26 Ιουλίου 1915, “πάνδημον συλλαλητήριον” για τη “θυσία της Καβάλλας”



26 Ιουλίου 1915, “πάνδημον συλλαλητήριον” για τη “θυσία της Καβάλλας” 




“Οι Έλληνες, οι Τούρκοι και οι Ισραηλίται της επαρχίας Καβάλλας συνελθόντες εις πάνδημον συλλαλητήριον σήμερον επί τη ειδήσει της υπό των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως ζητηθείσης παραχωρήσεως αυτής εις τους Βουλγάρους, διαμαρτυρόμεθα εντονότατα εν ονόματι του πολιτισμού και της αρχής των εθνικοτήτων δι’ άδικον παραχώρησιν των Ελληνικοτάτων μερών, εις α ούτε υπάρχει, ούτε υπήρξε ποτέ Βούλγαρος κάτοικος.
Διαμαρτυρόμεθα κατά των Δυνάμεων τούτων των παραβαινουσών τας ρητάς υποσχέσεις περί του σεβασμού της ακεραιότητος των μικρών κρατών και της αρχής των εθνικοτήτων. Εξανιστάμεθα κατά της τοιαύτης σκληράς αποφάσεως, δι’ ης εκχωρούμεθα εις τους Βουλγάρους, ων πικρά πείραν ελάβομεν κατά την τελευταίαν κατοχήν της οποίας ίχνη πρόκεινται αι καταστροφαί των πόλεων και αι σφαγαί των άοπλων πληθυσμών. Προσκαλούμεν και εξορκίζομεν Ελληνικήν κυβέρνησιν ίνα μη επ’ ουδενί λόγω υποκύψη εις την πίεσιν της δυνάμεως και ουδενί παραχωρήση Ελληνικήν γην άνευ πολέμου. Δηλούμεν ότι έχομεν απόφασιν ν’ αμυνθώμεν υπέρ της πατρίδος ημών παντί μέσω προτιμώντες να καταστραφώμεν υπό των τηλεβόλων των μεγάλων τούτων Δυνάμεων και να μεταβάλωμεν τας επαρχίας της Καβάλλας εις ερείπια και τέφραν παρά να παραδώσωμεν ταύτην εις τους Βουλγάρους”.

Εν ονόματι του λαού της Καβάλλας, η Επιτροπή: Ευγένιος Ιορδάνου, Ιωάννης Μαρκαντζής, Χαμδή Σαήλ, Χαμδή Σουλεϊμάν, Ιακώβ Μπενβενίστε, Λέων Μποχώρ.



Από τις αρχές του 1915 πολιτικοί κύκλοι της Αγγλίας προωθούσαν την ιδέα της παραχώρησης μακεδονικών εδαφών στη Βουλγαρία, ως δέλεαρ για την προσχώρησή της στην Αντάντ ή έστω για στάση “ευμενούς ουδετερότητος”. Η Βουλγαρία λόγω της στρατιωτικής της ισχύος είχε καταστεί μήλο της έριδος για τους δύο αντιμαχόμενους συνασπισμούς του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου και ζητούσε μεγάλα ανταλλάγματα για την όποια προσχώρησή της. Ως αντιστάθμισμα για τις εδαφικές απώλειες στη Μακεδονία οι Άγγλοι πρότειναν στην ελληνική πλευρά την παραχώρηση περιοχών της Μικράς Ασίας, φυσικά μετά το τέλος του πολέμου και την ήττα των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και της συμμάχου αυτών Τουρκίας. Στο χώρο της Ανατολής από τις αρχές του 1914 κλιμακώνονταν οι μαζικοί διωγμοί των ελληνικών πληθυσμών και οι κάτοικοι της παραλιακής ζώνης αναγκάζονταν να εκπατριστούν.

Στις 21 Ιουλίου οι πρέσβεις των Δυνάμεων -Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας- επέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση νότα  με την οποία ζητούσαν από την Ελλάδα να παραχωρήσει την περιοχή της Καβάλας (Καβάλα – Δράμα – Σαρί-Σαμπάν / Χρυσούπολη).

Όπως είναι γνωστό, μετά την κατάρρευση της οθωμανικής κυριαρχίας η περιοχή αυτή βρέθηκε για οκτώ μήνες υπό βουλγαρική διοίκηση (Οκτ. 1912 – Ιούν. 1913), οι οδυνηρές μνήμες της οποίας ήταν ακόμη πολύ νωπές. Κατά το Β΄Βαλκανικό Πόλεμο απελευθερώθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις και κατακυρώθηκε στην Ελλάδα με τη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου (Ιούλ / Αύγ. 1913). 


Η Καβάλα του 1913
Η έκβαση αυτή υπήρξε αποτέλεσμα σκληρού διπλωματικού αγώνα και εύστοχων χειρισμών της ελληνικής αντιπροσωπείας, επικεφαλής της οποίας ήταν ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Αρχικά το παρασκήνιο ευνοούσε τις βουλγαρικές απαιτήσεις για οριοθέτηση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων στον κόλπο του Ορφανού, ώστε να περιέλθει στο βουλγαρικό κράτος η Καβάλα και όλη σχεδόν η Ανατολική Μακεδονία. Όμως ο συσχετισμός δυνάμεων ανατράπηκε με τους έξυπνους διπλωματικούς ελιγμούς και τις υπολογισμένες υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς. Η Συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου προέκρινε τελικά τη συνοριακή γραμμή του ποταμού Νέστου, κατακυρώνοντας οριστικά την Καβάλα και την ενδοχώρα της στο ελληνικό κράτος, και δικαιώνοντας τους αγώνες και τους πόθους του ελληνισμού της περιοχής. Από εκείνη την ημέρα που άνοιγε ο δρόμος για τον ελεύθερο ελληνικό βίο της Καβάλας και της ενδοχώρας της δεν είχαν περάσει παρά μόνο δύο χρόνια…

Όπως ήταν φυσικό, η διακοίνωση των Δυνάμεων συγκλόνισε τους κατοίκους των επίμαχων περιοχών, που αφενός έρχονταν αντιμέτωποι με τραγικά διλήμματα και αφετέρου ένιωθαν ότι θυσιάζονται ως πιόνι στη σκακιέρα της διεθνούς πολιτικής και των σκοπιμοτήτων του Μεγάλου Πολέμου. Η αναστάτωση και το ζοφερό κλίμα αποτυπώνεται σε ποικίλα δημοσιεύματα της εποχής, όπως π.χ. στην ανταπόκριση της 25ης Ιουλίου από τη Δράμα: «Η Μακεδονία ανάστατος. Πάσα κίνησις εσταμάτησε. Τα καταστήματα άπαντα έκλεισαν και ανήρτησαν μεσιστίους σημαίας. Οι κώδωνες των εκκλησιών κρούονται πενθίμως. Εις τα τζαμία εψάλησαν δεήσεις. Οι χωρικοί εγκατέλειψαν τους αγρούς των, τα δε γυναικόπαιδα απήλθον εις το ύπαιθρον. Οι από του Σιδηροκάστρου μέχρι του Σαρή Σαμπάν, της Θάσου και του Παγγαίου πρόκριτοι διατρέχουσι ενθαρρύνοντες τους πανικοβλήτους χωρικούς. Σώματα εθελοντικά συνεκροτήθησαν με σύνθημα “ούτε σπιθαμή”. […] Αύριον Κυριακή θα συγκροτηθούν ογκώδη συλλαλητήρια και θα επακολουθήσουν ολονυκτίαι και λιτανίαι. Άπασαι αι πόλεις συνεννούνται κάθε λεπτόν τηλεφωνικώς. Η Δράμα εβυθίσθη εις πένθος. Εις Καβάλλαν η κατάστασις είναι απελπιστική. […] Εις Προσοτσάνην ταύτην την στιγμήν συγκροτείται ογκώδες συλλαλητήριον. Οι κάτοικοι αρνούνται να επανέλθουν εις τας εργασίας των. Οι γηραιοί πρόκριτοι της Δράμας και σεβασταί δέσποιναι συνέρχονται εις ολονυκτικάς συνεδριάσεις αποφασίζοντες μετά του λαού, όστις εν περιπτώσει επιμονής των Δυνάμεων να γίνουν παραχωρήσεις, θα φθάσουν εις τα έσχατα […]» («Ακρόπολις»).

Θύελλα αντιδράσεων ξεσηκώθηκε σε όλη την Ελλάδα, περισσότερο βέβαια στην πόλεις και τις κωμοπόλεις της Ανατ. Μακεδονίας πόλεις, που εξέφρασαν την αντίθεση και την απογοήτευσή τους με διαδηλώσεις, ψηφίσματα, τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας κ.ά.

Στην Καβάλα συγκροτήθηκε επιτροπή από μέλη όλων των εθνοθρησκευτικών ομάδων της πόλης, η οποία διοργάνωσε πάνδημο συλλαλητήριο. Στο ψήφισμά τους προς την ελληνική κυβέρνηση, εκτός από τα αισθήματα απογοήτευσης και τις έντονες διαμαρτυρίες, διατρανώνουν την απόφασή τους να αμυνθούν, «προτιμώντες να καταστραφώμεν […] και να μεταβάλωμεν τας επαρχίας της Καβάλλας εις ερείπια και τέφραν παρά να παραδώσωμεν ταύτην εις τους Βουλγάρους».

Την ίδια μέρα στη Θάσο, μετά το παλλαϊκό συλλαλητήριο εκρίθηκε ψήφισμα με το οποίο ο λαός του νησιού εξέφρασε τη διαμαρτυρία του «προς άπαντα τον πεπολιτισμένον κόσμον κατά του μελετωμένου ανοσιουργήματος» και την αποφασιστικότητά του «να αντιστή διά πάσης θυσίας κατά πάσης αποπείρας οθενδήποτε προερχομένης προς ακρωτηριασμόν της Πατρίδος και εξανδραποδισμόν αδελφών».  

Δεκάδες επίσης ήταν τα τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας από όλη την περιοχή προς βουλευτές και πολιτικούς. Ενδεικτικά, από την Καβάλα προς το βουλευτή Ν. Δεμερτζή: «Η θλιβερά είδησις της ανακοινώσεως της αδίκου και απανθρώπου αποφάσεως των Δυνάμεων όπως παραδοθώμεν εις τους Βουλγάρους προαιωνίους εχθρούς του Έθνους μας, τα ίχνη της διαβάσεως των οποίων είναι καταφανή εισέτι, ενέσπειρε την κατήφειαν και την αγανάκτησιν. Εργασίαι διεκόπησαν. Οι κάτοικοι διατελούσι εν αναβρασμώ ψυχής». 


Από το Πράβι προς τον βουλευτή Γ. Γοργία: «Επί των ακούσματι ανακοινώσεως αποφάσεως της Αντάντ προς την ελληνικής κυβέρνησιν όπως παραδοθή η προσφιλής ημών πατρίς εις τους Βουλγάρους, ων απαισίαν μνήμην διατηρούμεν, σύσσωμος ο λαός Παγγαίου εξηγέρθη επιζητών διαδηλώσει αγανάκτησιν και διαμαρτυρίαν κατά σφαγιασμού εθνικών δικαίων και εξανδραποδισμού».

Τα βέλη της διαμαρτυρίας τους στρέφονταν βέβαια εναντίον των “Δυνάμεων”. Αγνοούσαν ότι οι ευρωπαϊκές μηχανορραφίες ευθυγραμμίζονταν απόλυτα με τις επιδιώξεις του Βενιζέλου για είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο με το μέρος της Entente, για δημιουργία ενός μετώπου φιλικών κρατών στα Βαλκάνια και, κυρίως, για τη δημιουργία μιας Μεγάλης Ελλάδας, που θα περιλάμβανε και τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και θα αποτελούσε κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο.

Έναντι αυτών των μεγαλεπήβολων στόχων, ο Βενιζέλος δε δίσταζε να θυσιάσει περιοχές που είχαν διατηρήσει την ελληνικότητά τους χάρη στους αγώνες των κατοίκων τους και είχαν απελευθερωθεί με το έπος των Βαλκανικών Πολέμων.



Οι σκέψεις και τα οράματα του Βενιζέλου περιλαμβάνονται στα τρία μυστικά υπομνήματά του προς το βασιλέα Κωνσταντίνο στις αρχές του 1915. Παραθέτουμε τα πιο ενδιαφέροντα αποσπάσματα, κυρίως αυτά που εξηγούν τις προτάσεις του για την περιοχή της Καβάλας.

Στο 1ο υπόμνημα, της 11ης Ιανουαρίου 1915 (παλαιό ημερολόγιο), δηλώνει για πρώτη φορά τις προθέσεις του. Πεπεισμένος ων ότι οι δυνάμεις της Entente θα συντρίψουν και θα διαλύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, θεωρεί αναγκαία την είσοδο της Ελλάδας στο πόλεμο, ώστε να επωφεληθεί στη Μικρά Ασία. Όμως σε περίπτωση εκστρατείας στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, η χώρα θα έπρεπε να έχει προστατευμένα τα βόρεια σύνορά της από τους Βουλγάρους. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με τη θυσία της περιοχής Καβάλας.

«[…] Καθ’ ην στιγμήν ανοίγονται προ ημών αι απόψεις πραγματοποιήσεως των εν Μικρά Ασία εθνικών βλέψεων, θυσίαι τινές εν των Αίμω δύνανται να γίνωσι όπως ασφαλισθή η επιτυχία τοιαύτης μεγαλοπράγμονος εθνικής πολιτικής. […]

Αλλ’ αν αι παραχωρήσεις αύται [σ.σ. της Σερβίας προς τη Βουλγαρία] δεν ήρκουν όπως προσελκυσθή η Βουλγαρία προς σύμπραξιν μετά των παλαιών αυτής συμμάχων ή τουλάχιστον προς τήρησιν ευμενούς απέναντι αυτών ουδετερότητος, δε θα εδίσταζα, όσον οδυνηρά και αν είναι η εγχείρησις, να συμβουλεύσω την θυσίαν της Καβάλας, όπως διασωθεί ο εν Τουρκία Ελληνισμός και ασφαλισθή η δημιουργία αληθούς μεγάλης Ελλάδος, περιλαμβανούσης πάντας σχεδόν τας χώρας, εις τας οποίας ο Ελληνισμός έδρασε κατά την μακραίωνη αυτού ιστορίαν.

Η θυσία όμως αύτη θα εγίνετο ουχί απλώς ως τίμημα της εξασφαλίσεως της ουδετερότητος της Βουλγαρίας, αλλ’ ως αντάλλαγμα της ενεργού συμμετοχής αυτής εις τον πόλεμον μετά των λοιπών συμμάχων.

Εάν η γνώμη μου αύτη εγίνετο δεκτή, θα έπρεπε διά της παρεμβάσεως των Δυνάμεων της Τριπλής Συνεννοήσεως να ασφαλισθή ότι η Βουλγαρία θ’ ανελάμβανε να εξαγοράση τας περιουσίας πάντων εκείνων των κατοίκων του παραχωρηθησομένου αυτή τμήματος όσοι θα ήθελον να μεταναστεύσωσι εντός των ορίων της Ελλάδος. […]



Στο 2ο υπόμνημα, της 17ης Ιανουαρίου 1915, εκθέτει τα πολλαπλάσια κέρδη και τα οφέλη της Ελλάδας στη Μικρά Ασία, που τον κάνουν να εισηγείται την παραχώρηση της Καβάλας.

«[…] Ούτως εχόντων των πραγμάτων, νομίζω ότι επέστη ο χρόνος ν' αντιμετωπίσωμεν αποφασιστικώς το πρόβλημα των αναγκαίων θυσιών, όπως επιτύχωμεν , ει δυνατόν, σύμπραξιν παμβαλκανικήν, προς από κοινού μετοχήν εις τον πόλεμον. […]

Η παραχώρησις της Καβάλας είναι βεβαίως θυσία οδυνηροτάτη, αισθάνομαι δε αίσθημα βαθυτάτου ψυχικού άλγους εισηγούμενος αυτήν. Αλλά δεν διστάζω να την προτείνω ευθύς ως λάβω υπ’ όψιν τίνα εθνικά ανταλλάγματα πρόκειται να εξασφαλισθώσι διά της θυσίας ταύτης. Έχω το αίσθημα ότι αι παραχωρήσεις εν Μικρά Ασία […], δύνανται, αν μάλιστα υποβληθώμεν εις θυσίας προς την Βουλγαρίαν, να λάβουν έκτασιν τοιαύτην, ώστε εις την εκ των νικηφόρων πολέμων προελθούσαν διπλήν Ελλάδα να προστεθή άλλη μία εξ ίσου μεγάλη και όχι βέβαια ολιγώτερον πλουσία Ελλάς.

Πιστεύω ότι αν εζητούσαμεν το μέρος το κείμενον […, σ.σ. αναφέρεται αναλυτικά η συνοριακή γραμμή], θα υπήρχε πολλή πιθανότης όπως η  αίτησις ημών αύτη γίνη δεκτή. Η επιφάνεια της χώρας ταύτης υπερβαίνει, κατά πρόχειρον υπολογισμόν, τα 125.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ήτοι είναι ίση προς την εκ των πολέμων διπλασιασθείσαν Ελλάδα. Το παραχωρηθησόμενον παρ’ ημών τμήμα (καζάδες Σαρή-Σαμπαν, Καβάλας και Δράμας) δεν έχει επιφάνειαν μεγαλυτέραν των 2.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Κατ’ έκτασιν επομένως αντιπροσωπεύει  μόλις το εξηκοστόν των ενδεχομένων ανταλλαγμάτων εν Μικρά Ασία […].

Είναι αληθές ότι υπό έποψιν πλούτου του τμήματος η αξία είναι μεγίστη και όλως δυσανάλογος προς την έκτασιν αυτού. Αλλ’ είναι φανερόν  ότι δεν δύναται να παραβληθή προς τον πλούτον του τμήματος της Μικράς Ασίας, ούτινος την παραχώρησιν πρόκειται να επιδιώξωμεν. Μείζονα βεβαίως σημασίαν έχει η παραχώρησις των Ελληνικών πληθυσμών του παραχωρηθησομένου τμήματος.

Αλλ’ εάν ο Ελληνικός ούτος πληθυσμός δύναται να υπολογισθή εις τριάκοντα χιλιάδας ψυχών, ο Ελληνικός πληθυσμός του διεκδικουμένου παρ’ ημών τμήματος της Μικράς Ασίας ανέρχεται εις οκτακοσίας και πλέον χιλιάδας ψυχών, είναι δηλαδή ασφαλώς εικοσιπενταπλάσιος του παραχωρηθησομένου. Επί πλέον ως ήδη ανέπτυξα  εν τω προηγουμένω υπομνήματί μου, η παραχώρησις  του τμήματος της Δράμας - Καβάλας θα γίνη υπό τον ρητόν όρον, ότι η Βουλγαρική Κυβέρνηση θα εξαγοράση τας περιουσίας πάντων εκείνων, όσοι θα θελήσουν να μεταναστεύσουν εκ του παραχωρηθησομένου μέρους. Ουδ’ αμφιβάλλω ότι πάντες μέχρις ενός οι ομογενείς του μέρους τούτου, εκποιούντες τας περιουσίας αυτών, θα σπεύσουν να μεταναστεύσουν προς την αναδημιουργηθησομένην εν Μικρά Ασία Νέαν Ελλάδα, αυξάνοντες και ενισχύοντες τον Ελληνικόν αυτής πληθυσμόν.


Υπό τοιούτους όρους, Μεγαλειότατε. πιστεύω ακραδάντως ότι πρέπει να τεθή κατά μέρος πας δισταγμός. Τοιαύτη ευκαιρία, οία η σήμερον εμφανιζομένη, είναι δύσκολον και όλως απίθανον να παρουσιασθή και πάλιν εις τον Ελληνισμόν όπως καταρτίση αρτίαν την εθνικήν αυτού υπόστασιν. Εάν δεν μετάσχωμεν του πολέμου, οιαδήποτε και αν είναι η έκβασις αυτού, χάνεται δι’ ημάς οριστικώς κατά ανθρώπινον υπολογισμόν, ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας. […]

Εάν δε νικήση η Γερμανία, μετά της Τουρκίας, όχι μόνον αι εκδιωχθείσαι ήδη εκ Μικράς Ασίας 200.000 Ελλήνων δεν θα έχουν ελπίδα τινά επιστροφής εις τας εστίας των, αλλά και ο αριθμός των εκδιωχθησομένων εισέτι δύναται να λάβη τρομακτικάς διαστάσεις. […]

Πώς είναι δυνατόν ούτως εχόντων των πραγμάτων να αφήσωμεν να παρέλθη η υπό της θείας προνοίας παρεχομένη ημίν ευκαιρία όπως πραγματοποιήσωμεν τα τολμηρότερα ημών εθνικά ιδεώδη; […]



Στο 3ο υπόμνημά του, της 17ης Φεβρουαρίου 1915, που το διάβασε ο ίδιος στον Κωνσταντίνο, προσθέτει ένα επιπλέον επιχείρημα για άμεση είσοδο στον πόλεμο με το μέρος της Αντάντ: Εάν δεν το κάνει η Ελλάδα, τότε ίσως να συμπράξει με τις Δυνάμεις της Συνεννοήσεως η Βουλγαρία, με αντάλλαγμα μεγάλα εδαφικά κέρδη στην Ανατ. Θράκη, Μακεδονίας κ.ά., ακόμη και την Καβάλα! «Και αν δε αποφύγωμεν τον κίνδυνον να επιδικαστή τότε αύτη η Καβάλλα, μόνο διά της επεκτάσεως των ορίων της Βουλγαρίας προς την Θράκην και την σερβικήν Μακεδονίαν θα ανατραπή και πάλιν προς βλάβην ημών η σημερινή ισορροπία. […]».



Δεν είναι στις προθέσεις μας να αποτιμήσουμε την πρόταση του Βενιζέλου με ηθικά κριτήρια και όρους “πατριωτισμού”. Ίσως ένα μέρος της αλήθειας να βρίσκεται στα παρακάτω λόγια του Michael Llewellyn Smith: «Το όραμα της Ιωνίας τύφλωνε τον Βενιζέλο τόσο ως προς τους στρατιωτικούς κινδύνους του σχεδίου δράσης που πρότεινε, όσο και ως προς τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε στην εθνική ενότητα η πρόταση για την παραχώρηση της Καβάλας. Πράγματι η Καβάλα τελικά έγινε ένα από τα πιο σημαντικά σύμβολα του σχίσματος που άρχιζε να αναπτύσσεται μεταξύ των Φιλελευθέρων και των αντιπάλων τους και που έμεινε γνωστό ως “εθνικός διχασμός” ή απλώς “ο Διχασμός” […]»*.

Η πρόταση του Βενιζέλου δεν υλοποιήθηκε, όμως η Καβάλα και η περιοχή της επρόκειτο να δοκιμαστούν κατά τα επόμενα χρόνια από μια φρικαλέα βουλγαρική Κατοχή (Αυγ. 1916 - Σεπτ. 1918), γεγονός που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην καταστροφική πολιτική αντιπαράθεση των χρόνων του Διχασμού. Όπως είναι γνωστό, το καλοκαίρι του 1916 οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Ανατ. Μακεδονία με τη συναίνεση της φιλοβασιλικής κυβέρνησης των Αθηνών και εφάρμοσαν στην περιοχή μια πολιτική εθνοκάθαρσης, κυρίως εναντίον του ελληνικού στοιχείου.

Και πώς να αποφύγεις τον πειρασμό: Η πρόταση του Βενιζέλου για παραχώρηση της περιοχής Καβάλας στη Βουλγαρία περιλάμβανε και τη μετακίνηση του ελληνικού πληθυσμού της προς τη Μικρά Ασία. Τραγική ειρωνεία!...    

* Εκτός από τον Τύπο της εποχής, στοιχεία αντλήσαμε από το πολύτιμο βιβλίο του Michael Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004. Ο ενδιαφερόμενος για το θέμα πρέπει να δει και την ωραία εργασία του Θεόδωρου Θεοδωρίδη «Σαν άλλη Ιφιγένεια – Η Καβάλα ως σφάγιο στο βωμό του “οράματος της Ιωνίας” του Ελευθέριου Βενιζέλου», Πρακτικά σεμιναρίων τοπικής ιστορίας, τ. Β΄, έκδ. Δήμου Καβάλας, Καβάλα 2014, σ. 65-86.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου