πρωτοφανή στις διεθνείς
σχέσεις. Για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία η διεθνής κοινότητα αποδέχθηκε
και επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή του συνόλου των μειονοτικών
πληθυσμών δύο χωρών (με εξαίρεση τους Ρωμιούς της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και
Τενέδου και τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης). Κατ’ εφαρμογήν της Σύμβασης
και με κριτήριο το θρήσκευμα, περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι, Έλληνες
ορθόδοξοι της οθωμανικής Ανατολής και Τούρκοι μουσουλμάνοι της ηπειρωτικής και
νησιωτικής Ελλάδας, ξεριζώθηκαν οριστικά και αμετάκλητα από τις πατρογονικές
εστίες τους και μεταφέρθηκαν αναγκαστικά σε μια νέα, άγνωστη πατρίδα.
Αναμφίβολα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη βίαιη εκδίωξη του
ελληνικού στοιχείου από την Τουρκία, η ανταλλαγή των πληθυσμών φαινόταν ως λύση
αναπόφευκτη. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι μέχρι την έναρξη της Συνδιάσκεψης σχεδόν
ένα εκατομμύριο Έλληνες της Ανατολής είχαν ήδη εκπατρισθεί και ο επαναπατρισμός
τους θεωρούνταν ανέφικτος. Κατά συνέπεια, για την ελληνική πλευρά, μια συμφωνία
για την ανταλλαγή των πληθυσμών θα ήταν η απλή επισημοποίηση μιας
πραγματικότητας που σε μεγάλο βαθμό είχε ήδη συντελεστεί. Ουσιαστικά η
ανταλλαγή αφορούσε πλέον κάπου 200.000 Έλληνες που είχαν απομείνει στην Τουρκία
και περίπου 360.000 μουσουλμάνους της Ελλάδας. Με την αποχώρηση των τελευταίων
η Ελλάδα θα αποκτούσε χώρο και περιουσιακά στοιχεία για την αποκατάσταση των
προσφύγων, η συρροή των οποίων απειλούσε ήδη τη χώρα με κοινωνική κατάρρευση.
2 |
Για την τουρκική πλευρά η απέλαση των χριστιανικών πληθυσμών ήταν
προαποφασισμένη και αδιαπραγμάτευτη. Ο Κεμάλ είχε εξαρχής ξεκαθαρίσει ότι δεν
επρόκειτο να ανεχθεί την παρουσία Ελλήνων στα τουρκικά εδάφη, είχε μάλιστα αποφασίσει
να εκδιώξει και τους υπόλοιπους ελληνικούς πληθυσμούς, ορίζοντας προθεσμία τις
13 Δεκεμβρίου. Ωστόσο η Τουρκία επιζητούσε μια συμφωνία με την ελληνική πλευρά,
πάντα στη βάση της ολικής και υποχρεωτικής ανταλλαγής, ώστε να νομιμοποιήσει
την πράξη της και να μην κατηγορηθεί για αυθαίρετη μονομερή απέλαση.
Αν και επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων η συμφωνία, δεν έπαυε να είναι αποτρόπαιη
λόγω του πρωτοφανούς μέτρου της υποχρεωτικής ανταλλαγής.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες παρατηρητών της διάσκεψης, στην αρχή όλες οι
αντιπροσωπείες αναγνώριζαν ότι δεν υπήρχε ούτε νομική ούτε ηθική βάση για μια
τέτοια ρύθμιση, απέφευγαν να αναλάβουν την ευθύνη για την πατρότητα της ιδέας
και αλληλοκατηγορούνταν για την υιοθέτησή της.
Γεγονός είναι ότι η ελληνοτουρκική Σύμβαση προκάλεσε αλγεινή εντύπωση και
επικρίθηκε από πολλούς ως άθλια και απάνθρωπη συναλλαγή, που παραβίαζε κατάφορα
το δίκαιο, την ηθική και τις αρχές του ανθρωπισμού. Κατά τον Στυλιανό Σεφεριάδη
(πρόκειται για τον πατέρα του Γιώργου Σεφέρη), ήταν η απεχθέστερη συμφωνία που
υπογράφηκε ποτέ από πολιτισμένα κράτη. Ο διαπρεπής νομικός εξέφρασε την άποψη πως
έπρεπε να θεωρηθεί άκυρη, επειδή ήταν αντίθετη στο διεθνές δίκαιο των
μειονοτήτων και στο καταστατικό της Κοινωνίας των Εθνών αλλά και επειδή
παραβίαζε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. «Οι άνθρωποι –έγραψε– δεν είναι ζώα, ώστε
να μπορεί κάποιος να τα θυσιάζει, να τα πουλάει, να τα παραχωρεί ή να τα
ανταλλάσσει».
3 |
Με
σύγχρονους όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Σύμβαση της Λωζάννης νομιμοποίησε
την εφαρμογή μιας “ήπιας εθνοκάθαρσης”, μέσω της οποίας η Ελλάδα και η Τουρκία
έλυσαν το γόρδιο δεσμό των μειονοτήτων τους και διασφάλισαν την εθνική τους
ομοιογένεια. Προκειμένου να απαλλαγούν από ανεπιθύμητους υπηκόους τους,
από ανθρώπους που λόγω της εθνικής
καταγωγής και της θρησκείας τους είχαν διαφορετική συνείδηση και ισχυρούς
δεσμούς με την άλλη πλευρά, οι δύο χώρες δε δίστασαν να διαγράψουν αιώνες
ιστορίας, να καταπατήσουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και να αγνοήσουν τη
βούληση των ανταλλάξιμων πληθυσμών.
Από τη δική τους πλευρά οι Σύμμαχοι, μια και τα συμφέροντά τους ευνοούνταν
πλέον από τη διατήρηση της σταθερότητας στην περιοχή, προσδοκούσαν ότι με την
απομάκρυνση των μη αφομοιώσιμων πληθυσμών αφενός θα αποφεύγονταν οι εντάσεις
στο εσωτερικό των δύο κρατών και αφετέρου θα εξέλιπε μια βασική αιτία
αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο χώρες. Έτσι χαιρέτησαν την ελληνοτουρκική
συμφωνία ως ευπρόσδεκτη εξέλιξη, ορόσημο για μακροχρόνια ειρήνη και σταθερότητα
στην περιοχή.
Η προσφυγική αντίθεση διατρανώθηκε στα παλλαϊκά συλλαλητήρια της 8ης Ιανουαρίου
1923 στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις. Με ψηφίσματα που επέδωσαν
προς τις πρεσβείες των Μεγάλων Δυνάμεων, οι ξεριζωμένοι εξέφρασαν τη διαμαρτυρία
τους «εναντίον της διαπραττομένης ανθρωποεμπορίας των λαών» και απαίτησαν «το
δικαίωμα της παλιννοστήσεως μετά πραγματικών εγγυήσεων». «Εν εναντία
περιπτώσει –τόνισαν στο αθηναϊκό ψήφισμα– θα διαμαρτύρωνται αενάως αυτοί και τα
τέκνα αυτών, κληροδοτούντες το συναίσθημα τούτο της οδύνης και διαμαρτυρίας εις
τας επερχομένας γενεάς»!
4 |
Όμως στη Λωζάννη πρυτάνευσαν κριτήρια αλλότρια προς τα ανθρώπινα και τα
μειονοτικά δικαιώματα. Το είχε υποδηλώσει άλλωστε η εκκωφαντική σιωπή όλων των
πλευρών για τις γενοκτονικές πρακτικές που είχαν εφαρμόσει οι νεότουρκοι και οι
κεμαλικοί κατά των μη μουσουλμανικών πληθυσμών. Από την άλλη, οι πρόσφατες συμφωνίες
των βαλκανικών χωρών για ανταλλαγή πληθυσμών (η τουρκοβουλγαρική του 1913, η μη
εφαρμοσθείσα ελληνοτουρκική του 1914 και η ελληνοβουλγαρική του 1919)
αποτελούσαν ασφαλή οδηγό για τη διαχείριση παρόμοιων προβλημάτων. Έτσι μετά από
μία δεκαετία αιματηρής εθνοκάθαρσης, η υποχρεωτική ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών
πληθυσμών ήρθε να επισφραγίσει, ως βολικά “σοφή” και “ανθρωπιστική” λύση, τη
μετάβαση από την πολυεθνοτική και πολυθρησκευτική Οθωμανική Αυτοκρατορία στα
ομοιογενή εθνικά κράτη που συγκροτήθηκαν στις παλιές περιοχές της.
Το Σεπτέμβριο του 1923 συστάθηκε η 11μελής Μικτή Επιτροπή επί της
Ανταλλαγής. Μέσα στις αρμοδιότητές της ήταν να επιτηρεί και να διευκολύνει το
έργο της “μετανάστευσης”: Να καταγράφει και να ενημερώνει τους ανθρώπους που
όφειλαν να εγκαταλείψουν τις δύο χώρες, να ορίζει τα λιμάνια στα οποία έπρεπε
να μεταβούν, να τους εφοδιάζει με τα
απαραίτητα έγγραφα κλπ. Η διαδικασία αποχωρισμού της γενέτειρας γης, που άρχισε
από τα παράλια της Μικράς Ασίας το Σεπτέμβριο του 1922 υπό συνθήκες τρόμου και
αποτρόπαιης βίας, ολοκληρώθηκε ομαλά υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών
στα τέλη του 1924.
φωτογραφίες
1. Η ελληνική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης. Καθιστοί από
αριστερά: Δημήτριος Κακλαμάνος,
Ελευθέριος Βενιζέλος, Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, Αλέξανδρος Μαζαράκης (Βιβλιοθήκη
της Βουλής των Ελλήνων).
2. Φωτογραφία Κέντρου Μικρασιατικών
Σπουδών
3. Από την εκκένωση της Θράκης, 1922
(Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
4. Έγγραφο
της Μικτής Επιτροπής για μετακίνηση ανταλλάξιμου πρόσφυγα από την Κων/πολη στην
Καβάλα, Οκτ. 1924 (ΓΑΚ – Αρχεία Ν. Καβάλας)
* Δημοσιευμένο στο 40σέλιδο περιοδικό - αφιέρωμα της εφημερίδας "Έθνος" (Σεπτ. 2018)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου