Όψεις του
κοινοτικού
βίου
στην
Καβάλα του 19ου - αρχών 20ού αιώνα: Αρραβώνες, γάμοι και προικοσύμφωνα*
Η ένωση δύο νέων αποτελεί θεμελιακή πράξη, αφού απ’ αυτήν εξαρτάται όχι μόνο η προσωπική ευτυχία του ζευγαριού αλλά και η κοινωνική σταθερότητα. Προϋπόθεση για την εδραίωση της διά βίου ένωσης δύο ανθρώπων είναι ο σεβασμός και η αφοσίωση του ενός προς τον άλλο, η αγνότητα της κοπέλας, η γονιμότητα του ζευγαριού, η αρμονική συμβίωση με το στενό τους περιβάλλον και η καλή οικονομική τους κατάσταση. Έτσι μόνο θα μπορέσουν οι δύο νέοι να επιτελέσουν τον προορισμό τους, που είναι η διαιώνιση της ζωής. "Eὐτεκνία, ἀγάπη, ζωή μακροχρόνιος καί εἰρηνική" και "νά τοῖς χαρίσῃ ὁ θεός ἅπαντα τά συζυγικά αὐτοῖς καθήκοντα" είναι οι στερεότυπα επαναλαμβανόμενες (στα προικοσύμφωνα) ευχές των γονέων τους.
Η ένωση δύο νέων αποφασίζεται από τους γονείς, κυρίως τον πατέρα. Η συγκατάθεση των νέων είναι απαραίτητη, καθώς ο εξαναγκασμός σε γάμο θεωρείται, κατά τους θρησκευτικούς νόμους, αξιόποινη πράξη και ο γάμος αυτός είναι αυτοδίκαια άκυρος.[1] Σε αρκετές όμως περιπτώσεις φαίνεται ότι η συναίνεση της κοπέλας ήταν αποτέλεσμα πειθαναγκασμού. Έτσι κάποιες νέες μετά την τέλεση του αρραβώνα αρνούνται να παντρευτούν τον εκλεκτό των γονιών τους, είτε αναιτιολόγητα (ο έρωτας προς άλλον δεν ομολογείται, ούτε θεωρείται επαρκής αιτία για τη διάλυση της μνηστείας), είτε κάνοντας λόγο για "βία" των γονιών τους. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι από τα τέλη του 19ου αιώνα αναφέρεται πάντα στα προικοσύμφωνα πως ο γάμος γίνεται "τῇ πλήρει καί αὐτῆς συγκαταθέσει" ή "τῇ συγκαταθέσει καί τῆς ἰδίας" και ότι από τις αρχές του 20ού αιώνα υπογράφει το προικοσύμφωνο και η μελλόνυμφη.[2]
Επειδή για τον αρραβώνα και τη μνηστεία ίσχυαν διάφοροι εθιμικοί κανόνες, που δε συμβάδιζαν πάντα με το θρησκευτικό δίκαιο, συχνά η Εκκλησία βρισκόταν στην ανάγκη να αποστέλλει "προνοητικάς συμβουλάς καί διαταγάς". Σύμφωνα μ’ αυτές, οι αρραβώνες πρέπει να τελούνται παρουσία (απλώς) ιερέως και δύο μαρτύρων, "ἐκ τῶν προκριτοτέρων τῆς ἐνορίας", οι οποίοι και θα ελέγχουν αν οι μνηστευόμενοι έχουν τη νόμιμη ηλικία (των 14 ετών για τα αγόρια, των 12 για τα κορίτσια, σύμφωνα με την ισχύουσα τότε βυζαντινή νομοθεσία). Δώρο αρραβώνα θα θεωρείται μόνο το δαχτυλίδι που δίνει ο ένας στον άλλον. Σε περίπτωση λύσης της μνηστείας, η υπαίτια πλευρά θα επιστρέφει διπλάσια την αξία του. Άλλα δώρα δεν πρέπει να δίνονται κατά τη σύναψη ή τη διάρκεια της μνηστείας και δε θα επιστρέφονται σε περίπτωση χωρισμού. Η προθεσμία για τη σύναψη του γάμου δεν πρέπει να υπερβαίνει τους έξι μήνες, το πολύ ένα έτος. Κατά το διάστημα αυτό οι μνηστήρες δεν έχουν το δικαίωμα της ελεύθερης συναναστροφής, παρά μόνο των επίσημων επισκέψεων στις γιορτές, για την αποφυγή δυσάρεστων συνεπειών. Τη μέρα του αρραβώνα θα συντάσσεται και το προικοσύμφωνο, που θα υπογράφεται από τα δύο μέρη και τους παρευρισκόμενους μάρτυρες.[3]
Για τον τρόπο τέλεσης και τα έθιμα του αρραβώνα στη μικρή κοινωνία των ντόπιων Καβαλιωτών, μας διαφωτίζει αρκετά ένα από τα έγγραφα του Κώδικα: «…κατά Φεβρουάριον τοῦ αὐτοῦ ἔτους (1861) ἠρρεβωνίσθη τήν Βασιλικήν... καί κατά Ἀπρίλιον 23 ἐποίησαν κατά τήν τοπικήν συνήθειαν τόν μέγαν ἀρρεβώνα». Σύμφωνα με το απόσπασμα, ο αρραβώνας γινόταν σε δύο φάσεις: Μετά την αρχική συνεννόηση -είτε απευθείας μεταξύ των συμπέθερων είτε διά μέσου προξενητή- η συμφωνία επισφραγιζόταν με την αλλαγή των δακτυλιδιών και την προσφορά δώρων από τις δύο πλευρές. Στην περίπτωση αυτή ο γαμπρός πρόσφερε «ἕν μανδύλ[ι], δύο εἰκοσάρια, ἕν μαμουτέν καί ἕν δακτυλίδι», ενώ η νύφη «ἕνα τζεβρέ, ἕν δακτυλίδι, μία σακούλα, ἕνα ποχτζιάν, μέ τόν τζεβρέν, ἑτέρα σακούλα καί ἕτερον τζεβρέν».
Σε εύλογο χρονικό διάστημα τελείται ο "μέγας αρραβών" ενώπιον ιερέως, ο οποίος ψάλλει «τήν κυρίως Ἱεράν Ἀκολουθίαν τοῦ ἀρραβῶνος, τήν ἄλλως Ἱερολογίαν λεγομένην». Η κάπως ασαφής αναφορά για «χαλβά 3 οκ[άδες], μία λαμπάδα, κουφέτα και γλυκό» πιθανότατα έχει σχέση μ’ αυτή τη δεύτερη φάση, την ιερολογία του αρραβώνα. Τότε οι μελλόνυμφοι της περίπτωσής μας ανταλλάσσουν εκ νέου δώρα: Ο γαμπρός δίνει «12 εἰκοσάρια, τζοράπια, κάλτζες, ἕν φέσ[ι] μέ τήν φούντα καί ἕν τεπέ ἀποστολιάτικα», ενώ η νύφη «ἕν ποχτζαλίκι, δώδεκα τζεβρέδες, δεκατρεῖς σακούλες, ἕν ὑποκάμισον..».[4] Με την ιερολογία, ο αρραβώνας παύει να αποτελεί μια απλή ιδιωτική συμφωνία και γίνεται επίσημη εκκλησιαστική πράξη.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι κατά την περίοδο αυτή, στα μέσα του 19ου αι., η Εκκλησία απαγόρευε την ιερολογία της μνηστείας. Όπως φαίνεται όμως, στην Καβάλα εξακολουθούσε να διατηρείται η μακραίωνη παράδοση (κρατούσε από το 15ο αι.), ίσως από τους ελάχιστους ντόπιους κατοίκους της, ίσως και από άλλους. Γύρω στα 1880 ο μητροπολίτης Φιλόθεος με γράμμα του προς τους ιερείς, δημογέροντες και προκρίτους της πόλης καταδικάζει αυτή την "ἐπίμεπτον καί ἄφρονα ὑπερβολήν" ορισμένων Καβαλιωτών και απευθύνει αυστηρή προειδοποίηση προς τους ιερείς της πόλης: «οὐδείς ἔχει ἐπ’ ἀδείας ἵνα τελέσῃ τοιοῦτον (δηλ. ιερολογημένο αρραβώνα), τιμωρηθησομένου τοῦ παραβάτου κατά τούς ἱερούς κανόνας αὐστηρῶς». Στο ίδιο γράμμα ο μητροπολίτης στηλιτεύει την τακτική άλλων πιστών να τελούν τον αρραβώνα δι’ απλής συμφωνίας, τονίζοντας ότι «ὁ κατ’ ἰδίαν, μή παρόντος ἱερέως τελούμενος ἀρραβών πρός οὐδέν λογίζεται, μή ἀναγνωριζόμενος».[5]
Όπως φαίνεται, πολλές από τις οδηγίες της Εκκλησίας δεν τηρούνταν. Αυτή που σχεδόν πάντα παραβιάζεται είναι η απαγόρευση των δώρων κατά τη διάρκεια της μνηστείας. Βλέπουμε έτσι το γαμπρό της προηγούμενης αναφοράς μας να ξοδεύει για την καλή του, κατά τη δεκάμηνη μνηστεία τους, εκτός "τῶν φλωρίων" και αρκετά χρήματα για «μανδύλια μεταξωτά, τζεμπέρια πολίτικα, βάλα, κουντοῦρες, μακαρατέλια», όπως και για «ραχάτια, γλυκό καί καφέ» στις γιορτές κλπ.
Ο γάμος, αντίθετα με την εποχή μας, δε γινόταν κατά κανόνα στην εκκλησία. Από το μοναδικό Βιβλίο Αδειών Γάμου που αναφέρει και τον τόπο τέλεσης (των ετών 1906-1909), πληροφορούμαστε ότι από τους 44 καταγεγραμμένους γάμους οι 18 τελέστηκαν στο σπίτι του γαμπρού, οι 6 στο σπίτι της νύφης, οι 4 σε συγγενικό ή φιλικό τους σπίτι και μόνο οι 7 στην εκκλησία, ενώ σε 9 γάμους δεν αναφέρεται ο τόπος τέλεσης.[6]
Για την ηλικία των νυμφευόμενων, εκτός από τα διάσπαρτα στοιχεία της περιόδου 1864-1912, μας διαφωτίζουν τα νεότερα Βιβλία Ληξιαρχικών Πράξεων Γάμου του Δήμου Καβάλας, που διατηρούνται από το 1916,[7] και τα Βιβλία Γάμων της εκκλησίας της Παναγίας (από το 1921 και μετά).[8] Σύμφωνα με αυτά, στα 1916 και στα 1921-1923 ο μέσος όρος ηλικίας του γαμπρού υπολογίζεται στα 30-32 χρόνια και της νύφης στα 21-22. Πολλές κοπέλες παντρεύονταν στα 17-19 χρόνια τους, ενώ αντίθετα ελάχιστοι ήταν οι άντρες που νυμφεύονταν σε ηλικία 18-21 χρόνων. Πάντως κατά την περίοδο που εξετάζουμε (μέχρι δηλ. το 1912/3) πολλοί πρέπει να έκαναν οικογένεια σε μικρότερη ηλικία. Στα 1877 από τα 550 "ἀνήλικα" της Καβάλας τα 43 αναφέρονται ως "νυμφευθέντα". Σε πολλές περιπτώσεις, όπως φανερώνουν και οι παραπάνω πηγές, η διαφορά ηλικίας μεταξύ γαμπρού και νύφης ήταν μεγάλη. Δεν είναι ίσως άσχετο μ’ αυτό ότι το 1877 υπήρχαν στην Καβάλα 65 χήρες έναντι μόνο 2 χήρων.[9]
Αυτό που πραγματικά εντυπωσιάζει είναι το μεγάλο ποσοστό δεύτερων γάμων. Θα περίμενε κανείς πριν από έναν και πλέον αιώνα η διά βίου ένωση δύο ανθρώπων να αποτελεί κανόνα στέρεο. Κι όμως τα διαθέσιμα στοιχεία μας διαβεβαιώνουν για το αντίθετο. Στα Βιβλία Αδειών Γάμου της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας Καβάλας των ετών 1897-1913 καταγράφονται 1.287 γάμοι. Απ’ αυτούς, για τους άνδρες 187 είναι δεύτεροι γάμοι (ποσοστό 14,5%) και 18 τρίτοι (1,4%), ενώ για τις γυναίκες 176 είναι δεύτεροι γάμοι (ποσοστό 13,7%) και 12 τρίτοι (0,9%)![10] Αν και δεν μπορεί να επαληθευθεί, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων ο δεύτερος γάμος δεν ήταν επιγενόμενο διαζυγίου, αλλά θανάτου ενός εκ των συζύγων. Η ανάγκη της συντροφικότητας αλλά και της ανατροφής των παιδιών σε οικογενειακό περιβάλλον δεν ήταν βέβαια μικρότερη απ’ ό,τι στην εποχή μας.
Μέρος της διαδικασίας του αρραβώνα – γάμου ήταν και η σύνταξη του προικοσυμφώνου, που ήταν ένα γραπτό και ενυπόγραφο γαμήλιο συμβόλαιο ανάμεσα στην οικογένεια της κοπέλας και στο μέλλοντα σύζυγό της. «Παρά Κυρίου ἁρμόζεται ἀνδρί γυνή (ή γυναικί)...» ή «Γένοιτο Κύριε τό ἔλεός σου ἐφ’ ἡμᾶς...» ή «Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου...». Μ’ αυτές τις φράσεις ή με άλλες παρόμοιες από εκκλησιαστικά κείμενα αρχίζουν τα παλιότερα προικοσύμφωνα. Αργότερα, μετά το 1880, παίρνουν την τυπική μορφή συμβολαιογραφικής πράξης.
Ακολουθεί το πρακτικό, με το οποίο δηλώνεται η σύναψη του αρραβώνα. Οι συνηθέστερες μορφές του είναι: «Ἐπειδή τοίνυν καί ἐγώ ὁ ὑποφαινόμενος... διά τοιούτου νομίμου καί κανονικοῦ γάμου μέλλω συνάψαι τήν θυγατέρα μου (ή τη δούλα, προγονή, ανεψιά, γυναικαδέλφη κλπ.)... μετά τοῦ κυρίου... καί τήν προικίζω...» ή «Τοῖς θείοις, ἱεροῖς, ἀποστολικοῖς καί συνοδικοῖς κανόσιν, ὡς καί τοῖς πατροπαραδότοις ἐθίμοις ἑπόμενος, ὁ ὑποφαινόμενος... ὑπανδρεύω την... μετά τοῦ... καί προικοδοτῶ αὐτήν...» ή «Σήμερον τῇ... παραστάντες ἐνώπιον ἡμῶν (ιερέως και μαρτύρων) οἱ... (πατέρας ή μητέρα ή αδελφός ή αφεντικό ή άλλος, σπανίως η ίδια η νύφη, από τη μία και από την άλλη ο γαμπρός ή ο αντιπρόσωπός του) ᾐτήσαντο τήν σύνταξιν τοῦ παρόντος προικοσυμφώνου...». Σε αρκετά παλιά προικοσύμφωνα το πρακτικό λείπει. Δηλώνεται απλώς στην αρχή του εγγράφου το είδος της πράξης: «Προικοσύμφωνον της... (ή της ... μετά του ...)» ή «Καταγραφή προικός της... (ή της... μετά του...)» κ.ά.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, που τα προικοσύμφωνα έχουν την τυπική μορφή συμβολαιογραφικής πράξης, το πρακτικό είναι εκτενέστατο, καθώς περιέχει τα βασικά στοιχεία της «ταυτότητας» των συμβαλλομένων και των παρισταμένων μαρτύρων. Για παράδειγμα, «Σήμερον… ο ὑποφαινόμενος γραμματεύς... μετέβην κατά πρόσκλησιν τοῦ κυρίου Πέτρου Βουλγαρίδου, κατοίκου Καβάλλας, χριστιανοῦ ὀρθοδόξου, ὑπηκόου Γάλλου και ὑποπροξένου τῆς Γαλλίας, καί τῆς συζύγου αὐτοῦ Μαρίας Π. Βουλγαρίδου καί τοῦ κυρίου Χρήστου Κοντοῦ, κατοίκου Καβάλλας, χριστιανοῦ ὀρθοδόξου, ὑπηκόου ὀθωμανού καί ἰατροῦ τό ἐπάγγελμα, ἐπιθυμούντων να συντάξωσι προικοσύμφωνον εἰς τήν ἐν τῇ συνοικίᾳ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου κειμένην οἰκίαν αὐτῶν... καί ἐπί παρουσίᾳ τῶν κάτωθι συνυπογεγραμμένων ἀξιοπίστων μαρτύρων Στεφάνου Πουλίδου, ἰατροῦ..., Παντελῆ Κολοκύθα, ἐμπόρου..., Π. Χρυσοχόου, χρυσοχόου... Ὁ μέν... καί ἡ... ἔχοντες γνησίαν θυγατέρα, ὀνόματι Ἑλένην... ἐπιθυμοῦσι νά συνάψωσιν αὐτήν... μετά τοῦ κυρίου Χρήστου Κοντοῦ, ἐπί τούτῳ δέ παρέδωκαν αὐτῷ λόγῳ προικός...» (24-1-1897).[11]
Μετά το πρακτικό ακολουθεί η αναλυτική περιγραφή της προίκας, συνήθως σε τρεις στήλες: ποσότητα, είδος, αξία σε γρόσια. Παράδειγμα από προικοσύμφωνο του 1881, με το οποίο ο Χριστόδουλος Οζούν Φώτη προικίζει την κόρη του Αικατερίνη και το γαμπρό του, Στέφανο Χαρησίου (Χαρισιάδη): «... 1 δακτυλίδιον ἀρραβῶνος, 231 γρόσια - 1 ὑποκάμισον και 1 ἐσόβρακον, 60 γρ. - 3 σακοῦλες πλεκτές καί κεντητές, 500 γρ. - 2 τζυμπέρια και 3 μανδύλια λυνά, 50 γρ. - 2 ζεύγη τζοράπια χύντικα, 30 γρ. - 15 ἐσόβρακα τοῦ γαμβροῦ, 300 γρ. - 8 ποχτζιάδες και βρακοζῶνες κεντηταῖς, 160 γρ. - 1 ἐφάπλωμα μεταξοτόν μέ τό συνδόνι του, 300 γρ. - 1 ζεῦγος τζαρουχάκια, 110 γρ. - 5 σαχάνια καπακοτά και 1 τάση, 176 γρ. - 1 μαστραπάν τοῦ γλυκοῦ, 4 ποτύρια, 12 φιλτζάνια και πιάτα τραπεζιού, 70 γρ. - 2 σεντούκια, 260 γρ. - ... ἔγινεν ὅλη ἡ προίξ 15.910 γρόσια... Ἀκόμη τῆς παραχωρῶ τό ὀσπήτιόν μου εἰς τόν Μαχαλάν διά νά καθήσουν τέσσερα ἔτη ὁλόκληρα...». Ακολουθεί, με τον ίδιο τρόπο, η προγαμιαία δωρεά του γαμπρού: «... 1 δακτυλίδιον ἀρραβῶνος, 500 γρ. - 1 ζεῦγος σκουλαρίκια, 230 γρ. - 1 ζεῦγος μπουτίνια, 160 γρ. - 1 ζεῦγος κάλτζες και καλτζοδέταις, 130 γρ... το σύνολον 2.419 γρόσια».[12]
Συχνά ωστόσο η περιγραφή της προίκας είναι πολύ συνοπτική. Για παράδειγμα: «Ο κ. Κ. Πουλίδης έχων ανεψιάν επ’ αδελφήν ονόματι Ελπινίκην Μ. Σταυρίδου και αποφασίσας ίνα εκδώ αυτήν εις γάμου κοινωνίαν […] προς τον κύριον Π. Κουροπέτρογλου, δίδωσιν αυτή προίκα: 1) Μετρητά λίρας Τουρκίας εκατόν και δέκα (110). 2) Έν οικόπεδον εν τη ενορία του Τιμίου Προδρόμου αξίας τεσσαράκοντα λιρών… 3) Εις ρουχισμόν ασπρορρούχων και λοιπών φορεμάτων, εν όλω εκτιμηθέντων εις λίρας Τουρκίας πεντήκοντα (50)» (από προικοσύμφωνο της 27ης Απριλίου 1902).
Σε πολλές περιπτώσεις μετά την καταγραφή της προίκας ακολουθούν σημειώσεις του προικοδοτούντος. Συνήθως ευχές και υποσχέσεις για πρόσθετες παροχές ή διευκολύνσεις, που θα βοηθούσαν τους μελλόνυμφους στα πρώτα βήματα της κοινής ζωής τους. Για παράδειγμα: «Ο κ. Κωνσταντίνος και η κυρία Ιουλίττα Πετροπούλου εξ ευγενών και φιλοστόργων ορμώμενοι αισθημάτων προς τον γαμβρόν αυτών κ. Γρηγόριον Π. Κλήμεντα και την θυγατέρα των κ. Αγνήν παρέχουσι την ρητήν υπόσχεσιν ότι επί εν έτος από της στέψεως αυτών θέλουσι παρέχει αυτοίς την κατοικίαν, διατροφήν και πάσαν περιποίησιν» (3-12-1898). – «Ο Άρχων Λογοθέτης κ. Σπυρίδων έχων θετήν θυγατέρα ονόματι Αικατερίνην Δ. Ψάλτα, εκ του χωρίου Ποδογόριανης της επαρχίας Πραβίου δίδωσι τα εξής: […]. Προσέτι παραχωρεί την εν Καβάλλα ιδιόκτητον οικίαν του […] όπως κατοικήση εν αυτή δωρεάν μετά του μέλλοντος συζύγου της επί εν έτος. Επίσης παρέχει τοις μελλονύμφοις διατροφήν δωρεάν επί δύο έτη ανά τριάκοντα λίρας οθωμανικάς ανά έτος» (14-7-1902).
Άλλοτε ο προικοδότης θέτει υποχρεώσεις και όρους, όπως για παρακράτηση της επικαρπίας των ακινήτων, για γηροκόμηση κ.ά., με σκοπό τη δική του διασφάλιση. Για παράδειγμα: «Οι μελλόνυμφοι Γεώργιος Χρήστου και Αγγελική Ιωάννου υποχρεούνται να μη εξαγάγωσι εκ της ως άνω οικίας τον προικοδότην Δημήτριον Ευσταθίου ως και την υπηρέτριάν του Αικατερίνην Θεοδώρου πριν ή κτήσωσι δύο δωμάτια εις την ετέραν οικίαν του προικοδότου, εις ην θέλουσι μετοικήσει ο τε Δημήτριος Ευσταθίου και η Αικατερίνη Θεοδώρου, αφού όμως λάβωσι τέσσαρας και ημίσειαν λίρας απέναντι ενοικίου του κάτωθεν οικήματος του ιδίου προικοδότου» (12-2-1898).
Οι υπηρέτριες και ψυχοκόρες πάντα δηλώνουν ότι δεν έχουν άλλη απαίτηση από τον προικοδότη: «Η προικισθείσα Ευδοκία Δημητρίου υπηρετήσασα επί δεκαπέντε έτη εις την οικίαν του κ. Ηλία Θεοδώρου δηλώ ότι εξώφλησα με την άνω ειρημένην προίκα και εκφράζω τας ευχαριστίας μου και ουδεμίαν άλλην απαίτησιν έχω» - «Η νύμφη υπηρετήσασα επί μίαν πενταετίαν εις τον θείον της […] με την ανωτέρω προίκα εξοφλεί και διά το μέλλον ουδεμίαν απαίτησιν έχει» κλπ.
Αρχικά τα προικοσύμφωνα συντάσσονταν, κατά την επιταγή της εκκλησίας, την ημέρα του αρραβώνα. Από τα τέλη όμως του 19ου αιώνα (σχετικές πληροφορίες υπάρχουν από το 1897) όλα φέρουν ίδια ημερομηνία με αυτήν της τέλεσης του γάμου.[13] Στους κώδικες της κοινότητας (του 1864-1889 και των προικοσυμφώνων, 1896-1914) περιλαμβάνονται 466 προικοσύμφωνα. Όμως στα Βιβλία Γάμων της Μητρόπολης καταγράφονται 1.287 γάμοι μόνο κατά την περίοδο 1897-1913. Αυτό σημαίνει ότι προικοσύμφωνα δεν συντάσσονταν σ' όλες τις περιπτώσεις. Υποθέτουμε ότι πολλοί από τα κατώτερα οικονομικά στρώματα δεν είχαν τη δυνατότητα να προικίσουν τις θυγατέρες τους.
Οι προίκες ήταν πολλές φορές γενναιόδωρες. Περιλάμβαναν κοσμήματα, ρουχισμό, συχνά πλήρη οικοσκευή, ενίοτε μετρητά και σπανιότερα ακίνητα (σπίτια ή χωράφια). Αντίθετα οι προγαμιαίες δωρεές του γαμπρού, όταν υπήρχαν (αρχικά ήσαν κανόνας, όμως μετά το 1896 σπανίζουν), συνήθως περιλάμβαναν λίγα κοσμήματα και ρούχα της νύφης. Σπανίως κάτι περισσότερο, όπως λ.χ. στην περίπτωση του Μαυρουδή Δημητρίου, που παραχωρεί στη συμβία του Βενετία, κόρη του Γιαννάκη Μοσοροπινού, «ἕν δωμάτιον χειμωνιάτικον εἰς τό κάτω πάτωμα τῆς εἰς μαχαλάν οἰκίας του» (1878).[14] Η περίπτωση αυτή είναι μια από τις 3-4 (στο σύνολο των 466 προικοσυμφώνων της περιόδου 1860-1914) που η προγαμιαία δωρεά είναι μεγαλύτερης αξίας από την προίκα: 1.500 έναντι 1.015 γροσίων.
Σημειωτέον ότι η προίκα παρέμενε ισοβίως στην κυριότητα της νύφης και δεν ανήκε στο γαμπρό (αυτός είχε μόνο την επικαρπία των ακινήτων), αρχή που τονίζεται ρητά σε όλα τα προικοσύμφωνα: «η προίκα έσται υπό την κατοχήν μεν αυτού υπό την κυριότητα δε της μελλούσης συζύγου του». Αντιθέτως η προγαμιαία δωρεά, το “αντιπροίκι” του γαμπρού, παρέμενε πάντα στην κυριότητα και κατοχή της γυναίκας, ακόμη και στις περιπτώσεις λύσης του γάμου ή θανάτου του συζύγου της.
Η αξία της προίκας είναι ευθέως ανάλογη της οικονομικής δυνατότητας του προικοδοτούντος αλλά και της σχέσης αυτού με τη μελλόνυμφη. Διαφορετικά προικοδοτείται η θυγατέρα από την υπηρετριούλα, η προίκα της οποίας περιορίζεται κατά κανόνα σε ρουχισμό και οικιακά σκεύη, αξίας 1.000-2.000 γροσίων.[15]
Τα προικοσύμφωνα, αν και συνδέονται με μια ευτυχισμένη στιγμή του ανθρώπου, δεν παύουν να διέπονται από τους άτεγκτους όρους και την ψυχρή λογική μιας οικονομικής συμφωνίας. Σε περίπτωση που η κοπέλα πέθαινε πριν αποκτήσει παιδιά, η προίκα της επιστρεφόταν στους πλησιέστερους συγγενείς της, συνήθως τους γονείς ή τα αδέλφια της. Βλέπουμε λ.χ. στα 1876 τον Κωνσταντίνο και την Ευαγγελή Δ. να δηλώνουν σε "εξοφλιστικό" έγγραφο: «... εἴχαμε ἀδελφήν ὀνόματι Ἑλένην καί ὑπανδρευμένην μετά τοῦ κυρίου Ἀθανασίου Παρασκευά καί ἐπειδής ἀπόθανε ἄκληρος, τήν σήμερον παραλαμβάνωμεν παρά τοῦ συζύγου της τήν ἀνοίκουσαν μερίδα μας...». Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις τα ανθρώπινα αισθήματα υπερισχύουν του θρησκευτικού νόμου και του συμφέροντος: Το 1887 ο Γεώργιος Νικολάου, πέντε μέρες μετά το θάνατο της κόρης του Σουλτάνας, δηλώνει με επίσημο έγγραφο ότι παραιτείται του νομίμου δικαιώματος για επιστροφή της προίκας της και την παραχωρεί ευχαρίστως στο γαμπρό του Θωμά Αλ[ι]μπέρτη, με τον οποίο η νεαρή θυγατέρα του έζησε μόλις τρία χρόνια «ἐν πλήρει ἁρμονίᾳ καί χριστιανικῇ ἀγάπῃ… ἀγαπήσας αὐτόν ὡς ἴδιον τέκνον μου».[16]
Η ένωση δύο νέων αποτελεί θεμελιακή πράξη, αφού απ’ αυτήν εξαρτάται όχι μόνο η προσωπική ευτυχία του ζευγαριού αλλά και η κοινωνική σταθερότητα. Προϋπόθεση για την εδραίωση της διά βίου ένωσης δύο ανθρώπων είναι ο σεβασμός και η αφοσίωση του ενός προς τον άλλο, η αγνότητα της κοπέλας, η γονιμότητα του ζευγαριού, η αρμονική συμβίωση με το στενό τους περιβάλλον και η καλή οικονομική τους κατάσταση. Έτσι μόνο θα μπορέσουν οι δύο νέοι να επιτελέσουν τον προορισμό τους, που είναι η διαιώνιση της ζωής. "Eὐτεκνία, ἀγάπη, ζωή μακροχρόνιος καί εἰρηνική" και "νά τοῖς χαρίσῃ ὁ θεός ἅπαντα τά συζυγικά αὐτοῖς καθήκοντα" είναι οι στερεότυπα επαναλαμβανόμενες (στα προικοσύμφωνα) ευχές των γονέων τους.
Η ένωση δύο νέων αποφασίζεται από τους γονείς, κυρίως τον πατέρα. Η συγκατάθεση των νέων είναι απαραίτητη, καθώς ο εξαναγκασμός σε γάμο θεωρείται, κατά τους θρησκευτικούς νόμους, αξιόποινη πράξη και ο γάμος αυτός είναι αυτοδίκαια άκυρος.[1] Σε αρκετές όμως περιπτώσεις φαίνεται ότι η συναίνεση της κοπέλας ήταν αποτέλεσμα πειθαναγκασμού. Έτσι κάποιες νέες μετά την τέλεση του αρραβώνα αρνούνται να παντρευτούν τον εκλεκτό των γονιών τους, είτε αναιτιολόγητα (ο έρωτας προς άλλον δεν ομολογείται, ούτε θεωρείται επαρκής αιτία για τη διάλυση της μνηστείας), είτε κάνοντας λόγο για "βία" των γονιών τους. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι από τα τέλη του 19ου αιώνα αναφέρεται πάντα στα προικοσύμφωνα πως ο γάμος γίνεται "τῇ πλήρει καί αὐτῆς συγκαταθέσει" ή "τῇ συγκαταθέσει καί τῆς ἰδίας" και ότι από τις αρχές του 20ού αιώνα υπογράφει το προικοσύμφωνο και η μελλόνυμφη.[2]
Επειδή για τον αρραβώνα και τη μνηστεία ίσχυαν διάφοροι εθιμικοί κανόνες, που δε συμβάδιζαν πάντα με το θρησκευτικό δίκαιο, συχνά η Εκκλησία βρισκόταν στην ανάγκη να αποστέλλει "προνοητικάς συμβουλάς καί διαταγάς". Σύμφωνα μ’ αυτές, οι αρραβώνες πρέπει να τελούνται παρουσία (απλώς) ιερέως και δύο μαρτύρων, "ἐκ τῶν προκριτοτέρων τῆς ἐνορίας", οι οποίοι και θα ελέγχουν αν οι μνηστευόμενοι έχουν τη νόμιμη ηλικία (των 14 ετών για τα αγόρια, των 12 για τα κορίτσια, σύμφωνα με την ισχύουσα τότε βυζαντινή νομοθεσία). Δώρο αρραβώνα θα θεωρείται μόνο το δαχτυλίδι που δίνει ο ένας στον άλλον. Σε περίπτωση λύσης της μνηστείας, η υπαίτια πλευρά θα επιστρέφει διπλάσια την αξία του. Άλλα δώρα δεν πρέπει να δίνονται κατά τη σύναψη ή τη διάρκεια της μνηστείας και δε θα επιστρέφονται σε περίπτωση χωρισμού. Η προθεσμία για τη σύναψη του γάμου δεν πρέπει να υπερβαίνει τους έξι μήνες, το πολύ ένα έτος. Κατά το διάστημα αυτό οι μνηστήρες δεν έχουν το δικαίωμα της ελεύθερης συναναστροφής, παρά μόνο των επίσημων επισκέψεων στις γιορτές, για την αποφυγή δυσάρεστων συνεπειών. Τη μέρα του αρραβώνα θα συντάσσεται και το προικοσύμφωνο, που θα υπογράφεται από τα δύο μέρη και τους παρευρισκόμενους μάρτυρες.[3]
Για τον τρόπο τέλεσης και τα έθιμα του αρραβώνα στη μικρή κοινωνία των ντόπιων Καβαλιωτών, μας διαφωτίζει αρκετά ένα από τα έγγραφα του Κώδικα: «…κατά Φεβρουάριον τοῦ αὐτοῦ ἔτους (1861) ἠρρεβωνίσθη τήν Βασιλικήν... καί κατά Ἀπρίλιον 23 ἐποίησαν κατά τήν τοπικήν συνήθειαν τόν μέγαν ἀρρεβώνα». Σύμφωνα με το απόσπασμα, ο αρραβώνας γινόταν σε δύο φάσεις: Μετά την αρχική συνεννόηση -είτε απευθείας μεταξύ των συμπέθερων είτε διά μέσου προξενητή- η συμφωνία επισφραγιζόταν με την αλλαγή των δακτυλιδιών και την προσφορά δώρων από τις δύο πλευρές. Στην περίπτωση αυτή ο γαμπρός πρόσφερε «ἕν μανδύλ[ι], δύο εἰκοσάρια, ἕν μαμουτέν καί ἕν δακτυλίδι», ενώ η νύφη «ἕνα τζεβρέ, ἕν δακτυλίδι, μία σακούλα, ἕνα ποχτζιάν, μέ τόν τζεβρέν, ἑτέρα σακούλα καί ἕτερον τζεβρέν».
Σε εύλογο χρονικό διάστημα τελείται ο "μέγας αρραβών" ενώπιον ιερέως, ο οποίος ψάλλει «τήν κυρίως Ἱεράν Ἀκολουθίαν τοῦ ἀρραβῶνος, τήν ἄλλως Ἱερολογίαν λεγομένην». Η κάπως ασαφής αναφορά για «χαλβά 3 οκ[άδες], μία λαμπάδα, κουφέτα και γλυκό» πιθανότατα έχει σχέση μ’ αυτή τη δεύτερη φάση, την ιερολογία του αρραβώνα. Τότε οι μελλόνυμφοι της περίπτωσής μας ανταλλάσσουν εκ νέου δώρα: Ο γαμπρός δίνει «12 εἰκοσάρια, τζοράπια, κάλτζες, ἕν φέσ[ι] μέ τήν φούντα καί ἕν τεπέ ἀποστολιάτικα», ενώ η νύφη «ἕν ποχτζαλίκι, δώδεκα τζεβρέδες, δεκατρεῖς σακούλες, ἕν ὑποκάμισον..».[4] Με την ιερολογία, ο αρραβώνας παύει να αποτελεί μια απλή ιδιωτική συμφωνία και γίνεται επίσημη εκκλησιαστική πράξη.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι κατά την περίοδο αυτή, στα μέσα του 19ου αι., η Εκκλησία απαγόρευε την ιερολογία της μνηστείας. Όπως φαίνεται όμως, στην Καβάλα εξακολουθούσε να διατηρείται η μακραίωνη παράδοση (κρατούσε από το 15ο αι.), ίσως από τους ελάχιστους ντόπιους κατοίκους της, ίσως και από άλλους. Γύρω στα 1880 ο μητροπολίτης Φιλόθεος με γράμμα του προς τους ιερείς, δημογέροντες και προκρίτους της πόλης καταδικάζει αυτή την "ἐπίμεπτον καί ἄφρονα ὑπερβολήν" ορισμένων Καβαλιωτών και απευθύνει αυστηρή προειδοποίηση προς τους ιερείς της πόλης: «οὐδείς ἔχει ἐπ’ ἀδείας ἵνα τελέσῃ τοιοῦτον (δηλ. ιερολογημένο αρραβώνα), τιμωρηθησομένου τοῦ παραβάτου κατά τούς ἱερούς κανόνας αὐστηρῶς». Στο ίδιο γράμμα ο μητροπολίτης στηλιτεύει την τακτική άλλων πιστών να τελούν τον αρραβώνα δι’ απλής συμφωνίας, τονίζοντας ότι «ὁ κατ’ ἰδίαν, μή παρόντος ἱερέως τελούμενος ἀρραβών πρός οὐδέν λογίζεται, μή ἀναγνωριζόμενος».[5]
Όπως φαίνεται, πολλές από τις οδηγίες της Εκκλησίας δεν τηρούνταν. Αυτή που σχεδόν πάντα παραβιάζεται είναι η απαγόρευση των δώρων κατά τη διάρκεια της μνηστείας. Βλέπουμε έτσι το γαμπρό της προηγούμενης αναφοράς μας να ξοδεύει για την καλή του, κατά τη δεκάμηνη μνηστεία τους, εκτός "τῶν φλωρίων" και αρκετά χρήματα για «μανδύλια μεταξωτά, τζεμπέρια πολίτικα, βάλα, κουντοῦρες, μακαρατέλια», όπως και για «ραχάτια, γλυκό καί καφέ» στις γιορτές κλπ.
Ο γάμος, αντίθετα με την εποχή μας, δε γινόταν κατά κανόνα στην εκκλησία. Από το μοναδικό Βιβλίο Αδειών Γάμου που αναφέρει και τον τόπο τέλεσης (των ετών 1906-1909), πληροφορούμαστε ότι από τους 44 καταγεγραμμένους γάμους οι 18 τελέστηκαν στο σπίτι του γαμπρού, οι 6 στο σπίτι της νύφης, οι 4 σε συγγενικό ή φιλικό τους σπίτι και μόνο οι 7 στην εκκλησία, ενώ σε 9 γάμους δεν αναφέρεται ο τόπος τέλεσης.[6]
Για την ηλικία των νυμφευόμενων, εκτός από τα διάσπαρτα στοιχεία της περιόδου 1864-1912, μας διαφωτίζουν τα νεότερα Βιβλία Ληξιαρχικών Πράξεων Γάμου του Δήμου Καβάλας, που διατηρούνται από το 1916,[7] και τα Βιβλία Γάμων της εκκλησίας της Παναγίας (από το 1921 και μετά).[8] Σύμφωνα με αυτά, στα 1916 και στα 1921-1923 ο μέσος όρος ηλικίας του γαμπρού υπολογίζεται στα 30-32 χρόνια και της νύφης στα 21-22. Πολλές κοπέλες παντρεύονταν στα 17-19 χρόνια τους, ενώ αντίθετα ελάχιστοι ήταν οι άντρες που νυμφεύονταν σε ηλικία 18-21 χρόνων. Πάντως κατά την περίοδο που εξετάζουμε (μέχρι δηλ. το 1912/3) πολλοί πρέπει να έκαναν οικογένεια σε μικρότερη ηλικία. Στα 1877 από τα 550 "ἀνήλικα" της Καβάλας τα 43 αναφέρονται ως "νυμφευθέντα". Σε πολλές περιπτώσεις, όπως φανερώνουν και οι παραπάνω πηγές, η διαφορά ηλικίας μεταξύ γαμπρού και νύφης ήταν μεγάλη. Δεν είναι ίσως άσχετο μ’ αυτό ότι το 1877 υπήρχαν στην Καβάλα 65 χήρες έναντι μόνο 2 χήρων.[9]
Αυτό που πραγματικά εντυπωσιάζει είναι το μεγάλο ποσοστό δεύτερων γάμων. Θα περίμενε κανείς πριν από έναν και πλέον αιώνα η διά βίου ένωση δύο ανθρώπων να αποτελεί κανόνα στέρεο. Κι όμως τα διαθέσιμα στοιχεία μας διαβεβαιώνουν για το αντίθετο. Στα Βιβλία Αδειών Γάμου της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας Καβάλας των ετών 1897-1913 καταγράφονται 1.287 γάμοι. Απ’ αυτούς, για τους άνδρες 187 είναι δεύτεροι γάμοι (ποσοστό 14,5%) και 18 τρίτοι (1,4%), ενώ για τις γυναίκες 176 είναι δεύτεροι γάμοι (ποσοστό 13,7%) και 12 τρίτοι (0,9%)![10] Αν και δεν μπορεί να επαληθευθεί, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων ο δεύτερος γάμος δεν ήταν επιγενόμενο διαζυγίου, αλλά θανάτου ενός εκ των συζύγων. Η ανάγκη της συντροφικότητας αλλά και της ανατροφής των παιδιών σε οικογενειακό περιβάλλον δεν ήταν βέβαια μικρότερη απ’ ό,τι στην εποχή μας.
Μέρος της διαδικασίας του αρραβώνα – γάμου ήταν και η σύνταξη του προικοσυμφώνου, που ήταν ένα γραπτό και ενυπόγραφο γαμήλιο συμβόλαιο ανάμεσα στην οικογένεια της κοπέλας και στο μέλλοντα σύζυγό της. «Παρά Κυρίου ἁρμόζεται ἀνδρί γυνή (ή γυναικί)...» ή «Γένοιτο Κύριε τό ἔλεός σου ἐφ’ ἡμᾶς...» ή «Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου...». Μ’ αυτές τις φράσεις ή με άλλες παρόμοιες από εκκλησιαστικά κείμενα αρχίζουν τα παλιότερα προικοσύμφωνα. Αργότερα, μετά το 1880, παίρνουν την τυπική μορφή συμβολαιογραφικής πράξης.
Ακολουθεί το πρακτικό, με το οποίο δηλώνεται η σύναψη του αρραβώνα. Οι συνηθέστερες μορφές του είναι: «Ἐπειδή τοίνυν καί ἐγώ ὁ ὑποφαινόμενος... διά τοιούτου νομίμου καί κανονικοῦ γάμου μέλλω συνάψαι τήν θυγατέρα μου (ή τη δούλα, προγονή, ανεψιά, γυναικαδέλφη κλπ.)... μετά τοῦ κυρίου... καί τήν προικίζω...» ή «Τοῖς θείοις, ἱεροῖς, ἀποστολικοῖς καί συνοδικοῖς κανόσιν, ὡς καί τοῖς πατροπαραδότοις ἐθίμοις ἑπόμενος, ὁ ὑποφαινόμενος... ὑπανδρεύω την... μετά τοῦ... καί προικοδοτῶ αὐτήν...» ή «Σήμερον τῇ... παραστάντες ἐνώπιον ἡμῶν (ιερέως και μαρτύρων) οἱ... (πατέρας ή μητέρα ή αδελφός ή αφεντικό ή άλλος, σπανίως η ίδια η νύφη, από τη μία και από την άλλη ο γαμπρός ή ο αντιπρόσωπός του) ᾐτήσαντο τήν σύνταξιν τοῦ παρόντος προικοσυμφώνου...». Σε αρκετά παλιά προικοσύμφωνα το πρακτικό λείπει. Δηλώνεται απλώς στην αρχή του εγγράφου το είδος της πράξης: «Προικοσύμφωνον της... (ή της ... μετά του ...)» ή «Καταγραφή προικός της... (ή της... μετά του...)» κ.ά.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, που τα προικοσύμφωνα έχουν την τυπική μορφή συμβολαιογραφικής πράξης, το πρακτικό είναι εκτενέστατο, καθώς περιέχει τα βασικά στοιχεία της «ταυτότητας» των συμβαλλομένων και των παρισταμένων μαρτύρων. Για παράδειγμα, «Σήμερον… ο ὑποφαινόμενος γραμματεύς... μετέβην κατά πρόσκλησιν τοῦ κυρίου Πέτρου Βουλγαρίδου, κατοίκου Καβάλλας, χριστιανοῦ ὀρθοδόξου, ὑπηκόου Γάλλου και ὑποπροξένου τῆς Γαλλίας, καί τῆς συζύγου αὐτοῦ Μαρίας Π. Βουλγαρίδου καί τοῦ κυρίου Χρήστου Κοντοῦ, κατοίκου Καβάλλας, χριστιανοῦ ὀρθοδόξου, ὑπηκόου ὀθωμανού καί ἰατροῦ τό ἐπάγγελμα, ἐπιθυμούντων να συντάξωσι προικοσύμφωνον εἰς τήν ἐν τῇ συνοικίᾳ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου κειμένην οἰκίαν αὐτῶν... καί ἐπί παρουσίᾳ τῶν κάτωθι συνυπογεγραμμένων ἀξιοπίστων μαρτύρων Στεφάνου Πουλίδου, ἰατροῦ..., Παντελῆ Κολοκύθα, ἐμπόρου..., Π. Χρυσοχόου, χρυσοχόου... Ὁ μέν... καί ἡ... ἔχοντες γνησίαν θυγατέρα, ὀνόματι Ἑλένην... ἐπιθυμοῦσι νά συνάψωσιν αὐτήν... μετά τοῦ κυρίου Χρήστου Κοντοῦ, ἐπί τούτῳ δέ παρέδωκαν αὐτῷ λόγῳ προικός...» (24-1-1897).[11]
Μετά το πρακτικό ακολουθεί η αναλυτική περιγραφή της προίκας, συνήθως σε τρεις στήλες: ποσότητα, είδος, αξία σε γρόσια. Παράδειγμα από προικοσύμφωνο του 1881, με το οποίο ο Χριστόδουλος Οζούν Φώτη προικίζει την κόρη του Αικατερίνη και το γαμπρό του, Στέφανο Χαρησίου (Χαρισιάδη): «... 1 δακτυλίδιον ἀρραβῶνος, 231 γρόσια - 1 ὑποκάμισον και 1 ἐσόβρακον, 60 γρ. - 3 σακοῦλες πλεκτές καί κεντητές, 500 γρ. - 2 τζυμπέρια και 3 μανδύλια λυνά, 50 γρ. - 2 ζεύγη τζοράπια χύντικα, 30 γρ. - 15 ἐσόβρακα τοῦ γαμβροῦ, 300 γρ. - 8 ποχτζιάδες και βρακοζῶνες κεντηταῖς, 160 γρ. - 1 ἐφάπλωμα μεταξοτόν μέ τό συνδόνι του, 300 γρ. - 1 ζεῦγος τζαρουχάκια, 110 γρ. - 5 σαχάνια καπακοτά και 1 τάση, 176 γρ. - 1 μαστραπάν τοῦ γλυκοῦ, 4 ποτύρια, 12 φιλτζάνια και πιάτα τραπεζιού, 70 γρ. - 2 σεντούκια, 260 γρ. - ... ἔγινεν ὅλη ἡ προίξ 15.910 γρόσια... Ἀκόμη τῆς παραχωρῶ τό ὀσπήτιόν μου εἰς τόν Μαχαλάν διά νά καθήσουν τέσσερα ἔτη ὁλόκληρα...». Ακολουθεί, με τον ίδιο τρόπο, η προγαμιαία δωρεά του γαμπρού: «... 1 δακτυλίδιον ἀρραβῶνος, 500 γρ. - 1 ζεῦγος σκουλαρίκια, 230 γρ. - 1 ζεῦγος μπουτίνια, 160 γρ. - 1 ζεῦγος κάλτζες και καλτζοδέταις, 130 γρ... το σύνολον 2.419 γρόσια».[12]
Συχνά ωστόσο η περιγραφή της προίκας είναι πολύ συνοπτική. Για παράδειγμα: «Ο κ. Κ. Πουλίδης έχων ανεψιάν επ’ αδελφήν ονόματι Ελπινίκην Μ. Σταυρίδου και αποφασίσας ίνα εκδώ αυτήν εις γάμου κοινωνίαν […] προς τον κύριον Π. Κουροπέτρογλου, δίδωσιν αυτή προίκα: 1) Μετρητά λίρας Τουρκίας εκατόν και δέκα (110). 2) Έν οικόπεδον εν τη ενορία του Τιμίου Προδρόμου αξίας τεσσαράκοντα λιρών… 3) Εις ρουχισμόν ασπρορρούχων και λοιπών φορεμάτων, εν όλω εκτιμηθέντων εις λίρας Τουρκίας πεντήκοντα (50)» (από προικοσύμφωνο της 27ης Απριλίου 1902).
Σε πολλές περιπτώσεις μετά την καταγραφή της προίκας ακολουθούν σημειώσεις του προικοδοτούντος. Συνήθως ευχές και υποσχέσεις για πρόσθετες παροχές ή διευκολύνσεις, που θα βοηθούσαν τους μελλόνυμφους στα πρώτα βήματα της κοινής ζωής τους. Για παράδειγμα: «Ο κ. Κωνσταντίνος και η κυρία Ιουλίττα Πετροπούλου εξ ευγενών και φιλοστόργων ορμώμενοι αισθημάτων προς τον γαμβρόν αυτών κ. Γρηγόριον Π. Κλήμεντα και την θυγατέρα των κ. Αγνήν παρέχουσι την ρητήν υπόσχεσιν ότι επί εν έτος από της στέψεως αυτών θέλουσι παρέχει αυτοίς την κατοικίαν, διατροφήν και πάσαν περιποίησιν» (3-12-1898). – «Ο Άρχων Λογοθέτης κ. Σπυρίδων έχων θετήν θυγατέρα ονόματι Αικατερίνην Δ. Ψάλτα, εκ του χωρίου Ποδογόριανης της επαρχίας Πραβίου δίδωσι τα εξής: […]. Προσέτι παραχωρεί την εν Καβάλλα ιδιόκτητον οικίαν του […] όπως κατοικήση εν αυτή δωρεάν μετά του μέλλοντος συζύγου της επί εν έτος. Επίσης παρέχει τοις μελλονύμφοις διατροφήν δωρεάν επί δύο έτη ανά τριάκοντα λίρας οθωμανικάς ανά έτος» (14-7-1902).
Άλλοτε ο προικοδότης θέτει υποχρεώσεις και όρους, όπως για παρακράτηση της επικαρπίας των ακινήτων, για γηροκόμηση κ.ά., με σκοπό τη δική του διασφάλιση. Για παράδειγμα: «Οι μελλόνυμφοι Γεώργιος Χρήστου και Αγγελική Ιωάννου υποχρεούνται να μη εξαγάγωσι εκ της ως άνω οικίας τον προικοδότην Δημήτριον Ευσταθίου ως και την υπηρέτριάν του Αικατερίνην Θεοδώρου πριν ή κτήσωσι δύο δωμάτια εις την ετέραν οικίαν του προικοδότου, εις ην θέλουσι μετοικήσει ο τε Δημήτριος Ευσταθίου και η Αικατερίνη Θεοδώρου, αφού όμως λάβωσι τέσσαρας και ημίσειαν λίρας απέναντι ενοικίου του κάτωθεν οικήματος του ιδίου προικοδότου» (12-2-1898).
Οι υπηρέτριες και ψυχοκόρες πάντα δηλώνουν ότι δεν έχουν άλλη απαίτηση από τον προικοδότη: «Η προικισθείσα Ευδοκία Δημητρίου υπηρετήσασα επί δεκαπέντε έτη εις την οικίαν του κ. Ηλία Θεοδώρου δηλώ ότι εξώφλησα με την άνω ειρημένην προίκα και εκφράζω τας ευχαριστίας μου και ουδεμίαν άλλην απαίτησιν έχω» - «Η νύμφη υπηρετήσασα επί μίαν πενταετίαν εις τον θείον της […] με την ανωτέρω προίκα εξοφλεί και διά το μέλλον ουδεμίαν απαίτησιν έχει» κλπ.
Αρχικά τα προικοσύμφωνα συντάσσονταν, κατά την επιταγή της εκκλησίας, την ημέρα του αρραβώνα. Από τα τέλη όμως του 19ου αιώνα (σχετικές πληροφορίες υπάρχουν από το 1897) όλα φέρουν ίδια ημερομηνία με αυτήν της τέλεσης του γάμου.[13] Στους κώδικες της κοινότητας (του 1864-1889 και των προικοσυμφώνων, 1896-1914) περιλαμβάνονται 466 προικοσύμφωνα. Όμως στα Βιβλία Γάμων της Μητρόπολης καταγράφονται 1.287 γάμοι μόνο κατά την περίοδο 1897-1913. Αυτό σημαίνει ότι προικοσύμφωνα δεν συντάσσονταν σ' όλες τις περιπτώσεις. Υποθέτουμε ότι πολλοί από τα κατώτερα οικονομικά στρώματα δεν είχαν τη δυνατότητα να προικίσουν τις θυγατέρες τους.
Οι προίκες ήταν πολλές φορές γενναιόδωρες. Περιλάμβαναν κοσμήματα, ρουχισμό, συχνά πλήρη οικοσκευή, ενίοτε μετρητά και σπανιότερα ακίνητα (σπίτια ή χωράφια). Αντίθετα οι προγαμιαίες δωρεές του γαμπρού, όταν υπήρχαν (αρχικά ήσαν κανόνας, όμως μετά το 1896 σπανίζουν), συνήθως περιλάμβαναν λίγα κοσμήματα και ρούχα της νύφης. Σπανίως κάτι περισσότερο, όπως λ.χ. στην περίπτωση του Μαυρουδή Δημητρίου, που παραχωρεί στη συμβία του Βενετία, κόρη του Γιαννάκη Μοσοροπινού, «ἕν δωμάτιον χειμωνιάτικον εἰς τό κάτω πάτωμα τῆς εἰς μαχαλάν οἰκίας του» (1878).[14] Η περίπτωση αυτή είναι μια από τις 3-4 (στο σύνολο των 466 προικοσυμφώνων της περιόδου 1860-1914) που η προγαμιαία δωρεά είναι μεγαλύτερης αξίας από την προίκα: 1.500 έναντι 1.015 γροσίων.
Σημειωτέον ότι η προίκα παρέμενε ισοβίως στην κυριότητα της νύφης και δεν ανήκε στο γαμπρό (αυτός είχε μόνο την επικαρπία των ακινήτων), αρχή που τονίζεται ρητά σε όλα τα προικοσύμφωνα: «η προίκα έσται υπό την κατοχήν μεν αυτού υπό την κυριότητα δε της μελλούσης συζύγου του». Αντιθέτως η προγαμιαία δωρεά, το “αντιπροίκι” του γαμπρού, παρέμενε πάντα στην κυριότητα και κατοχή της γυναίκας, ακόμη και στις περιπτώσεις λύσης του γάμου ή θανάτου του συζύγου της.
Η αξία της προίκας είναι ευθέως ανάλογη της οικονομικής δυνατότητας του προικοδοτούντος αλλά και της σχέσης αυτού με τη μελλόνυμφη. Διαφορετικά προικοδοτείται η θυγατέρα από την υπηρετριούλα, η προίκα της οποίας περιορίζεται κατά κανόνα σε ρουχισμό και οικιακά σκεύη, αξίας 1.000-2.000 γροσίων.[15]
Τα προικοσύμφωνα, αν και συνδέονται με μια ευτυχισμένη στιγμή του ανθρώπου, δεν παύουν να διέπονται από τους άτεγκτους όρους και την ψυχρή λογική μιας οικονομικής συμφωνίας. Σε περίπτωση που η κοπέλα πέθαινε πριν αποκτήσει παιδιά, η προίκα της επιστρεφόταν στους πλησιέστερους συγγενείς της, συνήθως τους γονείς ή τα αδέλφια της. Βλέπουμε λ.χ. στα 1876 τον Κωνσταντίνο και την Ευαγγελή Δ. να δηλώνουν σε "εξοφλιστικό" έγγραφο: «... εἴχαμε ἀδελφήν ὀνόματι Ἑλένην καί ὑπανδρευμένην μετά τοῦ κυρίου Ἀθανασίου Παρασκευά καί ἐπειδής ἀπόθανε ἄκληρος, τήν σήμερον παραλαμβάνωμεν παρά τοῦ συζύγου της τήν ἀνοίκουσαν μερίδα μας...». Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις τα ανθρώπινα αισθήματα υπερισχύουν του θρησκευτικού νόμου και του συμφέροντος: Το 1887 ο Γεώργιος Νικολάου, πέντε μέρες μετά το θάνατο της κόρης του Σουλτάνας, δηλώνει με επίσημο έγγραφο ότι παραιτείται του νομίμου δικαιώματος για επιστροφή της προίκας της και την παραχωρεί ευχαρίστως στο γαμπρό του Θωμά Αλ[ι]μπέρτη, με τον οποίο η νεαρή θυγατέρα του έζησε μόλις τρία χρόνια «ἐν πλήρει ἁρμονίᾳ καί χριστιανικῇ ἀγάπῃ… ἀγαπήσας αὐτόν ὡς ἴδιον τέκνον μου».[16]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Το κείμενο αυτό είναι
τμήμα της εργασίας μας «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι.- 1912).
Η παλιά πόλη - συνοικία της Παναγίας» στο Η παλιά πόλη της Καβάλας (7ος π.χ. –
20ος αι. ) Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της ιστορίας, έκδ.
Εξωραϊστικού Πολιτιστικού Συλλόγου
Παναγίας “Το Κάστρο”, Καβάλα 2005, τ. 1,
σ. 51-231 (κεφ. 3.6.1., σελ. 202-208). Σε σχέση με εκείνο το κείμενο, το παρόν
δεν περιλαμβάνει κάποια στατιστικά στοιχεία που αφορούσαν ειδικά τη συνοικία
της Παναγίας.
Η ενότητα 3.6. “Όψεις του
κοινοτικού βίου στην Παναγία” περιλαμβάνει το παρόν κεφάλαιο 3.6.1. “Οι
αρραβώνες, οι γάμοι και τα προικοσύμφωνα” και τα κεφ. 3.6.2. “Το Εκκλησιατικό
Δικαστήριο: Λύσεις μνηστείας και διαζύγια” - 3.6.3. “Τα γηρατειά, ο θάνατος και
η διαθήκη” - 3.6.4. “Οι υιοθεσίες και η πρόνοια για τα άπορα και τα ορφανά”.
Στην ενότητα υπάρχει η ακόλουθη διευκρινιστική υποσημείωση:
«Αντικείμενο της
ενότητας δεν είναι όλες οι πτυχές της κοινωνικής ζωής, αλλά μόνο εκείνες που
αναπτύσσονται στο πλαίσιο του κοινοτικού βίου. Όσες δηλ. υπάγονται στη
δικαιοδοσία των αρχών της κοινότητας και ρυθμίζονται με αποφάσεις ή παρεμβάσεις
των κοινοτικών οργάνων (μέρος του κοινοτικού βίου αποτελούν βέβαια και η
θρησκευτική ζωή, η εκπαιδευτική – πολιτιστική δραστηριότητα και οι πολιτικές
διεργασίες, περί των οποίων έγινε λόγος στις τρεις προηγούμενες ενότητες του
κεφαλαίου). Η ενότητα αυτή δεν έχει αξιώσεις πληρότητας. Οι διαθέσιμες πηγές
της εποχής δεν παρέχουν επαρκείς μαρτυρίες για όλες τις πτυχές του κοινοτικού
βίου (π.χ. δεν έχουμε καμία πληροφορία για τις βαπτίσεις) ούτε καλύπτουν ομοιόμορφα
την περίοδο 1864-1912».
[1] Για τα ισχύοντα, βάσει του θρησκευτικού
δικαίου, σε θέματα προσωπικών σχέσεων (γάμους, αρραβώνες, λύσεις μνηστείας,
διαζύγια κ.ά.), βλ. Α. Λάμπρου, "Λύση μνηστείας. Υπομνηματισμός σε απόφαση
του έτους 1895 του Επισκοπικού Δικαστηρίου Ξάνθης", Θρακικά Χρονικά, 32 (1975-76), 71-76, όπου βιβλιογραφία και
παραπομπές σε κώδικες του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, του επισήμου δικαίου της
Εκκλησίας.
[2] Κώδικες
Προικοσυμφώνων Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Καβάλλας 1896-1904, σελ. 292, και
1904-1914, σελ. 494 (στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Ν. Καβάλας).
Περιλαμβάνουν 360 πράξεις, κυρίως προικοσύμφωνα και λίγες υιοθεσίες.
[3] Πατριαρχική – Συνοδική Επιστολή της 12ης
Ιουνίου 1868, καταχωρισμένη στον Κώδικα της εν Καβάλλα Ορθοδόξου Ελληνικής
Κοινότητος 1864-1889, σελ. 3-4 (στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Ν.
Καβάλας). Στις 436 σελίδες του κώδικα καταχωρίστηκαν πρακτικά γενικών
συνελεύσεων της κοινότητας, συνεδριάσεων των προκρίτων, της Δημογεροντίας, του
Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, της Εφορείας των Σχολείων, των επιτροπών των
εκκλησιών, ποικίλες ιδιωτικές πράξεις (πωλητήρια, συμφωνητικά, προικοσύμφωνα,
διαθήκες, υιοθεσίες κλπ.), αιτήσεις και αναφορές αρχών και ιδιωτών, αποφάσεις
του μητροπολίτη και αρχιερατικές εγκύκλιοι κλπ.
[4] Κώδικας 1864-1889,
σελ. 11.
[5] Κώδικας 1864-1889,
σελ. 202.
[6] Βιβλίο Αδειών Γάμου
Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Καβάλας, 1906-1909. Από τα βιβλία αδειών γάμου (16
βιβλία, αριθμημένα από το 2 έως το 17, καλύπτουν την περίοδο 1897-1914·
απόκεινται στο αρχείο της Ιεράς Μητρόπολης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου) αλλά
και από μεταγενέστερα τεκμήρια, λ.χ. ληξιαρχικές πράξεις γάμου του Δήμου
Καβάλας (1916), φαίνεται ότι οι περισσότεροι γάμοι γίνονταν στο σπίτι του
γαμπρού ή στο κοινό σπίτι των δύο συζύγων, ενώ στην εκκλησία τελούνταν οι
15-20%.
[7] Από το Αρχείο
Τμήματος Δημοτικής Κατάστασης Δήμου Καβάλας, 1914-1973 (στα ΓΑΚ-Αρχεία Ν.
Καβάλας).
[8] Από το αρχείο της
Ιεράς Μητρόπολης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου.
[9] Από εκθέσεις του
Μητροπολίτη Ξάνθης, ΑΥΕ (Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών) 1876/78/1, Ξάνθη
22-10-1877.
[10] Τα στατιστικά
στοιχεία σε όλες τις περιπτώσεις είναι δικά μας.
[11] Κώδικας Προικοσυμφώνων 1896-1904, σ.
23-24.
[12] Κώδικας 1864-1889,
σ. 249-251.
[13] Φαίνεται από την
αντιπαραβολή των Κωδίκων Προικοσυμφώνων με τα Βιβλία Αδειών Γάμου.
[14] Κώδικας 1864-1889,
σ. 196.
[15] Μια συγχρονική και
διαχρονική (των ετών 1860-1913) εξέταση των προικοσυμφώνων της Καβάλας
(αντικείμενο ωστόσο άλλης εργασίας) παρέχει χρήσιμα συμπεράσματα για την
εξέλιξη του βιοτικού επιπέδου και του τρόπου ζωής, για τις κοινωνικές και
ταξικές διαφοροποιήσεις, τις αντιλήψεις κλπ.
[16] Κώδικας 1864-1889,
σ. 181 και 329 αντιστοίχως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου