Οι Καμάρες και το δίκτυο ύδρευσης στην πόλη της Καβάλας, 16ος - αρχές 20ού αιώνα




Οι Καμάρες και το δίκτυο ύδρευσης στην πόλη της Καβάλας, 16ος - αρχές 20ού αιώνα*




Το θέμα μας είναι το παλιό Υδραγωγείο της Καβάλας (οι Καμάρες) και το δίκτυο ύδρευσης της πόλης από τις αρχές του 16ου αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Εξαρχής πρέπει να εξηγήσω ότι το αντικείμενο αυτό δεν εξετάζεται ως αυτόνομη (αρχαιολογική, μνημειακή, αρχιτεκτονική) οντότητα, αλλά σε συνδυασμό με τα δεδομένα της ιστορίας, όχι ως στοιχείο του χώρου αλλά ως στοιχείο του τόπου, του χώρου δηλ. μέσα στον οποίο κινούνται τα δρώντα υποκείμενα της ιστορίας. 



Το πιο αναγνωρίσιμο μνημείο της Καβάλας είναι το μεγάλο τοξωτό υδραγωγείο της, γνωστό με το όνομα «Καμάρες». Το εντυπωσιακό μνημείο έχει μήκος περίπου 280 μέτρα και μέγιστο ύψος 25 μέτρα, είναι κτισμένο από ντόπιο γρανίτη και πλίνθους, πατά σε 18 ογκώδη μεσόβαθρα («ποδαρικά») και φέρει διπλή και σε ορισμένα σημεία τριπλή σειρά επάλληλων τόξων.

Οι σημερινές Καμάρες είναι το τελευταίο τμήμα ενός τεράστιου υδραγωγείου της πρώτης οθωμανικής περιόδου. Στις αρχές του 16ου αιώνα η άνυδρη χερσόνησος της Καβάλας - Παναγίας υδροδοτήθηκε με τα νερά που πηγάζουν από την περιοχή της Παλιάς Καβάλας. Το νερό διοχετευόταν στην πόλη μέσω ενός κτιστού αγωγού μήκους εξίμισι χιλιομέτρων, ο οποίος σε όλο του το μήκος μέχρι την είσοδό του στην Καβάλα ήταν επίγειος και καλυπτόταν από ακανόνιστες πλάκες.
Ο υδραγωγός ξεκινούσε από πηγή που βρίσκεται σε υψόμετρο 400 μ. και είναι γνωστή ως «Μάνα του νερού» ή «Σούμπαση» ή «τρία Καραγάτσια», κατά τη διαδρομή του ακολουθούσε συνεχώς την κλίση του εδάφους και στις ρεματιές που διέκοπταν την πορεία του περνούσε πάνω από πέντε πέτρινες υδατογέφυρες, που είχαν κτιστεί γι’ αυτό το σκοπό. Στο μονοπάτι του νερού υπήρχαν επίσης κρήνες με κτιστές γούρνες για τις ανάγκες των οδοιπόρων και των κοπαδιών που έβοσκαν στα υψώματα.
Μία από τις υδατογέφυρες
Όπως έχει επισημανθεί, το όλο έργο εκτελέστηκε βάσει καλά μελετημένου σχεδίου, το οποίο απαιτούσε ειδικές γνώσεις και όχι απλώς τη συνηθισμένη πείρα εμπειροτεχνών μαστόρων. Από τα πλέον αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της κατασκευής θεωρείται η μέγιστη οικονομία της φύσης, αφού οι τεχνίτες εναρμόνισαν πλήρως το έργο τους με το φυσικό περιβάλλον και δεν προκάλεσαν σ’ αυτό ούτε αμυχή.
Ορισμένα τμήματά του υδραγωγού σώζονται ακόμη σε ικανοποιητική κατάσταση και η πορεία του είναι ευδιάκριτη μέχρι την είσοδό του στα όρια της σημερινής Καβάλας, συγκεκριμένα μέχρι την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου.
Το παλιό Γυμνάσιο Αρρένων και η αρχή των Καμαρών
Το τελευταίο τμήμα του αγωγού το αφάνισε, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, η δημιουργία των βορειοανατολικών μαχαλάδων της πόλης. Γενή Μαχαλέ – Χαμιντιγιέ και Σελιμιγιέ. Όμως η πορεία του υποδηλώνεται από το όνομα της συνοικίας Σούγιολου («δρόμος του νερού»), μέσω της  οποίας κατέληγε στις Καμάρες, ακολουθώντας την πορεία των οδών Αγίου Κωνσταντίνου και Κωνσταντινίδου Ποιητού. Ο αγωγός βγαίνει στην επιφάνεια μετά το νότιο τοίχο του παλιού Γυμνασίου Αρρένων, όπου αρχίζουν και οι Καμάρες.

Το επιβλητικό τοξωτό υδραγωγείο κατασκευάστηκε για να γεφυρώσει το χαμηλό μέρος που χωρίζει τη χερσόνησο της Παναγίας από τα απέναντι υψώματα. Έτσι το νερό έφτανε στις δημόσιες κρήνες, στις δεξαμενές, στα λουτρά και στα ιδρύματα της πόλης. [όχι βέβαια στο κάστρο]. Οι διαδρομές του δικτύου και οι θέσεις όπου υπήρχαν κοινόχρηστες βρύσες υποδηλώνονται από τις παλιές ονομασίες μερικών τοποθεσιών ή οδών της χερσονήσου: Αράπ τσεσμέ (μαύρη βρύση = η οδός Βυζαντίου), Ντεβέ τσεσμέ (βρύση της καμήλας = η οδός Ναυαρίνου) κλπ. Δημόσιες κρήνες είχαν οι περισσότερες οδοί της παλιάς πόλης. Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα σώζονταν δεκατέσσερις μόνο στη χερσόνησο Παναγίας. Σήμερα υπάρχουν απομεινάρια τριών, στην αρχή της οδού Μεχμέτ Αλή, σε πάροδο της οδού Βυζαντίου και στην οδό Ιουστινιανού και μίας ακόμη στην Γαλλικής Δημοκρατίας.
Η κρήνη της οδού Βυζαντίου
Η πιο γνωστή κρήνη της πόλης, που εξυπηρετούσε τους ταξιδιώτες και τα άλογά τους, βρισκόταν στο "κέντρο" της πόλης, κοντά στο τζαμί του Ιμπραήμ πασά (σημερινό ναό του Αγίου Νικολάου). Για σκάφη της είχε επιτύμβια επιγραφή της 35χρονης Ρωμαίας ιέρειας Cornelia Asprilia, την οποία τοποθέτησε εκεί ο ίδιος ο Ιμπραήμ πασάς γύρω στα 1530. Εκεί τη βρήκαν και την αντέγραψαν πολλοί περιηγητές στη διάρκεια τρεισήμισι αιώνων, από τον P. Belon το 1547 μέχρι τον E. le Camus το 1896. Σώζεται ακόμη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας. Από τις οθωμανικές επιγραφές σώθηκε μόνο η εικονιζόμενη στη βρύση της οδού Γαλλικής Δημοκρατίας (αποκολλημένη πλέον).

Οι Καμάρες στη σημερινή τους μορφή είναι έργο των αρχών του 16ου αιώνα και αποδίδεται στον Ιμπραήμ πασά, βεζύρη του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Νομοθέτη. Κτίστηκαν μεταξύ 1520-1530, περίοδο κατά την οποία κατασκευάστηκαν στην Καβάλα μεγάλα έργα υποδομής, που αποσκοπούσαν στην ανασυγκρότηση της πόλης, μετά την καταστροφή του 1391 και τη μακρά περίοδο εγκατάλειψης του οικισμού.
Εδώ ανοίγουμε μια παρένθεση για να σημειώσουμε ότι το 1391 αποτελεί σημείο τομή στην ιστορία της Χριστούπολης - Καβάλας. Με βάση τις ελάχιστες διαθέσιμες ιστορικές πηγές και σύμφωνα με μια σειρά ισχυρών ενδείξεων, το 1391 η Χριστούπολη πολιορκήθηκε επί μακρόν από τους Οθωμανούς, κατελήφθη διά της βίας, υπέστη εκτεταμένες καταστροφές και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της την εγκατέλειψε ή οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία. 
Η επιγραφή της βρύσης της οδού Γαλλ. Δημοκρατίας
Μέχρι τις αρχές του 16ου (δηλ. για περίπου  140 χρόνια) ο χώρος της χερσονήσου της Καβάλας ήταν ουσιαστικά ένα κάστρο με αποκλειστικά στρατιωτικό χαρακτήρα και έφερε ορατά τα σημάδια της παρακμής και της εγκατάλειψης, για μερικές δεκαετίες μάλλον και της πλήρους ερήμωσης (υπάρχουν οι σχετικές μαρτυρίες των περιηγητών).
Λειτουργίες οργανωμένου οικισμού αρχίζει να αποκτά η Καβάλα στα 1520-1530. Όπως προαναφέραμε, την εποχή αυτή δημιουργούνται στην πόλη μεγάλης κλίμακας έργα υποδομής (για την άμυνα, την ύδρευση, την οικονομική δραστηριότητα), ενώ παράλληλα μπαίνει σε εφαρμογή ένα ευρύ πρόγραμμα οργανωμένων εποικισμών (μεταφέρονται μουσουλμάνοι από τη Μ. Ασία, Εσκεναζύ Εβραίοι από την Ουγγαρία κ.ά.). Όλα αυτά δεν άλλαξαν απλώς τη μορφή του μισοερειπωμένου χώρου, αλλά βελτίωσαν τις συνθήκες ασφάλειας και διαβίωσης, συνέβαλαν στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και έθεσαν τις βάσεις για την ανασυγκρότηση της πόλης.
Στα σημαντικά έργα αυτής της περιόδου, εξέχουσα θέση έχει το δίκτυο ύδρευσης και οι Καμάρες. Το Υδραγωγείο υπήρξε όντως έργο ζωτικής σημασίας για την Καβάλα. Το νερό έκανε τον οικισμό βιώσιμο, συνέβαλε στην ανάπτυξη των αστικών λειτουργιών του, στην εγκατάσταση νέων κατοίκων και στη μεγάλη αύξηση του πληθυσμού του. Με δυο λόγια, υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για τη μεταμόρφωση της Καβάλας από ασήμαντο οικισμό σε μικρή πόλη. Τον ευεργετικό ρόλο του επισημαίνουν και οι περιηγητές της εποχής: Ο Pierre Belon αναφέρει στα 1547 ότι η Καβάλα ήταν στο παρελθόν έρημη και ακατοίκητη, αλλά λίγα χρόνια μετά την κατασκευή του Υδραγωγείου έγινε ένας «όμορφος και πολυάνθρωπος οικισμός».
Το τζαμί του Ιμπραήμ πασά (M.A. Walker, 1860)
Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί (1667) αποδίδει το έργο του υδραγωγείου στον ίδιο το Σουλτάνο Σουλειμάν: «Για να ενισχύσει το έργο του ευνοούμενού του (Ιμπραήμ πασά), ο αείμνηστος σουλτάνος Σουλεϊμάν έφερε στην πόλη το ζωογόνο νερό από μια βουνίσια πηγή που βρίσκεται πολύ μακριά, σε απόσταση ενός κονάκ (ενός σταθμού για ταξιδιώτες). Το νερό φθάνει στην πόλη διά μέσου ενός υδραγωγείου που έχει εξήντα αψίδες και το ύψος του φθάνει στις ογδόντα πήχεις. Το έργο αυτό του Σουλεϊμάν –ο θεός ας τον ελεήσει– είναι ανώτερο από κάθε περιγραφή. Υψώνεται σαν ουράνιο τόξο και μπορεί να συγκριθεί μόνο με το φρούριο της Καβάλας, που έκτισε ο βασιλιάς Φίλιππος». 
Παρά τη μαρτυρία του Εβλιγιά Τσελεμπί, θεωρείται βέβαιο ότι το Υδραγωγείο είναι έργο του Ιμπραήμ πασά. Δεν είχε απλώς την πρωτοβουλία για την κατασκευή του, αλλά έδωσε και μεγάλο μέρος της περιουσίας του για την υλοποίηση του έργου (όπως άλλωστε και για το Κουλιγιέ  που ίδρυσε στην Καβάλα. Τα κουλιγιέ ήταν συγκροτήματα δημοσίων κτισμάτων που κτίζονταν με το θεσμό του αφιερώματος, γύρω από ένα τζαμί και παρείχαν κοινωφελείς υπηρεσίες θρησκευτικού, κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα, με κέντρο το τζαμί που έφερε το όνομά του)

Οι Καμάρες είναι έργο τεράστιο, δυσανάλογο με το μέγεθος του τότε ασήμαντου οικισμού. (Σημειώνουμε εδώ ότι σύμφωνα με τις φορολογικές καταγραφές του 1519 και του 1528 η Καβάλα είχε τότε 80-90 χανέδες, δηλ. φορολογούμενα νοικοκυριά, που σημαίνει ότι ο πληθυσμός του οικισμού μόλις που δεν ξεπερνούσε τα 400 άτομα). Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, παρόμοιο υδραγωγείο της οθωμανικής περιόδου, τέτοιας κλίμακας και τόσο ισχυρής κατασκευής, δεν εντοπίζεται αλλού, ακόμη και στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Πιθανολογείται λοιπόν ότι στον ίδιο χώρο υπήρχε υδραγωγείο παλαιότερης περιόδου, πάνω στα απομεινάρια του οποίου κτίστηκαν οι Καμάρες.
Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούν και οι διαπιστώσεις της αρχαιολογικής έρευνας στις Καμάρες, στις υδατογέφυρες και στον αγωγό. Για παράδειγμα, τρία από τα ποδαρικά των Καμαρών έχουν στο κατώτερο τμήμα τους τειχοποιία με χοντροπελεκημένους λίθους, που διαφέρει εμφανώς από την τειχοποιία των υπόλοιπων ποδαρικών και ανήκει ασφαλώς σε φάση αρχαιότερη του 1520-1530, πιθανόν στη μεσοβυζαντινή περίοδο. 
Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για δύο από τις πέντε υδατογέφυρες. Έχουν διαφορετικές μορφές τόξων και το αρχικά χαμηλότερο επίπεδο του οδοστρώματός τους χρειάστηκε να υπερυψωθεί για να έρθει στο ίδιο ύψος με τον επίγειο αγωγό (φωτ.). Γενικά, με βάση τα μορφολογικά στοιχεία της όλης κατασκευής, αλλά και τα ξαναχρησιμοποιημένα υλικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι το υδραγωγείο είναι έργο παλαιότερο από την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Η άποψη αυτή ενισχύεται από τη μαρτυρία του Belon, που έμεινε στην Καβάλα τρεις μέρες του 1547, δηλ. περίπου 20 χρόνια μετά την κατασκευή του υδραγωγείου. Ο Γάλλος περιηγητής αναφέρει ότι ο Ιμπραήμ πασάς αναστήλωσε το υδραγωγείο ("Abrachim pacha restaura un conduit deau"), όχι ότι το έκτισε εξαρχής. Η μαρτυρία θεωρείται αξιόπιστη, καθώς αναμφίβολα βασίστηκε σε πληροφορίες εντόπιων, οι οποίοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες της κατασκευής του υδραγωγείου (ορισμένοι ίσως και να είχαν εργαστεί εκεί) και γνώριζαν τι υπήρχε στο χώρο αυτό πριν από την ανοικοδόμηση των Καμαρών.
Σε ποια εποχή ανάγεται όμως αυτό το παλαιό υδραγωγείο, ο αρχικός πυρήνας των Καμαρών; Υποστηρίχθηκε στο παρελθόν (Γ. Μπακαλάκης, «Το παρά την Χριστούπολιν τείχισμα», 1938) ότι οι Καμάρες ανοικοδομήθηκαν πάνω στο βυζαντινό τείχισμα, το «μακρό τείχος» που έκτισε το 1307 ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος για να ελέγχει τη μοναδική διάβαση από τη Μακεδονία στη Θράκη. Κατά την εκδοχή αυτή, το τείχισμα, που ξεκινούσε από το ύψωμα του Σανατόριου, ακολουθούσε στο τελείωμά του την πορεία των μεταγενέστερων Καμαρών, έφραζε το στενό ισθμό και κατέληγε στο κάστρο της Χριστούπολης. Σ’ αυτό το τελευταίο τμήμα του ενσωμάτωνε τον αγωγό του νερού και έτσι εκτός από τον αμυντικό του ρόλο επιτελούσε παράλληλα και λειτουργία υδραγωγείου.
Η άποψη αυτή αφήνει πολλά αναπάντητα ερωτηματικά. Πιο πειστική φαίνεται η άποψη που πρώτος διατύπωσε ο Καβαλιώτης αρχαιολόγος Κώστας Τσουρής, ότι οι Καμάρες είναι το ρωμαϊκό υδραγωγείο της αρχαίας Νεάπολης. Κατασκευάστηκε πιθανότατα κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, ανάμεσα στον 1o και τον 6o, δέχτηκε κατά καιρούς πολλές επισκευές και πρέπει να διατήρησε την αρχική λειτουργία του τουλάχιστον μέχρι και τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Τη φθορά του χρόνου και των διαφόρων επιδρομέων της τελευταίας βυζαντινής περιόδου ολοκλήρωσε η οθωμανική κατάκτηση της Καβάλας. 
Αεροφωτογραφία Αχιλλέα Σαββόπουλου
Από τα τέλη του 14ου αιώνα, ίσως όμως και από πολύ νωρίτερα, το υδραγωγείο έπαυσε να λειτουργεί και να συντηρείται. Στα 1520-1530 επισκευάστηκε ριζικά ο αγωγός του νερού σ’ όλη του τη διαδρομή, από τα Τρία Καραγάτσια μέχρι την πόλη, κτίστηκαν ή επιδιορθώθηκαν οι υδατογέφυρες και στη θέση του κατεστραμμένου υδραγωγείου ανοικοδομήθηκαν οι επιβλητικές Καμάρες.
Το παλιό αυτό Υδραγωγείο ύδρευε την πόλη της Καβάλας μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση για τέσσερις αιώνες χάρη στη συνεχή και συστηματική συντήρησή του και τις κατά καιρούς επισκευές.
Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με οθωμανικές αρχειακές πηγές, στα μέσα του 16ου αιώνα η συντήρηση του νεόδμητου υδραγωγείου της Καβάλας είχε ανατεθεί στη μικρή χριστιανική κοινότητα της πόλης. Συγκεκριμένα, 34 χριστιανικές οικογένειες όφειλαν κάθε χρόνο να παραδίδουν 100 kile (περίπου 2.600 κιλά) κιμωλία, ένα καντάρι (περίπου 54 κιλά) λινέλαιο και μεγάλη ποσότητα βαμβακιού, πρώτες ύλες για τη δημιουργία του μείγματος με το οποίο θα έκλειναν τις τρύπες στις ενώσεις των υδροσωλήνων. Κάθε φορά που ερχόταν σουλτανική διαταγή για την επιδιόρθωση του υδραγωγείου, έπρεπε να ετοιμάσουν το στόκο και να διαθέσουν την εργατική τους δύναμη. Ακόμη 18 οικογένειες και 13 άγαμοι νέοι ήσαν επιφορτισμένοι με τις βοηθητικές εργασίες της συντήρησης. Έναντι αυτών των υπηρεσιών τους, οι χριστιανοί της Καβάλας απολάμβαναν ένα ειδικό καθεστώς φορολογικών απαλλαγών. 
Τεκμήριο των συνεχών επεμβάσεων και επισκευών, που έγιναν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, είναι η πολυμορφία των τόξων. Γράφει σχετικά ο αρχαιολόγος Κώστας Τσουρής:  «Το πιο εντυπωσιακό τμήμα του υδραγωγείου είναι οι Καμάρες μέσα στην ίδια την πόλη. Πρόκειται για ένα πραγματικό δειγματολόγιο μορφών τόξων… Υπάρχουν τόξα ημικυκλικά, οξυκόρυφα, λιθόκτιστα, πλινθόκτιστα, με εναλλαγή λίθων και πλίνθων, κατά ένα τμήμα τους λιθόκτιστα και κατά άλλο πλινθόκτιστα, με υποχώρηση από την τειχοποιία ή χωρίς υποχώρηση, οριοθετημένα ή ελεύθερα... Όλα δείχνουν μακραίωνη και αδιάκοπη συντήρηση».
Απ’ όλες αυτές τις επεμβάσεις η μόνη γνωστή είναι του 1818. Τότε επισκευάστηκε το νότιο τμήμα των Καμαρών, προς την πλευρά των τειχών της πόλης, όπως μαρτυρεί και σχετική επιγραφή, εντειχισμένη στις Καμάρες (φωτ.). Τότε έγιναν και επεμβάσεις στο δίκτυο της χερσονήσου για να υδροδοτηθεί το Ιμαρέτ (το μεγαλύτερο μέρος κτίστηκε στα 1817-1821).

Τα προβλήματα στο δίκτυο ύδρευσης άρχισαν να εμφανίζονται το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες το νερό του παλιού υδραγωγείου δεν επαρκούσε. Αιτία ήταν η αύξηση των αναγκών της χερσονήσου της Παναγίας αλλά και η δημιουργία των νέων τουρκικών συνοικιών του ανατολικού μέρους της πόλης (Γενή Μαχαλέ, Χαμιντιγιέ, Σελιμιγιέ), που υδροδοτούνταν κι αυτές από τις πηγές της Παλιάς Καβάλας. Στις αρχές του 20ού αιώνα με πρωτοβουλία του χεδίβη της Αιγύπτου εκπονήθηκε σχέδιο για τη βελτίωση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης της χερσονήσου, που όμως δεν υλοποιήθηκε. 
Το 1912-1913 οι αρχές της πρόσκαιρης βουλγαρικής διοίκησης κατάργησαν τα επί αιώνες προστατευτικά μέτρα και μετέτρεψαν το μονοπάτι του νερού σε δρόμο. Η διέλευση πεζών, κοπαδιών και αμαξών προκαλούσε βλάβες και ρήγματα στον αγωγό, με αποτέλεσμα την απώλεια του νερού και τις συχνές μολύνσεις του.
Στα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων το πρόβλημα είχε πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, αφού μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ο πληθυσμός της πόλης υπερδιπλασιάστηκε (23.000 κατοίκους είχε η Καβάλα στην απογραφή του 1920, 51.000 στην απογραφή του 1928). Το νερό έφτανε στην παλιά πόλη μέρα παρά μέρα και μόνο για λίγες ώρες και οι κοινόχρηστες βρύσες γίνονταν θέατρο ομηρικών καυγάδων για το σπάνιο αγαθό.
Διαβάζω λίγες αράδες από τη μαρτυρία μιας ορφανής προσφυγοπούλας από το Οδεμήσιο της Σμύρνης: «Λίγες βρυσούλες υπήρχανε στους δρόμους σε μεγάλες αποστάσεις και για να βρούμε νερό, Θεέ μου, πολλές φορές μέχρι τους Στρατώνες πηγαίναμε. Συνήθως ερχόμασταν στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Ακριβώς έξω από την εκκλησία είχε στο δρόμο μια βρύση, ήταν μάλιστα ιδιότροπη βρύση, κάτι παρίστανε… Υπήρχε και μια άλλη βρύση έξω από το δικαστήριο, αλλά εκεί πολύς κόσμος μαζευόταν. Εγώ δεν μπορούσα να πάρω νερό από εκεί… Για να πάρεις νερό έπρεπε να έχεις άλλον ένα Θεό. Σηκωνόμασταν νύχτα και βάζαμε σειρά, πότε δύο φορές την εβδομάδα ερχόταν το νερό και πότε τρεις. Καυγάδες και ξύλο έπεφτε αρκετό…».
Στη βρύση της οδού Πτολεμαίου, 1927
Την κατάσταση διεκτραγωδεί και ο τοπικός τύπος: «Έσκαζε το λιοπύρι τις γρανιτόπετρες των γύρω λόφων και στέγνωναν οι γλώσσες των πονεμένων ανθρώπων της προσφυγιάς. Και μην μπορώντας να χορτάσουν το νεράκι, υφίσταντο και τις συνέπειες της απλυσιάς με όλα τα τραγικά επακόλουθα από τις αρρώστιες που τους έδερναν… Και δέρνονταν μπροστά στις βρύσες οι ανυπόμονες νοικοκυρές και ξενυχτούσαν καθισμένες πάνω στους τενεκέδες. Άλλες αφηγούμενες των χαμένων πατρίδων τα αγαθά και άλλες κλαίγοντας τη μοίρα τους και αγωνιώντας για το μέλλον… και κυλούσαν τα χρόνια και η ζωή άλλαζε…»
Μέχρι το 1928 σχεδόν τίποτα δεν είχε γίνει στον τομέα της ύδρευσης, παρά τη σύσταση του Ταμείου Υδρεύσεως το 1923. Η πόλη εξακολουθούσε να υδρεύεται από τις πηγές της Παλιάς Καβάλας και από τρία κοινά πηγάδια, δύο στο Κιουτσούκ Ορμάν και ένα στο Καρά Ορμάν. Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται από το 1928, όταν κατασκευάστηκε το νέο Υδραγωγείο της Καβάλας στα Αμισιανά, με υδροληψία από τρεις γεωτρήσεις στην περιοχή Τεκίρ Μπουνάρ. 
Στο Τεκίρ Μπουνάρ
Βέβαια η λύση των πηγών του Τεκίρ Μπουνάρ δεν ήταν οριστική και  δεν εξάλειψε το πρόβλημα της λειψυδρίας. Ήδη από το 1937 οι αρμόδιοι πολιτικοί μηχανικοί του Δήμου Καβάλας άρχισαν να προβάλλουν τα πλεονεκτήματα του πηγαίου ύδατος του Μπουνάρ Μπασί (Βοϊράνης) σε σχέση με το αρτεσιανό ύδωρ του Τεκίρ Μπουνάρ, να δρομολογούν δηλ. τη λύση που τέθηκε σε εφαρμογή πολύ αργότερα, τη δεκαετία του 1960 και του 1970.
Όσο για το αρχαίο υδραγωγείο, από τη δεκαετία του 1930 άρχισε να περιπίπτει σε αχρηστία και έκλεισε τον κύκλο της ζωής του στα μέσα του 20ού αιώνα.
Σήμερα οι Καμάρες έχουν χάσει πολύ από το ζωτικό τους χώρο: Το επιβλητικό υδραγωγείο που επί αιώνες κυριαρχούσε στο τοπίο και ήταν ορατό από παντού, ασφυκτιά πλέον μέσα στις πολυώροφες οικοδομές. Κάτω από τα τόξα του περνούν οι δρόμοι που συνδέουν το κέντρο της πόλης με τις ανατολικές περιοχές της. Αταίριαστες και ακαλαίσθητες κατασκευές παρενοχλούν το μνημείο, κυρίως προς την πλευρά του καρνάγιου, ενώ ανάμεσα σε κάποια ποδαρικά του διατηρούνται ακόμη τα μικρά προσφυγικά σπιτάκια.
Παρόλα αυτά το μνημείο διατηρεί αμείωτη τη γοητεία του. Συνέβαλε σ’ αυτό η προ ετών εξαιρετική αναστήλωσή του από τη 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της πόλης μας. Απομένει η ανάπλαση του περιβάλλοντος χώρου που θα αναδείξει τις ομορφιές του και βέβαια η συστηματική αρχαιολογική έρευνα, που θα αποκαλύψει τα κρυμμένα μυστικά του ιστορικού παρελθόντος του.

* Εισήγηση στο 3ήμερο επιμορφωτικό σεμινάριο «Η αειφορική χρήση του νερού στην αρχαιότητα: “Το αόρατο νερό” στην αρχαία πόλη και στην ευρύτερη περιοχή των Φιλίππων» (1-3 Δεκεμβρίου 2017), στο πλαίσιο του  Εθνικού Θεματικού Δικτύου του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Φιλίππων Καβάλας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου