Μαριάνας Ευαγγέλου, Οστινάτο. Το μυθιστόρημα και η πολυεπίπεδη σχέση του με την τοπική ιστορία της Ανατολικής Μακεδονίας



Μαριάνας Ευαγγέλου, Οστινάτο. Το μυθιστόρημα και η πολυεπίπεδη σχέση του με την τοπική ιστορία της Ανατολικής Μακεδονίας



Παρουσίαση του Βιβλίου στην Καβάλα (Public, Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017)

Το Οστινάτο της συμπολίτισσας Μαριάνας Ευαγγέλου είναι ένα φρέσκο και πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα, που αφενός  παρουσιάζει λογοτεχνικές αρετές, ιδιαίτερα από την άποψη των αφηγηματικών τεχνικών, και αφετέρου συνομιλεί διαρκώς με την ιστορία. Επειδή κανένας από εμάς δεν είναι της σχολής “Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω”, σκεφτήκαμε – τα είπαμε και τα συμφωνήσαμε – να δει ο καθένας μας το βιβλίο από την οπτική των ιδιαίτερων ενδιαφερόντων του. Η Γεωργία Τριανταφυλλίδου λοιπόν θα αναλάβει την κυρίως λογοτεχνική παρουσίαση του βιβλίου κι εγώ θα εξετάσω την πολυεπίπεδη σχέση του "Οστινάτο" με την τοπική ιστορία.

Θα  ξεκινήσουμε με λίγα κατατοπιστικά και πρώτα από τον τίτλο του βιβλίου. Διαβάζουμε στο oπισθόφυλλο: «Με τον όρο ostinato (από το λατινικό obstinatus = έμμονον) στη μουσική περιγράφεται η συνεχής επάνοδος ενός μοτίβου μέσα στη σύνθεση». Ο όρος χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά, αφού η μουσική αποτελεί έναν από τους άξονες της μυθοπλασίας, χρησιμοποιείται όμως και μεταφορικά για να καταδείξει τις εμμονές της μνήμης, τις συνεχώς επανερχόμενες αναμνήσεις, μέσα από την οποία ανακαλείται και αναπλάθεται το παρελθόν τόσο του Μάριου, του κύριου ήρωα, όσο και της μαθήτριάς του της Άνας.
Για την Άνα αυτό το παρελθόν περιορίζεται στα παιδικά της κυρίως χρόνια. Για τον Μάριο είναι ολόκληρη σχεδόν η ζωή του, η ανήλικη και η ενήλικη, από το 1907 που γεννήθηκε στην οθωμανική Ξάνθη. Περιλαμβάνει δε ως σημεία - σταθμούς τους Βαλκανικούς πολέμους, την εγκατάλειψη της βουλγαρικής πλέον Ξάνθης το 1913 και την εγκατάσταση της οικογένειάς του στο Σαρή Σαμπάν, ιδιαίτερα όμως τις βουλγαρικές Κατοχές του 1916-18 και του 1941-44.
Αφορμή για το ξετύλιγμα της μνήμης, είναι η επιστροφή της αφηγήτριας στο παλιό σπίτι της γιαγιάς στην Ξάνθη. Σ’ εκείνο το σπίτι πριν από 30 χρόνια, στη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η Άνα έκανε συμπληρωματικά μαθήματα με το ηλικιωμένο δάσκαλο μουσικής, τον κύριο Μάριο. Η αφήγηση επικεντρώνεται στο πρόσωπο του δασκάλου και στις ιστορίες που κατά καιρούς διηγήθηκε στη μαθήτριά του. Ιστορίες που έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη του κοριτσιού, όπως άλλωστε και μορφή του γηραιού δασκάλου της. 

Μ’ αυτά τα εισαγωγικά και με τη φράση του Μάριου «Όλα είναι ιστορία» (σελ. 100) ερχόμαστε στο θέμα μας: Τα μαθήματα του Μάριου ακόμη και οι συναντήσεις του ακόμη με την Άνα στην αυλή του σπιτιού, καταλήγουν σχεδόν πάντα σε μια περιπλάνηση στην επικράτεια των αναμνήσεων, της μνήμης του. «Λες και η μνήμη του έτσι και βρισκόσουν αντικρυστά του μεταλλασσόταν σε στόμα, γινόταν όλη ένα στόμα, γιατί βαρύ το μέμνησο κι ασήκωτο όταν κάποιος είναι μόνος…». (σελ. 34)
Η έγγραφη αποτύπωση της μνήμης, ακόμη και η προφορική της εξωτερίκευση, πηγάζει από την εσώτερη ανάγκη του ανθρώπου να διασώσει την προσωπική ιστορία του, όταν αυτή πάλλεται στο ρυθμό της ιστορίας κι όταν την κουβαλάει μέσα του ως ιερή παρακαταθήκη, ως μαρτυρία και ως φορέα αλήθειας.
Συχνά άλλωστε οι ιστορίες του Μάριου δεν έχουν καν αποδέκτη την Άνα, αλλά υπηρετούν αυτή την επιτακτική εσωτερική ανάγκη της έκφρασης: «Σταμάτησε το κλάδεμα κι άρχισε σχεδόν αφηρημένα να διηγείται την ιστορία, την άκουσες και την ξανάκουσες τόσες φορές… την έλεγε στον εαυτό του παρά σε σένα, έδειχνε πιο πολύ να περιγράφει στον εαυτό του εκείνη τη μέρα που αξημέρωτα άρχισε η έρευνα στη γειτονιά από τους Βουλγάρους…». (σελ. 62)
Οι ανακλήσεις της μνήμης δεν ακολουθούν κάποιο ορατό τουλάχιστον ερέθισμα, αλλά αναδύονται χωρίς αφορμή και συγκεκριμένο λόγο, απλώς υπακούοντας σ’ ένα συνεχές “μέμνησο”. Συχνά δεν κρατούν τη θέση τους στο χρόνο, ξεφεύγουν από τη χρονική ή λογική αλληλουχία τους, αυτονομούνται, γίνονται ανεξέλεγκτες και κάποτε μπερδεύονται: «Απ’ όλες όμως τις μικρές σου ιστορίες πιο πολύ αγαπά αυτή που πάντα μπερδεύεις. Και την μπερδεύεις, γιατί  η ιστορία έγινε ο τόπος και ο τόπος η ιστορία. Χωρίς χρόνο. Εκεί δίπλα στο Νέστο». (σελ. 150)
Μικρές λοιπόν ιστορίες είναι οι αναμνήσεις του Μάριου που «χώνονταν η μία μέσα στη μία σαν μπλεγμένα κλαδιά και παρακλάδια ενός μόνο δέντρου, αφού όλες, αναβλύζοντας υπόγειο χειμαρρώδες νερό που ανακάλυψε στο πέτρωμα ρωγμή και βγαίνει όλο ορμή γάργαρο στο φως, κατέληγαν εκεί στην ίδια ιστορία…» (σελ. 48). Στην ίδια ιστορία, δηλ. στη μεγάλη ιστορία, στα οδυνηρά του βιώματα από την τριπλή βουλγαρική Κατοχή του τόπου, στη διάψευση των ονείρων του, στη ζωή που πήγε στράφι.

Στο “Οστινάτο” η λογοτεχνία συνδιαλέγεται διαρκώς με την ιστορία. Όχι τόσο γιατί η αφήγηση εμπλουτίζεται με ιστορικά στοιχεία, αλλά κυρίως επειδή η ιστορία αποτελεί μόνιμο αφηγηματικό φόντο στα ατομικό βίωμα των ηρώων, στην αποτύπωση του ψυχισμού τους και στις αναμνήσεις τους.
Η ιστορία από τη σκοπιά του συγγραφικού ενδιαφέροντος ήταν πάντα ένας εξαιρετικά δραματικός χώρος. Γι’ αυτό και η λογοτεχνία είχε και έχει ένα μόνιμο και συνειδητό προσανατολισμό προς τις ιστορικές εμπειρίες. Ακόμη και η ποίηση. Το “Μυθιστόρημα” του Σεφέρη και “Το Άξιον Εστί” του Ελύτη, είναι πολύ χαρακτηριστικά και κορυφαία παραδείγματα.
Ο προσανατολισμός προς την ιστορία είναι βέβαια πολύ πιο αντιληπτός στην πεζογραφία, και δη στο μυθιστόρημα, αφού σε αντίθεση με τον κρυπτικό χαρακτήρα της ποίησης, η πεζογραφία έχει τη δύναμη να αναπαριστά το παρελθόν και μάλιστα με ένταση.
Εδώ βέβαια πρέπει να διευκρινίσω ότι δεν αναφέρομαι στο ιστορικό μυθιστόρημα, που συνήθως είναι έργο φαντασίας, ούτε στη μυθιστορηματική ιστοριογραφία, που είναι η εικονογράφηση μιας ιστορικής κατάστασης. Αναφέρομαι στο μυθιστόρημα που βλέπει την ιστορική διάσταση της ανθρώπινης μοίρας, που επιχειρεί να κατανοήσει πώς τα ιστορικά γεγονότα επιδρούν στον άνθρωπο και διαμορφώνουν ατομικές ζωές, προσωπικές μοίρες και συνειδήσεις, πώς με δυο λόγια καθορίζουν νομοτελειακά τους ανθρώπου.
Σ’ αυτό το πεδίο η λογοτεχνία πλεονεκτεί έναντι της ιστορίας. Το ζητούμενο της ιστορικής σκέψης είναι η έρευνα, η μελέτη και η κατανόηση των διαθέσιμων ιστορικών πηγών και μετά η ένταξή τους σε ιστορικά πλαίσια και η ερμηνεία τους. Με δυο λόγια ο στόχος της ιστορίας είναι να κατανοήσουμε πώς και γιατί έγιναν τα πράγματα.
Η λογοτεχνία όμως προχωράει πέρα απ’ αυτά. Καθώς επικεντρώνεται σε ατομικές περιπτώσεις, κι όχι στη δράση κάποιων συνόλων, μπορεί να διεισδύσει στις κρυφές, στις αθέατες όψεις της ζωής των ανθρώπων, να ρίξει φως στα κίνητρα, τις προθέσεις, τις επιλογές, τις ενέργειές τους, κυρίως να αποκαλύψει τις επιπτώσεις που έχει ένα ιστορικό γεγονός στην προσωπική τους μοίρα. 
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λογοτεχνία ανταποκρίνεται ιδανικά σ’ ένα από τα προτάγματα της σύγχρονης ιστορικής παιδείας, το να προσεγγίζεις δηλ. το παρελθόν όχι μόνο με τη γνώση αλλά και με όρους ενσυναίσθησης, να μπορείς δηλ. να βλέπεις τον κόσμο με τα μάτια του άλλου, να κατανοείς αυτά που έζησαν οι άνθρωποι του παρελθόντος, τις συνθήκες της ζωής και τα βιώματά τους. 


Επιστροφή στο βιβλίο: Κατά τη δική μου οπτική, στο πρόσωπο του βασικού ήρωα, του κυρίου Μάριου, ενσαρκώνεται ο απλός άνθρωπος αυτού του τόπου, της Καβάλας, της Δράμας, της Ξάνθης, που του έλαχε η ιστορική μοίρα να γνωρίσει -μια ζωή ολόκληρη- πολέμους και κατοχές, καταστροφές και σφαγές, στερήσεις και κακουχίες, πείνα και αρρώστια. Θα προσθέσω και την προσφυγιά, και όχι μόνο για τον κόσμο που ξεριζώθηκε από τις πατρίδες της Ανατολής, αλλά και για τον κύριο Μάριο, που κι αυτός στερήθηκε την πατρίδα του το 1913, όπως και χιλιάδες συντοπίτες του, και πέρασε στην από εδώ πλευρά του Νέστου.
Οι γηγενείς της περιοχής μας, του Παγγαίου και της Δράμας, δε γνώρισαν την προσφυγιά των Μικρασιατών και των Ανατολικοθρακιωτών. Όμως χιλιάδες άνθρωποι εκπατρίστηκαν, είτε ως πρόσφυγες στην πέραν του Στρυμώνος Ελλάδα είτε ως δεσμώτες στα στρατόπεδα εργασίας στη Βουλγαρία. Και το σημαντικότερο: Πολέμησαν για να μείνει η γη τους ελληνική, πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος για να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα και κράτησαν τις πατρίδες τους με αμέτρητες θυσίες.
Δεν μπορώ να γνωρίζω την αφετηρία της έμπνευσης και τις προθέσεις της Μαριάνας, σκέφτομαι όμως ότι ήταν συνειδητή η επιθυμία της να αναπαραστήσει, να μνημονεύσει τα μαρτύρια αυτών των ανθρώπων, μέσα βέβαια από την ιστορία των ηρώων της και με τα εργαλεία της τέχνης της. Κι απ’ όλο το χρονικό των δεινών τους επιλέγει να φωτίσει περισσότερο  -είναι ολοφάνερο στο βιβλίο- τα σκληρά χρόνια της δεύτερης βουλγαρικής Κατοχής 1916-18. Γιατί αυτά;
Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο πληθυσμός της περιοχής μας συγκροτείται στη μεγάλη του πλειονότητα από πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής και συνεπώς τα τραγικά γεγονότα του 1916-18 δεν έχουν καταγραφεί στη συλλογική του μνήμη. Από την άλλη, οι δοκιμασίες του ελληνισμού της περιοχής μας δεν έχουν συγκεντρώσει το ενδιαφέρον της ιστορικής έρευνας, ούτε στο ακαδημαϊκό επίπεδο ούτε όμως στο χώρο της δημόσιας ιστορίας (σε αντίθεση με τα γεγονότα του 1941-44). Έτσι έχουν καλυφθεί από την αχλή της λήθης και η μνήμη τους παραμένει ζωντανή μόνο στις κοινότητες των γηγενών της Ανατολικής Μακεδονίας, κυρίως ως στοιχείο περηφάνιας και ως ανάμνηση της οικογενειακής ιστορίας του καθενός. 
Ένας αιώνας πέρασε από τότε και ήρθε η ώρα να ρωτήσουμε και να αναρωτηθούμε με τον τρόπο του Μανώλη Αναγνωστάκη: “Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;” Ο ιστορικός πρωτίστως, αλλά όχι μόνο αυτός. Θα επικαλεστώ κι έναν άλλο σπουδαίο της λογοτεχνίας μας, τον Θανάση Βαλτινό, που βάζει στο στόμα ηρωίδας του τα εξής λόγια: «Η ζωή είναι αφ’ εαυτής μια αφήγηση. Η Ιστορία είναι η δευτερογενής αφήγηση της πρώτης. Όταν τα γεγονότα χάσουν τον ασπαίροντα χαρακτήρα τους και ωχριάσουν οριστικά, αναγκαστικά θα εμπιστευτούμε τη λογοτεχνία».
Κατά τη δική μου λοιπόν οπτική, με το “Οστινάτο” της η Μαριάνα Ευαγγέλου επιστρέφει στη γενέθλια γη (το ρήμα “επιστρέφει” με όλες τις κυριολεκτικές και μεταφορικές του σημασίες), επιστρέφει για να ανασκαλέψει τις μισοσβησμένες μνήμες του τόπου της και να επιτελέσει ένα καθήκον μνήμης.

Όπως είναι γνωστό, η Ανατολική Μακεδονία βρέθηκε υπό βουλγαρική κυριαρχία τρεις φορές μέσα σε 30 χρόνια. Και τις τρεις φορές οι Βούλγαροι εφάρμοσαν μια πολιτική εθνοκάθαρσης, που κατά τη δεύτερη Κατοχή 1916-1918 εξελίχθηκε σε μια ασύλληπτων διαστάσεων ανθρωπιστική καταστροφή. Δεν είναι βέβαια της παρούσης να εξιστορήσουμε γεγονότα, αλλά όποιο στοιχείο και να αναφέρει κανείς (π.χ. ότι οι απώλειες στο σύνολο του άμαχου πληθυσμού έφτασαν το 15%, ότι στην Καβάλα είχαμε 14.000 θανάτους από πείνα κ.ά.) μπορεί από μόνο του να καταδείξει την έκταση της τραγωδίας.
Αυτό το σκούρο φόντο διατρέχει αρκετές από τις σελίδες του βιβλίου -κυρίως από το κεφάλαιο 4 και πέρα-, σε διάφορες αποχρώσεις του γκρι, αλλού αχνό κι αλλού κατασκότεινο, άλλοτε ως αδιόρατη αίσθηση κι άλλοτε ως ρητή μαρτυρία: Μαρτυρία για την πείνα, για την αρρώστια, τον εξανθηματικό τύφο, για την εδώ καταναγκαστική εργασία των γυναικών, για στρατόπεδα εργασίας στη Βουλγαρία και τα ντουρντουβάκια, για τη φυγή από την Ξάνθη το 1913, για τις προσπάθειες διαφυγής στη Θάσο ή στην πέραν του Στρυμώνος Ελλάδα, για τον αποκλεισμό της πόλης, την αποστέρηση των περιουσιακών στοιχείων, τις ταπεινώσεις…
Μόνο δύο ενδεικτικά αποσπάσματα, μικρά: «…να τον κοιτά με τόση πείνα, πείνα Κατοχής, όπως λέμε πείνα  - λίμα, εκείνο το είδος της πείνας δηλαδή που σε αναγκάζει να βράσεις ό,τι είναι πράσινο πάνω στη γη για να μαγειρέψεις νερομπλούμ σουπίτσα, ή να ρίξεις πονηρά στη ριγανίτσα που βουτάς στη μπομπότα μπόλικο αλατοπίπερο για να πίνεις πολύ νερό και να φουσκώνεις την μπάκα, ή, το είδος εκείνο που κόβεις κομματάκια και ψήνεις ή βράζεις σκύλους και γάτες, κι όλα αυτά ενώ κοιτάς τα ψάρια που κολυμπούν ανενόχλητα στη θάλασσα, γιατί η ακτή είναι συρματοπλεγμένη…». (σελ. 94)
 «Η μάνα του, επιταγμένη με άλλες γυναίκες, καθώς οι άνδρες ήταν όμηροι στη Βουλγαρία δούλευε όλο το βράδυ στα επάκτια οχυρωματικά των Βουλγάρων. Το ξημέρωμα μοιραζόταν μαζί της την αμοιβή της ολονύκτιας εργασίας, ένα πιάτο νερόβραστη φασολάδα κι ένα κομμάτι μπομπότα, λάσπη μέσα, κόκκαλο έξωκι αηδιαστική μυρωδιά κριθαρίλας τριγύρω τριγύρω». (σελ. 104)
Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσω ότι η συγγραφέας αυτοπεριορίζεται συνειδητά στα όρια του μύθου της. Ενώ κατέχει με πληρότητα το πραγματολογικό μέρος, τουλάχιστον για την περίοδο 1916-18, δεν υποκύπτει στον πειρασμό να παραφορτώσει τις αναμνήσεις του δασκάλου της με γεγονότα, ιστορικές πληροφορίες και κάθε λογής μαρτυρίες, να του αλλάξει δηλ. ρόλο και να τον μετατρέψει σε έναν πανόπτη και παντογνώστη αφηγητή. Έτσι για παράδειγμα, δεν επιχειρεί να εικονογραφήσει την ύπαιθρο, τις αγροτικές κοινότητες, όπου τέθηκαν σε εφαρμογή και διαφορετικές πρακτικές εθνοκάθαρσης (όπως απομείωση του ανδρικού εργατικού δυναμικού, αρπαγή σοδειάς, ζώων και κάθε υλικού μέσου για την καλλιέργεια της γης κ.ά.).
 Από την άλλη τις όποιες εμβόλιμες και απροσδόκητες ιστορικές πληροφορίες, της Άνας, τις αποδέχεσαι σαν την αντίδραση ενός ανθρώπου που μαθαίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον και θέλει να μοιραστεί το μυστικό ή να μεταδώσει την έκπληξή του. Όπως π.χ. για την Καλαμίτσα: «Αφού έλειψαν οι γάτες, σου έλεγε ο κύριος Μάριος, κυριάρχησαν τα ποντίκια. Και μετά ο τύφος. Κι η αρρώστια θέριζε μέχρι και την απελευθέρωση, που ήρθαν τα ιστιοφόρα φορτωμένα γάτες για να φάνε τα ποντίκια, ενώ στήθηκε λοιμοκαθαρτήριο και στρατόπεδο καραντίνας στην αμμουδιά της Καλαμίτσας». (σελ. 108)
«Στην Καλαμίτσα που πήρε τ’ όνομά της από Κωνσταντινουπολίτες εικονολάτρες που ήρθαν εκεί κουβαλώντας μαζί τους την εικόνα της Παναγιάς της Καλαμούς, όπως μάθαινες στο μάθημα της πατριδογνωσίας…». (σελ. 109-110)


Οι αναμνήσεις του κ. Μάριου -όπως αναπλάθονται από την Άνα- εξωτερικεύονται κατά κανόνα χωρίς πάθος και μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις  διακατέχονται από το στοιχείο της οδύνης. Τα συναισθήματα του ήρωα ποτέ δεν εκτρέπονται σε εκφράσεις ή υποδηλώσεις φυλετικού μίσους προς το θύτη (η πιο επιθετική και απαξιωτική αναφορά, μάλλον η μοναδική, είναι ο χαρακτηρισμός “κρούμος” που αποδίδεται σε συγκεκριμένο Βούλγαρο στρατιώτη, συνεκδοχικά ίσως σε όλους τους Βούλγαρους κατακτητές).
Κι όμως ο κ. Μάριος υπήρξε τρεις φορές θύμα της βουλγαρικής βίας σε Κατοχές που αποσκοπούσαν στην εθνοκάθαρση. Κι εδώ πρέπει να κάνουμε την απαραίτητη διάκριση ανάμεσα στη βία της  εθνοκάθαρσης και την κατακτητική βία. Η βία του κατακτητή ασκείται για λόγους προληπτικούς ή αποτρεπτικούς, για λόγους καταστολής ή εκδίκησης. Στην περίπτωση όμως της εθνοκάθαρσης πέρα από τη φυσική ύπαρξη των ατόμων απειλείται και η ίδια η υπόσταση ενός λαού. Τρεις φορές μέσα σε τριάντα χρόνια οι άνθρωποι αυτού του τόπου, όπως ο κ. Μάριος, αντιμετώπισαν το δίλημμα να αρνηθούν την εθνική τους ταυτότητα ή να εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Δεν είναι λοιπόν ανεξήγητο που ακόμη και σήμερα διατηρούνται αντιβουλγαρικά αισθήματα, παρά το γεγονός ότι από τη δεκαετία του 1960 οι σχέσεις μας με τους γείτονες είναι υποδειγματικές σχέσεις καλής γειτονίας. Κάτι ξέρει η συλλογική μνήμη!
Τι νόημα έχει λοιπόν, πώς να ερμηνεύσουμε τη μεγαθυμία του κ. Μάριου; Διαβάζω στη σελ. 68-69 : «… μετέωρος έμεινε ο Μάριος να κοιτά τους κατακτητές πάνω στ’ άλογα να κοιτά το βαπόρι για τη Θάσο που δεν τον πήρε, να κοιτά τη θάλασσα, το γαλάζιο απ’ τη λάθος πλευρά, τη συρματοπλεγμένη, κι όσο κι αν δίνει τόπο στην εργή, κι όσο κι αν το παλεύει να δώσει τόπο για συγχώρεση, χώρος δε μένει και το μόνο που μάλλον απομένει είναι ένα σχήμα λόγου, εκείνο το ρητορικό, εκείνο που λένε συγχώρησιν, μέσω του οποίου κατατροπώνεται ο αντίπαλος εν τη ιδία αυτού χώρα...». Ψάχνονται το νόημα της “συγχωρήσεως” βρήκα σε ομιλία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την εξής σημασία: “Συγχώρησις” είναι να μην κρατάς κακία για τον θύτη, να τον συγχωρέσεις το κακό που σου έκανε, αλλά και κάτι περισσότερο: να μην το έχεις ούτε στη σκέψη σου, να μη το συλλογίζεσαι, καθάρισε την καρδιά σου απ’ αυτό, άσε να επουλωθεί η πληγή.
Όποια σημασία κι αν έχει η “συγχώρησις”, το βέβαιο είναι -κατά την προσωπική μου ανάγνωση- ότι μέσα από το “Οστινάτο” ο Μάριος απευθύνεται προς την Άνα κι η Μαριάνα Ευαγγέλου προς εαυτήν και προς τους αναγνώστες της και είναι σα να λένε: Όλα αυτά που σου λέω Άνα, όλα αυτά που σας αφηγούμαι αναγνώστες μου είναι ιστορία, η ιστορία μας. Δεν έχουμε δικαίωμα να τα ξεχνάμε. Πρέπει να τα γνωρίζουμε, να τα μνημονεύουμε, να τα τιμάμε.
Τίποτα δεν είναι της φαντασίας μας. Τα ζήσαμε, μας πλήγωσαν, μας πόνεσαν, μας σημάδεψαν, κάποιες πληγές ακόμη δεν έχουν επουλωθεί και αυτό δε μας αφήνει να λησμονήσουμε. Λάβαρα εκδίκησης δεν υψώνουμε, ποτέ δεν υψώσαμε, περιμένουμε όμως από τους θύτες μας μια δίκαιη μνήμη ίσως και κάποιες συγγνώμες, και συμβολικές και έμπρακτες.
Όμως για εμάς που ζούμε σήμερα σ’ αυτόν τον τόπο, εκτός από το καθήκον μνήμης υπάρχει και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: ότι πληρώνοντας οι προηγούμενες γενιές το αναγκαίο ίσως βαρύ τίμημα στο ταμείο της Ιστορίας, κερδίσαμε εμείς το δικαίωμα να είμαστε εδώ και να συνεχίζουμε τη ζωή μας.
Και δεν είναι πιστεύω καθόλου τυχαίο -και θα κλείσω μ’ αυτό- ότι οι προσωπικές αναμνήσεις της Άνας δημιουργούν έντονο κοντράστ με εκείνες του δασκάλου της. Οι αναμνήσεις του Μάριου είναι βγαλμένες από εφιάλτες. Της Άννας είναι ένας κόσμος με παιδικές εικόνες, ήχους, γεύσεις και αρώματα, θαρρείς βγαλμένος από τον κόσμο και το φλυτζάνι του Μαρσέλ Προυστ. Οι αναμνήσεις της Άνας είναι ο υπέροχος κόσμος της Μουσικής, είναι οι καριόκες και οι νουγκάδες του Παπαρασκευά, οι κουραμπιέδες της Νέας Καρβάλης και το παγωτό του Πορλού, η ταβέρνα του Τζώνη στην Καλαμίτσα και τα λαχταριστά τηγανητά μύδια του Απόστολου στο Παληό, είναι τα βραχάκια όπου έκανε τα παιδικά της μπάνια της, είναι τα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς της και το συγγενικό της περιβάλλον, είναι τέλος η αξέχαστη μορφή του δασκάλου της, του Μάριου, που στο τέλος κάθε μαθήματος της χτυπούσε το χέρι λέγοντας: «Άντε τράβα τώρα. Αύριο πάλι»...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου