“Ζητούμεν τόπον κατοικίας εκτός του φρουρίου…”*. Η αναφορά των χριστιανών της Καβάλας (Νοέ.1864)
και η επέκταση της πόλης εκτός των τειχών
Από την εποχή της ανασυγκρότησής της (1520-1530) μέχρι και τη δεκαετία του 1860, δηλ. για περίπου τρεισήμισι αιώνες, η Καβάλα περιορίζεται μέσα στα όρια της περίκλειστης παλιάς πόλης, σε μια μικρή έκταση 17 εκταρίων (1 εκτάριο = 10 στρέμματα). Στη χερσόνησο, τον κατεξοχήν χώρο κατοίκησης, αναπτύσσονται οι μαχαλάδες (συνοικίες), που αποτελούνται από άτομα της ίδιας θρησκευτικής ομάδας και συγκροτούνται γύρω από ένα θρησκευτικό χώρο. Στο κέντρο της πόλης, που είναι κοινό για όλους τους κατοίκους, οργανώνεται η αγορά και οι χώροι εργασίας και οικονομικών δραστηριοτήτων. Εκτός των τειχών της πόλης υπάρχουν μόνο χάνια, αποθήκες και κτίσματα για τις υπηρεσίες του λιμανιού και του εβδομαδιαίου παζαριού.
Χάρτης μας στο βιβλίο Νεάπολις - Χριστούπολις - Καβάλα, Οδοιπορικό στο χώρο και στο χρόνο της παλιάς πόλης, έκδ. Δήμου Καβάλας |
Η χριστιανική συνοικία της Καβάλας, από πολύ νωρίς (16ο ή
17ο αιώνα) έχει περιοριστεί στο νότιο άκρο της χερσονήσου, μακριά
από τα κρίσιμα σημεία της (ακρόπολη, δρόμους ανάβασης, πύλες εισόδου) και γύρω
από το μοναδικό πια χριστιανικό χώρο λατρείας, την εκκλησία της Παναγίας.
Η συρρίκνωση της
οικιστικής ενότητας των χριστιανών αντανακλά τη μεγάλη μείωση του πληθυσμού
τους. Μερικές ενδεικτικές μαρτυρίες: Το
1617 η Μητρόπολη Καβάλας υπάγεται στη Μητρόπολη
Φιλίππων, «επειδή από χρόνων πολλών ηρημώθη εις το παντελές» και δεν μπορεί να
συντηρεί δικό της αρχιερέα. Γύρω στα 1700 Γάλλοι ιησουίτες ιεραπόστολοι
εκτιμούν ότι στην Καβάλα των 3.200 κατοίκων υπήρχαν κάπου 200 ορθόδοξοι. Έναν
αιώνα αργότερα, κατά τις μαρτυρίες των ξένων περιηγητών, οι περίπου 3.000
κάτοικοι της πόλης είναι στη συντριπτική πλειονότητα Τούρκοι.
Αισθητή μεταβολή στο
μέγεθος και στη σύνθεση του πληθυσμού της Καβάλας παρατηρείται ήδη από τις αρχές
του 19ου αιώνα. Η επίσημη τουρκική απογραφή του 1831 καταγράφει 102 “ντόπιους” άρρενες χριστιανούς
στον καζά (επαρχία) της Καβάλας, που σημαίνει ότι ο μόνιμος χριστιανικός
πληθυσμός της πόλης εγγίζει τα 250 άτομα. Καταγράφει όμως και 170 “ξένους”
άρρενες χριστιανούς, δηλ. όχι μόνιμους κατοίκους της πόλης, αλλά μετανάστες
εγκατεστημένους για εργασία. Έπρεπε να περάσουν 350 χρόνια για να επανέλθει ο
χριστιανικός πληθυσμός της Καβάλας στα μεγέθη του 15ου αιώνα!
Η εξέλιξη αυτή είναι
αποτέλεσμα εποικισμών. Από τις
πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα η Καβάλα δέχεται Έλληνες εποίκους από
γειτονικά ή μακρινά μέρη (κυρίως από την Ήπειρο, τη Δυτική Μακεδονία και την
αγροτική ενδοχώρα της), αρκετοί από τους οποίους παραμένουν στην πόλη και
γίνονται μόνιμοι κάτοικοί της. Γύρω στα 1860
η πόλη έχει πάνω από 500 σταθερούς
Έλληνες κατοίκους (120 οικογένειες αναφέρει στα 1859 ο Άγγλος πρόξενος στην
Καβάλα J. Maling), πληθυσμός που
υπερδιπλασιάζεται κατά τις περιόδους επεξεργασίας του καπνού, όταν συρρέουν
στην πόλη οι εποχιακοί καπνεργάτες.
Μεγάλο μέρος αυτών στεγάζεται σε παραπήγματα έξω από τα τείχη της πόλης, αφού η
μικρή χριστιανική συνοικία στη χερσόνησο της Παναγίας έχει πια εξαντλήσει τα
όριά της.
Την εποχή αυτή ο πολεοδομικός ιστός όλης της χερσονήσου
έχει πυκνώσει υπερβολικά, οι διαθέσιμοι χώροι έχουν οικοδομηθεί, οι μαχαλάδες
έχουν επεκταθεί και δεν ξεχωρίζουν πια μεταξύ τους, σπίτια έχουν κτισθεί σε
επαφή με τα τείχη, οι αδιέξοδοι δρόμοι έχουν αυξηθεί κλπ. Ο πληθυσμός των 6.000
κατοίκων (τόσους αναφέρει ο J.Maling
στα 1859) αντιστοιχεί σε μια μέση πυκνότητα 300-350 ατόμων ανά εκτάριο, η οποία
ήταν ασφαλώς μεγαλύτερη στον κατ’ εξοχήν χώρο κατοίκησης.
Η πυκνοκατοικημένη χριστιανική συνοικία στη μύτη της χερσονήσου |
Τα αδιέξοδα ήταν ήδη
ορατά, όπως η έλλειψη αξιοπρεπούς στέγης.
Ενδεικτικό είναι ότι στα 1846 ο Έλληνας προξενικός πράκτορας χρειάστηκε δύο
μήνες για να βρει οικία ανάλογη της θέσης του, την οποία και χρυσοπλήρωσε («ενοίκιον
κατ’ έτος 1.800 γρόσια τοις μετρητοίς») Ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα είχε ο Άγγλος
υποπρόξενος το 1859. Αφού δεν κατάφερε να εξασφαλίσει άδεια για ανέγερση
προξενικού καταστήματος εκτός των τειχών, χρειάστηκε να επιστρατεύσει τις
υψηλές γνωριμίες του στην Κωνσταντινούπολη, μόνο και μόνο για να νοικιάσει μια
ευπρόσωπη κατοικία στην Παναγία, κοντά στο Ιμαρέτ.
Σε μια εποχή που έχει αρχίσει ο οικονομικός και κοινωνικός μετασχηματισμός της Καβάλας (αυτός που θα μεταμορφώσει την ασήμαντη τουρκόπολη σε ένα ακμαίο και κοσμοπολίτικο εμπορικό κέντρο) οι φορείς της προόδου έπρεπε να αντιπαλέψουν με δυνάμεις ισχυρές: με τις δομές ενός απαρχαιωμένου συστήματος και με τις παγιωμένες και αναχρονιστικές νοοτροπίες της κυρίαρχης εθνοθρησκευτικής ομάδας.
Τροχοπέδη στην πρόοδο αποτελούσαν πρώτα – πρώτα οι τοπικοί διοικητές. Οι περισσότεροι ήταν αμόρφωτοι, απαθείς και μοιρολάτρες («ο θεός να δώσει»), αδιάφοροι για τα ουσιώδη προβλήματα της πόλης και υποταγμένοι στις θελήσεις των ισχυρών μπέηδων της Δράμας, οι οποίοι αντιδρούσαν σε κάθε μέτρο εκσυγχρονισμού. Η πιο πειστική απόδειξη της διοικητικής ανεπάρκειας ήταν η παντελής έλλειψη έργων υποδομής για την εξυπηρέτηση του ραγδαία αναπτυσσόμενου και ζωτικού για την πόλη τομέα του εμπορίου. «Τίποτε δεν γίνεται στον τομέα των δημοσίων έργων στην περιοχή Καβάλας»! Αυτή η φράση επαναλαμβάνεται στερεότυπα στις ετήσιες βρετανικές εκθέσεις μέχρι το 1890. Ανάμεσα σε πολλά άλλα, οι πηγές επισημαίνουν την «αξιοθρήνητη κατάσταση» των δρόμων, τονίζουν ότι τα καπνά στιβάζονται σε σταύλους ή χάνια, αφού δεν υπάρχουν χώροι κατάλληλοι για την αποθήκευσή τους (η πρώτη άδεια για την ανέγερση καπναποθήκης δόθηκε το 1859-60) και αναφέρονται στην ακαταλληλότητα του λιμανιού (το έργο της κατασκευής του ανατίθεται μόλις στα 1912)!
Όμως και οι απλοί μουσουλμάνοι αποτελούσαν ανασχετικό παράγοντα για την πρόοδο της πόλης. Ήταν διαφορετικό το σύστημα αξιών τους και η αντίληψη για τη ζωή. Στην οθωμανική κοινωνία (κοινωνία θεοκρατικού τύπου, δομημένη με βάση τις αρχές του ιερού ισλαμικού νόμου) δεν ήταν κυρίαρχο το πρότυπο του δραστήριου πολίτη, που θέτει στόχους ατομικής προόδου και κοινωνικής καταξίωσης. Το αντίθετο μάλιστα: Ο «πιστός» όφειλε να είναι ολιγαρκής και ελεήμων. Η επικερδής τοποθέτηση κεφαλαίων, ο τοκισμός του χρήματος, ο τυχοδιωκτισμός, η τοκογλυφία, το εμπόριο εν τέλει, αποδοκιμάζονται ως εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Όλα αυτά μας βοηθούν να κατανοήσουμε γιατί από την οικονομική ανάπτυξη της
Καβάλας επωφελούνται κυρίως οι εθνικές - θρησκευτικές μειονότητες. Στην πόλη αρχίζει να συγκροτείται ένα ισχυρό αστικό στρώμα, αποτελούμενο κυρίως από
Έλληνες και εβραίους, που στις επόμενες δεκαετίες θα συγκεντρώσει μεγάλο
πλούτο από καπνεμπορικές και άλλες παράλληλες δραστηριότητες: τραπεζιτικές
εργασίες, αντιπροσωπεύσεις μεγάλων οίκων, ασφαλίσεις, πρακτορεύσεις κλπ. Αντίθετα,
στη μουσουλμανική κοινότητα βρίσκονται οι φτωχότεροι κάτοικοι της πόλης, ενώ οι
λίγοι πλούσιοι είναι κυρίως γαιοκτήμονες και εισοδηματίες.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι οι μουσουλμάνοι, βλέποντας κοντόθωρα το συμφέρον τους, αντιδρούσαν στην οικιστική επέκταση της Καβάλας, αν και πασιφανώς αυτό αποτελούσε αναγκαίο όρο για την ανάπτυξή της. «Οι γείτονες ημών Οθωμανοί έχοντες ευρυχωροτέρας οικίας και πάντα τα εργαστήρια και ενοικιάζοντες υπερτίμως ταύτας, εμποδίζουσι ημάς του κτίσαι εκτός του φρουρίου, ίνα μη τυχόν αυξανομένων των οικιών και των εργαστηρίων ζημιωθώσι τας από ενοίκια ωφελείας», παραπονιούνται στα 1864 οι Έλληνες της πόλης.
Όσο ισχυρός και να είναι όμως ο «νόμος της αδράνειας», δεν μπορεί να αποτρέψει τις εξελίξεις. Άλλωστε αυτές ευνοούνται πλέον, και επιταχύνονται, από τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Τανζιμάτ, στο πλαίσιο της οποίας θεσπίζονται και νόμοι για τον εκσυγχρονισμό και την αναδιοργάνωση του αστικού χώρου. Το Νοέμβριο του 1864, λίγο μετά τη δημοσίευση του «Κανονισμού περί οδών και οικοδομών», που αναφέρεται και σε επεκτάσεις πόλεων, οι Έλληνες της πόλης, «την αύξησιν της πολιτείας Καβάλλας επιθυμούντες» υποβάλλουν εκ νέου το αίτημα. Το ότι η αναφορά αυτή είναι η πρώτη της Ελληνικής Κοινότητας μετά την «ιδρυτική της πράξη» και τη σύσταση Δημογεροντίας, φανερώνει το επείγον του αιτήματος και τον διακαή πόθο του ελληνικού στοιχείου να βελτιώσει την οικονομική του θέση καθώς και τους όρους και το περιβάλλον κατοικίας και εργασίας του.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι οι μουσουλμάνοι, βλέποντας κοντόθωρα το συμφέρον τους, αντιδρούσαν στην οικιστική επέκταση της Καβάλας, αν και πασιφανώς αυτό αποτελούσε αναγκαίο όρο για την ανάπτυξή της. «Οι γείτονες ημών Οθωμανοί έχοντες ευρυχωροτέρας οικίας και πάντα τα εργαστήρια και ενοικιάζοντες υπερτίμως ταύτας, εμποδίζουσι ημάς του κτίσαι εκτός του φρουρίου, ίνα μη τυχόν αυξανομένων των οικιών και των εργαστηρίων ζημιωθώσι τας από ενοίκια ωφελείας», παραπονιούνται στα 1864 οι Έλληνες της πόλης.
Όσο ισχυρός και να είναι όμως ο «νόμος της αδράνειας», δεν μπορεί να αποτρέψει τις εξελίξεις. Άλλωστε αυτές ευνοούνται πλέον, και επιταχύνονται, από τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Τανζιμάτ, στο πλαίσιο της οποίας θεσπίζονται και νόμοι για τον εκσυγχρονισμό και την αναδιοργάνωση του αστικού χώρου. Το Νοέμβριο του 1864, λίγο μετά τη δημοσίευση του «Κανονισμού περί οδών και οικοδομών», που αναφέρεται και σε επεκτάσεις πόλεων, οι Έλληνες της πόλης, «την αύξησιν της πολιτείας Καβάλλας επιθυμούντες» υποβάλλουν εκ νέου το αίτημα. Το ότι η αναφορά αυτή είναι η πρώτη της Ελληνικής Κοινότητας μετά την «ιδρυτική της πράξη» και τη σύσταση Δημογεροντίας, φανερώνει το επείγον του αιτήματος και τον διακαή πόθο του ελληνικού στοιχείου να βελτιώσει την οικονομική του θέση καθώς και τους όρους και το περιβάλλον κατοικίας και εργασίας του.
Η αναφορά αποστέλλεται στον Οικουμενικό Πατριάρχη και διά μέσου του
Πατριαρχείου απευθύνεται στην οθωμανική
κυβέρνηση και το σουλτάνο. Με αυτό το διάβημα οι Έλληνες της Καβάλας ζητούν
να τους επιτραπεί η εγκατάσταση εκτός
της περιτειχισμένης πόλης: «Ζητούμεν τόπον κατοικίας εκτός του φρουρίου,
τόπον οικοπέδων, όστις είναι πετρώδης, κρημνώδης και αμμώδης, μη δυνάμενος να
παρέξη ουδέ χόρτον προς τροφήν ζώων, ούτε δύναται χρησιμεύσαι εις έτερον τι,
ειμή δι’ οικίας».
Από το έγγραφο πληροφορούμαστε ότι ανάλογο αίτημα είχε υποβληθεί κι άλλες φορές στο παρελθόν, αλλά προσέκρουσε στις αντιδράσεις των μουσουλμάνων της πόλης. Αυτή τη φορά για να κάμψουν τη μακάρια αδιαφορία των τουρκικών αρχών της πόλης απευθύνονται στην οθωμανική κυβέρνηση. Εκθέτουν τους λόγους που καθιστούν αναγκαία την οικιστική επέκταση της πόλης: «Διά της προσεγγίσεως των ατμοπλοίων οσημέραι αυξανομένου του εμπορίου συναυξάνει και ο αριθμός των εμπόρων, οίτινες ενοικιάζουσι οικίας προς κατοίκησιν των οικογενειών (των), αι οικίαι δε ημών ούσαι εντός του φρουρίου σμικρόταται και στενοχωρημέναι λαμβάνομεν την μεγαλητέραν ανησυχίαν […] ταλαιπώρως τη μεγίστη στενοχωρία ζώμεν».
Κάνουν λοιπόν έκκληση στην οθωμανική κυβέρνηση να δώσει προς πώληση μία οικοπεδική έκταση, υπό όρους που θα ικανοποιούν τις στεγαστικές ανάγκες των πολλών και θα αποτρέπουν την κερδοσκοπία: «Ας ευαρεστηθή λοιπόν το υψηλόν και κραταιόν Δοβλέτ να προσδιορίση τιμήν προς τόσον το οικόπεδον και ας διατάξη τας διοικητικάς αρχάς να πωλήσωσι εις τους έχοντας ανάγκην οικιών υποφαινομένους υπηκόους τμηματικώς και όχι εις εν ή δύο άτομα ολικώς, διά να λάβωμεν και ημείς υπό την σκιάν του φιλολάου Βασιλέως Σουλτάν Απτούλ Χαν Αζήζ Εφένδη άνεσιν ευρυχωρίας και ησυχίας».
Δεν περιορίζονται όμως στην περιγραφή του προβλήματος αλλά επικαλούνται και τα οφέλη που θα προκύψουν: «Θα αυξηθή η πολιτεία, θα καλλωπισθή, θα ωφεληθή η κυβέρνησις πωλούσα τα οικόπεδα των ήδη αχρήστων μερών, θα πολλαπλασιασθή το προϊόν του καπνού, ον εργαζόμεθα, και θα εκατονταπλασιασθή το τελώνειον».
Το νέο αίτημα δεν φαίνεται να συνάντησε αντιδράσεις, έτσι σύντομα δόθηκε η άδεια για την ανέγερση οικιών και χώρων εργασίας έξω από τα όρια της περιτειχισμένης παλιάς πόλης. Άλλωστε η οικιστική επέκταση ανταποκρινόταν και στα συμφέρονται όλων των ισχυρών παραγόντων της οικονομικής ζωής (ξένων εμπορικών οίκων, ναυτιλιακών εταιρειών, προξενείων κ.ά.), που είχαν και λόγους και δύναμη να ασκήσουν την επιρροή τους στην οθωμανική κυβέρνηση. Εικάζουμε ότι το σουλτανικό φιρμάνι εκδόθηκε τους επόμενους μήνες, αφού στις αρχές του 1866 έχουν κιόλας δρομολογηθεί οι ενέργειες για την ανέγερση εκκλησίας (του Αγίου Ιωάννου) στη νέα χριστιανική συνοικία.
Από το έγγραφο πληροφορούμαστε ότι ανάλογο αίτημα είχε υποβληθεί κι άλλες φορές στο παρελθόν, αλλά προσέκρουσε στις αντιδράσεις των μουσουλμάνων της πόλης. Αυτή τη φορά για να κάμψουν τη μακάρια αδιαφορία των τουρκικών αρχών της πόλης απευθύνονται στην οθωμανική κυβέρνηση. Εκθέτουν τους λόγους που καθιστούν αναγκαία την οικιστική επέκταση της πόλης: «Διά της προσεγγίσεως των ατμοπλοίων οσημέραι αυξανομένου του εμπορίου συναυξάνει και ο αριθμός των εμπόρων, οίτινες ενοικιάζουσι οικίας προς κατοίκησιν των οικογενειών (των), αι οικίαι δε ημών ούσαι εντός του φρουρίου σμικρόταται και στενοχωρημέναι λαμβάνομεν την μεγαλητέραν ανησυχίαν […] ταλαιπώρως τη μεγίστη στενοχωρία ζώμεν».
Κάνουν λοιπόν έκκληση στην οθωμανική κυβέρνηση να δώσει προς πώληση μία οικοπεδική έκταση, υπό όρους που θα ικανοποιούν τις στεγαστικές ανάγκες των πολλών και θα αποτρέπουν την κερδοσκοπία: «Ας ευαρεστηθή λοιπόν το υψηλόν και κραταιόν Δοβλέτ να προσδιορίση τιμήν προς τόσον το οικόπεδον και ας διατάξη τας διοικητικάς αρχάς να πωλήσωσι εις τους έχοντας ανάγκην οικιών υποφαινομένους υπηκόους τμηματικώς και όχι εις εν ή δύο άτομα ολικώς, διά να λάβωμεν και ημείς υπό την σκιάν του φιλολάου Βασιλέως Σουλτάν Απτούλ Χαν Αζήζ Εφένδη άνεσιν ευρυχωρίας και ησυχίας».
Δεν περιορίζονται όμως στην περιγραφή του προβλήματος αλλά επικαλούνται και τα οφέλη που θα προκύψουν: «Θα αυξηθή η πολιτεία, θα καλλωπισθή, θα ωφεληθή η κυβέρνησις πωλούσα τα οικόπεδα των ήδη αχρήστων μερών, θα πολλαπλασιασθή το προϊόν του καπνού, ον εργαζόμεθα, και θα εκατονταπλασιασθή το τελώνειον».
Το νέο αίτημα δεν φαίνεται να συνάντησε αντιδράσεις, έτσι σύντομα δόθηκε η άδεια για την ανέγερση οικιών και χώρων εργασίας έξω από τα όρια της περιτειχισμένης παλιάς πόλης. Άλλωστε η οικιστική επέκταση ανταποκρινόταν και στα συμφέρονται όλων των ισχυρών παραγόντων της οικονομικής ζωής (ξένων εμπορικών οίκων, ναυτιλιακών εταιρειών, προξενείων κ.ά.), που είχαν και λόγους και δύναμη να ασκήσουν την επιρροή τους στην οθωμανική κυβέρνηση. Εικάζουμε ότι το σουλτανικό φιρμάνι εκδόθηκε τους επόμενους μήνες, αφού στις αρχές του 1866 έχουν κιόλας δρομολογηθεί οι ενέργειες για την ανέγερση εκκλησίας (του Αγίου Ιωάννου) στη νέα χριστιανική συνοικία.
Η παλιά πόλη και νέα συνοικία (του Αγίου Ιωάννου) σε γαλλικό χάρτη των αρχών του 20ού αι. |
Η επιλογή της προτεινόμενης θέσης (της σημερινής περιοχής του Αγίου
Ιωάννου) φαίνεται εύλογη, αφού εκεί βρίσκονταν από προηγούμενη περίοδο τα χριστιανικά
νεκροταφεία κι ένα ερειπωμένο παρεκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής με αγίασμα. Η συνοικία του Αγίου Ιωάννου είχε ραγδαία ανάπτυξη: Στα 1876, σύμφωνα με έκθεση
του μητροπολίτη Ξάνθης, στη συνοικία διαμένουν 93 οικογένειες, σχεδόν το ένα
τρίτο του μόνιμου ελληνικού πληθυσμού της Καβάλας.
Τα επόμενα χρόνια, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, θα διαμορφωθούν και οι υπόλοιπες συνοικίες: Οι χριστιανικές Κεντρική (Αγίου Παύλου), Καρά Ορμάν – Αγίου Αθανασίου, Κιουτσούκ Ορμάν, Τηλεγράφου· τα Ποταμούδια, με μεικτό πληθυσμό· οι μουσουλμανικές Γενή Μαχαλέ, Χαμιντιγιέ, Σελιμιγιέ (η τελευταία, μετά το 1900)· η εβραϊκή συνοικία· οι γύφτικες Τσομλέκ Δερέ και Κιουτσούκ Μαχαλέ. Παράλληλα θα δημιουργηθούν και οι νέες κεντρικές περιοχές, οι χώροι των διοικητικών λειτουργιών, των οικονομικών δραστηριοτήτων και των κάθε λογής υπηρεσιών. Έτσι θα ολοκληρωθεί ο πολεοδομικός χάρτης της Καβάλας, μέχρι την έλευση των προσφυγικών πληθυσμών στη δεκαετία του 1920.
Τα επόμενα χρόνια, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, θα διαμορφωθούν και οι υπόλοιπες συνοικίες: Οι χριστιανικές Κεντρική (Αγίου Παύλου), Καρά Ορμάν – Αγίου Αθανασίου, Κιουτσούκ Ορμάν, Τηλεγράφου· τα Ποταμούδια, με μεικτό πληθυσμό· οι μουσουλμανικές Γενή Μαχαλέ, Χαμιντιγιέ, Σελιμιγιέ (η τελευταία, μετά το 1900)· η εβραϊκή συνοικία· οι γύφτικες Τσομλέκ Δερέ και Κιουτσούκ Μαχαλέ. Παράλληλα θα δημιουργηθούν και οι νέες κεντρικές περιοχές, οι χώροι των διοικητικών λειτουργιών, των οικονομικών δραστηριοτήτων και των κάθε λογής υπηρεσιών. Έτσι θα ολοκληρωθεί ο πολεοδομικός χάρτης της Καβάλας, μέχρι την έλευση των προσφυγικών πληθυσμών στη δεκαετία του 1920.
Από τελετή Θεοφανείων στην παραλία του Αγίου Ιωάννου (αρχές 20ού αι.) |
* Η αναφορά είναι καταχωρισμένη στον "Κώδικα της εν Καβάλλα
Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος, 1864-1889", σ. 21 (στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Ν. Καβάλας) ▪ Για το χώρο της παλιάς πόλης (τείχη, συνοικίες
κ.ά.), τις δημογραφικές εξελίξεις από το 16ο μέχρι το 19ο
αι., το μετασχηματισμό της πόλης, την πολεοδομική της επέκταση, την ανάπτυξη
της ελληνικής κοινότητας και τα υπόλοιπα θέματα αυτού του άρθρου, βλ. Κυριάκου Λυκουρίνου, «Η Καβάλα της
Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι.- 1912) Η παλιά πόλη - συνοικία της Παναγίας»
στο Η παλιά πόλη της Καβάλας
(7ος π.χ. – 20ος αι. ) Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της ιστορίας, έκδ. Εξωραϊστικού Πολιτιστικού
Συλλόγου Παναγίας “Το Κάστρο”, Καβάλα 2005, τ. 1, σ. 51-231, όπου και παραπομπές στις αρχειακές
πηγές και τη βιβλιογραφία ▪ Επίσης τα
κείμενά μας: ενότητά Γ3. «Οθωμανική περίοδος», σ. 26-38, Β1. «Συνοικίες της οθωμανικής περιόδου», σ.
62-79 και Γ2. «Τείχη», σ. 144-151 στο βιβλίο (των Ν. Καραγιαννακίδη και Κ. Λυκουρίνου), Νεάπολις - Χριστούπολις - Καβάλα,
Οδοιπορικό στο χώρο και στο χρόνο της παλιάς πόλης, έκδ. Δήμου Καβάλας. ▪ Για τη λειτουργία του διοικητικού μηχανισμού, τις
τοπικές οθωμανικές αρχές και τα προβλήματα της περιοχής, στο Κ. Λυκουρίνου,
Το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας. Συμβολή στην ιστορία του Ελληνισμού της
ανατολικής Μακεδονίας και δυτικής Θράκης, διπλωματική εργασία μεταπτυχιακών
σπουδών, έκδ. φωτοαντιγραφική, Καβάλα 1994.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου