Η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος…*
Στο ιστορικό αρχείο του Μουσείου μας [του Μουσείου Προσφυγικού Ελληνισμού στην Καβάλα] κατατέθηκε πρόσφατα μία σπάνια τυπωμένη
προκήρυξη της τοπικής Επιτροπής Περιθάλψεως Προσφύγων «Προς τους εν Καβάλλα διαμένοντας πρόσφυγας», με ημερομηνία 12 Μαΐου
1923. Βρέθηκε στο οικογενειακό αρχείο του κ. Αλέξανδρου Καραδημητρίου (με καταγωγή, εκ μητρός, από τον Πλάτανο Ανατολικής Θράκης) και το παραχώρησε
στο Μουσείο μας, μαζί με πολλά άλλα, η σύζυγός του Ρόη Ζεϊνοπούλου, μέλος του Συλλόγου μας.
Τα «εφήμερα» έντυπα (προκηρύξεις,
βεβαιώσεις, άδειες, πιστοποιητικά, ανακοινώσεις και αποδείξεις προσφυγικών συλλόγων,
διαφημιστικά, φέιγ βολάν, προγράμματα και εισιτήρια εκδηλώσεων κλπ.), σήμερα
σπανίζουν. Οι πρόσφυγες διαφύλαξαν μεν τα επίσημα έγγραφα που θεμελίωναν
δικαιώματα (ληξιαρχικά, περιουσιακά, για προσφυγικές αποζημιώσεις, απόκτηση κατοικίας
ή κλήρου, εξόφληση χρεών κ.ά.), όμως τα υπόλοιπα «χαρτιά» είτε τα χρησιμοποίησαν
για διάφορες πρακτικές ανάγκες (π.χ. για προσάναμμα), είτε τα θεώρησαν άχρηστο
υλικό και τα πέταξαν στα σκουπίδια. Έτσι χάθηκαν πολύτιμες ιστορικές πηγές.
Δυστυχώς, οι γνώσεις μας για την πρώτη περίοδο της προσφυγιάς στην Καβάλα,
περίπου μέχρι το 1926, είναι ελλιπείς. Οι τοπικές εφημερίδες της εποχής δεν έχουν
διασωθεί, τα αρχεία των δημοτικών και δημόσιων υπηρεσιών έχουν καταστραφεί και
οι λίγες διαθέσιμες μαρτυρίες των προσφύγων της πρώτης γενιάς αναφέρονται
συνήθως σε προσωπικές εμπειρίες και δεν δίνουν μια συνολική εικόνα για την κατάσταση
στην πόλη.
Κατά τούτο είναι λοιπόν πολύτιμο το έντυπό μας: Έρχεται να ρίξει φως σε
αρκετές πτυχές της προσφυγικής πραγματικότητας στην Καβάλα του 1923, εννιά
μήνες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και πριν τεθεί σε εφαρμογή η Σύμβαση για
την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Μία από τις πτυχές θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια.
Θα παραθέσουμε μικρά αποσπάσματα από την προκήρυξη (με την ορθογραφία της) και κατόπιν
θα σχολιάσουμε το περιεχόμενό τους:
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΝ ΚΑΒΑΛΛΑ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ
Η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος. / Όσοι μένετε στις καπναποθήκες
πρέπει να φύγετε το γρηγορώτερο, γιατί τώρα το καλοκαίρι με τες ζέσταις θα πέσουν
αρρώστειες. / Όσοι είναι Γεωργοί πρέπει να πάνε στα τούρκικα χωριά όπου θα εύρουν σπήτια, χωράφια και ό,τι
άλλο τους χρειάζεται για να ζήσουν. /
Οι Θαλασσινοί, Περάμιοι και Γανοχωρίτες πρέπει να πάνε στας Ελευθεράς.
Η κυβέρνησις μας έστειλε 400
χιλ. δραχμάς για να κτισθούν τα σπίτια των Ελευθερών και
θα μας δώση και καΐκια για να μεταφέρετε τα πράγματά σας. […]
Εις το τέλος του μηνός όσοι
μένουν στες Καπναποθήκες θα διαγραφούν
από τους καταλόγους της Περιθάλψεως και δεν θα παίρνουν ούτε αλεύρι, ούτε
ψωμί, ούτε τίποτε. / Από
τις 10 Ιουνίου θ’ αρχίσωμε με τη βία και
με την Αστυνομία να αδειάζωμε τες Καπναποθήκες. […]
Η Επιτροπή επισημαίνει επιτακτικά ότι «η
Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος». Πόσος άραγε; Στην πρώτη, ατελή απογραφή των προσφύγων του Απριλίου 1923 καταμετρήθηκαν στην Καβάλα 16.889 πρόσφυγες, όμως σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείο Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως υπήρχαν στην πόλη και 15.000 πρόσφυγες "μη περιληφθέντες εις την Απογραφήν". Η αύξηση του προσφυγικού πληθυσμού ήταν ραγδαία: Το Νοέμβριο του 1924 ο υπουργός
Μπακάλμπασης δήλωνε ότι «υπάρχουν σήμερον
εντός της Καβάλλας 60.000 πρόσφυγες και τα ατμόπλοια εξακολουθούν να αποβιβάζουν.
Πού βαίνομεν αδυνατώ να προΐδω». Λίγο
αργότερα ο εδώ ανταποκριτής της δραμινής εφημερίδας «Θάρρος» και η καβαλιώτικη
εφημερίδα «Κήρυξ» έγραφαν ότι την επαύριον της Μικρασιατικής Καταστροφής η πόλη
συγκέντρωνε 75.000 κατοίκους.
|
Χάρτης της ΕΑΠ με τους προσφυγικούς οικισμούς στο Ν. Καβάλας, 1927 |
Όπως είναι γνωστό, η Καβάλα αποτέλεσε έναν από τους βασικούς προορισμούς
της προσφυγικής πλημμυρίδας εξ αιτίας της γεωγραφικής της θέσης και του λιμανιού
της αλλά και λόγω της οικονομικής της ευρωστίας. Η πόλη φημιζόταν ως το
Ελδοράδο της καπνικής οικονομίας και οι πρόσφυγες προσδοκούσαν ότι θα βρουν
εργασία στα πολυάριθμα καπνεργοστάσιά της και μάλιστα με καλύτερους όρους
απασχόλησης (8ωρο και μεροκάματα υψηλότερα από τις γειτονικές πόλεις). Όλα αυτά
συνετέλεσαν στην απότομη αύξηση του πληθυσμού της πόλης, που μέχρι τη Μικρασιατική
Καταστροφή είχε περίπου 25.000 κατοίκους (22.939, σύμφωνα με την Απογραφή του
1920).
Τα επόμενα χρόνια, με τη συρροή νέων προσφύγων, το πρόβλημα θα έπαιρνε εκρηκτικές
διαστάσεις. Το 1927 έγινε στη Νομαρχία Καβάλας σύσκεψη των τοπικών φορέων για
την αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος, παρουσία του υφυπουργού Γεωργίας
και του Γενικού Διευθυντή Εποικισμού Μακεδονίας. Εκεί, ο Νομάρχης Καβάλας
ανέφερε ότι η πόλη δεν μπορούσε να απορροφήσει «τον σημερινόν πληθυσμόν των
100.000 κατοίκων»! Υπερβολική ασφαλώς η εκτίμησή του, αλλά σκόπιμη: Απ’
τη μια έπρεπε να επισπευσθεί η ανέγερση των δύο τελευταίων προσφυγικών συνοικισμών
(«Βύρωνος» και «Γκιρτζή») και απ’ την άλλη έπρεπε να ληφθούν άμεσα και δραστικά
μέτρα για το «ζήτημα της αραιώσεως του
πληθυσμού της Καβάλλας και της εγκαταστάσεως μέρους αυτού εις την ύπαιθρον ίνα
ασχοληθή με την γεωργίαν και την παραγωγήν».
Η μετακίνηση του προσφυγικού πληθυσμού της Καβάλας στην αγροτική ενδοχώρα
ήταν, όπως βλέπουμε και στο έγγραφο του 1923, μόνιμο αίτημα των Αρχών και του
Τύπου της πόλης από τους πρώτους κιόλας μήνες. Όπως είναι ευνόητο, με τον ερχομό
χιλιάδων ανθρώπων η πόλη δέχτηκε έναν ισχυρό κλονισμό: Σε όλα τα σημεία της,
ακόμη και στα κεντρικότερα, φύτρωσαν σκηνές και άθλια παραπήγματα. Οι
καπναποθήκες, τα σχολεία, οι εκκλησίες και τα τζαμιά κατακλύστηκαν από
πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να αποδιοργανωθεί η οικονομική και κοινωνική ζωή. Οι
γηγενείς νοικοκυραίοι είδαν την ανθρώπινη δυστυχία να σκιάζει την καθημερινότητά
τους, φοβήθηκαν το ετερόκλητο πλήθος των ξένων, τη βρωμιά και τις αρρώστιες
τους. Οι αστοί είδαν την εξαθλιωμένη προσφυγιά να καταλαμβάνει τις λέσχες, τα
κέντρα διασκέδασης, τα ξενοδοχεία, τους κινηματογράφους, όλους τους δημόσιους χώρους
ακόμη και τα σπίτια τους. Οι φτωχοί ένιωσαν αδικημένοι, καθώς είδαν την κρατική
μέριμνα να στρέφεται στους νεοφερμένους. Οι γυναίκες φοβήθηκαν ότι οι νόστιμες προσφυγοπούλες
θα «κλέψουν» τους άνδρες και τα παιδιά τους… Την ίδια ώρα οι πρόσφυγες
προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τον εφιάλτη που έζησαν και αναζητούσαν απεγνωσμένα
τα απολύτως αναγκαία: την ανύπαρκτη στέγη, το λιγοστό νερό, τα υπερτιμημένα τρόφιμα,
τα ρούχα για να καλύψουν τη γύμνια τους, τα απαραίτητα φάρμακα…
Η Καβάλα του 1923 δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε όλα αυτά. Το πιο
δυσεπίλυτο πρόβλημα ήταν το στεγαστικό, αφού οι μουσουλμάνοι ήταν ακόμη εδώ και
οι προσφυγικοί συνοικισμοί δεν είχαν κτιστεί. Και συνεχώς κατέφθαναν νέοι
πρόσφυγες. Το Νοέμβριο του 1924, όταν αποβιβάζονταν οι νέες καραβιές με τους
ανταλλάξιμους, ο υπουργός Μπακάλμπασης δεν έκρυβε την ανησυχία του: «... εάν η κατάστασις εξακολουθήση άνευ
λήψεως ριζικών μέτρων, πολύ ταχέως θα ευρεθώμεν ουχί πλέον προ λυπηρών, αλλά
δυστυχώς προ τραγικών επεισοδίων».
Αυτή την πραγματικότητα απηχεί η προκήρυξή μας. Η Επιτροπή καλεί τους «γεωργούς»
πρόσφυγες να φύγουν από την Καβάλα και να πάνε στα τούρκικα χωριά του νομού «όπου θα εύρουν σπήτια, χωράφια και ό,τι άλλο
τους χρειάζεται για να ζήσουν». Βέβαια τα τουρκοχώρια κατοικούνταν ακόμη από
τους ντόπιους μουσουλμάνους (αυτοί έφυγαν το 1924), είχαν όμως επιταχθεί όλα τα
αναγκαία για την επιβίωση των νέων κατοίκων: σπίτια ή κάποια δωμάτια, χωράφια,
ζώα κι ένα μέρος από τη σοδειά και τα γεννήματα των Τούρκων. Ιδιαίτερη αναφορά
γίνεται για τους «θαλασσινούς», δηλ. τους πρόσφυγες από τα παράλια, τους
Περαμίους και τους Γανοχωρίτες, οι οποίοι καλούνται να εγκατασταθούν στην
περιοχή των Ελευθερών, δηλ. στον κόλπο της σημερινής Νέας Περάμου και στα
κοντινά μεσόγεια χωριά. Τα μέρη αυτά είχαν παρόμοιο φυσικό περιβάλλον με τον
τόπο προέλευσής τους κι αυτό θα βοηθούσε στον ταχύτερο εγκλιματισμό και στην
ευκολότερη προσαρμογή τους.
|
Προσφυγικά σπίτια στη Νέα Ηρακλίτσα (ΓΑΚ - Αρχεία Ν. Καβάλας, Αρχείο κ. Μένιας Σπυριδωνάκη) |
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι όλα αυτά γίνονταν υπό την πίεση της ανάγκης
και χωρίς ιδιαίτερο σχεδιασμό. Για παράδειγμα, στην πρώτη περίπτωση, των
«γεωργών», δεν αναφέρεται κανένα κριτήριο για την κατανομή τους (τα περισσότερα
τούρκικα χωριά ήταν καπνοχώρια, αλλά η πλειονότητα των προσφύγων δεν είχε ιδέα
από καπνά), ενώ στη δεύτερη περίπτωση, των Ελευθερών, κάποια μέρη δεν είχαν τις
αναγκαίες υποδομές (μόλις είχαν δοθεί χρήματα για να κτιστούν σπίτια) ή ήταν
ακατοίκητα και ελώδη. Η συστηματική και οργανωμένη αποκατάσταση των προσφύγων
στα χωριά της Καβάλας θα άρχιζε το επόμενο έτος, με την ίδρυση της Επιτροπής Αποκαταστάσεως
Προσφύγων (ΕΑΠ).
Όμως εκείνη τη στιγμή, το Μάιο του 1923, έπρεπε να αποκατασταθεί, στο μέτρο
του δυνατού, η ομαλή κοινωνική και
οικονομική ζωή της Καβάλας. Το πιο πρόσφορο μέτρο ήταν η αποσυμφόρηση της
πόλης, με την ταυτόχρονη εκκένωση των καπναποθηκών, όπου συνωστίζονταν επί
μήνες χιλιάδες άνθρωποι. Στις τεράστιες σάλες τους, που είχαν χωριστεί σε «δωμάτια»
με κουρελούδες και κουβέρτες, η μαζική διαβίωση ήταν αφόρητη. Ο ιδιωτικός και
οικογενειακός βίος είχε καταργηθεί και ο κίνδυνος των ηθικών παρεκτροπών ήταν καθημερινός,
η συνύπαρξη του ετερόκλητου πλήθους ήταν δύσκολη και οι συγκρούσεις
αναπόφευκτες, οι συνθήκες υγιεινής ήταν άθλιες και η απειλή των επιδημιών άμεση,
εν όψει μάλιστα του καλοκαιριού. Υπήρχε όμως κι ένας ακόμη σημαντικός λόγος:
Από την άνοιξη μέχρι και το φθινόπωρο ήταν η περίοδος της επεξεργασίας των
καπνών. Η πολυπληθής καπνεργατική τάξη της Καβάλας έβγαινε τότε από την πολύμηνη
αναγκαστική ανεργία της και έπιανε δουλειά στα καπνεργοστάσια. Εάν λοιπόν
συνεχιζόταν η κατάληψη των καπναποθηκών, η οικονομία και η κοινωνία της πόλης
και της περιοχής θα δεχόταν μεγάλο πλήγμα.
Έτσι εξηγείται προφανώς η επιτακτική εντολή: «Όσοι μένετε στις καπναποθήκες πρέπει να φύγετε το γρηγορώτερο». Η
Επιτροπή επικαλείται τον κίνδυνο των επιδημιών, απειλεί τους πρόσφυγες με άμεση
διακοπή των κοινωνικών παροχών και δηλώνει αποφασισμένη να λάβει δραστικά
μέτρα, «με τη βία και με την Αστυνομία».
Έτσι δικαιολογείται όμως και το δέλεαρ: Προτεραιότητα είτε για την απόκτηση
σπιτιού στην Καβάλα είτε για την αποκατάσταση «στας Ελευθεράς» είχαν οι
πρόσφυγες που διαβιούσαν στις καπναποθήκες. Σύμφωνα με το έγγραφο, και στις δύο
περιπτώσεις ο αρχηγός της προσφυγικής οικογένειας έπρεπε, εκτός των άλλων δικαιολογητικών,
«να φέρη και μια απόδειξι ότι κάθεται σε
καπναποθήκη».
Όσο για τις απειλές της βίαιης έξωσης, δεν ξέρουμε αν έγιναν πράξη. Το μόνο
βέβαιο είναι ότι αρκετές προσφυγικές οικογένειες συνέχισαν να μένουν σε καπναποθήκες
(κάποιες μέχρι και για δύο χρόνια!), και ότι πολλές καπναποθήκες, κυρίως των
ανταλλάξιμων Τούρκων, χρησιμοποιούνταν για προσωρινή στέγαση προσφύγων (νεοφερμένων,
μετακινούμενων, πυροπαθών κ.ά.) μέχρι και το 1926! Όπως μαθαίνουμε από τον Τύπο
της εποχής, μόλις το Νοέμβριο του 1926
έγινε δυνατό να αποκτήσουν «κανονική» στέγη, δηλ. ένα δωμάτιο στα τούρκικα
ανταλλάξιμα ή στους προσφυγικούς συνοικισμούς, και οι πρόσφυγες που διέμεναν
προσωρινά «εις τας καπναποθήκας, τεμένη,
σκηνάς, αυλάς κλπ.».
* Δημοσιεύτηκε
στη Μνήμη του Συλλόγου Μικρασιατών
Καβάλας, φ. 8 (Ιαν. 2012).