Από το Ούλαγατς της Καππαδοκίας στην Καβάλα
(ανάρτηση στο FB, 14 Μαΐου 2022)*
«Έβγαινε ο Αύγουστος [1924], μέρα Παρασκευή ήτανε, που μπήκαμε στους αραμπάδες και όλο το Ουλαγάτς[1] άδειασε από τους χριστιανούς. Λίγα πράγματα πήραμε μαζί μας. Κάτι ρούχα, κανένα χαλί, λίγα μπακιρικά, στρώματα και τέτοια. Μπόγους τα κάναμε. Χρήματα δεν άφηναν να πάρεις. Φλουριά όμως όσα είχαμε τα πήραμε. Τ’ άλλα τα δώσαμε για ένα κομμάτι ψωμί στους Τούρκους.
Εκείνοι, και μάλιστα οι Τουρκάλες, πολύ λυπήθηκαν που φεύγαμε. Έκλαιγαν μαζί μας και ως τους αραμπάδες που ανεβαίναμε έρχονταν από πίσω μας και μας αγκαλιάζανε και μας φιλούσανε. “Να ξανάρθετε”, λέγανε. “Εμείς άλλους δε θέλουμε. Εσείς είστε δικοί μας”.
Στη Μερσίνα είδαμε πρώτη φορά τη θάλασσα. Γέροι άνθρωποι
και δεν ξέρανε τι είναι θάλασσα. Τα παιδιά σαστίζανε που τη βλέπανε και
κλαίγανε.[...] Δεκαπέντε μέρες μείναμε εκεί, μέσα σε μια παλιά εκκλησία, και
ύστερα ήρθε ελληνικό βαπόρι, το “Μαίανδρος”, και μας βάλανε μέσα. […] Σαν
σαρδέλες ήμασταν, πολλοί είχαν αρρώστια και δυο πεθάνανε στο δρόμο και τους
πετάξανε στη θάλασσα.
Βγήκαμε στον Πειραιά και όλους μαζί μας πήγανε στον
Αι-Γιώργη, στο Κερατσίνι. Είπανε έχουμε αρρώστια και θα μείνουμε καραντίνα.
Πρώτο πρώτο μας κούρεψαν τα μαλλιά μας, άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλους. Αυτό
πολύ μας κόστισε. Άσκημο πράμα μόλις πατήσαμε στην Ελλάδα να μας δεχτούνε έτσι!
Και στον Αι-Γιώργη πολύ υποφέραμε. Και πείνα είχαμε, το φαΐ λίγο κι άσκημο, κι
αρρώστια πολλή. Κάθε μέρα πεθαίνανε άνθρωποι.
Κλαίγαμε νύχτα μέρα κι όλο μπροστά μας είχαμε τον τόπο
μας και τα σπίτια μας, που αφήσαμε. Καλύτερος είναι ο Τούρκος, λέγαμε. Ενάμισο
μήνα μείναμε και ύστερα μας ανεβάσανε σε φορτηγό τρένο και μας πήγανε στη
Μακεδονία.
Εγώ ήμουνα με τη μητέρα μου και την αδελφή μου, άρρωστες
και τις δύο. Μαζί με άλλους πατριώτες μας πήγανε κοντά σε ένα μικρό μέρος,
επάνω στη θάλασσα, τις Ελευθερές. Εκεί μας έβαλαν και μείναμε μέσα σε παράγκες.
Τα σανίδια αραιά-αραιά ήταν κι έμπαινε η βροχή και το κρύο μέσα. Νοέμβριος
μήνας ήτανε κι έβρεχε συνέχεια. Δώδεκα μέρες μείναμε και μας πήγανε με κάρα στο
Πράβι. Εκεί μας έβαλαν σε σχολεία μέσα να μείνουμε. Δυο χρόνια μείναμε στο
Πράβι. Στο τέλος του δεύτερου χρόνου ήρθανε επιτροπές και μας γράψανε και μας
στείλανε στην Ποδογώριανη. Εκεί μας δώσανε σπίτι και κατοικήσαμε και μικρό
κλήρο για να καλλιεργήσουμε.
Εγώ είχα άρρωστη μητέρα και άρρωστη αδελφή μαζί μου. Πού
να τα βγάλω πέρα. Τότε γράψαμε και ήρθε ο μεγαλύτερος αδελφός μου απ’ την Πόλη.
Αυτός εγκαταστάθηκε στην Καβάλα, στο συνοικισμό Πεντακόσια, και μας πήρε κι
εμάς κοντά του. Η μητέρα μου και η αδελφή μου μέσα σε ένα χρόνο πέθαναν.
Εγώ παντρεύτηκα το Νικόλα Μαδενλόγλου ή Μεταλλείδη κι
έμεινα πια στα Πεντακόσια. Κάναμε κόρη, την παντρέψαμε, κάναμε εγγόνια, και η
δυστυχία από πάνω μας δεν έφυγε».
[1] Ουλαγάτς: χωριό στην περιφέρεια Νίγδης της Καππαδοκίας.
Εκατόν δέκα (110) οικογένειες από το Ουλαγάτς και Κιτσαγάτς εγκαταστάθηκαν στην
Ποδογόριανη (σημ. Ποδοχώρι) του Παγγαίου
[Πηγή: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, “Η Έξοδος”, τ. Β΄,
Αθήνα 1982, σ. 231-232 (μαρτυρία της Σοφίας Μεταλλείδου ή Μαδενλόγλου, Καβάλα)
– φωτ. Κ.Μ.Σ.]
--------------
* 1922-2022. Εκατό χρόνια Εθνικής Μνήμης [τεκμ. 17/100]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου