Οι «Νόμοι της Μνήμης» και η Γενοκτονία


Οι «Νόμοι της Μνήμης» και η Γενοκτονία* 


Ο δημόσιος διάλογος για τον υπό ψήφιση «αντιρατσιστικό» νόμο  ελάχιστα ασχολήθηκε με το ρατσισμό και την καταπολέμηση της ρατσιστικής βίας.[1] Βγήκε αμέσως «εκτός θέματος», μετατοπίστηκε στην άρνηση των γενοκτονιών κι έφερε απροσδόκητα στο προσκήνιο τους λεγόμενους «νόμους της μνήμης».
Πρόκειται για μια σειρά αμφιλεγόμενων και διχαστικών νόμων που κατατάσσουν ως ποινικό αδίκημα τη δημόσια άρνηση των γενοκτονιών και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Η αρχή έγινε το 1990 στη Γαλλία με το νόμο Gayssot, που θέσπισε ποινές φυλάκισης και μεγάλα πρόστιμα για τους αρνητές του Ολοκαυτώματος. Έκτοτε το φαινόμενο πήρε διαστάσεις, με διάφορους μνημονικούς νόμους για το Ολοκαύτωμα, τη Γενοκτονία των Αρμενίων, το ρατσισμό, την αποικιοκρατία και το δουλεμπόριο. Διατάξεις για τα αδικήματα της άρνησης του Ολοκαυτώματος και των γενοκτονιών περιλαμβάνονται σήμερα και στην ποινική νομοθεσία πολλών ευρωπαϊκών κρατών, ενώ σε ορισμένες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της ανατολικής Ευρώπης αδίκημα θεωρείται και η δημόσια άρνηση των «εγκλημάτων του κομμουνισμού».
Οι «νόμοι της μνήμης» αναμφίβολα εξαρτώνται από συγκυρίες και συσχετισμούς δυνάμεων και υποκρύπτουν πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες κρατών, πολιτικών ομάδων ή ισχυρών «λόμπι της μνήμης». Ωστόσο δύσκολα θα αμφισβητήσει κανείς την ηθική τους βάση, αφού θεμελιώνονται στην πεποίθηση ότι οι ναζιστικές θηριωδίες, οι γενοκτονίες και οι εθνοκαθάρσεις αποτελούν απαράγραπτα εγκλήματα, έναντι των οποίων οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν το διπλό καθήκον της καταδίκης και της μνήμης.
Ως «καθήκον μνήμης» προσδιορίζεται (από τον Paul Ricoeur)  η ηθική υποχρέωση των επιγενόμενων να αποδίδουν δικαιοσύνη, με την επίκληση της μνήμης, για όλα τα πρωτόγνωρα και αποτρόπαια γεγονότα του αιματηρού 20ού αιώνα: Παγκοσμίους πολέμους, γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις, ολοκληρωτισμούς και μαζικές πολιτικές εκκαθαρίσεις και φυσικά το Ολοκαύτωμα. Η διαρκής μνήμη αποτελεί μιας μορφή δικαίωσης για τα θύματα και τους απογόνους τους, μια ηθική καταδίκη για όσους διέπραξαν ή αποσιωπούν τα εγκλήματα και επιπλέον δημιουργεί προϋποθέσεις για να μην γνωρίσει και στο μέλλον η ανθρωπότητα παρόμοια δεινά. 

Κατ’ εφαρμογήν «μνημονικών» νόμων ή ανάλογων διατάξεων έχουν καταδικαστεί στην Αγγλία, τη Γερμανία και την Αυστρία ο Βρετανός αρνητής του Ολοκαυτώματος David Irwing (αριστ.) για τους ίδιους λόγους στη Γαλλία ο φιλόσοφος Roger Garaudy (κέντρο), ο πανεπιστημιακός Robert Faurisson και άλλοι ακροδεξιοί «αρνητιστές», επίσης στη Γαλλία ο Αμερικανός ιστορικός Bernard Lewis (δεξιά), επειδή δήλωσε σε γαλλική εφημερίδα ότι η σφαγή των Αρμενίων δεν ήταν Γενοκτονία, προσφάτως στην Ελβετία Τούρκος πολιτικός για δημόσιες δηλώσεις του περί του «αρμενικού μύθου» κ.ά.


Η Ελλάδα δεν έχει εμπλουτίσει το νομικό οπλοστάσιό της με μνημονικούς νόμους ούτε έχει ενσωματώσει παρόμοιες ρυθμίσεις στην κοινή νομοθεσία της. Οι νόμοι  με τους οποίους καθιερώθηκαν οι εθνικές ημέρες μνήμης για τις Γενοκτονίες των Ποντίων, των Αρμενίων και των Μικρασιατών και για το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων συνιστούν μεν επίσημη αναγνώριση των ιστορικών αυτών γεγονότων, όμως δεν προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για τους αρνητές.[2]
Ωστόσο τη φιλοσοφία των «νόμων της μνήμης» υιοθέτησαν υποχρεωτικά τα πρόσφατα σχέδια και οι προτάσεις του αντιρατσιστικού νόμου.[3] Όπως και το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο του 2011, που δεν έφτασε ποτέ στη Βουλή, έτσι και το «νομοσχέδιο Ρουπακιώτη», που επίσης αποσύρθηκε, τυποποιούσε ως ποινικό αδίκημα την κακόβουλη άρνηση των εγκλημάτων γενοκτονίας κλπ., υπό την προϋπόθεση ότι αυτά έχουν αναγνωριστεί με απόφαση ελληνικού ή διεθνούς δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή εμπίπτει μόνο το Ολοκαύτωμα, αφού μόνο αυτό είναι αναγνωρισμένο από διεθνές δικαστήριο. Μαζί λοιπόν με τις πρώτες διαμαρτυρίες, εμφανίστηκαν και προτάσεις που συμπεριελάμβαναν στις διατάξεις της ποινικοποίησης και τις αναγνωρισμένες από την Ελληνική Βουλή γενοκτονίες. Ταυτόχρονα όμως εκδηλώθηκαν και οι αντιδράσεις του ακαδημαϊκού κόσμου για την προωθούμενη «ποινικοποίηση της μνήμης».[4]
Η αντιπαράθεση ανέδειξε τις διαφορετικές ερμηνείες για τα επίμαχα γεγονότα του παρελθόντος και -επί του θέματός μας- τις αντιτιθέμενες απαντήσεις στο ακανθώδες ερώτημα αν πρέπει να θεωρείται ποινικό αδίκημα η άρνηση του Ολοκαυτώματος και, κυρίως, των αναγνωρισμένων από το ελληνικό κράτος Γενοκτονιών.

Οι υποστηρικτές της ποινικοποίησης θεμελιώνουν βέβαια την άποψή τους στην «αντικειμενική ιστορική πραγματικότητα» της Γενοκτονίας, η οποία έχει αναγνωριστεί όχι μόνο από το ελληνικό κράτος αλλά και από το μόνο αρμόδιο επί του θέματος επιστημονικό διεθνές όργανο, τη Διεθνή Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars - IAGS).[5]
Κατά το σκεπτικό τους, η απλή αναγνώριση μιας γενοκτονίας από ένα κράτος ή διεθνή οργανισμό αποτελεί βέβαια το πρώτο στάδιο στη διαδικασία ιστορικής δικαίωσης και ηθικής αποκατάστασης, από μόνη της όμως δεν παράγει κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Μόνο με την αυστηρή τιμωρία των αρνητών θα αποτραπούν τα ψεύδη, οι διαστρεβλώσεις και οι «αναθεωρητικές» απόψεις για τα εγκλήματα του παρελθόντος, θα αναγνωριστεί η θυσία ή η αδικία που υπέστησαν τα θύματα και θα προστατευτεί η μνήμη τους. Διαφορετικά, τα ένοχα κράτη θα μπορούν άνετα να αποποιούνται των ιστορικών ευθυνών τους για τα τερατώδη δεινά που προκάλεσαν στο παρελθόν και να παρουσιάζουν «επιχειρήματα» έμμεσης δικαιολόγησης των εγκλημάτων, όπως εξακολουθεί να κάνει η Τουρκία.  
Σ’ αυτή την περίπτωση η άρνηση εκλαμβάνεται ως ασέβεια στη μνήμη των θυμάτων αλλά και ως ευθεία προσβολή της κοινότητας των απογόνων τους και γι’ αυτό δεν καλύπτεται από το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης.[6] Άλλωστε, σύμφωνα και με την αιτιολογία του ψηφίσματος της Διεθνούς Ένωσης Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS) εναντίον της Τουρκίας, «η άρνηση μιας γενοκτονίας αναγνωρίζεται ευρέως ως το τελικό στάδιο της γενοκτονίας, που εξασφαλίζει την ατιμωρησία στους δράστες της γενοκτονίας και αποδεδειγμένα προετοιμάζει το έδαφος για μελλοντικές γενοκτονίες».
Μέσα σ’ αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο, η ποινικοποίηση εμφανίζεται ως προοδευτική ρύθμιση, ισοδύναμη με τη νομική προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την προστασία του ανθρώπινου πολιτισμού από μελλοντικά αποτρόπαια εγκλήματα.
Στον αντίποδα αυτών των προσεγγίσεων βρίσκονται όσοι δεν ερμηνεύουν ως γενοκτονία την τύχη των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολής στα 1914-1922, μεταξύ τους και το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής κοινότητας των ιστορικών. Αποδίδουν το «αφήγημα» της Γενοκτονίας σε πολιτικές στοχεύσεις κομμάτων και οργανώσεων και θεωρούν ότι οι αποφάσεις του Κοινοβουλίου για την αναγνώριση της Γενοκτονίας στον Πόντο και στη Μικρά Ασία συνιστούν ανεπίτρεπτη κρατική παρέμβαση που επιχειρεί να επιβάλει διά νόμου μια επίσημη ερμηνεία και μια τελεσίδικη ετυμηγορία για το ιστορικό παρελθόν. Κρίνουν ωστόσο ότι αυτοί οι νόμοι είναι ανεκτοί, διότι δε δημιουργούν καμία νομική ή ηθική δέσμευση και δε συνεπάγονται καμία υποχρέωση.
Αντίθετα, στους νόμους της μνήμης και στις διατάξεις της ποινικοποίησης η επιστημονική κοινότητα βλέπει πρωτίστως το στοιχείο του νομικού καταναγκασμού και της ιδεολογικοπολιτικής συμμόρφωσης, γι’ αυτό και αρθρώνει επίμονα το γνωστό αντίλογο: Αφενός ότι σε ένα ελεύθερο κράτος δεν είναι αρμοδιότητα ούτε του κοινοβουλίου ούτε της δικαστικής εξουσίας να ορίζει την ιστορική αλήθεια και να τιμωρεί στο όνομά της όσους την αρνούνται. Αφετέρου ότι η απαγόρευση των διαφορετικών απόψεων για ένα επίμαχο ιστορικό γεγονός παραβιάζει κατάφωρα τη συνταγματική αρχή της ελευθερίας της έκφρασης και δε γίνεται ανεκτή στο πλαίσιο της δημοκρατικής κοινωνίας.
Ο χώρος της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, που αποτελεί τον πιο ισχυρό πόλο κριτικής, υποστηρίζει ειδικότερα ότι οι μνημονικοί νόμοι αντιστρατεύονται την ελευθερία της ιστορικής έρευνας και την ακώλυτη διακίνηση της ιστορικής γνώσης και ουσιαστικά οδηγούν την ιστοριογραφία στη χειραγώγηση και τη φίμωση. Στη Γαλλία, όπου εφαρμόζονται «νόμοι της μνήμης» από το 1990, η κοινότητα των ιστορικών έχει καταγγείλει αυτή τη νομοθεσία και έχει επισημάνει τον κίνδυνο να αποφασίζουν για την ιστορική αλήθεια όχι πια οι ιστορικοί, αλλά ισχυρές ομάδες πίεσης που ασκούν επιρροή στα πολιτικά κόμματα και συγκυριακές πλειοψηφίες στο Κοινοβούλιο. Η κίνηση “Liberté pour lhistoire” (Ελευθερία για την Ιστορία) ζητεί την κατάργηση όλων των «νόμων της μνήμης» και των σχετικών διατάξεων, ως ανάξιων του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Το άρθρο θα συμπληρωθεί και θα ολοκληρωθεί ουσιαστικά στο επόμενο φύλλο. Στο δεύτερο μέρος θα εκθέσουμε τις απόψεις μας για το επίμαχο ζήτημα: Πρέπει να ποινικοποιηθεί και στη χώρα μας η άρνηση του Ολοκαυτώματος και των αναγνωρισμένων από το ελληνικό κράτος Γενοκτονιών; Γενικότερα, η ελληνική κοινωνία χρειάζεται μια ποινική νομοθεσία που με τις κυρώσεις της θα «προστατεύει» το Ολοκαύτωμα και τις γενοκτονίες από τους «αρνητές» και τους «αναθεωρητές»;  


Πριν από την περίπτωση της Καμπότζης (εκεί μόλις ποινικοποιήθηκε η άρνηση της γενοκτονίας από το καθεστώς των Κόκκινων Χμερ στα 1975-1979), ο πιο πρόσφατος σχετικός νόμος ήταν της κυβέρνησης Σαρκοζί για την ποινικοποίηση της άρνησης της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Η ψήφισή του από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση το Δεκέμβριο του 2011 ξεσήκωσε θύελλα τουρκικών αντιδράσεων και έβαλε σε δοκιμασία τις γαλλοτουρκικές σχέσεις. Στις φωτ. Αρμένιοι και Τούρκοι διαδηλώνουν στο Παρίσι υπέρ και κατά του νόμου, αντίστοιχα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Δημοσιεύτηκε στη «Μνήμη» του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, φ. 13, Σεπτ. 2013, σ. 14-15.

[1] Η ψήφιση νέου αντιρατσιστικού νόμου αποτελεί υποχρέωση της χώρας μας. Τον Απρίλιο του 2007 το Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκρινε ένα πλαίσιο αρχών για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας και δέσμευσε τις ευρωπαϊκές χώρες να προσαρμόσουν μέσα σε δύο χρόνια την εθνική νομοθεσία τους. Η Ελλάδα δεν ανταποκρίθηκε (μοναδικό «αντιρατσιστικό» νομοθέτημα παραμένει ο ποινικού χαρακτήρα Νόμος 927/1979) και πολλοί συνδέουν αυτό το «νομικό κενό» με την πρωτόγνωρη έκταση της ρατσιστικής βίας. Έτσι η χώρα βρίσκεται στο στόχαστρο έντονης κριτικής και συνεχών πιέσεων.

[2] Το Ελληνικό Κοινοβούλιο έχει καθιερώσει τη 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο μικρασιατικό Πόντο» (Νόμος 2193/8-3-1994, ΦΕΚ Α΄32/1994), την 24η Απριλίου ως «Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Αρμενίων από την Τουρκία» (Ν. 2397/1996, ΦΕΚ Α΄80/1996), τη 14η Σεπτεμβρίου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας» (Ν. 2645/13-10-1998, ΦΕΚ Α΄234/1998) και την 27η Ιανουαρίου ως «Ημέρα μνήμης των Ελλήνων Εβραίων μαρτύρων και ηρώων του Ολοκαυτώματος» (Ν. 3218/2004, ΦΕΚ Α΄12/2004).

[3] Η απόφαση – πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (βλ. σημ. 1), θεωρεί ποινικά κολάσιμη (με φυλάκιση από ένα έως τρία χρόνια!) κάθε ενέργεια που έχει χαρακτήρα απολογίας ή άρνησης ή μείωσης της σημασίας του Ολοκαυτώματος, των γενοκτονιών και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, όπως ορίζονται από τα άρθρα 6, 7 και 8 του Κανονισμού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης, και υποχρεώνει τα κράτη – μέλη να εκδώσουν σχετικούς νόμους. 

[4] Τα νερά τάραξε η βουλευτής - ιστορικός κ. Μαρία Ρεπούση. Με επιστολή προς τους συναδέλφους της πανεπιστημιακούς, επεσήμανε ότι «η γνωστή προβληματική διάταξη που ποινικοποιεί την άρνηση των γενοκτονιών και των εγκλημάτων πολέμου ενδέχεται να έχει πολύ σοβαρότερες συνέπειες στη χώρα μας, αν χρησιμοποιηθεί όχι για την άρνηση των εγκλημάτων του ναζισμού αλλά για εθνικιστικούς λόγους». Τους κάλεσε δε να αντιδράσουν, κινητοποιώντας πολιτικούς και δημοσιογράφους, ιδιαίτερα αν κυριαρχήσει η εκδοχή «που ενσωματώνει ως γενοκτονία, ό,τι η ελληνική Βουλή έχει ψηφίσει ως γενοκτονία, δηλαδή και γενοκτονία των Ποντίων και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας». Αυτές οι θέσεις, κυρίως η απροκάλυπτη αμφισβήτηση της Γενοκτονίας (και μάλιστα λίγες μέρες μετά τη 19η Μαΐου, «Ημέρα Μνήμης» της Ποντιακής Γενοκτονίας), πυροδότησαν τις συνήθεις λοιδορίες και τα γνωστά αναθέματα, αποτέλεσαν όμως (πράγμα σπάνιο!) και έναυσμα για έναν ψύχραιμο και γόνιμο διάλογο, κυρίως από τις στήλες των εφημερίδων και τις σελίδες του διαδικτύου.

[5] Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, η συστηματική εξολόθρευση του ελληνικού στοιχείου από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς (με μαζικές σφαγές, απελάσεις και εκτοπισμούς, τάγματα εργασίας και πορείες θανάτου, καταστροφές οικισμών και πλουτοπαραγωγικών πηγών κ.ά.), ανταποκρίνεται στα κριτήρια των εγκλημάτων Γενοκτονίας, όπως αυτά προσδιορίστηκαν από τον ΟΗΕ το 1948 με τη «Σύμβαση για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος της Γενοκτονίας» («The Convention on the Prenention and Punishment of the Crime of Genocide»). Στις 16 Δεκεμβρίου 2007, με ψήφισμα που εγκρίθηκε από το 83% των μελών της, η IAGS υιοθέτησε την άποψη ότι «η εκστρατεία των Οθωμανών εναντίον των Χριστιανικών μειονοτήτων της Αυτοκρατορίας μεταξύ 1914 και 1923 αποτέλεσε μια γενοκτονία των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων του Πόντου και της Ανατολίας» και κάλεσε την κυβέρνηση της Τουρκίας «να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες αυτών των πληθυσμών, να εκδώσει μια επίσημη απολογία και να προχωρήσει σε άμεσα και σημαντικά βήματα για αποκατάσταση» (βλ. http://www.genocidetext.net).

[6] Έτσι έχει αποφανθεί το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας το 1994, σε απόφαση για το Ολοκαύτωμα.



Δικαστήριο της Ουγγαρίας καταδίκασε Ούγγρο πολίτη σε 18 μήνες φυλάκιση με αναστολή για την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Οι δικαστές του επέβαλαν επίσης να επισκεφθεί το Άουσβιτς - Μπιρκενάου ή κάποιο άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης και να συντάξει μια έκθεση στην οποία θα περιγράφει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου