"Γυναίκες
της Αθήνας" - "Γυναίκες της Ανατολής"
Η εγκατάσταση των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο πυροδότησε τα
ξενοφοβικά σύνδρομα των γηγενών για τους «πρόσφιγγες», τους «τουρκόσπορους», τους «γιαουρτοβαφτισμένους»,
«σκατοογλούδες», για τις «σμυρνιές» και «παστρικές». Δεν ήταν μόνο τα
οικονομικά και τα πολιτικά αίτια αλλά και το πολιτιστικό χάσμα που χώριζε τις
δύο πλευρές και εμπόδιζε τη μεταξύ τους επικοινωνία. Για τους γηγενείς, ήταν ο
διαφορετικός τρόπος ζωής και οι συνήθειες των προσφύγων, τα ήθη και έθιμά τους,
η χρήση της τουρκικής γλώσσας και τα «κακόηχα» επίθετά τους, τα περίεργα
ντυσίματά τους, η «εξωτική» κουζίνα τους, η ανατολίτικη μουσική, τα τραγούδια
και οι χοροί τους, η έντονη κοινωνικότητά τους, η θορυβώδης διασκέδαση, η ροπή
στα γλέντια και την «καλοπέραση»…
Η γυναίκα πρόσφυγας θεωρήθηκε απειλή για την ηθική τάξη της
κοινωνίας. Η στερεότυπη εικόνα εμφάνιζε την προσφυγοπούλα ως κοπέλα με χαλαρές
ηθικές αρχές, που επιστράτευε την ανατολίτικη θηλυκότητά της για να συνάψει
σχέσεις με γηγενείς νέους, να τους παρασύρει και να τους «τυλίξει», ώστε να
εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή, έξω από την αθλιότητα των προσφυγικών συνοικισμών.
Το έγραψε αργότερα κι ο Μυτιληνιός συγγραφέας Ασημάκης Πανσέληνος: «Όταν στα 1922 η κουτάλα της Ιστορίας
ξανάδειασε, σ’ ολάκερη την Ελλάδα, όλους πια τους Μικρασιάτες (και τις Σμυρνιές),
διάτορη ακούστηκε η φωνή “μας παίρνουν τους άντρες μας”, σα να είταν η χώρα καντίνα
που είχε υποχρέωση να φουρνίρει άντρες, μονάχα στις ντόπιες γυναίκες».