“Να εκποιηθώσι τα ιερά σκεύη των εκκλησιών…”
Στις αρχές
Σεπτεμβρίου 1922, λίγες μέρες μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, τα δύο
διοικητικά σώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Κων/πόλεως, η Αγία και Ιερά
Σύνοδος και το Διαρκές Εθνικό Μικτό
Συμβούλιο (σώμα αποτελούμενο από 4 συνοδικούς αρχιερείς και 8 λαϊκούς, με
2ετή θητεία και αρμοδιότητες διοικητικές, δικαστικές, την εποπτεία σχολείων,
νοσοκομείων κλπ.) έλαβαν ομόφωνα μια πρωτοφανή απόφαση: Να εκποιηθούν «τα
ιερά σκεύη και σεπτά κειμήλια των ιερών ναών της Αρχιεπισκοπής και των Μητροπόλεων του Πατριαρχικού Θρόνου…» και
τα χρήματα να δοθούν για τη διάσωση «των
οικτρών λειψάνων του εν Μικρά Ασία μέχρι προ ολίγου ακμάζοντος χριστιανισμού»,
των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που είχαν ήδη ξεριζωθεί από τις εστίες τους
και αντιμετώπιζαν άμεσα τον κίνδυνο του θανάτου από πείνα, αρρώστιες και άλλα
δεινά.
Οι επί
αιώνες ισχύοντες εκκλησιαστικοί νόμοι δεν επέτρεπαν την απαλλοτρίωση των ιερών
πραγμάτων, παρά μόνο για την «ανάρρυσιν» (διάσωση) αιχμαλώτων («Τα σεπτά κειμήλια επί μόνη αναρρύσει αιχμαλώτων
εκποιείσθωσαν»). Βασιζόμενη σ’ αυτή τη διάταξη η Εκκλησία αποφάσισε την
εκποίηση των ιερών σκευών, διότι, όπως αναφέρεται στην υπ. αρ. 5494 Πατριαρχική
Εγκύκλιο της 10ης Σεπτεμβρίου 1922, «και εις την μίαν και εις την άλλην περίπτωσιν το σκοπούμενον είναι η
απολύτρωσις των ανθρώπινων ψυχών εκ των δεσμών του θανάτου». Η Ιερά Σύνοδος
προτρέπει τον κλήρο και τις εκκλησιαστικές επιτροπές να προχωρήσουν χωρίς
δισταγμό στην εκποίηση των ιερών κειμηλίων. Ο χρυσός και το ασήμι, τονίζει στην
εγκύκλιο, ακόμη και με τη μορφή του σκεύους της θείας λατρείας και του
αναθήματος, αξίζουν λιγότερο από τις ανθρώπινες ψυχές.
Συγχρόνως
όμως καλεί όλους να παραδειγματιστούν από την πράξη της Εκκλησίας: «Αφού τα τω Θεώ αφιερωμένα προσφέρονται προς
σωτηρίαν των αδελφών, επιβάλλεται εις πάντας, πλουσίους τε και πτωχούς, να
συνεισφέρωσι όχι συνδρομήν συνήθη, αλλά σημαντικόν μέρος της ιδίας περιουσίας
εκάστου. Οι πλούσιοι ιδίως, οι μη έχοντες να φροντίσωσι διά τον επιούσιον της
οικογενείας αυτών, πρέπει εις την περίστασιν ταύτην να δείξωσι ότι ζώσι την
ζωήν της Εκκλησίας και του Έθνους… Είθε να μη μείνει μηδείς μήτε πλούσιος μήτε
πτωχός Έλλην από την κατηγορίαν προ παντός της ιδίας αυτού συνειδήσεως ότι εις
τόσον εξαιρετικάς και κρισίμους διά την Εκκλησίαν και το Έθνος αυτού στιγμάς
δεν εβοήθησεν όσον ηδύνατο».
Δε
γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό εφαρμόστηκε αυτή η απόφαση και πόσο απέδωσε. Πάντως η
Εκκλησία είχε τεράστια συμβολή στην ανακούφιση των εξαθλιωμένων προσφύγων και
στην αποκατάστασή τους (απαλλοτρίωση τεράστιων εκκλησιαστικών εκτάσεων,
ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των μονών κ.ά.). Δε γνωρίζουμε επίσης πόσο εισακούστηκε τότε η έκκλησή της
προς τους πλούσιους να συνεισφέρουν σημαντικό μέρος της περιουσίας τους.
Γεγονός είναι ότι υπάρχουν πολλά παραδείγματα συγκινητικών προσφορών, όμως
είναι επίσης βέβαιο ότι για πολλές ελαστικές συνειδήσεις πάντα υπήρχε η λύση
μιας κάποιας «Ελβετίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου