Ο πικρός Γενάρης του 1923
Όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσονταν σαν αντικείμενα
«Από της 1ης Μαΐου 1923 θέλει διενεργηθεί η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων,
ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών,
και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί
των ελληνικών εδαφών…» (άρθρο 1).
Η τελευταία πράξη του μικρασιατικού
δράματος γράφτηκε από τη διεθνή διπλωματία στη «Συνδιάσκεψη Ειρήνης» της Λωζάνης (20 Νοεμβρίου 1922 – 24 Ιουλίου
1923). Στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου της ελβετικής πόλης συνήλθαν οι
αντιπρόσωποι της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της
Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας, της Τουρκίας και παρατηρητές από
άλλες χώρες για να διευθετήσουν εκκρεμή ζητήματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και
της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αποτέλεσμα της πολύμηνης διεθνούς διάσκεψης ήταν
η τελική «Συνθήκη Ειρήνης» της 24ης Ιουλίου, με την οποία τερματιζόταν οριστικά η εμπόλεμη κατάσταση που είχε
συνταράξει την Ανατολή από το 1914 μέχρι το 1922.
Στο πλαίσιο της
διάσκεψης υπογράφηκαν και άλλες δεκαπέντε συμφωνίες, μία από τις οποίες ήταν η
«Σύμβαση περί ανταλλαγής των ελληνικών
και τουρκικών πληθυσμών». Η Σύμβαση βασίστηκε σε εισηγητική έκθεση του
Νορβηγού Fridtjof Nansen,
αντιπροσώπου της Κοινωνίας των Εθνών, και υπογράφηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923
από τους αντιπροσώπους των δύο ενδιαφερόμενων κρατών, τον Ελευθέριο Βενιζέλο
και τον Ισμέτ Ινονού. Στη συνέχεια, με ρητή διάταξη της «Συνθήκης Ειρήνης»,
κατέστη μέρος αυτής και έτσι απέκτησε ισχύ διεθνούς συνθήκης. Η Τουρκία την
επικύρωσε στις 23 Αυγούστου και η Ελλάδα στις 25 Αυγούστου 1923, οπότε και
τέθηκε σε ισχύ.