Κυριάκου Λυκουρίνου, «Η
διείσδυση της βουλγαρικής εθνικής κίνησης στην περιοχή της Δράμας[1]
και η αντιμετώπισή της από το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας κατά την περίοδο
της “Ανατολικής Κρίσης” (1875-1878)», Ανακοίνωση στην Ε΄Επιστημονική Συνάντηση "Η Δράμα και η Περιοχή της - Ιστορία και Πολιτισμός" (Δράμα 18-21 Μαΐου 2006), Πρακτικά, έκδ. ΔΕΚΠΟΤΑ, Δράμα 2013, τ. 1, σελ. 567-606.
Abstract: After the founding of the
Bulgarian Exarchate (1870), the Bulgarian national movement also
penetrated the Slavic-speakers of the district (kazas) of Drama, who did
not have a clearly defined national conscience. Until 1875, approximately
30% of the Christian population of this area (4,000 out of a total of
14,000) chose the Bulgarian national ideal and joined the Exarchate. This
development was attributed to the effective action of the Bulgarian
propaganda centers, the anti-Greek stance of the Turkish population, due
to the Cretan uprising (1866-1869), and the inactivity of the Greek side.
At
the beginning of the «Eastern Crisis», mainly after the
violent suppression of the Bulgarian uprising, the Bulgarian movement
showed a significant retreat. Until the summer of 1876, all the supporters
of the Exarchate in the district of Drama, but also in the areas of
Zihni and Nevrokopi returned to the Ecumenical Patriarchate. During
the years 1877 and 1878,
in spite of circumstances favorable to
the Bulgarian side (the Russo-Turkish War and the choices of European diplomacy),
the successes of Bulgarian propaganda in the area that we are examining
were very limited.
The
conversion of the Slavic-speaking populations was mainly due to the awakening
and the coordinated reaction of the Greek side, with its center at the
Greek Vice-consulate of Kavala. From 1876 on, the Vice-consulate formed a
network of agents over the entire area of the sandjak of Drama, through
which the gathering and coordination of the action of the Greek communities and
the pro-Greek Slavic-speakers was pursued. The mobilization of the Greek
side aimed to confront the particular actions of the Bulgarian movement,
however, mainly to spread the Greek national ideology by means of the
action of the associations supporting education and the development of
Greek education.
The
present article examines the following: a) the processes within the communities
(movement of populations from the Patriarchate to the Exarchate and vice
versa, conflicts over the possession of churches, etc.) and the circumstantial
factors that caused them; b) the goals and the specific actions of the
Greek Vice-consulate of Kavala and the results of its policy.
Η
εμφάνιση της βουλγαρικής εθνικής κίνησης στο χώρο της Μακεδονίας συναρτάται με
τις ιστορικές συγκυρίες των μέσων του 19ου αιώνα: Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο
(1853-1856) η Ρωσία εντάσσει στην ανατολική της πολιτική την ευρεία διάδοση του
πανσλαβισμού στο βαλκανικό και ειδικότερα στο μακεδονικό χώρο για τον προσηλυτισμό
των γηγενών σλαβόφωνων πληθυσμών[2]. Παράλληλα η απονομή ισονομίας και ισοπολιτείας στις εθνοθρησκευτικές
μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίες, με την έκδοση του Χάττι – Χουμαγιούν
(1856), αποτελεί έναυσμα για την εμφάνιση βουλγαρικού εκκλησιαστικού ζητήματος
και συμβάλλει άμεσα στην αφύπνιση της βουλγαρικής εθνικής συνείδησης μεγάλου
μέρους του σλαβόφωνου πληθυσμού της Μακεδονίας[3].
Τα
περίπλοκα εθνολογικά προβλήματα της μεσαίας ζώνης της Μακεδονίας εμφανίζονται
και στο χώρο του καζά (υποδιοίκησης) Δράμας[4],
όπου το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού χριστιανικού πληθυσμού ήταν σλαβόφωνοι,
εκτός της ομώνυμης πόλης, του Δοξάτου, της Τσατάλτζας (Χωριστής) και του
Εδιρνετζίκ (Αδριανής), που ήταν ελληνόφωνοι[5].
Για τη
φυλετική ταυτότητα των σλαβόφωνων πληθυσμών οι απόψεις διίστανται: Η ελληνική
πλευρά επικαλείται πορίσματα της γλωσσικής και ιστορικής επιστημονικής έρευνας
για να καταδείξει ότι η ύπαρξη σλαβικών ιδιωμάτων στο μακεδονικό χώρο, επομένως
και στην εξεταζόμενη περιοχή, οφείλεται στην επί αιώνες επικοινωνία και
επιμειξία των γηγενών πληθυσμών με σλαβικά φύλα, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η
επικράτηση του απλούστερου και πλέον κατανοητού σλαβικού ιδιώματος[6].
Κατά τις απόψεις αυτές, η γλώσσα δεν αποτελεί απόδειξη της εθνικής ταυτότητας
ενός πληθυσμιακού συνόλου. Ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη, Κωνσταντίνος
Βατικιώτης, αναφερόμενος το 1876 στους σλαβόφωνους πληθυσμούς της περιοχής νοτίως
του Νευροκοπίου, τόνιζε:
Κ. Βατικιώτης |
«Αλλ’ οι βουλγαρόφωνοι
της Μακεδονίας δεν είναι διά τούτο και Βούλγαροι. Τουναντίον πολλά είναι τα
ενδεικνύοντα ότι εισί Μακεδόνες απομαθόντες την γλώσσαν των διά των βουλγαρικών
επιδρομών και εποικίσεων… Εύλογον είναι λοιπόν να διασταλώσι από των άλλων
βουλγαροφώνων της Βορείου Μακεδονίας...
και να συναχθώσι μετά της Ελληνικής φυλής ως βουλγαρόφωνοι Μακεδόνες…»[7].
Διαμετρικά
αντίθετες είναι οι βουλγαρικές απόψεις. Σύμφωνα μ’ αυτές, η επικράτηση του
βουλγαρικού ιδιώματος και η ύπαρξη βουλγαρικών τοπωνυμίων στην ανατολική
Μακεδονία αποτελούν αδιάσειστες αποδείξεις της ολοκληρωτικής σχεδόν κυριαρχίας
του βουλγαρικού στοιχείου και της εξαφάνισης των παλαιών ελληνικών πληθυσμών
ήδη από τα τέλη της βυζαντινής περιόδου. Η βουλγαρική πλευρά αγνοώντας την αρχή
ότι το μόνο προσδιοριστικό στοιχείο εθνότητας είναι το υποκειμενικό, δηλ. η βούληση
επιλογής μιας συγκεκριμένης εθνικής μερίδας, και προβάλλοντας ως αποδεικτικό
στοιχείο της εθνικής ταυτότητας του πληθυσμού την ομιλούμενη γλώσσα, διατυπώνει
την άποψη ότι το βουλγαρικό στοιχείο υπερείχε πληθυσμιακά στο σύνολο της ανατολικής
Μακεδονίας (35-36% έναντι 20% του ελληνικού) και κυριαρχούσε απόλυτα στην περιοχή
της Δράμας[8].
Οι
σλαβόφωνοι αυτοί πληθυσμοί, που δεν είχαν διαμορφώσει σαφή και ευδιάκριτη
εθνική συνείδηση, αποτέλεσαν το αντικείμενο της ελληνοβουλγαρικής διαμάχης, ήδη
από τη δεκαετία του 1860, κυρίως όμως μετά το 1870, αφότου τα εκκλησιαστικού χαρακτήρα
βουλγαρικά αιτήματα απέκτησαν σαφή εθνική χροιά και ο ελληνοβουλγαρικός
ανταγωνισμός επικεντρώθηκε ουσιαστικά στην προσπάθεια κατασκευής και εδραίωσης
της εθνικής τους ταυτότητας.
Κατά τη
δεκαετία του 1860 η βουλγαρική διείσδυση περιορίστηκε στις γειτονικές περιοχές
του Νευροκοπίου και του Αχή Τσελεπή της Ροδόπης και εκδηλώθηκε με αιτήματα
εκπαιδευτικού και εκκλησιαστικού χαρακτήρα: τη διδασκαλία της βουλγαρικής
γλώσσας στα σχολεία, την εισαγωγή της στην Εκκλησία και την αντικατάσταση των Ελλήνων
με Βούλγαρους αρχιερείς. Μέχρι το 1870 ένα μεγάλο μέρος του χριστιανικού
πληθυσμού των περιοχών αυτών ταυτίστηκε με τη βουλγαρική εθνική ιδέα και μετά
το 1870 προσχώρησε και τυπικά στους κόλπους της Εξαρχίας[9].
Αντίθετα
στις περιοχές της αρμοδιότητας του Ελληνικού Υποπροξενείου Καβάλας[10],
συνεπώς και στην περιοχή της Δράμας, δε φαίνεται να σημειώθηκε σημαντική
πρόοδος της βουλγαρικής κίνησης πριν το 1870. Στις αρχές του 1868 μια έκθεση
του υποπρόξενου Ηλ. Βασιλειάδη έκανε λόγο για «τον νεναρκωμένον και σχεδόν μη υπάρχοντα
εις τα μέρη της δικαιοδοσίας του βουλγαρισμόν»[11].
Ωστόσο
στα τέλη της δεκαετίας του 1860 δημιουργήθηκαν στις νοτιότερες περιοχές της
προξενικής περιφέρειας δύο σημαντικοί θύλακες της σλαβικής προπαγάνδας, που ενίσχυσαν τις
προϋποθέσεις για διάδοση των πανσλαβιστικών ιδεών στην ευρύτερη περιοχή: Το
1868, μετά από αίτημα Ρώσων μοναχών του Αγίου Όρους, ιδρύθηκε στην Καβάλα το
Προξενικό Πρακτορείο της Ρωσίας. Οι φόβοι του Έλληνα υποπρόξενου μήπως οι
ενέργειες των ρωσικών αρχών «επιδράσωσι κατά του Ελληνισμού» αποδείχθηκαν
βάσιμοι[12].
Από το 1877-1878 το ρωσικό προξενικό πρακτορείο ανέπτυξε έντονη δράση για την
προώθηση των βουλγαρικών σχεδίων στο χώρο της νοτιοανατολικής Μακεδονίας.
Στις
αρχές του 1869 Ρώσοι μοναχοί του Αγίου Όρους εγκαταστάθηκαν στην περιοχή
Ελευθερών και ανήγειραν τη μονή του Αγίου Ανδρέα, στο χώρο της σημερινής ομώνυμης
κοινότητας. Από τη δεκαετία του 1870 αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις γειτονικών οθωμανικών
κτημάτων και οικόπεδα στη Θάσο και επιχείρησαν να επεκταθούν και σε άλλες
περιοχές της παραλιακής ζώνης από το Στρυμόνα μέχρι την Καβάλα, με σκοπό την
εγκατάσταση Βούλγαρων μοναχών και πρακτόρων. Με την εμφύτευση βουλγαρικού
στοιχείου σ’ ένα χώρο όπου το ελληνικό δεν ήταν πολυπληθές, ευελπιστούσαν ότι
θα αλλοιώσουν την εθνολογική σύνθεση της περιοχής, θα διαδώσουν τις πανσλαβικές
ιδέες και θα εγκαταστήσουν γέφυρα επικοινωνίας με τους Βουλγάρους της
ενδοχώρας, κυρίως της περιοχής του Νευροκοπίου. Οι επαπειλούμενες επιπτώσεις
υπογραμμίζονταν εμφαντικά από τους κατά καιρούς Έλληνες υποπρόξενους στην
Καβάλα: «Οι Ρώσοι μοναχοί επιχειρούν να εκσλαβίσωσι την ζώνην ταύτην, δι’ ης θα
εκβάλη ο βουλγαρικός χείμαρρος εις το Αιγαίον», «προλειαίνουν την οδόν της εν
τη Ανατολική Μακεδονία προελάσεως του σλαβισμού υπό βουλγαρικόν προς το παρόν
όνομα» κλπ. [13]
Ο εθνογραφικός χάρτης του H. Kiepert, 1876 (θεωρήθηκε ότι ευνοεί τις βουλγαρικές θέσεις) |
Σημείο
σταθμός για τις μετέπειτα εξελίξεις υπήρξε η ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας
(1870), η οποία δύο χρόνια μετά κηρύχθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σχισματική[14].
Η σύσταση αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας επισημοποίησε την εκκλησιαστική, άρα
και εθνική χειραφέτηση των Βουλγάρων, αποτέλεσε έναυσμα για το βουλγαρικό
επεκτατισμό και συνέβαλε στην εδραίωση της βουλγαρικής εθνικής ιδέας και στις
μικτές εθνογραφικά ζώνες, μεταξύ αυτών και στις σλαβόφωνες περιοχές της ανατολικής
Μακεδονίας. Την επεκτατική τάση των Βουλγάρων ενίσχυε το 10ο άρθρο
του ιδρυτικού φιρμανίου της Εξαρχίας, καθώς προέβλεπε την επέκταση της δικαιοδοσίας
του Βούλγαρου εξάρχου και σε περιοχές όπου τα 2/3 των χριστιανών κατοίκων εκδήλωναν
σχετική επιθυμία. Για την υποκίνηση του αιτήματος στα βουλγαρόφωνα χωριά της
Δράμας ανέλαβαν δράση πράκτορες της Εξαρχίας, προερχόμενοι ή καθοδηγούμενοι
αρχικά από κέντρα της Βουλγαρίας και της περιοχής του Νευροκοπίου. Η βουλγαρική
προσηλυτιστική δράση εντάθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1870, αφότου
συστήθηκε «βουλγαρικό κομιτάτο» και στην πόλη της Δράμας[15].
Πλήρη και
αναλυτικά στοιχεία για τα αποτελέσματα των βουλγαρικών προσπαθειών δεν
διαθέτουμε. Φαίνεται ωστόσο ότι κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1870 η
βουλγαρική κίνηση είχε αποκτήσει σημαντικά ερείσματα στο χώρο της Ξάνθης και κυρίως
της Δράμας, ο οποίος λόγω της γειτνίασης με την περιοχή του Νευροκοπίου δεχόταν
άμεσα την επίδραση της βουλγαρικής προπαγάνδας. Το γεγονός υποδηλώνεται από τις
συνεχείς αναφορές των προξένων για τα «βουλγαρικά χωρία» ή για τις κοινότητες
που είχαν απομείνει πιστές στη Μεγάλη Εκκλησία (στο Οικουμενικό Πατριαρχείο)[16].
Σύμφωνα με επίσημη μαρτυρία του 1875, η εξαρχική προπαγάνδα είχε απήχηση ακόμη
και στην πόλη της Δράμας[17].
Το βέβαιο
είναι ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1870 η περιοχή αυτή αποτελούσε πεδίο
έντονων αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε ελληνίζοντες και βουλγαρίζοντες. Οι βουλγαρικές
διασπαστικές ενέργειες είχαν αρχίσει πιθανότατα από την Πλεύνα (Πετρούσα)[18]
και την Προσοτσάνη, όπου το βουλγαρίζον στοιχείο είχε δυναμική παρουσία και
αριθμητική υπεροχή, και είχαν ως αποτέλεσμα την προσχώρησή τους στην Εξαρχία, ίσως
και πριν το 1872[19].
Στις δύο αυτές κοινότητες (τις μόνες που αναφέρονται ονομαστικά στα προξενικά
έγγραφα), το 1874 οι εξαρχικοί είχαν αποσπάσει βιαίως τις εκκλησίες από τους
πατριαρχικούς συγχωριανούς τους. Αρπαγές και σφετερισμοί σχολείων και εκκλησιών
αναφέρονται και σε άλλα μη κατονομαζόμενα χωριά της επαρχίας, τα οποία είχαν
επίσης αποσκιρτήσει μέχρι το 1875[20].
Από την
αλληλογραφία του Υποπροξενείου Καβάλας εικάζεται ότι μέχρι το 1876 η Εξαρχία
είχε αναγνωριστεί από το σύνολο ή από μεγάλη μερίδα του χριστιανικού πληθυσμού
της Γκάμπροβας (Καλλιθέας) και του Γενίκιοϊ (Σταυρούπολης), του καζά Ξάνθης,
και των χωριών Προσοτσάνη, Πλεύνα, Δράνοβο (Μοναστηράκι), Βησοτσάνη (Ξηροπόταμος),
Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια), Μπουμπλίτσι (Πύργοι), Βόλακας και Γιουρετζίκ
(Γρανίτης), της υποδιοίκησης Δράμας[21].
Βέβαια σε έκθεση του εξαρχικού αρχιερατικού επιτρόπου Δράμας, στα 1911, αναφέρεται
ότι κατά την περίοδο αυτή ανήκαν στην Εξαρχία μόνο η Πλεύνα και η Προσοτσάνη
και από το 1876 και η Κουμπάλιστα[22].
Αν η πληροφορία της πολύ μεταγενέστερης βουλγαρικής πηγής είναι βάσιμη, μπορούμε
να υποθέσουμε ότι στα υπόλοιπα χωριά δεν είχαν συσταθεί επισήμως εξαρχικές
κοινότητες, αλλά λειτουργούσαν χωρίς αναγνώριση από τις οθωμανικές αρχές,
υπαγόμενες ίσως άτυπα στον προϊστάμενο των εξαρχικών κοινοτήτων της εκκλησιαστικής
περιφέρειας Δράμας, που είχε την έδρα του στην Προσοτσάνη[23].
Εθνογραφικός χάρτης του Βρετανού Edward Stanford, 1877 |
Ανεξαρτήτως
του όποιου καθεστώτος, γεγονός είναι ότι στις παραμονές της «Ανατολικής Κρίσης»
ένα σημαντικό μέρος του σλαβόφωνου στοιχείου της περιοχής εμφανίζεται να έχει
επιλέξει έμπρακτα τη βουλγαρική εθνική μερίδα και ότι από τα προαναφερόμενα χωριά
μόνο στην Προσοτσάνη αναφέρεται και σημαντικός αριθμός ελληνιζόντων, ενώ στα
υπόλοιπα το ελληνικό στοιχείο θεωρείται ελάχιστο ή ανύπαρκτο. Σύμφωνα με
προξενικές στατιστικές, κατά την περίοδο αυτή, των μέσων της δεκαετίας του
1870, οι βουλγαρικής εθνικής συνείδησης κάτοικοι του σαντζακίου Δράμας (μη συμπεριλαμβανομένης
της Θάσου) ανέρχονται σε 7.000 - 8.500, σε σύνολο χριστιανικού πληθυσμού 35.000[24].
Στον καζά της Δράμας καταγράφονται περίπου 14.000 χριστιανοί, εκ των οποίων οι 9.600
- 10.000 αναφέρονται ως Έλληνες – πρόκειται κυρίως για τους πληθυσμούς της
Δράμας, του Δοξάτου, της Τσατάλτζας και του Εδιρνετζίκ, οι οποίοι είχαν
αποκρυσταλλωμένη ελληνική εθνική συνείδηση – και οι 4.000 - 4.600
προσδιορίζονται εθνικά ως Βούλγαροι[25].
Βέβαια οι τελευταίοι δεν είχαν παγιώσει βουλγαρική εθνική συνείδηση, αλλά διακρίνονταν
για τη ρευστότητα του φρονήματός τους και παρουσιάζονταν στη συνέχεια πότε ως
οπαδοί του Πατριαρχείου και πότε της Εξαρχίας, ανάλογα με τις εξωτερικές
επιρροές ή πιέσεις.
Την
περίοδο 1870-1875 δύο παράγοντες ευνόησαν το βουλγαρικό επεκτατισμό: Ο πρώτος
ήταν η διασπαστική πολιτική της οθωμανικής κυβέρνησης, που με την επίμαχη
διάταξη του 10ου άρθρου του ιδρυτικού φιρμανίου της Εξαρχίας
υποδαύλιζε τον ανταγωνισμό Ελλήνων – Βουλγάρων, ώστε να αποκλείσει τη
δυνατότητα μιας μελλοντικής σύμπραξής τους. Ο δεύτερος ήταν η ανθελληνική
πολιτική των τοπικών οθωμανικών αρχών και των μπέηδων της Δράμας, η έξαρση του
τουρκικού φανατισμού και οι βάναυσοι διωγμοί των Ελλήνων, εξ αφορμής της Κρητικής
Επανάστασης (1866-1869)[26].
Η
εξάπλωση της βουλγαρικής εθνικής κίνησης οφείλεται όμως και στην έλλειψη οργανωμένης
ελληνικής αντίδρασης: H κρίσιμη πενταετία
1870-1875 είναι για το Ελληνικό Υποπροξενείο της Καβάλας περίοδος
αποδιοργάνωσης και υπολειτουργίας. Τα ενδιαφέροντα των προξένων περιορίζονται,
με ελάχιστες εξαιρέσεις, σε οικονομικού χαρακτήρα υποθέσεις των Ελλήνων
υπηκόων, αγνοούνται τα εθνικά ζητήματα και το προξενείο γίνεται πεδίο
φατριασμών και σύγκρουσης ενδοκοινοτικών και προσωπικών συμφερόντων[27].
Κατά συνέπεια αδυνατεί να αναλάβει πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της
βουλγαρικής διείσδυσης στο χώρο της δικαιοδοσίας του. Το 1873 ο Βατικιώτης σημειώνει
σε έκθεση επιθεώρησης του Υποπροξενείου της Καβάλας ότι αυτό «δεν ανταποκρίνεται
εις τον εν γένει σκοπόν της αποστολής του, μάλιστα εν τη περιφερεία του ήτις
χρήζει δραστηρίας και πεπειραμένης ενεργείας προς υποστήριξιν της Ελληνικής
Εκκλησίας και των Ελληνικών γραμμάτων…»[28].
Μεγάλο
μέρος ευθύνης ανήκει και στην τοπική Εκκλησία: Η χωρίς αντίσταση διείσδυση της
βουλγαρικής εθνικής ιδέας στις περιοχές Νευροκοπίου και Αχή Τσελεμπή, από τη
δεκαετία του 1860, και στις περιοχές Ξάνθης και Δράμας, μετά το 1870, οφείλεται
αναμφίβολα και στην αδιαφορία και αδράνεια των μητροπολιτών Δράμας και Ξάνθης,
η στάση των οποίων (και ιδιαίτερα του μητροπολίτη Δράμας Ιωαννίκιου, 1872-1879)
καταγγέλλεται επανειλημμένα από τον προξενικό αντιπρόσωπο του ελληνικού κράτους
αλλά και από άλλους ομογενείς[29].
Σφραγίδα και υπογραφή του Μητροπολίτη Ξάνθης (και Καβάλας) Διονυσίου, 1864 |
Κατά την
τριετία της «Ανατολικής Κρίσης»[30],
από το καλοκαίρι του 1875 μέχρι τα μέσα του 1878, η Βαλκανική συνταράσσεται από
εξεγέρσεις των υπόδουλων χριστιανικών λαών και από πολέμους χριστιανικών κρατών
(Σερβίας και Ρωσίας) κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κρίση διευθετήθηκε
αρχικά με την προκαταρκτική Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878)[31]
και οριστικά στο Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου – 13 Ιουλίου 1878). Ευνόητο
είναι ότι τα πολεμικά γεγονότα, οι πολιτικές διεργασίες και οι διπλωματικές
εξελίξεις αυτής της περιόδου επηρέασαν καθοριστικά και τη στάση των
διαφιλονικούμενων πληθυσμών και τα αποτελέσματα της ελληνοβουλγαρικής αντιπαράθεσης
για επικράτηση στο χώρο των σλαβόφωνων.
Στα μέσα
του 1876 παρατηρείται μαζική επιστροφή των σλαβόφωνων κοινοτήτων στο
Πατριαρχείο. Οι τουρκικές αγριότητες κατά των Βουλγάρων στις περιοχές του Νευροκοπίου
και της Ροδόπης, μετά τη βίαιη καταστολή της βουλγαρικής εξέγερσης[32],
και ο φόβος για επιβολή παρόμοιων αντιποίνων ενάντια σ’ όλους τους εξαρχικούς,
ανάγκασαν τις σχισματικές κοινότητες των επαρχιών Νευροκοπίου, Αχή Τσελεπή,
Ξάνθης και Δράμας να ζητήσουν την επιστροφή τους στους κόλπους της Μεγάλης
Εκκλησίας. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 1876 είχαν επιστρέψει στο Πατριαρχείο
45 από τα 47 χωριά του Νευροκοπίου, συνολικού πληθυσμού 18.650 «Βουλγάρων
κατοίκων», τα 18 (κατ’ άλλες πηγές 22) χριστιανικά χωριά του Αχή Τσελεπή, κατοικούμενα
από «8.000 Βουλγάρους», οι κοινότητες Γκάμπροβα και Γιενίκιοϊ της επαρχίας
Ξάνθης, 3.000 κατοίκων, και όλα τα «βουλγαρικά χωρία» της επαρχίας Δράμας, στα
οποία κατοικούσαν 4.000 «Βούλγαροι, πρώην σχισματικοί»[33].
Από την
προξενική αλληλογραφία παρακολουθούμε την αλληλουχία των γεγονότων και
διαπιστώνουμε το ρόλο που διαδραμάτισαν οι εμπλεκόμενοι σ’ αυτά παράγοντες.
Στις 12 Ιουνίου 1876 ο Έλληνας υποπρόξενος στην Καβάλα, Αριστείδης Παπαδόπουλος[34],
αναγγέλλει στις προϊστάμενές του αρχές ότι προ τεσσάρων ημερών, «συνεπεία
διαφόρων ενεργειών», οι ελληνίζοντες της Προσοτσάνης ανέκτησαν την εκκλησία του
χωριού, η οποία προ διετίας είχε περάσει βιαίως στην κατοχή των εξαρχικών. Θεωρεί
δε ζήτημα ολίγων ημερών την κατάληψη του ναού της Πλεύνας και των υπόλοιπων χωριών
της περιοχής Δράμας:
«Εν ενί λόγω φροντίς
κατεβλήθη ίνα οι κάτοικοι Έλληνες χριστιανοί πάντων των βουλγαρικών χωρίων της
επαρχίας Δράμας και λοιπής περιφερείας του Υποπροξενείου τούτου ανακτήσωσι τας
εκκλησίας των και λοιπά δικαιώματα αυτών, άτινα αφήρεσαν αυτοίς οι
σχισματικοί…. Εκτός αυτών φροντίς ελήφθη όπως και άπαντα τα σχισματικά
βουλγαρικά χωρία της επαρχίας Νευροκοπίου ζητήσωσι δι’ αιτήσεώς των προς την τοπικήν
Αρχήν εκεί και τον αποσταλέντα εκ Κωνσταντινουπόλεως Έξαρχον Παΐσιον όπως
ενωθώσι μετά της Μ. Εκκλησίας» [35].
Από τις
εκθέσεις του επόμενου δεκαπενθημέρου εικάζεται ότι εξέλιπαν οι λόγοι για
δυναμικές ενέργειες της ελληνικής πλευράς, καθώς η επιστροφή των σλαβόφωνων στο
Πατριαρχείο υπήρξε μαζική και ραγδαία. Στα έγγραφα υποδηλώνεται («συνεπεία διαφόρων
ενεργειών», «φροντίς ελήφθη» κλπ.) ότι οι αποφάσεις των σλαβόφωνων κοινοτήτων
υποκινήθηκαν από τον προξενικό αντιπρόσωπο του ελληνικού κράτους. Ο Παπαδόπουλος
εκφράζει την πικρία του για τη στάση των μητροπολιτών Δράμας και Ξάνθης, τους
καταλογίζει έλλειψη ευαισθησίας για το εθνικό ζήτημα και σημειώνει ότι εξ
αιτίας της αδράνειάς τους αναγκάστηκε να αναλάβει ο ίδιος ακόμη και τη σύνταξη
του αιτήματος των κοινοτήτων προς τις τοπικές οθωμανικές αρχές και προς το Οικουμενικό
Πατριαρχείο:
«Οι ιεράρχαι της Μ.
Εκκλησίας κατά την περιφέρειαν του Υποπροξενείου τούτου στερούνται των
απαιτουμένων αισθημάτων και αγνοούσι εντελώς το καθήκον των, ουδέν μέχρι
σήμερον ενεργήσαντες περί ικανοποιήσεως των εναπομεινασών πιστών εις την Μ.
Εκκλησίαν κοινοτήτων, αν και η σημερινή περίστασις είναι λίαν κατάλληλος προς
ανάκτησιν πάντων των σφετερισθέντων δικαιωμάτων αυτών υπό των οπαδών της
Βουλγαρικής Εξαρχίας… [Έτσι] το Υποπροξενείον ανέλαβεν και την εργασίαν ταύτην…»[36].
Στο
στόχαστρο της κριτικής του υποπρόξενου βρέθηκε και η «κακή διαγωγή» των ιεραρχών
προς το σλαβόφωνο στοιχείο, εξ αιτίας της οποίας ορθώνονταν εμπόδια στην όλη
προσπάθειά του. Τον Ιούνιο του 1876 αναφέρει ότι αμφότεροι οι μητροπολίτες,
προκειμένου να επισκεφτούν τα χωριά και να ευλογήσουν τους κατοίκους που επανήλθαν
στη Μ. Εκκλησία, διαπραγματεύονταν μ’ αυτούς το ύψος της αρχιερατικής τους επιχορήγησης[37].
Στα τέλη του 1878 θα στηλιτεύσει την καταπιεστική συμπεριφορά του Ιωαννίκιου: Ο
Άγιος Δράμας όχι μόνο δεν έπραξε τίποτε για να παρακινήσει τους κατοίκους της
Προσοτσάνης και της Πλεύνας που φαίνονταν διατεθειμένοι να αποβάλουν το σχίσμα,
«αλλά και εξακολουθεί να δεικνύη την αυτήν προς αυτούς δυσμένειαν και
καταπιέζει διά των οργάνων της εξουσίας, εναντίον της Ιεράς αυτού αποστολής και
των διαταγών του Πατριαρχείου, καθ’ α επιστέλλουσιν ημίν εκείθεν οι πρόκριτοι
των χωρίων»[38].
Οι
απαξιωτικές αναφορές του Έλληνα υποπρόξενου για τους ιεράρχες της περιφέρειάς
του, κυρίως για το μητροπολίτη Δράμας, δεν πρέπει να ήταν αβάσιμες: Όπως επιβεβαιώνεται
και από άλλες πηγές της εποχής, ο Ιωαννίκιος από την αρχή της αρχιερατείας του
(1872-1879) επέδειξε μια καταστροφική αδράνεια έναντι των σχισματικών και
θεωρήθηκε ως βασικός υπεύθυνος για την ανεμπόδιστη πρόοδο της βουλγαρικής
κίνησης[39].
Οι δυσμενείς κρίσεις δεν πρέπει επίσης να θεωρηθούν ως έκφραση αντικληρικής
προκατάληψης: Όταν το Μάιο του 1879 τοποθετείται στη Μητρόπολη Δράμας ο
Γερμανός Μιχαηλίδης, ο Παπαδόπουλος δε φείδεται επαίνων, κυρίως περί «των ελληνικών
αυτού αισθημάτων»[40].
Διαφωτιστικές
πληροφορίες για τις αιτίες ή τα κίνητρα των ενεργειών του Ιωαννίκιου δεν
υπάρχουν. Μπορούμε απλώς να υποθέσουμε ότι η στάση του υπαγορεύτηκε από
διάφορους λόγους και σκοπιμότητες: Μάλλον από την προσωπική ανεπάρκεια και την υποτίμηση
του κινδύνου, ίσως από το φόβο για ενδεχόμενη πρόκληση τουρκικών επεμβάσεων,
πιθανόν και από την ανάγκη αποφυγής του φατριασμού και της όξυνσης των
ενδοκοινοτικών συγκρούσεων.
Η
προβληματική συνεργασία ανάμεσα στην εκκλησιαστική και την προξενική αρχή
μπορεί να αποδοθεί και στη διάσταση αντιλήψεων, που καθιστούσε δυσχερή την αποκατάσταση
του αναγκαίου κλίματος εμπιστοσύνης. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η δεκαετία του
1870 σηματοδότησε την ενεργό ανάμειξη του ελληνικού κράτους στα εσωτερικά
ζητήματα των αλύτρωτων. Το Υποπροξενείο, ως εκφραστής της πολιτικής του,
ασκούσε ισχυρή επιρροή στις ελληνορθόδοξες κοινότητες, διεκδικούσε ηγετικό ρόλο
στον ιδεολογικό προσανατολισμό τους και παρενέβαινε στα ζητήματά τους, είτε
άμεσα είτε μέσω των Ελλήνων υπηκόων και των υποστηρικτών της πολιτικής του εθνικού
κέντρου. Ο νέος αυτός παράγοντας αντιμετωπίστηκε επιφυλακτικά (ενίοτε και ως
ξένος), από την παραδοσιακή ηγεσία των Ρωμιών, η οποία έβλεπε από διαφορετικό
πρίσμα τις ανάγκες και τις προτεραιότητες των υπόδουλων. Έτσι η εμπλοκή του
προξενείου σε ζητήματα που παραδοσιακά ανήκαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της
Εκκλησίας, κυρίως στην εκπαίδευση, προκαλούσε αντιδράσεις και δημιουργούσε προστριβές[41].
Φαίνεται
όμως ότι οι συνεχείς προσπάθειες και πιέσεις του Παπαδόπουλου απέδωσαν καρπούς,
τουλάχιστον πρόσκαιρα. Σε έκθεση των αρχών Ιουλίου 1876 ο υποπρόξενος σημειώνει
ότι οι μητροπολίτες Ξάνθης και Δράμας «καταπεισθέντες» βρίσκονται ήδη στα πρώην
σχισματικά χωριά των επαρχιών Αχή Τσελεπή και Νευροκοπίου για να ευλογήσουν
τους κατοίκους τους, που επέστρεψαν «προ ημερών» στη Μεγάλη Εκκλησία, και από
εκεί πρόκειται να επισκεφτούν, για τον ίδιο σκοπό, ο πρώτος την Γκάμπροβα και
το Γιενίκιοϊ και ο δεύτερος τα βουλγαρόφωνα χωριά της Δράμας, «καθ’ α συνεννοήθημεν»[42].
Στις
αρχές Σεπτεμβρίου 1876 ο Ιωαννίκιος με επιστολή του ενημερώνει τον υποπρόξενο
για την αίσια έκβαση των κοινών προσπαθειών τους: Όλα τα πρώην σχισματικά χωριά
της εκκλησιαστικής του περιφέρειας, δηλ. των επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και
Νευροκοπίου, είχαν επιστρέψει στους κόλπους της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας[43].
Η ραγδαία
μεταστροφή των σλαβόφωνων κοινοτήτων οφείλεται βέβαια στη συγκυρία, υποκινείται
όμως, όπως προαναφέρθηκε, και από το Ελληνικό Υποπροξενείο της Καβάλας. Κατά
την περίοδο αυτή το Υποπροξενείο εγκαταλείπει την πολιτική της εσωστρέφειας,
παύει να ασχολείται αποκλειστικά με τις εμπορικές υποθέσεις των Ελλήνων υπηκόων
της περιοχής και αναλαμβάνει δράση για την αντιμετώπιση της βουλγαρικής εθνικής
κίνησης και την απόκρουση της σλαβικής, ρουμανικής και αυστριακής προπαγάνδας
στο χώρο της δικαιοδοσίας του και στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας.
Τα διαθέσιμα στοιχεία υποδηλώνουν ότι από τα μέσα του 1876 το Προξενείο
συγκροτεί σ’ όλη την έκταση της δικαιοδοσίας του ένα δίκτυο συνεργατών και πληροφοριοδοτών,
μέσω του οποίου επιχειρείται η οργάνωση, η καθοδήγηση και ο συντονισμός της
δράσης των ελληνικών κοινοτήτων και των ελληνιζόντων σλαβόφωνων.
Για
ευνόητους λόγους οι ενέργειες του υποπρόξενου καλύπτονται με τη μεγαλύτερη
δυνατή μυστικότητα και οι πληροφορίες των εγγράφων είναι φειδωλές. Το Νοέμβριο
του 1876 ο Παπαδόπουλος διαμαρτύρεται για δημοσίευμα της αθηναϊκής εφημερίδας Παλιγγενεσία, με το οποίο ο συντάκτης
«προδίδει την πατρίδα δημοσιεύων λίαν εμπιστευτικάς εργασίας, δι’ ας μυρίους
κόπους κατεβάλαμεν και καταβάλλομεν και παρέμβαλε (sic) εις μυρίους κινδύνους
τους μεθ’ ημών συνεργαζομένους Έλληνας χριστιανούς…»[44].
Η στροφή
του ενδιαφέροντος του Υποπροξενείου στην οργάνωση των εθνικών δυνάμεων της
εξεταζόμενης περιοχής εικάζεται και από το περιεχόμενο της προξενικής αλληλογραφίας:
Από το 1876 τα έγγραφα δεν αφορούν μόνο την πόλη της Καβάλας, όπως μέχρι το
1875, αλλά όλη την έκταση της προξενικής περιφέρειας, και σε μεγάλο βαθμό την
περιοχή της Δράμας, και δεν εστιάζονται σε ζητήματα των Ελλήνων υπηκόων και
υπηρεσιακά θέματα του Προξενείου, αλλά στρέφονται στα κρίσιμα προβλήματα του
Ελληνισμού στο χώρο αυτό.
Η
αλληλογραφία αυτής της περιόδου αποκαλύπτει μια αδιάλειπτη επικοινωνία και
συχνές επαφές του υποπρόξενου Παπαδόπουλου με κατοίκους ελληνόφωνων και σλαβόφωνων
κοινοτήτων της περιοχής Δράμας, ανθρώπους που διακρίνονταν για την προσήλωσή
τους στον ελληνισμό[45].
Οι συνεργάτες του Υποπροξενείου αφενός ενημέρωναν τον Έλληνα υποπρόξενο για τα
συμβαίνοντα στις περιοχές τους, ενίοτε και αυθημερόν, και αφετέρου
λειτουργούσαν ως εντολοδόχοι και εκτελεστές των οδηγιών και αποφάσεων του
εθνικού κέντρου και ως καθοδηγητές των κατοίκων της περιοχής τους. Ήταν συνεπώς
μεγάλη η συμβολή τους στη διάδοση της ελληνικής εθνικής ιδέας και στην
απόκρουση της σλαβικής προπαγάνδας, κυρίως στις κοινότητες όπου το βουλγαρίζον
στοιχείο ήταν αριθμητικά υπέρτερο (π.χ. στην Προσοτσάνη και την Πλεύνα) και η
ελληνοβουλγαρική διαμάχη συνεχής.
Από το
καλοκαίρι του 1876 ο υποπρόξενος αποκαθιστά δίαυλο επικοινωνίας και με τους
μητροπολίτες της περιφέρειάς του, ώστε να διασφαλίσουν από κοινού την επιστροφή
των σλαβόφωνων κοινοτήτων στο Πατριαρχείο ή να αποτρέψουν το ενδεχόμενο
αποσκίρτησής τους. Τόνιζε στους ιεράρχες την ανάγκη να περιοδεύσουν στις περιοχές
των σλαβόφωνων για να τους ευλογήσουν και να «παράσχουν αυτοίς πάσαν παρηγορίαν
και περιποίησιν», εφιστούσε την προσοχή του μητροπολίτη Δράμας για τις ενέργειες
του εκεί «βουλγαρικού κομιτάτου» (για το σκοπό αυτό επισκέφτηκε και ο ίδιος τη
Δράμα) και έδινε στον απεσταλμένο του Οικουμενικού Πατριαρχείου έξαρχο
Νευροκοπίου οδηγίες για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις ενέργειες του εκεί
Βούλγαρου εξάρχου[46].
Καθίσταται
έτσι το Υποπροξενείο της Καβάλας πόλος συσπείρωσης του Ελληνισμού και «κέντρον
ενεργείας» στην περιοχή, μοναδικό μάλιστα κατά την περίοδο που ιστορούμε, καθώς
η τοπική Εκκλησία παρακολουθεί αμήχανη την πορεία των πραγμάτων και αδυνατεί να
αναλάβει πρωτοβουλίες. Όταν στα τέλη του 1878 το Υποπροξενείο αντιμετώπισε
σοβαρό ενδεχόμενο αναστολής της λειτουργίας του, για οικονομικούς λόγους, οι
Έλληνες της περιοχής απηύθυναν δραματική έκκληση προς το Γενικό Προξενείο
Θεσσαλονίκης και προς το Υπουργείο των Εξωτερικών: «Ο Ελληνισμός κινδυνεύει,
πάσχει σπουδαίως εις την Επαρχίαν ταύτην. Αν δε ελλείψη και το Ελληνικόν Υποπροξενείον,
μετ’ αυτού εκλείπει και παν κέντρον Ελληνισμού, τα δε βουλγαρικά κομιτάτα θα
δύνανται τότε ανενοχλήτως να εργάζωνται και να κάμωσι προσηλύτους… Ανάγκη όθεν
να υπάρχη κέντρον ενεργείας εν τη Επαρχία ταύτη και αύτη μόνη πρέπει να είναι
σήμερον μάλιστα η αποστολή των εν Καβάλλα Ελλήνων Υποπροξένων»[47].
Οι
ευνοϊκές για την ελληνική πλευρά συγκυρίες των μέσων του 1876 υπήρξαν πρόσκαιρες.
Από το φθινόπωρο του ίδιου έτους η δυτική διπλωματία προσανατολίζεται στη
δημιουργία αυτόνομου βουλγαρικού κράτους που θα περιλάμβανε τη Μακεδονία και τη
Θράκη, ενώ στη Ρωσία καλλιεργείται η ιδέα για κήρυξη πολέμου κατά την Τουρκίας,
απελευθέρωση βαλκανικών εδαφών και παραχώρησή τους σε μια βουλγαρική ηγεμονία.
Οι φήμες
για το ενδεχόμενο ενσωμάτωσης της Μακεδονίας σε μια αυτόνομη βουλγαρική επαρχία
ενέσπειραν απογοήτευση στον ελληνικό πληθυσμό, προκάλεσαν ανησυχία και ήγειραν
αντιδράσεις. Το Δεκέμβριο του 1876, λίγες μέρες μετά τη Διάσκεψη της
Κωνσταντινούπολης[48], όλοι οι Έλληνες πρόκριτοι των επαρχιών
Καβάλας, Δράμας και Ελευθερουπόλεως υπέγραψαν «διαμαρτύρηση» κατά της προσάρτησης της Μακεδονίας και
Θράκης στη Βουλγαρία[49].
Από την άλλη όμως οι διαδόσεις και οι προσδοκίες αναπτέρωσαν το ηθικό των
εξαρχικών, δυσχεραίνοντας τις ελληνικές προσπάθειες. Εκτιμώντας τη σημασία του
ψυχολογικού παράγοντα ο γενικός πρόξενος Βατικιώτης τόνιζε ότι «η επιρροή του
Ελληνισμού εν ταις χώραις ταύταις [Μακεδονία και Θράκη] δύναται να υποστή δεινά
τραύματα»[50].
Οι θέσεις
και τα επιχειρήματα της βουλγαρικής προπαγάνδας ενισχύθηκαν μετά την έναρξη του
Ρωσοτουρκικού Πολέμου, τον Απρίλιο του 1877. Καθώς το επίσημο ελληνικό κράτος
παρακολουθούσε αμήχανο τις καταλυτικές εξελίξεις και μέχρι τα τέλη του 1877
τηρούσε μια απογοητευτική για τον μακεδονικό Ελληνισμό αναποφασιστικότητα[51],
η Ρωσία εμφανιζόταν ως η μοναδική ελπίδα των χριστιανικών πληθυσμών της
Μακεδονίας για την απαλλαγή τους από την τουρκική καταπίεση, που είχε λάβει τρομακτικές
διαστάσεις[52].
Από την
έναρξη της Ανατολικής Κρίσης η θέση του χριστιανικού στοιχείου, σλαβόφωνου και
ελληνόφωνου, είχε επιδεινωθεί δραματικά. Αφενός εξαιτίας της μισαλλόδοξης
πολιτικής των τουρκικών αρχών και των μπέηδων της Δράμας, οι οποίοι επιδίωκαν
να τρομοκρατήσουν τους χριστιανούς για να αποτρέψουν το ενδεχόμενο επαναστατικής
κινητοποίησής τους. Αφετέρου από τη δράση των υποκινούμενων φανατικών, των διερχόμενων
επίστρατων, των στρατολογημένων ατάκτων (βασιβουζούκων), των λιποτακτών από τα
μέτωπα του πολέμου και των αμέτρητων ληστρικών ομάδων. Στα προξενικά έγγραφα
διεκτραγωδούνται οι συνεχείς ταπεινώσεις και παραβιάσεις των στοιχειωδών
δικαιωμάτων των χριστιανών και οι αφόρητες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες
ζωής τους[53].
Υπό τις
συνθήκες αυτές και λόγω των συγκυριών διαμορφώνονταν ευνοϊκές προϋποθέσεις για
την προσηλυτιστική δράση των πρακτόρων της Εξαρχίας. Ο νέος κύκλος αντιπαράθεσης
στην περιοχή άρχισε το φθινόπωρο του 1876 και φαίνεται πως δρομολογήθηκε και
πάλι από την Προσοτσάνη. Στις 23 Οκτωβρίου, «συνεπεία υποκινήσεως της εν
Κωνσταντινουπόλει Εξαρχίας», οι βουλγαρίζοντες κατέλαβαν με τη βία τη μεγάλη
εκκλησία του χωριού. Κατά τις πληροφορίες του απεσταλμένου, «ένοπλος ρήξις μεταξύ
Βουλγάρων και Ελλήνων δεν εγένετο εισέτι, μέγας όμως ερεθισμός εις τα πνεύματα
αυτών επικρατεί και τάσις προς τούτο».
Ο
υποπρόξενος συμβούλευσε τους εκεί συνεργάτες του να μην προχωρήσουν στην ένοπλη
ανακατάληψη του ναού, όπως σχεδίαζαν, καθώς μια αναπόφευκτη σύγκρουση Ελλήνων
και Βουλγάρων θα έδινε στους Τούρκους πρόσχημα για επέμβαση. Αντιθέτως με
έγγραφες οδηγίες του προς τους προκρίτους όλων των μικτών χωριών της Δράμας
συνέστησε την εφαρμογή προληπτικών μέτρων, ώστε να αποτραπούν νέες βουλγαρικές
ενέργειες, τη συνεργασία με το σύνοικο μουσουλμανικό στοιχείο και την αποχή από
κάθε δυναμική αναμέτρηση με τους βουλγαρίζοντες. Ο Παπαδόπουλος ευελπιστούσε
ότι «διά της νοημοσύνης και συμπνοίας των Ελλήνων προυχόντων» θα αποτρέψει τα νέα σχέδια των
Βουλγάρων, εξέφραζε όμως και φόβους για τυχόν ανεξέλεγκτες εξελίξεις: Εάν οι
σχισματικοί επιχειρούσαν «τοιαύτα πραξικοπήματα» και στα άλλα μικτά χωριά της
επαρχίας Δράμας, τότε ήταν αναπόφευκτη η ένοπλη σύγκρουσή τους με τους Έλληνες
και κατά συνέπεια υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο «γενικής σφαγής των Χριστιανών υπό
των Οθωμανών, καθόσον τότε διάκρισις δεν θα υπάρξη»[54].
Η
μετριοπαθής στάση της ελληνικής πλευράς υπήρξε αποτελεσματική. «Συνεπεία των
ληφθέντων μέτρων», μέχρι το τέλος του 1876 κανένα άλλο από τα χωριά της περιοχής
Δράμας δεν αποσκίρτησε, παρά τις πιεστικές ενέργειες «των περιερχομένων αυτά
Βουλγάρων αποστόλων». Αλλά και στην Προσοτσάνη, μετά την παράδοση της εκκλησίας
στους πατριαρχικούς (ενέργεια που πιθανόν να οφείλεται σε παρασκηνιακές συνεννοήσεις
του υποπρόξενου με το φιλέλληνα Οθωμανό πάρεδρο του χωριού), σύντομα
αποκλιμακώθηκε η ένταση. Οι εκεί συνεργάτες του Παπαδόπουλου τον ενημερώνουν
ότι πολλοί βουλγαρίζοντες εμφανίζονται μεταμελημένοι για την πράξη τους, δεν
επιμένουν στην εκτέλεση της απόφασης του Μουτεσαρίφη Δράμας να έχουν από κοινού
την εκκλησία και ενίοτε εκκλησιάζονται μαζί με τους πατριαρχικούς συγχωριανούς
τους, «αν και προ ολίγων ημερών ένοπλοι πάντες μετέβαινον εις την Εκκλησίαν
επιδιώκοντες ρήξεις»[55].
Κατά τη
διάρκεια του 1877 τα δύο τρίτα του πληθυσμού των καζάδων Νευροκοπίου και Αχή
Τσελεπή προσχώρησαν εκ νέου στην Εξαρχία[56].
Αντίθετα στο χώρο της προξενικής περιφέρειας της Καβάλας τα κέρδη των Βουλγάρων
ήταν περιορισμένα: Στον καζά της Ξάνθης μικρό μόνο ποσοστό των κατοίκων της
Γκάμπροβα και του Γιενίκιοϊ αποσκίρτησε (25-30%), ενώ στην υποδιοίκηση Δράμας
μετά την Προσοτσάνη άλλαξε εκκλησιαστικό στρατόπεδο και ένα μέρος των κατοίκων
της Πλεύνας. Σύμφωνα με στατιστικά
στοιχεία του Ελληνικού και του Αγγλικού Υποπροξενείου της Καβάλας, στις αρχές
του 1878 οι «πατριαρχικοί βουλγαρόφωνοι» του καζά της Δράμας ανέρχονταν σε
3.600 έναντι μόνο 1.000 «σχισματικών βουλγαρόφωνων»[57].
Τα δεδομένα αυτά φαίνεται πως διατηρήθηκαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του
1880.
Η υπογραφή
των «Προκαταρκτικών Όρων Ειρήνης», της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου
1878)[58],
με την οποία προβλεπόταν η ίδρυση βουλγαρικού κράτους που θα συμπεριλάμβανε το
σύνολο σχεδόν των μακεδονικών εδαφών, συγκλόνισε τον Ελληνισμό. Η είδηση,
πληροφορεί ο Παπαδόπουλος, προκάλεσε «μεγίστην θλίψιν και κατήφειαν εις άπαντας
τους κατοίκους», κυρίως όμως στους
Έλληνες, οι οποίοι προσδοκούσαν την ένωσή τους «μετά της πολυπαθούς μητρός
αυτών Ελλάδος». Ωστόσο δεν έχασαν εντελώς τις ελπίδες τους, αφού τίποτε δεν μπορούσε
να θεωρηθεί οριστικό πριν από την τελική απόφαση του Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων[59].
Με
«διαμαρτυρήσεις» προς την Πύλη, τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και αργότερα προς το
Συνέδριο του Βερολίνου, οι Έλληνες της Μακεδονίας δήλωναν την κατηγορηματική αντίθεσή
τους προς τους όρους της Συνθήκης, διατράνωναν την ελληνική συνείδησή τους και
ζητούσαν την ένωση της περιοχής τους με την Ελλάδα, ή, αν αυτό δε γινόταν
δεκτό, τη διατήρηση της οθωμανικής κυριαρχίας στη Μακεδονία[60].
Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από αναφορά που συνέταξαν Έλληνες της Κωνσταντινούπολης
και υπέγραψε το σύνολο των Ελλήνων προκρίτων της προξενικής περιφέρειας
Καβάλας, κατόπιν ενεργειών και του υποπρόξενου Παπαδόπουλου[61]:
«Εάν εξηρτάτο αφ’ ημών να αποφανθώμεν περί της τύχης ημών και της προσφιλούς ημών Μακεδονίας, εις ουδενός ημών τον νουν ήθελεν έλθει ποτέ αναμφιβόλως να ζητήσωμεν την προσάρτησιν ημών και αυτής εις την νέαν ηγεμονίαν της Βουλγαρίας, καθόσον υπάρχουσι ιεροί δεσμοί, ους ουδέποτε λησμονεί τις… Ερχόμεθα να διαμαρτυρηθώμεν… εναντίον της υπαγωγής της πατρίδος ημών Μακεδονίας…, τόπου όλως ελληνικού, ιστορικώς και υπό πάσας τας απόψεις, εις την νέαν ηγεμονίαν της Βουλγαρίας και να αξιώσωμεν ίνα παραχωρηθή εις την αγαπητήν ημών πατρίδα, την Μακεδονίαν, σύστημα διοικητικόν σύμφωνον τη θελήσει, τοις εθίμοις και παραδόσεσι ημών, εξασφαλίζον την τύχην ημών και κεχωρισμένην και ανεξάρτητον όλως της νέας ηγεμονίας της Βουλγαρίας»[62].
«Εάν εξηρτάτο αφ’ ημών να αποφανθώμεν περί της τύχης ημών και της προσφιλούς ημών Μακεδονίας, εις ουδενός ημών τον νουν ήθελεν έλθει ποτέ αναμφιβόλως να ζητήσωμεν την προσάρτησιν ημών και αυτής εις την νέαν ηγεμονίαν της Βουλγαρίας, καθόσον υπάρχουσι ιεροί δεσμοί, ους ουδέποτε λησμονεί τις… Ερχόμεθα να διαμαρτυρηθώμεν… εναντίον της υπαγωγής της πατρίδος ημών Μακεδονίας…, τόπου όλως ελληνικού, ιστορικώς και υπό πάσας τας απόψεις, εις την νέαν ηγεμονίαν της Βουλγαρίας και να αξιώσωμεν ίνα παραχωρηθή εις την αγαπητήν ημών πατρίδα, την Μακεδονίαν, σύστημα διοικητικόν σύμφωνον τη θελήσει, τοις εθίμοις και παραδόσεσι ημών, εξασφαλίζον την τύχην ημών και κεχωρισμένην και ανεξάρτητον όλως της νέας ηγεμονίας της Βουλγαρίας»[62].
Παράλληλα
και σε συνεννόηση με μουσουλμάνους συμπολίτες τους, οι Έλληνες πρόκριτοι της
Δράμας μεθόδευσαν τη σύνταξη ιδιαίτερης «διαμαρτύρησης» εκ μέρους όλων των
κατοίκων της περιοχής, χριστιανών και μουσουλμάνων. Ο Παπαδόπουλος, στον οποίο
απευθύνθηκαν για να τους αποστείλει «σχέδιον τοιαύτης αναφοράς», θεώρησε
χρήσιμη μια κοινή ελληνοτουρκική διαμαρτύρηση και απάντησε «ότι την ιδέαν αυτήν
ανάγκη να ενισχύσωσι», μέχρι να
ζητήσει τη γνώμη των προϊσταμένων του[63].
Κατά τη δεσμευτική οδηγία του υπουργού των εξωτερικών Δηλιγιάννη, η αναφορά των
κατοίκων της Δράμας προς τις Μεγάλες Δυνάμεις έπρεπε να περιλαμβάνει ρητή δήλωση
«περί προτιμήσεως της ενώσεώς των μετά του Ελληνικού Βασιλείου». Ως αιτιολογία
έπρεπε να αναφέρεται αφενός ότι η περιοχή αυτή «ιστορικώς υπήρξεν καθαρώς ελληνική»
και αφετέρου ότι οι μουσουλμάνοι «υπό το Κράτος της Ελλάδος θέλουσι απολαμβάνει
των αγαθών της ισοπολιτείας και ανεξιθρησκείας»[64]. Τελικά το εγχείρημα αποδείχθηκε
ανέφικτο: Την αναφορά δεν υπέγραψαν ούτε οι Έλληνες, από φόβο μήπως
κατηγορηθούν ως επαναστάτες, βάσει του ισχύοντος στρατιωτικού νόμου[65].
Ως
απάντηση στις ελληνικές ενέργειες και «διαμαρτυρήσεις», τον Απρίλιο του 1878
το νεοσύστατο «πανσλαβιστικό κομιτάτο»
της Καβάλας[66]
και το «βουλγαρικό κομιτάτο» της Δράμας υποκίνησαν αναφορά προς τις Μεγάλες
Δυνάμεις υπέρ της οριστικής προσάρτησης της περιοχής στο βουλγαρικό κράτος, την
οποία «οι διαβόητοι σχισματικοί
Βούλγαροι Πέτσος και Αλέξιος, κάτοικοι του χωρίου Πλεύνας, περιέφερον προς υπογραφήν
εις τα χωρία της επαρχίας Δράμας εις α κατώκουν Έλληνες βουλγαρόφωνοι». Παρά
την μεγάλη κινητοποίηση Βούλγαρων πρακτόρων, τις ενέργειες του υποπρόξενου της
Ρωσίας και των Ρώσων μοναχών του Αγίου Ανδρέα και παρά «τας σπουδαίας χρηματικά
θυσίας και υποσχέσεις των ανθρώπων αυτού» (του «βουλγαρικού κομιτάτου»), την αναφορά υπέγραψε
ένας περιορισμένος αριθμός εξαρχικών, αρχικά της Πλεύνας και αργότερα και της
Προσοτσάνης[67].
Η
αποτυχία του βουλγαρικού εγχειρήματος οφείλεται στην άμεση αντίδραση της ελληνικής
πλευράς. Μόλις έγιναν γνωστές οι κινήσεις των δύο «κομιτάτων», ο υποπρόξενος
Παπαδόπουλος κινητοποίησε τους προκρίτους όλων των ελληνικών κοινοτήτων και
έστειλε το Νικόλαο Λιάμη στα χωριά της επαρχίας Δράμας[68].
Λίγες μέρες αργότερα οι Βούλγαροι της Προσοτσάνης εκδικήθηκαν τις ελληνικές
αντενέργειες στο πρόσωπο του Ν. Λιάμη και του ανεψιού του Ηλία Κωνσταντίνου,
φαρμακοποιού. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης πενήντα σχισματικοί, «συνομώσαντες
όπως δολοφονήσωσι τους εκεί εργαζομένους υπέρ του Ελληνισμού», επιτέθηκαν
εναντίον τους μέσα στην εκκλησία, τους τραυμάτισαν βαριά στο κεφάλι με ρόπαλα
και σιδηρά αντικείμενα και τους εγκατέλειψαν αιμόφυρτους και ημιθανείς. Οι
πρόκριτοι της βουλγαρικής κοινότητας υποστήριξαν ενώπιον του Τούρκου ανακριτή
ότι οι δύο βαρύτατα τραυματισμένοι καλλιεργούσαν διχαστικές ιδέες και
αντιβουλγαρικά αισθήματα στον πληθυσμό και απεργάζονταν την ένωση της περιοχής
με την Ελλάδα, συνεννοούμενοι με Έλληνες επαναστάτες[69].
Το
Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου – 13 Ιουλίου 1878) ανέτρεψε τις ρυθμίσεις
της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και διέψευσε τις προσδοκίες των Βουλγάρων για
τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας και την απόκτηση μακεδονικών εδαφών[70].
Όμως η ίδρυση αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας διαμόρφωσε νέες προϋποθέσεις για
το καθεστώς του διαφιλονικούμενου σλαβόφωνου πληθυσμού, αφού οι προσπάθειες προσηλυτισμού
του στη βουλγαρική εθνική ιδέα εκπορεύονταν και ενισχύονταν πλέον από το εθνικό
κέντρο. Οι αλυτρωτικοί προσανατολισμοί του νέου κράτους επέβαλαν την ένταση της
προπαγάνδας και τη χρήση της ένοπλης βίας.
Από την
επαύριο της διπλωματικής ρύθμισης παρατηρήθηκε αθρόα διείσδυση βουλγαρικών ληστανταρτικών
ομάδων σ’ όλο σχεδόν το χώρο της ανατολικής Μακεδονίας: από τις βόρειες
επαρχίες Μελενίκου και Νευροκοπίου, μέχρι τις περιοχές Δράμας, Ζίχνης και του
όρους Παγγαίου, ενίοτε και νοτιότερα, στην παραλία του Τσάγιεζι (θέση στις
εκβολές του Στρυμόνα) και στους Φιλίππους Τα ένοπλα σώματα αποστέλλονταν από
περιοχές του βουλγαρικού κράτους, καθοδηγούνταν από κομιτάτα ή αδελφότητες του
Τυρνόβου, της Σόφιας και του Κιουστεντήλ και ενισχύονταν από το Ρωσικό Υποπροξενείο
της Καβάλας και τη ρωσική μονή του Αγίου Ανδρέα. Με δέλεαρ την υποκίνηση
εξεγέρσεων και την απαλλαγή από την τουρκική καταπίεση, επιδίωκαν να προσεταιριστούν
το σλαβόφωνο πληθυσμό, να συμπαρασύρουν και το ελληνικό στοιχείο και να
δημιουργήσουν πυρήνες βουλγαρικής δράσης[71].
Όμως παρά
την τρομοκράτηση των ελληνιζόντων[72]
και τις δωροδοκίες, οι στόχοι της ληστανταρτικής κίνησης δεν επιτεύχθηκαν. Η
κινητοποίηση των Ελλήνων προκρίτων της περιοχής Δράμας αποσόβησε την εκτεταμένη
στρατολόγηση γηγενών, την οποία επιδίωκαν τα βουλγαρικά κέντρα, ώστε να
εμφανίσουν στη ευρωπαϊκή διπλωματία ένα μαζικό εντόπιο βουλγαρικό κίνημα. Όταν
το Υποπροξενείο πληροφορήθηκε ότι εκτός από 60 σχισματικούς σκόπευαν να
καταταγούν στα ένοπλα σώματα και 28 Έλληνες «εκ διαφόρων μικτών χωρίων,
διαφθαρέντων διά χρημάτων», η
αντίδραση ήταν άμεση:
«Ευτυχώς
το Υποπροξενείον ειδοποιηθέν εγκαίρως κατώρθωσε διά των Ελλήνων προκρίτων των
χωρίων Πρωσοτζιάνης και Πλεύνας να παρεμποδίση αυτούς και μη αφήση να
κατασταθώσι όργανα πλεκτάνης παραβλαπτούσης τα συμφέροντα του Ελληνισμού,
καθόσον ο σκοπός της στρατολογίας των Ελλήνων χριστιανών ως εθελοντών υπό των
Βουλγάρων απέβλεπεν εις το να αποδείξωσι ούτοι ότι και οι συγχωριανοί των
Έλληνες χριστιανοί εμπνέονται υπό βουλγαρικών αισθημάτων και ουχί ελληνικών»[73].
Από τα
γεγονότα που εκτέθηκαν κατά τη χρονική τους αλληλουχία προκύπτει ότι από το
1876 η ελληνική πλευρά κατόρθωσε να ανακόψει την πρόοδο της βουλγαρικής κίνησης
και να ανακτήσει μέρος των απολεσθέντων της περιόδου 1870-1875[74].
Η ανάσχεση αυτή, όπως και η αποτελεσματική αντιμετώπιση της ρουμανικής και αυστριακής
προπαγάνδας[75],
οφείλεται στην αφύπνιση και τη συντονισμένη αντίδραση της ελληνικής πλευράς, με
κέντρο το Υποπροξενείο της Καβάλας.
Η
συνολική δραστηριότητα και οι επί μέρους στόχοι των προξενείων στο χώρο της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθορίζονταν από τους εκάστοτε προσανατολισμούς και
την πολιτική του ελληνικού κράτος και αντανακλαστικά από τις γενικότερες διεθνείς
συγκυρίες.
Αρχικά το
ενδιαφέρον του νεοσύστατου βασιλείου για τη Μακεδονία εστιάζεται στην ανάπτυξη
εμπορικών σχέσεων με τις παράλιες πόλεις της. Έτσι κατά τις πρώτες δεκαετίες ο
ρόλος των προξενείων ήταν κυρίως οικονομικός: η ενίσχυση της δραστηριότητας των
Ελλήνων υπηκόων, εμπόρων και πλοιοκτητών, η προστασία των συμφερόντων τους από
τις αυθαίρετες φορολογίες και επεμβάσεις των οθωμανικών αρχών, η διασφάλιση των
προνομίων τους βάσει των Διομολογήσεων κλπ.[76]
Οι
προτεραιότητες αναθεωρούνται από τη δεκαετία του 1860, όταν αρχίζει να εμφανίζεται
στο προσκήνιο η βουλγαρική εθνική ιδέα, κυρίως όμως από τις αρχές της δεκαετίας
του 1870, όταν λόγω της διαφαινόμενης αντιπαράθεσης των βαλκανικών εθνικισμών
θεωρήθηκε αναγκαία η ενεργός ανάμειξη του ελληνικού κράτους στα μακεδονικά
ζητήματα. Από τότε τα ελληνικά προξενεία του μακεδονικού χώρου καλούνται να διαδραματίσουν
πολιτικό – εθνικό ρόλο και να γίνουν κέντρα ενίσχυσης και κινητοποίησης του
Ελληνισμού και όργανα προάσπισης των εθνικών συμφερόντων.
Αριστ.
Παπαδόπουλος, υποπρόξενος της
Ελλάδος στην Καβάλα, 1875-1878 |
Κατά την
περίοδο της βαλκανικής κρίσης του 1875-1878 το Υποπροξενείο της Καβάλας ανέλαβε
ένα πολυδιάστατο έργο. Κατά πρώτον την προστασία των υπόδουλων ομοεθνών από την
ανθελληνική πολιτική των τοπικών οθωμανικών αρχών και από το φανατισμό του
τουρκικού στοιχείου. Καθώς αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας εργασίας,
περιοριζόμαστε σε μία πολύ συνοπτική καταγραφή των άοκνων προσπαθειών του
υποπρόξενου: Με αγωνιώδεις εκκλήσεις, προτάσεις, υποδείξεις, καταγγελίες και
διαβήματα διαμαρτυρίας, αφενός προς τις προϊστάμενές του αρχές και αφετέρου
προς τις τουρκικές διοικήσεις της Θεσσαλονίκης, της Δράμας και της Καβάλας, και
επιπλέον με την κινητοποίηση των ξένων ομολόγων του στην Καβάλα, ο Παπαδόπουλος
αγωνίστηκε για την αποτροπή της φυσικής εξόντωσης του χριστιανικού πληθυσμού,
την υπεράσπιση των βασικών δικαιωμάτων του και την ενθάρρυνση των καταπτοημένων
ομογενών.
Παράλληλα
από τα μέσα του 1877 το Υποπροξενείο ανέλαβε συντονιστικό ρόλο για την
προετοιμασία του επαναστατικού κινήματος στις νότιες περιοχές της ανατολικής
Μακεδονίας, σύμφωνα με το σχέδιο εξέγερσης των υπόδουλων επαρχιών[78].
Ως «κέντρον ενεργείας» της ευρύτερης περιοχής καλείται να βοηθήσει το έργο των
διάφορων συλλόγων και εθνικών εταιρειών της ελεύθερης Ελλάδας, αφενός με την αποστολή
πληροφοριών για την πληθυσμιακή κατάσταση της προξενικής περιφέρειας, τη δύναμη,
το ηθικό και τις δυνατότητες του οθωμανικού στρατού αλλά και των υπόδουλων και
αφετέρου με τη δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων για μαζική κινητοποίηση
του πληθυσμού, στον κατάλληλο χρόνο[79].
Όπως ήδη αναφέρθηκε, το Προξενείο εργάστηκε συστηματικά για την οργάνωση και το
συντονισμό της δράσης των ελληνικών κοινοτήτων στο χώρο της δικαιοδοσίας του.
Φαίνεται όμως ότι ο υποπρόξενος Παπαδόπουλος προχώρησε και σε ακόμη
τολμηρότερες πρωτοβουλίες. Την άνοιξη του 1878 ενημερώνει τους προϊσταμένους
του ότι κατόρθωσε να εξοπλίσει «ουχί μόνον τους κατοίκους Έλληνας χριστιανούς
Καβάλλας αλλά και τους πλείστους κατοίκους της επαρχίας Δράμας και
Ελευθερουπόλεως διά των πωληθέντων παρ’ αυτών [των Κιρκάσιων προσφύγων]
όπλων Martini και Winchester μετ’ αναλόγω φυσιγγίων
100-150 εκάστω»[80].
Ο ένθερμος
ζήλος του υποπρόξενου δε συσκότιζε τη λογική του. Λαμβάνοντας υπόψη τους
αντικειμενικούς παράγοντες (τη μεγάλη αριθμητική υπεροχή του τουρκικού στοιχείου
και τη δυνατότητα εξοπλισμού του, τη γεωγραφική θέση και την εδαφική διαμόρφωση
της περιοχής κ.ά.), ο Παπαδόπουλος εκτιμούσε ότι χωρίς την απόβαση και εισβολή
ελληνικών σωμάτων, μια ενδεχόμενη
εξέγερση του χριστιανικού πληθυσμού στο χώρο της περιφέρειάς του ήταν εκ
προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία. Σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση βρίσκονταν τα
χριστιανικά χωριά της Δράμας, τα οποία, καθώς ήταν άοπλα, πεδινά, απομακρυσμένα
το ένα από το άλλο και εν μέσω τουρκικών, αποτελούσαν εύκολο στόχο.
Κατά τον
υποπρόξενο, σε περίπτωση επέκτασης των εξεγέρσεων στην ανατολική Μακεδονία, οι
χριστιανοί του σαντζακίου Δράμας θα κινδύνευαν με γενική σφαγή: «Θλιβερά τω όντι και
απελπιστική η θέσις των χριστιανών του διαμερίσματος Δράμας, καθόσον εάν το παν
συνταραχθή, ούτοι οι δυστυχείς δεν θα δυνηθώσι ουχί μόνον να συμμεθέξωσι του
αγώνος, αλλά θέλουσι διατρέξει τον έσχατον της απωλείας αυτών κίνδυνον»[81].
Το
σημαντικότερο όμως έργο του Ελληνικού Υποπροξενείου Καβάλας κατά την περίοδο
της Ανατολικής Κρίσης ήταν η καθοριστική συμβολή του στον αγώνα για την αντιμετώπιση
της βουλγαρικής διείσδυσης στο χώρο της δικαιοδοσίας του και στις όμορες
περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας και δυτικής Θράκης.
Ο
πρωταγωνιστικός ρόλος των προξενείων στην εθνική προσπάθεια καθορίστηκε ρητά
από τις αρχές της δεκαετίας του 1870. Με την εγκύκλιο του υπουργού εξωτερικών
Κουμουνδούρου «προς τους εν τη Ανατολή Προξένους» (1871)[82],
τα προξενεία αναγνωρίστηκαν ως κύριος παράγοντας στην οργάνωση των ελληνικών
κοινοτήτων και ως βασικός πόλος συσπείρωσης του Ελληνισμού: «Ουσιώδης είναι η ανάγκη
οργανικού τινος δεσμού συνέχοντος τα αρμόδια μέλη της κοινότητος και ότι τα
κέντρα του δεσμού τούτου πρέπει να είναι η σχολή και ο ναός, προ πάντων δε το
προξενείον, τούτο είναι πρόδηλον…».
Ως βασικό
μέλημα των προξένων ορίστηκε η διάδοση της ελληνικής παιδείας και γλώσσας στο
χώρο της δικαιοδοσίας τους, με στόχο αφενός την ενίσχυση της ελληνικής εθνικής
συνείδησης στον ελληνόφωνο αστικό και αγροτικό χώρο και αφετέρου την κατασκευή
ελληνικού εθνικού φρονήματος στους διαφιλονικούμενους ρευστούς πληθυσμούς.
Σύμφωνα με τις οδηγίες του υπουργού των εξωτερικών, προτεραιότητα έπρεπε εύλογα
να δοθεί στη βασική εκπαίδευση: «Πρώτιστον υμών μέλημα πρέπει να είναι η
δημοτική εκπαίδευσις. Όθεν πρέπει διά παντός μέσου να διεκολύνητε την σύστασιν
δημοτικών σχολείων, αρρένων και θηλέων».
Παράλληλα
όμως θεωρήθηκε αναγκαία η συμβολή των προξένων και στη γενικότερη «εθνική
παίδευση» του λαού: Η δημιουργία βιβλιοθηκών, η συλλογή αρχαιολογικών έργων, η
συντήρηση των ιστορικών μνημείων, «ζωηρώς ανακαλούντων την εικόνα της πατρίδος…
την καταγωγήν των κατοίκων και το ιστορικό κλέος της χώρας», η ενασχόληση των
δασκάλων με την τοπική ιστορία και παράδοση και η συγγραφή ανάλογων έργων που
ασκούν «επιρροήν επί τε το φρόνημα και τον βίον των λαών» κ.ά., «ταύτα και τα
τοιαύτα πρέπει να είναι το κυριώτερον υμών και των περί ημάς μέλημα». Και όλα
αυτά σε συνεργασία με τον εν Αθήναις ιδιωτικό «Σύλλογον προς Διάδοσιν των Ελληνικών
Γραμμάτων», ο οποίος «ιδίαν έχει εντολήν και μεριμνά περί των εν τη παρούσι
εγκυκλίω εθνικών συμφερόντων»[83].
Στον
επίλογο της εγκυκλίου οι πρόξενοι καλούνται, για πολλοστή φορά, να καταβάλουν
κάθε προσπάθεια «υπέρ της καρποφορίας των οδηγιών… εννοούντες ότι δεν πρόκειται
περί των προσκαίρων αναγκών… αλλά περί των ουσιωδεστάτων του έθνους συμφερόντων».
Αποτέλεσμα
του όλου εθνικού σχεδιασμού υπήρξε η εκπαιδευτική κίνηση του δεύτερου μισού της
δεκαετίας του 1870. Μέχρι τότε, παρά τις προτάσεις του Ελληνικού Υποπροξενείου
της Καβάλας (στα τέλη της δεκαετίας του 1860) και το έμπρακτο ενδιαφέρον του
Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως (στις αρχές της δεκαετίας του
1870), η εκπαίδευση στην επαρχία Δράμας υπολειτουργούσε. Στοιχειώδεις εκπαιδευτικές
δομές είχαν αναπτυχθεί μόνο στη Δράμα, στο Δοξάτο και στην Τσατάλτζα, ενώ από
τις σλαβόφωνες κοινότητες σχολείο πρέπει να διατηρούσε μόνο η Προσοτσάνη. Στις
πηγές της εποχής διεκτραγωδείται η υποτυπώδης λειτουργία των λίγων «αθλιέστατων»
σχολείων, η έλλειψη σχολικών εφορειών, η ανυπαρξία μόνιμων οικονομικών πόρων, η
«αμάθεια» των ελάχιστων δασκάλων, η «άνευ τάξεως και συστήματος» διδασκαλία, ο
μικρός αριθμός των μαθητών και η ελλιπής φοίτησή τους[84].
Κατά την
περίοδο που εξετάζουμε η εκπαίδευση άρχισε να βελτιώνεται, να επεκτείνεται και
να προσαρμόζεται πληρέστερα στα εκπαιδευτικά πρότυπα του ελληνικού κράτους: Νέα
σχολεία ιδρύθηκαν στις ελληνικές κοινότητες και τα υπάρχοντα αναβαθμίστηκαν, με
τη σταδιακή κατάργηση των «αλληλοδιδακτικών», την πρόσληψη περισσότερων και πιο
καταρτισμένων δασκάλων, την αύξηση του μαθητικού δυναμικού και τις
επιχορηγήσεις του εθνικού κέντρου. Το 1876 λειτούργησαν ελληνικά σχολεία ακόμη
και σε κοινότητες όπου το ελληνίζον στοιχείο ήταν ελάχιστο ή ανύπαρκτο: Στην
Πλεύνα (όπου λόγω της ίδρυσης αλληλοδιδακτικής σχολής διέκοψε τη λειτουργία του
το βουλγαρικό σχολείο), στη Βησοτσάνη, Γιουρετζίκ, Βόλακα, Δράνοβο και
Κουμπάλιστα, ενώ στην Προσωτσάνη το 1880 ιδρύθηκε και νηπιαγωγείο στο οποίο
φοίτησαν και 82 βουλγαρόπαιδες[85].
Πιο
συντονισμένα λειτούργησαν οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί στα τέλη της δεκαετίας
του 1870, όταν με απόφαση του «Συλλόγου» η Καβάλα ορίστηκε ως «κέντρον ενεργείας
δι’ όλην την βορειοανατολικήν Μακεδονίαν και την δυτικήν Θράκην». Η υλοποίηση
της εκπαιδευτικής πολιτικής του εθνικού κέντρου ανατέθηκε σε μια εξέχουσα προσωπικότητα,
τον Νικόλαο Φιλιππίδη[86].
Κατά την περίοδο 1879-1881 ο Φιλιππίδης, ως διευθυντής του νεοσύστατου
ημιγυμνασίου της Καβάλας και επόπτης των σχολείων στις περιοχές Καβάλας, Δράμας
και Ξάνθης, έθεσε στέρεες βάσεις για την οργάνωση και την περαιτέρω ανάπτυξη
της ελληνικής παιδείας στον ευαίσθητο αυτό χώρο. Η συνεργασία του με τις
ελληνικές κοινότητες, τους φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους και τους εκπαιδευτικούς
φορείς της περιοχής Δράμας συνέβαλε στην εξάπλωση «του ελληνικού πολιτισμού και
κατά την καθ’ ημάς βορειοανατολικήν Μακεδονίαν» και στη διάδοση «των φώτων και
ανά τας επαρχίας Δράμας, Ζίχνης και Νευροκοπίου», όπως αναγνωρίζεται σε
ευχαριστήριες επιστολές φορέων και κατοίκων της περιοχής Δράμας[87].
Οι
συστηματικές προσπάθειες για τη διάδοση της ελληνικής παιδείας στο χώρο αυτό,
τεκμαίρονται και από τα στατιστικά δεδομένα: Κατά την τελευταία εικοσαετία του
19ου αιώνα το ποσοστό των μαθητών επί του ελληνικού πληθυσμού ανερχόταν στον
καζά της Δράμας σε 16,5 – 19,5%, το μεγαλύτερο μεταξύ των σαράντα καζάδων του
μακεδονικού χώρου[88].
Η ρευστή εθνική συνείδηση μέρους των σλαβόφωνων της επαρχίας καθιστούσε
αναγκαία την «εθνική παίδευσή» τους, σκοπός για τον οποίο εργάστηκαν οι
εκπαιδευτικοί φορείς της περιοχής υπό την καθοδήγηση του «εθνικού κέντρου».
Όπως
συνάγεται και από τα προαναφερθέντα, η εκπαιδευτική ανάπτυξη της περιόδου που
μελετούμε δεν ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλιών των κατά τόπους κοινοτήτων και δε
βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας, παραδοσιακού φορέα της κοινοτικής
εκπαίδευσης. Εντασσόταν στους νέους προσανατολισμούς της εξωτερικής πολιτικής
του ελληνικού κράτους, σχεδιάστηκε από κύκλους των Αθηνών, κυρίως το «Σύλλογο
προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων», και υλοποιήθηκε από το Ελληνικό Υποπροξενείο
της Καβάλας και τους συνεργαζόμενους με το εθνικό κέντρο φιλεκπαιδευτικούς
συλλόγους της περιοχής: τη «Φιλοπροοδευτική Αδελφότητα Δράμας» (1874), τη
«Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα “οι Φίλιπποι”» του Δοξάτου (μεταξύ 1872-1874) και
τη «Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα “Ηώς”» της Προσωτσάνης (1872-1873)[89].
Στους
συλλόγους αυτούς, στυλοβάτες της εκπαιδευτικής ανάπτυξης αλλά και κατά τόπους
κέντρα εθνικής δράσης, συσπειρώθηκαν όσοι διαπνέονταν από φιλελεύθερες και
εθνικιστικές αντιλήψεις, υποστήριζαν την εθνική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων
και όχι την πανορθόδοξη και οικουμενική πολιτική του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως[90]
και έβλεπαν την παιδεία όχι τόσο ως μέσο για την αναπαραγωγή του αναγκαίου
εγγράμματου δυναμικού, αλλά κυρίως ως ιδεολογικό μηχανισμό για την ενδυνάμωση ή
την κατασκευή του ελληνικού φρονήματος.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι σε προκήρυξη της «Βουλγαρομακεδονικής Αδελφότητας» του
Κιουστεντήλ προς τους κατοίκους της περιοχής Δράμας (1880), οι Βούλγαροι ομολογώντας
την αποτυχία της προπαγάνδας τους στο χώρο αυτό, την αποδίδουν στη δράση των
συλλόγων και καλούν τους σλαβόφωνους να αρνούνται κάθε υλική συνδρομή από τα
«ύπουλα γραικικά κομιτάτα» για τα σχολεία τους[91].
Η τριετία
της «Ανατολικής Κρίσης» (1875-1878) θεωρείται κρίσιμη καμπή στην ιστορία του
μακεδονικού χώρου, καθώς από τη μια αποτελεί ολοκλήρωση των διεργασιών που
συντελέστηκαν στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων από τα μέσα του 19ου αιώνα,
ακριβέστερα από τη λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856), και από την άλλη
σηματοδοτεί την απαρχή της σκληρής διαπάλης των βαλκανικών κρατών και της εμπλοκής
των ξένων πολιτικών επιρροών στο Μακεδονικό Ζήτημα.
Ο
κίνδυνος εκσλαβισμού της μεσαίας μακεδονικής ζώνης, η αποκάλυψη των βουλγαρικών
προθέσεων για τη Μακεδονία και τη Θράκη και η επαπειλούμενη επιβολή μιας λύσης
αντίθετης με τις προσδοκίες και τα συμφέροντα του Ελληνισμού, κατέστησαν
αναγκαία την επιθετική αντίδραση της ελληνικής πλευράς. Στο πλαίσιο της πολιτικής
του εθνικού κέντρου εντάσσονται οι προσπάθειες αφενός για τη συσπείρωση του μακεδονικού
Ελληνισμού, την κινητοποίηση των δυνάμεών του και την ενδυνάμωση του εθνικού
του φρονήματος και αφετέρου για τον προσηλυτισμό των εθνικά αδιαμόρφωτων
βουλγαρόφωνων πληθυσμών.
Αναμφίβολα
κατά την περίοδο αυτή η ελληνική εθνική ιδεολογία είχε αποκρυσταλλωθεί στις
ελληνόφωνες αστικές κοινότητες της νότιας και μεσαίας μακεδονικής ζώνης και
κυρίως στα ανώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, τα οποία διαπνέονται από
ελληνικό εθνικό φρόνημα και αναγνωρίζουν ως εθνική αρχή των υπόδουλων το ελληνικό
κράτος. Λόγω της ηγετικής τους θέσης και της ισχυρής τους επιρροής στα κοινοτικά
ζητήματα, οι αστικοί αυτοί πυρήνες επιβάλλουν τους ιδεολογικούς τους προσανατολισμούς
στην κοινότητα και συμβάλλουν στην ενίσχυση του εθνικού φρονήματος όλων των
μελών της[92].
Άλλωστε
και η ίδια η κοινότητα αποτελεί σημείο ιδεολογικής αναφοράς: Με τη ραγδαία
οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική της ανάπτυξη, τα περίφημα αρχοντικά, τα
ογκώδη καπνεργοστάσια, τους συλλόγους, τις αδελφότητες κλπ., γενικά με όλες τις
αστικές πολιτισμικές λειτουργίες, η κοινότητα ανυψώνει το εθνικό γόητρο, ασκεί
συνολική ιδεολογική σμίλευση και εμπεδώνει την εθνική συνοχή. Έτσι η εθνική
ιδεολογία διαπερνά όλα τα κοινωνικά στρώματα, διαδίδεται και στον αγροτικό
χώρο, με τον οποίο συνδέεται κυρίως μέσω της οικονομίας, και επηρεάζει τους
ιδεολογικούς προσανατολισμούς του αγροτικού πληθυσμού, παρά τις γλωσσικές του
διαφορές.
Ωστόσο η διάδοση της ελληνικής εθνικής
ιδεολογίας στους αναποκρυστάλλωτους πληθυσμούς των μικτών εθνογραφικά περιοχών
δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στην ιδεολογική ακτινοβολία των αστικών κοινοτήτων.
Κατά κύριο λόγο οφείλεται στην πολιτική της εθνικής και πολιτιστικής
προπαγανδιστικής διείσδυσης, την οποία χάραξε το εθνικό κέντρο και υλοποίησε
στο χώρο της δικαιοδοσίας του το Ελληνικό Υποπροξενείο της Καβάλας, μέσω των
πυρήνων δράσης, των συλλόγων και των σχολείων.
Η
ανάπτυξη της εκπαίδευσης και η ταχεία διάδοση της ελληνικής παιδείας «προς ενίσχυσιν
της εθνικής συνειδήσεως και προς άμυναν του απειλουμένου Ελληνισμού» συνέβαλαν,
ώστε μεγάλο μέρος του σλαβόφωνου στοιχείου να καταστεί δεκτικό στην ελληνική
εθνική ιδεολογία και σταδιακά να διαμορφώσει ελληνική εθνική ταυτότητα[93].
Οι
μηχανισμοί της «εθνικής παιδεύσεως» στον εξεταζόμενο χώρο οργανώθηκαν κατά την
περίοδο της Ανατολικής Κρίσης. Είναι βέβαια αναμφισβήτητο ότι η στάση σημαντικού
μέρους του σλαβόφωνου πληθυσμού της περιοχής παρέμεινε ρευστή και ότι η εθνική
διαπάλη για τον προσεταιρισμό του σλαβόφωνου στοιχείου συνεχίστηκε αμείωτη
μέχρι και το τέλος της Τουρκοκρατίας. Εξίσου αναμφισβήτητο είναι όμως ότι τα αποτελέσματα
των ελληνικών προσπαθειών υπήρξαν από τότε ορατά στα πρώην αμιγώς
«βουλγαρόφρονα» χωριά και ότι έτσι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για μια ευνοϊκή,
για την ελληνική πλευρά, τροπή της ελληνοβουλγαρικής αντιπαράθεσης κατά τις
επόμενες δεκαετίες μέχρι και την ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908)[94].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Χώρος αναφοράς της εργασίας είναι ο
καζάς (υποδιοίκηση, επαρχία) Δράμας, χάρτη της οποίας βλ. Μακεδονία, σ. 459. Τα περισσότερα χωριά της περιοχής αυτής ήταν αμιγώς
τουρκικά. Χριστιανοί κατοικούσαν στην πόλη της Δράμας και στα χωριά Δοξάτο, Τσατάλτζα
(Χωριστή), Εδιρνετζίκ (Αδριανή), Προσοτσάνη, Πλεύνα (Πετρούσα), Βησοτσάνη (Ξηροπόταμος),
Δράνοβο (Μοναστηράκι), Μπουμπλίτσι (Πύργοι), Τουρκοχώρι (Μυλοπόταμος), Βόλακας,
Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια), Γιουρετζίκ (Γρανίτης).
[2] Βλ. Αντ. – Αιμ. Ταχιάος, Η εθνική αφύπνισις των Βουλγάρων και η
εμφάνισις βουλγαρικής εθνικής κινήσεως εν Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1974, σ.
25-39, Μ. Λάσκαρις, Το Ανατολικόν Ζήτημα
1800-1923, τ. Α΄ (1800-1878), Θεσσαλονίκη 1978, σ. 228-270, Κ. Βακαλόπουλος,
Το Μακεδονικό Ζήτημα, Θεσσαλονίκη
1989, σ. 44-47. Για τη ρωσική πολιτική στα Βαλκάνια μετά το 1856, V. Colocotronis, La
Macédoine et l’ Hellénisme. Étude historique et ethnologique, Paris 1919, σ. 529-565, E. Driault – M. Lheritier, Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, τ. 3, Paris 1925, σ. 321-330.
[3] Ε. Κωφός, «Το Ελληνοβουλγαρικό ζήτημα. Η
ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας», ΙΕΕ,
τ. ΙΓ΄, σ. 301-305, Κ. Βακαλόπουλος, Μακεδονία
και Τουρκία 1830-1878, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 179-180.
[4] Συνοπτική αναφορά στα προβλήματα εθνικής
ταυτότητας και στις τρεις γλωσσικές ζώνες του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας,
Ε. Κωφός, «Η εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού και η Ανατολική κρίση
(1875-1878) στη Μακεδονία», Μακεδονία,
σ. 451-452.
[6] Στ. Π. Κυριακίδης, Τα βόρεια εθνολογικά όρια του Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1946, σ.
48-63, Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία της
Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 147-155.
[7] Το έγγραφο δημοσιεύει ο Ε. Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας κατά το 1878,
Θεσσαλονίκη 1969, σ. 12-13.
[8] J.
Ivanoff, La région
de
Cavalla, Berne 1918, σ. 7-21, 49-50, J.N. Ivanov, Βουλγαρικός
Διαλεκτικός Άτλας, Βουλγαρικά Ιδιώματα της Μακεδονίας του Αιγαίου (βουλγ.),
τ. 1, Σόφια 1972, μετάφρ. Κ.Α. Δημάδης, Βαλκανική
Βιβλιογραφία, 1 (1973) 150-175, P. Koledarov,
«Η εθνολογική σύνθεση της περιοχής Δράμας μέχρι τα μέσα του 19ου
αι.» (βουλγ.), Izvestija
na
Instituta
za
Balgarska
Istorija, 10 (Σόφια 1962) 147-189, μετάφρ. Ι.Θ.
Λαμψίδης, σσ. 45 δακτυλ. (ΙΜΧΑ), J. Georgiev
– St. Siskov, Οι
Βούλγαροι στις περιοχές Δράμας, Ζίχνης, Καβάλας, Πραβίου και Σαρή Σαμπάν (βουλγ.), Φιλιππούπολη 1918, σ. 54-55, V. Kantchov, Επίλεκτα
έργα, τ. 2, Μακεδονία. Εθνογραφία και Στατιστική (βουλγ.), Σόφια 1970, σ.
497-500.
[9] Οι περιοχές αυτές δεν ανήκαν στην
προξενική περιφέρεια Καβάλας (βλ. σημ. 10), υπάγονταν όμως εκκλησιαστικά στη
δικαιοδοσία των μητροπολιτών Δράμας και Ξάνθης, αντίστοιχα, οι έδρες των οποίων
βρίσκονταν στο χώρο της αρμοδιότητας του Υποπροξενείου Καβάλας. Για την εκεί
βουλγαρική διείσδυση, Θεοδώρητος, μητροπολίτης Νευροκοπίου, «Ιστορικαί τινές
πληροφορίαι περί της ενταύθα Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητος από της εμφανίσεως
του βουλγαρικού ζητήματος και εντεύθεν», Μακεδονικά,
2 (1941-1952) 416-419, Αθ. Καραθανάσης, Ο
Ελληνισμός και η Μητρόπολη Νευροκοπίου κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 77-79, Ivanoff, La région de Cavalla, ό.π., σ. 36, Π. Γεωργαντζής, Εθνικοί και εκκλησιαστικοί αγώνες των
Ελλήνων της Ροδόπης (1864-1872), Ξάνθη 1980, σ. 21-64, 87.
[10] Το Προξενικό Πρακτορείο – Υποπροξενείο
της Ελλάδας στην Καβάλα ιδρύθηκε το 1834. Μέχρι το 1867 λειτούργησε ως
προξενικό πρακτορείο και έκτοτε ως υποπροξενείο. Κατά την περίοδο 1867-1912 τα
όρια της προξενικής περιφέρειας Καβάλας ταυτίζονταν με τα όρια του σαντζακίου
Δράμας. Συνεπώς μέχρι το 1873 στη δικαιοδοσία του υποπροξενείου υπάγονταν οι
Έλληνες υπήκοοι των καζάδων Δράμας,
Πραβίου, Καβάλας, Σαρή Σαμπάν, Ξάνθης και Κομοτηνής και επιπλέον της
Θάσου. Με τη διοικητική διαίρεση του 1873 η επαρχία Κομοτηνής αποσπάστηκε από
το σαντζάκι Δράμας και ενσωματώθηκε στο σαντάκι Αδριανούπολης, όπως και ο καζάς
της Ξάνθης με τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του 1879 (βλ. Κ. Λυκουρίνος, Το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας
(1835-1878). Συμβολή στην Ιστορία του Ελληνισμού της Ανατολικής Μακεδονίας και
Δυτικής Θράκης, διπλωματική εργασία μεταπτυχιακών σπουδών στο ΑΠΘ, Καβάλα
1994, σ. 39-47).
[11] Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου των
Εξωτερικών (στο εξής: ΑΥΕ), 1868/36/2, Βασιλειάδης προς Υπ. Εξωτερικών,
15/11-2-1968.
[12] Για το ρόλο του ρωσικού Υποπροξενείου,
Λυκουρίνος, Το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας, σ. 116-118,
του ιδίου, «Ο βουλγαρικός εθνικισμός μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878):
Προπαγάνδα και βλέψεις των Βουλγάρων στην περιοχή της Καβάλας», Συνέδριο Εθνικισμός και Εθνική Συνείδηση στα Βαλκάνια
σήμερα, Καβάλα 17-18 Οκτ. 1992 (δεν εκδόθηκαν πρακτικά).
[13] Όλη η αλληλογραφία του Υποπροξενείου της
Καβάλας για το ιστορικό της ρωσικής μονής, από το 1869 μέχρι το 1886, είναι
συγκεντρωμένη στην πολυσέλιδη έκθεση του γενικού πρόξενου της Ελλάδας στη
Θεσσαλονίκη Γ. Δοκού (ο οποίος το 1868-1870 διηύθυνε το Υποπροξενείο Καβάλας):
ΑΥΕ, 1886/Ι, «Περί του λιμένος Ελευθερών παρά τη Καβάλλα», Δοκός προς Υπ.
Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη 767/8-11-1886. Οι Ρώσοι μοναχοί της σκήτης Σαραΐου της
μονής Βατοπεδίου αγόρασαν το τσιφλίκι Νουσλά (ή Νουζλά) της περιοχής Ελευθερών
από τον Ελιάζ μπέη της Δράμας, αντί 3.000 οθωμανικών λιρών. Εκεί ανήγειραν τη
μονή του Αγίου Ανδρέα και κτιριακές εγκαταστάσεις έκτασης 20.000. τετραγ.
πήχεων. Για την επέκτασή τους στη Θάσο, Λυκουρίνος, «Το Ελληνικό Υποπροξενείο
Καβάλας και οι σχέσεις του με τη Θάσο κατά το 1883-1887», Θασιακά, 7 (1992) 131-136. Η προσπάθειά τους να εγκατασταθούν και
σ’ άλλες περιοχές της παραλιακής ζώνης Ελευθερών - Καβάλας δεν τελεσφόρησε,
λόγω της συντονισμένης αντίδρασης των Ελλήνων προξένων Θεσσαλονίκης, Καβάλας
και Σερρών. Για τις σλαβικές βλέψεις στην περιοχή και τις ενέργειες των Ρώσων
μοναχών, Λυκουρίνος, Το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας, σ.
104-118.
[14] Για τα γεγονότα του 1870-1872 και τις
συνέπειές τους, Ε. Κωφός, «Το Ελληνοβουλγαρικό Ζήτημα. Η ίδρυση της βουλγαρικής
Εξαρχίας», ΙΕΕ, τ. ΙΓ΄, σ. 301-305.
Το ιδρυτικό φιρμάνι της Εξαρχίας και ο όρος της τοπικής Συνόδου του 1872 με τον
οποίο κηρύχθηκε το Σχίσμα, Μ. Γεδεών, Έγγραφα
πατριαρχικά και συνοδικά περί του βουλγαρικού ζητήματος (1872-1873),
Κων/πολη 1908, σ. 243-247, 427-432.
[15] ΑΥΕ, Αρχείο Πρεσβείας Κωνσταντινουπόλεως
1876 – Υποπροξενείο Καβάλας (στο εξής: ΑΠΚ – ΥΚ), Παπαδόπουλος προς Προξενείο
Θεσσαλονίκης, 356/12-9-1876.
[16] ΑΥΕ, ΑΠΚ 1876 – ΥΚ, Παπαδόπουλος προς
Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, 179/12-6-1876, 226/26-6-1876, 255/10-7-1876.
[17] Σε έκθεση της Εκπαιδευτικής Επιτροπής
του ΕΦΣΚ του 1875-76 αναφέρεται ότι από τις 300 χριστιανικές οικογένειες της
πόλης οι 120 είχαν ασπασθεί την Εξαρχία (η έκθεση δημοσιεύεται από τον Γ.Κ.
Παπάζογλου, «Η παιδεία στην Ανατολική Μακεδονία – Ο Ελληνικός Φιλολογικός
Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως και η Αδελφότης Ηώς Προσοτσάνης (1870-1880)», Μακεδονικά, 35 (2006) 256). Η πληροφορία
δεν επιβεβαιώνεται ούτε από βουλγαρικές πηγές και κρίνεται εντελώς αβάσιμη.
Πιθανόν ο συντάκτης (Οδ. Ιάλεμος) να διεκτραγωδεί την κατάσταση για να επισημάνει
τις ευθύνες του μητροπολίτη Ιωαννίκιου και για να τονίσει την ανάγκη ενίσχυσης
της ελληνικής παιδείας.
[18] Φ. Τριάρχης, «Η περίπτωση του χωριού
Πετρούσα. Η προσπάθεια διείσδυσης της βουλγαρικής προπαγάνδας», στο ΠΕΣΔ (3/2002), σ.
581-587.
[19] Κατά βουλγαρική πηγή του 1911, η Πλεύνα
προσχώρησε στην Εξαρχία το 1870 και η Προσοτσάνη το 1871. (βλ. Γ. Τουσίμης, «Αναφορές στην
προσωπικότητα του Μητροπολίτου Δράμας Χρυσοστόμου στα Αρχεία της Εξαρχίας», στο ΠΕΣΔ (3/2002), σ.
541-546).
[20] Βλ. στο ίδιο, ό.π. (υποσ. 16), και Γ.Κ. Παπάζογλου, «Η παιδεία στην Ανατολική Μακεδονία», ό.π.,
σ. 247-248.
[21] Καθώς οι στατιστικές της δεκαετίας του
1870 περιλαμβάνουν συγκεντρωτικά στοιχεία κατά καζά, και όχι κατά κοινότητα, ως
βάση μπορούν να θεωρηθούν η πρώτη αναλυτική στατιστική του 1885 (ΑΥΕ, 1885/Α/5,
Πολιτικαί Ειδήσεις – ΥΚ, Τσιμπουράκης προς Υπ. Εξωτερικών, χ.α./30-12-1885) και
η αναλυτική έκθεση του Υποπροξενείου Καβάλας του 1894 (ΑΥΕ, 1894/αακΒ΄,
Γιαννόπουλος προς Υπ. Εξωτερικών, 160/11-7-1894).
[23] Το ίδιο καθεστώς της ανεπίσημης
εξαρχικής κοινότητας παρατηρείται στις αρχές του 20ού αιώνα και στη Δράμα, όπου
λειτουργούσε χωρίς αναγνώριση μια υποτυπώδης κοινότητα, συγκροτημένη από
ελάχιστες οικογένειες Βούλγαρων εποχιακών εργατών (Τουσίμης, «Αναφορές στην προσωπικότητα του Μητροπολίτου Δράμας», ό.π., σ. 538-540). Η υπόθεση ενισχύεται
και από άλλα στοιχεία της έκθεσης: Ο συντάκτης σημειώνει ότι μετά την
προσχώρηση των χωριών Πλεύνα, Προσοτσάνη και Κουμπάλιστα, οι επόμενες
προσχωρήσεις ήταν του Βόλακα το 1892 και της Βησοτσάνης το 1905. Όμως σε
προξενικές πηγές της δεκαετίας του 1880 και 1890 (βλ. σημ. 21) αναφέρεται
σχισματικός πληθυσμός και σε άλλα χωριά. Π.χ. στον αναλυτικό στατιστικό πίνακα
του 1885 όλοι οι χριστιανοί του Βόλακα φέρονται ως εξαρχικοί, στην έκθεση του
1894 αναφέρεται βουλγαρικός πληθυσμός και στα χωριά Βησοτσάνη, Μπουμπλίτσι,
Τουρκοχώρι, Δράνοβο και Γιουρετζίκ κλπ.
[24] ΑΥΕ, 1876/78/Ι, «Στατιστικαί πληροφορίαι
περί του πληθυσμού εν Τουρκία κατά φυλάς, β. Μακεδονία και Θράκη» (λείπει η
πρώτη σελίδα του εγγράφου και έτσι δεν είναι γνωστοί ο συντάκτης, ο τόπος και ο
ακριβής χρόνος σύνταξης των πινάκων), ΑΥΕ, ό.π., «Περιληπτικός πίναξ εμφαίνων
τον αριθμόν των κατοίκων της περιφερείας
του Υποπροξενείου Καβάλας κατ’ εθνικότητα και φυλάς», Παπαδόπουλος προς
Υπ. Εξωτερικών, 365/4-8-1876. Στοιχεία αντλούνται και από τη στατιστική του
Αγγλικού Υποπροξενείου Καβάλας, FO 294/7/ff.47-55,
Rapport Ethnologique sur la population du Sandjaque de Drama, Pecchioli προς Barker, πρόξενο της Βρετανίας στη Θεσσαλονίκη,
Καβάλα 21-4-1878 (τη στατιστική δημοσιεύει και ο Κ. Karpat, Ottoman Population 1830-1914. Demographic and Social Characteristics, Wisconsin
1985, σ. 48).
[26] Η Κρητική Επανάσταση προκάλεσε σοβαρή
κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και αποτέλεσε αιτία για την ανάπτυξη
ανθελληνικών αισθημάτων. Οι Έλληνες αλλά και ο Άγγλος πρόξενος στην Καβάλα κατά
το 1866-1869 περιγράφουν τα δεινά των τρομοκρατημένων Ελλήνων της περιφέρειας,
υπογραμμίζουν τον «γενιτζαρισμόν» των Τούρκων και τονίζουν ότι πρωτεργάτες στον εκφοβισμό του ελληνικού
στοιχείου ήταν ο Ταχήρ Ομέρ μπέης της Δράμας και οι σπουδαστές της ιερατικής
σχολής του Ιμαρέτ της Καβάλας (Λυκουρίνος, Το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας, σ. 78-80). Το ανθελληνικό κλίμα ευνόησε τη βουλγαρική διείσδυση σ’ όλη τη
Μακεδονία (Βακαλόπουλος, Μακεδονία και
Τουρκία, σ. 187-188, Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας,
σ. 22).
[29] Για τις περιοχές Νευροκοπίου και Αχή
Τσελεμπή και τις ευθύνες των μητροπολιτών Δράμας Αγαθάγγελου, και Ξάνθης
Διονυσίου, κατά τη δεκαετία του 1860, βλ. Νευροκοπίου Θεοδώρητος, «Ιστορικαί τινες πληροφορίαι», ό.π., σ. 415, Καραθανάσης, Ο Ελληνισμός και η Μητρόπολη Νευροκοπίου, ό.π.,
σ. 77-79, Γεωργαντζής, Εθνικοί και Εκκλησιαστικοί αγώνες, ό.π., σ.
22-23. Τη στάση των μητροπολιτών Ιωαννικίου Δράμας (1872-1879) και Καλλινίκου
Β΄ Ξάνθης (1875-1877) στηλιτεύει από το 1876 και ο Έλληνας υποπρόξενος στην
Καβάλα (βλ. στη συνέχεια). Μαρτυρίες για τη στάση και τις ευθύνες του
Ιωαννίκιου δημοσιεύει και ο Παπάζογλου, «Η παιδεία στην Ανατολική Μακεδονία», ό.π.,
σ. 256-258.
[30] Για τις στρατιωτικές, πολιτικές και διπλωματικές
πτυχές της Ανατολικής κρίσης, E. Kofos, Greece and the Eastern Crisis, 1875-1878, Θεσσαλονίκη 1975, Driault – Lheritier, Histoire diplomatique de la
Grèce , τ. 3, Paris
1925, Κωφός, «Η Ανατολική κρίση (1875-1878)», ΙΕΕ, τ. ΙΓ΄, σ. 317-353, Λάσκαρις, Το Ανατολικόν Ζήτημα, σ. 275-301, W. Miller, Η
Τουρκία καταρρέουσα, μτφρ. Σπ. Λάμπρου, εν Αθήναις 1914, σ. 443-488.
[31] Οι διεθνείς συνθήκες χρονολογούνται με
το Γρηγοριανό (νέο, δυτικό) ημερολόγιο. Όμως στην αφήγηση χρησιμοποιείται το
Ιουλιανό (παλαιό), που τότε υπολειπόταν κατά 12 ημέρες, επειδή μ’ αυτό
χρονολογούνται τα ελληνικά προξενικά έγγραφα.
[32] Για τις μαζικές σφαγές και αιχμαλωσίες
αμάχων, που ξεσήκωσαν αντιδράσεις στην Ευρώπη, Miller, Η Τουρκία καταρρέουσα, ό.π.,
σ. 451-453. Πρέπει να τονίσουμε ότι ο υποπρόξενος Παπαδόπουλος όχι μόνο δεν
επιχαίρει για τα δεινοπαθήματα των Βουλγάρων, αλλά αντίθετα δείχνει εμπράκτως
το ενδιαφέρον του. Λ.χ. το Σεπτέμβριο του 1876 δραστηριοποιείται, σε συνεργασία
με το μητροπολίτη Δράμας, για την περιστολή των τουρκικών ωμοτήτων και την απελευθέρωση
των αιχμαλώτων της περιοχής Νευροκοπίου (Λυκουρίνος, Το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας, σ. 88).
[33] ΑΥΕ, ΑΠΚ 1876 – ΥΚ, Παπαδόπουλος προς
Πρεσβεία Κων/πόλεως, 177/12-6-1876, 226/26-6-1876, 255/10-7-1876, 1876/78/Ι,
Παπαδόπουλος προς Υπ. Εξωτερικών, 358/10-9-1876, 365/4-8-1876 και Μητροπολίτης
Ιωαννίκιος προς Παπαδόπουλο, Δράμα 7-9-1876.
[34] Ο Αριστείδης Παπαδόπουλος, πρώην γραφέας
και μετά γραμματέας του Γενικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, διορίστηκε στην Καβάλα
στα τέλη του 1874 και άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι τα τέλη Ιουλίου 1881. Τότε
μετατέθηκε στην Τραπεζούντα (βλ. Πίναξ
των υπαγομένων εις το επί των Εξωτερικών Υπουργείον εμμίσθων και αμίσθων αρχών,
εν Αθήναις 1888, σ. 81). Αξιολόγηση του έργου του, Λυκουρίνος, Το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας, σ. 141-142.
[37] Αναφέρεται στην
επίσκεψη του Ιωαννίκιου στα χωριά Προσοτσάνη, Πλεύνα και Καλαπότι [Πανόραμα της
Ζίχνης], από το οποίο ζήτησε 70 οθωμ. λίρες «και μετά πολλών βασάνων έλαβεν τας
30 και ούτω μετέβη», και στην επικείμενη μετάβαση του Καλλίνικου στα χωριά Γιενίκιοϊ
και Γκάμπροβα, με τα οποία «ευρίσκετο εις ομοίας διαπραγματεύσεις» (ΑΥΕ, ΑΠΚ 1876 – ΥΚ, Παπαδόπουλος προς Πρεσβεία Κων/πόλεως, 226/26-6-1876).
[38] Το απόσπασμα του εγγράφου του προς τον
υπουργό εξωτερικών Δηλιγιάννη (565/29-12-1878), δημοσιεύει ο Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας, σ. 292.
[39] Βλ. σχετική έκθεση του ΕΦΣΚ και
πατριαρχικά έγγραφα που δημοσιεύει ο Παπάζογλου, «Η παιδεία στην Ανατολική Μακεδονία», ό.π., σ. 256-258.
[41] Η εκπαίδευση αποτέλεσε το κατεξοχήν
πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στους εκφραστές της πολιτικής των ελληνικών
κυβερνήσεων και στους φορείς της πολιτικής του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η
σύγκρουση για τον έλεγχο και το περιεχόμενο της παιδείας εκδηλώθηκε και στην
Καβάλα, κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 1870. Ο μητροπολίτης Ξάνθης και
Καβάλας αντιτίθεται στους εκπαιδευτικούς προσανατολισμούς των νέων ηγετικών
στρωμάτων της κοινότητας και απευθύνει δραματική έκκληση στους Καβαλιώτες να
«αποσκορακίσωσι [να στείλουν στον κόρακα, στο ανάθεμα] παν ό,τι δύναται να παρακωλύση
ή παραμορφώση την τοιαύτην εκπαίδευσιν» (δηλ. την παραδοσιακή ορθόδοξη). Είναι
χαρακτηριστικό ότι, ενώ κατά το 1878-79 ιδρύονται στην Καβάλα 7 σύλλογοι, με
σκοπό την προαγωγή της παιδείας, λειτουργούν νέα σχολεία και θεμελιώνεται το
νέο μεγάλο διδακτήριο, ο ιεράρχης απουσιάζει από κάθε πρωτοβουλία! Δεν
παρίσταται ούτε στα εγκαίνια του Αρρεναγωγείου, ενώ αντίθετα παρέστη και
εκφώνησε λόγο ο υποπρόξενος της Ελλάδας Αρ. Παπαδόπουλος. Για τους εθνικούς στόχους
της παιδείας και τον αγώνα για τον έλεγχο της εκπαίδευσης στην Καβάλα κατά τη
δεκαετία του 1870, Λυκουρίνος, «Η Καβάλα της οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι.-1912», στο συλλογικό Η παλιά πόλη της
Καβάλας (7ος π.Χ. – 20ός αι.). Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της
ιστορίας, Καβάλα 2005, σ. 180-185.
[45] Από τους συνεργάτες του προξενείου
διακρίθηκαν ιδιαίτερα για τη δράση τους ο ιατρός Νικόλαος Λιάμης, πρόεδρος της «Φιλεκπαιδευτικής
Αδελφότητoς “Ηώς”»
της Προσοτσάνης (βλ. Γ. Βουλτσιάδης, Η
Προσοτσάνη μέσα από την ιστορία, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 49, Β. Πασχαλίδης, Δραμινά ιστορικά. (67 μελέτες για τη Δράμα και την περιοχή της),
Δράμα 1992, σ. 17, 49-50, 103) και ο Αθανάσιος Κομπότης (ή Κομβόκης) από το
Εγρί Δερέ (Καλλιθέα).
[47] Το έγγραφο της 11-11-1878 συνέταξε ο
Πέτρος Βουλγαρίδης, υποπρόξενος της Γαλλίας στην Καβάλα, που τότε διηύθυνε
προσωρινά και το Ελληνικό Υποπροξενείο (δημοσιεύεται από τον Κωφό, Η Επανάστασις της Μακεδονίας, σ. 289-291).
Π. Βουλγαρίδης, 1872 |
[48] Η Διάσκεψη των πρεσβευτών των Ευρωπαϊκών
Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη (Δεκ. 1876), αν και δεν είχε πρακτικά
αποτελέσματα, έδειξε καθαρά τις προθέσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων για το
μακεδονικό ζήτημα, προλείανε το έδαφος για τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας
και νομιμοποίησε τις επεκτατικές βλέψεις των Βουλγάρων σ’ όλη τη Μακεδονία (βλ.
Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας, σ. 23-24).
[50] Το απόσπασμα του εγγράφου (21-10-1876)
δημοσιεύει ο Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας, σ.
20.
[51] Μετά την καταστολή της Κρητικής
επανάστασης (1866-1869) το ελληνικό κράτος προσανατολίζεται στην πολιτική της
ειρηνικής συνύπαρξης με την Τουρκία, αναγκαία προϋπόθεση για την ακώλυτη
οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του υπόδουλου ελληνισμού και την αντιμετώπιση
της εντεινόμενης βουλγαρικής διείσδυσης στη Μακεδονία. Έτσι το επίσημο ελληνικό
κράτος, αποδεχόμενο το status
quo, διατηρεί στάση ουδετερότητας,
δεν ευνοεί αποσχιστικές τάσεις και επαναστατικά κινήματα του μακεδονικού Ελληνισμού
και αποθαρρύνει όσους δραστηριοποιούνται για την πολεμική προετοιμασία του
έθνους, ελεύθερου και υπόδουλου. Από τα μέσα του 1877 την προετοιμασία επαναστατικών
κινημάτων στις τουρκοκρατούμενες περιοχές αναλαμβάνουν διάφοροι ιδιωτικοί
σύλλογοι. Από την πλευρά του επίσημου κράτους, το πράσινο φως για γενική
εξέγερση των υπόδουλων σε Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο, Θεσσαλία και για εισβολή ελληνικών
σωμάτων δίνεται στις αρχές του 1878, λίγες μέρες πριν οι Τούρκοι και οι Ρώσοι
υπογράψουν ανακωχή. Μετά την ανακωχή, την αποδέσμευση των τουρκικών δυνάμεων
από τα μέτωπα του πολέμου και την ανάκληση των ελληνικών στρατευμάτων, λόγω των
διεθνών πιέσεων, ήταν φανερό ότι οι
εξεγέρσεις δεν αποσκοπούσαν πλέον στην απελευθέρωση των ξεσηκωμένων
περιοχών, αλλά στην ενίσχυση των επιχειρημάτων της ελληνικής διπλωματίας στη
μελλοντική ευρωπαϊκή διάσκεψη ειρήνης, ώστε να αποτραπεί μια διπλωματική λύση
που θα ήταν εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Για όλα αυτά, Κωφός, «Πολιτικές
και στρατιωτικές επαναστατικές προετοιμασίες στη διετία 1876-1878», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 3 (1989) 101-127.
Για την επανάσταση του 1878 σε περιοχές της Μακεδονίας, Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας, σ. 30-47.
[52] Ενδεικτική είναι η αναφορά του
υποπρόξενου των Σερρών (Ιούν. 1877): «Πάντες σχεδόν εν τη αγανακτήσει των, είτε
βουλγαρόφωνοι, και εξ αυτών των τέως σχισματικών, ως και οι αμιγείς Έλληνες,
φαίνονται τουλάχιστον διατεθειμένοι να προστρέξωσι εις την σημαίαν εκείνην ήτις
πρώτη ήθελεν φανεί…» (Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας,
σ. 250).
[53] Τα γεγονότα της Ανατολικής κρίσης
πυροδότησαν το μίσος κατά των χριστιανών. Ωστόσο φορέας της καταπίεσης δεν ήταν
τόσο το σύνοικο μουσουλμανικό στοιχείο, όσο κυρίως οι αξιωματούχοι, τα όργανα
της εξουσίας και μικρές δυναμικές ομάδες φανατικών. Αναφέρουμε ενδεικτικά: Την
άνοιξη του 1876 οι πολιτοφύλακες του Ταχήρ Ομέρ μπέη υποχρεώνουν τους επιτρόπους
των ναών στη Δράμα και στην Τσατάλτζα να κατεβάσουν τις καμπάνες από τα κωδωνοστάσια,
ενώ στο Δοξάτο ματαιώνεται την τελευταία στιγμή, με άνωθεν παρέμβαση, η σφαγή
του πληθυσμού. Το καλοκαίρι του 1876 η Προσοτσάνη και η Πλεύνα λεηλατούνται από
βασιβουζούκους, ενώ η Δράμα υφίσταται τις επιθέσεις και καταστροφές των
διερχόμενων στρατιωτών, οι χριστιανοί έντρομοι κλείνουν τα καταστήματά τους και
πολλοί αναχωρούν για την Καβάλα. Το φθινόπωρο του 1876 «βουλγαρόπαιδες» από την
περιοχή Νευροκοπίου αιχμαλωτίζονται, αλλαξοπιστούν και κλείνονται σε χαρέμια
της Δράμας και Καβάλας για να ικανοποιήσουν «τα αίσχιστα πάθη του οθωμανικού
βαρβαρισμού». Το Μάιο του 1877 η
ελληνική συνοικία της Δράμας λεηλατείται από ληστρικές ομάδες και κατά το
δεύτερο εξάμηνο του ίδιου έτους οι φυλακές όλης της περιοχής γεμίζουν από
Έλληνες, που αδυνατούν να καταβάλουν τους αναρίθμητους φόρους, εράνους και
αναγκαστικά δάνεια ή βρίσκονται υπόδικοι με ανύπαρκτες κατηγορίες κλπ. Για την
τουρκική καταπίεση του 1875-1878, Λυκουρίνος, Το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας, σ. 82-95.
[56] ΑΥΕ, 1876/78/Ι, μητροπολίτης Ξάνθης
Καλλίνικος προς Παπαδόπουλο, Ξάνθη 22-10-1877 (όπου στατιστικοί πίνακες για τη
μητροπολιτική περιφέρεια Ξάνθης), Ν. Φιλιππίδης, «Περιήγησις των εν Μακεδονία
επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως», Παρνασσός, 1 (1877) 299-300, FO 294/7/ff.47-51, Rapport Ethnologique sur la population du Sandjaque de Drama, Pecchioli προς Barker, Καβάλα 21-4-1878 (βλ. και Karpat, Ottoman Population 1830-1914, σ. 48).
[57] ΑΥΕ, 1878/αακΖ΄, Παπαδόπουλος προς Υπ. Εξωτερικών, 173/25-4-1878, FO
294/7/f.49, Pecchioli προς Barker, Καβάλα
21-4-1878.
Ν. Ιγνάτιεφ |
[58] Στη Συνθήκη υιοθετήθηκαν οι προτάσεις
του Ρώσου υπουργού εξωτερικών Ιγνάτιεφ. Το 6ο άρθρο προέβλεπε την
ίδρυση βουλγαρικού κράτους, με σύνορα από το Δούναβη μέχρι το Αιγαίο και από τη
Μαύρη Θάλασσα μέχρι τις Πρέσπες και την Αχρίδα, το οποίο θα περιλάμβανε και το
σύνολο σχεδόν της Μακεδονίας, εκτός των περιοχών Κοζάνης, Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής.
Για τους όρους, Χρ. Νάλτσας, Η Συνθήκη
του Αγίου Στεφάνου και ο Ελληνισμός, Θεσσαλονίκη 1953, σ. 51-56, Κωφός,
«Ρύθμιση της Ανατολικής κρίσεως», στο ΙΕΕ, τ. ΙΓ΄ (Αθήνα 1977), σ. 345-347, όπου και χάρτης των εδαφικών ρυθμίσεων, και Μακεδονία, σ. 455.
[60] Για τις αντιδράσεις του μακεδονικού
Ελληνισμού, Νάλτσας, Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, ό.π., σ. 56-58.
Κείμενα «διαμαρτυρήσεων», Βακαλόπουλος, Το
Μακεδονικό Ζήτημα, σ. 60-68, Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας,
έγγραφα υπ. αρ. 61, 117, 153, 210.
[66] Από τον Απρίλιο του 1878 οι πράκτορες
του πανσλαβισμού (ο υποπρόξενος της Ρωσίας και οι Ρώσοι μοναχοί του Αγίου
Ανδρέα) δραστηριοποιούνται και στην Καβάλα. Οι προσπάθειές τους να οργανώσουν
τους προσωρινούς στην πόλη Βούλγαρους καπνεργάτες και να ιδρύσουν
κρυπτοπανσλαβιστικό φιλεκπαιδευτικό σύλλογο απέτυχαν. Λόγω της αντίδρασης της
ελληνικής κοινότητας ματαιώθηκε και η σχεδιαζόμενη ανάγνωση του Ευαγγελίου και
στη βουλγαρική γλώσσα την ημέρα του Αγίου Γεωργίου (βλ. Λυκουρίνος, Το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας, σ. 118).
[67] ΑΥΕ, 1878/αακΖ΄, Παπαδόπουλος προς
Προξενείο Θεσσαλονίκης, 122/1-4-1878, ό.π. προς Υπ. Εξωτερικών, 173/25-4-1878,
175/26-4-1878, 247/31-7-1878, 1878/αακΓ1, ό.π. προς Προξενείο Θεσσαλονίκης,
135/10-4-1878. Βλ. και έγγραφο του Παπαδόπουλου (117/27-3-1878) που δημοσιεύει
ο Κωφός στο Η Επανάστασις της Μακεδονίας, σ. 281-282.
[68] ΑΥΕ, 1878/αακΓ1, Παπαδόπουλος προς
Προξενείο Θεσσαλονίκης, 135/10-4-1878, 1878/αακΖ΄, ό.π. προς Υπ. Εξωτερικών,
173/25-4-1878.
[70] Νάλτσας, Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, σ. 64-87, Λάσκαρις, Το Ανατολικόν Ζήτημα, σ. 295-300, Κωφός, «Το Συνέδριο του Βερολίνου» στο ΙΕΕ, τ. ΙΓ΄, σ. 347-353. Χάρτης των εδαφικών ρυθμίσεων, ΙΕΕ, τ. ΙΓ΄, σ. 355 και Μακεδονία, σ. 455.
[71] Οι αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου
προκάλεσαν την ένοπλη αντίδραση των Βουλγάρων. Το φθινόπωρο του 1878 εκδηλώθηκε
σοβαρή εξέγερση στην ορεινή περιοχή της βορειοανατολικής Μακεδονίας (Ράζλογκ –
Κρέσνα). Το κίνημα κατεστάλη μέχρι το τέλος του έτους και οι επαναστάτες
απωθήθηκαν στη βουλγαρική ηγεμονία. Όμως τα ένοπλα σώματα συνέχιζαν να
εισβάλλουν μέχρι και τα νοτιότερα μέρη έως το 1880 (Κωφός, «Τα μετά το Συνέδριο
του Βερολίνου, 1878-1881» στο ΙΕΕ, τ.
ΙΓ΄, σ. 356). Αυτά, σε μια εποχή που είχε κορυφωθεί η τουρκική τρομοκρατία και
καταπίεση σ’ όλο το μακεδονικό χώρο και που η Ελλάδα, ικανοποιημένη με τη Συνθήκη
του Βερολίνου, είχε αποφάσισε να απόσχει από κάθε δράση στη Μακεδονία. Όλες οι
συγκυρίες ευνοούσαν τα βουλγαρικά σχέδια και υπήρχε ανησυχία μήπως οι Έλληνες
παραμερίσουν τις εθνικές διαφορές και συμπράξουν με τους Βουλγάρους για τον κοινό
σκοπό. Ενδεικτικές είναι οι τρεις ακόλουθες αναφορές του Νοεμβρίου 1878: Ο
πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Κουντουριώτης φοβάται ότι «αι καταπιέσεις και
βιαιοπραγίαι [των Τούρκων] θ’ αναγκάσωσι το ελληνικόν στοιχείον να συνταχθή
μετά των Βουλγάρων προς αποτίναξιν του αφορήτου τουρκικού ζυγού» (Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας, ό.π.). Ο Βατικιώτης αναφέρει ότι εξ
αιτίας των καταπιέσεων ο Ελληνισμός «εύχεται να τύχη σωτήρος, αδιάφορον τις
έσται ούτος» και ότι οι συνθήκες ρίχνουν τους χριστιανούς «άκοντας… τυφλοίς
όμμασι εις τας αγκάλας παντός επαγγελλομένου την σωτηρίαν των». Επιφανής
Έλληνας της δυτικής Μακεδονίας γράφει ότι οι χριστιανοί, προκειμένου να
λυτρωθούν από τα δεινά τους, είναι έτοιμοι να υποδεχθούν «ου μόνον
ρωσσοβουλγαρικάς αλλά και ινδοσινικάς συμμορίας… εάν αύται προκηρύξωσι την από
του υπάρχοντος ζυγού απελευθέρωσιν. Εις τοιαύτην απόγνωσιν περιήλθον, αφού ο
πολικός αυτών αστήρ [η Ελλάδα] εσβέσθη» (Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας, σ. 44, 171, 340).
[72] Ανάμεσα στα διαπραχθέντα εγκλήματα
καταγράφονται απαγωγές και αιχμαλωσίες, όπως των προκρίτων του Νευροκοπίου και
της Αλιστράτης, του Αθαν. Καμπότη από το Εγρί – Δερέ (Καλλιθέα), ακόμη και του
νέου μητροπολίτη Δράμας Γερμανού Μιχαηλίδη, για λίγες ώρες (!), καθώς και
δολοφονίες ελληνιζόντων, όπως του Μανούση σε χωριό της Ζίχνης [δυσανάγνωστο:
Δράτσοβα (Λευκοθέα); Σκρίτζοβα (Σκοπιά);] και δύο ατόμων στο Βόλακα. Για όλα
αυτά, Λυκουρίνος, Το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας, σ.
129-130.
[74] Κατά την ιστορικό της Εξαρχίας Ζίνα
Μάρκοβα, η ανακοπή της εξαρχικής διείσδυσης, μετά τις επιτυχίες του 1870-1876,
οφείλεται στην ισχυρή ελληνική επίδραση (βλ. Τουσίμης, «Αναφορές στην προσωπικότητα του Μητροπολίτου Δράμας», ό.π., σ. 541).
[75] Για το ρόλο του Υποπροξενείου Καβάλας
στην αντιμετώπιση της ξένης προπαγάνδας, Λυκουρίνος, Το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας, σ. 100-131.
[76] Κατά τις πρώτες δεκαετίες τα μόνα
ελληνικά προξενεία του μακεδονικού χώρου ήταν το Γενικό Προξενείο της
Θεσσαλονίκης και το Προξενικό Πρακτορείο της Καβάλας, που ιδρύθηκαν το 1834.
Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο ιδρύθηκαν υποπροξενεία στις Σέρρες (1856) και στο Μοναστήρι
(1859). Για το σύνολο των αρμοδιοτήτων και το ρόλο του Προξενικού Πρακτορείου –
Υποπροξενείου της Καβάλας, Λυκουρίνος, Το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας, σ. 39-47.
[77] Το έγγραφο του Π. Βουλγαρίδη,
υποπρόξενου της Γαλλίας στην Καβάλα, προς τον γενικό πρόξενο και το Υπουργείο των Εξωτερικών (11-11-1878),
δημοσιεύει ο Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας, σ.
291.
[78] Από τα μέσα του 1877, όταν αρχίζει η
ραγδαία προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων στα Βαλκάνια και συνειδητοποιείται ο
κίνδυνος μιας δυσμενούς για την ελληνική πλευρά λύσης στο μακεδονικό ζήτημα,
ιδιωτικοί σύλλογοι αναλαμβάνουν (είτε σε συνεργασία με την κυβέρνηση είτε
ανεξάρτητα από αυτή) πρωτοβουλίες για την προετοιμασία επαναστατικών κινημάτων
στις τουρκοκρατούμενες περιοχές. Για τις εταιρείες, ειδικότερα την «Κεντρική
Επιτροπή», το έργο και τα σχέδιά τους, Κωφός, «Πολιτικές και στρατιωτικές
προετοιμασίες 1876-1878», σ. 101-127. Το σχέδιο της επανάστασης προέβλεπε και
απόβαση σώματος στην περιοχή μεταξύ Σταυρού – εκβολών Στρυμόνα, που θα
κατευθυνόταν προς Νευροκόπι – Μελένικο.
[79] Οι πληροφορίες για το συντονιστικό ρόλο
του Παπαδόπουλου είναι μόνο βιβλιογραφικές: Στ. Παπαδόπουλος, Οι επαναστάσεις του 1854 και 1878 στη
Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1870, σ. 67, Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας, σ. 29. Όμως ο ρόλος υποδηλώνεται και από τις συνεχείς,
εκτενείς και λεπτομερείς πληροφορίες του υποπρόξενου για τις θέσεις και τις κινήσεις
του τουρκικού στρατού και από τις κρίσεις του για τις προϋποθέσεις και δυνατότητες
επιτυχίας μιας ενδεχόμενης εξέγερσης στο χώρο της δικαιοδοσίας του (Λυκουρίνος, Το Ελληνικό Υποπροξενείο Καβάλας, σ. 91-99).
[80] ΑΥΕ, 1878/αακΖ΄, Παπαδόπουλος προς
Προξενείο Θεσσαλονίκης, 90/14-3-1878. Τα όπλα προέρχονταν από Κιρκάσιους
(40.000, κατά τις εκτιμήσεις του Παπαδόπουλου), που εγκατέλειψαν τις
βουλγαρικές περιοχές, λόγω της προέλασης των ρωσικών στρατευμάτων, και συνέρρευσαν
κυρίως στην Καβάλα και την Ξάνθη, με σκοπό να περάσουν από εκεί στη Μ. Ασία.
[81] Το έγγραφο του Παπαδόπουλου προς τον υπουργό Εξωτερικών (31-7-1877) δημοσιεύει ο Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας, σ. 277.
[82] Η εγκύκλιος υπ. αρ. 3821 της 22-5-1871
δημοσιεύεται στο ΣΔΕΓ, Η δράσις του Συλλόγου
κατά την εκατονταετίαν 1869-1969, Αθήναι 1970, σ. 77-81.
[83] Ο ΣΔΕΓ ήταν το
κυριότερο όργανο της ελληνικής προπαγάνδας στις ευρωπαϊκές επαρχίες της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και πολύτιμος αρωγός των ελληνικών κυβερνήσεων και των
κατά τόπους «κέντρων ενεργείας» στον αγώνα τους ενάντια στη βουλγαρική απειλή.
Για τη δράση του κατά τη δεκαετία του 1870, ΣΔΕΓ, Έκθεσις Πεπραγμένων ετών 1869-1871, Αθήναι 1872, Έκθεσις Πεπραγμένων ετών 1872-1873,
Αθήναι 1874, Έκθεσις Πεπραγμένων 1874,
Αθήναι 1875, και Έκθεσις Πεπραγμένων ετών 1876-1877, Αθήναι
1878. Επίσης, ΣΔΕΓ, Η δράσις του Συλλόγου,
Αθήναι 1970. Ο ΣΔΕΓ ανέπτυξε πολυδιάστατη εκπαιδευτική δράση κυρίως στο χώρο
της Μακεδονίας. Μέχρι το 1878 χορήγησε οικονομική βοήθεια σε σχολεία του Δοξάτου
και του Πραβίου και απέστειλε βιβλία στις ελληνικές κοινότητες της Προσοτσάνης
και της Καβάλας, ενώ κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια ενίσχυσε οικονομικά
διάφορους φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους της Ανατολικής Μακεδονίας (ΣΔΕΓ, Η δράσις του Συλλόγου, σ. 84-85, 113
και Έκθεσις
Πεπραγμένων 1876-1877, σ. 96).
[84] Βλ. πρακτικά του ΕΦΣΚ, που δημοσιεύει ο
Παπάζογλου, «Η παιδεία στην Ανατ. Μακεδονία», ό.π., σ. 244-257. Επίσης,
Ε.Γ. Καρσανίδης, «Η εκπαίδευση στον καζά Δράμας (1840-1899)», στο ΠΕΣΔ (2/1998), σ.
554-561, του ιδίου, «Η εκπαιδευτική και
πνευματική ανάπτυξη στην τουρκοκρατούμενη Δράμα» στο ΠΕΣΔ (4/2006), σ. 391-394.
[85] ΑΥΕ, 1894/αακΒ΄, Γιαννόπουλος προς Υπ.
Εξωτερικών, 11-7-1894 (έκθεση για τα ελληνικά σχολεία της περιοχής, όπου
αναφέρεται και ο χρόνος ίδρυσής τους), 1879/4/Ι, Παπαδόπουλος προς Υπ.
Εξωτερικών, 169/20-5-1879, 1880/Β΄ Αρχείο, ό.π., 320/20-10-1880, Καρσανίδης, «Η
εκπαιδευτική και πνευματική ανάπτυξη», ό.π., σ. 389-416, Φιλιππίδης, «Περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών», ό.π., σ.
127-128, Στ. Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική
και κοινωνική δραστηριότητα του Ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τον τελευταίο
αιώνα της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 18-23, 232-244, Παπάζογλου, «Η παιδεία στην Ανατολική Μακεδονία», ό.π., σ. 258-259.
[86] Για τον Φιλιππίδη και το έργο του, Β. Γ.
Αντωνιάδης, Αίγλη εν ζόφω, ήτοι το μαρτυρολόγιον
των δύο συγχρόνων εθνομαρτύρων, Φιλιππίδου και Πασχίδου, Τεργέστη 1900, Κ.
Χιόνης, Η Παιδεία στην Καβάλα 1864-1912,
Καβάλα 1990, σ. 41-67.
[87] Από επιστολές της Αδελφότητας «Ηώς», που
υπογράφουν ο πρόεδρος Ν. Λιάμη και ο γραμματέας Άγγ. Σεσκλιώτης, και του
δάσκαλου Γ. Αστεριάδη από την Προσωτσάνη, αντίστοιχα (δημοσιεύονται από τον
Αντωνιάδη, Αίγλη εν ζόφω, ό.π., σ. 196-199, και τον
Παπάζογλου, «Η παιδεία στην Ανατολική Μακεδονία», ό.π., σ. 262-262). Ο
Φιλιππίδης είχε καλλιεργήσει στενές σχέσεις με την Προσοτσάνη, την οποία
εκπροσώπησε στο συνέδριο των φιλεκπαιδευτικών συλλόγων στην Αθήνα, το 1879.
[88] ΑΥΕ, 1885/Α/5, Πολιτ. Ειδήσεις – ΥΚ,
Τσιμπουράκης προς Υπ. Εξωτερικών, 30-12-1885, Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα, σ. 232-235.
[89] Γ. Αθανασιάδης, «Φιλεκπαιδευτικοί
Σύλλογοι και Αδελφότητες στους καζάδες Δράμας, Ζίχνης και Νευροκοπίου
(1870-1913)» στο ΠΕΣΔ (2/1998), σ. 584-592, Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα, ό.π.,
σ. 18-22, Παπάζογλου, «Η παιδεία στην Ανατολική Μακεδονία», ό.π., σ.
247-252, 258-261. Για το ρόλο των φιλεκπαιδευτικών συλλόγων, Στ. Παπαδόπουλος,
«Εισαγωγή στην ιστορία των ελληνικών φιλεκπαιδευτικών συλλόγων της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας κατά τον 19ο και 20ό αιώνα», Παρνασσός, περ. Β΄, 4 (1962) 247-258.
[90] Το ελληνικό κράτος, εφαρμόζοντας εθνική
πολιτική, επιχειρούσε μέσω των προξενείων και των συλλόγων να χρησιμοποιήσει τα
σχολεία (αλλά και τις εκκλησίες) ως μοχλούς προπαγάνδας για τον προσηλυτισμό
των εθνικά ρευστών πληθυσμών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ασκώντας πολιτική
οικουμενική και πανορθόδοξη, ευνοούσε την πολιτική των ίσων αποστάσεων έναντι
των ορθοδόξων (Ελλήνων, Βουλγάρων, Σέρβων). Η σύγκρουση ανάμεσα στις ελληνικές
κυβερνήσεις (του Χ. Τρικούπη) και το Πατριαρχείο κορυφώθηκε στις αρχές της
δεκαετίας του 1880. Το Μάρτιο του 1884 ο πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ εξαναγκάστηκε
σε παραίτηση!
[91] ΑΥΕ, 1880/Β΄ Αρχείο, Παπαδόπουλος προς
Υπ. Εξωτερικών, 320/20-10-1880. Με ανάλογες ενέργειες, που εκπορεύονταν από το
Ελληνικό Υποπροξενείο της Καβάλας, αντιμετωπίστηκε και η ρουμανική προπαγάνδα,
που εμφανίστηκε το 1879 στο χώρο της Μητρόπολης Δράμας. Όταν εκδηλώθηκαν οι
πρώτες απόπειρες για την ίδρυση βλάχικων σχολείων στο Σέμαλτο της Ζίχνης,
εστάλη ο Νικ. Λιάμης και ίδρυσε σε συνεργασία με την εκεί ελληνική κοινότητα
την φιλεκπαιδευτική αδελφότητα «Δόξα», η οποία έθεσε ως στόχο της την ίδρυση
δημοτικού σχολείου και παρθεναγωγείου. Σχετικές οδηγίες δόθηκαν από το
Υποπροξενείο και σε άλλα χωριά της περιφέρειας Ζίχνης για την ενίσχυση της
ελληνικής εθνικής συνείδησης των Ελληνοβλάχων (ΑΥΕ, 1879/4/Ι, Παπαδόπουλος προς
Υπ. Εξωτερικών, 187/4-6-1879 και 218/30-6-1879).
[92] Για την ιδεολογική μεταστροφή του
Ελληνισμού της Καβάλας, από τη δεκαετία του 1870, τον «αποοθωμανισμό» και την
«ελληνοποίηση» της Ελληνικής Κοινότητας και της ρωμαίικης κοινωνίας της πόλης,
Λυκουρίνος, «Η Καβάλα της οθωμανικής περιόδου», ό.π., 158-162, 193-195.
[93] Για την ανάπτυξη της ελληνικής εθνικής
ιδεολογίας, Λυκουρίνος, «Το καπνεμπόριο της Καβάλας και το εθνικό ζήτημα στις
παραμονές του Μακεδονικού αγώνα», Υπόστεγο,
8-9 (φθιν. 1997) 110-114.
Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος |
[94] Μετά το Μακεδονικό Αγώνα και την
αρχιερατεία του Χρυσοστόμου (1902-1910) η βουλγαρική εθνική κίνηση παρουσίασε
σημαντική υποχώρηση. Μόνο ένα χωριό του καζά Δράμας ήταν αμιγώς εξαρχικό
(Γιουρετζίκ) και σε πέντε (Προσοτσάνη, Πλεύνα, Βόλακα, Κουμπάλιστα και Βησοτσάνη)
οι εξαρχικές κοινότητες ήταν μάλλον μειοψηφικές. Την εξασθένιση της επιρροής
τους ομολογούν και οι βουλγαρικές εκκλησιαστικές και εκπαιδευτικές αρχές της
περιοχής Δράμας: πολλοί πρώην εξαρχικοί είχαν συνταχθεί πλέον με την ελληνική
πλευρά και κατά την περίοδο των ένοπλων συγκρούσεων είχαν συνεργαστεί με τα
ελληνικά ανταρτικά σώματα, «στο παζάρι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και δεν
μπορούσαν να απαλλαγούν από το μίασμα της “γραικομανίας”» κλπ. Η υποχώρηση του
βουλγαρικού φρονήματος ήταν εμφανής ακόμη και στο παραδοσιακό κέντρο της βουλγαρικής
κίνησης, την Προσοτσάνη, «όπου κυριαρχούσε πια το ξένο [ελληνικό] στοιχείο». Η
δυσμενής εξέλιξη αποδίδεται κυρίως στο μητροπολίτη Χρυσόστομο, που με τις εκκλησιαστικές
και εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες του και με την επιρροή του μεγιστοποίησε την
αποτελεσματικότητα της ελληνικής διείσδυσης (για τις βουλγαρικές εκθέσεις, Τουσίμης, «Αναφορές στην προσωπικότητα του Μητροπολίτου Δράμας», ό.π., σ. 541-547). Μια εικόνα για την
εθνολογική, γλωσσική και εκπαιδευτική κατάσταση της εξεταζόμενης περιοχής, λίγο
πριν την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας, δίνει η αναλυτική και λεπτομερής
«Στατιστική του πληθυσμού και των σχολείων της επαρχίας Δράμας του 1910-1911»
του Χαρισιάδη, «Επαρχία Δράμας», ΜΗΠΣΑ
(1912) 198-205.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου