Καβάλα, καλοκαίρι 1924… Η αναχώρηση των μουσουλμάνων της Ανταλλαγής

 

Καβάλα, καλοκαίρι 1924… Η αναχώρηση των μουσουλμάνων της Ανταλλαγής * 



[…] Μέχρι το 1922 το μουσουλμανικό στοιχείο υπερτερούσε πληθυσμιακά σε όλη την έκταση του μετέπειτα νομού Καβάλας [1], με εξαίρεση την ομώνυμη πόλη και το νησί της Θάσου. Στα χωριά της υποδιοίκησης / επαρχίας Καβάλας (24 οικισμοί με 10.634 κατοίκους στην απογραφή του 1920) δεν υπήρχε ελληνικός πληθυσμός, εκτός από περίπου 300 πρόσφυγες του 1913-1914 από τη Βουλγαρία, τη Θράκη και τη Μικρά Ασία. Στην επαρχία Νέστου (59 οικισμοί με 19.487 κατοίκους) οι περίπου 500 Έλληνες του  Καγιά Μπουνάρ (Πετροπηγής) και του Σαρή Σαμπάν (Χρυσούπολης) μαζί με τους περίπου 1.200 πρόσφυγες του 1913-1914 δεν ξεπερνούσαν το 9% του πληθυσμού. Στο χώρο της επαρχίας Πραβίου (46 οικισμοί με 16.434 κατοίκους) οι μουσουλμάνοι υπερείχαν ελαφρώς των χριστιανών.

Ένας μικρός αριθμός ανταλλάξιμων μουσουλμάνων εγκατέλειψε την Ανατολική Μακεδονία τον Οκτώβριο - Νοέμβριο του 1923, η πλειονότητα όμως του πληθυσμού πήρε το δρόμο της Ανταλλαγής κατά το Μάιο - Ιούνιο του 1924. Οι τελευταίοι 2-3 χιλιάδες μουσουλμάνοι, κάτοικοι της παραμεθόριας ζώνης και στελέχη της καπνικής οικονομίας, αναχώρησαν τους επόμενους μήνες, οι τελευταίοι μάλιστα τον Ιανουάριο του 1925. Η εκκένωση της περιοχής πραγματοποιήθηκε με απόλυτη τάξη, γεγονός που αποδίδεται στη σοβαρή προεργασία της 5ης Υποεπιτροπής Ανταλλαγής της Καβάλας. Πρόεδρος της τριμελούς επιτροπής ήταν αρχικά ο Δανός William Sliben, που μετά τους πρώτους μήνες τοποθετήθηκε στην Δράμα ως πρόεδρος της 4ης Υποεπιτροπής, και μέλη οι Κ. Σαραντίδης και Hussein Bey. Στη συνέχεια την προεδρία ανέλαβε ο Ολλανδός Johan Luger και τον Σαραντίδη αντικατέστησε ο Νικόλαος Ζήμης. 

Βασική αρμοδιότητα της υποεπιτροπής ήταν να επιτηρεί και να διευκολύνει το έργο της “μετανάστευσης” των ανταλλάξιμων πληθυσμών: Να καταγράφει και να ενημερώνει τους ανθρώπους που όφειλαν να εγκαταλείψουν τη χώρα, να τους εφοδιάζει με τα απαραίτητα έγγραφα, να ορίζει τα λιμάνια ή τους σταθμούς στους οποίους έπρεπε να μεταβούν και να βρίσκει τους κατάλληλους χώρους για τη συγκέντρωσή τους. Επίσης να επιλύει, στο μέτρο του δυνατού, τις διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στους γηγενείς και τους υπό αναχώρηση μουσουλμάνους [2].

Οι Τούρκοι των επαρχιών του μετέπειτα Νομού Καβάλας χρησιμοποίησαν τα λιμάνια της Καβάλας, των Ελευθερών και της Κεραμωτής. Συγκεκριμένα, από το λιμάνι της Καβάλας αναχώρησαν οι μουσουλμάνοι της πόλης και της αγροτικής της ενδοχώρας, ακόμη και οι πληθυσμοί από την περιφέρεια του Ζυρνόβου (Κάτω Νευροκοπίου). Σύμφωνα με τις εκκλήσεις της Μικτής Επιτροπής και τις κυβερνητικές οδηγίες, οι τοπικές αρχές όφειλαν να επιτάξουν καπναποθήκες, για να στεγάσουν προσωρινά τους ανταλλασσόμενους μουσουλμάνους που έφταναν στην Καβάλα. Όμως η τοπική 5η Υποεπιτροπή δεν επέμενε στην αξίωσή της, επειδή όλες οι διαθέσιμες καπναποθήκες της πόλης ήταν ασφυκτικά γεμάτες με πρόσφυγες. Από τα λίγα διαθέσιμα στοιχεία συνάγεται ότι στην Καβάλα ως χώρος συγκέντρωσης χρησιμοποιήθηκε κυρίως η περιοχή του Κιουτσούκ Ορμάν, όπου οι ανταλλάξιμοι διανυκτέρευαν σε σκηνές. Από εκεί οι ίδιοι και οι αποσκευές τους μεταφέρονταν στο λιμάνι και με βάρκες ή φορτηγίδες επιβιβάζονταν στα τουρκικά πλοία που τους περίμεναν στα ανοιχτά (το Ακντενίζ, το Σακάρια κ.ά.).

Οι  ανταλλάξιμοι της περιοχής Πραβίου, της ευρύτερης περιφέρειας του Παγγαίου και αρκετών οικισμών της περιφέρειας Δράμας [3] αναχώρησαν από τις Ελευθερές, “οι πλείστοι συναποκομίζοντες και τα κτήνη των”. Το φυσικό λιμάνι των Ελευθερών θεωρούνταν ως το πλέον κατάλληλο, αφού παρείχε τη δυνατότητα εύκολης πρόσβασης σε ανθρώπους και ζωήλατα οχήματα, προστατευόταν από όλους τους ανέμους και αποτελούσε ασφαλές αγκυροβόλιο για τα πλοία (σε όλα αυτά η Καβάλα υστερούσε). Επίσης στον κόλπο των Ελευθερών μπορούσαν να παραμείνουν και να ελιχθούν πλοία κάθε μεγέθους, χωρητικότητας και βυθίσματος, ενώ χάρη στη μεγάλη στρατιωτική αποβάθρα του λιμένος μπορούσαν να πλευρίσουν συγχρόνως δύο ατμόπλοια. Τα μειονεκτήματα των Ελευθερών ήταν η έλλειψη φορτηγίδων (έπρεπε να έρθουν από την Καβάλα) και η ανυπαρξία χώρων για τη στέγαση των ανθρώπων. Καθώς οι αρμόδιοι αδυνατούσαν να εξασφαλίσουν τις απαιτούμενες σκηνές, οι ανταλλάξιμοι έπρεπε να κινούνται χωρισμένοι σε ομάδες και να επιβιβάζονται στα πλοία αμέσως με την άφιξή τους στο χώρο αυτό. 

Οι αγροτικοί πληθυσμοί του Σαρή Σαμπάν χρησιμοποίησαν το λιμάνι της Κεραμωτής, που αφενός ήταν πλησιέστερο στα μουσουλμανικά χωριά της επαρχίας και αφετέρου θεωρούνταν καταλληλότερο για επιβίβαση, αφού ήταν υπήνεμο. Ωστόσο, η περιοχή δε διέθετε στεγασμένους χώρους για την παραμονή των ανθρώπων, όπως και η αντίστοιχη των Ελευθερών, ούτε αποβάθρες για την επιβίβαση των ανταλλάξιμων.

Από την αναχώρηση των μουσουλμάνων της Καβάλας, άνοιξη 1924 (φωτ. Pierre de Gigord Collection, Getty Museum)

Για τη μετακίνηση των “μεταναστών” χρησιμοποιήθηκαν τουρκικά πλοία που είχαν συμβληθεί με την 11μελή Μικτή Επιτροπή. Η Μόνιμη Γραμματεία της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών παρατηρούσε ότι ο αριθμός τους ήταν ανεπαρκής και η χωρητικότητά τους μικρή. Έτσι ζητούσε να δοθεί στις υποεπιτροπές της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης η εξουσιοδότηση να αναθέτουν και σε άλλες εταιρείες τη μεταφορά των μουσουλμάνων στα λιμάνια προορισμού τους.

Σύμφωνα με τις πρώτες ανακοινώσεις της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής, οι μουσουλμάνοι της Καβάλας και της Δράμας, καπνοπαραγωγοί στην πλειονότητά τους και καπνεργάτες, επρόκειτο να εγκατασταθούν κυρίως στην περιοχή της Σαμψούντας καθώς και στα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας (Σμύρνη, Μαγνησία, Ντενιζλή, Βουρλά, Μίλητο κ.ά.), ενώ οι αγρότες από την πεδιάδα του Σαρή Σαμπάν προορίζονταν για τα μέρη της Ανατολικής Θράκης (Τσατάλτζα, Τεκφούρ Νταγ κ.ά.) και της Καππαδοκίας (επαρχία Καραμάν, Νίγδη κ.ά.).

Ο τουρκικός Τύπος υποστήριζε ότι με τη “θεομηνία της πυρκαγιάς την οποία υπέστησαν οι περιφέρειες Σμύρνης και Μαγνησίας κατά την τελευταία ελληνική ήττα” μειώθηκε κατά πολύ ο αριθμός των διαθέσιμων οικιών, κατά συνέπεια πολλοί πρόσφυγες στα παράλια της Μικράς Ασίας θα αντιμετώπιζαν πρόβλημα στέγασης. Ωστόσο θεωρούσε ότι οι μουσουλμάνοι καπνοπαραγωγοί από τις περιφέρειες της Δράμας και της Καβάλας θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της καπνοκαλλιέργειας στα μέρη της Σμύρνης και της Μαγνησίας, εισάγοντας νέες τεχνικές και παράγοντας καπνά εφάμιλλα των περιοχών Ξάνθης – Δράμας – Καβάλας. 

Η Σύμβαση της Ανταλλαγής επικυρώθηκε από τις δύο ενδιαφερόμενες χώρες τον Αύγουστο του 1923 (στις 23 από τη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας και στις 25 από την Ελληνική Κυβέρνηση) και ένα μήνα αργότερα συστάθηκε η 11μελής “Μικτή Επιτροπή επί της Ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών”, η οποία ήταν υπεύθυνη και για την εκτίμηση των ακίνητων περιουσιών των ανταλλάξιμων προσφύγων. Το έργο της εκτίμησης των περιουσιών ήταν χρονοβόρο, με αποτέλεσμα να παρατηρηθούν μεγάλες καθυστερήσεις στην αναχώρηση των μουσουλμάνων. Ενδεικτικό είναι ότι από τους 43.350 ανταλλάξιμους του κατοπινού Νομού Καβάλας μόνο 15-18 χιλιάδες είχαν αναχωρήσει μέχρι τα μέσα Απριλίου του 1924.

Η παραμονή των μουσουλμάνων στις πόλεις και τα χωριά δυσχέραινε τη στέγαση του προσφυγικού πληθυσμού και την εφαρμογή των προγραμμάτων αγροτικής αποκατάστασης, προκαλώντας έτσι τις διαμαρτυρίες των Ελλήνων προσφύγων. Οι τελευταίοι εξέφραζαν το παράπονο ότι οι μουσουλμάνοι έφευγαν (ή θα έφευγαν) υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, έχοντας το δικαίωμα να πάρουν μαζί τους “τα πορτοπαράθυρα των σπιτιών τους, ακόμη και τους σκύλους και τις γάτες τους”! Κάποιοι πάλι, κυρίως οι οικογένειες των αιχμαλώτων, ζητούσαν να μην ανταλλαγούν οι εδώ Τούρκοι, μέχρι να επιστρέψουν οι άνθρωποί τους από την Τουρκία. Ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων, στην απέλπιδα προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή στέγη, συναλλάσσονταν με τους αναχωρούντες Τούρκους, με την σφαλερή πεποίθηση ότι θα κρατήσουν το σπίτι τους!

Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ελλάδας, ανερχόμενος σε περίπου 400.000 άτομα, ήταν κατά το 1/5 περίπου αστικός και κατά τα 4/5 αγροτικός.[4] Στην εξεταζόμενη περιοχή ο αστικός πληθυσμός αποτελούνταν από τους λίγους τσιφλικούχους - μεγαλογαιοκτήμονες, που διέμεναν στις μεγάλες πόλεις, κυρίως όμως από εργάτες και μικροεπαγγελματίες: καφετζήδες, κουρείς, πεταλωτές, ζαχαροπλάστες, ράφτες, σελοποιούς, καραγωγείς, αμαξηλάτες, αχθοφόρους κ.ά. Αυτοί δεν έπαιζαν κανένα σημαντικό ρόλο από την άποψη της παραγωγής και μπορούσαν κάλλιστα να αντικατασταθούν από τους πρόσφυγες. Από αριθμητική άποψη η σπουδαιότερη κατηγορία ήταν των καπνεργατών της Καβάλας, Δράμας, Θεσσαλονίκης και μερικών άλλων πόλεων και κωμοπόλεων. Κρίνονταν απαραίτητοι για την ομαλή λειτουργίας της καπνικής οικονομίας, πολλοί ωστόσο θεωρούσαν ότι “τούτους θα ηδύναντο αμέσως να αναπληρώσωσι πρόσφυγες καπνεργάται εκ Σμύρνης και Σαμψούντος, άνευ σοβαράς ζημίας της βιομηχανίας ταύτης”.

Οι πρόσφυγες της Ανατολικής Μακεδονίας, έχοντας ήδη συμπληρώσει ένα χρόνο σε σκηνές, καπναποθήκες, σχολεία, τζαμιά, τρώγλες, αυτοσχέδια παραπήγματα και άλλους καταυλισμούς, έτρεμαν στην ιδέα ότι τους περιμένει και δεύτερος χειμώνας με τις ίδιες άθλιες συνθήκες ζωής και με το φάσμα της ανεργίας, της πείνας και της ασθένειας. Έτσι με τους συλλόγους τους ζητούσαν επίμονα και επιτακτικά την αναχώρηση των μουσουλμάνων, προτείνοντας μέχρι και τη βίαιη απέλασή τους από την Ελλάδα. Η Μόνιμη Γραμματεία της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών εξέφραζε το φόβο ότι με τη συνεχιζόμενη παραμονή των μουσουλμάνων η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να βρεθεί “προ αφορήτου καταστάσεως, εις ην η μόνη διέξοδος θα είναι η αποπομπή των μουσουλμάνων”, γεγονός όμως που έπρεπε να αποφευχθεί, αφού θα είχε πολύ σοβαρές πολιτικές συνέπειες.

Εκφραστές των επιθυμιών της τοπικής κοινωνίας ήταν και οι Αρχές της πόλης και της περιοχής. Για παράδειγμα, ο Υποδιοικητής Χωροφυλακής Καβάλας Δικαίος, με τηλεγράφημά του προς τον “Αρχηγό της Επαναστάσεως” [Νικόλαο Πλαστήρα], τους υπουργούς Εσωτερικών, Προνοίας, Γεωργίας κ.ά. (24 Σεπτεμβρίου 1923) υπογράμμιζε την ανάγκη να αρχίσει η ανταλλαγή «ει δυνατόν αμέσως, δι’ αναχωρήσεως πρώτον αστικού τουρκικού πληθυσμού, μηδέν προσφέροντος εις εθνικήν οικονομίαν […]». Σημείωνε ότι μια ενδεχόμενη αναβολή της ανταλλαγής για το επόμενο καλοκαίρι θα οδηγούσε σε απόγνωση τον προσφυγικό κόσμο, «ήμισυς του οποίου είναι άστεγος και ¾ άνευ εργασίας», και τόνιζε ότι «διά της αναχωρήσεως αστικού τουρκικού πληθυσμού αστικοί πρόσφυγες υποκαταστήσωσι εις επαγγέλματα Τούρκους εργάτας [και] πρόσφυγες κάτοικοι πόλεων θέλουσιν εύρει εργασίαν [εις] κενοθησομένας θέσεις εις διάφορα βιομηχανικά και βιοτεχνικά εργοστάσια. Μόνον ενταύθα [Καβάλα] Τούρκοι εργάται καπνεργοστασίων ανέρχονται [εις] 5.000 περίπου, οίτινες ήδη εργάζονται αποτελούντες πρόσκομμα εις πρόσφυγας».

Ωστόσο για τους μουσουλμάνους της αγροτικής ενδοχώρας διατυπώνονταν δύο αντιτιθέμενες θέσεις. Οι πρόσφυγες της περιοχής και οι φορείς της προσφυγικής περίθαλψης θεωρούσαν αναγκαία την άμεση αναχώρηση των μουσουλμάνων, αφενός για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις της ευχερούς εγκατάστασης των προσφύγων στα χωριά και αφετέρου για να μην παρέλθει το φθινόπωρο (του 1923) και χαθεί το γεωργικό έτος. Κατά την άποψή τους, οι μουσουλμάνοι, εν όψει της επικείμενης αναχώρησής τους, θα εγκατέλειπαν ακαλλιέργητα τα κτήματά τους ή δε θα τα καλλιεργούσαν επαρκώς, γεγονός που θα είχε καταστροφικές συνέπειες και για την τοπική και για την εθνική οικονομία.

Διαφορετικούς προβληματισμούς εξέφραζε ο κόσμος της οικονομίας του καπνού: Δεδομένου ότι η καπνοπαραγωγή βρισκόταν κυρίως στα χέρια των μουσουλμάνων, η επικείμενη μετανάστευσή τους δημιουργούσε έντονες ανησυχίες για το μέλλον της περιοχής και συνολικά της εθνικής οικονομίας. Οι φορείς της ελληνικής διοίκησης και οι καπνέμποροι αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι οι πρόσφυγες θα αντικαθιστούσαν επάξια τους μουσουλμάνους καπνοπαραγωγούς. Ακόμη κι αν προέρχονταν από καπνικές περιοχές (Σμύρνη, Σώκια, Σαμψούντα, Μπάφρα και Νικομήδεια), δεν θα ήταν εύκολο να εξοικειωθούν αμέσως με τις ειδικές συνθήκες της τοπικής καπνοκαλλιέργειας, στις οποίες οφείλονταν τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά του καπνού της Ανατολικής Μακεδονίας. Έτσι ζητούσαν να καθυστερήσει η ανταλλαγή των μουσουλμάνων, ακόμη και να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή των πληθυσμών!

Για παράδειγμα, τον Ιούνιο του 1923 ο Α.Α. Πάλλης υποστήριζε ότι με τη μετανάστευση των μουσουλμάνων καπνοπαραγωγών της Ανατολικής Μακεδονίας η χώρα θα υποστεί “μεγάλον κλονισμόν”. Και σημείωνε: «Εφόσον [η μετανάστευσις] θεωρείται αναπότρεπτος, ως εκ της ανάγκης της εγκαταστάσεως των ομογενών προσφύγων, δέον να αφεθή τελευταία και να γίνη πολύ βαθμηδόν, άλλως ο αντίκτυπος επί  της παραγωγής των καπνών και αι εκ τούτου ζημίαι της Βιομηχανίας και του Δημοσίου Ταμείου θα είναι σοβαρώταται». Και κατέληγε: «Θα ήτο λοιπόν προτιμώτερον να αναβληθή όσο το δυνατόν η αθρόα έξοδος των Μουσουλμάνων των περιφερειών Δράμας, Καβάλας, Σερρών, Ζίχνης» (11-6-1923).

Από την αναχώρηση των μουσουλμάνων, Καβάλα, άνοιξη 1924 (φωτ. Pierre de Gigord Collection, Getty Museum) 

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Απογραφής του 1928, από το Ν. Καβάλας αναχώρησαν 43.350 μουσουλμάνοι: 16.685 από την πόλη και τα χωριά της Καβάλας, 17.824 από την επαρχία Νέστου, 8.802 από την επαρχία Παγγαίου και 39 από τη Θάσο. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη ότι περισσότεροι από 7.000 μουσουλμάνοι είχαν ήδη εγκαταλείψει τις περιοχές αυτές κατά την προηγούμενη δεκαετία, από την επαύριον των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913 μέχρι τα τέλη του 1923 που τέθηκε σε εφαρμογή η σύμβαση της Ανταλλαγής.

Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα τέλη του 1922 μέχρι το καλοκαίρι του 1924 πολλοί μουσουλμάνοι στις πόλεις και τα χωριά της περιοχής υποχρεώθηκαν να συγκατοικήσουν και να συμβιώσουν με τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Με βάση τα έκτακτα νομοθετικά μέτρα της εποχής (π.χ. τις διατάξεις περί επιτάξεων), για τη στέγαση και την επιβίωση των προσφύγων επιτάχθηκαν πολλά οικήματα των μουσουλμάνων, το 25-50% από τα γεννήματα και τη σοδειά τους κι ένα μέρος από τη γη, τα ζώα και τα γεωργικά τους εργαλεία. Σε κάποιες περιπτώσεις επιβλήθηκε στους μουσουλμάνους και χρηματική εισφορά 1,5-3 δρχ. ημερησίως για τη διατροφή των προσφύγων. Στις επαρχίες Καβάλας και Πραβίου οι επιτάξεις οικιών και περιουσιακών στοιχείων δεν έλαβαν μεγάλη έκταση, επειδή αυτό θα είχε ως συνέπεια “την καταστροφήν των τουρκικών καπνών”.  Στο Σαρή Σαμπάν (Χρυσούπολη) όμως οι μουσουλμάνοι υποβλήθηκαν σε καταπιεστικές συνθήκες διαβίωσης.

Λογικό είναι να υποθέσουμε ότι η συμβίωση των προσφύγων με τους μουσουλμάνους δεν ήταν εύκολη, αφού η μία πλευρά έβλεπε στην άλλη την αιτία της δυστυχίας ή της ταλαιπωρίας της. Σύμφωνα όμως με τις λίγες διαθέσιμες  μαρτυρίες, η συνύπαρξη ήταν κατά κανόνα ειρηνική και επιπλέον χρήσιμη για τους μετέπειτα καπνοπαραγωγούς. Σοβαρές διενέξεις αναφέρονται μόνο στην περιφέρεια του Σαρή Σαμπάν, όπου στα τέλη Οκτωβρίου 1923, κατά τη διάρκεια του αντεπαναστατικού κινήματος Λεοναρδόπουλου, Γαργαλίδη και Ζήρα, οι μουσουλμάνοι, με υποκίνηση των μεταξικών και φιλομοναρχικών κινηματιών, έδιωξαν τους πρόσφυγες από τις επιταγμένες οικίες τους, αφαίρεσαν τα εφόδιά τους και απαίτησαν από αυτούς ενοίκια για την έως τότε διαμονή στις οικίες τους.  

Το 1923-1924 οι ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι όλης της χώρας διατράνωναν την αντίθεσή τους στην υποχρεωτική Ανταλλαγή των Πληθυσμών, με συγκεντρώσεις και ψηφίσματα διαμαρτυρίας, και ικέτευαν να παραμείνουν και να πεθάνουν στο “πάτριον ελληνικόν έδαφος”. Εντυπωσιακό είναι ότι το κείμενο διαμαρτυρίας των μουσουλμάνων της Ελευθερούπολης προσυπέγραψαν και οι Έλληνες πρόσφυγες που μόλις είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή του Πραβίου!

Στην επαρχία Παγγαίου πολλοί μεγαλογαιοκτήμονες, προκειμένου να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή και να διατηρήσουν τις περιουσίες τους, έπαιρναν την αλβανική υπηκοότητα, ενώ άλλοι προσπαθούσαν να λάβουν σερβικά διαβατήρια . Τέτοιες πρακτικές έβρισκαν αντίθετη την ελληνική πλευρά, αφού έτσι θα μειώνονταν οι διαθέσιμες εκτάσεις για την αποκατάσταση των προσφύγων. Επίσης ένας μικρός αριθμός μουσουλμάνων και μουσουλμανίδων από την Καβάλα και τα χωριά του Παγγαίου (Παλαιοχώρι, Νικήσιανη, Γεωργιανή, Αντιφίλιπποι) ζητούσαν να ασπαστούν το χριστιανισμό, για να μην περιληφθούν στους ανταλλάξιμους. Στις αιτήσεις τους προς τις τοπικές θρησκευτικές αρχές ανέφεραν ότι κατάγονται από εξισλαμισμένους χριστιανούς και επιθυμούν να επανέλθουν στην προγονική θρησκεία, ότι συνειδητοποίησαν τη θρησκευτική τους πλάνη και επιθυμούν να βαπτιστούν κλπ. Κατά κανόνα η προσπάθειά τους δεν είχε θετικό αποτέλεσμα, αφού η αλλαγή θρησκείας μετά την υπογραφή της Σύμβασης της Ανταλλαγής δε θεωρήθηκε λόγος εξαίρεσης.[…]

Τα μέλη της 5ης Υποεπιτροπής Ανταλλαγής της Καβάλας: Johan Luger, Νικόλαος Ζήμης, Hussein Bey (φωτ. του φίλου Ahmet Cullu, εγγονού του Hussein Bey).

--------------

* Μικρό απόσπασμα από αδημοσίευτη εργασία μας (δεν περιλάβαμε τις παραπομπές σε αρχειακές πηγές και βιβλιογραφία).  

[1] Με το Νόμο 3191 της 11ης Αυγούστου 1924 οι επαρχίες Καβάλας, Νέστου, Πραβίου και Θάσου αποσπάστηκαν από τον ενιαίο Νομό Δράμας και αποτέλεσαν το Νομό Καβάλας.

[2] Συνολικά είχαν συσταθεί 11 υποεπιτροπές: 1) Θεσσαλονίκης – 2) Ηρακλείου – 3) Χανίων – 4) Δράμας – 5) Καβάλας – 6) Κωνσταντινούπολης – 7) Σαμψούντας – 8) Μερσίνας – 9) Κομοτηνής – 10) Κοζάνης – 11) Καΐλαρίων (Πτολεμαΐδας)]

[3] Οι ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι του Νομού Δράμας στην πλειονότητά τους κατευθύνθηκαν σιδηροδρομικώς στην Ανατολική Θράκη.

[4] Σε περισσότερους από 200.000 υπολογίζονταν οι “γεωργοί”, σε 100.000 οι καπνοπαραγωγοί, σε 7.000 οι αμπελουργοί και ελαιοπαραγωγοί κ.ά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου