"Τη γλώσσα ή τη θρησκεία". Ένας μύθος για την τουρκοφωνία των χριστιανών της οθωμανικής Ανατολής

Τη γλώσσα ή τη θρησκεία!

Αριστερά: Επιγραφή στον Ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Σύλλη Ικονίου  (από "KARAMANLIDES - ΚΑΡΑΜΑΝΛΙΔΕΣ...") - Δεξιά: Πιστοποιητικό Βαπτίσεως από το Γκιολτζούκ της Καππαδοκίας (ΓΑΚ - Αρχεία Ν. Καβάλας). 


Το διαβάζουμε συνεχώς σε έντυπα και σε ιστοσελίδες με προσφυγική κυρίως και θρησκευτική θεματολογία και το ακούμε να επαναλαμβάνεται σε πολιτιστικές εκδηλώσεις: «Σε κάποιες περιοχές της Μικράς Ασίας οι Τούρκοι εισβολείς επέβαλαν στους κατακτημένους ελληνικούς πληθυσμούς να διαλέξουν ανάμεσα στη γλώσσα και στη θρησκεία τους. Οι πρόγονοί μας προτίμησαν να κρατήσουν τη θρησκεία τους και έτσι απαρνήθηκαν την ελληνική γλώσσα τους».

“Να εκποιηθώσι τα ιερά σκεύη των εκκλησιών…” – Μια πρωτοφανής απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Σεπτ. 1922)


“Να εκποιηθώσι τα ιερά σκεύη των εκκλησιών…” 



Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1922, λίγες μέρες μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, τα δύο διοικητικά σώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κων/πόλεως, η Αγία και Ιερά Σύνοδος και το Διαρκές Εθνικό Μικτό Συμβούλιο (σώμα αποτελούμενο από 4 συνοδικούς αρχιερείς και 8 λαϊκούς, με 2ετή θητεία και αρμοδιότητες διοικητικές, δικαστικές, την εποπτεία σχολείων, νοσοκομείων κλπ.) έλαβαν ομόφωνα μια πρωτοφανή απόφαση: Να εκποιηθούν «τα ιερά σκεύη και σεπτά κειμήλια των ιερών ναών της Αρχιεπισκοπής και των Μητροπόλεων του Πατριαρχικού Θρόνου…» και τα χρήματα να δοθούν για τη διάσωση «των οικτρών λειψάνων του εν Μικρά Ασία μέχρι προ ολίγου ακμάζοντος χριστιανισμού», των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που είχαν ήδη ξεριζωθεί από τις εστίες τους και αντιμετώπιζαν άμεσα τον κίνδυνο του θανάτου από πείνα, αρρώστιες και άλλα δεινά.

Ένα αθησαύριστο «χριστουγεννιάτικο» διήγημα του Ηλία Βενέζη: "Συνομιλία με άγνωστον τέως εχθρό"


"Συνομιλία με άγνωστον τέως εχθρό"
Ένα αθησαύριστο «χριστουγεννιάτικο» διήγημα του Ηλία Βενέζη

Αριστερά: Ο Ηλίας Βενέζης σε νεαρή ηλικία. - Δεξιά: Αναμνηστική φωτογραφία των ανδρών από το Αϊβαλί που επέστρεψαν από τα αμελέ ταμπουρού στην Ελλάδα
(από τους 3.000 περίπου αιχμαλώτους του Αϊβαλιού διασώθηκαν μόνο 23 άτομα).

● ● ● ● ● ● ● ●


Την Πρωτοχρονιά του 1931 ο Ηλίας Βενέζης δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της Λέσβου το διήγημα «Συνομιλία με άγνωστον τέως εχθρό». Αφορμή υπήρξε ένα πραγματικό γεγονός: Στο πλαίσιο της πολιτικής προσέγγισης και συμφιλίωσης που είχαν υιοθετήσει τότε οι κυβερνήσεις των δύο χωρών, διεξήχθη στη Μυτιλήνη στις 16 Νοεμβρίου 1930 φιλικός ποδοσφαιρικός αγώνας ανάμεσα στον πρωταθλητή του νησιού Παλλεσβιακό (κι όχι τον Άρη που γράφει ο Βενέζης) και την πρωταθλήτρια Αϊβαλιού Ιτμάν Γιορντού (Αθλητική Φωλιά). Για την ιστορία ο αγώνας έληξε ισόπαλος 2-2.

Το Ποδαρικό - ένα έθιμο στα χωριά της Επαρχίας Παγγαίου


Το Ποδαρικό


Διατηρούνται ακόμη πολλές προλήψεις και δεισιδαιμονίες που υιοθέτησε ο λαός μας στη μακραίωνη ιστορική διαδρομή του. Ανορθολογικές δοξασίες που κληρονομήθηκαν από την ελληνική αρχαιότητα και από επιδράσεις αρχαίων ανατολικών πολιτισμών και επιβίωσαν στα χριστιανικά χρόνια, παρά τις επικρίσεις και τις νουθεσίες των Πατέρων της Εκκλησίας: “ψευδή πάντα και ανυπόστατα”, “πάντα τα Ελλήνων ασεβήματα αποστρέφεσθαι χρη”.

Ο δωσιλογισμός στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία. Δίκες στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Καβάλας (1945-1956)



Άρθρο δημοσιευμένο στο συλλογικό τόμο: Ιάκωβος Μιχαηλίδης - Ηλίας Νικολακόπουλος - Χάγκεν Φλάισερ (επιμ.), "Εχθρός" εντός τειχών. Όψεις του Δωσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, σελ. 337-363. Η εργασία βασίστηκε στην ανακοίνωσή μου στο Συνέδριο «"Εχθρός" εντός τειχών. Όψεις του Δωσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου», που διοργάνωσε το "Δίκτυο Μελέτης Εμφυλίων Πολέμων" τον Ιούλιο του 2004 στη Σαμοθράκη. 




Ο δωσιλογισμός στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία.  Δίκες στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Καβάλας (1945-1956)

Το παρόν άρθρο βασίζεται στο αρχείο του Δικαστηρίου Δωσιλόγων Καβάλας (1945-1956)[1] και στον τοπικό τύπο της περιόδου 1945-1947 και αποτελεί μια προσπάθεια διερεύνησης του δωσιλογισμού στην Ανατολική Μακεδονία, ειδικότερα στην περιοχή του Νομού Καβάλας. Το Δικαστήριο Δωσιλόγων της Καβάλας[2] άρχισε τις εργασίες του στις 20 Οκτωβρίου 1945 και μέχρι το 1954 εκδίκασε υποθέσεις 292 κατηγορουμένων για παραβάσεις της Συντακτικής Πράξης 6/1945 «Περί επιβολής κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού»[3]. Εξέδωσε αποφάσεις για 286. Από αυτούς 197 αθωώθηκαν, ποσοστό 68,9%, και 89 καταδικάστηκαν, ποσοστό 31,1% [βλ. Πίνακα 1]. Για έξι άτομα το Δικαστήριο δεν εξέδωσε απόφαση. Πρόκειται για την πολύκροτη δίκη των ηγετικών στελεχών του τοπικού ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.

Προικοσύμφωνα στη Μικρά Ασία - Ένα προικοσύμφωνο από την Πέραμο της Κυζίκου


Ένα προικοσύμφωνο από την Πέραμο της Κυζίκου


Αριστερά: Ιωάννης και Δέσποινα Καντζάλη, Πέραμος (φωτ. οικογέν. Βαμβακά, Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού, Καβάλα) -
Στη μέση: Σφραγίδα της Κοινότητας Περάμου και προικοσύμφωνο της οικογέν. Καράκου,
Πέραμος, 1894 (στα ΓΑΚ- Αρχεία Ν. Καβάλας) - Δεξιά: Περαμιώτισσες προσφυγοπούλες
στην Καβάλα, 1925 (αρχείο Τάσου Σουιτάρη)

●●●●●
Χαρτιά πολυκαιρισμένα που φυλάχτηκαν με ευλάβεια σε οικογενειακά αρχεία και πέρασαν από τη μια γενιά στην άλλη: Ληξιαρχικά, τίτλοι ιδιοκτησίας, συμβόλαια, πωλητήρια, δωρητήρια, εξοφλητικά, προικοσύμφωνα, διαθήκες και κάθε λογής σημειώσεις. Έγγραφα που έρχονται από το παρελθόν και αποτελούν τεκμήρια της ιστορικής διαδρομής και της προκοπής των προγόνων. Όλα τους με τη γοητεία του παλιού και του αυθεντικού, αυτά όμως που αποπνέουν περισσότερο το «άρωμα» μια άλλης εποχής είναι τα προικοσύμφωνα.

Η διείσδυση της βουλγαρικής εθνικής κίνησης στην περιοχή της Δράμας και η αντιμετώπισή της από το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας κατά την περίοδο της “Ανατολικής Κρίσης” (1875-1878)


Κυριάκου Λυκουρίνου, «Η διείσδυση της βουλγαρικής εθνικής κίνησης στην περιοχή της Δράμας[1] και η αντιμετώπισή της από το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας κατά την περίοδο της “Ανατολικής Κρίσης” (1875-1878)», Ανακοίνωση στην Ε΄Επιστημονική Συνάντηση "Η Δράμα και η Περιοχή της - Ιστορία και Πολιτισμός" (Δράμα 18-21 Μαΐου 2006), Πρακτικά, έκδ. ΔΕΚΠΟΤΑ, Δράμα 2013, τ. 1, σελ. 567-606. 


Abstract: After the founding of the Bulgarian Exarchate (1870), the Bulgarian national movement also penetrated the Slavic-speakers of the district (kazas) of Drama, who did not have a clearly defined national conscience. Until 1875, approximately 30% of the Christian population of this area (4,000 out of a total of 14,000) chose the Bulgarian national ideal and joined the Exarchate. This development was attributed to the effective action of the Bulgarian propaganda centers, the anti-Greek stance of the Turkish population, due to the Cretan uprising (1866-1869), and the inactivity of the Greek side.

Καλαμίτσα: Το εξοχικό προάστιο και το “μαύρο σκιάχτρο”

Καλαμίτσα: Το εξοχικό προάστιο και το “μαύρο σκιάχτρο”*



Είναι σίγουρα η πιο δημοφιλής ακρογιαλιά μέσα στην πόλη της Καβάλας, ένα καταφύγιο αναψυχής για τις μέρες του καλοκαιριού. Χιλιάδες Καβαλιώτες και ξένοι χαίρονται (δωρεάν) την αμμουδιά και τα καταγάλανα νερά της, ανυποψίαστοι μάλλον για το παρελθόν της περιοχής. Σήμερα η Καλαμίτσα, βρίσκεται μέσα στον πολεοδομικό ιστό της Καβάλας, παλιότερα όμως ήταν μια έρημη μακρινή εξοχή, αποκομμένη από την πόλη και απρόσιτη για τους πολλούς. Οι Καβαλιώτες μπορούσαν να την επισκεφτούν μόνο διά θαλάσσης, με τα μικρά πλεούμενα.

Στην Πόλη των Ρωμιών. Το "βαρλίκι" και τα "αμελέ ταμπουρού" του 1942-43



Στην Πόλη των Ρωμιών
Το "βαρλίκι" και τα "αμελέ ταμπουρού" του 1942-43





"Η Τουρκία για τους Τούρκους" - Μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) το νέο τουρκικό κράτος έθεσε ως βασικό στόχο του τον εκτουρκισμό όλων των τομέων της ζωής, κυρίως της οικονομίας και της παιδείας. Αυτή η εθνικιστική πολιτική σηματοδοτήθηκε με το σύνθημα «η Τουρκία για τους Τούρκους» και υλοποιήθηκε με τη μεροληπτική και εχθρική αντιμετώπιση των μειονοτικών πληθυσμών: Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων. Έτσι, παρά τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λωζάνης για σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων και παρά τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων (με την προσέγγιση Βενιζέλου – Ατατούρκ και την υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου φιλίας το 1930), άρχισε για την ελληνική μειονότητα της Πόλης ένα χρονικό αλλεπάλληλων καταπιέσεων, αποκλεισμών και διακρίσεων*, που προετοίμασαν το έδαφος για τα επαχθή μέτρα της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Καβάλα 1922-1930. Η στέγαση των προσφύγων και οι προσφυγικοί συνοικισμοί




Καβάλα 1922-1930
Η στέγαση των προσφύγων και οι προσφυγικοί συνοικισμοί




  
Η στέγαση των χιλιάδων προσφύγων της Καβάλας αποτέλεσε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Με τον ερχομό τους οι ξεριζωμένοι διέμεναν σε σκηνές ή εύρισκαν καταφύγιο σε παράγκες και εγκαταλειμμένα κτήρια, σε σχολεία, εκκλησίες και τζαμιά, σε ξενοδοχεία, χάνια και λέσχες, κυρίως όμως σε καπναποθήκες.

Η επίταξη των δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων (με νόμους του Νοεμβρίου 1922), δεν μπορούσε παρά να είναι προσωρινό μέτρο, καθώς δυσχέραινε την κοινωνική και οικονομική ζωή, προκαλούσε αναστάτωση και ξεσήκωνε αντιδράσεις. Ωστόσο εκατοντάδες οικογένειες έμειναν στις επιταγμένες καπναποθήκες για μήνες, ορισμένες μέχρι και δύο χρόνια!

Το 1924 η Καβάλα εκκενώθηκε από το μουσουλμανικό πληθυσμό της και τα οικήματα των ανταλλάξιμων Τούρκων (συνολικά 1.975 σπίτια, τζαμιά και ιδρύματα) διατέθηκαν για τη στέγαση των προσφύγων. Η τοπική «Επιτροπή Στεγάσεως» εγκατέστησε σ’ αυτά περισσότερες από 7.000 οικογένειες, παραχωρώντας σε καθεμιά ένα δωμάτιο.

Οι τρατάρηδες της Καβάλας από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ



Παλιό δημοσίευμα, του 2010 [στη εφημ. "Μνήμη" του Συλλόγου Μικρασιατών της Καβάλας, στο "Δίκτυο Mikrasiatis" και τελευταία στη σελίδα "Η Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ (το Κιόστε)"], αλλά δε θα μπορούσε να λείπει από το ιστολόγιό μου.

Αριστ.: Μια εικόνα από την Αγία Παρασκευή - Δεξιά: Η πατρική τράτα "Δελφίν"
με τους γονείς μου αρραβωνιασμένους στα 1954 - 1955
















Οι τρατάρηδες της Καβάλας από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ
  
Στη χερσόνησο της Ερυθραίας, σε απόσταση 5 χιλιομέτρων από τον Τσεσμέ, βρισκόταν η Αγία Παρασκευή ή Κιόστε (σημερινό Dalyan), ένα παραθαλάσσιο χωριό με αμιγή ελληνικό πληθυσμό 5.000 κατοίκων. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή η Αγία Παρασκευή ήταν το μεγάλο καπετανοχώρι της Μικράς Ασίας, το μόνο χωριό στα μικρασιατικά παράλια του Αιγαίου που διέθετε συγκροτημένο αλιευτικό στόλο.

Διώξεις ηγετών και μελών του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ με την κατηγορία του δωσιλογισμού. Δίκες στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Καβάλας (1945-1948)

Ανακοίνωση στο Β΄Διεθνές Συνέδριο Βαλκανικών Ιστορικών Σπουδών, Καβάλα 15-18  Σεπτεμβρίου 2005, Πρακτικά, Καβάλα 2009, σελ. 137-192. 



Από αριστερά: Χ. Ιορδάνογλου, Μ. Σουγιουτζόγλου (Άρης), Κ. Κωνσταντάρας -
Στέργιος Βαλιούλης - Κώστας Κωνσταντάρας στη Σχολή Ευελπίδων


                                                                                ●●●●●●

Διώξεις ηγετών και μελών του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ με την κατηγορία του δωσιλογισμού. Δίκες στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Καβάλας (1945-1948)[1]

Αμέσως μετά την απελευθέρωση ένα από τα κύρια αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας και μία από τις πρωταρχικές κυβερνητικές επαγγελίες ήταν η τιμωρία των δωσίλογων, των ατόμων που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους κατακτητές και στήριξαν ή υποβοήθησαν το έργο της εχθρικής Κατοχής[2]. Στις αρχές του 1945 θεσπίστηκε η Συντακτική Πράξη «Περί επιβολής κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού», βάσει της οποίας συστήθηκαν  τα Ειδικά Δικαστήρια Δωσιλόγων[3].

Το Δικαστήριο Δωσιλόγων της Καβάλας άρχισε τις εργασίες του στις 20 Οκτωβρίου 1945, δεκατρείς μήνες μετά την απελευθέρωση, και μέχρι το 1954 εκδίκασε υποθέσεις 292 κατηγορουμένων για συνεργασία με τις βουλγαρικές αρχές Κατοχής. Όμως στο εδώλιο των κατηγορουμένων του Ειδικού Δικαστηρίου Δωσιλόγων Καβάλας δε βρέθηκαν μόνο συνεργάτες του κατακτητή, αλλά και ηγετικά στελέχη και μέλη του τοπικού ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που κατά την περίοδο της Κατοχής είχαν αγωνιστεί για την απελευθέρωση της πατρίδας. Δικάστηκαν κι αυτοί ως δωσίλογοι, με τις ίδιες κατηγορίες που βάρυναν τους πράκτορες της Οχράνα, τους ένστολους και ένοπλους συνεργάτες των Βουλγάρων, τα όργανα της βουλγαρικής προπαγάνδας, τους διώκτες, καταδότες και βασανιστές των Ελλήνων πολιτών και των αντιστασιακών ομάδων[4].

Ένας “Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας” στην Καβάλα του 1928

Η κυκλοφορία των ζωήλατων οχημάτων στην Καβάλα του 1928



Στα 1929 τυπώθηκε στην Καβάλα από το Τυπογραφείο “Απόλλων” των Μερτζιανίδη – Τζιβανάκη, ένα δερματόδετο τομίδιο 24 σελίδων υπό τον τίτλο Κώδιξ των ισχυουσών εν Καβάλλα διατάξεων Περί κυκλοφορίας μη αυτοκινήτων οχημάτων και ζώων μεταγωγικών*. Εκδόθηκε από τη Διοίκηση Χωροφυλακής Καβάλας (ΔΧΚ) για τους οδηγούς και ιδιοκτήτες των συγκεκριμένων οχημάτων και περιλάμβανε: 1) Την άδεια κυκλοφορίας του οχήματος, 2) Την άδεια ικανότητος του οδηγού του οχήματος, 3) τη διάταξη «Περί προστασίας των ζώων» και 4) τη διάταξη «Περί κυκλοφορίας μη αυτοκινήτων οχημάτων και ζώων μεταγωγικών». Οι οδηγοί και οι ιδιοκτήτες των οχημάτων υποχρεούνταν να φέρουν τον Κώδικα μαζί τους και να τον επιδεικνύουν, όταν χρειαζόταν, στα όργανα της τάξης.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 λίγα «αυτοκίνητα» κυκλοφορούσαν στους δρόμους της Καβάλας. Η μεταφορά υλικών, αποσκευών και εμπορευμάτων γινόταν ακόμη με τις χειράμαξες και κυρίως με τις πολυάριθμες άμαξες, δηλ. με δίτροχα και τετράτροχα κάρα, σούστες, αραμπάδες κ.ά., που έλκονταν από ένα ή δύο μεταγωγικά ζώα. Τα οχήματα αυτού του είδους έπρεπε να έχουν άδεια κυκλοφορίας και ο οδηγός τους (είτε ήταν ιδιοκτήτης της άμαξας είτε όχι) έπρεπε να κατέχει «άδεια ικανότητος προς ηνιοχίαν». Αρμόδια για την έκδοσή τους ήταν η Διοίκηση Χωροφυλακής Καβάλας (ΔΧΚ), η οποία τηρούσε και δύο σχετικά βιβλία, το «Βιβλίο Οχημάτων» και το «Μητρώο Οδηγών».   
Στις 14 Οκτωβρίου 1928 η ΔΧΚ εξέδωσε την υπ. αριθ. 39/341 Αστυνομική Διάταξη «Περί κυκλοφορίας μη αυτοκινήτων οχημάτων και ζώων μεταγωγικών», έναν «Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας» που ίσχυε για την πόλη της Καβάλας. Από αυτή τη Διάταξη παρουσιάζουμε κάποια ενδιαφέροντα ή αξιοπερίεργα σημεία:

Κριτικές προσεγγίσεις του ναζιστικού φαινομένου


Άγγ. Παληκίδης (επιμ.), Κριτικές προσεγγίσεις του ναζιστικού φαινομένου. Από την ιστοριογραφία και την πολιτική θεωρία στη σχολική ιστορική μάθηση, εκδ. Επίκεντρο  


Ο κύριος σκοπός της σημερινής μας συνάντησης είναι βέβαια η παρουσίαση του βιβλίου. Όμως για λόγους ευνόητους, παρουσιάζοντας σήμερα ένα βιβλίο για το φαινόμενο του Ναζισμού και τη διδασκαλία του στο σχολείο, δεν μπορείς να περιοριστείς στα πλαίσια μιας στερεοτυπικής παρουσίασης. Νιώθεις ότι πρέπει να την υπερβείς και να κινηθείς ελεύθερα στη γοητευτική θεωρία και στον πλούσιο στοχασμό του βιβλίου. Δε θα αποφύγω τον πειρασμό, αλλά δε θα αγνοήσω και τη βασική μου υποχρέωση.
Θα ξεκινήσω από μια αδιαμφισβήτητη διαπίστωση. Τα τελευταία 25-30 χρόνια, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μετά, έχει εισβάλει ορμητικά στο χώρο της ιστορικής κουλτούρας το θέμα της μνήμης. Και στο πεδίο της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας και στις θεματικές των συνεδρίων κι ακόμη περισσότερο στο χώρο της δημόσιας ιστορίας, παρατηρείται μια έκκρηξη μνήμης για όλα εκείνα τα ιστορικά γεγονότα που μπορούν να χαρακτηριστούν ως επίμαχα και τραυματικά: Ναζισμός και Ολοκαύτωμα, γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις  ολοκληρωτισμοί και μαζικές πολιτικές εκκαθαρίσεις, απαρτχάιντ, εμφύλιοι πόλεμοι και άλλα παρόμοια. Γεγονότα αποτρόπαια, που σημάδεψαν τη μοίρα λαών ή ομάδων, που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη συλλογική τους μνήμη και επικαθορίζουν τη συλλογική τους ταυτότητα.

Το Τραύμα και οι πολιτικές της Μνήμης



Γ. Κόκκινος – Ε. Λεμονίδου – Βλ. Αγτζίδης,
Το Τραύμα και οι πολιτικές της Μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα 2010, σσ. 329.*




Ο 20ός αιώνας έχει εγγράψει στα κατάστιχά του πολλά «τραύματα», ιστορικά γεγονότα φρικτά και αποτρόπαια που σημάδεψαν τη μοίρα ολόκληρων λαών. Το εβραϊκό Ολοκαύτωμα, η τριπλή γενοκτονία των χριστιανικών λαών της Ανατολής, η Μικρασιατική Καταστροφή είναι τα πιο γνωστά σε εμάς, δεν είναι όμως τα μόνα. Τέτοια τραύματα, που ήταν για καιρό απωθημένα, έρχονται σήμερα στο προσκήνιο, δεσπόζουν στη συλλογική μνήμη λαών ή ομάδων και επικαθορίζουν τη συλλογική τους ταυτότητα.
Παράλληλα όμως αυτές οι σκοτεινές σελίδες της ιστορίας εγείρουν και αληθινούς «πολέμους μνήμης» είτε σε εθνικό είτε (και) σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πρόσφατη απόφαση της Γαλλίας που ποινικοποίησε την άρνηση της Γενοκτονίας των Αρμενίων και ξεσήκωσε θύελλα τουρκικών αντιδράσεων, οι γνωστές αντιπαραθέσεις για το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄δημοτικού, πριν μερικά χρόνια, και πέρσι για την επανάληψη της Δίκης των έξι, οι διαφορετικές προσεγγίσεις και στη δημόσια σφαίρα και σε επίπεδο ιστοριογραφίας για τα ζητήματα της εθνοκάθαρσης ή γενοκτονίας των ελληνικών πληθυσμών στις αρχές του 20ού αιώνα, είναι μερικά μόνο παραδείγματα τέτοιων «πολέμων μνήμης».

Ο πικρός Γενάρης της Λωζάνης. Η υποχρεωτική ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών

Ο πικρός Γενάρης του 1923
Όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσονταν σαν αντικείμενα




«Από της 1ης Μαΐου 1923 θέλει διενεργηθεί η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών…» (άρθρο 1).




Η τελευταία πράξη του μικρασιατικού δράματος γράφτηκε από τη διεθνή διπλωματία στη «Συνδιάσκεψη Ειρήνης» της Λωζάνης (20 Νοεμβρίου 1922 – 24 Ιουλίου 1923). Στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου της ελβετικής πόλης συνήλθαν οι αντιπρόσωποι της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας, της Τουρκίας και παρατηρητές από άλλες χώρες για να διευθετήσουν εκκρεμή ζητήματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αποτέλεσμα της πολύμηνης διεθνούς διάσκεψης ήταν η τελική «Συνθήκη Ειρήνης» της 24ης Ιουλίου, με την οποία τερματιζόταν οριστικά η εμπόλεμη κατάσταση που είχε συνταράξει την Ανατολή από το 1914 μέχρι το 1922.

Στο πλαίσιο της διάσκεψης υπογράφηκαν και άλλες δεκαπέντε συμφωνίες, μία από τις οποίες ήταν η «Σύμβαση περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών». Η Σύμβαση βασίστηκε σε εισηγητική έκθεση του Νορβηγού Fridtjof  Nansen, αντιπροσώπου της Κοινωνίας των Εθνών, και υπογράφηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923 από τους αντιπροσώπους των δύο ενδιαφερόμενων κρατών, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Ισμέτ Ινονού. Στη συνέχεια, με ρητή διάταξη της «Συνθήκης Ειρήνης», κατέστη μέρος αυτής και έτσι απέκτησε ισχύ διεθνούς συνθήκης. Η Τουρκία την επικύρωσε στις 23 Αυγούστου και η Ελλάδα στις 25 Αυγούστου 1923, οπότε και τέθηκε σε ισχύ.

Οι μετονομασίες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου και τα νέα τοπωνύμια στο Νομό Καβάλας


Οι μετονομασίες και τα νέα τοπωνύμια [1]




Οι μακραίωνες περιπέτειες του ελλαδικού χώρου άφησαν έντονα σημάδια στο χάρτη: Χιλιάδες ήταν οι περιοχές και τα νησιά, οι πόλεις, τα χωριά και οι οικισμοί, τα βουνά και τα ποτάμια κ.ά. που είχαν ονόματα σλάβικα, τούρκικα, αρβανίτικα, ακόμη και φράγκικα και βλάχικα. Οργανωμένη προσπάθεια για τον εξελληνισμό των τοπωνυμίων αρχίζει το 1909, όταν διορίζεται ειδική επιτροπή, με πρόεδρο τον "πατέρα" της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαο Πολίτη. Στην εισηγητική έκθεση του υπουργού Εσωτερικών εξηγούνται και οι λόγοι: Τα βάρβαρα και κακόηχα ονόματα προσβάλλουν το γλωσσικό αίσθημα, επηρεάζουν αρνητικά το φρόνημα των κατοίκων και δημιουργούν ψευδείς εντυπώσεις για την εθνική καταγωγή τους.

Νικόλαος Πολίτης
Στις βόρειες περιοχές, που είχαν ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος το 1912-13, μαζικές μετονομασίες έχουμε μόνο μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Το 1925 δίνονται οι γενικές κατευθύνσεις για τον εξελληνισμό των ξένων τοπωνυμίων και συγκροτούνται νομαρχιακές επιτροπές. Στην Καβάλα, η επιτροπή μετονομασιών στελεχώθηκε από το Νομάρχη, ως πρόεδρο, το Μητροπολίτη Καβάλας - Νέστου, το διευθυντή του Γυμνασίου, καθηγητές, το νομομηχανικό της Νομαρχίας κ.ά. δημοσίους υπαλλήλους.

Από το 1925 μέχρι το 1928 μετονομάστηκαν περίπου 2.500 οικισμοί σ’ όλη τη χώρα. Στο Ν. Καβάλας οι μόνοι που διατήρησαν το έως τότε όνομά τους ήταν τα δώδεκα χωριά της Θάσου, στην επαρχία Καβάλας ο Ζυγός, στην επαρχία Νέστου η Κεραμωτή και στην επαρχία Παγγαίου επτά χωριά που είχαν ελληνικά ονόματα: Αυλή, Νικήσιανη, Ελευθερές, Μεσορόπη, Μουσθένη, Ορφάνι και Παλιοχώρι.

Ένας ρατσιστικός λόγος για τις Γυναίκες της Προσφυγιάς


"Γυναίκες της Αθήνας" - "Γυναίκες της Ανατολής"



      Η εγκατάσταση των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο πυροδότησε τα ξενοφοβικά σύνδρομα των γηγενών για τους «πρόσφιγγες», τους «τουρκόσπορους», τους «γιαουρτοβαφτισμένους», «σκατοογλούδες», για τις «σμυρνιές» και «παστρικές». Δεν ήταν μόνο τα οικονομικά και τα πολιτικά αίτια αλλά και το πολιτιστικό χάσμα που χώριζε τις δύο πλευρές και εμπόδιζε τη μεταξύ τους επικοινωνία. Για τους γηγενείς, ήταν ο διαφορετικός τρόπος ζωής και οι συνήθειες των προσφύγων, τα ήθη και έθιμά τους, η χρήση της τουρκικής γλώσσας και τα «κακόηχα» επίθετά τους, τα περίεργα ντυσίματά τους, η «εξωτική» κουζίνα τους, η ανατολίτικη μουσική, τα τραγούδια και οι χοροί τους, η έντονη κοινωνικότητά τους, η θορυβώδης διασκέδαση, η ροπή στα γλέντια και την «καλοπέραση»…

      Η γυναίκα πρόσφυγας θεωρήθηκε απειλή για την ηθική τάξη της κοινωνίας. Η στερεότυπη εικόνα εμφάνιζε την προσφυγοπούλα ως κοπέλα με χαλαρές ηθικές αρχές, που επιστράτευε την ανατολίτικη θηλυκότητά της για να συνάψει σχέσεις με γηγενείς νέους, να τους παρασύρει και να τους «τυλίξει», ώστε να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή, έξω από την αθλιότητα των προσφυγικών συνοικισμών. Το έγραψε αργότερα κι ο Μυτιληνιός συγγραφέας Ασημάκης Πανσέληνος: «Όταν στα 1922 η κουτάλα της Ιστορίας ξανάδειασε, σ’ ολάκερη την Ελλάδα, όλους πια τους Μικρασιάτες (και τις Σμυρνιές), διάτορη ακούστηκε η φωνή “μας παίρνουν τους άντρες μας”, σα να είταν η χώρα καντίνα που είχε υποχρέωση να φουρνίρει άντρες, μονάχα στις ντόπιες γυναίκες».

Αγρότες πρόσφυγες στο Νομό Καβάλας, 1922-1926.


Αγρότες πρόσφυγες στο Ν. Καβάλας, 1922-1926

Εισαγωγή





Η αγροτικού τύπου προσφυγική αποκατάσταση περιλάμβανε την παραχώρηση γεωργικού κλήρου και κατοικίας, τον εφοδιασμό των αγροτών προσφύγων με ζώα, σπόρους, δέντρα, λιπάσματα, εργαλεία κλπ. και την παροχή ενός χρηματικού ποσού για τη συντήρηση της οικογένειας ως την πρώτη σοδειά.

Μέχρι τις αρχές του 1924 την ευθύνη της αγροτικής αποκατάστασης την είχε η Διεύθυνση Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας και από το 1924 η νεοσύστατη Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) με τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού (ένα από αυτά ήταν της Καβάλας).

"Η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος..." Μια προκήρυξη προς τους πρόσφυγες της Καβάλας, Μάης 1923



Η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος…*


Στο ιστορικό αρχείο του Μουσείου μας  [του Μουσείου Προσφυγικού Ελληνισμού στην Καβάλα] κατατέθηκε πρόσφατα μία σπάνια τυπωμένη προκήρυξη της τοπικής Επιτροπής Περιθάλψεως Προσφύγων «Προς τους εν Καβάλλα διαμένοντας πρόσφυγας», με ημερομηνία 12 Μαΐου 1923. Βρέθηκε στο οικογενειακό αρχείο του κ. Αλέξανδρου Καραδημητρίου (με καταγωγή, εκ μητρός, από τον Πλάτανο Ανατολικής Θράκης) και το παραχώρησε στο Μουσείο μας, μαζί με πολλά άλλα, η σύζυγός του Ρόη Ζεϊνοπούλου, μέλος του Συλλόγου μας. 
Τα «εφήμερα» έντυπα (προκηρύξεις, βεβαιώσεις, άδειες, πιστοποιητικά, ανακοινώσεις και αποδείξεις προσφυγικών συλλόγων, διαφημιστικά, φέιγ βολάν, προγράμματα και εισιτήρια εκδηλώσεων κλπ.), σήμερα σπανίζουν. Οι πρόσφυγες διαφύλαξαν μεν τα επίσημα έγγραφα που θεμελίωναν δικαιώματα (ληξιαρχικά, περιουσιακά, για προσφυγικές αποζημιώσεις, απόκτηση κατοικίας ή κλήρου, εξόφληση χρεών κ.ά.), όμως τα υπόλοιπα «χαρτιά» είτε τα χρησιμοποίησαν για διάφορες πρακτικές ανάγκες (π.χ. για προσάναμμα), είτε τα θεώρησαν άχρηστο υλικό και τα πέταξαν στα σκουπίδια. Έτσι χάθηκαν πολύτιμες ιστορικές πηγές.
Δυστυχώς, οι γνώσεις μας για την πρώτη περίοδο της προσφυγιάς στην Καβάλα, περίπου μέχρι το 1926, είναι ελλιπείς. Οι τοπικές εφημερίδες της εποχής δεν έχουν διασωθεί, τα αρχεία των δημοτικών και δημόσιων υπηρεσιών έχουν καταστραφεί και οι λίγες διαθέσιμες μαρτυρίες των προσφύγων της πρώτης γενιάς αναφέρονται συνήθως σε προσωπικές εμπειρίες και δεν δίνουν μια συνολική εικόνα για την κατάσταση στην πόλη.
Κατά τούτο είναι λοιπόν πολύτιμο το έντυπό μας: Έρχεται να ρίξει φως σε αρκετές πτυχές της προσφυγικής πραγματικότητας στην Καβάλα του 1923, εννιά μήνες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και πριν τεθεί σε εφαρμογή η Σύμβαση για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Μία από τις πτυχές θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια. Θα παραθέσουμε μικρά αποσπάσματα από την προκήρυξη (με την ορθογραφία της) και κατόπιν θα σχολιάσουμε το περιεχόμενό τους: 

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΝ ΚΑΒΑΛΛΑ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ
Η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος. / Όσοι μένετε στις καπναποθήκες πρέπει να φύγετε το γρηγορώτερο, γιατί τώρα το καλοκαίρι με τες ζέσταις θα πέσουν αρρώστειες. / Όσοι είναι Γεωργοί πρέπει να πάνε στα τούρκικα χωριά όπου θα εύρουν σπήτια, χωράφια και ό,τι άλλο τους χρειάζεται για να ζήσουν. /
Οι Θαλασσινοί, Περάμιοι και Γανοχωρίτες πρέπει να πάνε στας Ελευθεράς. Η κυβέρνησις μας έστειλε 400 χιλ. δραχμάς για να κτισθούν τα σπίτια των Ελευθερών και θα μας δώση και καΐκια για να μεταφέρετε τα πράγματά σας. […]
Εις το τέλος του μηνός όσοι μένουν στες Καπναποθήκες θα διαγραφούν από τους καταλόγους της Περιθάλψεως και δεν θα παίρνουν ούτε αλεύρι, ούτε ψωμί, ούτε τίποτε. / Από τις 10 Ιουνίου θ’ αρχίσωμε με τη βία και με την Αστυνομία να αδειάζωμε τες Καπναποθήκες. […]

Η Επιτροπή επισημαίνει επιτακτικά ότι «η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος». Πόσος άραγε; Στην πρώτη, ατελή απογραφή των προσφύγων του Απριλίου 1923 καταμετρήθηκαν στην Καβάλα 16.889 πρόσφυγες, όμως σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείο Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως υπήρχαν στην πόλη και 15.000 πρόσφυγες "μη περιληφθέντες εις την Απογραφήν". Η αύξηση του προσφυγικού πληθυσμού ήταν ραγδαία: Το Νοέμβριο του 1924 ο υπουργός Μπακάλμπασης δήλωνε ότι «υπάρχουν σήμερον εντός της Καβάλλας 60.000 πρόσφυγες και τα ατμόπλοια εξακολουθούν να αποβιβάζουν. Πού βαίνομεν αδυνατώ να προΐδω». Λίγο αργότερα ο εδώ ανταποκριτής της δραμινής εφημερίδας «Θάρρος» και η καβαλιώτικη εφημερίδα «Κήρυξ» έγραφαν ότι την επαύριον της Μικρασιατικής Καταστροφής η πόλη συγκέντρωνε 75.000 κατοίκους. 

Χάρτης της ΕΑΠ με τους προσφυγικούς οικισμούς
στο Ν. Καβάλας, 1927
Όπως είναι γνωστό, η Καβάλα αποτέλεσε έναν από τους βασικούς προορισμούς της προσφυγικής πλημμυρίδας εξ αιτίας της γεωγραφικής της θέσης και του λιμανιού της αλλά και λόγω της οικονομικής της ευρωστίας. Η πόλη φημιζόταν ως το Ελδοράδο της καπνικής οικονομίας και οι πρόσφυγες προσδοκούσαν ότι θα βρουν εργασία στα πολυάριθμα καπνεργοστάσιά της και μάλιστα με καλύτερους όρους απασχόλησης (8ωρο και μεροκάματα υψηλότερα από τις γειτονικές πόλεις). Όλα αυτά συνετέλεσαν στην απότομη αύξηση του πληθυσμού της πόλης, που μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή είχε περίπου 25.000 κατοίκους (22.939, σύμφωνα με την Απογραφή του 1920).
Τα επόμενα χρόνια, με τη συρροή νέων προσφύγων, το πρόβλημα θα έπαιρνε εκρηκτικές διαστάσεις. Το 1927 έγινε στη Νομαρχία Καβάλας σύσκεψη των τοπικών φορέων για την αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος, παρουσία του υφυπουργού Γεωργίας και του Γενικού Διευθυντή Εποικισμού Μακεδονίας. Εκεί, ο Νομάρχης Καβάλας ανέφερε ότι η πόλη δεν μπορούσε να απορροφήσει «τον σημερινόν πληθυσμόν των 100.000 κατοίκων»! Υπερβολική ασφαλώς η εκτίμησή του, αλλά σκόπιμη: Απ’ τη μια έπρεπε να επισπευσθεί η ανέγερση των δύο τελευταίων προσφυγικών συνοικισμών («Βύρωνος» και «Γκιρτζή») και απ’ την άλλη έπρεπε να ληφθούν άμεσα και δραστικά μέτρα για το «ζήτημα της αραιώσεως του πληθυσμού της Καβάλλας και της εγκαταστάσεως μέρους αυτού εις την ύπαιθρον ίνα ασχοληθή με την γεωργίαν και την παραγωγήν».
Η μετακίνηση του προσφυγικού πληθυσμού της Καβάλας στην αγροτική ενδοχώρα ήταν, όπως βλέπουμε και στο έγγραφο του 1923, μόνιμο αίτημα των Αρχών και του Τύπου της πόλης από τους πρώτους κιόλας μήνες. Όπως είναι ευνόητο, με τον ερχομό χιλιάδων ανθρώπων η πόλη δέχτηκε έναν ισχυρό κλονισμό: Σε όλα τα σημεία της, ακόμη και στα κεντρικότερα, φύτρωσαν σκηνές και άθλια παραπήγματα. Οι καπναποθήκες, τα σχολεία, οι εκκλησίες και τα τζαμιά κατακλύστηκαν από πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να αποδιοργανωθεί η οικονομική και κοινωνική ζωή. Οι γηγενείς νοικοκυραίοι είδαν την ανθρώπινη δυστυχία να σκιάζει την καθημερινότητά τους, φοβήθηκαν το ετερόκλητο πλήθος των ξένων, τη βρωμιά και τις αρρώστιες τους. Οι αστοί είδαν την εξαθλιωμένη προσφυγιά να καταλαμβάνει τις λέσχες, τα κέντρα διασκέδασης, τα ξενοδοχεία, τους κινηματογράφους, όλους τους δημόσιους χώρους ακόμη και τα σπίτια τους. Οι φτωχοί ένιωσαν αδικημένοι, καθώς είδαν την κρατική μέριμνα να στρέφεται στους νεοφερμένους. Οι γυναίκες φοβήθηκαν ότι οι νόστιμες προσφυγοπούλες θα «κλέψουν» τους άνδρες και τα παιδιά τους… Την ίδια ώρα οι πρόσφυγες προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τον εφιάλτη που έζησαν και αναζητούσαν απεγνωσμένα τα απολύτως αναγκαία: την ανύπαρκτη στέγη, το λιγοστό νερό, τα υπερτιμημένα τρόφιμα, τα ρούχα για να καλύψουν τη γύμνια τους, τα απαραίτητα φάρμακα…
Η Καβάλα του 1923 δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε όλα αυτά. Το πιο δυσεπίλυτο πρόβλημα ήταν το στεγαστικό, αφού οι μουσουλμάνοι ήταν ακόμη εδώ και οι προσφυγικοί συνοικισμοί δεν είχαν κτιστεί. Και συνεχώς κατέφθαναν νέοι πρόσφυγες. Το Νοέμβριο του 1924, όταν αποβιβάζονταν οι νέες καραβιές με τους ανταλλάξιμους, ο υπουργός Μπακάλμπασης δεν έκρυβε την ανησυχία του: «... εάν η κατάστασις εξακολουθήση άνευ λήψεως ριζικών μέτρων, πολύ ταχέως θα ευρεθώμεν ουχί πλέον προ λυπηρών, αλλά δυστυχώς προ τραγικών επεισοδίων». 
Αυτή την πραγματικότητα απηχεί η προκήρυξή μας. Η Επιτροπή καλεί τους «γεωργούς» πρόσφυγες να φύγουν από την Καβάλα και να πάνε στα τούρκικα χωριά του νομού «όπου θα εύρουν σπήτια, χωράφια και ό,τι άλλο τους χρειάζεται για να ζήσουν». Βέβαια τα τουρκοχώρια κατοικούνταν ακόμη από τους ντόπιους μουσουλμάνους (αυτοί έφυγαν το 1924), είχαν όμως επιταχθεί όλα τα αναγκαία για την επιβίωση των νέων κατοίκων: σπίτια ή κάποια δωμάτια, χωράφια, ζώα κι ένα μέρος από τη σοδειά και τα γεννήματα των Τούρκων. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται για τους «θαλασσινούς», δηλ. τους πρόσφυγες από τα παράλια, τους Περαμίους και τους Γανοχωρίτες, οι οποίοι καλούνται να εγκατασταθούν στην περιοχή των Ελευθερών, δηλ. στον κόλπο της σημερινής Νέας Περάμου και στα κοντινά μεσόγεια χωριά. Τα μέρη αυτά είχαν παρόμοιο φυσικό περιβάλλον με τον τόπο προέλευσής τους κι αυτό θα βοηθούσε στον ταχύτερο εγκλιματισμό και στην ευκολότερη προσαρμογή τους.

Προσφυγικά σπίτια στη Νέα Ηρακλίτσα
(ΓΑΚ - Αρχεία Ν. Καβάλας,
Αρχείο κ. Μένιας Σπυριδωνάκη)
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι όλα αυτά γίνονταν υπό την πίεση της ανάγκης και χωρίς ιδιαίτερο σχεδιασμό. Για παράδειγμα, στην πρώτη περίπτωση, των «γεωργών», δεν αναφέρεται κανένα κριτήριο για την κατανομή τους (τα περισσότερα τούρκικα χωριά ήταν καπνοχώρια, αλλά η πλειονότητα των προσφύγων δεν είχε ιδέα από καπνά), ενώ στη δεύτερη περίπτωση, των Ελευθερών, κάποια μέρη δεν είχαν τις αναγκαίες υποδομές (μόλις είχαν δοθεί χρήματα για να κτιστούν σπίτια) ή ήταν ακατοίκητα και ελώδη. Η συστηματική και οργανωμένη αποκατάσταση των προσφύγων στα χωριά της Καβάλας θα άρχιζε το επόμενο έτος, με την ίδρυση της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ). 
Όμως εκείνη τη στιγμή, το Μάιο του 1923, έπρεπε να αποκατασταθεί, στο μέτρο του  δυνατού, η ομαλή κοινωνική και οικονομική ζωή της Καβάλας. Το πιο πρόσφορο μέτρο ήταν η αποσυμφόρηση της πόλης, με την ταυτόχρονη εκκένωση των καπναποθηκών, όπου συνωστίζονταν επί μήνες χιλιάδες άνθρωποι. Στις τεράστιες σάλες τους, που είχαν χωριστεί σε «δωμάτια» με κουρελούδες και κουβέρτες, η μαζική διαβίωση ήταν αφόρητη. Ο ιδιωτικός και οικογενειακός βίος είχε καταργηθεί και ο κίνδυνος των ηθικών παρεκτροπών ήταν καθημερινός, η συνύπαρξη του ετερόκλητου πλήθους ήταν δύσκολη και οι συγκρούσεις αναπόφευκτες, οι συνθήκες υγιεινής ήταν άθλιες και η απειλή των επιδημιών άμεση, εν όψει μάλιστα του καλοκαιριού. Υπήρχε όμως κι ένας ακόμη σημαντικός λόγος: Από την άνοιξη μέχρι και το φθινόπωρο ήταν η περίοδος της επεξεργασίας των καπνών. Η πολυπληθής καπνεργατική τάξη της Καβάλας έβγαινε τότε από την πολύμηνη αναγκαστική ανεργία της και έπιανε δουλειά στα καπνεργοστάσια. Εάν λοιπόν συνεχιζόταν η κατάληψη των καπναποθηκών, η οικονομία και η κοινωνία της πόλης και της περιοχής θα δεχόταν μεγάλο πλήγμα.
Έτσι εξηγείται προφανώς η επιτακτική εντολή: «Όσοι μένετε στις καπναποθήκες πρέπει να φύγετε το γρηγορώτερο». Η Επιτροπή επικαλείται τον κίνδυνο των επιδημιών, απειλεί τους πρόσφυγες με άμεση διακοπή των κοινωνικών παροχών και δηλώνει αποφασισμένη να λάβει δραστικά μέτρα, «με τη βία και με την Αστυνομία». Έτσι δικαιολογείται όμως και το δέλεαρ: Προτεραιότητα είτε για την απόκτηση σπιτιού στην Καβάλα είτε για την αποκατάσταση «στας Ελευθεράς» είχαν οι πρόσφυγες που διαβιούσαν στις καπναποθήκες. Σύμφωνα με το έγγραφο, και στις δύο περιπτώσεις ο αρχηγός της προσφυγικής οικογένειας έπρεπε, εκτός των άλλων δικαιολογητικών, «να φέρη και μια απόδειξι ότι κάθεται σε καπναποθήκη».
Όσο για τις απειλές της βίαιης έξωσης, δεν ξέρουμε αν έγιναν πράξη. Το μόνο βέβαιο είναι ότι αρκετές προσφυγικές οικογένειες συνέχισαν να μένουν σε καπναποθήκες (κάποιες μέχρι και για δύο χρόνια!), και ότι πολλές καπναποθήκες, κυρίως των ανταλλάξιμων Τούρκων, χρησιμοποιούνταν για προσωρινή στέγαση προσφύγων (νεοφερμένων, μετακινούμενων, πυροπαθών κ.ά.) μέχρι και το 1926! Όπως μαθαίνουμε από τον Τύπο της εποχής,  μόλις το Νοέμβριο του 1926 έγινε δυνατό να αποκτήσουν «κανονική» στέγη, δηλ. ένα δωμάτιο στα τούρκικα ανταλλάξιμα ή στους προσφυγικούς συνοικισμούς, και οι πρόσφυγες που διέμεναν προσωρινά «εις τας καπναποθήκας, τεμένη, σκηνάς, αυλάς κλπ.».

* Δημοσιεύτηκε στη Μνήμη του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, φ. 8 (Ιαν. 2012).