Κατόπιν εξαπλώσεως εξανθηματικού τύφου εν
Καβάλλα… (12 Φεβρουαρίου 1919)
Στις 12
Φεβρουαρίου 1918 πρωτοκολλήθηκε στο Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού Ελευθερίου
Βενιζέλου το εικονιζόμενο σχέδιο τηλεγραφήματος. Συντάκτης και αποστολέας ήταν
ο Εμμανουήλ Μπενάκης, πρόεδρος της Επιτροπής Περιθάλψεως Θυμάτων Ανατολικής
Μακεδονίας, και παραλήπτης ο Αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος στο Στρατηγείο της
Θεσσαλονίκης:
“Κατόπιν
εξαπλώσεως εξανθηματικού τύφου εν Καβάλλα μεταξύ παλιννοστούντων ομήρων,
καταφεύγομεν προς ημάς με την θερμήν παράκλησιν όπως ευαρεστούμενος διά του υφ’
ημάς Στρατού ενισχύσητε έργον πολιτικών αρχών και ημετέρας Επιτροπής. Ούτω
πληροφορούμενοι έλλειψιν ιατρών παρακαλούμεν διαθέσητε στρατιωτικούς ιατρούς
μετά νοσοκόμων προς εξέτασιν και απομόνωσιν προσβεβλημένων εκ τύφου ομήρων και
απολύμανσιν των εν τω αυτώ οικήματι στεγαζομένων υγιών”.
Ο Μπενάκης
επισημαίνει ότι για την απομόνωση των ασθενών απαιτείται η χρησιμοποίηση αρκετών
καπναποθηκών και μεγάλων οικημάτων, εκ των οποίων μερικά κατέχονται από το
Στρατό, και κλείνει με τα εξής: “Ποιούμεθα έκκλησιν προς Στρατόν διότι άνευ
αμέσου επεμβάσεως παλιννοστούντες όμηροι κινδυνεύουσι, παρά εντεύθεν
προσπαθείας, αποθάνωσιν επί του ελληνικού πλέον εδάφους”.
Το τέλος
της βουλγαρικής Κατοχής 1916-1918 και η απελευθέρωση της Ανατ. Μακεδονίας, το
φθινόπωρο του 1918, βρήκε την πόλη της Καβάλας και όλη την περιοχή με
αποδεκατισμένο πληθυσμό, σε κατάσταση καταστροφής και εξαθλίωσης και με ορατό
το ενδεχόμενο μιας νέας λιμοκτονίας. Και επειδή οι συμφορές πάνε όλες μαζί, στις
αρχές του 1919 η Καβάλα επλήγη από επιδημία εξανθηματικού τύφου, η οποία σύντομα
εξαπλώθηκε και στις περιοχές της Δράμας και των Σερρών.
Η ασθένεια
μεταδόθηκε με τους “ομήρους” που επαναπατρίζονταν και έφταναν ακτοπλοϊκώς από
τη Βάρνα της Βουλγαρίας (εκεί βρισκόταν σε έξαρση). Στις 25 και 26 Ιανουαρίου 1919
αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Καβάλας 2.150 εξαθλιωμένοι όμηροι προερχόμενοι από
τα στρατόπεδα εργασίας της Βουλγαρίας. Μετά την αποβίβασή τους οι περισσότεροι εγκλείστηκαν
σε οκτώ μεγάλες καπναποθήκες, όπου ίσχυαν πολύ χαλαροί όροι καραντίνας και
τυπικές ιατρικές επιθεωρήσεις, εξ αιτίας και της έλλειψης του αναγκαίου ιατρικού
και του λοιπού υγειονομικού προσωπικού. Τα πρώτα οκτώ διαγνωσμένα ή ύποπτα
κρούσματα δεν απομονώθηκαν εγκαίρως, με αποτέλεσμα μέσα σε πέντε ημέρες να
σημειωθεί εκρηκτική αύξηση, με 252 καταγραφές ασθενών. Επιπλέον μερικοί αδιάγνωστοι
ασθενείς προωθήθηκαν στα χωριά τους και η νόσος άρχισε να εξαπλώνεται και σε άλλες
περιοχές.
Με το περιορισμένο
προσωπικό του στρατιωτικού νοσοκομείου της πόλης και τους ελάχιστους ιδιώτες
ιατρούς η κατάσταση δεν μπορούσε να ελεγχθεί. Έτσι θεωρήθηκε αναγκαίο να
ζητηθεί η βοήθεια του Στρατού. Το τμήμα ήρθε λίγες ημέρες μετά το
τηλεγράφημα και ανέλαβε τον έλεγχο στις 25 Φεβρουαρίου. Στις 4 Μαρτίου έφτασε
στην Καβάλα και η ιατρική μονάδα του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού.
Με τη λήψη
των απαραίτητων μέτρων υγιεινής από το Υγειονομικό του Ελληνικού Στρατού και
τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό (εμβολιασμούς, καταπολέμηση της ψείρας,
αποπαρασίτωση των κατοίκων σε εβδομαδιαία βάση, απομόνωση των ασθενών για 14-21
μέρες κ.ά.) η νόσος αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά. Συνολικά προσεβλήθησαν
1.318 άνθρωποι (647 στην Καβάλα, 222 στη Δράμα, 310 στις Σέρρες, 139 στο Σιδηρόκαστρο),
από τους οποίους πέθαναν οι 168 (86 στην Καβάλα, 28 στη Δράμα, 42 στις Σέρρες,
12 στο Σιδηρόκαστρο).
Για την
αντιμετώπιση του εξανθηματικού τύφου (και άλλων ασθενειών) κάποια μεγάλα οικήματα
και κυρίως κάποιες καπναποθήκες είχαν μετατραπεί σε νοσοκομεία. Το μεγαλύτερο “νοσοκομείο”
ήταν η καπναποθήκη Mayer (στο Φάληρο), που διέθετε τη μεγαλύτερη πτέρυγα τύφου
και είχε τη δυνατότητα να περιθάλψει 400 ασθενείς. Το στρατιωτικό νοσοκομείο της
Καβάλας είχε καταλύματα για 40 ασθενείς, το “νοσοκομείο” (οικία) Κολοκύθα για
25 ασθενείς κ.ά. Στο έργο βοήθησε βέβαια και το τοπικό νοσοκομείο 100 κλινών,
το οποίο ήταν λεηλατημένο, αλλά τότε εξοπλίστηκε πλήρως από τον Αμερικανικό
Ερυθρό Σταυρό (εξ ου και η ονομασία «οδός Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού»). Τα
τουρκικά χαμάμ της πόλης χρησιμοποιήθηκαν επίσης για την απολύμανση των
ενδυμάτων.
Παράλληλα δημιουργήθηκε
και το στρατόπεδο καραντίνας στην Καλαμίτσα. Λόγω της απόστασής της από την
πόλη και της έλλειψης οδικής πρόσβασης η Καλαμίτσα θεωρήθηκε ιδανικό σημείο για
την απομόνωση των διερχόμενων με τύφο. Εκεί στήθηκαν σκηνές των 4-5 ατόμων για
τους πάσχοντες από τύφο και άλλες μεγάλες σκηνές των 60 ατόμων για ασθενείς με
άλλα νοσήματα. Επίσης δημιουργήθηκαν εγκαταστάσεις με ντουζιέρες για την
αντιμετώπιση των φθειρών και κατασκευάστηκε ένα επιμελώς καθαρό μαγειρείο. Ο
καταυλισμός τελούσε υπό διακριτική αστυνόμευση, ώστε να μη συντρέχει φόβος
διασποράς της νόσου στην Καβάλα.
Στον αγώνα
για την καταπολέμηση του τύφου επιστρατεύτηκαν και οι γάτες! Επειδή γάτες δεν
υπήρχαν τότε στην Καβάλα (γάτες, σκυλιά, χελώνες κ.ά. είχαν φαγωθεί από τους κατοίκους
κατά την πολύμηνη περίοδο της λιμοκτονίας), κρίθηκε αναγκαίο να μεταφερθούν με
ιστιοφόρα από τα νησιά του Αιγαίου. Οι γάτες της πρώτης αποστολής εξοντώθηκαν
από τα χιλιάδες ποντίκια, έτσι ακολούθησε και δεύτερη αποστολή!
Στις αρχές
Απριλίου η νόσος είχε ελεγχθεί αποτελεσματικά, γι’ αυτό και η αποστολή του
Αμερικανικού Σταυρού ανέλαβε δράση στη Δράμα. Από τις 12 Απριλίου και μετά δεν
είχε καταγραφεί κανένα νέο κρούσμα της ασθένειας στην Καβάλα. Με βάση τα
αριθμητικά στοιχεία (1.318 ασθενείς, 168 θάνατοι, ποσοστό θνησιμότητας 12,74%) η
επιδημία θεωρείται σχετικά ήπια. Αυτό πιθανόν οφείλεται στο ότι ο πληθυσμός της
περιοχής είχε αναπτύξει σχετική ανοσία από την προηγούμενη έξαρση της αρρώστιας
το 1917.
Το έγγραφο
– τηλεγράφημα προέρχεται από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους ("Αρχείο Πολιτικού
Γραφείου Πρωθυπουργού, 1917-1924"), ενώ η φωτογραφία με τους «καταπολεμήσαντες
τον εξανθηματικόν τύφον εν Καβάλλα» από το Δημοτικό Μουσείο Καβάλας. Εξαιρετική
πηγή για το θέμα είναι η δημοσιευμένη έκθεση του S.J. Walker του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού στο
The typhus epidemic in Eastern Macedonia,
Athens 1919, απ’ όπου και οι υπόλοιπες φωτογραφίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου