Όψεις της κοινοτικής ζωής
στην Καβάλα του 19ου – αρχών 20ού αιώνα: Οι υιοθεσίες και η πρόνοια για τα
άπορα και τα ορφανά παιδιά*
Ο
μελετητής των κωδίκων της Ελληνικής Κοινότητας εκπλήσσεται από το πλήθος των
παιδιών που μεγάλωναν έξω από τους κόλπους της φυσικής τους οικογένειας. Η
ορφάνια και η ανέχεια (και πολύ λιγότερο οι εξωσυζυγικές σχέσεις) οδηγούσαν
πολλά απ’ αυτά σε θετές οικογένειες. Τα περισσότερα ήσαν παιδιά από γειτονικές
αγροτικές περιοχές και από τη Θάσο.
Η
διαδικασία της υιοθεσίας ήταν πολύ απλή. Συνήθως οι πλησιέστεροι συγγενείς του
παιδιού δήλωναν εγγράφως ότι το παραχωρούν στους θετούς γονείς και παραιτούνται
από κάθε γονεϊκό δικαίωμα επ’ αυτού. Π.χ. «Ἡ ὑποφαινομένη Μαρία
ἐκ Θάσου,
ἐκ τοῦ χωρίου
Καζαβίτι,
μήτηρ
τοῦ ἑξαετοῦς τέκνου μου
Στυλιανοῦ, μή
δυναμένη
νά
διαθρέψω
αὐτό ὡς χήρα καί
εἰς τό
ἄκρον ἐνδεής, χαρίζω
αὐτό σήμερον
πρός
τόν
ἀόμματον Δημήτριον
Ε., ἵνα τό
υἱοθετήσῃ καί τό
ἀναθρέψῃ ὡς ἴδιόν του
τέκνον...»
(1874).
Ο θετός γονιός
απ’
την άλλη
υπόσχεται
εγγράφως
ότι
αναλαμβάνει
όλα
τα
γονεϊκά
καθήκοντα.
Π.χ.
ο Κυριακός
Δ.
παραλαμβάνοντας
τον
ορφανό
Αντώνιο
Ι.,
5 ετών, από τους
θείους
του,
δηλώνει:
«…υἱοθετῶ αυτόν και θεωρῶ τοῦ λοιποῦ γνήσιον
καί κανονικόν
κληρονόμον
μου,
φροντίζων
περί
τῆς ἀναπτύξεως καί
μορφώσεως
αὐτοῦ καί ἐκπληρῶν πρός αὐτόν ἅπαντα τά πατρικά καθήκοντα,
μή
δυνάμενος
κατ’
οὐδένα τρόπον
ὅπως αποκληρώσω
αὐτόν» (1882).
Σε
ορισμένες περιπτώσεις υιοθεσίας φαίνεται πως έχει προηγηθεί απόφαση της
Δημογεροντίας: «Συνοδά τη σχετική αποφάσει της Δημογεροντίας […] κατακεχωρημένη
εν τω Κώδικι των Πρακτικών αυτής… παρέστησαν εν τη Ι. Μητροπόλει Καβάλλας […] αφ’
ενός μεν η Σουλτάνα… εκ Καγιά Μπουνάρ ορμωμένη, ενταύθα δε εγκατεστημένη και εν
Καρά-Ορμάν κατοικούσα, αφ’ ετέρου δε ο Αχιλλεύς… κάτοικος ενορίας Αγίου
Ιωάννου, καπνεργάτης, μετά της νομίμου συζύγου αυτού Κυριακούλας. Και η μεν
Σουλτάνα εδήλωσεν ότι ευχαρίστως παρέχει εις υιοθεσίαν το διετές αυτής τέκνον,
ονόματι Ιωακείμ, προς τους […], ούτοι δε ότι άτεκνοι τυγχάνοντες απεφάσισαν
οικεία βουλή και κοινή συναινέσει ίνα υιοθετήσωσι το ρηθέν παιδίον Ιωακείμ...»
(1907).
Σε άλλες πράξεις
δεν αναφέρονται καθόλου συγγενείς του παιδιού. Οι θετοί γονείς εμφανίζονται στη
Μητρόπολη και απλώς δηλώνουν την υιοθεσία. Για παράδειγμα: «Παρουσιασθείς εν τη
Ι. Μητροπόλει ο κ. Παναγιώτης […], εκ Γ(κ)ιμουρτζίνης της επαρχίας Μαρωνείας
προ πολλού δε αποκατεστημένος ενταύθα, καφεπώλης το επάγγελμα, μετά της νομίμου
συζύγου αυτού Μαρίας, εδήλωσαν ότι συνελθόντες προ δύο ετών εις νόμιμον γάμον
και μη αποκτήσαντες γνήσια τέκνα, απεφάσισαν οικεία βουλή και ελευθέρα συναινέσει
να προβώσιν εις υιοθεσία της Ευφραξίας, εκ Σερρών… κορασίου επταετούς και
ορφανού γονέων (1904).
Τα έγγραφα
υιοθεσίας υπογράφονται από τους υιοθετούντες γονείς και από
τη μητέρα ή τους συγγενείς του παιδιού (εάν υπάρχουν). Στις περισσότερες περιπτώσεις
οι φυσικοί γονείς και το συγγενικό περιβάλλον του παιδιού είναι αγράμματοι αγρότες,
“υπογράφονται” διά τρίτων προσώπων («η προς υιοθεσίαν εκδίδουσα μήτηρ… και αντ’
αυτής ως αγραμμάτου…», «η μήτηρ ως αγράμματος υπογράφεται υπ’ εμού…», «ως αγράμματος
υπογράφομαι διά χειρός…») και οι ίδιοι “σταυροσημειούνται”, θέτουν δηλαδή το
σημείο του Σταυρού. Τα έγγραφα υπογράφονται επίσης από τους
παρευρισκόμενους
μάρτυρες,
που εγγυώνται την εκπλήρωση της συμφωνίας, επικυρώνονται από
το
μητροπολίτη (Ξάνθης) ή από τον εν
Καβάλα
αρχιερατικό
του
επίτροπο
και
καταχωρίζονται
στον
κώδικα
της
κοινότητας («εις
ένδειξιν όθεν συνετάχθη το παρόν υιοθετήριον γράμμα και κατεστρώθη εν τω κώδικι
της Ιεράς Μητροπόλεως…»).
Γενικά και
στα έγγραφα της υιοθεσίας παρατηρείται η απλότητα και η λιτότητα που χαρακτηρίζει
τα κάθε είδους συμβόλαια της εποχής, τα οποία διέπονται από τη γενική ρήτρα της
καλής πίστης. Άλλωστε η όλη διαδικασία τελεί υπό την εγγύηση και της Κοινότητας
(Δημογεροντίας) και της Εκκλησίας. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα η παράδοση
του
παιδιού
πρέπει
να
γινόταν
μέσα σε ναό, αν κρίνουμε από
τη
φράση
«παραλαμβάνων
τον… ἐκ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ…».
Εδώ πρέπει
να τονίσουμε ότι την εποχή εκείνη δεν
υπήρχαν ιδρύματα για την περίθαλψη των ορφανών (τα πρώτα ορφανοτροφεία στην
Καβάλα και στην ευρύτερη περιοχή δημιουργούνται από το ελληνικό κράτος το 1919).
Έτσι το πρόβλημα της ορφάνιας, όπως και της εγκατάλειψης των παιδιών, έπρεπε να
αντιμετωπιστεί από το ευρύτερο συγγενικό περιβάλλον της οικογένειας. Ελλείψει
διαθέσιμων συγγενών το βάρος το επωμίζονταν οι φιλάνθρωποι της Εκκλησίας και
της Κοινότητας, που από τη μια θεωρούσαν χρέος τους να μετριάσουν την ανθρώπινη
δυστυχία και από την άλλη ένιωθαν ότι τα εγκαταλειμμένα παιδιά (άεργοι, αλήτες,
επαίτες) αποτελούν κοινωνική και ηθική απειλή.
Δεν είναι
βέβαια τυχαίο ότι κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα εμφανίζονται
και στην Καβάλα τα πρώτα φιλανθρωπικά σωματεία. Το 1874 ιδρύεται η φιλόπτωχος αδελφότης «Προσδοκία», το 1878
αναφέρεται κάποια φιλελεήμων αδελφότητα και μία ακόμη το 1890. Το 1902 συστήνεται
η Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών Καβάλας (με αρχικό σκοπό την ενίσχυση του
κοινοτικού νοσοκομείου «Ευαγγελισμός»), που συνεχίζει μέχρι και σήμερα το πλούσιο
φιλανθρωπικό έργο της.
Υπηρέτρια σε ελληνικό νησί, 1878 |
Ως θεσμός
η υιοθεσία αποσκοπούσε αφενός να καλύψει τις ψυχικές, συναισθηματικές και υλικές
ανάγκες του παιδιού, εξασφαλίζοντάς του ένα οικογενειακό περιβάλλον, και αφετέρου
να δώσει λύση στο πρόβλημα των ανθρώπων που λαχταρούσαν να γίνουν γονείς.
Πέρα όμως
από τις επίσημες υιοθεσίες, πολλές οικογένειες της Καβάλας αναλάμβαναν συχνά
την κηδεμονία άπορων ή ορφανών μικρών κοριτσιών. Τα κορίτσια έπρεπε να
υπηρετούν την οικογένεια μέχρι την ενηλικίωσή τους, ενώ η οικογένεια είχε την
υποχρέωση της αποκατάστασής τους. Π.χ. «Ὁ κ. Θεμ. Βαλσαμίδης
λαβών πρό ἑπτά ἐτῶν ὑπό τήν
ἑαυτοῦ κηδεμονίαν τήν κόρην Σταματίναν
Κων/νου,
κάτοικον
Θάσου, ὅπως ὑπηρετῇ εἰς τήν
οἰκίαν του,
μέ
τόν
ὅρον ἵνα ἀργότερον ἀποκαταστήσῃ αὐτήν...»
(1902).
Σε
περίπτωση που τα ορφανά είχαν κάποια περιουσία από τους γονείς τους, οι
κηδεμόνες ήσαν υποχρεωμένοι να την αποδώσουν στο παιδί, όταν θα ενηλικιωνόταν.
Π.χ. «…παρέλαβον σήμερον τήν
ἀπορφανισθεῖσαν Βασιλικήν
Μαργαρίτου
Χριστοδούλου,
ἐτῶν 12, καί τό
ἀνῆκον αὐτῇ πατρικόν κληρονομικόν μερίδιον
συνιστάμενον
εἰς γρόσια
ἀργυρά 1.234 και τά ἑξῆς κοσμήματα:
Τέσσαρα
(4) φλωρία μεγάλα ἀντίκες...
ἕν (1) ὅμοιον Κωνσταντινᾶτον... Ἐπί τῶ ὅρῳ νά ἀναθρέψω τήν...
καί
φυλάξω
παρ'
ἐμοί ὡς παρακαταθήκην
τό
ἐμπιστευθέν μοι...
ὑποσχόμενος να ἀποδώσω αὐτῇ τοῦτο
ἐν καιρῶ ἐνηλικιότητος ὁμοῦ μετά τῶν τόκων αὐτοῦ...» (Θωμάς Αλι[μ]πέρτης, 1897).
Δικαίωμα
στην προστασία και την αποκατάσταση είχαν και οι υπηρέτριες (οι “δούλες”) που
απλώς εργάζονταν σε σπίτια ή καταστήματα για ένα μικρό διάστημα. Π.χ. ο
Παναγιώτης Θεοδώρου (Θεοδωρίδης), απ’ τους πρώτους δημογέροντες, προικίζει την
υπηρέτριά του Μαρία με διάφορα είδη ρουχισμού, αξίας 1.450 γροσίων, διευκρινίζοντας
ότι τα τριακόσια είναι για την ενός έτους δούλεψή της, ενώ τα υπόλοιπα «τά ἐπρόσφερε ὁ κύριος Παναγιώτης Θεοδώρου
διά
ψυχικόν
τῆς γυναικός του» (1870).
Επίσης οι συνεταίροι Αδάμ και Μαργαρίτης παντρεύουν την υπηρέτρια του
καταστήματός τους, Αρετή, και την προικίζουν από κοινού με είδη ρουχισμού αξίας
2.238 γροσίων (1872). Σε τέτοιες περιπτώσεις η υπηρέτρια συνήθως δηλώνει
γραπτώς ότι έχει εξοφληθεί και δεν έχει από τον κύριό της καμιά άλλη απαίτηση.
Η σχέση
με την «ψυχοκόρη» ήταν βέβαια διαφορετική. Σε διαθήκη του 1900 διαβάζουμε ότι η
Βασιλική Τερμεντζή «εἰς τήν
ὑπηρέτριάν της,
προστατευομένην
ὑπ’ αὐτῆς Ἑλένην
Νικολάου
ἀπό χωρίον
Μαριές
τῆς Θάσου
ἀφίνει... 5 ὀθωμανικάς λίρας».
Από προικοσύμφωνο του 1906 πληροφορούμαστε ότι η Βασιλική Τ. είχε προσλάβει την
Ελένη το 1897, με τον όρο να την
αποκαταστήσει. Μετά το θάνατο της γερόντισσας η υποχρέωση αυτή μεταβιβάζεται
στο θετό γιο της: «Ὁ κ.
Χρ.
Συμεωνίδης
προσλαβών
ἀπό ἐννέα ἤδη ἐτῶν τήν δεσποινίδα Ἑλένην… ἐπί σκοπῷ ὅπως αποκαταστήση
αὐτήν ἐν καιρῷ τῷ δέοντι…
σύν τῇ πατρικῇ αὐτοῦ εὐχῇ καί εὐλογίᾳ δίδωσιν αὐτῇ λόγω
προικός…
ἐν ὅλω γρόσια
2.370».
Ενίοτε η
κηδεμονία –και η υποχρέωση της αποκατάστασης–υπαγορευόταν (και) από την ηθικό
χρέος των συγγενικών δεσμών. Τα παραδείγματα άφθονα: «Ο κύριος Αδάμος Δημητρίου
έχων υπό την εαυτού κηδεμονίαν την αδελφήν της αποθανούσης πρώτης συζύγου του…»,
«η κ. Ελένη Ι. Ναλμπάντη έχουσα εγγονήν εξ ανεψιάς ονομαζομένην Όλγαν Κ.
Πετμεζά…», «η κ. Δόμνα Βασιλείου έχουσα ανεψιάν εξ αδελφής ονόματι Μαρίαν…» κ.ά.
Μ’ αυτούς τους αγαθοεργούς αλλά και επωφελείς τρόπους καλύπτεται το κενό “κοινωνικής πρόνοιας” του επίσημου οθωμανικού κράτους. Όχι όμως μόνο από τους ιδιώτες. Η πρόνοια λ.χ. για τα ανήλικα ορφανά ήταν καθήκον και της κοινότητας. Αυτή ανέθετε τη διαχείριση της περιουσίας τους σε “επιτρόπους” και ενίοτε διόριζε και κηδεμόνα των ανηλίκων (ακόμη και σε περιπτώσεις που η μητέρα τους βρισκόταν εν ζωή). Οι διαχειριστές αναλάμβαναν συνήθως να απογράψουν την κινητή και ακίνητη περιουσία του μακαρίτη (μερικές φορές το έργο αυτό επωμίζονταν οι δημογέροντες), να εισπράξουν όσα είχε λαμβάνειν από τρίτους και να πληρώσουν τα χρέη του. Επίσης να διαχειρίζονται σωστά την περιουσία των ορφανών («νά καταστήσωσι την χρηματικήν περιουσίαν των παραγωγόν») και να καταβάλλουν σ’ αυτά και στη χήρα ένα μηνιαίο επίδομα, π.χ. «λίρας Τουρκίας πέντε λόγῳ ἐξόδων διατροφῆς ἑαυτῆς τε καί τῶν τέκνων, αὐξανομένου ἤ ἐλατομένου εκ τῶν κερικῶν περιστάσεων».
Μ’ αυτούς τους αγαθοεργούς αλλά και επωφελείς τρόπους καλύπτεται το κενό “κοινωνικής πρόνοιας” του επίσημου οθωμανικού κράτους. Όχι όμως μόνο από τους ιδιώτες. Η πρόνοια λ.χ. για τα ανήλικα ορφανά ήταν καθήκον και της κοινότητας. Αυτή ανέθετε τη διαχείριση της περιουσίας τους σε “επιτρόπους” και ενίοτε διόριζε και κηδεμόνα των ανηλίκων (ακόμη και σε περιπτώσεις που η μητέρα τους βρισκόταν εν ζωή). Οι διαχειριστές αναλάμβαναν συνήθως να απογράψουν την κινητή και ακίνητη περιουσία του μακαρίτη (μερικές φορές το έργο αυτό επωμίζονταν οι δημογέροντες), να εισπράξουν όσα είχε λαμβάνειν από τρίτους και να πληρώσουν τα χρέη του. Επίσης να διαχειρίζονται σωστά την περιουσία των ορφανών («νά καταστήσωσι την χρηματικήν περιουσίαν των παραγωγόν») και να καταβάλλουν σ’ αυτά και στη χήρα ένα μηνιαίο επίδομα, π.χ. «λίρας Τουρκίας πέντε λόγῳ ἐξόδων διατροφῆς ἑαυτῆς τε καί τῶν τέκνων, αὐξανομένου ἤ ἐλατομένου εκ τῶν κερικῶν περιστάσεων».
Οι επίτροποι
είχαν
περιθώρια
πρωτοβουλιών,
λ.χ.
να
εκποιούν
κάθε
περιττό
στοιχείο
της
κινητής
περιουσίας, έπρεπε όμως να κρατούν
ακριβείς και τακτικούς λογαριασμούς
της
διαχείρισής
τους.
Κατά
τακτά
διαστήματα,
συνήθως
άπαξ
του
έτους,
οι
λογαριασμοί
αυτοί
ελέγχονταν
από
τον
παρεπίτροπο
και
τους
συγγενείς
των
ορφανών.
Για
το
σκοπό
αυτό
συνερχόταν
το
λεγόμενο
“συγγενικόν
συμβούλιον”.
Αναφέρουμε
μία ενδεικτική περίπτωση: Το 1885 κατόπιν αιτήσεως της
Αικατερίνης,
χήρας
του
Ιωάννη
Εμμανουήλ,
οι
δημογέροντες
Γ.
Χατζηλαμπρίδης,
Μ.
Κωνσταντίνου
και
Α.
Δημητρίου
προβαίνουν
σε
αναλυτική
καταγραφή
της
κινητής
και
ακίνητης
περιουσίας
των
ορφανών
του: «1 οἰκία συνορεύουσα
ἀνατολικά ἐκ τοῦ κάστρου... 1 ταψί πήτας...
2 μαγκάλια
λαμαρίνα,
12 καθέκλαι μεταχειρισμέναι πράσιναι...
2 γελέκια μεταχειρισμένα...»
και όλα τα άλλα πράγματα του σπιτιού. Στη συνέχεια, «τό ὅσον
πρᾶγμα
εὑρέθη ἐν τῷ μαγαζίῳ, ἤτοι 150 ταμπάνια
καστανίσια... 345 ρεντίνες... 142 πινάρια ἁγιορίσια...
240 σανίδια χονδρά... 105 τούβλα...
το
ὅλον γρ.
10.929». Ακολουθούν τα «βερεσέδια: Ἀχμέτ ἐφέντης
Δήμαρχος,
γρόσια 1.505...
Χαβούζ
του
Σαλίβεη
υἱός, γρ.
690... Μαστρο-Γεώργης ἀρβανίτης... Δημητράκης
ἀβοκάτος... Μιρτζάνης
ἀράπης... Σόφιαλης Μεμέτης...
Ἠλίας ἐβραῖος... φαναρτζής
τοῦ Βουλγαρίδη...
Πικιόλης
ἰατρός ... Χαμάλης
γίφτος...
Μαχμούτ
ἐφφέντης τοῦ Ἰμαρέτ... Χασάν
ἐφφέντης καμπούρης...
γρόσια 13.231».
Κατόπιν συνέρχονται
οι
δημογέροντες
και
ο
αρχιερατικός επίτροπος και αποφασίζουν:
Διαχειριστής
της
περιουσίας
ορίζεται
ο Απόστολος
Σιώτας,
ο οποίος
υποχρεούται
να
«δώσῃ χρεωστική τῶν 10.929 γροσίων
σύν
τῷ τόκῳ αὐτῶν 12%, νά πληρώνῃ ἐνοίκιον
τοῦ μαγαζίου
20 ὀθωμ. λίρας
κατ’
ἔτος... νά
πληρώνῃ εἰς τά
ὀρφανά προς
διατήρησίν
των
ὡς ἑξῆς: ἐνοίκιον...
τόκος...
διά
τροφήν
καί πληστικά…
ἤτοι κατά
μῆνα θά μετρᾶ γρόσια τετρακόσια...».
Ο ίδιος υποχρεούται να συγκεντρώσει και τα βερεσέδια: «...ἐκ δέ τῶν βερεσεδίων...
ὅσα συναχθῶσι...
ἀφοῦ ἀφαιρεθῶσι
τό
χρέος...
καί τά ἔξοδα θανῆς,
ἰατρῶν καί φαρμακοποιῶν,
τό ὑπόλοιπον
θά
προστίθεται
εἰς τό
κεφάλαιον
τῶν ὀρφανών». Κηδεμόνας των ορφανών
διορίστηκε από τη Μητρόπολη ο Μιχαήλ Κωνσταντίνου.
* Το
κείμενο αυτό είναι τμήμα της εργασίας μας «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου
(τέλη 14ου αι.- 1912). Η παλιά πόλη - συνοικία της Παναγίας» στο Η παλιά πόλη της Καβάλας (7ος π.χ. – 20ος
αι. ) Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της ιστορίας, έκδ.
Εξωραϊστικού Πολιτιστικού Συλλόγου
Παναγίας “Το Κάστρο”, Καβάλα 2005, τ. 1,
σ. 51-231 (κεφ. 3.6.4., σελ. 216-219). Σε σχέση με εκείνο το κείμενο, το παρόν
έχει αρκετές διαφορές (προστέθηκαν τέσσερις παράγραφοι, ενώ αφαιρέθηκαν οι παραπομπές
σε αρχειακές πηγές).
Η ενότητα
3.6. “Όψεις του κοινοτικού βίου στην Παναγία” περιλαμβάνει το κεφάλαιο 3.6.1.
“Οι αρραβώνες, οι γάμοι και τα προικοσύμφωνα”, το κεφ. 3.6.2. “Το Εκκλησιατικό
Δικαστήριο: Λύσεις μνηστείας και διαζύγια”, το κεφ. 3.6.3. “Τα γηρατειά, ο θάνατος και η διαθήκη”
και το παρόν 3.6.4. “Οι υιοθεσίες και η πρόνοια για τα άπορα και τα ορφανά”.
Στην ενότητα υπάρχει η ακόλουθη διευκρινιστική υποσημείωση:
«Αντικείμενο
της ενότητας δεν είναι όλες οι πτυχές της κοινωνικής ζωής, αλλά μόνο εκείνες
που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του κοινοτικού βίου. Όσες δηλ. υπάγονται στη
δικαιοδοσία των αρχών της κοινότητας και ρυθμίζονται με αποφάσεις ή παρεμβάσεις
των κοινοτικών οργάνων (μέρος του κοινοτικού βίου αποτελούν βέβαια και η
θρησκευτική ζωή, η εκπαιδευτική – πολιτιστική δραστηριότητα και οι πολιτικές
διεργασίες, περί των οποίων έγινε λόγος στις τρεις προηγούμενες ενότητες του
κεφαλαίου). Η ενότητα αυτή δεν έχει αξιώσεις πληρότητας. Οι διαθέσιμες πηγές
της εποχής δεν παρέχουν επαρκείς μαρτυρίες για όλες τις πτυχές του κοινοτικού
βίου (π.χ. δεν έχουμε καμία πληροφορία για τις βαπτίσεις) ούτε καλύπτουν ομοιόμορφα
την περίοδο 1864-1912».
Τα
στοιχεία του παρόντος κειμένου προέρχονται από τις εξής αρχειακές πηγές: 1) τον
Κώδικα της εν Καβάλλα Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητος 1864-1889, 2) τους δύο Κώδικες
Προικοσυμφώνων Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Καβάλλας, 1896-1904 και 1904-1914
και 3) τον Κώδικα Διαθηκών Ελληνικής
Ορθοδόξου Κοινότητος Καβάλλας, 1896-1913.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου