Αλέξανδρου Μασσαβέτα,
“Μικρά Ασία. Το παλίμψηστο της μνήμης”
Παρουσίαση του βιβλίου στα Public Καβάλας, 31 Οκτωβρίου 2016
Για τη Μ. Ασία υπάρχει μια πληθώρα αξιόλογων εργασιών
και εκδόσεων. Οι περισσότερες υιοθετούν τις στερεότυπες οπτικές του εθνικού
αφηγήματος και, σχεδόν στο σύνολό τους, βλέπουν τη Μικρά Ασία μέχρι το 1922 (στη
συνέχεια η Μ. Ασία ξεχνιέται· το ενδιαφέρον της έρευνας μετατοπίζεται στη από
εδώ πλευρά του Αιγαίου και εστιάζεται στην ένταξη των προσφύγων στην ελληνική
κοινωνία).
Το βιβλίο του Αλέξ. Μασσαβέτα προχωράει πέρα από το
εθνικό αφήγημα και αναζητά μνήμες που δεν σχετίζονται αποκλειστικά με την
ελληνικότητα. Ο συγγραφέας, υιοθετώντας νέες προσεγγίσεις του αντικειμένου του,
της Μικράς Ασίας, επιχειρεί να συλλάβει όλες τις διαστάσεις και όλη την
πολυπλοκότητα που είχε αυτός ο ιστορικός χώρος στη μακραίωνη διαδρομή του,
στο παρελθόν και στο παρόν.
Ένα
μέρος της αφήγησης αφιερώνεται στο χθες, όπου ανιχνεύονται οι εποχές και οι
πολιτισμοί που συνθέτουν το παλίμψηστο της Μικρασίας. Ένα άλλο κινείται στο
σήμερα, με την παρουσίαση του πολυποίκιλου μωσαϊκού της σημερινής Τουρκίας, που
αλλού εμφανίζεται όμορφο και ενδιαφέρον και αλλού αντιπαθητικό και απωθητικό.
Και βέβαια πανταχού παρών είναι ο κόσμος της Ρωμιοσύνης, με τη μαρτυρία του να
αναδύεται μέσα από το χώρο και το τοπίο, ενίοτε όμως και μέσα από το λόγο των
ανθρώπων.
Δεν είναι βέβαια τυχαίος ο τίτλος «το Παλίμψηστο της
μνήμης». Παλίμψηστο είναι ένας πάπυρος, περγαμηνή ή κάποιο άλλο φυσικό υπόστρωμα, στο οποίο το
αρχικό χειρόγραφο κείμενο έχει αποξεστεί για να
γραφτεί πάνω του κάποιο άλλο κείμενο. Σήμερα με τα σκάνερ και την τεχνολογία
των ακτίνων μπορούμε να δούμε ικανοποιητικά το αρχικό κείμενο ή την αρχική
εικόνα. Αυτό κάνει κι ο Μασσαβέτας, φυσικά με άλλα μέσα. Μας δείχνει τη
σημερινή όψη της Μικράς Ασίας , τους σημερινούς ανθρώπους της, τις σημερινές
κοινωνίας, περιγράφει το παρόν και τη ζώσα ιστορία, παράλληλα όμως ξύνει το
χρόνο και αναζητά τα ίχνη του παρελθόντος στο σήμερα.
Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν ξεχνά τους ανθρώπους που
έζησαν και δημιούργησαν εκεί για 3.000 χρόνια και δεν αγνοεί την τραγική τους
μοίρα. Σε πολλά σημεία βρίσκει την ευκαιρία να τονίσει ότι το νεότερο τουρκικό
κράτος, η Τουρκική Δημοκρατία, θεμελιώθηκε μέσα από διαδικασίες εθνοκάθαρσης
και ότι θύματα αυτών των αποτρόπαιων πρακτικών ήταν κυρίως οι Αρμένιοι και οι
Έλληνες. Όμως δε στέκεται στο οικείο τραύμα. Βλέπει την τουρκική πολιτική στο
σύνολό της, εντοπίζει τις συνέχειες και τις συνέπειές της στο σήμερα και
διακρίνει πληγές και στο σώμα άλλων
εθνοτικών ομάδων, όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στο χώρο τους, στα
κατάλοιπά τους, στα μνημεία και στις παραδόσεις τους.
Ας έρθουμε όμως σε πιο συγκεκριμένα πράγματα. Τι είναι
αυτό το ογκώδες βιβλίο; (750 σελ. χώρια τα δύο 16σελιδα με τις έγχρωμες φωτο).
Με δεδομένο ότι ο συγγραφέας περιγράφει ταξίδια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το
Παλίμψηστο ανήκει στην περιηγητική γραμματεία. Όμως εκτός από τις περιγραφές
των ταξιδιών, το βιβλίο εμπλουτίζεται με δευτερεύοντα πρόσωπα, με πολλές
ιστορίες ανθρώπων, του παρελθόντος και του παρόντος, με διαλόγους, διηγήσεις
των συνταξιδιωτών του ή των προσώπων που συναντούν. Επιπλέον σημαντική θέση στο
βιβλίο έχει ο ίδιος ο συγγραφέας, με τις ιδέες και τις κρίσεις του, τα
συναισθήματα και τις εντυπώσεις του, με τις απόψεις που εκφράζει για τους
ανθρώπους και τις κοινωνίες τους, για τις νοοτροπίες και τις ιδεολογίες τους.
Όλα αυτά ενισχύουν
τον αφηγηματικό χαρακτήρα του βιβλίου, δίνοντάς του στοιχεία πλοκής, και μας προσανατολίζουν στο είδος της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας.
Το
περιεχόμενο του βιβλίου είναι οργανωμένο σε 4 μέρη, κατά περιοχές: 1) Βιθυνία
και Μυσία, 2) Αιολίδα, 3) Σμύρνη, 4) Ιωνία. Πρόκειται για τέσσερα ταξίδια που
έκανε ο συγγραφέας προς τους συγκεκριμένους τόπους της Μικράς Ασίας. Για κάθε
ταξίδι επέλεξε έναν άξιο συνταξιδιώτη, με κριτήριο την καταγωγή, τα βιώματα,
τις γνώσεις και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα για τις αντίστοιχες περιοχές.
Τα
ταξίδια αυτά έδωσαν το απαραίτητο υλικό, για να γεννηθεί όμως αυτό το βιβλίο
χρειάστηκε και μία τριετία ενδελεχούς έρευνας στις πηγές και στη βιβλιογραφία.
Ο κ. Μασσαβέτας μελέτησε το ιστορικό παρελθόν αυτών των περιοχών, τα μνημεία
τους, τα ιστορικά πρόσωπα και γενικά τα θέματα που εξετάζει στο βιβλίο. Και
καθώς μιλάει 10 γλώσσες, είχε τη δυνατότητα να ανατρέξει σε πολλές πηγές, ακόμη
και στα πρωτότυπα κείμενα περιηγητών προηγούμενων αιώνων και σε σπάνιες
εκδόσεις. Μια ματιά στις υποσημειώσεις και στη Βιβλιογραφία πείθει για το εύρος
και το βάθος της έρευνας και για την ποιότητα της ιστορικής τεκμηρίωσης.
Πριν
όμως πάμε στα επιμέρους ταξίδια αξίζει να αναρωτηθούμε. Ποια είναι η ανάγκη που
γέννησε αυτό το βιβλίο; Ας ακούσουμε τον ίδιο τον ίδιο το συγγραφέα: «Ξεκίνησα
τα ταξίδια […] την ιστορία και τη μνήμη τους» (σελ. 16).
Το Πρώτο μέρος, δομημένο σε εννέα κεφάλαια, αποτελεί μια περιήγηση του συγγραφέα και του συνταξιδιώτη του Ακύλα Μήλλα, του πολυγραφότατου Κωνσταντινουπολίτη και γνώστη της ιστορίας της περιοχής, στο χώρο της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, της Βιθυνίας και της
Μυσίας. Πρόκειται για περιοχές που μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή κατοικούνταν από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς. Άλλωστε από τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Καβάλα και
την ενδοχώρα της, οι πολυπληθέστερες και πιο συγκροτημένες προσφυγικές ομάδες προέρχονται ακριβώς από αυτά τα μέρη.
Τρία χρόνια μετά το ταξίδι, όταν οι
αναμνήσεις και οι εικόνες μεταφέρονται σ’ αυτό το εκπληκτικό οδοιπορικό του, ο συγγραφέας σημειώνει: Την Νίκαια κυρίως αναπολώ. Ασήμαντη κωμόπολη σήμερα η Νίκαια της Βιθυνίας, παραμελημένη και
ξεχασμένη, όμως το όνομά της περιβάλλεται ακόμη και σήμερα με
την αίγλη της ιστορικής πόλης. Είναι ο πόλη όπου συγκαλείται η πρώτη Οικουμενική
Σύνοδος και συντάσσεται το Σύμβολο της Πίστεως. Είναι όμως και η πρωτεύουσα της
Ρωμανίας, της λαμπρής Αυτοκρατορίας των Λασκαριδών από το 1204-1261, τα χρόνια
δηλ. που η Πόλη βρίσκεται στα χέρια των Λατίνων.
Το σημαντικό με τη Νίκαια είναι ότι δεν έχει καταστραφεί από την επέλαση
του μπετόν κι έτσι οι μνήμες και τα φαντάσματα της Ρωμανίας έχουν τόπο να
σταθούν. Μνήμες και φαντάσματα από μια λαμπρή εποχή, κατά την οποία διαμορφώνεται η νέα ταυτότητα του Γένους. Στα
χρόνια της μικρασιάτικης αυτοκρατορίας του Θεοδώρου Λάσκαρη και του Ιωάννη
Δούκα Βατάτζη, χρησιμοποιείται για πρώτη φορά ο όρος Έλλην ως όρος εθνικού
αυτοπροσδιορισμού. Για να δηλώσει όχι τους προγόνους, αλλά την ταυτότητα των
συγχρόνων.
Καθώς από το ένδοξο χτες της Ρωμανίας ερχόμαστε στο παρόν,
η Νίκαια έχει ήδη επισκιάσει τους άλλους σταθμούς του ταξιδιού: Λεύκη, Σιγή,
Τρίγλια, Μουδανιά, Κίος, Απολλωνία, Πιστικοχώρια, Αρτάκη και Μαρμαρονήσια.
Εδώ σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η σύγχρονη ιστορία και το
σήμερα: Οι διώξεις του ελληνισμού, αλλά και η επέλαση του τσιμέντου, η
κυριαρχία του κακού γούστου, η κακοποίηση των μνημείων. Συχνά ο συγγραφέας δεν
μπορεί να κρύψει την αγανάκτησή του, όπως στο σπουδαίο μεσοβυζαντινό ναό της
Τρίγλιας που λειτουργεί πια ως τζαμί και στον οποίο έβαψαν πράσινα τα κιονόκρανα:
«Οι τέσσερις μονολιθικοί κίονες […] μάσκα από αβοκάντο» (σελ. 236-237).
Τα μέρη προσφέρονται και για ανθρωπολογικού χαρακτήρα
παρατηρήσεις. Στην Κίο ο συγγραφέας πιάνει συζήτηση με γέροντες που μιλούσαν
ελληνικά. Μερικοί ήταν αρναούτηδες από την Πρέβεζα και την Ηγουμενίτσα και
άλλοι βαλαάδες, εξισλαμισμένοι χριστιανοί, μπεκτασήδες από τις περιοχές των
Γρεβενών και της Κοζάνης. Μιλούν για τα προβλήματα που αντιμετώπισαν ως
ελληνόφωνοι και για τον κοινωνικό αποκλεισμό που υπέστησαν και διηγούνται αστείες
ιστορίες για τη δύσκολη προσαρμογή τους –βουνίσιοι αυτοί- σε παραθαλάσσιο
μέρος.
Η Αρτάκη, από την άλλη, θέρετρο των Τούρκων
μικροαστών, είναι, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, ανθρωπολογικό μουσείο, το
καταλληλότερο ίσως μέρος για να παρατηρήσεις και να ψυχογραφήσεις τους Τούρκους
μικροαστούς. Τους άνδρες που έχουν ψύχωση με τον καθωσπρεπισμό και διακρίνονται
για τα στερεότυπα ντυσίματά τους, ανάλογα την ηλικία, και τις γυναίκες τους που
με την εμφάνισή τους κάνουν, λέει, το παγώνι να μοιάζει πολύ διακριτικό πτηνό,
σχεδόν μουντό.
Alex Massavetas, "Υπέροχη η Καβάλα, υπέροχη παρέα, υποδοχή με μικρασιατικούς σκοπούς από τoν Σύλλογο Μικρασιατών Ν. Καβάλας, τέλεια παρουσίαση της ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ στο Public". |
Το Δεύτερο μέρος είναι το οδοιπορικό στην Αιολίδα. Το
ταξίδι του 2012, με τη συνοδεία της Κριστιάνε, μιας Γερμανίδας δημοσιογράφου που
ζούσε στην Πόλη, είχε κυρίως δύο προορισμούς: Το Αϊβαλί και την Πέργαμο.
Το Αϊβαλί είναι σχετικά νέα πόλη, ιδρύθηκε το 18ο
αιώνα, άρα δεν έχει πάνω του το βάρος και το προνόμιο της μακραίωνης ιστορίας.
Παραμένει όμως ξεχωριστή, για τη φυσική της ομορφιά, γιατί διασώζει την
ιστορική του αρχιτεκτονική και γιατί διατηρεί ακόμη μια ελληνόφωνη κουλτούρα,
χάρη στους Τουρκοκρητικούς που έχουν εγκατασταθεί στην πόλη με την ανταλλαγή
των πληθυσμών.
Ο συγγραφέας ιστορεί την ίδρυση και την εκπληκτική πνευματική ανάπτυξη του
Αϊβαλιού και καταγράφει τις δραματικές περιπέτειες της πόλης, που κορυφώνονται
με την καταστροφή του 1922 και την εξόντωση των ανδρών. Από τους 3.000
αιχμαλώτους του Αϊβαλιού επέστρεψαν στην Ελλάδα 24 άτομα. Τη μνήμη της πόλης
διέσωσαν τα επιφανή τέκνα της ο Ηλίας Βενέζης και η αδελφή του Αγάπη, ο Στρατής
Δούκας, ο Φώτης Κόντογλου κ.ά.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ενότητα για του Τουρκοκρητικούς, που
περιλαμβάνει και το ιστορικό της κοινότητάς τους στην Κρήτη, τον εξισλαμισμό
και την ελληνοφωνία τους, τις αστικές τους καταβολές, τις δύσκολες σχέσεις τους
με το σύνοικο χριστιανικό στοιχείο κ.ά., μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών και
την έξοδό τους από το νησί.
Ο συγγραφέας καταγράφει τη δυσάρεστη συνάντηση και τη συνομιλία του με
τον Τουρκοκρητικό Αχμέτ Γιορουλμάζ, τον επίσημο ιδεολόγο της Τουρκοκρητικής
κοινότητας, οι απόψεις του οποίου είναι
ευθυγραμμισμένες με τις ανεδαφικές και παράλογες θέσεις του τουρκικού
εθνικισμού.
Ευτυχώς ακολούθησαν πιο ευχάριστες συναντήσεις: με τη
γριούλα που μιλούσε την κρητική διάλεκτο των αρχών του 20ού αιώνα, η οποία δε
σώζεται πλέον ούτε στην Κρήτη (η γλώσσα των τουρκοκρητικών έχει επηρεαστεί από
την ελληνική τηλεόραση και τον τουρισμό). Με τον κρυπτοχριστιανό Αλί μπέη,
Μαρία η γυναίκα του, Φατμέ στα φανερά. Ήταν 6 χρονών όταν εκπατρίστηκε το 1924
από το Ρέθυμνο και κρατάει μέσα του τις επώδυνες μνήμες του ξεριζωμού. Με τον
καπετάνιο Φαατίχ Ζιαλέ, που μιλάει τα ιδιωματικά κρητικά (αποοτυπωμένα και στο
χαρτί) και είναι περήφανος για την καταγωγή και την κρητική του ταυτότητα. Από
τα εννέα αδέλφια του παππού του τα πέντε έμειναν στην Κρήτη, έγιναν χριστιανοί.
Επόμενος σταθμός η Πέργαμος. Ο συγγραφέας παρακολουθεί
τη μακραίωνη διαδρομή της, που οι απαρχές της χάνονται στην προϊστορία και το
μύθο, και περιηγείται την παλιά πόλη με το ρωμιομαχαλά, όπου εντυπωσιάζει η
έκρηξη των χρωμάτων. Εκεί συνάντησε τέσσερις θείτσες, η μία με καταγωγή από την
Αλβανία, οι τρεις από σλαβόφωνους της Μακεδονίας, και οι τέσσερις θαυμάστριες
του Σάκη Ρουβά.
Στην περιοχή της Περγάμου βρίσκονται οι Αλλιανοί, με
τις περίφημες αρχαιότητες, που αφανίστηκαν κάτω από το νερό μετά την κατασκευή
του φράγματος. Ο συγγραφέας συνομιλεί με αρχαιολόγους, κοινοτάρχες και με
ανθρώπους που έκαναν αγώνα για τη σωτηρία των Αλλιανών. Επίσης με τα μέλη της
ομάδας που διαχειρίζονταν το φάκελο για την υποψηφιότητα της Περγάμου ως
μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Ουνέσκο (η προσπάθεια είχε
αίσια έκβαση). Η συζήτηση περιστρέφεται στη σχέση των τοπικών κοινωνιών με τα
μνημεία παλαιότερων πολιτισμών. Κατά κανόνα τα βλέπουν ως μέσο για την τουριστική
ανάπτυξη της περιοχής τους.
Ωστόσο εντυπωσιακές ήταν οι αντιδράσεις της τοπικής
κοινωνίας, όταν το άγαλμα μιας νύμφης των υδάτων, μιας ναϊάδος, αποσπάστηκε από
τους Αλλιανούς μετά από 1.800 χρόνια και μεταφέρθηκε στο μουσείο της Περγάμου.
Πολλοί δάκρυσαν, ένας τοπικός ποιητής συνέθεσε ποίημα (παρατίθεται στην αρχή
του κεφαλαίου) πλήθος συνέρρευσε στο μουσείο για να την υποδεχτεί, οι θείτσες
με τα μακρυά λουλουδιαστά φορέματα χάιδευαν τη μαρμάρινη κόρη και την
παρηγορούσαν. Ήταν, λέει, ένα από τα γλυκύτερα παράδοξα που είχα συναντήσει.
Τρίτο μέρος, Σμύρνη. Η Σμύρνη έχει ξεχωριστεί θέση στη
συλλογική μνήμη και στη συνείδησή μας ως η μητρόπολη του μικρασιατικού
ελληνισμού. Έτσι συνήθως αγνοούμε πως τη Σμύρνη των νεότερων χρόνων τη
διαμόρφωσε το συναπάντημα διαφορετικών φυλών, θρησκειών, πολιτισμών.
Η σημερινή Σμύρνη, όπως μας την περιγράφει ο Αλέξ.
Μασσαβέτας, δεν έχει σχέση με τη λαμπρή πόλη των αρχών του 20ού αι., μέχρι την
Καταστροφή. Και πάλι όμως ξεχωρίζει, ανάμεσα στις πόλεις της Τουρκία: Δεν έχει
αλωθεί από τον ερντογανισμό, δεν έχει σαρωθεί από τη θρησκευτική αποβλάκωση,
δεν είναι κανόνας η μαντήλα των γυναικών, ούτε η νηστεία στο Ραμαζάνι. Οι
Ιζμιρλήδες, οι μόνοι Τούρκοι, λέει, που έχουν γλυτώσει από το εθνικό
ταμπεραμέντο της μελαγχολίας, είναι περήφανοι για την άπιστη πόλη τους
(ειρωνεία βέβαια, αν σκεφτεί κανείς ποια ήταν η τύχη των πραγματικών απίστων)
και καμαρώνουν που την περιβάλλει η φήμη του ηδονισμού.
Τι έχει απομείνει από την παλιά Σμύρνη; Όχι τα κτήρια,
την παλαιά Σμύρνη την κατέστρεψε η φωτιά και η φρενίτιδα της ανοικοδόμησης. Τη
μνήμη αυτής της πόλης, τονίζει ο Μασσαβέτας, πρέπει να την αναζητήσεις στους
ανθρώπους, όχι στα κτίρια. Φύλακες αυτής της μνήμης, είναι τα μέλη των μειονοτήτων,
οι μικρές κοινότητες των Λεβαντίνων και των Εβραίων της Σμύρνης, κυρίως οι
ηλικιωμένοι, που κρατούν μνήμες και παραδόσεις της παλιάς Σμύρνης και αποτελούν
τη ζώσα ιστορία της. Σ’ αυτούς κυρίως στρέφεται το ενδιαφέρον του συγγραφέα.
Αυτό το σήμερα θέλει να καταγράψει και τα ίχνη του χθες που εξαφανίζονται
ταχύτατα.
Πριν απ’ αυτό όμως ο Μασσαβέτας προσεγγίζει, μέσα από
τις πηγές, το νεότερο παρελθόν της πόλης, το πώς βγήκε από την αφάνεια στις
αρχές του 17ου αιώνα και πώς μέσα σε δυο αιώνες από το μηδέν έφτασε
να μεσουρανεί. Η αιτία πρέπει βέβαια να αναζητηθεί στη διεθνοποίηση του εμπορίου, στην παρακμή
άλλων κέντρων (Χίου, Χαλεπίου), κυρίως όμως στις Διομολογήσεις. (Capitulations), με τις οποίες διαμορφώθηκε ένα εξαιρετικά
προνομιακό καθεστώς για τους ξένους υπηκόους της Οθωμ. Αυτοκρατορίας.
Χάρη στο καθεστώς των διομολογήσεων συρρέουν στη
Σμύρνη έμποροι από ευρωπαϊκές χώρες. Οι νέες ευκαιρίες προσελκύουν επίσης
εβραίους, αρμένιους και φυσικά Έλληνες, από τα νησιά και τη στεριανή χώρα. Μια
μαζική μετανάστευση που παίρνει τη μορφή ενός πραγματικού αποικισμού, του
τελευταίου στη μικρασιατική χώρα, και αλλάζει τη δημογραφία της Σμύρνης αλλά
και ολόκληρης της παραλίας του Αιγαίου.
Για τους Λεβαντίνους (ή Φραγκολεβαντίνους) ελάχιστα
πράγματα είναι γνωστά, κυρίως μέσα από τη λογοτεχνία, π.χ. από τον Κοσμά Πολίτη.
Συστηματική προσέγγιση του φαινομένου, στην ελληνική τουλάχιστον βιβλιογραφία,
δεν γνωρίζω να υπάρχει. Γι’ αυτό και μόνο το λόγο τα δύο κεφ. 13 και 14
αποκτούν μεγαλύτερη αξία.
Πρώτος σπόρος – πυρήνας της κοινότητας είναι οι ξένοι
έμποροι που φτάνουν μετά το 1600. Στη συνέχεια έρχονται και καθολικοί από τα
νησιά του Αιγαίου. Έποικοι που είχαν εγκατασταθεί στα νησιά μετά τις σταυροφορίες
και νησιώτες που είχαν προσχωρήσει στον καθολικισμό. Τα παιδιά των μεικτών
γάμων με τη Ρωμιοσύνη παραμένουν στο δόγμα των γονιών τους -καθολικοί ή
προτεστάντες-, αλλά εξελληνίζονται κατά τη γλώσσα και τα ήθη. Αργότερα στο
γλωσσικό εξελληνισμό συμβάλλουν και οι κοπέλες - παραμάνες από την Τήνο και την
Άνδρο, που μπαίνουν στα σπίτια των Ευρωπαίων και επιβάλλουν τη συνήθειες, τους
τρόπους και τη διάλεκτο τους. Στις αρχές του 20ού αι. οι Λεβαντίνοι αριθμούσαν
κάπου 30.000, όμως μετά το 1922 απέμειναν 3-4.000.
Οι γλώσσα των Λεβαντίνων είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα
περίπτωση. Είναι βέβαια η ελληνική, αλλά στη σμυρναίικη - αιγαιοπελαγίτικη εκδοχή της (με
τα “καρσινά” και τα “αλαργινά”). Παλιά χρησιμοποιούνταν και στη γραπτή επικοινωνία τους, με λατινικό αλφάβητο, τα λεγόμενα
Φραγκοχιώτικα. Σήμερα χρησιμοποιείται
από λίγους πια ηλικιωμένους Λεβαντίνους, εμπλουτισμένη με διασκεδαστικές
εκφράσεις και λέξεις (π.χ. “bonjourakia” = καλημερούδια). Ας πάρουμε μια ιδέα:
«Τίποτες πια δεν μας ήμεινε στην Τουρκία […] γάμοι με τσι Τούρκοι ποτέ δεν
γινόντουστε…» (σελ. 540).
Ο Μ. αναζήτησε τους τελευταίους Λεβαντίνους της Σμύρνης, συνάντησε
αρκετούς, κυρίως ηλικιωμένους, επισκέφτηκε τα σπίτια τους, μίλησε μαζί τους.
Μέσα από τις συνομιλίες προκύπτουν εικόνες συγκινητικές, απροσδόκητες, τρυφερές, ευτράπελες, αλλά και πολλά
ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή στη Σμύρνη ή για τη σύνθετη και περίπλοκη
ταυτότητά τους. Π.χ. για τις σχέσεις τους με τις άλλες εθνοθρησκευτικές ομάδες
και για την αντιμετώπισή τους από τους ντόπιους και τους Ευρωπαίους. Για το πώς
αυτοπροσδιορίζονται, αν είχαν ή έχουν κάποια εθνική συνείδηση, αν διατηρούν
πολιτιστικούς δεσμούς με τη χώρα καταγωγής τους, για την στάση τους όταν
συγκρούονταν αντίπαλοι εθνικισμοί.
Επίσης για τη στάση τους στα ελληνικά ζητήματα: ποια ήταν η θέση των Λ.
για την Επανάσταση του 1821 ή για την ελληνική Κατοχή της Μ. Ασίας στα
1919-1922. Ο συγγραφέας ρωτάει το Άντριου Σάιμς, από τους νεότερους Λεβαντίνους,
αν τρέφουν μνησικακία ή αντιπάθεια για τους Έλληνες που με την εισβολή στη Μ.
Ασία προκάλεσαν την καταστροφή την πόλης τους και παίρνει μια απροσδόκητη
απάντηση: Ο Άντριου ανοίγει το πορτοφόλι του και βγάζει μια εικόνα του
Μητροπολίτη Χρυσοστόμου!
Από τους ηλικιωμένους συνομιλητές κάποιοι αγωνίζονται για τη διατήρηση
της ταυτότητάς τους, όπως ο Άλεξ Μπαλτατζί, που έχει εκδώσει το λεξικόν της
σμυρναίικης διαλέκτου («lexicon of smyrnaiika») και διοργανώνει συνέδρια για την κουλτούρα και
την ιστορική τους μνήμη. Όμως η απαισιοδοξία είναι διάχυτη και όχι
αδικαιολόγητα. Η κοινότητα καθημερινά αποψιλώνεται και αφομοιώνεται και μαζί
της σβήνει και η όποια μνήμη ελληνικότητας στη σύγχρονη Ιζμίρ. Οι γάμοι με
Τούρκους αποτελούν κανόνα και οι νεότεροι δεν είναι πλέον ελληνόφωνοι αλλά
τουρκόφωνοι.
Ίδια μοίρα προβλέπεται αναμφίβολα και για τη
σεφαρδίτικη κοινότητα της Σμύρνης. Όπως είναι γνωστό, οι σεφαρδίτες εβραίοι
εκδιώχθηκαν το 1492 κ.ε. από την ιβηρική χερσόνησο και μετά από περιπλάνηση σε
διάφορες ευρωπαϊκές χώρες κατέφυγαν στην ανεκτικότερη Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Σε 120.000 υπολογίζονται οι εβραίοι της Οθωμ. Αυτοκρατορίας, σχεδόν οι μισοί
εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη.
Τον καιρό της
ακμής της η κοινότητας της Σμύρνης συγκροτούνταν από 20.000 ανθρώπους, οι
οποίοι κρατούσαν απαραβίαστα τα στεγανά της κοινότητας και την ιδιαίτερη ταυτότητά
τους. Σήμερα είναι ένα ισχνό σύνολο, σε μεγάλο βαθμό έχει αφομοιωθεί από την
τουρκική κοινωνία και το μέλλον της είναι αβέβαιο. Ο Μασσαβέτας συναντά
ορισμένους από τους τελευταίους σεφαρδίτες και γίνεται μάρτυρας της αγωνίας και
της απαισιοδοξίας τους για το αύριο.
Στο 15Ο κεφ. ο συγγραφέας αναφέρεται στην ιστορία της
κοινότητας, και κάνει λόγο για τους θεμελιώδεις μύθους της σεφαραδίτικης
ταυτότητας (το χαμένο παράδεισο της ισπανίας, τις συνθήκες υποδοχής από το
σουλτάνο βαγιαζήτ κ.ά.). Παρουσιάζει όμως και διάφορες όψεις της εσωτερικής ζωής
της κοινότητας, π.χ. τον εβραιομαχαλά, το μόνο μέρος της Σμύρνης, λέει, που μπορεί να σε
ταξιδέψει στο παρελθόν, τα άθλια κορτίζιος, που στέγαζαν πολλές οικογένειες
σε ζωή κοινοβιακού τύπου, την ιδιαίτερη γλώσσα τους, τα ντζιουντέο-εσπανιόλ, μέχρι
και στην προσφορά των σεφαρδιτών στην κουζίνα της Ανατολής (αυγολέμονο,
παντεσπάνι, κασέρι).
Φυσικά κάνει λόγο και για τις εκδηλώσεις
αντισημιτισμού, στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο είχε το ελληνικό στοιχείο. Δεν
ήταν μόνο τα τροπάρια της Μ. Εβδομάδας ή το κάψιμο του Ιούδα, αλλά και τα πολύ
συνηθισμένα περιστατικά της λεγόμενης «Συκοφαντίας του αίματος». Πρόκειται για
τη γνωστή τερατολογία ότι οι Εβραίοι κατά το Πάσχα απάγουν χριστιανόπουλα, τα
βάζουν σε βαρέλια με καρφιά και τους τραβούν το αίμα για να το αναμείξουν με τα
άζυμα του Πάσχα.
Από το κεφάλαιο δε θα μπορούσε να λείπει η
ενδιαφέρουσα ιστορία του «Μεσία» Σαμπετάι Σεβή. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1626,
σε ηλικία 22 χρονών διακήρυξε ότι είναι ο Μεσσίας, απέκτησε πολλούς
οπαδούς και αναστάτωσε όλο τον εβραϊσμό.
Τελικά έγινε ηγέτης της αποκρυφιστικής αίρεσης των ντονμέ, των ντονμένων.
Πρόκειται για εξισλαμισμένους εβραίους που ζουν ως μουσουλμάνοι, διατηρούν όμως
κρυφά τελετουργικά του εβραϊκού μυστικισμού.
Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, οι εβραίοι της
οθωμανικής αυτοκρατορίας ένιωθαν ότι είχαν ένα χρέος ευγνωμοσύνης απέναντι στη
χώρα που τους φιλοξένησε και το ξεπλήρωσαν με την αφοσίωσή τους στο οθωμανικό
κράτος. Όμως μετά τον αφανισμό των Ελλήνων και των Αρμενίων βρίσκονται αυτοί
στο στόχαστρο του τουρκικού εθνικισμού (αναφέρουμε τις διώξεις του 1934, το
βαρλίκι του 1942-43 κλπ.).
Σήμερα βρίσκεται σε έξαρση ο τουρκικός αντισημιτισμός, ο οποίος δεν έχει θρησκευτικές αφετηρίες, αλλά είναι δεμένος με την αντίληψη της κοινής γνώμης για το κράτος και την πολιτική του Ισραήλ στο παλαιστινιακό. Το κήρυγμα μίσους εναντίον των Εβραίων προκαλεί φόβο και τάσεις φυγής. Το τέλος και αυτής της κοινότητας δεν είναι μακρυά. Ο συγγραφέας κλείνει το Τρίτο μέρος, το οδοιπορικό στη Σμύρνη, με τα εξής λόγια: «Βγήκα στον ήλιο και τους δρόμους της Πούντας […]. Αυτό για το οποίο ήμουν βέβαιος ήταν ότι πως είμαι η τελευταία γενιά που άκουσε τα ελληνικά και τα ντζιουντέο-εσπανιόλ να μιλούνται στη Σμύρνη» (σελ. 643).
Το τέταρτο μέρος είναι το εξαήμερο οδοιπορικό του συγγραφέα στην Ιωνία, με συνοδό τον ιστορικό Κώστα Σταματόπουλο, από τους ελάχιστους που είχαν ενδιαφερθεί για τα εν πολλοίς άγνωστα βυζαντινά μοναστήρια του Λάτμου.
Αυτός ήταν ο βασικός προορισμός του ταξιδιού, αν και μερικές από τις δυνατές σελίδες του βιβλίου αναφέρονται στους οικισμούς της Ερυθραίας και της κοιλάδας του Μαιάνδρου: Βουρλά, Λυθρί, Αλάτσατα, Κιρκιντζές, Ντογάνμπει (Δωμάτια) και Γέροντας. Παρά την τουριστική παραμόρφωσή τους, τα μέρη έχουν ακόμη ελληνική ψυχή…
Στο όρος Λάτμος, αυτή τη γιγάντια ξερολιθιά, κατά την περιγραφή του Σταματόπουλου, πήγαν και φώλιασαν μοναχοί από το Σουέζ και το Σινά, διωγμένοι από τους Σαρακηνούς. Το όρος αυτό εξελίσσεται σε μείζον κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού, πριν ακόμη από το μεσουράνημα του Αγίου Όρους, κι εδώ συρρέουν μοναχοί απ’ όλον τον ορθόδοξο κόσμο.
Τα μοναστήρια σβήνουν μετά το 1300-1400, με την οθωμανική κυριαρχία, και η μνήμη τους χάνεται. Τα ανακαλύπτει στα 1900-1905 ο επιφανής γερμανός αρχαιολόγος Τεοντόρ Βίγκαντ και κάνει αγώνα για να αναδείξει και να προστατεύσει αυτό το ξεχασμένο βασίλειο του βυζαντινού πολιτισμού. Όμως ξέσπασε ο Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος και δεν υπήρξε συνέχεια. Σήμερα πάνω στο βουνό κυκλοφορούν Γιουρούκοι με τα κοπάδια τους. Την ίδια τύχη είχαν στα 1300 και τα μοναστήρια της λίμνης Μπάφα.
Όταν οι ταξιδιώτες ολοκλήρωσαν την πρωτόγνωρη αυτή ορεινή περιήγησή τους (3,5 ώρες ανάβαση και 3 κατάβαση) κάτω από τη λίμνη αντίκρισαν ένα αποτρόπαιο θέαμα, μια εικόνα Αποκάλυψης. Το βουνό Λάτμος, αυτό το παλιό κέντρο του βυζαντινού μοναχισμού, κατασπαραγμένο από γιγάντια λατομεία εξόρυξης ασβέστη και χαλαζία. Οι ταξιδιώτες εγκαταλείπουν την περιοχή την ώρα που ακούγεται μια τρομερή έκρηξη στο λατομείο…
Ερχόμαστε στον επίλογο με την επίγνωση ότι δύσκολα μπορείς να παρουσιάσεις ολοκληρωμένα ένα τέτοιο βιβλίο. Το Παλίμψηστο είναι βιβλίο ογκώδες και πληθωρικό. Όχι όμως βαρύ κι ασήκωτο. Το χειλάκι του αναγνώστη σπάει πολλές φορές με διάφορους τύπους και καταστάσεις, ας πούμε με το γραφικό και πολυλογά Μπουλέντ, τον οδηγό του πρώτου ταξιδιού, αλλεργικό με τον Ερντογάν (νταβατζή τον ανεβάζει, απατεώνα τον κατεβάζει), από τους ψευτοπροοδευτικούς τύπους που πάσχουν, όπως λέει ο Μασσαβέτας, από κεμαλική διαταραχή προσωπικότητας. Ή με την αγέλαστη διευθύντρια του μουσείου της Νίκαιας, Νιρχάμ χανίμ (κέρατο βερνικωμένο, πιο βαρετή κι απ’ το θάνατο).
Πέρα απ’ αυτά, το Παλίμψηστο ξεχειλίζει από την παρουσία πολλών ανθρώπων και πολλών προσωπικών ιστοριών. Γοητεύει και εντυπωσιάζει για την ποικιλία των θεμάτων, την πολυμορφία των τοπίων και την διαδοχή των εικόνων. Για την πολυφωνία των πηγών, τις χρήσιμες πληροφορίες, φωτογραφίες, χάρτες και σχέδια. Για τις αρετές της γραφής, την εναλλαγή των αφηγηματικών τρόπων, τις γλωσσικές ποικιλίες (τα κρητικά, τα σμυρναίικα, αλλά και γνήσια κωνσταντινουπολίτικα του Ακύλα Μήλλα) και για πολλούς άλλους λόγους…
Δίκαια βρίσκεται εδώ και μήνες στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, ελπίζω και με ανάλογες πωλήσεις. Κλείνοντας θα δώσουμε συγχαρητήρια στον κ. Μασσαβέτα για το Παλίμψηστό του, θα του ευχηθούμε να είναι γερός και το ίδιο δημιουργικός στη συνέχεια, να ολοκληρώσει την Τριλογία για τη Μικρά Ασία και να μας δώσει πολλά και ωραία βιβλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου