Πτυχές μιας δύσκολης συμβίωσης: Αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις γηγενών - προσφύγων στην Καβάλα, 1922-1925

 

Πτυχές μιας δύσκολης συμβίωσης: Αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις γηγενών - προσφύγων στην Καβάλα, 1922-1925*

Εισαγωγή

Από την επαύριον της Μικρασιατικής Καταστροφής η πόλη της Καβάλας δέχτηκε προσφυγικό πληθυσμό δυσανάλογο με τα μεγέθη και τις υποδομές της.[1] Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Πρόνοιας, μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου είχαν αποβιβαστεί για προσωρινή εγκατάσταση 33.000 πρόσφυγες[2]  και η πόλη είχε καταστεί ένα απέραντο προσφυγικό στρατόπεδο.

Αναφέρει ο Τύπος της εποχής: «Η πόλις της Καβάλλας παρουσιάζει θέαμα καταπληκτικής ανθρωποσυρροής, τα ατμόπλοια αποβιβάζουσι διαρκώς πρόσφυγας της Θράκης, άπασαι δε αι οδοί κατέχονται υπό ανθρωπομαζών κοιμωμένων εις το ύπαιθρον μέχρι εξευρέσεως οικημάτων και αποθηκών. Το θέαμα του απεράντου προσφυγικού στρατοπέδου παρέχει την εικόνα βαρείας ανθρωπιστικής σκληρότητος».[3]

Πρόσφυγες αποβιβάζονται στην Καβάλα, Οκτ. 1922

Στην επίσημη Απογραφή Προσφύγων του Απριλίου 1923 και στα συνοδευτικά βασιλικά διατάγματα η Καβάλα εμφανίζεται με 32.000 πρόσφυγες.[4] Ο αριθμός τους αυξάνεται ραγδαία το επόμενο διάστημα με τις μεγάλης κλίμακας μετεγκαταστάσεις προσφυγικών πληθυσμών από τα νησιά της πρώτης εξόδου και από διάφορες περιοχές της παλιάς Ελλάδας προς τη Ανατολική Μακεδονία.[5]

Η κατάσταση επιδεινώνεται συνεχώς και κορυφώνεται τον Οκτώβριο - Νοέμβριο 1924, με τις τελευταίες καραβιές των ανταλλάξιμων από την Κωνσταντινούπολη και την Καππαδοκία. Ο πολιτικός Αντ. Μπακάλμπασης, που τότε περιόδευε στην περιοχή, εμφανίζει την Καβάλα ως ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί και στις δηλώσεις του εκφράζει φόβους για συγκρούσεις μεταξύ εντοπίων και προσφύγων:

«Οι πρόσφυγες, αστοί και αγρόται, λόγω της εργασίας των καπνών συγκεντρούνται σαρδεληδόν εντός της πόλεως, αφού το ένστικτον της αυτοσυντηρησίας τους αναγκάζει να παραβλέπουν και αυτόν ακόμη τον νόμον του αδιαχωρήτου. Υπάρχουν σήμερον εντός της Καβάλλας 60.000 πρόσφυγες και τα ατμόπλοια εξακολουθούν να αποβιβάζουν. Πού βαίνομεν αδυνατώ να προΐδω. Εν πάση περιπτώσει, εάν η κατάστασις εξακολουθήση άνευ λήψεως ριζικών μέτρων, πολύ ταχέως θα ευρεθώμεν ουχί πλέον προ λυπηρών, αλλά δυστυχώς προ τραγικών επεισοδίων».

Κατά τον πολιτικό, το πρόβλημα της Καβάλας θα αντιμετωπιζόταν αποτελεσματικά μόνο με τη βελτίωση του εποικιστικού έργου και την μετακίνηση της πλειονότητας των προσφύγων στην αγροτική περιφέρεια. Ωστόσο ως μέτρο πρόσκαιρης ανακούφισης προτείνει τηλεγραφικώς στην κυβέρνηση την άμεση αποστολή χιλίων γερμανικών οικίσκων[6], επειδή αυτή η λύση «δύναται προλάβη σύρραξιν μεταξύ προσφύγων και εντοπίων».[7]

Προσφυγικά παραπήγματα στο λιμάνι (1923;)

Ο κλονισμός της πόλης και το αίτημα της αραίωσης

Η Καβάλα είχε δεχτεί μεγάλο αριθμό προσφύγων και κατά την προηγούμενη δεκαετία. Μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου είχαν καταφύγει στην περιοχή της κάτοικοι από τη δυτική Θράκη (Ξάνθη, Μαρώνεια κ.ά.), και από τη βορειοδυτική (Ορτάκιοϊ, Λίτιτσα κ.ά.), ενώ το 1914-1916 είχαν εγκατασταθεί εδώ χιλιάδες θύματα των ανθελληνικών διώξεων στην Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Αναλογικά με τον πληθυσμό της περιοχής, κατά καιρούς ο αριθμός των προσφύγων ήταν πολύ μεγάλος. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι 4.444 πρόσφυγες της Καβάλας του 1916 αντιστοιχούσαν σε περίπου 20% επί του συνολικού πληθυσμού της πόλης, ενώ οι 1.310 του Πραβίου σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο.[8] Συνεπώς υπήρχε στην περιοχή μας η εμπειρία της υποδοχής προσφύγων και οι μηχανισμοί για τη διαχείριση των προβλημάτων που δημιουργούσε η παρουσία τους.

Όμως στα τέλη του 1922 οι αριθμοί ήταν δυσθεώρητοι, ενώ η πόλη και η ευρύτερη περιοχή δεν είχαν ανακάμψει ακόμη και δεν είχαν αποκαταστήσει τις μεγάλες υλικές καταστροφές που είχαν υποστεί κατά την περίοδο της Βουλγαρικής κατοχής 1916-1918. Γι’ αυτούς τους λόγους, σε συνδυασμό με την οικονομική δυσπραγία, την ελλιπή κρατική οργάνωση και την ανεπαρκή στελέχωση των υπηρεσιών του Εποικισμού, οι κρατικές υπηρεσίες δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στο πρωτοφανές έργο της περίθαλψης των προσφύγων και να καλύψουν τις τεράστιες ανάγκες τους για καταλύματα, τρόφιμα, κλινοσκεπάσματα, ρουχισμό, φάρμακα κ.ά.[9]

Έτσι με την έλευση και τη συνεχιζόμενη παραμονή χιλιάδων ανθρώπων η πόλη δέχτηκε έναν ισχυρό κλονισμό: Σε όλα τα σημεία της, ακόμη και στα κεντρικότερα, φύτρωσαν σκηνές και άθλια παραπήγματα, ενώ οι καπναποθήκες, τα σχολεία, οι εκκλησίες, τα τζαμιά και πολλά δημόσια κτήρια κατακλύστηκαν από πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να αποδιοργανωθεί η οικονομική και κοινωνική ζωή. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις επιπτώσεις που είχε στην τοπική κοινωνία η χρησιμοποίηση δεκάδων καπναποθηκών ως προσφυγικών καταυλισμών.

Όπως είναι γνωστό από πλήθος πηγών, μαρτυριών και λογοτεχνικών έργων, ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων της Καβάλας στεγάστηκε εξ αρχής στις επιταγμένες καπναποθήκες.[10] Σ’ αυτούς τους τεράστιους προσφυγικούς καταυλισμούς των εκατοντάδων ή και μερικών χιλιάδων ατόμων, οι συνθήκες εγκυμονούσαν άμεσο κίνδυνο για την προσωπική τους και τη δημόσια υγεία.[11]  Ήδη από τους πρώτους μήνες, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, διατυπώνονταν στον τύπο προειδοποιήσεις για επερχόμενες επιδημίες κατά τους ζεστούς μήνες του χρόνου.[12] Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στις αρχές του 1923 είχαν εμφανιστεί στην Καβάλα κρούσματα εξανθηματικού τύφου, η πόλη μετρούσε ήδη 9 νεκρούς και με εντολή των υγειονομικών υπευθύνων τα σχολεία είχαν διακόψει τη λειτουργία τους.[13] Λίγους μήνες μετά, το Μάιο του 1923, με προκήρυξη προς τους πρόσφυγες, διατυπωνόταν επιτακτικά η εντολή για εκκένωση των καπναποθηκών: “Όσοι μένετε στις καπναποθήκες πρέπει να φύγετε το γρηγορώτερο, γιατί τώρα το καλοκαίρι με τες ζέσταις θα πέσουν αρρώστειες”.[14]

Δεν ήταν μόνο οι άθλιες συνθήκες υγιεινής, η έλλειψη του νερού, των μέσων καθαριότητας και των αποχωρητηρίων… Στις τεράστιες σάλες των καπναποθηκών, που είχαν χωριστεί σε μικρούς “ιδιωτικούς χώρους” με τσουβάλια και κουρελούδες, η μαζική διαβίωση ήταν αφόρητη, η συνύπαρξη του ετερόκλητου πλήθους ήταν δυσχερής και οι συγκρούσεις αναπόφευκτες. Ο ιδιωτικός και οικογενειακός βίος είχε καταργηθεί, αφού τα πάντα γίνονταν σε σχεδόν κοινή θέα και εις επήκοον όλων, ενώ ο κίνδυνος των ηθικών παρεκτροπών ήταν καθημερινός. Οι καπναποθήκες αποτελούν “κέντρον διαφθοράς ψυχικής και σωματικής”, είχε παραδεχτεί ο υπουργός Μπακάλμπασης.

Κατά μαρτυρία πρόσφυγα από την Ηρακλείτσα της Ανατ. Θράκης, όλοι οι συγχωριανοί τους στεγάστηκαν αρχικά στην καπναποθήκη "Μάγειρας" (Mayer)

Η χρησιμοποίηση των καπναποθηκών ως προσφυγικών καταυλισμών είχε και μία σοβαρή οικονομική διάσταση: Από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο η πολυπληθής καπνεργατική τάξη της Καβάλας -χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και μεγάλα παιδιά- έβγαινε από την αναγκαστική ανεργία της και έπιανε δουλειά στα καπνεργοστάσια, που για πολλές οικογένειες ήταν η μοναδική πηγή εισοδήματος. Κατά συνέπεια η μείωση των διαθέσιμων χώρων για την επεξεργασία του καπνού μπορούσε να αποτελέσει πλήγμα για την οικονομία της πόλης και της ευρύτερης περιοχής, με δραματικές συνέπειες αφενός για τις τάξεις των καπνεργατών και των καπνοπαραγωγών και αφετέρου για τις σχέσεις των γηγενών με τους πρόσφυγες.

Σε έκθεσή του το Επιμελητήριο Καβάλας διαπίστωνε για το έτος 1925 σοβαρή μείωση των επεξεργαζόμενων ποσοτήτων καπνού στις καπναποθήκες της πόλης, σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια, αποδίδοντας τη μείωση αυτή και στην παρατεταμένη κατοχή των καπναποθηκών από τους πρόσφυγες.[15]

Ο καπνεμπορικός σύλλογος της Καβάλας ζητούσε από τους εκάστοτε τοπικούς βουλευτές και υπουργούς Οικονομικών να ενοικιάσει τις τουρκικές καπναποθήκες για τους κρίσιμους μήνες της επεξεργασίας των καπνών, διαθέτοντας μεγάλα ποσά (4-5 εκατομμύρια δρχ. στα μέσα της δεκ. του 1920).[16] Το αίτημά δε γινόταν δεκτό· απλώς κατά τις περιόδους της εντατικής εργασίας στις καπναποθήκες στέλνονταν από την Θεσσαλονίκη στην Καβάλα περίπου 500 σκηνές, για να φιλοξενηθούν οι προσφυγικές οικογένειες που εγκατέλειπαν τις καπναποθήκες.

Ενδεικτική των αδιεξόδων ήταν η περίπτωση των δύο καπναποθηκών γαλλικής εταιρείας: Το φθινόπωρο του 1922, τον καιρό της μαζικής άφιξης των πρώτων προσφύγων, ο Kuffler, διευθυντής της Société des Tabacs d’ Orient et d’ Outre-Mer στην Καβάλα, έθεσε δωρεάν στη διάθεση της τοπικής Επιτροπής Περιθάλψεως Προσφύγων δύο καπναποθήκες της εταιρείας. Ευνόητο είναι ότι η αυτή η παραχώρηση θα ήταν μικρής διάρκειας. Έκτοτε ο Kuffler είχε επανειλημμένως ζητήσει την εκκένωση των Αποθηκών, όμως μέχρι και το φθινόπωρο του 1924 το αίτημά του δεν έχει ικανοποιηθεί, παρά τα διαβήματα της Γαλλικής Πρεσβείας προς την ελληνική κυβέρνηση.

Η κατάσταση περιγράφεται στην απορριπτική απάντηση του νομάρχη Καβάλας: «Αποθήκαι Γαλλικών εταιρειών κατέχονται μετά είκοσι άλλων ομοίων εν αις στεγάζονται επτακόσιαι προσφυγικαί οικογένειαι. Ένεκα πληθωρικής συγκεντρώσεως προσφύγων εν Καβάλλα, ανερχομένων εις εξήκοντα χιλιάδας (60.000), έναντι δεκάδος αναχωρησάντων Μουσουλμάνων, ουδέ η ελαχίστη γωνία παραμένει κενή ίνα καταστή δυνατή εκκένωσις οιασδήποτε αποθήκης. Τελευταίως με τους εξ ανταλλαγής προελθόντας και αυτά τα πεζοδρόμια και αι εκκλησίαι είναι πεπληρωμέναι προσφύγων ους βαθμηδόν εγκαθιστώμεν υπό προχείρους σκηνάς.[…] Από χρόνου πολλού ουδεμία αποθήκη εξεκενώθη ουδέ είναι δυνατόν να εκκενωθή δι’ ους ανωτέρω αναφέρω λόγους».[17]

Η συρροή των προσφύγων είχε και άλλες σοβαρές συνέπειες: Οι γηγενείς νοικοκυραίοι είδαν την ανθρώπινη δυστυχία να σκιάζει την ζωή τους, φοβήθηκαν το ετερόκλητο πλήθος των ξένων, τη βρωμιά και τις αρρώστιες και πολλοί ένιωσαν άβολα με το διαφορετικό τρόπο ζωής, τις αντιλήψεις και τις νοοτροπίες των προσφύγων.

Οι εύποροι αστοί είδαν την εξαθλιωμένη προσφυγιά να καταλαμβάνει τις λέσχες, τα κέντρα διασκέδασης, τα ξενοδοχεία, τους κινηματογράφους, τις εξοχές, όλους τους δημόσιους χώρους ακόμη και τα σπίτια τους,[18] ενώ οι φτωχοί ένιωσαν αδικημένοι, καθώς είδαν την κρατική μέριμνα να στρέφεται πλέον στους νεοφερμένους.

Όλοι, τέλος, είδαν τη ζωή τους να γίνεται δυσκολότερη από την ασφυκτική συνύπαρξη και την αναγκαστική συγκατοίκηση στα επιταγμένα οικήματα, από την αύξηση των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης, από την ακόμη μεγαλύτερη έλλειψη του νερού, από τη διόγκωση της παιδικής αλητείας και της επαιτείας και από άλλες δύσκολες καταστάσεις.[19]  

Για όλους αυτούς τους λόγους μόνιμο αίτημα των τοπικών Αρχών και του Τύπου αποτελούσε η “αραίωση” της Καβάλας, με τη μετακίνηση του προσφυγικού πληθυσμού της στην αγροτική ενδοχώρα. Χαρακτηριστική της αγωνιώδους προσπάθειας είναι η προκήρυξη της τοπικής Επιτροπής Περιθάλψεως Προσφύγων “Προς τους εν Καβάλλα διαμένοντας πρόσφυγας” της 12ης Μαΐου 1923.

     Η προκήρυξη της 12ης Μαΐου 1923                    

Με την προκήρυξη η Επιτροπή επισήμαινε με τρόπο επιτακτικό και ανοίκειο ότι “η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος”. Ειδικότερα, καλούσε τους γεωργούς να εγκαταλείψουν την πόλη και να πάνε στα “τούρκικα χωριά όπου θα εύρουν σπήτια, χωράφια και ό,τι άλλο τους χρειάζεται για να ζήσουν”, ενώ για τους “Θαλασσινούς, Περάμιους και Γανοχωρίτες” υποδείκνυε την περιοχή των Ελευθερών, όπου η κυβέρνηση σχεδίαζε να ανεγείρει προσφυγικό συνοικισμό.[20]

Όμως παρά τις πιέσεις και τις απειλές ακόμη, στην πλειονότητά τους οι εδώ πρόσφυγες, όχι μόνο αυτοί που κατάγονταν από αστικά και ημιαστικά κέντρα αλλά και οι προερχόμενοι από αγροτικές περιοχές, δεν έδειχναν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την Καβάλα, καθώς θεωρούσαν ότι η πόλη προσφέρει ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για επαγγελματική απασχόληση και περισσότερα πλεονεκτήματα από την άποψη της προσφοράς υπηρεσιών, όπως συσσίτια, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ρουχισμό και άλλες παροχές και από τις κρατικές υπηρεσίες και τις ελληνικές και ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις.

Οι γηγενείς και ο Τύπος που εξέφραζε τις αγωνίες και τις φοβίες τους, κατά κανόνα δε συμμερίζονταν τις λογικές επιφυλάξεις των προσφυγικών οικογενειών [21], απορούσαν “διατί οι εν Καβάλλα πρόσφυγες περιφρονούν την εγκατάστασιν εις τα χωρία, όπου θα ήσαν δι’ αυτούς ασυγκρίτως καλύτεροι οι όροι ζωής” και συχνά εξέφραζαν επικριτικές απόψεις: Ότι οι καλομαθημένες κυρίες των προσφύγων απέφευγαν τη σκληρή αγροτική εργασία και ότι οι ίδιοι είχαν βολευτεί στην Καβάλα, επειδή οι γυναίκες και τα κορίτσια τους έβρισκαν εύκολα δουλειά στις καπναποθήκες.[22]

Υπ’ αυτές τις συνθήκες τα αρχικά συναισθήματα ανθρωπιάς, συμπάθειας και αλληλεγγύης, που είχαν εκδηλωθεί εμπράκτως από τους κατοίκους της Καβάλας [23], άρχισαν να δίνουν τη θέση τους στην ενόχληση και την αδιαφορία, στην αντιπάθεια και την αποστροφή.

Στην παρούσα ανακοίνωση δεν είναι δυνατό ούτε και σκόπιμο να εξετάσουμε όλες τις πτυχές του θέματος.[24] Άλλωστε στην πόλη της Καβάλας οι αντιπαραθέσεις γηγενών – προσφύγων ήταν πολύ ηπιότερες απ’ ό,τι σε άλλες περιοχές. Στο χώρο των καπνεργατών, για παράδειγμα, δε θα εντοπίσει κανείς φαινόμενα διαχωρισμού, παρά μόνο σκιές στην περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης και ανεργίας των αρχών της δεκαετίας του 1930.[25] Στην εισήγησή μας θα επικεντρωθούμε στο ζήτημα της κατοικίας και της επαγγελματικής στέγης, που αποτέλεσε όντως πεδίο σκληρής αναμέτρησης.[26]

Τμήμα των ανατολικών συνοικιών της Καβάλας με ανταλλάξιμα (ΓΑΚ Καβάλας)

Το ζήτημα της κατοικίας και της επαγγελματικής στέγης, 1922-1925 

Με βάση τις διεθνείς συμβάσεις και την ελληνική νομοθεσία τα πάσης φύσεως ανταλλάξιμα μουσουλμανικά κτήματα (οι οικίες, τα καταστήματα, οι αγροί κ.ά. ακίνητα που εγκατέλειψαν οι ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι στην Ελλάδα) ανήκαν δικαιωματικά στην προσφυγική ολότητα.[27] Γι’ αυτό το λόγο μέχρι το καλοκαίρι του 1924 είχαν εκδοθεί διάφορες διατάξεις που απαγόρευαν επί ποινή ακύρωσης κάθε μεταβίβαση ανταλλάξιμων περιουσιακών στοιχείων σε γηγενείς, προβλέποντας και κυρώσεις για τους παραβάτες.[28] Ενδεικτικά, το νομοθετικό διάταγμα του Μαΐου 1924 προέβλεπε βαριές ποινές φυλάκισης και πρόστιμα από 1.000 μέχρι 50.000 δρχ. για όσους καταλάμβαναν αυθαίρετα τα ακίνητα των ανταλλασσόμενων μουσουλμάνων. Οι ίδιες ποινές ίσχυαν και για όσους νέμονταν ήδη τέτοια ακίνητα και δεν έσπευδαν να τα δηλώσουν στις κατά τόπους οικονομικές εφορίες.[29]

Ωστόσο, παρά τις ρητές απαγορεύσεις, ένας μεγάλος αριθμός τουρκικών ακινήτων είχαν περιέλθει στην κατοχή εύπορων γηγενών, με μακροχρόνιες μισθωτήριες συμβάσεις, με εικονικά και προχρονολογημένα συμβόλαια, με διάφορα ιδιωτικά πωλητήρια και συμφωνητικά, με χρεωστικά συμβόλαια δήθεν για παλιά χρέη έναντι των οποίων παραχωρούσαν τα ακίνητά τους κ.ά.[30]

Μ’ αυτές τις περιβόητες “ανώμαλες δικαιοπραξίες” (ή “άτακτες αγοραπωλησίες”) επωφελούνταν και τα δύο μέρη: οι μεν ντόπιοι, χριστιανοί και εβραίοι, αποκτούσαν, με πολύ χαμηλό τίμημα, ένα ακίνητο, με την προσδοκία ή τη βεβαιότητα ότι θα βρεθεί κάποτε μια “στοργική” κυβέρνηση να τις νομιμοποιήσει (όπως κι έγινε σε πολλές περιπτώσεις),[31] ενώ οι Τούρκοι λάμβαναν μετρητά για την μετεγκατάστασή τους στην Τουρκία, αντί να περιμένουν τις αμφίβολες αποζημιώσεις για τις ακίνητες περιουσίες τους.

Σε μια πόλη όμως που μετρούσε χιλιάδες ανθρώπους σε καπναποθήκες, σε τζαμιά, σε τρώγλες, σε αυτοσχέδια παραπήγματα και σε σκηνές,[32] η κατοχή μουσουλμανικών ακινήτων από γηγενείς αποτελούσε πρόκληση και δημιουργούσε ένταση στις σχέσεις των σύνοικων πληθυσμών.

Οι πρόσφυγες με συνεχή διαβήματα ζητούσαν επιτακτικά από τις αδρανείς και αμήχανες κρατικές υπηρεσίες να εφαρμόσουν τις κυβερνητικές διατάξεις για την προστασία της προσφυγικής περιουσίας και στρέφονταν εναντίον της κυβέρνησης, απειλώντας ακόμη και με προσφυγή σε διεθνή όργανα.

Στις αρχές Μαΐου 1924, «υπό την πίεσιν της αφορήτου καταστάσεως των αστών προσφύγων», η Συνομοσπονδία Προσφύγων Μακεδονίας - Θράκης επέδωσε στον πρωθυπουργό Αλεξ. Παπαναστασίου υπόμνημα, όπου περιλαμβάνονταν και τα εξής αιτήματά της: «1. Να διακηρυχθή δι’ επισήμων δηλώσεων της Κυβερνήσεως ότι, δυνάμει των υπαρχουσών συνθηκών, άπασαι αι εγκαταλειφθείσαι και εγκαταλειπόμεναι περιουσίαι υπό των Τούρκων, είτε αγροτικαί είτε αστικαί, ανήκουσι εις την κυριότητα της ολότητος των προσφύγων.[…] 3. Πάσα μίσθωσις υφισταμένη υπό οποιονδήποτε τύπον επί παντός εκ των ανωτέρω κτημάτων να λύηται διοικητικώς διατασσομένης της αμέσου εξώσεως των κατόχων.[…] 6. Να ληφθώσιν αυστηρά μέτρα διά τους παρανόμως νεμομένους τουρκικά κτήματα, δυνάμει ψευδών εγγράφως ιδιοκτησίας».

Πρόσφυγες από την Πέραμο της Κυζίκου στην Καβάλα
(Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού Καβάλας)

Ο πρωθυπουργός αναγνώρισε και δήλωσε ρητά ότι η ανταλλάξιμη περιουσία ανήκει στην ολότητα των προσφύγων και η διαχείριση πρέπει να γίνει προς όφελός της. Για το προτεινόμενο μέτρο των εξώσεων, δέχτηκε ότι πρέπει να επιβληθεί στους αποδεδειγμένα “ευπορούντας”. Αποφασίστηκε τέλος, με τη σύμφωνη γνώμη των προσφύγων, να συγκροτηθούν κατά τόπους επιτροπές για την εύρεση και διάθεση καταλυμάτων και τη σύμπτυξη σπιτιών και καταστημάτων.[33]

Οι γηγενείς, από την άλλη πλευρά, πίστευαν ότι στους πρόσφυγες είχαν αναγνωριστεί περισσότερα του δέοντος δικαιώματα, γεγονός που καθιστούσε επισφαλή την περιουσία τους, και απαιτούσαν από τους αρμόδιους υπαλλήλους να μην περιορίζονται στα αυστηρά πλαίσια των διαταγών και των νόμων, αλλά να λαμβάνουν υπόψη την υφιστάμενη κατάσταση και να αναλογίζονται τις συνέπειες των όποιων αποφάσεών τους.

Οι πρώτες σοβαρές προστριβές για το ζήτημα των ανταλλαξίμων μαρτυρούνται στην Καβάλα το φθινόπωρο του 1923, όταν ανακοινώθηκε η επικείμενη εφαρμογή των κυβερνητικών μέτρων υπέρ των προσφύγων. Η περαιτέρω όξυνση αποφεύχθηκε χάρη στην επέμβαση του Νομάρχη Δράμας, ο οποίος ήρθε στην Καβάλα, συγκάλεσε σε σύσκεψη τους αντιπροσώπους των κοινοτήτων και των προσφυγικών συλλόγων και κατάφερε να κατευνάσει τα πνεύματα.

Στην τετράωρη σύσκεψη διαπιστώθηκε ότι οι διοικητικοί υπάλληλοι αδυνατούσαν ή απέφευγαν να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα, φοβούμενοι τις αντιδράσεις της θιγόμενης πλευράς και την επιδείνωση της κατάστασης. Κυρίως όμως προέκυψε η αμοιβαία καχυποψία και η κοινή πεποίθησή των δύο πλευρών ότι η μία επιβουλεύεται την ευημερία της άλλης.[34] 

Ενδεικτική των προσφυγικών αντιδράσεων [35] είναι η “Έκκλησις των Αμισινών αστέγων προσφύγων” της 15ης Φεβρουαρίου 1925, την οποία υπέγραφαν 171 άτομα: Εκφράζουν τη διαμαρτυρία τους γιατί τα περισσότερα ανταλλάξιμα κατέχονται εδώ από ντόπιους, αξιωματικούς και κρατικές Αρχές, ζητούν από τη ελληνική δικαιοσύνη να προστατεύσει τα δίκαιά τους και απειλούν με προσφυγή στην Κοινωνία των Εθνών:

                      Ζεύγος προσφύγων από                         
την Σαμψούντα
(Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού
Καβάλας) 
«Οι υποφαινόμενοι Πρόσφυγες Πόντιοι Αμισινοί φθάσαντες εις Καβάλλαν ως αντικαταστάται ανταλλαγέντων Τούρκων εις τους οποίους παρεδώσαμεν τα ιδικά μας οικήματα και καταστήματα, εξεπλάγημεν ευρόντες το πλείστον των ανταλλαξίμων τοιούτων ενταύθα κατεχόμενον παρ’ εντοπίων και Ισραηλιτών, αξιωματικών και αρχών».

Τονίζουν ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν επέτρεψε σε κανένα γηγενή να καταλάβει ανταλλάξιμο κτήμα, σε αντίθεση με την ελληνική, που στο ίδιο ζήτημα επιδεικνύει απαράδεκτη ανοχή. Διαμαρτύρονται για το αδίκημα που συντελείται εις βάρος τους και «στηριζόμενοι επί μιάς ανεπιθυμήτου ημίν Συνθήκης» ζητούν από τις κρατικές εξουσίες «όπως αποδώσωσιν το ταχύτερον τα του Καίσαρος τω Καίσαρι».

Και συνεχίζουν: «Χθες πλούσιοι νυν γυμνητεύοντες, χθες ιδιοκτήται μεγάρων νυν άστεγοι, χθες αριστοκράται νυν επαίται,[…] χθες εύρωστοι νυν ασθενείς, πεσόντες άδικα θύματα μιας Μεγάλης Εθνικής Ιδέας, ξένοις κρίμασι, ξένοις διδάγμασι, αδυνατούμεν συγκρατήσαι δικαίαν μας αγανάκτησιν, αιτούμεν δε παρά Κρατικής Δικαιοσύνης ουδαμώς ελεημοσύνην αλλά άμεσον απόδοσιν απαραγράπτων δικαίων μας. Άλλως αγωνίας ημών κορυφωθείσης καταγγελούμεν συντελούμενον ημίν αδίκημα εις την Κοινωνίαν των Εθνών, αιτούντες παρ’ αυτής αυστηράν εφαρμογήν Συνθήκης Λωζάνης».[36]

Και οι γηγενείς όμως υπερασπίζονταν τα δίκαιά τους. Ένας σημαντικός αριθμός ντόπιων Καβαλιωτών κατείχαν για πολλά χρόνια τουρκικά ακίνητα ως ενοικιαστές, είχαν επενδύσει σ’ αυτά, είχαν στήσει σπιτικά και επιχειρήσεις και μπορούσαν να επικαλεστούν διάφορες προστατευτικές διατάξεις, όπως το ισχύον ενοικιοστάσιο.[37] Τόνιζαν επίσης ότι μια σωρεία εξώσεων θα δημιουργούσε νέους πρόσφυγες στην ίδια την πατρίδα τους και θα προκαλούσε την οικονομική νέκρωση της πόλης.[38]

Τον Ιούνιο του 1924, όταν οι κατά τόπους οικονομικές εφορίες έλαβαν εντολή να θεωρούν άκυρες τις μισθώσεις που συνήψαν οι μουσουλμάνοι με τρίτους, η τοπική κοινωνία αναστατώθηκε. Με ψήφισμα που απέστειλαν στην κυβέρνηση και τη Βουλή ο Εμπορικός Σύλλογος και όλες οι επαγγελματικές οργανώσεις της Καβάλας εξέφραζαν την ανησυχία τους για τις μαξιμαλιστικές αξιώσεις ορισμένων προσφυγικών ενώσεων της πόλης [39] και ζητούσαν από την κυβέρνηση να μην αδιαφορήσει για τις πραγματικές ανάγκες του γηγενούς πληθυσμού:[40]

«[…] Η μελετωμένη ολοκληρωτική διάθεσις των αστικών κτημάτων των ανταλλασσομένων μουσουλμάνων εις τους πρόσφυγας, πραγματοποιουμένη διά της αμέσου εξώσεως των από μακρού χρόνου εγκατεστημένων επ’ ενοικίω εμπόρων και επαγγελματιών του γηγενούς πληθυσμού, δημιουργεί νέους πρόσφυγας εν τη ιδιαιτέρα αυτών πατρίδι».

Αναφερόμενοι στην «κτηματολογική κατάσταση» της Καβάλας, τονίζουν ότι η πόλη «παρουσιάζει κατά το μεγαλύτερον μέρος οικίας και καταστήματα μουσουλμανικά, ενοικιαζόμενα από μακρών ετών υπό ομογενών, αδυνατούντων να είναι αυτάρκεις εις αστικά ακίνητα». Γι’ αυτούς τους λόγους παρακαλούν την κυβέρνηση να μη λάβει  βεβιασμένες αποφάσεις για ένα τόσο κρίσιμο μέτρο, το οποίο πρόκειται «να δημιουργήση τάξεις ευεργετουμένας διά της καταστροφής άλλων».

Προτείνουν επίσης, πριν από οποιαδήποτε απόφαση, να εξακριβωθεί πόσοι και ποιοι από τους αστούς πρόσφυγες έχουν ανάγκη μαγαζιών, δεδομένου ότι σε όλα τα διαθέσιμα οικόπεδα της Καβάλας κτίστηκαν και κτίζονται παραπήγματα που παραχωρούνται αποκλειστικώς σε πρόσφυγες, με ευτελές ενοίκιο. Πολλοί δεν τα έχουν πραγματική ανάγκη και τα υπενοικιάζουν σε άλλους, με υψηλά ενοίκια.

Τέλος αξιώνουν από την κυβέρνηση, στη μέριμνά της για την αποκατάσταση των προσφύγων να μην παραβλέψει τις πραγματικές ανάγκες του γηγενούς πληθυσμού «υποστάντος επανειλημμένας καταστροφάς και ευρισκομένου εις την αυτήν μοίραν με τους πρόσφυγας από απόψεως αστικής ιδιοκτησίας».[41]

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα μέρος του Τύπου της Μακεδονίας συντασσόταν με την πλευρά των γηγενών ή έβλεπε με κατανόηση τα επιχειρήματά τους. Έτσι συχνά φιλοξενούσε άρθρα και επιστολές που ζητούσαν από τις κυβερνήσεις του 1924-1925 να προβούν σε μια χειρονομία συμφιλίωσης με το γηγενή πληθυσμό, “αμνηστεύοντας τους ατάκτως αγοράσαντας Μακεδόνας”. Οι συντάκτες -προτάσσοντας όχι τη νομική, αλλά την ηθική και κοινωνική διάσταση του θέματος- υποστήριζαν ότι σε μεγάλο ποσοστό οι αγοραστές ήταν απλοί και φτωχοί άνθρωποι, αστοί και αγρότες, που έσπευσαν να αποκτήσουν έναντι ψιχίων ένα σπιτάκι ή ένα χωραφάκι για την οικογένεια και τα παιδιά τους, ενώ υπό διαφορετικές συνθήκες το τίμημα θα ήταν απαγορευτικό. Υπενθύμιζαν επίσης ότι οι γηγενείς της Ανατολικής Μακεδονίας είχαν απολέσει τις περιουσίες τους ή είχαν υποστεί μεγάλες καταστροφές κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής 1916-1918 και συνεπώς δικαιούνταν μια υλική βοήθεια και μιας μορφής αποζημίωση.[42] 

Οι κεντρικές περιοχές με το λιμάνι, 1927

Οι επιτροπές διαχείρισης των ανταλλάξιμων [43]

Από τα τέλη του 1923 είχαν συσταθεί διάφορες νομαρχιακές “επιτροπές στέγασης”. Έργο τους ήταν η διάθεση δωματίων σε προσφυγικές οικογένειες, η μετακίνησή τους από καπναποθήκες και τζαμιά σε δωμάτια σπιτιών, οι εξώσεις και άλλα συναφή.[44] Πέρα από αυτά, οι επιτροπές έπρεπε να ελέγχουν και να καθορίζουν τις οικίες και τα καταστήματα που έπρεπε να εκκενωθούν από τους κατόχους τους, επειδή κατέχονταν παρανόμως, τα οικήματα στα οποία οι ένοικοι μπορούσαν να συμπτυχθούν (να περιοριστούν δηλ. σε ένα μέρος του σπιτιού και τα υπόλοιπα δωμάτια να διατεθούν σε άλλες οικογένειες), και τα καταστήματα που ο χώρος τους επέτρεπε να διαιρεθούν σε δύο ή περισσότερα, ώστε να εξυπηρετηθούν και άλλοι επαγγελματίες.[45]

Συναντούσαν όμως μεγάλες δυσκολίες στο έργο τους λόγω έξωθεν παρεμβάσεων ή μεθοδεύσεων των γηγενών. Αναφέρουμε ενδεικτικά την τελευταία επιτροπή του ν. 3166 του Ιουλίου 1924, η οποία συγκροτούνταν από τον Πρόεδρο των Πρωτοδικών και 6 μέλη, 3 γηγενείς που όριζε ο νομάρχης και 3 πρόσφυγες που όριζαν οι προσφυγικές οργανώσεις.[46]

Οι γηγενείς της Καβάλας από την πρώτη στιγμή επιχείρησαν να καταστήσουν ανενεργό το νόμο και την επιτροπή σε απραξία. Με υποκίνηση του Επιμελητηρίου ανάγκασαν τους τρεις γηγενείς να παραιτηθούν και μεθόδευσαν να μην αναλάβει κανένας άλλος στη θέση τους. Προκειμένου να προσδώσουν λογικό και ηθικό έρεισμα στην απόφασή τους εξέδωσαν ανακοίνωση στην οποία ανέφεραν ότι ο νόμος είναι απάνθρωπος, ότι οι συμπτύξεις προσβάλλουν την ηθική και θίγουν την υπόσταση των οικογενειών και ότι με τα μέτρα αυτά υπάρχει φόβος μετάδοσης ασθενειών:

«Πώς θα κατορθωθή η υπό την αυτήν στέγην σαρδελλοειδής σύμπτυξις τριών οικογενειών να μη γίνη πρόξενος δυσαρέστων συνεπειών, ενώ εισέτι δεν κατωρθώσαμεν να αποβάλωμεν τον φόβον της εκ πανώλους καταστροφής και πώς θα είναι δυνατή υπό τοιαύτας συνθήκας η εν συμπνοία διαβίωσις των οικογενειών αυτών»; Κατά τους διαμαρτυρόμενους, η κοινοβουλευτική επιτροπή που συνέταξε το νόμο είχε υπόψη της τη Θεσσαλονίκη. Στην Καβάλα όμως, όπου οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές, ο νόμος είναι ανεφάρμοστος.[47]


Βεβαίωση ότι οικογένεια από την Κρήνη (Τσεσμέ)
Μικράς Ασίας διαμένει σε καπναποθήκη (ΓΑΚ Καβάλας)

Όπως είναι φυσικό, οργισμένες ακολούθησαν οι αντιδράσεις των προσφύγων. Αναφέρει ο Σ.Α. σε επιστολή του, μεταξύ πολλών άλλων: «Θίγεται, λέγουν, η βαθυτέρα υπόστασις της οικογενείας των εντοπίων διά της συμπτύξεως εις ολιγότερα δωμάτια και δεν θίγεται, κύριοι εντόπιοι, η οικογενειακή υπόστασις των προσφύγων, όταν στιβάζωνται σαν σαρδέλες μέσα εις αποθήκας;». Όταν σε έναν χώρο κατοικούν 30-50 οικογένειες και στον χώρο αυτό γίνονται τα πάντα (π.χ. ένας τοκετός), ενώπιον ανήλικων κοριτσιών, μικρών παιδιών και τόσων ξένων; Ή μήπως πιστεύετε ότι οι πρόσφυγες δεν έχουν οικογενειακή υπόσταση;

Ο συντάκτης κάνει λόγο για τα μεγάλα συμφέροντα των γηγενών και τα «άνομα κέρδη των εκ των τουρκικών ακινήτων» και κλείνει ως εξής: «Δεν επιδιώκομεν εμφύλιον σπαραγμόν και έχομεν ιώβειον υπομονήν. Αν μας έριξε η κακή μας τύχη εδώ, δεν ήλθαμε με κατακτητικούς σκοπούς. Προσέξατε όμως μη θέλετε να μας φέρητε μέχρις εσχάτων. Ήδη το ποτήρι γέμισε, ας μη εκχειλήση. Προσέξατε να μη ξεσπάση η μπόρα, γιατί θα συμπαρασύρη και τον σίτον μαζί με τα ζιζάνια».[48]

Βεβαίωση επιτροπής στεγάσεως
(ΓΑΚ Καβάλας) 

Καταγγελίες για τη κατοχή και διαχείριση των ανταλλάξιμων

Στο δημόσιο διάλογο για την κατοχή και διαχείριση των ανταλλάξιμων, στον Τύπο και στα προσφυγικά συνέδρια, αποκαλύπτονται ποικίλες περιπτώσεις που προκαλούσαν το κοινό αίσθημα:

α) Για κρατικούς υπαλλήλους και αξιωματούχους που εκμεταλλεύονταν τη δεινή θέση των προσφύγων για να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη, π.χ. που τους εξαπατούσαν με υποσχέσεις ότι θα τους βγάλουν από την καπναποθήκη και θα τους εξασφαλίσουν ένα καλό δωμάτιο.

Στο φως της δημοσιότητας έρχονται και περιπτώσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης κοριτσιών ή νέων γυναικών, με αντάλλαγμα την εγκατάσταση της οικογένειάς τους σε ένα απλό δωμάτιο. Σαφής είναι η καταγγελία των προσφύγων του Μεγάλου Τζαμίου (Ιμπραήμ πασά, σημερινού Ι.Ν. Αγίου Νικολάου): «Δύο ολόκληρα χρόνια κοιμούμαστε απάνω στα μάρμαρα ενός τζαμίου με τις γυναίκες και ανήλικα παιδιά μας. Φωνάζουμε, κανένας δεν ακούει τον πόνον μας, γιατί δεν έχουμε λεπτά [=χρήματα] και όμορφα κορίτσια για κείνους που μοιράζουν τα δωμάτια. Έφτασε το μαχαίρι ως το κόκκαλο και αφίνομε την ευθύνη στο κράτος για ό,τι συμβή σε κείνους που γδίνουν τον πτωχό πρόσφυγα και ατιμάζουν τα κορίτσια του».[49]

β) Για επιτροπές στεγάσεως που τα μέλη τους φρόντιζαν να βολέψουν τις οικογένειες και τους δικούς τους, αγνοώντας τις προσφυγικές ανάγκες. Για το θέμα αυτό υπάρχει πλήθος καταγγελιών, όπως η ακόλουθη: «Η επιτροπή στεγάσεως εκπλήρωσεν το έργο της. Κατώρθωσεν να εγκαταστήση πλήρως όλα τα… μέλη της, αφίσασα εις την τύχην της τους δυστυχείς οίτινες παραμένουν εισέτι εις τα υγρά και ανήλια υπώγεια των καπναποθηκών». Ο καταγγέλλων προσθέτει ότι στο τρίτο πάτωμα καπναποθήκης στεγάζονται δύο επιστήμονες, οι οποίοι καθημερινώς με ενυπόγραφα άρθρα τους στον εγχώριο τύπο διεκτραγωδούν την άθλια κατάσταση των προσφύγων και στις ίδιες σελίδες, δίπλα στα άρθρα, φιλοξενούνται πηχυαίες διαφημίσεις για ίδρυση μεγάλων κλινικών (προφανώς μεταξύ των καταγγελλόμενων μελών της επιτροπής ήταν και ιατρός ή ιατροί). Και προσθέτει με αγανάκτηση: «Ποίος όμως θα ευρεθή να πιάσει από το αυτί τους κυρίους αυτούς;». [50]

γ) Για επιτροπές που ευνοούσαν σκανδαλωδώς υψηλόβαθμους δημοσίους υπαλλήλους και αξιωματικούς, εις βάρος των προσφυγικών αιτημάτων. Ενδεικτικές είναι οι καταγγελίες του προέδρου προσφυγικού συλλόγου για την απόρριψη των αιτημάτων τριών προσφυγικών οικογενειών που “σήπονται εν ταις αποθήκαις”: «Υποδείξαντες Τοπικώ Συμβουλίω εκκενωθέν ανταλλάξιμον [στοιχεία οικήματος], εκπλησσόμεθα προ προτιμήσεως διμελούς οικογενείας εισαγγελέως εις επτά δωμάτια. - Αιτήσαντες σύμπτυξιν τριμελούς οικογενείας Οικονομικού Εφόρου κατεχούσης οκτώ δωμάτια ανταλλαξίμου […] απεσκορακίσθημεν.

Ερωτώμεν πόθεν τοσαύτη περιφρόνησις προσφύγων; Πόθεν προτίμησις αξιωματικών, εισαγγελέων, εφόρων και λοιπών; Πόθεν τοσαύτη σκληροκαρδία;[…] Πόθεν τοσαύτη ανοχή Κυβερνήσεως προ παρομοίων καταστρατηγήσεων προσφυγικών δικαίων υπό Δημοκρατικόν Πολίτευμα; Και πώς μη ξεσπάση ποτέ οργή λαού τούτου επί δημευτών περιουσίας του;».[51]

Τα φαινόμενα αυτά είχαν λάβει μεγάλη έκταση στην πόλη της Καβάλας. Στα μέσα Σεπτεμβρίου 1924 ήρθαν στη Μακεδονία οι Υπουργοί Γεωργίας Μυλωνάς και Προνοίας Ορφανίδης, μαζί με πληρεξουσίους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας, προκειμένου να μελετήσουν την κατάσταση στα αστικά κέντρα. Σύμφωνα με τις δημοσιογραφικές πληροφορίες, «τους κ. πληρεξουσίους κατέπληξεν κυριολεκτικώς το πλήθος και το άνετον των κτημάτων τα οποία κατέχονται δωρεάν από δημοσίους υπαλλήλους και στρατιωτικούς, ενώ εν τω μεταξύ οι πρόσφυγες καταλιπόντες κολοσσιαίας περιουσίας ακινήτους υπό τον όρον της ανταλλαγής εκτίθενται υπό ελεεινάς οικοδομάς και αξιοθρηνήτους σκηνάς».[52]

Παρόμοιες ήταν οι διαπιστώσεις της Κοινοβουλευτικής επιτροπής που το Μάρτιο του 1925 υπέβαλε την έκθεσή της στην Εθνοσυνέλευση: «Παρετηρήθη ότι πολλά οικήματα ανταλλάξιμα κατέχονται παρ’ αξιωματικών και δημοσίων υπαλλήλων και δέον να αποδοθώσι εις τους πρόσφυγας».[53]

Οικογένεια από την Καππαδοκία εγκατεστημένη
στην Καβάλα (Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού Καβάλας)

δ) Για εξώσεις προσφυγικών οικογενειών με τη χρήση βίας από στρατιωτικούς και χωροφύλακες. Παρά τις εντολές του πρωθυπουργού Παπαναστασίου να μην εφαρμοστεί καμία έξωση πρόσφυγα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1924,[54] και παρά τις διαταγές του Υπουργείου Στρατιωτικών προς τις στρατιωτικές αρχές Καβάλας, Δράμας κ.ά. πόλεων να μην προβαίνουν πλέον σε επιτάξεις οικιών για κατοικίες αξιωματικών,[55]  οι εξώσεις προσφύγων συνεχίστηκαν.

Σε μακροσκελή επιστολή Σηλυβριανού πρόσφυγα περιγράφεται η βίαιη έξωση τεσσάρων προσφυγικών οικογενειών από “ευπρόσωπον οικίαν”, με πρόσχημα την εγκατάσταση κρατικής υπηρεσίας.

«[…] Μετά την ανταλλαγήν του εν λόγω Οθωμανού εστεγάσθησαν εν τη ειρημένη οικία τρεις έτεραι προσφυγικαί οικογένειαι, μία Θρακική της περιφερείας μου και δύο Μικρασιατικαί εκ των πρώτων οικογενειών του Γκιουνέν Πανόρμου, εγκαταλειψάντων τα ήμισυ μέλη των εις την μάχαιραν του Κεμάλ.[…]».

Ο Οικονομικός Έφορος Καβάλλας υπό την ιδιότητά του ως προέδρου της Επιτροπής Ανταλλαγής, αφού εισηγήθηκε τη δήθεν μετάθεση των οικογενειών σε άλλα οικήματα, «καθ’ ην στιγμήν ούτε κενόν προαύλιον δεν υπάρχει εν Καβάλλα», απέσπασε πρακτικό της επιτροπής στεγάσεως για εγκατάσταση των Γραφείων της Επιτροπής.

Η έξωση των ενοίκων ανατέθηκε σε ανθυπολοχαγό του πεζικού, ο οποίος με τέσσερις χωροφύλακες «θραύσας βαναύσως και καννιβαλικώς δι’ ογκολίθων την θύραν της οικίας μας, εισήλθεν εντός ως μαινόμενος ταύρος, απεπειράθη δε και την θραύσιν των θυρών των δωματίων της οικίας, μη συγκινηθείς προ τόσου ολοφυρομένου πλήθους ανυπερασπίστων γυναικών […] και αισχρώς εξυβρίσας την προσφυγικήν μας δυστυχίαν διά των φράσεων: “Πρόσφυγες, […] βγαλμένοι μέσα από τα αχούρια, θέλετε και σπίτια να καθίσετε, αλλά εγώ είμαι ικανός να βάλω τα πτώματά σας εις ένα τσουβάλι και να τα πετάξω εις τους δρόμους”».[56]

ε) Για γηγενείς κατόχους ανταλλαξίμων, οι οποίοι, πληροφορούμενοι ότι επίκειται η σύμπτυξή τους, έσπευδαν να παραχωρήσουν οι ίδιοι τα δωμάτια των σπιτιών τους σε άλλες οικογένειες, προσφύγων ή μη, έναντι μεγάλων ανταλλαγμάτων (5.000 δρχ. και πάνω).[57]  

          Πιστοποιητικό βάπτισης από την           
        Πάνορμο (ΓΑΚ Καβάλας)               


στ) Για καταπάτηση μεγάλων αστικών και αγροτικών μουσουλμανικών περιουσιών από ευυπόληπτους γηγενείς κατοίκους και από εταιρείες. Στη Συνεδρίαση του Παμπροσφυγικού ο αντιπρόσωπος της Καβάλας ανέφερε παραδείγματα καταπάτησης αστικών και αγροτικών μουσουλμανικών περιουσιών σε Καβάλα και Δράμα, ακόμη και την περίπτωση μουσουλμανικής καπναποθήκης αξίας πολλών εκατομμυρίων που πουλήθηκε σε γαλλική εταιρεία. Σύμφωνα με την καταγγελία του Καβαλιώτη εκπροσώπου, σε όλα αυτά ενέχονταν πολιτικά πρόσωπα και κυρίως ο οικονομικός έφορος της Καβάλας.[58] 

Τα προαναφερθέντα φαινόμενα δεν εμφανίζονται μόνο στην Καβάλα, εδώ όμως έλαβαν πολύ μεγαλύτερη οξύτητα, όπως αναφέρεται ρητά και σε πορίσματα κοινοβουλευτικών επιτροπών.[59] Ο λόγος είναι προφανής κι έχει να κάνει με την εγκατάσταση προσφυγικού πληθυσμού πολλαπλάσιου των 9.200 μουσουλμάνων που εγκατέλειψαν την πόλη. Τα προβλήματα σταδιακά μετριάστηκαν αφενός με τη συστηματική αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων,[60] τη μετακίνησή τους δηλ. στην αγροτική ενδοχώρα, και αφετέρου με τα προγράμματα ανέγερσης των παραπηγμάτων αρχικά και στη συνέχεια των επτά προσφυγικών συνοικισμών.[61]

Συμπληρωματικά στο θέμα μας θα αναφερθεί επιγραμματικά κι ένα άλλο πεδίο στο οποίο αναμετρήθηκαν οι λογικές, τα δίκαια και τα συμφέροντα του γηγενούς και του προσφυγικού κόσμου της Καβάλας: το ζήτημα των ανταλλάξιμων γαιών του Καρά Ορμάν, που απασχόλησε έντονα την τοπική κοινωνία για αρκετά χρόνια (1924-1932). Εξ αιτίας των αντικειμενικών του δυσκολιών αλλά και της εμπλοκής παραγόντων που προωθούσαν τις ιδιοτελείς επιδιώξεις τους στο όνομα του “γηγενισμού” και του “προσφυγισμού”, το ζήτημα πέρασε από φάσεις οξείας αντιπαράθεσης, αλλά τελικά διευθετήθηκε με συμβιβαστικές και σολομώντειες παρεμβάσεις της διοίκησης.[62]

Θα ενταχθεί στο θέμα και η προσπάθεια του συνεταιρισμού των ψαράδων της Καβάλας (της «Συνεργατικής πλοιοκτητών Καβάλλας “ο Ποσειδών”») να αναλάβουν την εκμετάλλευση των δεκατριών ιχθυοτροφείων της ακτής Τσαρπαντί (σημ. Νέας Καρβάλης) - Κεραμωτής για τη δεκαετία 1924-1934. Το τμήμα Αλιείας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ευνοούσε την πλευρά των προσφύγων ψαράδων, αναγνωρίζοντας ότι διαθέτουν πείρα και επιστημονική γνώση και ότι «εις τους πρόσφυγας αλιείς οφείλεται η δημιουργία ενός νέου μεγάλου πλουτοπαραγωγικού πόρου». Όμως ο αγώνας εκτυλίχθηκε στο πεδίο των πλειοδοτικών δημοπρασιών και γι’ αυτό  αποδείχτηκε άνισος, υπέρ βέβαια των γηγενών κεφαλαιούχων. Το Δημόσιο επωφελήθηκε από τον ανταγωνισμό, αφού οι σχετικές δημοπρασίες κατοχυρώθηκαν στα 14 εκατομμύρια δρχ. (έως τότε τα ετήσια έσοδά του δεν ξεπερνούσαν τις 800 χιλιάδες δρχ.), όμως οι πρόσφυγες “έμειναν έξω του νυμφώνος”. Μετά από πολλές πιέσεις των προσφύγων πολιτικών της περιοχής (κυρίως του Αχ. Παπαδάτου) δόθηκε προς εκμετάλλευση στον προσφυγικό αλιευτικό συνεταιρισμό μόνον η λίμνη Βάσοβας του Σαρή Σαμπάν.[63]

Θα παραλείψω όμως, όπως ανέφερα και στην αρχή, τα γνωστά πεδία αντιπαράθεσης: τις πολιτισμικές διαφορές, τον οικονομικό ανταγωνισμό και τις πολιτικές συγκρούσεις,[64] που εμφανίζονται σε όλη την Ελλάδα με μικρές ή και μεγάλες αποκλίσεις.[65]

Θα σημειώσω απλώς ότι με την εγκατάσταση των προσφύγων κλονίστηκαν οι υφιστάμενες ισορροπίες στην πόλη και  άλλαξε ριζικά η καθημερινότητα των ανθρώπων. Οι γηγενείς ήταν πλέον μειοψηφία στην Καβάλα και συχνά ένιωθαν να εκτοπίζονται  από την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική ζωή του τόπου τους.[66] Ο διαχωρισμός εμείς και εσείς κρατούσε σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όμως οι αντιθέσεις σταδιακά αμβλύνθηκαν, πρώτα με τη συσπείρωση ενάντια στους κατακτητές και στη συνέχεια με την επικράτηση άλλου είδους διαχωρισμών. Άλλωστε οι χώροι της εκπαίδευσης, της εργασίας και της καθημερινής συναναστροφής, όπως και τα κοινά βάσανα και οι κοινοί αγώνες, λειτουργούσαν ως γέφυρα επικοινωνίας γηγενών – προσφύγων και καλλιεργούσαν την αρμονική τους συνύπαρξη.

 

Οι τουρκικές συνοικίες της Παναγίας (ΓΑΚ Καβάλας)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Η Καβάλα του 1922 είχε πληθυσμό 23.000 κατοίκων (22.939 στην Απογραφή του 1920) και έκταση 102 εκταρίων (Σχέδιο πόλης 1923). Λίγα χρόνια μετά την εγκατάσταση των προσφύγων, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, τα μεγέθη θα υπερδιπλασιαστούν.  

[2] Μουσείο Μπενάκη, «Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου», φ. 30-102, Αθήνα, 27 Οκτωβρίου 1922.

[3] Εφ. Φως Θεσσαλονίκης (21-10-1922).

[4] Υπουργείον Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, Απογραφή Προσφύγων ενεργηθείσα κατ’ Απρίλιον 1923. Αριθμός προσφύγων κυρωθείς διά του από 18 Οκτωβρίου 1923 Β. Διατάγματος, εν Αθήναις 1923, σ. 9-11 και Β.Δ. 29 Οκτωβρίου 1923 “Περί κυρώσεως των στατιστικών πινάκων απογραφής των προσφύγων” (ΦΕΚ 312/30-10-1923, τ. Α΄).   

[5] Μέχρι τον Οκτώβριο του 1923 καταγράφονται μαζικές μετακινήσεις προσφύγων προς Καβάλα: 4.100 από τη Σάμο, 3.100 από τη Χίο, 2.075 από τον Πύργο της Ηλείας, 1.010 από τη Μεσσηνία, 1.000 από τη Λευκάδα, 1.000 από το Ηράκλειο, 1.000 από το Ρέθυμνο, 800 από την Πρέβεζα και επιπλέον 3.500 από την Κωνσταντινούπολη. Βλ. «Πίναξ των εις Ελλάδα μετά την Απογραφήν του Πληθυσμού της 19 Δεκεμβρίου 1920 και προ της τελευταίας καταστροφής αφιχθέντων προσφύγων, μη περιληφθέντων εις την απογραφήν των προσφύγων του μηνός Απριλίου ε.ε.» και «Πίναξ των προσφύγων των αφιχθέντων μετά την απογραφήν του Απριλίου ε.ε.» (ΦΕΚ 312/30-10-1923, τ. Α΄).

[6] Το καλοκαίρι του 1924 η ΕΑΠ είχε συμβληθεί με τη γερμανική εταιρεία Sommerfeld-Dehatege, η οποία ανέλαβε να παραδώσει 10.000 “προκατασκευασμένες” κατοικίες. Οι “γερμανικοί οικίσκοι” Ντεχάτεγκε ήταν κατασκευασμένοι από ευτελή υλικά, είχαν πολλές ελλείψεις και ατέλειες και κόστιζαν πανάκριβα (20-25 χιλιάδες δρχ. η κατοικία, ενώ η αντίστοιχη με υλικά της ΕΑΠ και προσωπική εργασία των προσφύγων μόνο 10-12 χιλιάδες).  Στην Καβάλα ήρθε μόνο ένας οικίσκος, προσφορά συμπολίτη στη βιοτεχνική σχολή του Ορφανοτροφείου.

[7] Εφ. Θάρρος Δράμας (9-11-1924).

[8] Υπουργείο Οικονομικών, Έκθεσις περί των εν Μακεδονία προσφύγων, εν Αθήναις, σ. 26

[9] Για την περίθαλψη των προσφύγων, Νίκος Ανδριώτης, Πρόσφυγες στην Ελλάδα 1821-1940. Άφιξη, περίθαλψη, αποκατάσταση, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2020, σ. 167-201.

[10] Οι πηγές αναφέρουν ονομαστικά τις καπναποθήκες του οίκου Mayer στο Φάληρο, της Régie (σημερ. Εμπορικό κέντρο), του ντονμέ Κιαζήμ Εμίν στην Πλατεία του Καπνεργάτη, αρκετές τουρκικής ιδιοκτησίας στην παλιά πόλη, Θρακική, Παπαστράτου, Τακβοριάν, Σερδάρογλου, Ιορδάνου κ.ά., όμως σε αρκετές άλλες περιπτώσεις δεν μπορεί να προσδιοριστεί η ταυτότητά τους. Ακόμη και μετά την εκκένωση της Καβάλας από τους μουσουλμάνους, 700 οικογένειες εξακολουθούσαν να διαμένουν σε 21 καπναποθήκες (Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου Υπουργείου των Εξωτερικών, στο εξής: ΥΔΙΑ, φ. «1924, Θέματα αποζημιώσεων περιουσιών Ανταλλαξίμων», Νομάρχης Καβάλας Θρ. Μάλλης προς Υπ. Εξωτερικών, Καβάλα, 13 Νοεμβρίου 1924). Μερικές χρησιμοποιήθηκαν μέχρι το Νοέμβριο του 1926.

[11] Αναφέρει ο πρόσφυγας Λεόντιος Λυμπέρης (μετέπειτα βουλευτής Καβάλας): «Το καπνομάγαζο είχε τουαλέτες δυο-τρεις κι όταν έχει χίλιους ανθρώπους μέσα σ’ ένα καπνομάγαζο, μπορούνε δυο τρεις τουαλέτες να φτάσουν; Η βρωμιά έφερνε ασθένειες και κυρίως παιδικές ασθένειες, ιλαρά και οστρακιά η οποία θέριζε τα παιδιά δέκα-δέκα την ημέρα κι εκατό την εβδομάδα είναι λίγα, θέριζε κατά χιλιάδες τα παιδιά. Και τότε κι εγώ βέβαια αρρώστησα κι ο Μιχάλης ο αδελφός μου αρρώστησε, αλλά ο μικρός ο αδελφός μου, ο Ευριπίδης, αρρώστησε και πέθανε. Ήταν δυόμισι χρονών» (από το Ι.Α.Π.Ε. του Δήμου Καλαμαριάς).

[12] «Ο μέγας αριθμός προσφύγων, στεγαζόμενος προσωρινώς εις τας αργούσας καπναποθήκας, αποτελεί μέγαν κίνδυνον και δι’ αυτούς τους ιδίους, αλλά και διά την πόλιν της Καβάλας, μόλις αρχίση το θερμόμετρον να ανυψούται» (Εφ. Μακεδονία (25-1-1923).

[13] Εφ. Φως (13-1-1923).

[14] Κυριάκος Λυκουρίνος, «"Η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος..." Μια προκήρυξη προς τους πρόσφυγες της Καβάλας, Μάιος 1923», Εφ. Μνήμη, φ. 8 (Ιαν. 2012) και στο https://lykourinos-kavala.blogspot.com/2016/12/blog-post_55.html.

[15] «Έκθεσις Χαρ. Ολύμπιου, δ/ντού του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Καβάλας», εφ. Θάρρος (9-5-1925 έως 21-5-1925).

[16] Εφ. Φως (22-4-1925).

[17] ΥΔΙΑ, φ. «1924, Θέματα αποζημιώσεων περιουσιών Ανταλλαξίμων», Νομάρχης Καβάλας Μάλλης προς Υπ. Εξωτερικών, Καβάλα, 13 Νοεμβρίου 1924.

[18] Η επιτακτική ανάγκη στέγασης των προσφύγων οδήγησε σε επιτάξεις παντός είδους ακινήτων, με αποζημίωση των ιδιοκτητών, ακόμη και κατοικιών (στην Καβάλα, κυρίως μουσουλμάνων): Ν.Δ. 22 Νοεμβρίου 1922 «Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων και απαλλοτριώσεως ακινήτων δι’ ανέγερσιν προσφυγικών συνοικισμών» και «Περί επιτάξεως κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων ακινήτων» (ΦΕΚ 243/23 Νοεμβρίου 1922, τ. Α΄)· Ν.Δ. 10 Σεπτεμβρίου 1923 «Περί επιτάξεων εν Μακεδονία προς εξυπηρέτησιν της εγκαταστάσεως προσφύγων» (ΦΕΚ 259/14 Σεπτεμβρίου 1923, τ. Α΄). Βλ. και Βίκα Δ. Γκιζελή, «Επίταξις ακινήτων κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων», Ο ξεριζωμός και η άλλη Πατρίδα, Αθήνα 1999, σ. 69-87.

[19] Β. Βεκιάρης, «Η ασφάλεια της υπαίθρου χώρας εξησφαλίσθη», εφ. Φως (8-4-1924).

[20] Λυκουρίνος, «"Η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος". Μια προκήρυξη προς τους πρόσφυγες της Καβάλας», ό.π.

[21] Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ένα μέρος των προσφύγων δεν είχε εμπειρία σε αγροτικές εργασίες, ιδιαίτερα στην καπνοκαλλιέργεια, και θεωρούσε επισφαλή την αγροτική του αποκατάσταση. Άλλοι δεν είχαν εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα των κρατικών μηχανισμών και έβλεπαν με επιφύλαξη τις υποσχέσεις για οικονομική βοήθεια, για ανέγερση οικισμών ή για δημιουργία των απαραίτητων έργων. Κατά συνέπεια δίσταζαν να εγκατασταθούν σε περιοχές ακατοίκητες, μένοντας υπό σκηνές στην ύπαιθρο, ή σε μέρη με υποτυπώδεις υποδομές και προβλήματα υγιεινής, κυρίως ελονοσίας. Πολλοί, ίσως, δεν ήθελαν να συμβιώσουν με τους μουσουλμάνους κατοίκους των χωριών (αυτοί έφυγαν το καλοκαίρι του 1924), είτε γιατί πίστευαν ότι μια τέτοια συνύπαρξη θα είναι προβληματική, είτε γιατί είχαν αρνητικά αισθήματα προς το τουρκικό στοιχείο.

[22] Εφ. Φως (8-4-1924). «Οι πλείστοι άεργοι αρκούνται εις τα ημερομίσθια τα οποία λαμβάνουν αι θυγατέρες των εργαζόμεναι εις τα διάφορα εργοστάσια, με κίνδυνον της ψυχικής των υγείας».

Η περιοχή των Καμαρών με τα παραπήγματα, περίπου 1930

[23] Κατά την πρώτη περίοδο συχνές ήταν οι εκκλήσεις των Αρχών προς τους εύπορους γηγενείς να συνδράμουν τους πρόσφυγες, με την παροχή στέγης και κάθε είδους βοηθημάτων, με χρηματικούς εράνους, με την ανάληψη της κηδεμονίας ορφανών παιδιών κ.ά. Απ’ ό,τι φαίνεται η τοπική κοινωνία επέδειξε πνεύμα αλληλεγγύης και ανταποκρίθηκε θετικά (και οι κοινότητες των μουσουλμάνων και των εβραίων). Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου και προσφυγικές μαρτυρίες, αρκετοί Καβαλιώτες (ο ιατρός Κονσουλίδης, ο δήμαρχος Τερμεντζής αλλά και απλοί άνθρωποι) φιλοξένησαν προσφυγικές οικογένειες, ενώ ο έρανος υπέρ των προσφύγων στην Καβάλα απέδωσε σε μία ημέρα 100.000 δρχ. Παράλληλα είχαν συσταθεί επιτροπές βοήθειας για τις χήρες και τα ορφανά του πολέμου, για όσους δεν είχαν τα μέσα να μεταβούν σε άλλους τόπους για να σμίξουν με τους δικούς τους κ.ά. Επίσης διάφοροι φορείς είχαν ιδρύσει γραφεία πληροφοριών για προσφυγικά θέματα, κυρίως για αναζητήσεις αγνοούμενων, ενώ σύλλογοι και σωματεία είχαν συγκροτήσει γραφεία εύρεσης εργασίας για τους πρόσφυγες. Για τις επιτροπές, Μουσείο Μπενάκη, «Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου», φ. 30-103, Κατάλογος Επιτροπών Περίθαλψης Προσφύγων, 20-10-1922.

[24] Για το θέμα, Νίκος Ανδριώτης, «“Εμείς” και οι “άλλοι”: Πρόσφυγες και γηγενείς στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου», Ανδρέας Χ. Τάκης (επιμ.), Μετανάστευση, ετερότητα και θεσμοί υποδοχής στην Ελλάδα. Το στοίχημα της κοινωνικής ένταξης, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2000, σ. 15-37. 

[25] Ιωάννης Α. Τσεβρεμές, Από το χωράφι στο καπνομάγαζο: χρόνος, εργασία και ανθρώπινες νοοτροπίες στη Βόρεια Ελλάδα του Μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 105-106. Πρβλ. Γ. Πέγιος, Από την Ιστορία του Συνδικαλιστικού Κινήματος της Καβάλας (1922-1953), Αθήνα 1984, σ. 29-30. Όπως αναφέρει ο παλαίμαχος καπνεργάτης, «μετά τα γεγονότα του 1924, οι γηγενείς και οι πρόσφυγες ενώνονταν πιο δυνατά σε κοινούς αγώνες για την επιβίωσή τους...».

[26] Σύμφωνα με δημοσιογραφική έρευνα [Κώστας Σκαλτσάς, «Η κόλασις της Καβάλας», εφ. Κήρυξ (8-2-1929)], στην Καβάλα υπήρχαν 1.975 ανταλλάξιμα οικήματα. Μετά την αναχώρηση των μουσουλμάνων της πόλης αρκετά περιήλθαν στην κατοχή γηγενών. Στα υπόλοιπα εγκαταστάθηκαν 7.200 προσφυγικές οικογένειες, συνήθως μία σε κάθε δωμάτιο. 

[27] Ανταλλάξιμη περιουσία ονομάστηκε η περιουσία των μουσουλμάνων που εγκατέλειψαν αναγκαστικά τον ελλαδικό χώρο με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923). Για τη διαχείρισή της και το δικαίωμα των προσφύγων επ’ αυτής, Βλάσης Αγτζίδης, Μικρά Ασία. Ένας οδυνηρός μετασχηματισμός (1908-1923), Αθήνα 2015, σ. 248-254· Ναστούλα Εύα Τηλέμαχου, Η Σύμβαση περί Ανταλλαγής πληθυσμών (1923) και οι νομικές της συνέπειες, αδημ. μεταπτυχιακή εργασία, Νομική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 40-43· Θεόδωρος Ε. Παυλίδης, Οι ανταλλάξιμοι πρόσφυγες - Τύχη ανταλλάξιμης περιουσίας, εκδ. Ινφογνώμων, Αθήνα 2018· του ίδιου, «Το ζήτημα της κυριότητος επί των ανταλλαξίμων μουσουλμανικών κτημάτων», http://anatoliblog.blogspot.com/2013/01/blog-post_28.html.

[28] Ν.Δ. 6 Οκτωβρίου 1922 «Περί απαγορεύσεως πάσης δικαιοπραξίας εν ζωή, δι’ ης μεταβιβάζεται υπό Μωαμεθανών η κυριότης ή έτερον εμπράγματον δικαίωμα κλπ. επί οιουδήποτε ακινήτου κτήματος κειμένου εν Ελλάδι» (ΦΕΚ. 196/10 Οκτωβρίου 1922, τ. Α΄) και Ν.Δ. 3 Σεπτεμβρίου 1924 «Περί απαγορεύσεως δικαιοπραξιών επί ακινήτων», άρθρο 1 (ΦΕΚ 214/4-9-1923, τ. Α΄).

[29] Ν.Δ. 2 Μαΐου 1924 “Περί συστάσεως Γενικής Διευθύνσεως Ανταλλαγής Πληθυσμών”, άρθρο 9 (ΦΕΚ 98/3 Μαΐου 1924, τ. Α΄).

[30] Γιάννης Γκλαβίνας, Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα (1912-1923): αντιλήψεις και πρακτικές της ελληνικής διοίκησης, σχέσεις με χριστιανούς γηγενείς και πρόσφυγες, διδακτορική διατριβή ΑΠΘ, Φιλοσοφική Σχολή / Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 207-216.

[31] Για τις ανώμαλες δικαιοπραξίες και γενικά για την κρατική διαχείριση των ανταλλάξιμων, Ε.Ι. Τσουδερός, Η Αποζημίωσις των Ανταλλαξίμων, Αθήνα 1927, σ. 26-37· Ν. Τηλέμαχου, Η Σύμβαση περί Ανταλλαγής πληθυσμών (1923) και οι νομικές της συνέπειες, ό.π., σ. 81-102.

[32] Στο Παμπροσφυγικό Συνέδριο της Θεσσαλονίκης (Απρ. 1925) ο αντιπρόσωπος της Καβάλας Σπυρίδης δήλωσε ότι 1.500 προσφυγικές οικογένειες της πόλης είναι εγκατεστημένες υπό τραγικές  συνθήκες μέσα σε τρώγλες και σε τζαμιά, σε παραπήγματα ακόμη και σε σκηνές. Πολλούς τους θερίζει η ελονοσία, η φυματίωση και λοιμώδεις ασθένειες. Εφ. Φως (14-4-25).

[33] Εφ. Φως (7-5-1924).

[34] «Καβάλλα. Αι σχέσεις προσφύγων και εντοπίων», εφ. Φως (12-9-23)· «Καβάλλα. Αι προστριβαί προσφύγων και εντοπίων», εφ. Φως (22-9-1923).

[35] Υπομνήματα προσφυγικών συλλόγων της Καβάλας προς τη Βουλή των Ελλήνων, Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Δ΄εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως (στο εξής: Πρακτικά Βουλής), 11 Φεβρουαρίου 1924, τ. Α΄, σ. 202-203.

[36] «Έκκλησις των Αμισινών αστέγων προσφύγων», εφ. Φως (23-2-1925).

[37] Ν.Δ. 5 Μαΐου 1925 «Περί ρυθμίσεως των εκ του νόμου 3166 και του ενοικιοστασίου προκυπτόντων ζητημάτων» (ΦΕΚ 112/5 Μαΐου 1925, τ. Α΄).

[38] Εφ. Φως (9-6-1924).

Καβάλα, χειμώνας 1922-1923. Ομαδική βάπτιση ορφανών προσφυγόπουλων
από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό (Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού)

[39] Σε πρόσφατη επίσκεψη του υπουργού Γεωργίας στην Καβάλα οι πρόσφυγες είχαν ζητήσει την κατά γράμμα εφαρμογή των κυβερνητικών διατάξεων, άρα την έναρξη εκτεταμένων εξώσεων. Κατά τα δημοσιεύματα, ο υπουργός έτεινε ευήκοα ώτα στις αξιώσεις τους.

[40] Πρακτικά Βουλής, 4 Ιουνίου 1924, τ. Β΄, σ. 216-217: “Ο Εμπορικός Σύλλογος Καβάλλας παρακαλεί όπως εν τη αποκαταστήσει των προσφύγων μη παροραθώσι και τα συμφέροντα των κατοίκων Καβάλλας”.

[41] «Η εγκατάστασις προσφύγων εν Καβάλλα. Διαμαρτυρία των εμπόρων», εφ. Ελεύθερος Λόγος (4-6-1924). Τη διαμαρτυρία υπογράφουν οι πρόεδροι των: Εμπορικού Συλλόγου, Αρτοποιών, Κρεοπωλών, Λαχανοπωλών, Οπωροπωλών, Υποδηματοποιών, Ραπτών, Καφεζυθοπωλών, Βιομηχανικών Οικοδομών, Ανθρακεμπόρων, Κουρέων, Ποτοποιών, Παντοπωλών.

[42] Ο βουλευτής Καβάλας Αύγουστος Θεολογίτης εξέφραζε τη διαφωνία του για την παράταση της ισχύος του ν. 3166 (Πρακτικά Βουλής, 18 Φεβρουαρίου 1925, τ. Δ΄, σ. 403), ενώ ο Σύνδεσμος Εφέδρων Πολεμιστών Καβάλας παρακαλούσε «όπως ληφθή μέριμνα δια την αναστολήν προσωρινώς του Ν. 3166» (ό.π., 7 Νοεμβρίου 1924, τ. Γ΄σ. 108).

[43] Πίνακες με τα ανταλλάξιμα αστικά και αγροτικά κτήματα στο Ν. Καβάλας, Τσουδερός, Η Αποζημίωσις των Ανταλλαξίμων, σ. 113-120.

[44] Παράδειγμα από έγγραφο του οικογενειακού μου αρχείου: «Βεβαίωσις: Επιτρέπεται εις τας δύο οικογενείας Θεοδώρου Ορφανίδου και Νικολάου Βλήτου, προσφύγων Μικρασιατών, όπως εγκατασταθώσι εις τα δύο δωμάτια του αναχωρούντος Τούρκου […], της οικίας κειμένης εις την συνοικίαν Ιμπραήμ πασά. Εν Καβάλλα τη 5 Μαρτίου 1924, η Επιτροπή (3 δυσανάγνωστες υπογραφές)». 

[45] Με το “νόμο της συμπτύξεως” οι επιτροπές μπορούσαν να περιορίσουν τους ενοίκους (“διά της συμπτύξεως”) σε ένα μέρος του οικήματος και να διαθέσουν το υπόλοιπο για τη στέγαση άλλων οικογενειών. Παρόμοια ρύθμιση προβλεπόταν και για τα καταστήματα.

[46] Νόμος 3166, 2 Αυγούστου 1924 «Περί συνοπτικών μέτρων στεγάσεως και ελέγχου αστικών κτημάτων ανταλλαξίμων Μουσουλμάνων πόλεως Θεσσαλονίκης», (ΦΕΚ 185/6 Αυγούστου 1924, τ. Α΄). Βάσει του άρθρ. 11 οι διατάξεις του νόμου ίσχυαν και για την Καβάλα και για άλλες πόλεις.

[47]  «Εκ Καβάλλας. Η εφαρμογή του ν. 3166», εφ. Μακεδονία (10-9-1924).

[48] «Αι διενέξεις προσφύγων και εντοπίων», εφ. Φως (9-9-1924).

[49] «Από την Καβάλλαν. Μία δικαία διαμαρτυρία», εφ. Φως (25-12-1924).

[50] Εφ. Φως (18-7-1925).

[51] Εφ. Φως (4-4-1925). [Αποσκορακίζω = στέλνω κάποιον στον κόρακα, στο διάβολο]

[52] Θ. Δανιηλίδης, «Η κατάστασις των προσφύγων Μακεδονίας», εφ. Ελεύθερος Λόγος, (15-9-1924).

[53] Πρακτικά Βουλής, 28 Μαρτίου 1925, τ. Δ΄, σ. 659. Μετά τα γεγονότα του Κιούπκιοϊ (φθιν. 1924), 4μελής κοινοβουλευτική επιτροπή (Μαζαράκης, Εμμανουηλίδης, Φίλανδρος και Ανδρεάδης) περιόδευσε σε Μακεδονία και Θράκη και υπέβαλε εκτενή έκθεση στην Εθνοσυνέλευση.

[54] Εφ. Φως (7-5-1924).

[55] Εφ. Θάρρος (9-8-1924).

[56] Εφ. Θάρρος (22-8-1924).

[57] Εφ. Ελεύθερος Λόγος (15-9-1924).

[58] Εφ. Θάρρος (24-4-1926).

[59] Όπως αναφέρει στην Έκθεσή της η προαναφερθείσα κοινοβουλευτική επιτροπή (βλ. σημ. 53), «η Επιτροπή εθεώρησε καθήκον της να αφιερώση ιδιαίτερον κεφάλαιον επί της εν Καβάλλα δημιουργηθείσης καταστάσεως μετά την εν αυτή εγκατάστασιν 70-80 χιλιάδων προσφύγων». Μεταξύ άλλων διεκτραγωδεί το ζήτημα της στέγασης και παραδέχεται ότι «η Καβάλλα, η σπουδαιοτάτη αύτη από πάσης απόψεως πόλις, δεν έτυχε μερίμνης αναλόγου προς τον προσφυγικόν αυτής όγκον και τα εν αυτή αναφυόμενα εκάστοτε σοβαρά προβλήματα». Πλήρης η Έκθεση, εφ. Θάρρος (8-4-1925 έως 16-4-1925). Επίσης εφ. Φως (28/29-4-1925).

[60] Κυριάκος Λυκουρίνος, «Η Αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων στο Ν. Καβάλας, 1922-1926: Εποικισμός», Μνήμη 11 (Ιανουάρ. 2013) 6-9, του ίδιου, «Η Αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων στο Ν. Καβάλας, 1922-1926: Αγροτικός κλήρος», Μνήμη 12 (Μάϊος 2013) 18-19. Ως ενιαίο κείμενο: Κυριάκος Λυκουρίνος, «Η Αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων στο Ν. Καβάλας», https://lykourinos-kavala.blogspot.com/2016/12/1922-1926.html

[61] Κυριάκος Λυκουρίνος, «Καβάλα 1922-1930. Η στέγαση των προσφύγων και οι προσφυγικοί συνοικισμοί», Μνήμη 3 (Μάιος 2010) 1, 12-13 και στο https://lykourinos-kavala.blogspot.com/2016/12/1922-1930.html. Επίσης Κυριάκος Λυκουρίνος, «Η στέγασις εν Καβάλλα είναι φρικώδης...», Μνήμη 16 (Σεπτ. 1914) 6-7 και στο https://lykourinos-kavala.blogspot.com/2016/12/1922-1930.html.

[62] Κυριάκος Λυκουρίνος, «Καβάλα 1924-1932. Συγκρούσεις γηγενών και προσφύγων για τις ανταλλάξιμες γαίες του Καρά Ορμάν», https://lykourinos-kavala.blogspot.com/2020/12/1924-1932.html.

[63] Για το θέμα, εφ. Μακεδονία (7-1-1925), εφ. Φως (31-1-1925, 26-3-1925, 21-5-1925, 15-6-1925). Τα ιχθυοτροφεία της Κεραμωτής δεν περιλαμβάνονταν στην ανταλλάξιμη περιουσία. Η διαχείρισή τους ανήκε στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας.  

[64] Για την ένταξη των προσφύγων και τις σχέσεις τους με τους γηγενείς, Νίκος Ανδριώτης, Πρόσφυγες στην Ελλάδα 1821-1940. Άφιξη, περίθαλψη, αποκατάσταση, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2020, σ. 299-335.

[65] Οι πρόσφυγες αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού στην Καβάλα (57%), κατά καιρούς λοιπόν εξέφραζαν τη θεμιτή επιθυμία τους να βγάλουν “δικό τους δήμαρχο” ή να συγκροτήσουν αμιγή προσφυγικά ψηφοδέλτια. Σε γενικές γραμμές όμως δεν διαταράχτηκε ο χρυσός κανόνας των μικτών συνδυασμών. Εξαίρεση -  σοκ για τους γηγενείς αποτέλεσε ότι στις εκλογές του Αυγούστου 1928 το ψηφοδέλτιο των Φιλελευθέρων στην Καβάλα δεν περιλάμβανε γηγενή Καβαλιώτη, αλλά τους πρόσφυγες Αχιλλέα Παπαδάτο, Σταύρο Νικολαΐδη, Ιωάννη Τσονταρίδη, τον Θάσιο Αύγουστο Θεολογίτη και τον εξ Ευρυτανίας πρώην πρωθυπουργό Γεώργιο Κονδύλη!

[66] Από τους 50.852 κατοίκους της πόλης Καβάλας (Απογραφή 1928) οι 10.598 (ποσοστό 20,9%) ήταν γηγενείς, οι 11.327 (22,2%) ήταν “μετανάστες” (ως μετανάστες αναφέρονται όσοι ήταν εγκατεστημένοι στην Καβάλα, αλλά είχαν γεννηθεί σε άλλο μέρος της Ελλάδας) και οι 28.927 (56,9%) ήταν πρόσφυγες.



* Εισήγηση στην ημερίδα "Πρόσφυγες Καβάλας και Θάσου, 1922-1924", που πραγματοποιήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2022 στη Μεγάλη Λέσχη της Καβάλας στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Δήμου Καβάλας για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δημοσιευμένο στα Πρακτικά της ημερίδας (βλ. εικόνα), Καβάλα 2023, σ. 79-98. 


 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου