Ιστορίες και θρύλοι για
την εκκλησία του Αϊ-Γιάννη στην Καβάλα του 1866
Όπως έχουμε δει σε άλλο κείμενο, το Νοέμβριο του
1864 οι χριστιανοί κάτοικοι της Καβάλας απευθύνθηκαν στην οθωμανική κυβέρνηση και
ζήτησαν από να τους επιτραπεί η εγκατάσταση «εκτός του φρουρίου». Καθώς το
αίτημα έγινε δεκτό, σύντομα εκδόθηκε η άδεια για την ανέγερση οικιών και χώρων
εργασίας έξω από τα όρια της περιτειχισμένης παλιάς πόλης και σχεδόν αμέσως
άρχισε να διαμορφώνεται η «νέα συνοικία» (η μετέπειτα του Αγίου Ιωάννου). [1]
Το επόμενο βήμα ήταν η απόκτηση χώρου λατρείας.
Από τα αρχεία της Ελληνικής Κοινότητας πληροφορούμαστε ότι το Μάρτιο του 1866
είχε ήδη εξασφαλιστεί η έγκριση των οθωμανικών αρχών για την ανέγερση της εκκλησίας.
Αμέσως διορίστηκε από την κοινότητα η «Επιτροπή
του Τιμίου Προδρόμου» (με μέλη τους Ιωάννη Ναλμπάντη, Παναγιώτη Θεοδώρου ή
Θεοδωρίδη, Αθανάσιο Παραδέλη, Θωμά Αθανασιάδη, Γεώργιο Ναούμ Στάνη και Δημήτριο
Στεργίου Φέσσα), με σκοπό να αναζητήσει πόρους και να φροντίσει για την
υλοποίηση του έργου. [2]
Η ανέγερση της εκκλησίας κινητοποίησε όλο τον
ελληνισμό της πόλης. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις των παλαιότερων και την
προφορική παράδοση, κάποια Κυριακή, αφού τελείωσε η Θεία Λειτουργία στην
Εκκλησία της Παναγίας, όλος ο χριστιανικός πληθυσμός της Καβάλας, άνδρες,
γυναίκες, παιδιά και γέροντες, με επικεφαλής το μητροπολίτη Ξάνθης Διονύσιο, πορεύτηκε από την άκρη της χερσονήσου (“μετά φανών και λαμπάδων και πάσης ιερατικής παρατάξεως
και παντός του λαού”) στην τότε έρημη
περιοχή του Αϊ-Γιάννη. [3]
Μετά την τελετή κατάθεσης
του θεμέλιου λίθου της εκκλησίας, όλοι μαζί άρχισαν να κουβαλούν τα υλικά, να
σπάζουν πέτρες, να φέρνουν άμμο, να πελεκούν κορμούς δέντρων για σανίδια και
σκαλωσιές, να σβήνουν ασβέστη και γενικά να ετοιμάζουν ό,τι θα χρειάζονταν οι
ειδικοί τεχνίτες για τις εργασίες όλης της εβδομάδας. Το ίδιο έγινε και αρκετές
άλλες φορές, σε μέρες αργίας.
Βέβαια εκτός από τη
μαζική προσωπική εργασία των μελών της κοινότητας, χρειάστηκε και η οικονομική
βοήθεια των πλέον εύπορων. Η μόνη ρητή αναφορά, καταχωρισμένη στον Κώδικα της
Ελληνικής Κοινότητας (1864-1889), είναι το «αφιέρωμα» των 10.000 γροσίων που
κληροδότησε το 1866 ο μακαρίτης Εμμανουήλ Σταυράκης «προς ευκολίαν της
εκκλησίας».
Στο νάρθηκα του ναού υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα
με την επιγραφή: «Διονυσίου Ξάνθης αρχιερατεύοντος, αναλώμασι της των Ελλήνων
παροικίας ο ναός ούτος ανηγέρθη εν έτει αωξς'» (1866). Υποθέτουμε ότι ο όρος
«παροικία Ελλήνων» δεν αναφέρεται μόνο στους Έλληνες υπηκόους αλλά στο σύνολο
του ελληνικού πληθυσμού της πόλης και ότι στα «αναλώματα» περιλαμβάνονται όχι
μόνο οι εθελοντικές χρηματικές εισφορές ή άλλες
δωρεές των κατοίκων αλλά και τα έσοδα από τη φορολογία που επέβαλε η γενική
συνέλευση της κοινότητας («επί των δεσμάτων του καπνού, του βαμπακίου και των
λοιπών εξερχομένων εμπορευμάτων») σε κάθε Έλληνα έμπορο, «κάτοικο ή πάροικο».[4]
Η Επιτροπή στράφηκε και προς
την Κοινότητα
του Αγίου Όρους για να ζητήσει την υλική
συνδρομή της: «Αναφέρομεν διά της παρούσης μας ότι αποφασίσαμεν οι
υποφαινόμενοι κάτοικοι της Μακεδονικής Νεαπόλεως (Καβάλλας) να ανεγείρωμεν εκ
θεμελίων την προ αιώνων κατακρημνισμένην εκκλησίαν του Τιμίου Προδόμου εκτός
του φρουρίου, δυνάμει υψηλής Βασιλικής Διαταγής και αδείας των Διοικητών […]».
Η Επιτροπή τονίζει ότι τα απαιτούμενα έξοδα υπερβαίνουν τις οικονομικές
δυνατότητες της μικρής Κοινότητας και διατυπώνει με σαφήνεια το αίτημα για
«ξυλικήν, ην ο Θεός δέδωκεν υμίν και έχετε», δηλ. ξυλεία για τα διάφορα μέρη
του ναού (σκεπή της εκκλησίας και του αγιάσματος,
νάρθηκα, τέμπλο, στύλους κ.ά.).[5]
Θεωρείται βέβαιο ότι τα μέλη της Επιτροπής
αποτάθηκαν και στη βασιλική οικογένεια της Αιγύπτου, λόγω των ιδιαίτερων δεσμών
της με την Καβάλα. Απ’ ό,τι φαίνεται ανταπόκριση δεν υπήρξε ούτε από την
αγιορείτικη κοινότητα ούτε από τους απογόνους του Μεχμέτ Αλή. [6]
Αν κρίνουμε από την επιγραφή, το κτήριο του ναού
ολοκληρώθηκε μέσα στο 1866, ενώ ο περίβολος και ο αυλόγυρος διαμορφώθηκαν το
επόμενο έτος (η χρονολογία 1867 είναι χαραγμένη στις δύο εισόδους του
περίβολου). Τελικά το έργο αποδείχτηκε υπερβολικά φιλόδοξο και επιβάρυνε την
ολιγομελή ελληνική κοινότητα με δυσβάσταχτα χρέη. Τα χρέη αυτά ανέρχονταν στα
μέσα της δεκαετίας του 1870 σε 600 λίρες και «η απόσβεσις του χρέους της
εκκλησίας» ήταν βασικό θέμα συζήτησης στις συνεδριάσεις των κοινοτικών οργάνων.
Η Κοινότητα και η επιτροπή του ναού πήραν κατά
καιρούς διάφορα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους, όπως πώληση των στασιδίων
της εκκλησίας, αξιοποίηση και εκποίηση εκκλησιαστικών ακινήτων, ανάληψη προσοδοφόρων
έργων κ.ά. Επίσης αρκετοί από τους εύπορους κατοίκους (Ναλμπάντης, Σπόντης,
Γρηγοριάδης κ.ά.) διέγραψαν τα προς αυτούς χρέη της εκκλησίας.
Παρόλα αυτά η σκιά του χρέους («του τα μάλα κατατρύχοντος και
αποδεκατούντος το ταμείον των εκκλησιών») έπεφτε βαριά πάνω στην Κοινότητα για
αρκετά χρόνια και έμεινε στη μνήμη των Καβαλιωτών ως πάθημα. Όταν στις αρχές
του 20ού αιώνα τέθηκαν προς συζήτηση τα προτεινόμενα σχέδια για το ναό του
Αγίου Παύλου, κάποια μέλη της κοινότητας είπαν στο μητροπολίτη Ιωακείμ Σγουρό:
«Προσέξατε, Σεβασμιώτατε, να μην μπούμε και πολύ μέσα και πάθομεν με τον Άγιον
Παύλον ό,τι έπαθον οι πατέρες μας με τον Άγιον Ιωάννην»!
Μπορεί η περίοδος 1864-1866 να ήταν για την
ελληνική κοινωνία της Καβάλας μια εποχή ανάπτυξης και δημιουργικής δράσης, όμως
δεν ήταν και ανέφελη. Αντίθετα, το καλοκαίρι του 1866 ο ελληνισμός της Καβάλας
δοκιμάστηκε σκληρά από τις καταπιέσεις, τις εκφοβιστικές εκδηλώσεις και τη
βίαιη συμπεριφορά του σύνοικου μουσουλμανικού στοιχείου. Αρκούν λίγα ενδεικτικά
παραδείγματα [7]:
Απερίγραπτες ασχήμιες σημειώθηκαν στα μέσα Μαΐου
κατά την εκφορά της σωρού του Εμμανουήλ Σταυράκη,[8] παρουσία πλήθους χριστιανών και όλων των
προξενικών αντιπροσώπων της πόλης. Μετά τις καθ’ οδόν ύβρεις, προπηλακισμούς
και κατάρες («όλοι οι γκιαούρηδες να ψοφήσουν»), ο φανατισμένος όχλος έφραξε
την κεντρική πύλη του τείχους, εμποδίζοντας την πομπή να κατευθυνθεί προς τα χριστιανικά
νεκροταφεία. [9]
Λίγες μέρες αργότερα οι σοφτάδες χάραξαν σταυρό
στο πλακόστρωτο έξω από το Ιμαρέτ και τον πατούσαν, ανάγκαζαν μάλιστα και τους
διερχόμενους χριστιανούς να κάνουν το ίδιο. Το ίδιο διάστημα ελληνικές
περιουσίες καταστρέφονται και σημειώνεται απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Κ.
Χατζηκώστα, εμπορικού πράκτορα των
αδελφών
Abbot, από αστυνομικό κλητήρα. Οι χριστιανοί που διέρχονται από την κεντρική
οδό της χερσονήσου προπηλακίζονται και οι γυναίκες που πηγαίνουν στην εκκλησία
χωρίς ανδρική συνοδεία «υβρίζονται, περιφρονούνται και λιθοβολούνται υπό των οθωμανόπαιδων».
Ανακρίσεις για την απόπειρα δολοφονίας του
Χατζηκώστα διενήργησε ο Ταχήρ Ομέρ μπέης της Δράμας! Όχι μόνο απάλλαξε το
δράστη αλλά επιπλέον ανάγκασε με εκφοβισμούς και απειλές τον αρχιερατικό
επίτροπο (και εφημέριο της Παναγίας) παπα-Άνθιμο και ορισμένους χριστιανούς
προκρίτους να διαβεβαιώσουν εγγράφως ότι οι χριστιανοί χαίρουν πάσης ασφαλείας
και ότι είναι ευχαριστημένοι από την τοπική διοίκηση!
Στα μέσα Ιουλίου
διαδίδονται φήμες για
επικείμενες μαζικές σφαγές και οι χριστιανοί καταφεύγουν στα ξένα προξενεία
ζητώντας προστασία. Ήταν τέτοια η κρισιμότητα της κατάστασης, ώστε οι εδώ
προξενικοί αντιπρόσωποι (J. Maling
της
Αγγλίας, Μ. Σπόντης της Αυστρίας, Π. Βάρδας της Γαλλίας, (;) της Ιταλίας και Μ.
Φώσκολος των Ανσεατικών χωρών και της Πρωσίας) συσκέπτονται και υποβάλλουν από
κοινού αίτηση προστασίας προς τα γενικά προξενεία των Μεγάλων Δυνάμεων στη
Θεσσαλονίκη!
Οι φόβοι δεν επαληθεύτηκαν, ίσως χάρη και στις
πρωτοβουλίες των προξένων. Στα τέλη Ιουλίου ο Έλληνας προξενικός πράκτορας σημειώνει
ανακουφισμένος ότι «η έλευσις ενταύθα του αυτοκρατορικού ατμοπλοίου μετά του
απεσταλμένου επέφερεν δειλίαν τινά προς τους θρασυδείλους οθωμανούς».
Η εκκλησία και το περιφραγμένο παλιό νεκροταφείο, περίπου στα 1900 |
Η τόσο ασυνήθιστη ανθελληνική έξαψη οφείλεται
αναμφίβολα και στις αρνητικές συγκυρίες: Από την άνοιξη του 1866 κυοφορείται
η Κρητική Επανάσταση (1866-1869), αποτέλεσμα της οποίας ήταν η όξυνση και
τελικά η διακοπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Συγχρόνως εμφανίζονται και ένοπλα
ελληνικά σώματα υπό τον Λεωνίδα Βούλγαρη στα παράλια της Χαλκιδικής, γεγονός που
δημιούργησε υπόνοιες για επέκταση των επαναστατικών κινήσεων και στη Μακεδονία.
Για την Καβάλα όμως συνέτρεχε κι ένας ακόμη σοβαρός λόγος, που τον αναφέρει ρητά
στην έκθεσή του ο Έλληνας προξενικός πράκτορας: «Συνέτειναν δε προς την
εξαγρίωσιν των φανατικών Οθωμανών η τε παρούσα γενική κατάστασις […] συγχρόνως
δε και η παρά της Υψηλής Πύλης παραχωρηθείσα άδεια προς ανέγερσιν ναού
χριστιανικού έξωθεν του φρουρίου της πόλεως».
«Έκτοτε λοιπόν ο όχλος ερεθιζόμενος εκ των
φανατικών της ειρημένης σχολής διδασκάλων και μαθητών εξεδήλου αναφανδόν το
κατά των χριστιανών μίσος του και ηπείλει ασυστόλως τους χριστιανούς». [10]
Με όλα αυτά ίσως να εξηγούνται και κάποιοι θρύλοι που πλάστηκαν για την εκκλησία του Αγίου Ιωάννου, όπως για τον Ταχήρ μπέη και την προσπάθειά του να σταματήσει την οικοδόμηση του ναού, μια ασεβή πράξη που την πλήρωσε με τη ζωή του.
Με όλα αυτά ίσως να εξηγούνται και κάποιοι θρύλοι που πλάστηκαν για την εκκλησία του Αγίου Ιωάννου, όπως για τον Ταχήρ μπέη και την προσπάθειά του να σταματήσει την οικοδόμηση του ναού, μια ασεβή πράξη που την πλήρωσε με τη ζωή του.
Ο Ταχήρ μπέης, παρότι ανήκε σε μια αξιοσέβαστη
οικογένεια καπνεμπόρων της Καβάλας (ο
μεγαλύτερος αδελφός του, Χατζή Εσάτ, ήταν γνωστός για τη φιλευσπλαχνία του και
την αγάπη του προς τους χριστιανούς συμπολίτες), ήταν ο ίδιος ένας αχαΐρευτος: μέθυσος
και καυγατζής, τεμπέλης και ανεπρόποκος, μισαλλόδοξος και μισέλληνας. Κάθε
μέρα, μόλις άνοιγαν οι πύλες των τειχών της περίκλειστης πόλης, ζωνόταν τα
κουμπούρια του, καβαλούσε το άλογό του και κάλπαζε για ώρα στην ανοιχτή έκταση.
Μετά καθόταν σ’ ένα χάνι (στο χάνι του Μήτριτζικ ή χάνι της Μαριόγκας, στη
σημερινή οδό Ερμού) και άρχιζε να μπεκροπίνει, λέγεται μάλιστα ότι πότιζε ρακή
και το άλογό του. Κατόπιν μεθυσμένοι και οι δυο, αναβάτης και άλογο, έπαιρναν
το δρόμο για την εντός των τειχών πόλη, για να αναστατώσουν τη ζωή του μαχαλά.
Σ’ ένα τέτοιο μεθύσι, λέγανε οι παλιοί, ανέβηκε πάνω στις Καμάρες και πέρασε
από τη μια άκρη στην άλλη καβάλα στο άλογο.
Ο Ταχήρ μπέης – λέει ο θρύλος – είχε βάλει πείσμα
να σταματήσει το χτίσιμο του Αϊ-Γιάννη. Μια και δεν κατάφερε τίποτα με τις
φοβέρες και τις απειλές του, θέλησε να ζητήσει βοήθεια από τους φανατικούς μπέηδες
της Δράμας. Όταν όμως έφτασε καλπάζοντας
στο μέρος της εκκλησίας, το άλογό του δεν εννοούσε να στρίψει στον ανήφορο για
τη Δράμα. Και δεν μόνο αυτό: Είδε ξαφνικά ο Ταχήρ μπέης να εμφανίζονται αρματωμένοι
άγιοι στους γύρω λόφους και μαζί τους – λέει – ελληνικός στρατός. Περίτρομος
γύρισε πίσω, έφτασε στην ακρογιαλιά, στο καφενεδάκι του Ιωακείμ του Αντωνάρα,
και σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Πήρε ανάσα και διηγήθηκε την οπτασία του. Μετά
απ’ αυτό ο Ταχήρ μπέης δεν έβαλε στο στόμα του πιοτό και σε λίγες μέρες πέθανε στα
καλά καθούμενα, ενώ περπατούσε στο δρόμο. Όλοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι,
απέδωσαν τον ξαφνικό θάνατο στην εκδίκηση του Άγιου και από τότε κανένας
Τούρκος δε διανοήθηκε να βάλει εμπόδια στο χτίσιμο της εκκλησίας.
Στη συλλογική μνήμη της πόλης είχε καταγραφεί και μια άλλη ιστορία: Το πώς κατάφεραν οι πρόγονοι να «ξεγελάσουν» τους «μπουνταλάδες» Τούρκους και να χτίσουν μια τόσο μεγάλη εκκλησιά. Όπως είναι γνωστό, νέος χριστιανικός ναός μπορούσε να ανεγερθεί μόνο με άδεια των οθωμανικών αρχών. Πίστευαν όμως οι τότε Καβαλιώτες ότι οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές για την προβολή ενός τέτοιου αιτήματος. Άλλωστε δεν είχαν περάσει ούτε δύο χρόνια από τα τέλη του 1864 - αρχές του 1865 που είχε ικανοποιηθεί το βασικό αίτημα των χριστιανών, να αποκτήσουν «τόπον κατοικίας εκτός του φρουρίου».
Στη συλλογική μνήμη της πόλης είχε καταγραφεί και μια άλλη ιστορία: Το πώς κατάφεραν οι πρόγονοι να «ξεγελάσουν» τους «μπουνταλάδες» Τούρκους και να χτίσουν μια τόσο μεγάλη εκκλησιά. Όπως είναι γνωστό, νέος χριστιανικός ναός μπορούσε να ανεγερθεί μόνο με άδεια των οθωμανικών αρχών. Πίστευαν όμως οι τότε Καβαλιώτες ότι οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές για την προβολή ενός τέτοιου αιτήματος. Άλλωστε δεν είχαν περάσει ούτε δύο χρόνια από τα τέλη του 1864 - αρχές του 1865 που είχε ικανοποιηθεί το βασικό αίτημα των χριστιανών, να αποκτήσουν «τόπον κατοικίας εκτός του φρουρίου».
Για να πετύχουν λοιπόν το στόχο τους αξιοποίησαν
– λέει ο μύθος – ένα «παραθυράκι» των τουρκικών νόμων. Το πράγμα έχει ως εξής:
Στη θέση του σημερινού ναού του Αϊ-Γιάννη βρισκόταν τότε το χριστιανικό
νεκροταφείο (των μόνιμων κατοίκων της πόλης) και πάνω από αυτό ένα μικρό
εκκλησάκι σχεδόν ερειπωμένο, που έφερε το όνομα της Ζωοδόχου Πηγής. Προφανώς
οφείλει το όνομά του σε μια πηγή (αγίασμα), που ακόμη και σήμερα βρίσκεται στο
υπόγειο της εκκλησίας του Αϊ-Γιάννη. Σύμφωνα λοιπόν με το μύθο, οι χριστιανοί
ζήτησαν να ανοικοδομήσουν το μισοερειπωμένο εκκλησάκι κι όχι να κτίσουν νέα
εκκλησία. Έτσι πέτυχαν εύκολα την έκδοση του σουλτανικού διατάγματος.
Πώς όμως ανέχτηκαν οι Τούρκοι την προκλητική
καταστρατήγηση της άδειας; Ο θρύλος δεν αφήνει κενά: Όταν άρχισαν οι
προετοιμασίες, εμφανίστηκε – λέει – ο Άγιος σε αρκετούς συμπολίτες και τους
είπε ότι η εκκλησία πρέπει να γίνει στο όνομά του. Αυτός βάφτισε το Χριστό και
αγίασε τα νερά, άρα το αγίασμα πρέπει να τιμάται στη μνήμη του! Και ήταν, τάχα,
φοβερός ο Άγιος και δε σήκωνε κουβέντα! Σούφρωνε τα φρύδια και έλεγε με νόημα ότι
πρέπει να το σκεφτεί πολύ σοβαρά η πόλη, αν αρνιόταν τη χάρη που της ζητούσε.
Μέσα σε λίγες μέρες όλος ο κόσμος στην Καβάλα συζητούσε
για την αξίωση του Αϊ-Γιάννη. Και Τούρκοι ακόμη έφτασαν να λένε ότι μια και το
θέλει ο Άγιος, δε θα πείραζε να χτιστεί η εκκλησία στο όνομά του, μη θυμώσει
και στείλει κανένα κακό στον τόπο!
Έτσι, σε κρίσιμες για τον ελληνισμό της Καβάλας στιγμές,
ο Άγιος «εμφανιζόταν» στην πόλη, απ’ τη μια για να αναχαιτίσει τον τουρκικό
φανατισμό και να ορθώσει εμπόδια σ’ αυτούς που επιβουλεύονταν το χριστιανικό
στοιχείο και τα έργα του και από την άλλη για να ενισχύσει το φρόνημα των
καταπτοημένων χριστιανών και να τους παρακινήσει να στηρίξουν με όλες τις δυνάμεις
το έργο που τιμά το όνομά και τη μνήμη του!
Σημειωσεις
[1] βλ. Κ. Λυκουρίνου, «“Ζητούμεν τόπον
κατοικίας εκτός του φρουρίου…”. Η αναφορά των χριστιανών της Καβάλας (Νοέ.1864)
και η επέκταση της πόλης εκτός των τειχών» (http://lykourinos-kavala.blogspot.gr/2017/02/1864_13.html).
[2] Κώδιξ της εν Καβάλλα Ελληνικής Ορθοδόξου
Κοινότητος, 1864-1889 (στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Ν. Καβάλας).
[3] Οι μαρτυρίες και οι θρύλοι για την εκκλησία
του Αγίου Ιωάννου προέρχονται από σειρά δημοσιευμάτων του Ι. Πριμικίδη, «Η Καβάλα
άλλοτε», εφ. Ταχυδρόμος Καβάλας
(1-10-1949 έως 31-1-1950). Τον τόμο Β΄εξαμ. 1949 (με 4 δημοσιεύματα για το
τωρινό θέμα μας) τον είχα αποδελτιώσει στις αρχές της δεκ. 1990. Θέλησα να τα
ξαναδώ τις προάλλες, αλλά ο τόμος (1949 Β΄) δεν υπάρχει πλέον στα ράφια της
Δημοτικής Βιβλιοθήκης!
[4] Στα έγγραφα εκείνης της εποχής ο όρος
«παροικία Ελλήνων» συνήθως χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει το σύνολο των
Ελλήνων υπηκόων της πόλης (δηλ. αυτών που προέρχονταν από κάποιο μέρος της
ελεύθερης Ελλάδας, ήταν Έλληνες πολίτες και είχαν διαβατήριο του ελληνικού
βασιλείου), ενώ ως «πάροικοι» συνήθως αναφέρονταν οι ομογενείς που ήταν
προσωρινά εγκατεστημένοι στην πόλη, αυτοί που δεν είχαν γίνει ακόμη μόνιμοι
κάτοικοι. Υποθέτουμε όμως ότι σ’ αυτή την περίπτωση ο όρος περιλαμβάνει το
σύνολο του ελληνικού πληθυσμού της πόλης, ανεξαρτήτως υπηκοότητας.
[5] Η αίτηση συνδρομής έχει καταχωριστεί στον
Κώδικα της εν Καβάλλα Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος, 1864-1889 (στα Γενικά
Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Ν. Καβάλας).
[6] Στον Κώδικα σώζεται έγγραφο του Αυγούστου 1866,
με υπογραφές 26 χριστιανών, προς τον «υψηλομεγαλειότατο» Ισμαήλ πασά («τον
προστάτην της Καβάλλας, υπέρμαχον των πτωχών, τον ζηλωτήν της παιδείας και των
φώτων, τον ευήκοον των δεομένων σοι…») με το οποίο ζητούν βοήθεια για να
ανεγείρουν πλησίον της εκκλησίας «νοσοκομείον και γυμνάσιον απόρων μαθητών»
(1866). Ανάλογα διαβήματα αναφέρονται και σε μεταγενέστερα πρακτικά συνεδριάσεως
των κοινοτικών οργάνων.
[7] Πηγή πληροφοριών είναι οι εκθέσεις του εν
Καβάλα Έλληνα προξενικού πράκτορα Παν. Κρητικού (στο Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου
Εξωτερικών, φ. 1866/36/2). Ο Κρητικός διεκτραγωδεί τις αγριότητες των σοφτάδων
(σπουδαστών) του Ιμαρέτ, […] αναφέρεται στους «συνεργούς της μοχθηρίας και του
φανατισμού των» (τους διερχόμενους από την Καβάλα νεοσύλλεκτους, απόστρατους,
εθελοντές, φυσικά και μια μερίδα των Τούρκων κατοίκων της πόλης) και αποκαλύπτει
το ρόλο των υποκινητών τους, των πανίσχυρων μπέηδων της Δράμας. Εκτενή αναφορά
στα γεγονότα της περιόδου, Κυρ. Λυκουρίνου,
Το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας.
Συμβολή στην ιστορία του Ελληνισμού της ανατολικής Μακεδονίας και δυτικής
Θράκης, διπλωματική εργασία μεταπτυχιακών σπουδών, έκδ. φωτοαντιγραφική,
Καβάλα 1994, σ. 79-81.
[8] Ο Εμμανουήλ Σταυράκης ήταν επιφανής
Καβαλιώτης, πλούσιος έμπορος, αυστριακός υπήκοος. Κατέλιπε από 10.000 γρόσια
στα σχολεία της Καβάλας, στην εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου και στο Καγιά
Μπουνάρ (Πετροπηγή), με σκοπό την ανέγερση εκκλησίας στο χωριό.
[9] Όπως αναφέρεται και στη συνέχεια, το
χριστιανικό νεκροταφείο (μόνο για τους μόνιμους κατοίκους) γειτνίαζε με το
οικόπεδο της εκκλησίας.
[10] Μέχρι περίπου το 1880 πίσω από κάθε
ανθελληνική ενέργεια στην Καβάλα όλοι έβλεπαν "την ενταύθα οθωμανικήν
σχολήν του Ιμαρετίου Μεχμέτ Αλή πασά, εν η διαιτώνται ως κηφήνες περί τους
τριακοσίους Οθωμανόπαιδας, χρησιμευούσης πάντοτε ως πυρήν του κατά των χριστιανών
μίσους και φανατισμού", όπως έγραφε τότε, το 1866, ο Έλληνας προξενικός
πράκτορας Παν. Κρητικός.
Οι σοφτάδες (οι 300-600 οικότροφοι σπουδαστές
των δύο ιεροδιδασκαλείων του Ιμαρέτ) έρχονταν από διάφορα μέρη της οθωμανικής
επικράτειας, κατά κανόνα στην ηλικία των 14-15, και φοιτούσαν εδώ για αρκετά
χρόνια! Είχαν δωρεάν τροφή και στέγη, έπαιρναν ένα μικρό χρηματικό βοήθημα,
απαλλάσσονταν από την στρατιωτική υπηρεσία και μετά την αποφοίτησή τους
τοποθετούνταν σε ηγετικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού. Η εκπαίδευσή τους
βασιζόταν στην εκμάθηση των ιερών βιβλίων, ενώ οι κοσμικές τους γνώσεις ήσαν
περιορισμένες και αναχρονιστικές. Εξ αιτίας του θρησκευτικού χαρακτήρα της
εκπαίδευσής τους και της πολύχρονης απομάκρυνσής τους από την κοσμική ζωή, οι
σοφτάδες διαπνέονταν από ιερό φανατισμό και έτρεφαν μίσος για τους
αλλόθρησκους. Στις περιόδους έντασης ή κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις
(Επανάσταση 1821-1830, Κριμαϊκό πόλεμο 1854-1856, Κρητική επανάσταση 1866-1869,
“Ανατολική κρίση” 1876-1878) επιστρατεύονταν συχνά από τις τουρκικές αρχές της
πόλης ή από τους ισχυρούς μπέηδες της Δράμας για να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες
της Καβάλας.
Κι αν οι σοφτάδες ήσαν κυρίως εκτελεστικά
όργανα, πρωταγωνιστές και ηθικοί αυτουργοί στην υπόθαλψη του τουρκικού
φανατισμού ήσαν οι πανίσχυροι μπέηδες της Δράμας. Κυρίως ο Ταχήρ Ομέρ μπέης,
ανηψιός του Μεχμέτ πασά της Δράμας (του γνωστού από την Επανάσταση του 1821,
Δράμαλη). Μόνιμη επιδίωξή των μπέηδων ήταν η όξυνση των σχέσεων ανάμεσα σε
χριστιανούς και μουσουλμάνους, ώστε να προσφέρουν τις “καλές υπηρεσίες” τους
και έτσι να αυξάνουν την επιρροή τους στην οθωμανική κυβέρνηση. Πρόθυμους
υπηρέτες και συνεργάτες στο θεάρεστο έργο τους είχαν τους σοφτάδες του Ιμαρέτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου