Καβάλα 1924-1932.
Συγκρούσεις γηγενών και προσφύγων για τις ανταλλάξιμες γαίες του Καρά Ορμάν*
Η διανομή των ανταλλάξιμων γαιών στο Καρά Ορμάν της
Καβάλας1 (σημερινό Περιγιάλι) αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης και
συγκρούσεων ανάμεσα στους γηγενείς και στους πρόσφυγες. Με βάση τη Σύμβαση της
Ανταλλαγής,2 οι πρόσφυγες διεκδικούσαν δικαιωματικά τα πάσης φύσεως
ανταλλάξιμα μουσουλμανικά κτήματα (οικίες, καταστήματα, αγρούς κ.ά.), θεωρούσαν
παράνομη την κατοχή τους από γηγενείς και απαιτούσαν την αποβολή τους.3
Το προσφυγικό αίτημα για κλήρο στο Καρά Ορμάν τέθηκε επιτακτικά κατά την περίοδο της αρχόμενης καπνικής κρίσης (1924 κ.ε.). Μεταξύ των διαφόρων προτάσεων που διατυπώθηκαν τότε για την ανακούφιση της πόλης ήταν και η παραχώρηση μερικών στρεμμάτων γης σε πρόσφυγες αγροτικής προέλευσης που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη της Καβάλας και βρίσκονταν αντιμέτωποι με το φάσμα της καπνεργατικής ανεργίας. Για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους οι ενδιαφερόμενοι πρόσφυγες συγκρότησαν στα τέλη του 1924 το “Γεωργικό Πιστωτικό Συνεταιρισμό Αστογεωργών Προσφύγων Καβάλλας”. Περίπου την ίδια περίοδο το Υπουργείο Γεωργίας και η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων εξέταζαν το ενδεχόμενο της επίταξης ενενήντα (90) στρεμμάτων στο Καρά Ορμάν για τη δημιουργία αγροτικού συνοικισμού.
Από τη δική τους πλευρά οι γηγενείς καλλιεργητές προέβαλλαν ισχυρές αξιώσεις, θεμελιωμένες σε βάσιμα επιχειρήματα: Ότι κατείχαν για πολλά χρόνια τα τουρκικά χωράφια ως ενοικιαστές, ότι στη διάρκεια αυτών των ετών είχαν επενδύσει κεφάλαια στην παραγωγή, ότι είχαν προβεί σε δαπανηρές εγκαταστάσεις κ.ά. Τον Οκτώβριο του 1924 “ο Καπνοπαραγωγός”, συνεταιρισμός των εντοπίων, υπέβαλε στην Οικονομική Εφορεία Καβάλας κατάλογο των μελών του που δικαιούνταν ανταλλάξιμη γη στο Καρά Ορμάν ως παλαιοί κάτοχοι.
Τα στοιχεία έγιναν στην πλειονότητά τους δεκτά από το Τοπικό
Συμβούλιο Ανταλλαγής, αμφισβητήθηκαν όμως έντονα από την πλευρά των προσφύγων.
Ο Συνεταιρισμός τους κατήγγειλε την απόφαση ως άδικη και μονόπλευρη (ελήφθη
απόντος του εκπροσώπου του Εποικισμού Καβάλας) και ζήτησε από το Υπουργείο
Γεωργίας να διατάξει την επανεξέταση του καταλόγου των εντοπίων. Το Μάρτιο του
1925, με ψήφισμά της, η γενική συνέλευση του Συνεταιρισμού έκανε λόγο για
κατάφωρη παραβίαση του άρθρου 14 της Σύμβασης της Λωζάννης4 και
επισήμαινε τον κίνδυνο να ξεσπάσουν και στην Καβάλα αιματηρές συγκρούσεις,
παρόμοιες με αυτές του Κιούπκιοϊ.5
Παρά τη διορθωτική απόφαση του Απριλίου 1925, η οποία ικανοποιούσε
εν μέρει την προσφυγική πλευρά, η ένταση συνεχίστηκε με διαξιφισμούς και
αλληλοκατηγορίες από τις σελίδες του Τύπου και με σποραδικές πράξεις βίας.6
Τον Ιούνιο του 1925 ο πρόεδρος του προσφυγικού
συνεταιρισμού, Κάσσανδρος Κυριακίδης, προέβη σε ένα απροσδόκητο διάβημα: Με τηλεγράφημα
διαμαρτυρίας προς την Γραμματεία της Κοινωνίας των Εθνών, κατήγγειλε την
παραβίαση της Σύμβασης της Ανταλλαγής και την αδικία που υφίσταται ο
προσφυγικός κόσμος της περιοχής! Η γενική συνέλευση των συνεταιριστών επιδοκίμασε
την πρωτοφανή ενέργειά του και ομοφώνως τον εξουσιοδότησε να μεταβεί το
Σεπτέμβριο στη Γενεύη για να παραστεί στη Σύνοδο της Κοινωνίας των Εθνών, «όπως
χειρισθή καταλλήλως την όλην υπόθεσιν των ανταλλαξίμων γαιών του Καρά Ορμάν»!
Η πρωτοβουλία του Κυριακίδη ξεσήκωσε αντιδράσεις στην
τοπική κοινωνία, προκάλεσε την παρέμβαση του εισαγγελέα της Καβάλας και ταυτόχρονα δίχασε τον προσφυγικό κόσμο. Οι ενώσεις
Κωνσταντινουπολιτών, Αδριανοπουλιτών και Ποντίων επικρότησαν την άσκηση
ποινικής δίωξης κατά του “προσφυγοπατέρα”, όμως η πλειονότητα των προσφύγων τάχθηκε
στο πλευρό του “ηθικωτάτου ιδεολόγου” και ζήτησε την απαλλαγή του. Στη γραπτή
διαμαρτυρία τους οι πρόσφυγες στηλιτεύουν τους πολέμιους του πρόσφυγα ηγέτη ως ανθρώπους
που κινούνται από “εκμεταλλευτική ιδεολογία” και αγνοούν τον προσφυγικό πόνο. Στρέφονται
επίσης εναντίον του εισαγγελέα της Καβάλας, χαρακτηρίζοντας αντιπροσφυγική την
πολιτεία του. Σημειώνουν ότι λόγω της πολυετούς διαμονής του στην πόλη ανέπτυξε
σχέσεις ανεπίτρεπτης οικειότητας με ισχυρούς του τόπου και ζητούν την άμεση
απομάκρυνσή του. Το ζήτημα διευθετήθηκε με εξηγήσεις και υποχωρήσεις από όλες
τις πλευρές.
Παρότι από τον Οκτώβριο του 1925 η διαχείριση των
ανταλλάξιμων κτημάτων είχε ανατεθεί στην Εθνική Τράπεζα, το ζήτημα του Καρά
Ορμάν εξακολουθούσε να απασχολεί τις τοπικές Αρχές: τη Νομαρχία, το Γραφείο
Εποικισμού και το Πρωτοδικείο Καβάλας. Υπό την εποπτεία της πρώτης συγκροτήθηκε
και λειτούργησε ειδική “επιτροπή διανομής γαιών Καρά Ορμάν”, με αρμοδιότητα τον
έλεγχο των δηλώσεων, την εξέταση των ενστάσεων, την διανομή των αδιάθετων
κτημάτων και τη διευθέτηση των διαφόρων εκκρεμοτήτων.
Η Επιτροπή συνήλθε στις αρχές Μαρτίου 1926 και έκρινε ως
δικαιούμενους κλήρου πενήντα οκτώ (58) γηγενείς και πενήντα τέσσερις (54)
πρόσφυγες, μέλη των δύο συνεταιρισμών. Ανάμεσα στα άλλα κριτήρια, για τους
γηγενείς ελήφθη υπόψη αν είχαν κατοικίες στη συγκεκριμένη περιοχή, ενώ για τους
πρόσφυγες αν ήταν “αυτοκαλλιεργητές” στην πατρίδα τους, δηλ. αν η κύρια
επαγγελματική δραστηριότητά τους ήταν η καλλιέργεια της γης και αν το
μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους προερχόταν από γεωργική εκμετάλλευση.
Οι δύο πλευρές ωστόσο δυσκολεύονταν να αποδεχτούν τη συμβιβαστική
και ισορροπημένη λύση της Επιτροπής. Ενδεικτικό είναι ότι ο συνεταιρισμός των
γηγενών, επικαλούμενος διάφορους προσχηματικούς λόγους, αρνήθηκε να συμπράξει με
τη νομαρχιακή επιτροπή στο έργο της διανομής των αγροτεμαχίων και της
επιδίκασης των αποζημιώσεων.7 Οι πρόσφυγες, από την άλλη, επέμεναν στην
άμεση εγκατάσταση «υπερογδοήκοντα προσφυγικών οικογενειών […] δικαιουμένων
εγκαταστάσεως τόσο εν καπνοχωράφοις όσο και λαχανοκήποις».8 Επιπλέον
μερικοί προσφυγικοί σύλλογοι της πόλης θεωρούσαν εαυτούς αδικημένους σε σχέση
με άλλους και σχεδίαζαν να ζητήσουν την παραχώρηση γης για τα μέλη τους!
Το Υπουργείο Γεωργίας αγνοώντας τις σπασμωδικές αντιδράσεις και τις μαξιμαλιστικές θέσεις των δύο πλευρών, διέταξε το νομάρχη, τον εισαγγελέα και τον προϊστάμενο του Εποικισμού να προχωρήσουν στην εφαρμογή των αποφάσεων, γιατί κάθε καθυστέρηση απέβαινε εις βάρος της παραγωγής. Η εγκατάσταση των δικαιούχων γηγενών και προσφύγων στο Καρά Ορμάν πραγματοποιήθηκε τελικά τον Απρίλιο - Μάιο του 1926, με τη σύμφωνη γνώμη των δύο συνεταιρισμών. Στους πρόσφυγες δόθηκαν από πέντε (5) στρέμματα, κλήρος που μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικός, δεδομένου ότι στα καπνοπαραγωγικά χωριά της Καβάλας ο γεωργικός κλήρος δεν ξεπερνούσε πάντα τα δέκα (10) στρέμματα.9
Ανοιχτό παρέμενε ωστόσο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του
1930 το ζήτημα της διανομής και της κυριότητας των λαχανόκηπων. Στην
πλειονότητά τους βρίσκονταν στην κατοχή των γηγενών καλλιεργητών, οι οποίοι
είχαν επιβαρυνθεί με εγκαταστάσεις και δαπανηρές εργασίες, ενώ αρκετοί είχαν
ήδη συνεταιριστεί με πρόσφυγες! Όλα αυτά καθιστούσαν δύσκολη την διευθέτηση του
ζητήματος, παρά τις υποσχέσεις του πολιτικού κόσμου.10
Το 1932 η υπηρεσία της που είχε τη διοίκηση και
διαχείριση των ανταλλαξίμων κτημάτων αποφάσισε να πωλήσει στους κατόχους τους τις
καπνοπαραγωγικές και τις λαχανοκηπουρικές γαίες του Καρά Ορμάν. Έτσι -σχολιάζει
ο τοπικός Τύπος- «δύναται να θεωρηθή ως τερματισθέν το ζήτημα διά το οποίον
κατά την μακαρίαν εποχήν της Δικτατορίας [ενν. του Πάγκαλου] παρ’ ολίγον να
παρέμβη και η Κοινωνία των Εθνών».
Στο ζήτημα των γαιών του Καρά Ορμάν, όπως και στα αντίστοιχα των ανταλλάξιμων οικιών και καταστημάτων (γενικότερα των χώρων κατοικίας και εργασίας), αναμετρήθηκαν οι λογικές, τα δίκαια και τα συμφέροντα του γηγενούς και του προσφυγικού κόσμου της Καβάλας. Εκτός από τις αντικειμενικές δυσκολίες, πρόσθετες δυσχέρειες στην επίλυση του προβλήματος δημιουργούσε η εμπλοκή παραγόντων που προωθούσαν τις ιδιοτελείς επιδιώξεις τους στο όνομα του “γηγενισμού” και του “προσφυγισμού”. Όμως οι κραδασμοί σύντομα απορροφήθηκαν και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης και ανεργίας, οι δύο ομάδες συμπορεύονται με κοινά προβλήματα, κοινές επιδιώξεις και κοινά αιτήματα.11
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*
Βασική πηγή πληροφοριών για την εξέλιξη του ζητήματος υπήρξε ο Τύπος των
Αθηνών, της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας, των ετών 1923-1933.
[1]
Στοιχεία για το Καρά Ορμάν της τελευταίας οθωμανικής περιόδου, Κυριάκος
Λυκουρίνος, «“… προς ανέγερσιν εκκλησίας εις το Καραορμάνιον…”. Η εκκλησία του
Αγίου Αθανασίου, 1879-1888», https://lykourinos-kavala.blogspot.com/2017/01/1879-1888.html.
[2]
Υπουργείον Εξωτερικών – τμήμα Κοινωνίας των Εθνών, Σύμβασις περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών,
υπογραφείσα εν Λωζάννη τη 30ή Ιανουαρίου 1923, εν Αθήναις 1923.
[3]
Ανταλλάξιμη περιουσία ονομάστηκε η περιουσία των μουσουλμάνων που εγκατέλειψαν
αναγκαστικά τον ελλαδικό χώρο με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923). Για το
νομικό πλαίσιο, τη διαχείρισή της και το δικαίωμα των προσφύγων επ’ αυτής,
Βλάσης Αγτζίδης, Μικρά Ασία. Ένας
οδυνηρός μετασχηματισμός (1908-1923), Αθήνα 2015, σ. 248-254· Ναστούλα Εύα Τηλέμαχου, Η Σύμβαση
περί Ανταλλαγής πληθυσμών (1923) και οι νομικές της συνέπειες, αδημ.
μεταπτυχιακή εργασία, Νομική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2009· Θεόδωρος Ε. Παυλίδης, Οι
ανταλλάξιμοι πρόσφυγες - Τύχη ανταλλάξιμης περιουσίας, Αθήνα 2018· του ίδιου, «Το ζήτημα της κυριότητος επί των ανταλλαξίμων μουσουλμανικών κτημάτων», http://anatoliblog.blogspot.com/2013/01/blog-post_28.html.
[4]
Το άρθρο 14 της Σύμβασης όριζε ότι ο πρόσφυγας «δικαιούται κατ' αρχήν να λάβη
εν τη χώρα, ένθα μεταναστεύει και διά τα ποσά άτινα τω οφείλονται, περιουσίαν
ίσης αξίας και της αυτής φύσεως οία η παρ' αυτού εγκαταλειφθείσα».
[5]
Αναφέρεται στα αιματηρά επεισόδια του φθινοπώρου 1924 στην επαρχία Φυλλίδος του
Ν. Σερρών: Οι γηγενείς του Κιούπκιοϊ (σήμ. Πρώτη) επιτέθηκαν στο γειτονικό
προσφυγικό συνοικισμό (μετέπειτα Νέα Μπάφρα), «πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους
σταύλους, τους αχυρώνας, λεηλατήσαντες τας αποσκευάς…», με σκοπό να εκδιώξουν
τους πρόσφυγες από τα ανταλλάξιμα κτήματα. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων ήταν αρκετοί
νεκροί και τραυματίες.
[6]
Στη σοβαρότερη από αυτές, τον Ιούνιο του 1925 εντόπιοι κατέστρεψαν τα φυτεμένα
καπνά σε χωράφια που είχαν παραχωρηθεί σε προσφυγικές οικογένειες. Με έγγραφό
τους προς το Νομάρχη οι πρόσφυγες ζήτησαν την έγκαιρη επιβολή του νόμου,
πριν «αλληλοσκοτωθούν αναμεταξύ τους
πρόσφυγες και εντόπιοι».
[7]
Αποζημίωση έλαβαν όσοι είχαν ήδη καλλιεργήσει, αλλά τελικά δεν κρίθηκαν
δικαιούχοι ανταλλάξιμης γης.
[8]
Από το ψήφισμα των 300 εκπροσώπων του προσφυγικού κόσμου της Καβάλας στο
Παμπροσφυγικό Συνέδριο της 14ης Μαρτίου 1926.
[9]
Βλ. Κυριάκος Λυκουρίνος, «Η αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων στο Ν. Καβάλας,
1922-1926: Εποικισμός - στέγαση - γεωργικός κλήρος», Μνήμη, 11 (Ιαν. 2014) 6-9 και Μνήμη,
12 (Μάιος 2013) 18-19. Ως ενιαίο κείμενο διαθέσιμο και στο: https://lykourinos-kavala.blogspot.com/2016/12/1922-1926.html.
[10]
Μεγαλύτερες πιέσεις ασκήθηκαν από την πλευρά των προσφύγων κατά την περίοδο
1928-1932, όταν βρέθηκε σε κυβερνητικές θέσεις ο πρόσφυγας Αχιλλέας Παπαδάτος, βουλευτής
Καβάλας από το 1923 μέχρι και το 1936 και στενός συνεργάτης του Ελευθερίου
Βενιζέλου.
[11]
Για παράδειγμα, το 1933 οι αστοαγρότες του Καρά Ορμάν ζητούν την παύση του
διορισμένου από το Δήμο αγροφύλακα, διότι δεν μπορούν να πληρώνουν φόρο
αγροφυλακής για τα πέντε στρέμματα που κατέχουν και γενικότερα δεν μπορούν να
εξοικονομήσουν τα μέσα της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου