Από την Πέραμο της Κυζίκου στην Καβάλα
(ανάρτηση στο FB, 12 Απριλίου 2022)*
«Οι φλόγες και η σφαγή της Σμύρνης δεν άργησαν να απλωθούν ως την Προύσα και την Κύζικο. Και μια μέρα φτάνει στην Κωνσταντινούπολη ένα περαμιώτικο καΐκι, που ταξίδευε όλη την νύχτα με πανιά και με κουπιά, και ένα γράμμα τσαλακωμένο και ποτισμένο από τον ιδρώτα ήρθε στα χέρια του εμπόρου Γιάννη Δεσύλλα, ταμία του εν Κωνσταντινουπόλει Ανορθωτικού Συνδέσμου των Περαμίων. Το παραθέτουμε ολόκληρο:
“Εν Περάμω τη 23η Αυγούστου 1922. / Αγαπητοί
Συμπατριώται, / Ο κίνδυνος της απώλειας ημών επέστη. Το Βαλούκεσερ καίεται. Η
περιοχή περιήλθεν εις χείρας των εχθρών. Η Πάνορμος κενούται. Αι Αρχαί ανεχώρησαν.
Ουδεμία πλέον ελπίς υπάρχει. Η σωτηρία μας έγκειται εν τη φυγή μόνη. Πώς όμως
θα φύγωμεν; Έχομεν ανάγκην ατμοπλοίου αμέσως. Η τελευταία μας ελπίς είσθε
υμείς. Άμα τη λήψει της παρούσης, σπεύσατε, ναυλώσατε κατάλληλον ατμόπλοιον και
στείλατε να μας παραλάβη, να σωθώμεν της σφαγής. Σπεύσατε. Πάσα αναβολή ή
αδιαφορία θα φέρει την καταστροφήν. Σπεύσατε, άλλως τετέλεσται! Έχομεν
τριακοσίας λίρας εις χείρας μας”.
Αφηγείται ο Γαβριήλ Ψύχας: “Αρχίσαμε λοιπόν να τρέχουμε
σαν τρελοί να εύρουμε πλοίο διά να πάμε να τους σώσουμε. […] Όταν έφεξε καλά,
μπήκαμε στο λιμάνι της Περάμου. Αλλά τι ήταν εκείνο που αντικρίσαμε! Όλος ο
πληθυσμός του χωριού, με τα ρούχα ντεγκιασμένα, να στέκεται όρθιος στο
παραθαλάσσιο, όπου ξεροστάλιαζε επί πέντε μερόνυχτα, καρτερώντας το καράβι της
σωτηρίας. Όταν μας είδαν, γονάτισαν όλοι και προσεύχονταν με σπαρακτικούς
λυγμούς. Όλα τα καΐκια, τα ψαράδικα και οι βάρκες ανοιχτήκαν με μιας και
περικύκλωσαν το βαπόρι”. […]
Έτσι, ανήμερα τη μεγάλη γιορτή της Παναγίας στις 23
Αυγούστου, όπου άλλοτε χαλούσε ο κόσμος στο μεγάλο και ξακουστό πανηγύρι [της
Μονής Παναγίας Φανερωμένης] από τους χορούς, τα τραγούδια και τα σφυρίγματα των
βαποριών που μετέφεραν τους προσκυνητές, αυτή τη σημαδιακή μέρα διάλεξε η μοίρα
για να φωνάξη, σαν το Χριστό πάνω στο σταυρό, την τελευταία της λέξη η Πέραμος:
Τετέλεσται! […]
Το πρωί ξημερωθήκαμε στο Μυριόφυτο. […] Εκεί έμειναν
λίγες ημέρες. Όταν το πήραν απόφαση ότι δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω, τότε
άρχισαν να κατεβαίνουν προς τα κάτω, προς την ελεύθερη Ελλάδα. Ξεκίνησαν από
στεριάς με μικρές ομάδες και στις αρχές του Οκτωβρίου είχαν όλοι συγκεντρωθεί
στην Καβάλα. […] Στεγάστηκαν όπως-όπως όλοι, άλλοι σε σπίτια και άλλοι, οι
περισσότεροι, στις καπναποθήκες και όπου αλλού εύρισκαν χώρο σε δημόσια
κτίρια».
[Πηγή: Γεωργίου Αυγερινού Σγουρίδη, «Η Πέραμος της
Κυζίκου», Αθήνα 1968 - Φωτ.: Περαμιώτες στην Καβάλα, Μουσείο Προσφυγικού
Ελληνισμού Καβάλας, συλλογή Οικογ. Βαμβακά]
*1922-2022. Εκατό χρόνια Εθνικής Μνήμης [τεκμ. 3/100]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου