Όψεις του κοινοτικού
βίου στην Καβάλα του 19ου – αρχών 20ού αιώνα. Το Εκκλησιαστικό
Δικαστήριο: Λύσεις μνηστείας και διαζύγια*
Αριστ.: Ουμβέρτος Αργυρός (Καβάλα 1882 - Αθήνα 1963), "Κοντά στο παράθυρο", 1926 (Εθνική Πινακοθήκη) - Δεξιά: Από Πρακτικά συνεδριάσεως του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, 1878 |
Όπως έχουμε αναφέρει και
σε προηγούμενες ενότητες (ιδιαίτερα στην 3.5.5. “Η αυτοτέλεια της Κοινότητας”),
η ελληνική κοινότητα αποτελεί έναν αυτοτελή οργανισμό με δική του εσωτερική
ζωή. Αυτή η αυτοτέλεια της κοινότητας εκτείνεται σ’ όλες τις πτυχές του
κοινοτικού βίου των χριστιανών, ακόμη και στις υποθέσεις της προσωπικής τους
ζωής: Οι προσωπικές σχέσεις, οι οικονομικές υποθέσεις και οι πάσης φύσεως
διαφορές σ’ αυτά τα πεδία ρυθμίζονται μέσα στο πλαίσιο της κοινότητας και
σύμφωνα με τους όρους που αυτή καθορίζει.
Ειδικότερα, τα ζητήματα προσωπικών σχέσεων (αρραβώνες, γάμοι, προσωρινοί χωρισμοί, λύσεις μνηστείας, συμβιβασμοί, διαζύγια, υιοθεσίες, αθετήσεις υπόσχεσης γάμου κλπ.) υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Εκκλησίας. Αυτή ορίζει τους κανόνες που διέπουν τις προσωπικέςσχέσεις, εγγυάται τη νομιμότητα των διαδικασιών, διεκπεραιώνει και επικυρώνει τις πράξεις. Τις όποιες διαφορές στο πεδίο των προσωπικών σχέσεων εκδικάζουν τα εκκλησιαστικά (επισκοπικά, πνευματικά) δικαστήρια, τα οποία εφαρμόζουν το βυζαντινό - ρωμαϊκό δίκαιο.[1]
Ειδικότερα, τα ζητήματα προσωπικών σχέσεων (αρραβώνες, γάμοι, προσωρινοί χωρισμοί, λύσεις μνηστείας, συμβιβασμοί, διαζύγια, υιοθεσίες, αθετήσεις υπόσχεσης γάμου κλπ.) υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Εκκλησίας. Αυτή ορίζει τους κανόνες που διέπουν τις προσωπικέςσχέσεις, εγγυάται τη νομιμότητα των διαδικασιών, διεκπεραιώνει και επικυρώνει τις πράξεις. Τις όποιες διαφορές στο πεδίο των προσωπικών σχέσεων εκδικάζουν τα εκκλησιαστικά (επισκοπικά, πνευματικά) δικαστήρια, τα οποία εφαρμόζουν το βυζαντινό - ρωμαϊκό δίκαιο.[1]
Διαζύγιο, 1866 |
Σύμφωνα με τα
περιεχόμενα των Κωδίκων, στην Καβάλα μέχρι το 1876 οι σχετικές αποφάσεις
λαμβάνονται από μόνο το μητροπολίτη Ξάνθης. Από το 1878 συνεδριάζει το
Εκκλησιαστικό Δικαστήριο με πρόεδρο τον μητροπολίτη (ή τον αρχιερατικό του
επίτροπο στην Καβάλα) και συνέδρους τρεις κληρικούς. Μόνο σε τρεις συνεδριάσεις
του 1889 οι σύνεδροι είναι και λαϊκοί. Προς το τέλος της τουρκοκρατίας (για το
διάστημα 1889-1909 δεν έχουμε πληροφορίες) το δικαστήριο αυτό της Καβάλας
επονομάζεται Πνευματικό Δικαστήριο και
είναι αμιγώς εκκλησιαστικό.[2] Σημειωτέον ότι κατά το 19ο αιώνα
απαιτείται η φυσική παρουσία των αντιδίκων στο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο. Στα
τέλη όμως της τουρκοκρατίας εκπροσωπούνται συνήθως με
πληρεξούσιο δικηγόρο.[3]
Η Εκκλησία διασφάλιζε την αποδοχή των αποφάσεών της με την απειλή επιτιμίων, όπως του εξωεκκλησιασμού (απαγόρευση εισόδου στην εκκλησία) και, σπανιότερα, του αφορισμού. Βέβαια κατά κανόνα οι αποφάσεις της γίνονταν σεβαστές. Το τρομερό μέτρο του αφορισμού, που καθιστούσε τον παραβάτη απόβλητο της χριστιανικής κοινότητας, μόνο σε μία περίπτωση επιβλήθηκε στην Καβάλα.
Η Εκκλησία διασφάλιζε την αποδοχή των αποφάσεών της με την απειλή επιτιμίων, όπως του εξωεκκλησιασμού (απαγόρευση εισόδου στην εκκλησία) και, σπανιότερα, του αφορισμού. Βέβαια κατά κανόνα οι αποφάσεις της γίνονταν σεβαστές. Το τρομερό μέτρο του αφορισμού, που καθιστούσε τον παραβάτη απόβλητο της χριστιανικής κοινότητας, μόνο σε μία περίπτωση επιβλήθηκε στην Καβάλα.
Οι υποθέσεις που
απασχόλησαν το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο της Καβάλας ήταν στο σύνολό
τους
λύσεις
μνηστείας
και
διαζύγια.
Ο αρραβώνας
του
1861 (στον οποίο αναφερθήκαμε
εκτενώς)
δεν
ευτύχησε
να
καταλήξει
σε
γάμο.
Ο μητροπολίτης
βλέποντας
ότι
«τό κορίτζι δέν θέλει
κατ’
οὐδένα τρόπον
αὐτόν καί
εἶνε ἀδύνατον νά
τόν
δεχθῇ δι’
ἄνδρα της»
προχωρεί στη λύση της μνηστείας. Είναι αξιοσημείωτο ότι σ’ όλες τις (γνωστές)
περιπτώσεις η πρωτοβουλία για τη διάλυση του αρραβώνα είναι της κοπέλας ή των
γονιών της. Οι λόγοι που συνήθως προβάλλονται είναι η μεταμέλεια της κοπέλας, η
κακή συμπεριφορά του άνδρα και λόγοι υγείας. Π.χ. το 1862 η Μαλαμάτω Γ. ζητά τη
διάλυση του αρραβώνα της κόρης της Ελισάβετ με τον Νικόλαο Θ., γιατί, κατά
πληροφορίες των γειτόνων, αυτός «ἔχει
πάθος
ἀνίατον, ἤτοι ἔρχεται ἔξω φρενῶν καί
κτυπᾶται
κοιμώμενος
παραλαλών
καί ἐκ τῆς μέθης κάμνει
τά
χείριστα».
Το 1877 ο Γ. Τζ., πατέρας της Ελένης, ζητεί τη διάλυση του αρραβώνα της με το
Βασίλειο Π., «ἐπί
λόγῳ ὅτι οὗτος πάσχει
ἐξ αἱμορροΐδων». Όμως ο πραγματικός
λόγος ήταν άλλος και αποκαλύφθηκε με τις ανακρίσεις του μητροπολίτη: Η Ελένη,
αφού αρχικά ενέδωσε στις πιέσεις των γονιών της, τώρα «ἔτι μᾶλλον ἀπεχθάνεται τόν
μνηστῆρα
της...
καί οὐδέποτε συγκατατεθήσεται
νά
ὑπανδρευθῇ αὐτόν».[4]
Πολύ σοβαρότερες
ήταν βέβαια οι
υποθέσεις
των διαζυγίων. Δεν ήταν
απλή
υπόθεση
το
διαζύγιο
την
εποχή
που
ιστορούμε.
Οι
εκκλησιαστικές
αρχές
εξαντλούσαν
κάθε
περιθώριο
συμβιβασμού
και
προσδοκώντας
την
αποκατάσταση
των
συζυγικών
σχέσεων,
εφάρμοζαν
την
τακτική
του
“τοπικού
(προσωρινού)
χωρισμού”.
Ακόμη
και σε ακραίες περιπτώσεις, όπως
λ.χ.
της
Ελένης
Σ.,
που
«δέν δύναται
συζῆσαι
μετά
τοῦ ἀνδρός της
Σωτηρίου...
ἕνεκα τῶν ἀταξιῶν του, προσφέρων
αὐτήν εἰς ἀτιμίαν μετά
ἀλλοθρήσκων πρός τό δρᾶξαι χρήματα»
(1862)! Στην περίπτωση αυτή ο μητροπολίτης αποφάσισε “τοπικό χωρισμό” τριών
μηνών. Το 1864, μετά από δύο “τοπικούς χωρισμούς”, η Ελένη και ο Σωτήριος
επαναφέρουν, συναινετικά πλέον, το αίτημα του διαζυγίου: «... ἐπειδή οὐδέτερος ἐξ ἡμῶν ἀμφοτέρων ἦλθεν εἰς συναίσθησιν
τῶν συζυγικῶν καθηκόντων
αὐτῶν καί ἐπειδή
θεωροῦμεν
ἀδύνατον τήν μεταξύ
ἡμῶν ἐν ἀμοιβαίᾳ ἀγάπῃ συμβίωσιν,
σᾶς παρακαλοῦμεν
ἀμφότεροι ὁμοφώνως καί μετ’
ἀμοιβαίας εὐχαριστήσεως νά ἐκδώσητε
τό πρός ἡμᾶς διαζύγιον».
Σ’ άλλες
περιπτώσεις χρειάστηκαν ακόμη
περισσότερες προσπάθειες. Π.χ. ο Δημήτριος Π. και η Κυριάκα Α. υποχρεώνονται να
παρουσιαστούν τέσσερις φορές ενώπιον του δικαστηρίου, συνοδεία μαρτύρων, και να
δηλώσουν ότι «ἡ Κυριάκα
δέν εἶναι φυσικῶς ἐπιδεκτική ἀνδρός», ώστε να εκδοθεί το «ἐκκλησιαστικόν τῆς διαζεύξεως
γράμμα»
(1866), με το οποίο κηρύσσονται οι δύο σύζυγοι, κατά τη συνήθη έκφραση, «ξένοι
καί ἀπαλλοτριούμενοι
τοῦ γαμικοῦ δεσμοῦ καί ἀνδρογύνου συναφείας».[5]
Απ’ την πλευρά του άντρα ως λόγος διαζυγίου προβάλλεται σχεδόν πάντα η μοιχεία. Αναφέρουμε μία μόνο σχετική περίπτωση, αρκετά αποκαλυπτική και αυτή για τα ήθη ενός άλλου κόσμου, που σκανδαλίζει, προκαλεί και διασαλεύει την ηθική τάξη. Το 1878 ο Ηλίας Χ. διεκτραγωδεί ενώπιον των δικαστών τη θλιβερή ιστορία του: Παντρεύτηκε προ τριών ετών (1875) την Αικατερίνη Χ., υπηρέτρια του εμπόρου Αθανασίου Γ., ενώ αυτή ήταν έγγυος από τον κύριό της. Την επομένη κιόλας του γάμου η Αικατερίνη τον εγκατέλειψε για να επανέλθει στο αφεντικό της, με το οποίο έκτοτε συζούσε (1875-1878), έχοντας αποκτήσει εν τω μεταξύ και παιδιά. Οι επανειλημμένες προσπάθειες του Ηλία να την επαναφέρει στη νομιμότητα απέβησαν άκαρπες, γι’ αυτό και ζητά διαζύγιο. Είχαν ήδη προηγηθεί τρεις «τοπικοί χωρισμοί», επί των ημερών του προηγούμενου αρχιερέα. Η Αικατερίνη ανακρινόμενη δεν αρνήθηκε τίποτε από τα παραπάνω, τόνισε ότι «ᾐσθάνετο κλίσιν» προς τον Αθανάσιο Γ., που της εξασφάλιζε μια άνετη ζωή, και ισχυρίστηκε ότι ο μεν κύριός της την πάντρεψε με τον Ηλία για να «ἀπαλλαγῇ τῆς ἐπιβαρυνούσης αὐτόν ἠθικῆς κατακρίσεως τῆς κοινωνίας», ο δε Ηλίας τη δέχθηκε ως σύζυγό του μόνο χάρη στις 40 λίρες που του πρόσφερε ο Αθανάσιος.
Ο μητροπολίτης, αν και έβλεπε το μάταιο της προσπάθειας, επιχείρησε να μεταπείσει τη γυναίκα «καταδείξας τήν ἄβυσον τῆς ἀνομίας εἰς ἥν κατεβυθίζετο και το μέγεθος τοῦ ἐγκλήματος ὅπερ διέπραττε». Επειδή όμως αυτή ήταν ανένδοτη, το δικαστήριο υπολογίζοντας «τό κοινωνικόν σκάνδαλον ὅπερ παρεῖχε τῇ κοινωνίᾳ ἡ διαγωγή τῆς γυναικός» και θέλοντας να προλάβει «τήν παράπτωσιν τοῦ ἀνδρός εἰς ἁμαρτίαν... ἐνδεχομένην διά τήν νεάζουσαν καί σφριγῶσαν αὐτοῦ ἡλικίαν... ἐνέκρινε τήν διάζευξιν τοῦ ἀνδρογύνου τούτου...». Η Αικατερίνη τιμωρείται από το δικαστήριο με την απώλεια της προίκας της και από τον μητροπολίτη με την ποινή του «ἐξωκκλησιασμοῦ, μέχρι συναισθήσεως τοῦ διαπραχθέντος ἐγκλήματος».
Απ’ την πλευρά του άντρα ως λόγος διαζυγίου προβάλλεται σχεδόν πάντα η μοιχεία. Αναφέρουμε μία μόνο σχετική περίπτωση, αρκετά αποκαλυπτική και αυτή για τα ήθη ενός άλλου κόσμου, που σκανδαλίζει, προκαλεί και διασαλεύει την ηθική τάξη. Το 1878 ο Ηλίας Χ. διεκτραγωδεί ενώπιον των δικαστών τη θλιβερή ιστορία του: Παντρεύτηκε προ τριών ετών (1875) την Αικατερίνη Χ., υπηρέτρια του εμπόρου Αθανασίου Γ., ενώ αυτή ήταν έγγυος από τον κύριό της. Την επομένη κιόλας του γάμου η Αικατερίνη τον εγκατέλειψε για να επανέλθει στο αφεντικό της, με το οποίο έκτοτε συζούσε (1875-1878), έχοντας αποκτήσει εν τω μεταξύ και παιδιά. Οι επανειλημμένες προσπάθειες του Ηλία να την επαναφέρει στη νομιμότητα απέβησαν άκαρπες, γι’ αυτό και ζητά διαζύγιο. Είχαν ήδη προηγηθεί τρεις «τοπικοί χωρισμοί», επί των ημερών του προηγούμενου αρχιερέα. Η Αικατερίνη ανακρινόμενη δεν αρνήθηκε τίποτε από τα παραπάνω, τόνισε ότι «ᾐσθάνετο κλίσιν» προς τον Αθανάσιο Γ., που της εξασφάλιζε μια άνετη ζωή, και ισχυρίστηκε ότι ο μεν κύριός της την πάντρεψε με τον Ηλία για να «ἀπαλλαγῇ τῆς ἐπιβαρυνούσης αὐτόν ἠθικῆς κατακρίσεως τῆς κοινωνίας», ο δε Ηλίας τη δέχθηκε ως σύζυγό του μόνο χάρη στις 40 λίρες που του πρόσφερε ο Αθανάσιος.
Ο μητροπολίτης, αν και έβλεπε το μάταιο της προσπάθειας, επιχείρησε να μεταπείσει τη γυναίκα «καταδείξας τήν ἄβυσον τῆς ἀνομίας εἰς ἥν κατεβυθίζετο και το μέγεθος τοῦ ἐγκλήματος ὅπερ διέπραττε». Επειδή όμως αυτή ήταν ανένδοτη, το δικαστήριο υπολογίζοντας «τό κοινωνικόν σκάνδαλον ὅπερ παρεῖχε τῇ κοινωνίᾳ ἡ διαγωγή τῆς γυναικός» και θέλοντας να προλάβει «τήν παράπτωσιν τοῦ ἀνδρός εἰς ἁμαρτίαν... ἐνδεχομένην διά τήν νεάζουσαν καί σφριγῶσαν αὐτοῦ ἡλικίαν... ἐνέκρινε τήν διάζευξιν τοῦ ἀνδρογύνου τούτου...». Η Αικατερίνη τιμωρείται από το δικαστήριο με την απώλεια της προίκας της και από τον μητροπολίτη με την ποινή του «ἐξωκκλησιασμοῦ, μέχρι συναισθήσεως τοῦ διαπραχθέντος ἐγκλήματος».
Δε γνωρίζουμε αν ήταν
αποτέλεσμα της κοινωνικής κατακραυγής ή πραγματικής αγάπης που άντεξε στο χρόνο
και τις δοκιμασίες, πάντως μετά από πολλά χρόνια, το 1889, σε πρακτικό του
Κώδικα συναντούμε την Αικατερίνη, χήρα πια του πρώην εραστή της με πέντε
παιδιά.[6]
Τα παραπάνω
είναι ενδεικτικά του τρόπου με τον οποίο η Εκκλησία αντιμετώπιζε τέτοια θέματα.
Πάγια παράδοσή της ήταν η τακτική του συμβιβασμού. Εξ ου και οι συνεχείς “τοπικοί
χωρισμοί”, ακόμη και σε περιπτώσεις συναινετικού αιτήματος ή και σε υποθέσεις
σκανδαλώδεις, όπως αυτές που προαναφέραμε. Την ατελέσφορη, όπως φαίνεται,
επιμονή της Εκκλησίας στους τοπικούς χωρισμούς μάλλον δεν μπορούσε να
κατανοήσει η κοινή γνώμη. Ο Πραβινός σατιρικός ποιητής Αντρίκος Βέττας,
καπνεργάτης στην Καβάλα, τη διακωμωδεί. Αφού εξιστορεί με τους στίχους του μία
περίπτωση «καραμπινάτης» μοιχείας, μάλλον πραγματική, καταλήγει:
«Ἔφθασε κι’ ἀναφορά,
προσκαλοῦνε τήν κυρά,
ὁ Δεσπότης την ξετάζει
«Ἔφθασε κι’ ἀναφορά,
προσκαλοῦνε τήν κυρά,
ὁ Δεσπότης την ξετάζει
καί ὁ ἄντρας
της στενάζει…
Ἄνδρα ἤθελα καί ’γώ,
νά ποῦ ’πέτυχα ἐδῶ,
πῆρα γέρον στό πλευρό μου,
δῶσε τό χωριστικό μου.
Κι’ ὁ δεσπότης ἐκπλαγείς
δίδει τόπον τῆς ὀργῆς,
ἑπτά χρόνια ὁρισμός,
τοπικός σας χωρισμός!!».[7]
Ἄνδρα ἤθελα καί ’γώ,
νά ποῦ ’πέτυχα ἐδῶ,
πῆρα γέρον στό πλευρό μου,
δῶσε τό χωριστικό μου.
Κι’ ὁ δεσπότης ἐκπλαγείς
δίδει τόπον τῆς ὀργῆς,
ἑπτά χρόνια ὁρισμός,
τοπικός σας χωρισμός!!».[7]
Πολύ ευκολότερα
αποφάσιζε το εκκλησιαστικό δικαστήριο να λύσει μια μνηστεία. Δεν έχουμε βρει
περίπτωση άρνησης, ακόμη κι όταν εναντιωνόταν η μία πλευρά. Κι όμως, σύμφωνα με
το επίσημο δίκαιο της Εκκλησίας, για τη λύση της ιερολογημένης μνηστείας ίσχυαν
οι ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις που ίσχυαν και για τη λύση του γάμου.[8] Η
διαφορετική, πιο “χαλαρή” και πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση υποθέτουμε πως
οφείλεται στο εξής: Ως προς τη μνηστεία είχε επικρατήσει σε πολλά μέρη ένα
άγραφο λαϊκό - εθιμικό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο ο αρραβώνας ήταν μια απλή
συμφωνία, που λυνόταν είτε συναινετικά είτε με την αποχώρηση της μιας πλευράς.
Βλέπουμε λ.χ. το 1864 τον Νικόλαο Αγγέλου και την Ελισάβετ Μαλαμάτου να
δηλώνουν ενώπιον του ιερέα και των προκρίτων ότι «διέλυσαν εὐχαρίστως... τόν
πρό
τεσσάρων
ἐτών ἀρρεβῶνα των,
λαβόντες
ἀμφότεροι τά
ὅσα ἔδοσαν».[9]
Δε γνωρίζουμε τι ίσχυε παραδοσιακά στην Καβάλα. Το βέβαιο είναι ότι οι έποικοι από διαφορετικές περιοχές μετέφεραν στη νέα πατρίδα τους τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους, με αποτέλεσμα να συνυπάρχουν στην αρχή διαφορετικά ήθη και πρακτικές. Παρατηρούμε λ.χ. άλλες μνηστείες να ιερολογούνται από την Εκκλησία, σε άλλες να παρίσταται απλώς ο ιερέας ως μάρτυς και άλλες να συνάπτονται ερήμην του. Αλλού να υπάρχει προξενητής, αλλού όχι. Βλέπουμε επίσης ότι τα προικοσύμφωνα έχουν, μέχρι περίπου το 1880, ποικίλες μορφές, μολονότι συντάσσονται από τα ίδια πρόσωπα. Ακόμη σ’ άλλες περιπτώσεις η μνηστεία δεν παρατείνεται πέραν του ενός έτους, όπως συνιστούσε η Εκκλησία, σ’ άλλες όμως το ξεπερνά κατά πολύ, όπως στο παραπάνω παράδειγμα, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πάντα και την αυτοδίκαιη λύση της, όπως όριζε η Εκκλησία για τις μνηστείες που συμπλήρωναν διετία.
Αυτή η συνύπαρξη εκκλησιαστικού και εθιμικού δικαίου (ή δικαίων) στα θέματα της μνηστείας επηρέαζε και την πρακτική του εδώ εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Έτσι, ακόμη κι αν ο αρραβώνας γινόταν διά ιερολογίας, αρκούσαν διαπιστώσεις: «ἡ ἀρχική τῶν μεμνηστευμένων ψυχρότης βαθμηδόν ηὔξησεν» ή παρόμοιες και δηλώσεις όπως «πάντοτε ἀπέχθειαν ᾐσθάνετο διά τόν μνηστῆρα της» κ.ά., για να λυθεί η μνηστεία.
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε κάτι σχετικό με το θέμα της ενότητας: Από τις σωζόμενες πράξεις του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου της Καβάλας διαπιστώνουμε ότι μετά τα μέσα του 19ου αιώνα η κοινωνία της πόλης αρχίζει να αντιμετωπίζει τα ζητήματα «τιμής» ή «ηθικής τάξης» με αρκετά μεγάλη ανεκτικότητα, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις και με κάποια αδιαφορία (λ.χ. πολλοί αρνούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες σε υποθέσεις ηθικών παρεκτροπών).
Ενδεικτικό των αντιλήψεων είναι ότι οι κοπέλες που αποφάσισαν να διαλύσουν μια μνηστεία τους, συνάπτουν αργότερα νέον αρραβώνα. Αυτό δείχνει ότι μια τέτοια ενέργεια δεν αποτελούσε γι’ αυτές αιτία κοινωνικής κατακραυγής. Ακόμη και στη νέα που δεν ήταν αγνή (αλλά “ἐφθαρμένη καί ἀπάρθενος”) αναγνωρίζεται συνήθως το δικαίωμα της συγγνώμης. Πολύ δυσκολότερα όμως στην περίπτωση της μοιχείας, η οποία, αν και δεν θεωρούνταν αυτομάτως αιτία διαζυγίου, αποτελούσε για τη γυναίκα στίγμα σχεδόν ανεξίτηλο. Βαρείς απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί (των εκκλησιαστικών αρχών) συνοδεύουν τη μοιχαλίδα και την πράξη της: «ἀνήθικος καί ἀσελγής», «ἐμίανε τήν κοίτην της», «εὑρίσκεται ἐν τῇ ὁδῷ της διαφθορᾶς, ἐξακολουθητικῶς μοιχευομένη» κ.ά. Σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται πως η αιτία του σκανδάλου δε χωρούσε πια στην Καβάλα. Εκτός κι αν μπορούσε να αποκατασταθεί κατά κάποιον τρόπο η ηθική τάξη (αν λ.χ. μετά το διαζύγιο η γυναίκα παντρευόταν τον εραστή της). Πάντως εγκλήματα τιμής δε μαρτυρούνται στην Καβάλα, αν και οι αιτίες δεν έλειπαν.[10]
Δε γνωρίζουμε τι ίσχυε παραδοσιακά στην Καβάλα. Το βέβαιο είναι ότι οι έποικοι από διαφορετικές περιοχές μετέφεραν στη νέα πατρίδα τους τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους, με αποτέλεσμα να συνυπάρχουν στην αρχή διαφορετικά ήθη και πρακτικές. Παρατηρούμε λ.χ. άλλες μνηστείες να ιερολογούνται από την Εκκλησία, σε άλλες να παρίσταται απλώς ο ιερέας ως μάρτυς και άλλες να συνάπτονται ερήμην του. Αλλού να υπάρχει προξενητής, αλλού όχι. Βλέπουμε επίσης ότι τα προικοσύμφωνα έχουν, μέχρι περίπου το 1880, ποικίλες μορφές, μολονότι συντάσσονται από τα ίδια πρόσωπα. Ακόμη σ’ άλλες περιπτώσεις η μνηστεία δεν παρατείνεται πέραν του ενός έτους, όπως συνιστούσε η Εκκλησία, σ’ άλλες όμως το ξεπερνά κατά πολύ, όπως στο παραπάνω παράδειγμα, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πάντα και την αυτοδίκαιη λύση της, όπως όριζε η Εκκλησία για τις μνηστείες που συμπλήρωναν διετία.
Αυτή η συνύπαρξη εκκλησιαστικού και εθιμικού δικαίου (ή δικαίων) στα θέματα της μνηστείας επηρέαζε και την πρακτική του εδώ εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Έτσι, ακόμη κι αν ο αρραβώνας γινόταν διά ιερολογίας, αρκούσαν διαπιστώσεις: «ἡ ἀρχική τῶν μεμνηστευμένων ψυχρότης βαθμηδόν ηὔξησεν» ή παρόμοιες και δηλώσεις όπως «πάντοτε ἀπέχθειαν ᾐσθάνετο διά τόν μνηστῆρα της» κ.ά., για να λυθεί η μνηστεία.
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε κάτι σχετικό με το θέμα της ενότητας: Από τις σωζόμενες πράξεις του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου της Καβάλας διαπιστώνουμε ότι μετά τα μέσα του 19ου αιώνα η κοινωνία της πόλης αρχίζει να αντιμετωπίζει τα ζητήματα «τιμής» ή «ηθικής τάξης» με αρκετά μεγάλη ανεκτικότητα, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις και με κάποια αδιαφορία (λ.χ. πολλοί αρνούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες σε υποθέσεις ηθικών παρεκτροπών).
Ενδεικτικό των αντιλήψεων είναι ότι οι κοπέλες που αποφάσισαν να διαλύσουν μια μνηστεία τους, συνάπτουν αργότερα νέον αρραβώνα. Αυτό δείχνει ότι μια τέτοια ενέργεια δεν αποτελούσε γι’ αυτές αιτία κοινωνικής κατακραυγής. Ακόμη και στη νέα που δεν ήταν αγνή (αλλά “ἐφθαρμένη καί ἀπάρθενος”) αναγνωρίζεται συνήθως το δικαίωμα της συγγνώμης. Πολύ δυσκολότερα όμως στην περίπτωση της μοιχείας, η οποία, αν και δεν θεωρούνταν αυτομάτως αιτία διαζυγίου, αποτελούσε για τη γυναίκα στίγμα σχεδόν ανεξίτηλο. Βαρείς απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί (των εκκλησιαστικών αρχών) συνοδεύουν τη μοιχαλίδα και την πράξη της: «ἀνήθικος καί ἀσελγής», «ἐμίανε τήν κοίτην της», «εὑρίσκεται ἐν τῇ ὁδῷ της διαφθορᾶς, ἐξακολουθητικῶς μοιχευομένη» κ.ά. Σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται πως η αιτία του σκανδάλου δε χωρούσε πια στην Καβάλα. Εκτός κι αν μπορούσε να αποκατασταθεί κατά κάποιον τρόπο η ηθική τάξη (αν λ.χ. μετά το διαζύγιο η γυναίκα παντρευόταν τον εραστή της). Πάντως εγκλήματα τιμής δε μαρτυρούνται στην Καβάλα, αν και οι αιτίες δεν έλειπαν.[10]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Το κείμενο αυτό είναι
τμήμα της εργασίας μας «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι.- 1912).
Η παλιά πόλη - συνοικία της Παναγίας» στο Η παλιά πόλη της Καβάλας (7ος π.χ. –
20ος αι. ) Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της ιστορίας, έκδ.
Εξωραϊστικού Πολιτιστικού Συλλόγου
Παναγίας “Το Κάστρο”, Καβάλα 2005, τ. 1,
σ. 51-231 (κεφ. 3.6.2., σελ. 209-212). Σε σχέση με εκείνο το κείμενο, το παρόν
έχει ελάχιστες διαφορές (λ.χ. προστέθηκαν οι δύο πρώτες παράγραφοι).
Η ενότητα 3.6. “Όψεις
του κοινοτικού βίου στην Παναγία” περιλαμβάνει το κεφάλαιο 3.6.1. “Οι
αρραβώνες, οι γάμοι και τα προικοσύμφωνα”, το παρόν κεφ. 3.6.2. “Το Εκκλησιατικό
Δικαστήριο: Λύσεις μνηστείας και διαζύγια” και τα κεφ. 3.6.3. “Τα γηρατειά, ο
θάνατος και η διαθήκη” και 3.6.4. “Οι υιοθεσίες και η πρόνοια για τα άπορα και
τα ορφανά”. Στην ενότητα υπάρχει η ακόλουθη διευκρινιστική υποσημείωση:
«Αντικείμενο της
ενότητας δεν είναι όλες οι πτυχές της κοινωνικής ζωής, αλλά μόνο εκείνες που
αναπτύσσονται στο πλαίσιο του κοινοτικού βίου. Όσες δηλ. υπάγονται στη
δικαιοδοσία των αρχών της κοινότητας και ρυθμίζονται με αποφάσεις ή παρεμβάσεις
των κοινοτικών οργάνων (μέρος του κοινοτικού βίου αποτελούν βέβαια και η
θρησκευτική ζωή, η εκπαιδευτική – πολιτιστική δραστηριότητα και οι πολιτικές
διεργασίες, περί των οποίων έγινε λόγος στις τρεις προηγούμενες ενότητες του
κεφαλαίου). Η ενότητα αυτή δεν έχει αξιώσεις πληρότητας. Οι διαθέσιμες πηγές
της εποχής δεν παρέχουν επαρκείς μαρτυρίες για όλες τις πτυχές του κοινοτικού
βίου (π.χ. δεν έχουμε καμία πληροφορία για τις βαπτίσεις) ούτε καλύπτουν
ομοιόμορφα την περίοδο 1864-1912».
Προσθέτουμε εδώ ότι το
βιβλίο ή τα βιβλία Πρακτικών του Εκκλησιαστικού – Πνευματικού Δικαστηρίου έχουν
χαθεί (η ύπαρξή τουλάχιστον ενός αναφέρεται σε πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής
του αρχείου της Μητρόπολης). Έτσι οι γνώσεις μας για τα θέματα του παρόντος
άρθρου (ακριβέστερα: για τις εκδικασθείσες υποθέσεις) περιορίζονται στο 19ο
αιώνα.
[1] Για τα ισχύοντα,
βάσει του θρησκευτικού δικαίου, σε θέματα προσωπικών σχέσεων (γάμους,
αρραβώνες, λύσεις μνηστείας, διαζύγια κ.ά.), Λάμπρου, «Λύση
μνηστείας. Υπομνηματισμός
σε απόφαση του έτους 1895 του Επισκοπικού Δικαστηρίου Ξάνθης»,
Θρακικά Χρονικά, 32 (1975-76), 71-76,
όπου βιβλιογραφία και παραπομπές σε
κώδικες του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, του επισήμου δικαίου της Εκκλησίας. Στους
κώδικες
της
κοινότητας
Καβάλας
αναφέρεται
συχνά
η Εξάβιβλος
του
Κ.
Αρμενόπουλου.
[2] Κώδιξ της εν Καβάλλα Ορθοδόξου
Ελληνικής Κοινότητος 1864-1889, σελ. 182-183, 221-222, 359 (στα Γενικά Αρχεία
του Κράτους – Αρχεία Ν. Καβάλας). Στις 436 σελίδες του κώδικα καταχωρίστηκαν
πρακτικά γενικών συνελεύσεων της κοινότητας, συνεδριάσεων των προκρίτων, της
Δημογεροντίας, του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, της Εφορείας των Σχολείων, των
επιτροπών των εκκλησιών, ποικίλες ιδιωτικές πράξεις (πωλητήρια, συμφωνητικά,
προικοσύμφωνα, διαθήκες, υιοθεσίες κλπ.), αιτήσεις και αναφορές αρχών και ιδιωτών,
αποφάσεις του μητροπολίτη και αρχιερατικές εγκύκλιοι κλπ. Επίσης, Κώδιξ Διαθηκών Ελληνικής
Ορθοδόξου Κοινότητος Καβάλλας 1896-1913, σ. 78 (στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία
Ν. Καβάλας).
[3] Βιβλίον Πληρεξουσίων Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Καβάλλας, 1910-1911 (στα Γενικά
Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Ν. Καβάλας).
[4] Κώδικας
1864-1889, σ. 11, 12 και 188 αντιστοίχως.
[5] Ό.π., σ. 12-13 και
37 αντιστοίχως.
[6] Ό.π., σ. 197-198 και
364 αντιστοίχως.
[7] Βέττα, 'Σένα τά λέγω πεθερά γιά νά τ’ ακούῃ ἡ νύφη,
Κωνσταντινούπολη 1899, σ. 46-47.
[8] Ε. Λάμπρου,
«Λύση
μνηστείας»,
σ.
72.
[9] Κώδικας 1864-1889,
σ. 24.
[10] Ερωτικές σχέσεις
Ελληνίδων με Τούρκους δεν μαρτυρούνται στις αρχειακές πηγές της Καβάλας.
Υποθέτουμε ότι τέτοιες σχέσεις δύσκολα μπορούσαν να γίνουν ανεκτές. Στις αρχές
του 20ού αιώνα οι Έλληνες του Πραβίου διαπόμπευσαν πάνω σε γάιδαρο μία
μοιχαλίδα, ερωμένη Τούρκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου