Η Αρχαιολογική Υπηρεσία και το έργο της στην Καβάλα από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τις μέρες μας



Η Αρχαιολογική Υπηρεσία στην Καβάλα*



Μία από τις βασικές μέριμνες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν προστασία και η ανάδειξη των αρχαιοτήτων. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκε το 1833 η Αρχαιολογική Υπηρεσία, με λιγοστό βέβαια προσωπικό και μέσα πενιχρά. Αρωγός στην ανεπαρκή κρατική προσπάθεια έρχεται το 1837 η ιδιωτική πρωτοβουλία, με την ίδρυση της εν Aθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Η περιοχή μας, βέβαια, θα συνδεθεί πολύ αργότερα μ’ αυτές τις εξελίξεις. Το 1934, κι αφού είχε περάσει μια 20ετία από τις πρώτες ανασκαφές της Γαλλικής Σχολής στη Θάσο και στους Φιλίππους, θα ιδρυθεί εδώ η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης με έδρα την Καβάλα και πρώτο επιμελητή αρχαιοτήτων τον Γεώργιο Μπακαλάκη. Η Εφορεία έχει υπό τη δικαιοδοσία της έξι νομούς, αλλά μόνον έναν αρχαιολόγο.
Με τη βοήθεια των Καβαλιωτών συγκεντρώνονται οι διάσπαρτες στην πόλη αρχαιότητες και σχηματίζεται η πρώτη αρχαιολογική συλλογή. Από το 1935 τα ευρήματα βρίσκουν τη θέση τους στο πρώτο Μουσείο της πόλης, ένα λιτό νεοκλασσικό στο Φάληρο, που παραχωρήθηκε από το Δήμο Καβάλας.
Με χρηματοδότηση της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρχίζουν και οι πρώτες στην πόλη ανασκαφές, στη χερσόνησο της Παναγίας και στην Καλαμίτσα, τις οποίες ο Μπακαλάκης ταυτίζει με τη θέση της αρχαίας Νεάπολης και της Αντισάρας, αντίστοιχα.
Το ενδιαφέρον του αρχαιολόγου στρέφεται επίσης στα βυζαντινά και τα οθωμανικά μνημεία της πόλης, σε όλη την “Θασίων Ήπειρον” και στις αρχαιότητες της Θράκης.
Η πρώτη αυτή περίοδος του δημιουργικού ενθουσιασμού, με τη χαρισματική προπωπικότητα του Γ. Μπακαλάκη, έδωσε  στην πόλη μας τις πρώτες αρχαιολογικές έρευνες, την τριπλή της ταυτότητα (Νεάπολις – Χριστούπολις – Καβάλας), το πρώτο μουσείο και μια αξιόλογη αρχαιολογική βιβλιογραφία. Διακόπηκε βίαια με την Κατοχή του 1941-44, που υπήρξε καταστροφική για τις αρχαιότητες, τους αρχαιολογικούς χώρους και το Μουσείο.

Με την τοποθέτηση του Δημήτριου Λαζαρίδη, στα τέλη του 1945, αρχίζει για την εδώ Αρχαιολογική Υπηρεσία η περίοδος της ανασυγκρότησης. Πρώτο μέλημα είναι η αποκατάσταση των καταστροφών σ’ όλη την έκταση της αρχαιολογικής περιφέρειας και στη συνέχεια η προστασία των μνημείων. Το 1948 κηρύσσονται ως αρχαιολογικά μνημεία το Φρούριο και οι Καμάρες αργότερα και η χερσόνησος της Παναγίας στο σύνολό της.
Το 1960 η Εφορεία στελεχώνεται με δύο νέες αρχαιολόγους, την Αικατ. Ρωμιοπούλου και Ευγ. Γιούρη, που εργάζονται δίπλα στον Λαζαρίδη, στο σύνολο του αρχαιολογικού έργου, από τα προγράμματα των ανασκαφών μέχρι την οργάνωση του αρχείου.
Ανασκαφές γίνονται τώρα σε πολλές θέσεις, στην Καβάλα, στο Ιερό της Παρθένου, στους Φιλίππους (και από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο), στην Αμφίπολη, στα Άβδηρα, στους προϊστορικούς οικισμούς των Σιταγρών και του Ντικιλί Τας κ.α. Υλοποιούνται και τα πρώτα προγράμματα διεθνούς συνεργασίας και ενίοτε εφαρμόζονται πρωτοποριακές μέθοδοι ανασκαφής.
Ο πλούτος των ευρημάτων καθιστά αναγκαία τη δημιουργία ενός σύγχρονου Αρχαιολογικού Μουσείου, που ολοκληρώνεται το 1963, σε σχέδια των Δημητρίου Φατούρου και Ιωάννη  Τριανταφυλλίδη, όπως άλλωστε και το Μουσείο των Φιλίππων. Η πρώτη αίθουσα, της Νεάπολης, ετοιμάζεται αμέσως για να εορταστούν τα 50 χρόνια από την απελευθέρωση της Καβάλας.
Η προσωπικότητα του Λαζαρίδη ακτινοβολεί και στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της πόλης. Ειδικότερα στην ίδρυση της Στέγης Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών και στην αναβίωση του αρχαίου δράματος στο Θέατρο των Φιλίππων το 1957.
Κατά τη δεύτερη αυτή περίοδο η αρχαιολογική υπηρεσία αποκτά ουσιώδεις υποδομές και μια στοιχειώδη στελέχωση, ενώ η αρχαιολογική έρευνα αποδίδει πλούσιο υλικό για μελέτη. Παράλληλα λαμβάνεται μέριμνα για την προστασία και την ανάδειξη των μνημείων, που στην περίπτωση του Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου συνδέονται με την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου.

Το 1965 μετακινούνται από την Καβάλα και οι τρεις αρχαιολόγοι, τοποθετείται όμως ως νέα επιμελήτρια αρχαιοτήτων η Χάιδω Κουκούλη – Χρυσανθάκη. Ολοκληρώνει την υπηρεσιακή σταδιοδρομία της σ’ αυτή την πόλη και βάζει τη σφραγίδα της στην Εφορεία και στα αρχαιολογικά πράγματα της περιοχής μέχρι το κλείσιμο του 20ού αιώνα.
Την περίοδο αυτή η διάρθρωση της αρχαιολογικής υπηρεσίας αλλάζει συνεχώς. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η ΙΗ΄Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων έχει στην αρμοδιότητά της τους τρεις νομούς της Αν. Μακεδονίας, ενώ από το 1973 έχει συσταθεί και η 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, που καλύπτει τους έξι νομούς της Αν. Μακεδονίας και Θράκης, με έφορο για μια 20ετία τον Χαράλαμπο Μπακιρτζή.
Με αρκετό πλέον προσωπικό (αρχαιολόγους και άλλες ειδικότητες) και όλες τις απαραίτητες υποδομές, η αρχαιολογική υπηρεσία φτάνει στην πλήρη της ανάπτυξη. Νέα Μουσεία δημιουργούνται την περίοδο αυτή (Αμφίπολη, Σέρρες, Δράμα, Άβδηρα) και τα παλιά ανακαινίζονται ή επεκτείνονται για να στεγάσουν τις νέες μουσειακές εκθέσεις. Από τις περιοδικές εκθέσεις, ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσίαζε για την πόλη μας η έκθεση του 1983 «Η Καβάλα μέσα από παλιές φωτογραφίες».
Η αρχαιολογική έρευνα και η ανασκαφική δραστηριότητα φτάνουν στο ζενίθ, αλλάζουν τον αρχαιολογικό χάρτη της περιοχής, προσθέτουν γνώση, δίνουν απαντήσεις σε αναπάντητα μέχρι τότε ερωτήματα. Π.χ. για τη θέση της Σκαπτής Ύλης στα όρη της Λεκάνης ή για το ιερό του Ασκληπιού στη θέση του ξενοδοχείου Λούσυ.
Σκόπιμο το τελευταίο παράδειγμα, για να φανεί ότι η αρχαιολογική υπηρεσία έπρεπε συχνά να αντιπαλέψει τις ιδεολογίες του ατομικού συμφέροντος και να τα βάλει με τα θηρία της οικοπεδοποίησης και της αντιπαροχής. Ιδιαίτερα η περίοδος της Δικτατορίας υπήρξε ολέθρια. Μνημεία καταστράφηκαν, τα  νεοκλασσικά κτίρια άρχισαν ένα-ένα να αποχαρακτηρίζονται και η άναρχη οικοδομική δραστηριότητα αλλοίωσε τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της Καβάλας.

Ο 20ός αιώνας άφησε μια πλούσια παρακαταθήκη. Αυτή την κληρονομιά την αξιοποιούν και την πλουτίζουν οι νεότερες γενιές των άξιων αρχαιολόγων της Υπηρεσίας: με νέες μόνιμες εκθέσεις στις επεκτάσεις των μουσείων της Καβάλας, των Φιλίππων και της Θάσου, με προγράμματα αναστηλώσεων, με έρευνες και ανασκαφές, κυρίως σωστικές, στο πεδίο των οποίων συχνά συναντώνται η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η Γαλλική Σχολή, η Αρχαιολογική Εταιρεία, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Τα εντυπωσιακά ευρήματα δεν λείπουν: η παλαιοχριστιανική βασιλική στην Παναγία, το νεκροταφείο στο Λιθοχώρι, στο Ακόντισμα, στο Περιγιάλι στο Ντικιλί Τας.
Βέβαια η εποχή επιβάλλει νέες προτεραιότητες και οι Αρχαιολογικές Υπηρεσίες προσανατολίζονται πλέον σε έργα ανάδειξης και ένταξης των μνημείων στη σύγχρονη ζωή του τόπου.
Σήμερα η Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας – Θάσου καλύπτει μόνο το χώρο της Περιφερειακής μας Ενότητας κι όχι βέβαια όλη της Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Όμως χάρη στο πολιτιστικό απόθεμα που έχει συσσωρευτεί εδώ από τη δεκαετία του 1930, η Καβάλα μπορεί να διαδραματίσει ρόλο μητροπολιτικού κέντρου για τις εξελίξεις στο πεδίο της αρχαιολογικής έρευνας.
Το πιστοποιεί η ένταξη των Φιλίππων στον κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, που αποτελεί τιμή για την περιοχή μας, κυρίως όμως για τους ανθρώπους που εδώ κι έναν αιώνα εργάστηκαν και εργάζονται για τη διάσωση και την ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

* Ομιλία σε εκδήλωση του Δήμου Καβάλας. Στις 26 Ιουνίου 2017 στον κήπο του δημαρχιακού μεγάρου, ο Δήμος Καβάλας τίμησε τους θεσμούς και τα πρόσωπα που από τις αρχές του 20ού αιώνα εργάστηκαν για τη διάσωση και την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας: Την Αρχαιολογική Υπηρεσία, τη Γαλλική Σχολή Αθηνών, την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Επίσης τους αρχαιολόγους Γεώργιο Μπακαλάκη, Στυλιανό Πελεκανίδη, Δημήτριο Λαζαρίδη, Χάιδω Κουκούλη - Χρυσανθάκη και Χαράλαμπο Μπακιρτζή, που έβαλαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στα αρχαιολογικά πράγματα και στην πολιτιστική ζωή της πόλης και της περιοχής μας. Είχα την τιμή και τη χαρά να μιλήσω, ανάμεσα σε εκλεκτούς ομιλητές, για την παρουσία και το έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στην Καβάλα. 

* Πηγή των πληροφοριών του κειμένου μας είναι το εξαιρετικά κατατοπιστικό άρθρο της αρχαιολόγου Δημητρίας Μαλαμίδου, «Εκατό Χρόνια αρχαιολογικών ερευνών στην Καβάλα», Πρακτικά σεμιναρίων τοπικής ιστορίας, τ. Β΄, Καβάλα 2014, σ. 225-254.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου