Η παλιά εκκλησία της Παναγίας στην Καβάλα*
Στη θέση
της σημερινής εκκλησίας της Παναγίας πρέπει να υπήρχε κατά την πρωτοβυζαντινή
περίοδο κάποια παλαιοχριστιανική βασιλική και το 14ο αιώνα το
μονύδριο της Παναγίας της Καμμυτζιώτισσας, κτήμα της μονής Παντοκράτορος του
Αγίου Όρους. Το τελευταίο φαίνεται ότι βρισκόταν σε λειτουργία και κατά τα
πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας, άγνωστο μέχρι πότε ακριβώς.[1] Άγνωστος είναι και
ο χρόνος της οικοδόμησης του κατοπινού, “μεταβυζαντινού” ναού της Κοιμήσεως της
Θεοτόκου, ο οποίος κατεδαφίστηκε στα
τέλη
της
δεκαετίας
του 1950.
Για
τριακόσια περίπου χρόνια (1400-1700) λείπουν οι μαρτυρίες για την ύπαρξη
εκκλησίας στην Καβάλα.[2] Το κενό αυτό θα μπορούσε να καλύψει εν μέρει η
πληροφορία -από χειρόγραφο της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους- ότι από το 1526
μέχρι το 1551 εμόνασε στο «Μοναστήριον
τῆς Ἀειπαρθένου
Θεοτόκου...
εἰς τήν
τῆς Μακεδονίας
Χρυστούπολιν»
ο όσιος Φιλόθεος.[3] Δεν είναι όμως βέβαιο αν η πληροφορία αυτή αφορά την
Καβάλα ή, όπως φαίνεται πιθανότερο, την Χρυσούπολη, πόλη στις εκβολές του
Στρυμόνα.
Πρέπει
ωστόσο να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με τη συλλογική μνήμη και την προφορική
παράδοση, η εκκλησία της Παναγίας ήταν “τα παλιά χρόνια” και γυναικείο
μοναστήρι. Ασθενής απόηχος αυτής της παράδοσης φθάνει μέχρι τις μέρες μας.
Ορισμένοι από τους παλιούς Καβαλιώτες διατηρούν ακόμη στη μνήμη τους μαρτυρίες
παλαιότερων, που «είχαν ακούσει για τα απομεινάρια των κελιών, τα οποία ήσαν σχεδόν υπόγεια».[4]
Αναφορά σε
χριστιανικό ναό της Καβάλας γίνεται μόλις στις αρχές του 18ου αιώνα:
Το 1710 ο ιησουίτης Ματθαίος Πιπέρης και το 1716 ο Γάλλος πρόξενος Granier
ζητoύν να τους παραχωρηθεί «η μοναδική εκκλησία» της πόλης, ο πρώτος για να
κατηχήσει τους πιστούς (προφανώς τους ελάχιστους καθολικούς εμπόρους) και ο
δεύτερος για να τελέσει επιμνημόσυνη δέηση για το θανόντα αυτοκράτορα της
Γαλλίας.[5]
Ποια να
ήταν άραγε αυτή η εκκλησία που μνημονεύουν οι πηγές; Η πιθανότητα να
διατηρείται ακόμη η βυζαντινή εκκλησία - μονή πρέπει μάλλον να αποκλειστεί. Αν
λοιπόν πρόκειται για τη γνωστή μας (από τις πλούσιες πηγές του 19ου–20ού
αιώνα) εκκλησία της Παναγίας, τότε πρέπει να τη χρονολογήσουμε γύρω στα 1700,
αφού τα τυπολογικά της γνωρίσματα δε μας επιτρέπουν να τη θεωρήσουμε
παλιότερη.[6]
Υπάρχει
ωστόσο μια επιφύλαξη: Η εκκλησία της Παναγίας (με τη μορφή που έχει κατά τον
20ό αιώνα) φαντάζει στα 1700 κάπως μεγάλη για την ασήμαντη χριστιανική
κοινότητα των 40 φτωχών οικογενειών. Μήπως λοιπόν υπήρχε τότε (στα 1700), στον
ίδιο χώρο, κάποια άλλη ταπεινή εκκλησία, η οποία κατά τη πρώιμη ίσως
τουρκοκρατία είχε διαδεχθεί το βυζαντινό κτίσμα και έδωσε αργότερα τη θέση της
στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου; Αν η υπόθεση αυτή έχει κάποια βάση,
τότε δεν αποκλείεται (αντίθετα, φαίνεται εξ ίσου πιθανό) η εκκλησία της
Παναγίας να οικοδομήθηκε αρκετά αργότερα, ίσως και γύρω στα 1800, την εποχή
δηλ. που η χριστιανική κοινότητα αρχίζει να ενισχύεται κάπως, πληθυσμιακά και
οικονομικά. Σχετική πληροφορία ωστόσο δεν
υπάρχει.[7]
Πιθανή
όμως φαίνεται και μια άλλη εκδοχή: Να οικοδομήθηκε όντως η εκκλησία αυτή γύρω
στα 1700, στην αρχική της όμως μορφή να ήταν μικρότερη (να κατελάμβανε το χώρο
του κυρίως ναού), και να επεκτάθηκε αργότερα με την προσθήκη του νάρθηκα και
του παρεκκλησιού. Την υπόθεση αυτή ενισχύει το ότι η στέγη του νάρθηκα ήταν
υπερυψωμένη σε σχέση με τη στέγη του υπόλοιπου ναού.[8]
Όπως και
να είναι, ο ναός της Παναγίας υπήρξε επί μακρόν -και μάλιστα στα “πέτρινα
χρόνια" του Ελληνισμού της πόλης, μέχρι την επέκτασή της εκτός των τειχών,
τη δεκαετία του 1860- ο μοναδικός θρησκευτικός χώρος και το κέντρο του
ολιγάριθμου χριστιανικού πληθυσμού της Καβάλας. Κατεδαφίστηκε στα τέλη της
δεκαετίας του 1950 για να αντικατασταθεί το 1960 από τη σημερινή εκκλησία.
Οι γνώσεις
μας για το ιερό αυτό μνημείο είναι ελάχιστες και προέρχονται κυρίως από τις
θαμπές αναμνήσεις των πρεσβύτερων. Η εκκλησία κατεδαφίστηκε λίγο πριν από το
1960, σαν οποιοδήποτε άχρηστο κτίσμα, με πρωτοβουλία της εκκλησιαστικής ηγεσίας και τη συνενοχή των
πολιτικών και δημοτικών αρχών του τόπου. Δυστυχώς, το παλαιότερο χριστιανικό
μνημείο της Καβάλας, στοιχείο της συλλογικής μας ταυτότητας, εξαφανίστηκε
σχεδόν σα να μην υπήρξε: Ούτε μιας δημοσίευσης δεν αξιώθηκε, ούτε μιας
αποτύπωσης, ούτε καν σε φωτογραφίες δεν
απαθανατίστηκε ολόκληρο το μνημείο (παρά μόνο ένα μέρος
του).[9]
Αυτό
που
σε
καιρούς
χαλεπούς,
κρατούσε
υπό
τη
σκέπη
του
τους
κατατρεγμένους
Ρωμιούς,
τους
στήριζε
για
μην
τουρκέψουν
και
ανταποκρινόταν
στην
απεγνωσμένη
ικεσία
τους:
«Σῶσον,
Κύριε,
τον
λαόν
Σου...».
Η σφραγίδα της εκκλησίας, 1864 |
Η εκκλησία
της Παναγίας είχε τα στοιχεία μιας τυπικής “μεταβυζαντινής” εκκλησίας της
ύστερης τουρκοκρατίας (πιθανότατα του 18ου αιώνα), της εποχής δηλ. όπου
κυριαρχούν όχι πια τα βυζαντινά, αλλά τα στοιχεία της λαϊκής αρχιτεκτονικής.[10]
Ήταν τρίκλιτη βασιλική χωρίς τρούλο, ξυλόστεγη, με δικλινή στέγη, καλυμμένη στο
μέρος του κυρίως ναού με σχιστόπλακες και στο μέρος του νάρθηκα με κεραμοσκεπή.
Στην ανατολική πλευρά η στέγη κατέληγε σε συνηθισμένη απότμηση, ενώ στη δυτική
ήταν ελαφρώς υπερυψωμένη, προφανώς για να στεγάσει τον όροφο του γυναικωνίτη.
Εκεί υψωνόταν και μικρός φανός (φεγγίτης) για το φωτισμό του γυναικωνίτη. Το
ψηλό καμπαναριό, το μόνο που διασώθηκε από την εκκλησία αυτή, πρέπει να είναι
των τελευταίων δεκαετιών της τουρκοκρατίας (πιθανότατα μεταξύ 1850-1880).
Ο
τετράπλευρος όγκος του ναού απλωνόταν σε επίπεδο χαμηλότερο απ’ αυτό του
περιβάλλοντος χώρου (μισό με ένα μέτρο), γι’ αυτό και η εκκλησία εικονίζεται
χθαμαλή. Υπολογίζοντας τις διαστάσεις της (20 μέτρα το μήκος και 12,5 το
πλάτος) διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για μια αρκετά μεγάλη εκκλησία, τουλάχιστον
για τα δεδομένα της χριστιανικής κοινότητας του 18ου αιώνα. Πιθανολογούμε όμως
ότι η αρχική εκκλησία ήταν αρκετά μικρότερη και επεκτάθηκε αργότερα, με την
προσθήκη του νάρθηκα (και του παρεκκλησιού).[11]
Το μεσαίο
από τα τρία κλίτη του ναού πρέπει να ήταν ελαφρώς υπερυψωμένο, χωρίς όμως
φωταγωγό. Είναι και το μόνο που έφερε κόγχη η οποία εξείχε από το σώμα του
κτιρίου (αψίδα του Ιερού). Στα άλλα δύο κλίτη, το διακονικό και την πρόθεση, η
κόγχη πρέπει να σχηματιζόταν στο πλάτος του τοίχου. Στην ορατή, ανεπίχριστη
(χωρίς σοβά) λιθοδομή, οι λίθοι φαίνονται ακατέργαστοι και τοποθετημένοι
ακανόνιστα, γενικά δε η όλη κατασκευή δεν παρουσιάζεται ιδιαίτερα επιμελημένη.
Στην ανατολική
πλευρά της εκκλησίας υπήρχε το μονόχωρο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου,
διαστάσεων 12,5 μ. μήκους, (20 μ. με την προέκτασή του) και 5,5 μ. πλάτους.
Πρόκειται πιθανότατα για μεταγενέστερο πρόσκτισμα. Το παρεκκλήσι αυτό
αφιερώθηκε το 1956 στον Άγιο Φανούριο, επειδή υπήρχε ήδη στην πόλη εκκλησία που
τιμούσε τη μνήμη του προστάτη των θαλασσινών.
Το
εσωτερικό του ναού παρουσιάζεται, στη μοναδική σωζόμενη φωτογραφία του (περίπου
του 1900), εξαιρετικά πλούσιο και φροντισμένο. Σε προηγούμενες περιόδους πρέπει
βέβαια να ήταν πολύ ταπεινότερο. Το εικονιζόμενο λευκό τέμπλο είναι μάλλον
κτιστό, καλύπτει όλο το πλάτος του ναού, είναι τριμερές καθ’ ύψος και φέρει
ανεπτυγμένο δωδεκάορτο. Το τέμπλο αυτό πρέπει να αντικαταστάθηκε κατά το πρώτο
μισό του 20ού αιώνα, αφού οι παλιοί Καβαλιώτες βεβαιώνουν ότι γύρω στα 1950
ήταν ξύλινο και στο φυσικό χρώμα του ξύλου. Αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει στο
εσωτερικό του ναού είναι ο περίτεχνος
ξυλόγλυπτος δεσποτικός θρόνος, όπως και τα παραθρόνια. Διακρίνονται επίσης οι
δύο κιονοστοιχίες, που χωρίζουν το ναό σε τρία κλίτη και στηρίζουν, συνδεόμενοι
μάλλον με ημικυκλικά τόξα, την οριζόντια ξύλινη οροφή. Μεταξύ των κυκλικής
διατομής κιόνων, στην κατά μήκος κεραία του σταυρού, υπάρχουν διατεταγμένα
στασίδια.
Στους
τοίχους του ναού μαρτυρείται πλούσια εικονογράφηση, με παραστάσεις του
παραδείσου, της κόλασης κλπ. (άγνωστο ποιας περιόδου). Μεγάλος επίσης πρέπει να
ήταν ο αριθμός των φορητών εικόνων και πλούσιος ο λοιπός λατρευτικός διάκοσμος
της εκκλησίας, ανάλογος της επί αιώνες φροντίδας και προσφοράς των χριστιανών,
ιδιωτών ή επαγγελματικών ομάδων, σ’ αυτόν τον χώρο πνευματικής καταφυγής τους.[12]
Σε
πρόχειρο κατάλογο της εκκλησίας, μάλλον της δεκαετίας του 1930, καταγράφονται
αναλυτικά 165 εικόνες, 54 κανδήλες (οι περισσότερες ασημένιες) και 7 πολυέλαιοι
(5 υάλινοι και 2 μπρούτζινοι). Εκ των παραπάνω, 20 εικόνες βρίσκονταν στο
γυναικωνίτη, ενώ 61 εικόνες, 6 κανδήλες και 3 πολυέλαιοι στο παρεκκλήσιο του
Αγίου Νικολάου. Τρεις από τις εικόνες του ναού (του 15ου αιώνα, σύμφωνα με εγκυρότατες
εκτιμήσεις) θεωρούνται σημαντικά δείγματα βυζαντινής τέχνης και υψηλής
καλλιτεχνικής αξίας: Μία εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, διαστάσεων
0,60 Χ 0,90 μ., μία του Ιωάννου Προδρόμου, 0,75 Χ 1,10 μ., και μία των Αγίων
Γεωργίου και Δημητρίου, 0,85 Χ 1,20 μ., μοναδική στο είδος της (φωτ.).[13]
Μετά την
επέκταση της πόλης και τη δημιουργία των νέων χριστιανικών συνοικιών, η
εκκλησία της Παναγίας εξυπηρετεί τις ανάγκες όχι μόνο των κατοίκων της
χερσονήσου αλλά και άλλων συνοικιών της πόλης που δεν είχαν δικό τους
θρησκευτικό χώρο: του Καρά Ορμάν, μέχρι την ανέγερση του Αγίου Αθανασίου (1888)
και της συνοικίας Τηλεγράφου (Σούγιολου), μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας.
Επιπλέον, για λόγους ισοκατανομής του πληθυσμού κατά ενορία, από τις αρχές του
20ού αιώνα εντάχθηκαν στην ενορία της Παναγίας και άλλες περιοχές.[14]
Η χριστιανική συνοικία της Καβάλας (μέχρι τη δεκ. του 1860) στο άκρο της χερσονήσου, γύρω από την εκκλησία της Παναγίας |
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Η
εκκλησία – μονή στη θέση της σημερινής Κοιμήσεως της Θεοτόκου και ο ναός της
Αγίας Παρασκευής (στη θέση του οποίου κτίστηκε αργότερα το τζαμί του Χαλίλ
μπέη, “της Μουσικής”) είναι οι δύο γνωστοί και εντοπισμένοι θρησκευτικοί
χώροι
της βυζαντινής περιόδου (Ch. Bakirtzis,
«Byzantine Kavala: Archeological survey», Η
Καβάλα και η περιοχή της, σ. 527). Πιθανή
θεωρείται και η ύπαρξη ενός ακόμη θρησκευτικού κτίσματος επί της σημερινής οδού
Θ. Πουλίδου, απέναντι από το Ιμαρέτ, στο χώρο δηλ. των ιερών της αρχαίας
Νεάπολης, όπου ανεγείρεται αργότερα το μικρό τζαμί του Χουσεΐν μπέη. Ο Εβλιγιά
Τσελεμπή ανάμεσα στα άλλα τζαμιά της πόλης αναφέρει στα 1667 και το άγνωστο
σήμερα Κιλισά μεστζίτ, το όνομα του οποίου υποδηλώνει ότι πρόκειται για παλιά
εκκλησία (κιλισά = εκκλησιά).
[2] Από το
16ο αιώνα ο χριστιανικός πληθυσμός της Καβάλας σταδιακά μειώνεται -και σε
απόλυτους αριθμούς και, κυρίως, σε ποσοστιαία αναλογία- κυρίως λόγω
εξισλαμισμών: Ενώ το 1478 οι χριστιανοί αποτελούσαν το 90% του συνολικού
πληθυσμού του οικισμού, στα μέσα του 16ου αιώνα το ποσοστό τους πέφτει στο
20-25% (π.χ. 52 οικογένειες επί συνόλου 256). Το 1591 οι λίγοι χριστιανοί της
πόλης δεν μπορούν πλέον να συντηρούν τους ιερείς τους, που αναγκάζονται να
δουλεύουν με μεροκάματο στο ναυπηγείο, για την κατασκευή της γαλέρας του μπέη
της Καβάλας. Το 1617 η Μητρόπολη Καβάλας, «ἐπειδή ἀπό
χρόνων
πολλῶν ἠρημώθη
εἰς τό
παντελές
καί
ἐπιστάτην
ἴδιον
ἀρχιερέα
οὐ δύναται
ἔχειν,
εἰς εὐλογίαν
καί ἁγιασμόν
τῶν ἐκεῖ καταλειφθέντων
ὀλίγων
χριστιανῶν»,
υπάγεται
στη
Μητρόπολη
Φιλίππων
και
το
1721, για τους ίδιους
λόγους,
εντάσσεται
στη
Μητρόπολη
Ξάνθης.
Γύρω στα
1700 οι χριστιανοί της Καβάλας είναι ελάχιστοι: Σύμφωνα με εκτιμήσεις Γάλλων
ιησουιτών ιεραποστόλων, το 1707 η Καβάλα είχε 3.200 κατοίκους, ανάμεσα στους
οποίους υπήρχαν «τουλάχιστον 200 ορθόδοξοι». Περί το 1800 οι ξένοι περιηγητές
που επισκέπτονται την πόλη τονίζουν ότι οι 3.000 κάτοικοί της είναι στη μεγάλη
πλειονότητα Τούρκοι. Είναι φανερό ότι μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα στην
Καβάλα οι χριστιανοί αποτελούν μια ισχνή μειονότητα.
Λόγω της
μείωσης του πληθυσμού των χριστιανών συρρικνώνεται σταδιακά και ο χώρος που
καταλαμβάνουν, προς όφελος των μουσουλμάνων. Από τα στοιχεία που προηγήθηκαν,
εικάζεται ότι ήδη από το 16ο ή 17ο αιώνα η χριστιανική συνοικία της Παναγίας
έχει περιοριστεί στο νότιο άκρο της χερσονήσου, μακριά από τα κρίσιμα σημεία
(ακρόπολη και δρόμους ανάβασης προς αυτήν, πύλες εισόδου στον εσωτερικό
περίβολο) και γύρω από το μοναδικό πια θρησκευτικό τους χώρο, την εκκλησία της
Παναγίας.
[3]
Γαβριήλ Διονυσιάτη, «Ένας άγνωστος άγιος Καβαλιώτης», Η Καβάλα και η περιοχή της, σ. 101-104.
[4] Στην
περίπτωση αυτή η συλλογική μνήμη αποτυπώνεται και σε γραπτά κείμενα.
Σε
έγγραφα
της
Εκκλησιαστικής
Επιτροπής
της
Κοιμήσεως
της
Θεοτόκου,
της
δεκαετίας
του
1950, αναφέρεται ότι η εκκλησία
της
Παναγίας
κτίστηκε περίπου στα 1720-1730 και ήταν παλιά και «μοναστήριον καλογραιών». Πάντως
τέτοιες
«πληροφορίες»
πρέπει
να
αντιμετωπίζονται
με
μεγάλη
επιφύλαξη,
καθώς
σε
πολλές
περιπτώσεις
δεν
έχουν
καμία
ιστορική
βάση,
αλλά
είναι
μεταγενέστερα
επινοήματα.
Δεν είναι λ.χ. τυχαίο ότι ανάλογες παραδόσεις υπάρχουν για την εκκλησία του
Αγίου Ιωάννου και της Αγίας Παρασκευής (στη σημερινή ομώνυμη συνοικία). Για την
ανέγερση της πρώτης διαδίδονταν μάλιστα και
διάφοροι
μύθοι,
λ.χ.
πως
ο Ταχήρ
μπέης,
που επιχείρησε να σταματήσει την οικοδόμησή της το 1866, έπεσε χτυπημένος από
το χέρι του Αγίου.
[5]
Κουτζακιώτη, "Ο πληθυσμός της Καβάλας το 18ο αιώνα. Αριθμητικά δεδομένα, εθνοθρησκευτικές ομάδες και δημογραφικές εκτιμήσεις", Πρακτικά Συνεδρίου ΙΛΑΚ Η Καβάλα και τα Βαλκάνια, Καβάλα 2004, σ. 277.
[6] Χαρ.
Μπούρα, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή
αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα 2001, σ. 267-282.
[7] Για τα
χρόνια αυτά (1800-1830) οι γνώσεις μας είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Λίγο πριν από
το 1800 οι Γάλλοι έμποροι εγκαταλείπουν την Καβάλα και παύει να λειτουργεί το
Γαλλικό προξενείο, έτσι στερεύει η σχεδόν μοναδική πηγή πληροφοριών για την πόλη.
[8]
Σημειωτέον ότι σε φωτογραφίες του 1950 η στέγη του κυρίως ναού φαίνεται
καλυμμένη με σχιστόπλακες, ενώ του νάρθηκα με κεραμίδια (τα οποία όμως μπορεί
να τοποθετήθηκαν αργότερα). Για την εκκλησία, βλ. και στο κεφ. 3.3.1.
[9] Όσο κι
αν αναζητήσαμε, δεν μπορέσαμε να βρούμε μια ικανοποιητική φωτογραφία της
εμπρόσθιας όψης του ναού! Η περιγραφή που ακολουθεί στηρίχθηκε στις διαθέσιμες φωτογραφίες
καθώς και στις περιγραφές ανθρώπων που θυμούνται την παλιά εκκλησία.
[10] Χαρ. Μπούρα, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα 2001,
σ. 267-282. Για τον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής, Μαν. Χατζηδάκη,
«Αρχιτεκτονική (1669-1821)», ΙΕΕ, τ. ΙΑ΄, σ. 266-269.
[11] Οι υπολογισμοί -βάσει κυρίως του τοπογραφικού
διαγράμματος του 1939- έγιναν από την κ. Σαπφώ Αγγελούδη, αρχιτέκτονα με
μελέτες, αποτυπώσεις και δημοσιεύσεις για εκκλησίες της τουρκοκρατίας (κυρίως
της Θάσου). Την ευχαριστώ.
[12]
Ορισμένα από τα αφιερώματα σώζονται στη σημερινή εκκλησία, π.χ. εικόνα που
προσέφεραν οι υποδηματοποιοί της Καβάλας το 1895.
[13] Από
τις εικόνες, οι 28 αναφέρονται ως «μεγάλαι», ορισμένες χαρακτηρίζονται «πολύ
παλαιαί» ή «παλαιαί», ενώ σ’ άλλες σημειώνεται: «ραγισμένη», «σπασμένη»,
«ρωσσική», «χαλκογραφία Αγ. Όρους» κλπ. Δε γνωρίζουμε πόσες και ποιες απ’ αυτές
κοσμούν και τη σημερινή εκκλησία και πόσες «χάθηκαν» κατά την κατεδάφιση του
παλιού ναού. Οι 3 εικόνες του 15ου αι. κλάπηκαν από σπείρα αρχαιοκαπήλων το
1975, βρέθηκαν δύο χρόνια αργότερα και εκτέθηκαν στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών
μέχρι το 1990. Έκτοτε φυλάσσονται στην Ιερά Μητρόπολη Φιλίππων, Νεαπόλεως και
Θάσου. Φάκελος με δημοσιεύματα εφημερίδων για την κλοπή και την ανεύρεσή τους
υπάρχει στο αρχείο του ναού της Παναγίας (απ' όπου και ο κατάλογος των
εικόνων).
[14]
Διαβάζουμε από τον 2ο Κώδικα Προικοσυμφώνων της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος
Καβάλας: «… κατά τήν συνοικίαν Μικρά Ποταμούδια (ή «Τσαϊλί Μαχαλεσί» ή «Τσαϊλάρ
Γενή Μαχαλεσί») της ενορίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου…», «…ἐν τῇ συνοικίᾳ Ἁγίου Παύλου καί Τσαϊλάρ
Μαχαλεσί, ὑπαγομένων εἰς τήν ἐνορίαν τῆς Παναγίας…», «…ἐν τῇ νέᾳ συνοικίᾳ Καβάλλας παρά τῇ Συναγωγῇ (ή «χάβρα σοκάκι») πέμπτου
τμήματος ἐνορίας Παναγίας»,
«…συνοικία Ἁγίου Παύλου, ἐνορία Παναγίας, ὁδός Τηλεγράφου», «… ἐν τῇ ἐνορίᾳ τῆς Παναγίας καί συνοικίαν Τηλεγράφου…»,
«… κατά τήν συνοικίαν Γενή Μαχαλέ
της ενορίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου…» κλπ.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στην δικαιοδοσία του ιερέα της Κοιμήσεως
της Θεοτόκου υπάγονται οι χριστιανοί της γειτονικής προς τη χερσόνησο περιοχής
του Υδραγωγείου, του Διοικητηρίου (σημερινών Δικαστηρίων) και τα χαμηλά μέρη
των σημερινών οδών Γαλλικής και Ελληνικής Δημοκρατίας (το υψηλότερο μέρος, δηλ.
το Σούγιουλου, υπάγεται στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου). Επίσης μέρος της
συνοικίας των Ποταμουδίων, προφανώς το ανατολικότερο τμήμα της (το υπόλοιπο υπάγεται
στην ενορία του Αγίου Ιωάννου) και ένα τμήμα της Κεντρικής Συνοικίας (το
υπόλοιπο στην ενορία του Αγίου Παύλου).
* Το παρόν άρθρο περιλαμβάνει αποσπάσματα από τις ενότητες 2.3.4. "Συνοικίες και εθνοθρησκευτικές ομάδες. Οι Χριστιανοί" και 3.3.1. "Η εκκλησία και η ενορία της Παναγίας" της εργασίας: Κυριάκου
Λυκουρίνου, «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι.- 1912). Η παλιά
πόλη - συνοικία της Παναγίας», Η παλιά
πόλη της Καβάλας (7ος π.χ. – 20ος αι.) Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της
ιστορίας», έκδ. Εξωραϊστικού Πολιτιστικού Συλλόγου Παναγίας "Το Κάστρο", Καβάλα 2005, τ. 1, σ. 51-232. Για πρακτικούς λόγους αφαιρέσαμε ορισμένες υποσημειώσεις ή τμήματα υποσημειώσεων και προσθέσαμε κάποιες διευκρινιστικές πληροφορίες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου