Τα “Σεπτεμβριανά” στην Πόλη (6-7 Σεπτ. 1955) – Μια μαρτυρία



Τα “Σεπτεμβριανά” στην Πόλη – Μια μαρτυρία*



Μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) το νέο τουρκικό κράτος έθεσε ως βασικό στόχο του τον εκτουρκισμό όλων των τομέων της ζωής, κυρίως της οικονομίας και της παιδείας. Αυτή η εθνικιστική πολιτική σηματοδοτήθηκε με το σύνθημα “η Τουρκία για τους Τούρκους” και υλοποιήθηκε με την εχθρική αντιμετώπιση των μειονοτικών πληθυσμών: Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων. Έτσι, παρά τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λωζάνης για σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων και παρά τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων (με την προσέγγιση Βενιζέλου – Ατατούρκ και την υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου φιλίας το 1930), άρχισε για την ελληνική μειονότητα της Πόλης ένα χρονικό αλλεπάλληλων καταπιέσεων, αποκλεισμών και διακρίσεων, που κορυφώθηκαν με τα επαχθή μέτρα της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: το μέτρο της “επιστράτευσης των 20 ηλικιών” του 1941 και αμέσως μετά το “βαρλίκι” (“Varlık Vergisi”, “Φόρο Περιουσίας”) του 1942-43.[1]. Τα μέτρα αυτά έπληξαν καίρια την ελληνική και τις άλλες μειονότητες, δεν πέτυχαν όμως τον αντικειμενικό τους σκοπό: να τις “εξαφανίσουν” από την αγορά και να καταστήσουν κυρίαρχο το μουσουλμανικό στοιχείο στην οικονομία του τουρκικού κράτους. Ο τουρκικός εθνικισμός θα επανερχόταν δριμύτερος με τα “Σεπτεμβριανά” του 1955, που αποτέλεσαν την πιο ακραία και βίαιη εκδήλωση της ανθελληνικής πολιτικής που εφαρμόστηκε από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους.


Γνωστά τα γεγονότα και η υπόμνησή τους δεν μπορεί παρά να είναι συνοπτική: Μια τουρκική προβοκάτσια στη Θεσσαλονίκη, η βομβιστική έκρηξη στο «σπίτι του Κεμάλ» (με δράστη τον Οκτάι Εγκίν, μουσουλμάνο σπουδαστή από την Κομοτηνή) αποτέλεσε το έναυσμα  για το μεγάλο πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955. Τα γεγονότα ξεκίνησαν από τη Μεγάλη Οδό του Πέραν, εξαπλώθηκαν αστραπιαία σ’ όλο σχεδόν το μήκος και πλάτος της Πόλης, με καταστροφές, λεηλασίες και πυρπολήσεις, και πήραν ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές, 17 άτομα σκοτώθηκαν και 32 τραυματίστηκαν, 12 γυναίκες βιάστηκαν και πολλοί άνδρες κακοποιήθηκαν, ενώ καταστράφηκαν 4.348 καταστήματα, 110 ξενοδοχεία, 27 φαρμακεία, 26 σχολεία, 5 αθλητικά κέντρα, 21 εργοστάσια, 73 εκκλησίες και περίπου 1.000 κατοικίες, όλα ελληνικής ιδιοκτησίας, και βεβηλώθηκαν τα ρωμαίικα νεκροταφεία. 

Η ιστορική έρευνα έχει καταδείξει ότι τα γεγονότα είχαν προσχεδιαστεί μεθοδικά από την κεντρική τουρκική διοίκηση. Στις δίκες που έγιναν στην Τουρκία μετά το στρατιωτικό κίνημα της 21ης Μαΐου 1960, αποδείχτηκε με ακράδαντα στοιχεία ότι ηθικοί αυτουργοί των ανθελληνικών βιαιοπραγιών ήταν ο τότε πρωθυπουργός Adnan Menteres και ο υπουργός Εξωτερικών Fatin Zorlu. Χρόνια αργότερα, ο Hikmet Bil, κύριος οργανωτής των καταστροφών, αποκάλυψε ότι συναντήθηκε ο ίδιος στην Πόλη με τον Τούρκο πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό για την κατάστρωση του σχεδίου των ανθελληνικών ενεργειών. 

Τα έκτροπα συνδέονταν συγκυριακά με τις εξελίξεις στο Κυπριακό (άλλωστε πρωταγωνίστησε το σωματείο «Η Κύπρος είναι Τουρκική»), αναμφίβολα όμως στρέφονταν εναντίον της ακμάζουσας ελληνικής μειονότητας, δευτερευόντως και της αρμενικής και εβραϊκής. Όπως και το «βαρλίκι» του 1942-43, έτσι και τα «Σεπτεμβριανά» εντάσσονταν σε μια σειρά μέτρων που εφάρμοσε η Άγκυρα στο πλαίσιο της πολιτικής εκτουρκισμού, στόχος της οποίας ήταν και η αποδυνάμωση των μειονοτήτων και το πέρασμα της οικονομίας και του κεφαλαίου από τις μη μουσουλμανικές αστικές τάξεις στους Τούρκους. 

Ο Ελληνισμός της Πόλης δέχτηκε καίριο πλήγμα. Δεν ήταν μόνο το κύμα της φυγής, που αποδυνάμωσε τη μειονότητα, ούτε οι υλικές καταστροφές (αυτές αποκαταστάθηκαν σύντομα), αλλά και η επικράτηση ενός μόνιμου αισθήματος ανασφάλειας. Το ελληνικό κράτος αντέδρασε υποτονικά, αφενός εξ αιτίας της κυβερνητικής αποδιοργάνωσης (ο πρωθυπουργός Παπάγος ήταν ετοιμοθάνατος) και αφετέρου εξ αιτίας των έντονων παρεμβάσεων των δυτικών συμμάχων, κυρίως της Ουάσιγκτον. Διεθνώς τα γεγονότα προκάλεσαν παγκόσμια κατακραυγή και αμαύρωσαν την εικόνα της Τουρκίας, σε μία εποχή που προσπαθούσε να πείσει ότι ανήκει στον πολιτισμένο κόσμο της Δύσης.

Τα τελευταία χρόνια διάχυτο είναι στη Τουρκία ένα αίσθημα ενοχής για «τα γεγονότα της ντροπής», όπως αποκαλούνται σήμερα. Συζητήσεις γίνονται για το πογκρόμ του 1955, βιβλία και άρθρα γράφονται, εκδηλώσεις και εκθέσεις πραγματοποιούνται, ντοκιμαντέρ και κινηματογραφικές ταινίες προβάλλονται, ενώ ακόμη και η σημερινή τουρκική ηγεσία κάνει λόγο για τις απαράδεκτες πρακτικές του παρελθόντος και για την καταπίεση των μειονοτήτων.

Το πρώτο ντοκιμαντέρ, σε σκηνοθεσία του Τζαν Ντουντάρ, προβλήθηκε στην τουρκική τηλεόραση το 2003. Ο τίτλος του και μόνο “Utanc Geresi” (Η νύχτα της ντροπής) υποδηλώνει την αυτοκριτική διάθεση των παραγωγών. Μιλούν πρωταγωνιστές των γεγονότων, που αποκαλύπτουν το παρασκήνιο και άγνωστες πτυχές των επεισοδίων, ενώ ο γιος του πρωθυπουργού Μεντερές τονίζει ότι «το βαθύ κράτος διέπραξε τα γεγονότα για να απαλείψει τις μειονότητες από την Πόλη». Η εκπομπή ολοκληρώνεται με τη φράση «εκείνη η μέρα ήταν μια από τις πιο επονείδιστες πτυχές της σύγχρονης τουρκικής ιστορίας».

Στις συνέπειες των Σεπτεμβριανών αναφέρεται την ίδια χρονιά η μικρού μήκους ταινία “Ģikmaz” (Αδιέξοδο), παραγωγή του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, σε σκηνοθεσία της Πινάρ Οκάν. Θέμα της ένα σοκάκι στα Ψωμαθειά, που το 1955 εγκαταλείφθηκε από τους Ρωμιούς κατοίκους του και κατοικήθηκε από Τούρκους της Ανατολίας. Η ταινία καταγράφει την έλλειψη της πολυεθνικής ατμόσφαιρας, το αίσθημα μελαγχολίας και το αδιέξοδο των ανθρώπων που συνεχίζουν να ζουν εκεί, αποξενωμένοι πλέον από το περιβάλλον τους. «Δεν υπάρχουν άνθρωποι να μιλήσω», λέει κάποιος στη συνέντευξή του, «και εφόσον όλοι αυτοί έχουν φύγει, η Πόλη έχει τελειώσει».

Το 2005, με τη συμπλήρωση μισού αιώνα, πραγματοποιήθηκε στην Πόλη μια φωτογραφική έκθεση του Ιδρύματος Ιστορικών Μελετών της Τουρκίας, με επίσημα ντοκουμέντα και φωτογραφίες από το αρχείο του ναυάρχου Φαχρή Τσοκέρ (ήταν ο πρόεδρος του Στρατοδικείου που δίκασε τους υπεύθυνους και οι φωτογραφίες είχαν χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό υλικό στις δίκες). Το υλικό προερχόταν από τα αρχεία των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών και έδειχνε πολύ καθαρά τον ένοχο ρόλο του επίσημου τουρκικού κράτους.

Η έκθεση προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον και πολλοί από τους χιλιάδες επισκέπτες έγραψαν στο βιβλίο εντυπώσεων. Άλλοι εξέφρασαν την ντροπή και τον αποτροπιασμό τους: «Ως πολίτης ντρέπομαι, εάν αυτά τα πλάσματα στις φωτογραφίες είναι Τούρκοι, τότε εγώ δεν είμαι». Άλλοι εξέφρασαν τη λύπη τους ή απολογήθηκαν: «Ως Τούρκος ζητώ συγγνώμη, έστω αργά ζητώ συγγνώμη» ή «Λυπούμαι πραγματικά που δεν κατορθώσαμε να συνυπάρξουμε». Κάποιοι αναφέρθηκαν στη σημασία της έκθεσης: «Θα πρέπει να γνωρίζουμε καλά την ιστορία. Μόνο έτσι οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν σχέσεις χωρίς προκαταλήψεις. Η έκθεση είναι μια αυτοκριτική που είναι απαραίτητη να γίνει από την Τουρκία και τους Τούρκους». Άλλοι, τέλος, τόνισαν την ανάγκη της σωστής και αντικειμενικής γνώσης: «Η αλήθεια όσο βαθιά και να τη θάβεις, συνεχίζει να φωνάζει. Είναι επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα».  

Την ημέρα των εγκαινίων, 6 Σεπτεμβρίου, σημειώθηκαν αντιδράσεις από ακραία στοιχεία (της οργάνωσης Εργκενεκόν), όμως η Έκθεση επανέφερε στο προσκήνιο τα αποσιωπημένα γεγονότα και αποτέλεσε αφορμή για πολλά δημοσιεύματα. 

Την επόμενη, 7 Σεπτεμβρίου 2005, ο διακεκριμένος Τούρκος δημοσιογράφος Μεχμέτ Αλή Μπιράντ κατέθετε την προσωπική του μαρτυρία: «Ήμουν 14 ετών. Δεν θα μπορέσω ποτέ να το ξεχάσω. Ακόμα θυμάμαι τι είδα στο Μπέγιογλου το πρωί της 7ης Σεπτεμβρίου 1955. Η σκηνή ήταν σοκαριστική. Ο μεγάλος δρόμος έμοιαζε με εμπόλεμη ζώνη, με τις βιτρίνες των μαγαζιών και στις δύο πλευρές σπασμένες και όλα τα προϊόντα πεταμένα στο δρόμο. Στοίβες από ρούχα, βιβλία, τετράδια, πολυελαίους και πολλά άλλα πράγματα. Άνθρωποι έπαιρναν ό,τι έβρισκαν. Έμοιαζε με την ημέρα της κρίσεως. Αυτό που παρατήρησα αμέσως ήταν ότι υπήρχαν και κάποια μαγαζιά απείραχτα. Αυτά που είχαν αναρτημένη την τουρκική σημαία δεν είχαν υποστεί καταστροφές. Τα καταστραμμένα είχαν επιγραφές με ελληνικά ονόματα. Αν και έχει περάσει μισός αιώνας, ακόμα ανατριχιάζω όταν το θυμάμαι. Φεύγοντας, οι Έλληνες πήραν μαζί τους μια σημαντική κουλτούρα, ένα χρώμα και ένα διαφορετικό τρόπο ζωής. Μας άφησαν μόνους στην Ιστανμπούλ να ζήσουμε τις άχρωμες ζωές μας. Μετά, μας κατέκλυσε η θλίψη, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά».

Τεράστια αίσθηση προκάλεσε στην Τουρκία η ταινία “Güz Sancisi” (“Φθινοπωρινός πόνος”) της σκηνοθέτιδας Τομρίς Γκιριτλίογλου, που προβλήθηκε το 2009.  Το σενάριό της (μια ιστορία αγάπης ενός Τούρκου αστού και μιας Ρωμιάς ιερόδουλης, με φόντο τα Σεπτεμβριανά του 1955) βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Γιλμάζ Καρακογιουνλού, τότε βουλευτή του “Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας”, το οποίο στα 1992 είχε πάρει το Α΄ βραβείο της Ένωσης Τούρκων Συγγραφέων. Βιβλίο και ταινία αποφεύγουν να θίξουν την αντιμειονοτική πολιτική του τουρκικού κράτους, θεωρήθηκαν όμως ως “ειλικρινής συγγνώμη” για όσα συνέβησαν. Η ταινία “έσπασε ταμεία” (μόνο την πρώτη εβδομάδα έκοψε πάνω από 300.000 εισιτήρια) και προκάλεσε σοκ στο κοινό που αγνοούσε τα γεγονότα. 

Σε άρθρο του ο Ερτουγρούλ Οζκιόκ, διευθυντής της εφημερίδας “Χουριέτ”, έγραψε μεταξύ άλλων τα εξής: «Η ταινία αρχίζει με μια άκρως εντυπωσιακή σκηνή: Μια ομάδα αλητών, κρατώντας έναν κουβά με κόκκινη μπογιά, σημαδεύει με σταυρό πόρτες κάποιων σπιτιών, τα μεσάνυχτα. Το σημάδεμα των σπιτιών σε όλα τα μέρη του κόσμου είναι οιωνός κάποιας δικτατορίας ή γενοκτονίας που πλησιάζει. Έτσι έγινε και στη ναζιστική Γερμανία, έτσι έκανε και η Κου Κλουξ Κλαν στις ΗΠΑ… Όταν έβγαινα από την ειδική προβολή της ταινίας, ένας φίλος ζήτησε τη γνώμη μου κι εγώ του είπα: “Είθε μετά από 20-30 χρόνια, να μην αναγκαστούμε να κάνουμε μια παρόμοια ταινία. Ο θεός να φυλάει την Τουρκία απ’ αυτό το ρεζιλίκι”».

Το 2010, στην 55η επέτειο των «Σεπτεμβριανών, το Ίδρυμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Τουρκίας οργάνωσε πορεία μνήμης στην Κωνσταντινούπολη. Οι συμμετέχοντες ακολούθησαν τη διαδρομή που είχε διανύσει τότε το εξαγριωμένο πλήθος, από την πλατεία Ταμίξ μέχρι και τη μεγάλη οδό του Πέραν, κρατούσαν πανό και πλακάτ («5.317 καταστήματα καταστράφηκαν», «400 γυναίκες βιάστηκαν», «4.214 σπίτια καταστράφηκαν» κ.ά.) και κεντρικό σύνθημά τους ήταν το «Ποτέ ξανά».

Η σημερινή Τουρκία, ένα τμήμα της έστω, δείχνει διατεθειμένη να αντικρύσει κατάματα και να αντιμετωπίσει το παρελθόν της. Δεν γνωρίζουμε βέβαια αν αυτή η στάση επιδοκιμάζεται από το σύνολο της τουρκικής κοινωνίας, αν οι «μάζες» δείχνουν πραγματική μεταμέλεια για τα πάθη και την τύχη των ελληνικών σύνοικων πληθυσμών ή αν ντρέπονται μόνο για την αποκάλυψη των γεγονότων και το διασυρμό της χώρας τους. Το βέβαιο είναι ότι το επίσημο τουρκικό κράτος έχει αρκεστεί σε μια δειλή αυτοκριτική, συνεχίζει να συσχετίζει τα γεγονότα του 1955 με το Κυπριακό ζήτημα και δεν τα ερμηνεύει ως μέρος της στρατηγικής του για την εθνική ομογενοποίηση της Τουρκίας και για την εξόντωση των μειονοτήτων. Μια αποφασιστική στροφή θα ήταν, όπως έχει προταθεί, η ανέγερση ενός μνημείου στο Πέραν, που να θυμίζει εκείνη την αποτρόπαιη για τη μειονότητα νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου, ενός μνημείου που θα αποτελεί μια έμπρακτη συγγνώμη και θα συμβάλει στην επούλωση των τραυμάτων. Αναγκαίο θα ήταν επίσης τα γεγονότα των «Σεπτεμβριανών» να ενσωματωθούν στο πρόγραμμα της ιστορίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.



* Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε (με μία άλλη συνοδευτική μαρτυρία) στη “Μνήμη” του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, φ. 10, Σεπτ. 2012.


[1] Για τα μέτρα της περιόδου 1924-1940, την «επιστράτευση των 20 ηλικιών» και το «βαρλίκι», βλ. το άρθρο μας «Στην Πόλη των Ρωμιών. Το "βαρλίκι" και τα "αμελέ ταμπουρού" του 1942-43» (http://lykourinos-kavala.blogspot.gr/2016/12/1942-43-1923.html).





Μια μαρτυρία:  Ελευθερίας Μήλογλου, “Σεπτέμβρης 1955, στο σπίτι στον Κεράτιο”*




Αρχές Σεπτέμβρη του 1955. Οι άνδρες του σπιτιού είναι ανήσυχοι, πηγαινοέρχονται και σιγοψιθυρίζουν ο ένας στον άλλο πράγματα που δεν θέλουν να ακούσουμε εμείς τα παιδιά. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Μερικές μέρες πριν, αναπάντεχα περικυκλώθηκε το Πατριαρχείο από τανκς και ένοπλους στρατιώτες, και κανείς δεν καταλάβαινε το γιατί.

Zούσα με την οικογένειά μου στον Κεράτιο Κόλπο, σε ένα λόφο μεταξύ του Φαναριού και του Μπαλατά. Μπροστά μας απλωνόταν ο Κεράτιος και από πίσω στο βάθος κατέληγαν στη θάλασσα τα ερείπια των Θεοδοσιανών τειχών. Στη δυτική πλευρά του σπιτιού, στο βάθος δέσποζε ο πανύψηλος τρούλος της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους σχολής.

Αρκετοί Τούρκοι στη γειτονιά μας, και πέντε-έξι χριστιανικές οικογένειες. Οι σχέσεις μας φαινομενικά καλές, παίζαμε με τα παιδιά τους στο δρόμο, πάντα όμως μας συμβούλευαν οι γονείς να ήμαστε προσεκτικοί. Η λέξη “γκιαβούρ” στην ημερησία διάταξη.

Eκείνη τη μοιραία νύχτα, τα παιδιά μόλις είχαμε πέσει για ύπνο (μοιραζόμουν το ίδιο δωμάτιο με την μεγαλύτερη αδελφή μου). Σε λίγο από την πλευρά της Μεγάλης του Γένους Σχολής ακούσαμε βαθειά τον ήχο που κάνουν τα τζάμια όταν σπάζουν. Συγχρόνως άρχισαν από παντού να ηχούν οι καμπάνες των εκκλησιών δαιμονισμένα, στην περιοχή υπήρχαν πολλές εκκλησίες.

Αμέσως μπήκαν στο υπνοδωμάτιο οι γονείς μας και μας είπαν να σηκωθούμε. Όχλος περνούσε μπροστά από την πόρτα μας και κατευθυνόταν προς το κέντρο της περιοχής. Είχαμε τρομοκρατηθεί. Ο πατέρας προσπαθούσε να μας καθησυχάσει, λέγοντάς μας ότι θα σπάσουν τζάμια και θα περάσουν, αν είναι δυνατόν, στον 20ο αιώνα βρισκόμαστε! Του είχα τόση εμπιστοσύνη και τόση ανάγκη να τον πιστέψω. Κάποιος περαστικός Τούρκος του συνέστησε να ανάψει όλα τα φώτα του σπιτιού και να κρεμάσει μια τουρκική σημαία. Έτσι και έκανε.

Σε λίγο ομάδες εξαγριωμένων άρχισαν να ανεβαίνουν προς τη γειτονιά μας, χωρίς όμως να επιτεθούν στο σπίτι μας, κατευθύνονταν προς άλλα χριστιανικά σπίτια. Όμως δεν άργησε να πέσει η πρώτη πέτρα, το πρώτο ξύλο. Χωρίς να χάσει χρόνο ο πατέρας, έπεισε τη μητέρα μας να κρυφτούμε στη σοφίτα του σπιτιού και μας παρακάλεσε να μη βγάλουμε άχνα, ακόμα κι αν αντιληφθούμε να τον σκοτώνουν. Με την ψυχή στο στόμα και με μια κανάτα νερό στο χέρι, κουρνιάσαμε στη σοφίτα.

Μόλις που προλάβαμε, αμέσως γενικεύτηκε η επίθεση. Όπως μάθαμε αργότερα, κάποιος από τη γειτονιά, μας είχε προδώσει. Πάνω από 200 άτομα -τόσα έλεγε ο πατέρας μου- μπήκαν στο σπίτι μας και κατέστρεφαν. Ακούγαμε στους κάτω ορόφους να γίνεται χαμός, σπάζανε και πετούσανε στο δρόμο τα υπάρχοντά μας, κλέβανε όσα μπορούσαν να μεταφέρουν. Ο πατέρας τρόμαζε στη σκέψη ότι θα μπορούσαν να ανακαλύψουν την κρυψώνα μας. Όταν πήγε να τους εμποδίσει να ανέβουν στον πάνω όροφο, τον χτύπησαν με μαχαίρι στο φρύδι και τον πήραν τα αίματα. Τότε κάποιος οπλοφόρος στάθηκε δίπλα του και του υποσχέθηκε ότι δε θα άφηνε κανέναν να ανέβη. Πιθανόν μας γνώριζε και κατάλαβε την αγωνία του. Ποτέ δε μάθαμε... Τα χάσαμε όλα, γλυτώσαμε όμως τις ζωές μας και αυτό ήταν αρκετό…

Ένα δίωρο περίπου κράτησε η καταστροφή του σπιτιού μας και μετά ησυχία. Στ’ αυτιά μας έφταναν μόνο τα βήματα των ανθρώπων πάνω στα σπασμένα τζάμια. Και τότε ήρθε ο πατέρας και μας άνοιξε. Δεν μπορώ να περιγράψω τί αντικρίσαμε όταν κατεβήκαμε κάτω. Η μητέρα έβαλε τα κλάματα και εμείς επίσης, ο μόνος αισιόδοξος ήταν ο πατέρας που έλεγε και ξανάλεγε ότι εμείς τα φτιάξαμε και εμείς θα τα ξαναφτιάξουμε, αφού ήμαστε ζωντανοί!

Την επόμενη το πρωί, το φως της ημέρας επιβεβαίωσε το μέγεθος της καταστροφής. Oι άντρες του σπιτιού (ο πατέρας και ο αδελφός του) δεν είχαν ρούχα να φορέσουν ούτε παπούτσια. Μας είχαν αφήσει μια στρατιά ξύλινα σαντάλια, τις λεγόμενες γαλέντζες. Εμείς μείναμε με τα νυχτικά, όπως είχαμε σηκωθεί το προηγούμενο βράδυ βιαστικά από το κρεβάτι. Λεφτά δεν είχαμε ούτε για ψωμί, μια και οι τράπεζες ήταν κλειστές (είχε κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος).

Μέσα σε όλη αυτή τη μαυρίλα δεν έλειπε και το χιούμορ. Ένας πολύ πλούσιος ξυλέμπορος που καθόταν σε ένα αρχοντικό απέναντί μας, ρωτούσε το μπαμπά μου αν είχαμε καφέ και φλιτζανάκια, γιατί ήθελαν να πάρουν πρωινό και δεν είχε μείνει τίποτα στην κουζίνα και γενικά μέσα στο σπίτι τους…

Το απόγευμα κατέφτασε με ταξί ένας Τούρκος αδελφικός φίλος του μπαμπά μου, συνοδευόμενος από ένστολο αξιωματικό (ήταν κουνιάδος του) και παρακάλεσαν να μας πάρουν όλους σπίτι τους για κείνη τη νύχτα. Υπήρχε φήμη για προγραμματισμένη σφαγή! Ο μπαμπάς στην αρχή ήταν ανένδοτος. Η γιαγιά μου και μητέρα του ήταν κατάκοιτη και δεν μπορούσε να μετακινηθεί. Όμως μπροστά στην επιμονή του φίλου μας, τους ακολουθήσαμε εμείς τα παιδιά με τη μαμά μας και οι δύο άντρες του σπιτιού έμειναν πίσω. Βέβαια δεν έγινε τίποτα απολύτως εκείνη τη νύχτα και το πρωί γυρίσαμε στο σπίτι μας και τους βρήκαμε όλους καλά.

Για πολύν καιρό το σπίτι μας είχε μετατραπεί σε έναν αυτοσχέδιο μικρό ξενώνα, στρώματα στα πατώματα, και όποιος ήθελε να κοιμηθεί λίγες νύχτες με σχετική ασφάλεια (βλέπετε εμείς είχαμε και εξώπορτα) έβρισκε καταφύγιο σε μας, ενώ τις μέρες έτρεχαν να επισκευάσουν τα σπίτια τους.

Ο χειμώνας πλησίαζε και τα σχολεία έπρεπε να ανοίξουν, όμως οι ζημιές σε εκκλησίες και σχολεία ήταν ανυπολόγιστες. Από την άλλη οι γονείς ήταν επιφυλακτικοί, δίσταζαν να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, δεν υπήρχε καμιά ασφάλεια. Άλλος αγώνας άρχιζε... Φυσικά το Πατριαρχείο ανέπαφο…

Όμως ο πατέρας μου είχε πάρει την απόφασή του, παρά τις έντονες αντιδράσεις της μητέρας. Έτσι μετά από λίγο καιρό πήραμε το δρόμο για την Ελλάδα, που ο πατέρας τη λάτρευε. Ένα φθινοπωρινό βράδυ στο σταθμό του Σιρκετζή αποχαιρετήσαμε με δάκρυα αυτούς που αφήναμε πίσω, μεταξύ αυτών και τους προσφιλείς νεκρούς μας που είχαμε αποχαιρετήσει την προηγούμενη. Όμως εμένα η ψυχή μου έμεινε για πάντα εκεί. Ακόμα και σήμερα πηγαίνω με νοσταλγία και λαχτάρα και φεύγω με λύπη.



* Η συμπολίτισσα Ελευθερία Μήλογλου είναι συνταξιούχος καθηγήτρια της Γαλλικής γλώσσας. Εργάστηκε για πολλά χρόνια σε σχολεία Β΄βάθμιας Εκπ/σης στο Ν. Καβάλας. Η μαρτυρία της δημοσιεύτηκε στη “Μνήμη” του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, φ. 19, Σεπτ. 2015.





Πόλη, νοσταλγία μου - Hasretim Istanbul  


Στη σημερινή Τουρκία το θέμα των διωγμών αντιμετωπίζεται με ευαισθησία από πολλούς ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους, λογοτέχνες και ανθρώπους του πολιτισμού, οι οποίοι αναδεικνύουν τα λάθη της  πολιτικής που ακολουθήθηκε. Μεταξύ αυτών και οι άνθρωποι του Ιδρύματος Ανταλλαγέντων Λωζάνης (Lozan Mubadilleri Vakfi). Το τρίπτυχο έκθεση – βιβλίο – ταινία με τίτλο «Πόλη, νοσταλγία μου - Hasretim Istanbul» βασίστηκε σε συνεντεύξεις που πήραν οι άνθρωποι του Ιδρύματος από 47 Ρωμιούς της Πόλης οι οποίοι ζουν πλέον στην Ελλάδα. Μέσα από τις αφηγήσεις τους αναδείχθηκαν οι αιτίες του ξεριζωμού, οι καημοί, οι αγωνίες, τα ανεκπλήρωτα όνειρα και η νοσταλγία τους για το γενέθλιο τόπο.

Το όλο έργο πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Οργανισμού «Istanbul 2010 Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» και την βοήθεια του «Συνδέσμου Αποφοίτων Ζωγραφείου», του «Νέου Κύκλου Κωνσταντινουπολιτών» και της «Ένωσης Ομογενών Κωνσταντινουπολιτών Βορείου Ελλάδος». Eγκαινιάσθηκε τον Οκτώβριο του 2010 στο Σισμανόγλειο Μέγαρο της Κωνσταντινούπολης παρουσία της ΑΘΠ του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ενώ την επισκέφθηκε πλήθος Τούρκων πολιτών. Ένας από αυτούς, ο δημοσιογράφος Χιτζάλ Ουλούτς, έγραψε άρθρο με τίτλο: «Είναι αργά για να γυρίσετε. Θα μας συγχωρήσετε;»

Ο Σύλλογος Μικρασιατών Καβάλας φιλοξένησε την έκθεση στη Δημοτική Καπναποθήκη Καβάλας από τις 10 μέχρι και τις 14 Σεπτεμβρίου 2011. Στον εκθεσιακό χώρο προβαλλόταν συνεχώς και η ημίωρης διάρκειας ταινία με τις μαρτυρίες των εκδιωχθέντων Ρωμιών. Στα εγκαίνια της έκθεσης δύο μέλη του Συλλόγου, Ρωμιές της Πόλης που έζησαν εκεί τα Σεπτεμβριανά, η κ. Κική Mac Namara και η κ. Ουρανία Νικολαΐδου (από την Πρίγκηπο και την Πόλη, αντίστοιχα) παρουσίασαν τις συγκινητικές μαρτυρίες τους…
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου