Κριτικές προσεγγίσεις του ναζιστικού φαινομένου


Άγγ. Παληκίδης (επιμ.), Κριτικές προσεγγίσεις του ναζιστικού φαινομένου. Από την ιστοριογραφία και την πολιτική θεωρία στη σχολική ιστορική μάθηση, εκδ. Επίκεντρο  


Ο κύριος σκοπός της σημερινής μας συνάντησης είναι βέβαια η παρουσίαση του βιβλίου. Όμως για λόγους ευνόητους, παρουσιάζοντας σήμερα ένα βιβλίο για το φαινόμενο του Ναζισμού και τη διδασκαλία του στο σχολείο, δεν μπορείς να περιοριστείς στα πλαίσια μιας στερεοτυπικής παρουσίασης. Νιώθεις ότι πρέπει να την υπερβείς και να κινηθείς ελεύθερα στη γοητευτική θεωρία και στον πλούσιο στοχασμό του βιβλίου. Δε θα αποφύγω τον πειρασμό, αλλά δε θα αγνοήσω και τη βασική μου υποχρέωση.
Θα ξεκινήσω από μια αδιαμφισβήτητη διαπίστωση. Τα τελευταία 25-30 χρόνια, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μετά, έχει εισβάλει ορμητικά στο χώρο της ιστορικής κουλτούρας το θέμα της μνήμης. Και στο πεδίο της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας και στις θεματικές των συνεδρίων κι ακόμη περισσότερο στο χώρο της δημόσιας ιστορίας, παρατηρείται μια έκκρηξη μνήμης για όλα εκείνα τα ιστορικά γεγονότα που μπορούν να χαρακτηριστούν ως επίμαχα και τραυματικά: Ναζισμός και Ολοκαύτωμα, γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις  ολοκληρωτισμοί και μαζικές πολιτικές εκκαθαρίσεις, απαρτχάιντ, εμφύλιοι πόλεμοι και άλλα παρόμοια. Γεγονότα αποτρόπαια, που σημάδεψαν τη μοίρα λαών ή ομάδων, που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη συλλογική τους μνήμη και επικαθορίζουν τη συλλογική τους ταυτότητα.

Δε θα μας απασχολήσει βέβαια το θέμα της μνήμης. Με την επιγραμματική αναφορά μου θέλησα απλώς να καταδείξω κάτι σημαντικό: Ότι οι κοινωνίες της εποχής μας με την είσοδό τους στην «εποχή της μνήμης» (Μίλαν Κούντερα) εγκατέλειψαν πλέον την παραδοσιακή άποψη της απώθησης και της αποσιώπησης των τραυματικών και επίμαχων γεγονότων και αποφάσισαν να αναμετρηθούν με το δύσκολο παρελθόν τους: Έθεσαν υπό «δικαστική διερεύνηση» τα αποτρόπαια γεγονότα του 20ού αιώνα, καταλόγισαν ευθύνες σε κράτη, καθεστώτα ή αξιωματούχους για ειδεχθή εγκλήματά τους εις βάρος λαών ή ομάδων και δικαίωσαν αναδρομικά τα θύματα της Ιστορίας, αναγνωρίζοντας τα δεινά που υπέστησαν.
Απέδωσαν επίσης μεγάλη σημασία στο καθήκον μνήμης (Paul Ricoeur), γεγονός που αποδεικνύεται από τις ποικίλες πολιτικές μνήμες: τη θέσπιση νόμων και επετείων, τη δημιουργία μνημείων, μουσείων και ιδρυμάτων που συντηρούν την ιστορική μνήμη, τη διοργάνωση ποικίλων εκδηλώσεων κ.ά. Μπορούμε να αναφέρουμε δεκάδες παραδείγματα, από νόμους, αποφάσεις και ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Ευρωκοινοβουλίου, Ημέρες μνήμης που τιμώνται παγκοσμίως ή σε εθνικό επίπεδο (Γενοκτονία Αρμενίων και αργότερα Ποντίων) μέχρι και εκδηλώσεις στις τοπικές κοινωνίες, όπως η πρόσφατη έκθεση στο αρχαιολογικό μας για τις εβραϊκές κοινότητες της Μακεδονίας
Μια τέτοια προσέγγιση του παρελθόντος ενσαρκώνει την ιδέα της ιστορικής δικαιοσύνης, ανταποκρίνεται όμως και σ΄ένα σύγχρονο παιδαγωγικό πρόταγμα: τη συγκρότηση μιας ιστορικής συνείδησης, με ηθικό περιεχόμενο, μιας συνείδησης που θα διακηρύσσει πίστη στη δημοκρατία και στα ανθρώπινα δικαιώματα και απέχθεια για τις ολοκληρωτικές ιδεολογίες, σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και αποτροπιασμό για κάθε είδους «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».
Κι εδώ βέβαια τίθενται τα αυτονόητα ερωτήματα: Η παιδεία μας και εν προκειμένω η ιστορική μας εκπαίδευση, μπορεί να συμβαδίσει με την πραγματικότητα που περιγράψαμε; Μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων που προαναφέραμε;  
Δεν έχει νόημα να μιλήσουμε πάλι για το απογοητευτικό σύμπαν της ιστορικής μας εκπαίδευσης. Επιβάλλεται όμως να δούμε τα αποτελέσματα των χρόνιων και δομικών αδυναμιών της: Ποια είναι αυτά; Μια κοινωνία με υποτυπώδη ιστορική σκέψη και συνείδηση, μια κοινωνία που (εκτός των άλλων) αδυνατεί να κατανοήσει και να διασυνδέσει τα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος με τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στο παρόν. 
 Μια κοινωνία εντέλει που είναι έκθετη στις παντοειδείς προπαγάνδες, στα νοσηρά ιδεολογήματα και στα στερεότυπα που μεταφέρουν όλες τις προκαταλήψεις του παρελθόντος. Μια κοινωνία εκτεθειμένη στις ανορθολογικές ερμηνείες, που συνήθως είναι γοητευτικές, και στις θεωρίες συνωμοσίας, που εμφανίζονται με δήθεν τεκμήρια επιστημονικής εγκυρότητας κλπ. Όλα αυτά διοχετεύονται συστηματικά από τους διαύλους της δημόσιας ιστορίας (διαδίκτυο, τηλεόραση, περιοδικά κλπ.) και ασκούν γοητεία στο κοινωνικό σώμα, φυσικά και στους μαθητές. Το ότι ένα υπολογίσιμο ποσοστό μαθητών προσβάλλεται από δηλητηριώδεις ιδεολογίες, ότι ασπάζεται τα μηνύματα της μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού και ότι, ευτυχώς σπανιότερα, συντάσσεται με ακραίες ομάδες και υιοθετεί τις πρακτικές της βίας, είναι κοινή διαπίστωση.
Αυτή την πραγματικότητα καλείται να αντιμετωπίσει ο εκπαιδευτικός που θα διδάξει τις κρίσιμες ενότητες για το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ναζισμό και το Ολοκαύτωμα. Έχει όμως το απαραίτητο γνωστικό και μεθοδολογικό υπόβαθρο για τη διαχείριση τέτοιων επίμαχων και εν πολλοίς επίκαιρων ιστορικών φαινομένων; Εδώ πρέπει να παραδεχθούμε (το λέω κρίνοντας από τον εαυτό μου) ότι οι γνώσεις μας για τα θέματα αυτά κατά κανόνα δεν προέρχονται από σπουδές και ακαδημαϊκή επιμόρφωση, αλλά από προσωπικά διαβάσματα, οικογενειακά ακούσματα, από την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, και βέβαια από το διαδίκτυο. Τις ίδιες ανεπάρκειες του αυτοδίδακτου θα διαπιστώσει κανείς και στο μεθοδολογικό πεδίο.
Αυτά τα κενά έρχεται να καλύψει, στο μέτρο του δυνατού, το βιβλίο που παρουσιάζουμε. Αφενός βοηθάει τους εκπαιδευτικούς να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους για τα ιστορικά αντικείμενα που θα διδάξουν και αφετέρου τους προσφέρει εφαρμόσιμες προτάσεις διδασκαλίας, προτάσεις που μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν αυτούσιες ή να τις προσαρμόσουν στους δικούς τους διδακτικούς στόχους και στο επίπεδο της τάξης τους. (Φυσικά το βιβλίο, το 1ο μέρος τουλάχιστον, δεν απευθύνεται μόνο στους εκπαιδευτικούς αλλά σε όποιον ενδιαφέρεται να αποκτήσει έγκυρη γνώση και πληροφόρηση για κρίσιμα ιστορικά ζητήματα του πρόσφατου παρελθόντος, τα οποία έχουν τις αντανακλάσεις τους στο παρόν). 
Στο σημείο αυτό, πριν περάσω στην παρουσίαση του περιεχομένου, ας μου επιτραπεί μια επισήμανση, που τη θεωρώ αναγκαία. Πιστεύουμε συνήθως ως γονείς, ως δάσκαλοι, ως πολίτες ότι σε σχέση με τα γεγονότα του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου το καθήκον μας πρέπει να επικεντρώνεται στην έκφραση του αποτροπιασμού, στην ηθική καταδίκη, στην απόδοση ευθυνών, στο χρέος της μνήμης, στην ευαισθητοποίηση των νέων. Καμία αντίρρηση (άλλωστε μίλησα ήδη, στην αρχή, για την ηθική ιστορική συνείδηση). Πρέπει όμως να συνειδητοποιήσουμε ότι όλα αυτά που ανέφερα αποτελούν καθήκον της ευρύτερης αγωγής και της γενικότερης παιδείας. Για το σκοπό αυτό υπάρχει άλλωστε το καλό βιβλίο, ιστορικό ή λογοτεχνικό, ο καλός κινηματογράφος, το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ, το καλό τραγούδι, μια έκθεση, ένα θεατρικό έργο, ένα μουσείο κλπ. Η ιστορία όμως και το μάθημα της ιστορίας οφείλει να υπερβαίνει τη λειτουργία του φρονηματισμού και να μην προσεγγίζει τα γεγονότα με όρους ηθικής αποτίμησης. Εν προκειμένω, διδάσκοντας το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο - Ναζισμό – Ολοκαύτωμα, το ζήτημα δεν είναι να εκδώσουμε μια καταδικαστική ετυμηγορία ή να εκπληρώσουμε ένα καθήκον μνήμης, αλλά μελετήσουμε το πολύπλοκο φαινόμενο στην ιστορική του εξέλιξη, να αναδείξουμε και να κατανοήσουμε τις διάφορες πτυχές του, να ερμηνεύσουμε την κοσμοθεωρία και την πρακτική του. Πρόκειται ακριβώς για το συγκριτικό πλεονέκτημα του βιβλίου, στην παρουσίαση του οποίου έρχομαι ευθύς αμέσως, επιτέλους!


Στο βιβλίο προτάσσεται μια χρήσιμη, εμπεριστατωμένη και πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή του επιμελητή του τόμου, του κ. Παληκίδη. Ο κ. Παληκίδης αναφέρεται και στην κατάσταση της ιστορική μας εκπαίδευση τονίζοντας ιδιαίτερα τις ιδεολογικές δομές πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε η σχολική ιστορία στη χώρα μας. Κατά τον κ. Παληκίδη, η συνεχής και προκλητική υποβάθμιση του μαθήματος της ιστορίας στην Ελλάδα (σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες) αποτελεί πολιτική επιλογή! Θα συμφωνήσω μαζί του. Θα συνυπογράφω επίσης την άποψή του ότι η διδασκαλία του Ναζισμού και του Ολοκαυτώματος πρέπει να βρίσκεται στις πρωταρχικές επιλογές της ιστορικής μας εκπαίδευσης. Φαντάζομαι τον αντίλογο και γι’ αυτό ελπίζω να συζητηθεί το θέμα στο τέλος των εισηγήσεων.

Το κύριο μέρος του βιβλίου αποτελείται από τρεις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα υπό το τίτλο «Θεωρητικές προσεγγίσεις του ναζιστικού φαινομένου», με την οποία κυρίως θα ασχοληθώ, τα κείμενα πραγματεύονται διεξοδικά το ναζιστικό φαινόμενο και επιχειρούν να το ερμηνεύσουν. Οι συγγραφείς παρακολουθούν την αποτύπωση του φαινομένου στις επίσημες ιστοριογραφικές αφηγήσεις, στη δημόσια ιστορία και στις τοπικές μνήμες και παράλληλα αναδεικνύουν την ποικιλία των προσεγγίσεων και των αντιτιθέμενων ερμηνειών. 
O κ. Βασίλης Μπογιατζής με την εργασία του «Μελετώντας το Απόλυτο Κακό: μια επισκόπηση της ιστοριογραφίας του Ναζισμού από τις πρώτες ερμηνείες ως τη New Consensus και τη συνθετική προσέγγιση του Roger Griffin» παρουσιάζει διεξοδικά την παγκόσμια ιστοριογραφία του Ναζισμού από τις πρώτες απόπειρες ερμηνείας του φαινομένου, της περιόδου πριν το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι τις πρόσφατες των μεταμοντέρνων ιστορικών. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο σκιαγραφεί τις διάφορες ερμηνευτικές τάσεις και τις αντιτιθέμενες οπτικές της Αριστεράς, της συντηρητικής Δεξιάς και του φιλελεύθερου Κέντρου για τη φύση και την αιτιολογία του ναζιστικού φαινομένου. Περιττεύει βέβαια να σημειώσω ότι για το Ναζισμό υπάρχει μεγάλη γκάμα ερμηνευτικών προσεγγίσεων. Από απλές ερμηνείες, που δίνουν έμφαση στην προσωπικότητα του Χίτλερ ή στο χαρακτήρα του γερμανικού έθνους, μαρξιστικές που εστιάζουν στο ρόλο των γερμανικών ελίτ, μέχρι τις αγγλοσαξωνικής προέλευσης διεπιστημονικές και συνθετικές προσεγγίσεις, που είναι ιδιαίτερα πρωτότυπες. Η έρευνα του κ. Μπογιατζή δεν περιορίζεται στη τυπική ιστοριογραφία αλλά επεκτείνεται και στις πολιτισμικές σπουδές για να συμπεριλάβει τις μετά το 1990 μελέτες, όταν το επιστημονικό ενδιαφέρον δεν εστιάζεται πλέον στη ναζιστική περίοδο, αλλά στη διαχείριση της μνήμης του Ναζισμού.
Αυτά στο πρώτο μέρος της εργασίας. Το δεύτερο μέρος αφιερώνεται αποκλειστικά στην παρουσίαση της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας ερμηνείας του Ναζισμού, που διατύπωσε ο βρετανός καθηγητής πολιτικής ιστορίας Roger Griffin. Εδώ θα αποτολμήσω ένα προσωπικό σχόλιο: Η ερμηνευτική πρόταση του Griffin, με τη διεπιστημονική προσέγγιση, τις ψυχαναλυτικές αναζητήσεις, τις μυστικιστικές και παγανιστικές ενσωματώσεις και γενικά με όλο το πλούσιο μεταφυσικό της φορτίο, αφήνει ουσιώδη κενά ερμηνείας και δημιουργεί ερωτηματικά, οφείλω ωστόσο να παραδεχτώ ότι συμβάλλει στο να εξηγηθεί πληρέστερα μια ουσιώδης πτυχής του φαινομένου, το γιατί ο ναζισμός άσκησε καταλυτική επίδραση στις λαϊκές μάζες. (κατά την άποψή μου βοηθάει επίσης να κατανοήσει κανείς γιατί τέτοιες ακραίες ιδεολογίες έξακολουθούν να γοητεύουν και σήμερα).

  Η κ. Έλλη Λεμονίδου με τη μελέτη της «Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος: ιστοριογραφία, δημόσια ιστορία και ιστορική εκπαίδευση», εξετάζει το πώς προσέγγισε η μεταπολεμική ακαδημαϊκή ιστοριογραφία το φαινόμενο του Ναζισμού, ιδιαίτερα στις χώρες του Άξονα, αλλά μετά το 1989 και στις αγγλοσαξωνικές. Καταλήγει σε δύο βασικές διαπιστώσεις: 1η ότι δεν υπάρχει κοινή μνήμη του Πολέμου, αλλά διαφορετικές μνήμες, που διαμορφώνονται από τις εθνικές ιστορίες και τους εθνικούς μύθους και 2η ότι οι γνώσεις του μέσου ευρωπαίου πολίτη για τον εθνικοσοσιαλισμό και το Ολοκαύτωμα δεν προέρχονται από τη σχολική εκπαίδευση και πολύ περισσότερο από την ακαδημαϊκή ιστοριογραφία, αλλά από τη δημόσια ιστορία.
Αναφέρεται επίσης στις δημόσιες χρήσεις της ιστορίας του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και από τον πολυποίκιλο χώρο της δημόσιας ιστορίας επιλέγει τον κινηματογράφο για να δείξει πώς χρησιμοποιήθηκε αυτό το μέσον στη διαχείριση της μνήμης και των τραυματικών εμπειριών του Πολέμου. Λόγω της μεγάλης του επιρροής ο κινηματογράφος χρησιμοποιήθηκε σε ευρεία κλίμακα για να διαμορφώσει απενοχοποιητικούς μύθους και για να στηρίξει αυτοαθωωτικές εικόνες, κυρίως στις χώρες που συνεργάστηκαν με τη Γερμανία. Τα παραδείγματα πάμπολλα αναφέρω μερικά πολύ γνωστά: Τη «λίστα του Σίντλερ» με τον καλό ναζί, το σωτήρα χιλιάδων Εβραίων, μια ταινία που ενίσχυσε το απενοχοποιητικό ιδεολόγημα της Γερμανίας, ότι δηλ. και η Γερμανία ήταν θύμα της Ιστορίας. (ο Σπίλμπεργκ τιμήθηκε από το γερμανικό κράτος). Τη Μελωδία της Ευτυχίας, με τη συμπαθέστατο αντιναζί Αυστριακό και την υπέροχη χορωδιακή οικογένειά του και τη γλυκύτατη γκουβερνάντα (Τζούλι Άντριους), μια ταινία που παρουσίαζε την Αυστρία ως θύμα του Ναζισμού (η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική). Επίσης ταινίες που διαμόρφωσαν την εικόνα του καλού Ιταλού κατακτητή (σε αντίθεση με τον κτηνώδη Γερμανό και το βάρβαρο Βούλγαρο), όπως το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι η το ιταλικό Μεντιτερανέο με τη Βάνα Μπάρμπα. Στο επίλογο της η κ. Λεμονίδου δίνει στοιχεία για τη χρήση κινηματογραφικού υλικού στην εκπαίδευση άλλων ευρωπαϊκών χωρών, και καταγράφει τα οφέλη και τις δυσκολίες του εγχειρήματος.

Ο Γιώργος Κόκκινος, με τη μελέτη του «Ιστορικός αναθεωρητισμός και άρνηση του Ολοκαυτώματος (negationnisme)» πραγματεύεται ένα  ευαίσθητο θέμα: την άρνηση της ύπαρξης του Ολοκαυτώματος και τις θεωρίες του λεγόμενου «ιστορικού αναθεωρητισμού». Όπως είναι γνωστό, ο χώρος της δημόσιας ιστορίας και κυρίως του ίντερνετ κατακλύζεται από ιστορικές διαστρεβλώσεις που υποστηρίζουν ότι η συστηματική εξόντωση των Εβραίων από τους Ναζί (τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα κρεματόρια, οι θάλαμοι αερίων, ο τεράστιος αριθμός θυμάτων κλπ.) δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά αποτελεί κατασκεύασμα του διεθνούς σιωνισμού. Τέτοιες απόψεις έχουν ιδιαίτερη επίδραση στους χώρους της νεολαίας, καθώς περιβάλλονται με την αύρα της αντισυμβατικής και αντισυστημικής κουλτούρας. Πλάι στην κατάφωρη και προκλητική άρνηση της ιστορικής πραγματικότητας κινείται ο λεγόμενος αναθεωρητισμός, που με τις ιστορικές μεθοδεύσεις και πρακτικές του επιδιώκει να υποβαθμίσει και να δικαιολογήσει τα ναζιστικά εγκλήματα, να τα σχετικοποιήσει ή και να τα εξισώσει με άλλα ιστορικά εγκλήματα. (με τις σταλινικές εκκαθαρίσεις, με τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς σε γερμανικές πόλεις κλπ.).
Ο Γιώργος Κόκκινος περιγράφει το ιστορικό αυτής της τάσης από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι τις μέρες μας. Διερευνά τις πολιτικές προθέσεις των αρνητών και των αναθεωρητών και συνδέει το φαινόμενο με τα ευρωπαϊκά νεοφασιστικά μορφώματα και την ατελή αντιμετώπιση του δωσιλογισμού, αρχικά, στη συνέχεια με το φιλοαραβισμό και τον αντιαμερικανισμό, και τέλος με την ανάπτυξη των ακροδεξιών σχηματισμών, όπως του Λεπέν στη Γαλλία. Αναφέρεται επίσης στους σημαντικότερους εκπροσώπους του αναθεωρητικού ρεύματος και στα έργα τους, με τα οποία οι αναθεωρητικές ιδέες απέκτησαν μια αίγλη επιστημοσύνης, σε σημείο που να επιχειρηθεί και η ακαδημαϊκή θεσμοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος. Τέλος υπογραμμίζει τους πολιτικούς και έμπρακτους κινδύνους που συνεπάγεται η ευρεία διάδοση αυτών των ιστορικών παραχαράξεων και των μνημοκτονικών στρεβλώσεων.

Ο κ. Άγγελος Παληκίδης με την εργασία «Ο Ναζισμός στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια», «επιχειρεί – όπως γράφει ο ίδιος - να αναλύσει και να ερμηνεύσει τον τρόπο παρουσίασης του Ναζισμού στα σύγχρονα εγχειρίδια Ιστορίας της ΣΤ΄Δημοτικού, Γ΄ Γυμνασίου και Γ΄Λυκείου. Σ’ αυτή τη διερεύνηση θέτει ερωτήματα 4 κατηγοριών προκειμένου να εξετάσει: α) κατά πόσο τα συγκεκριμένα εγχειρίδια ανταποκρίνονται σε σύγχρονα ζητήματα και προβληματισμούς των μαθητών και γενικότερα της ελληνικής κοινωνίας (επικαιροποίηση), β) πώς παρουσιάζεται το ιστορικό γεγονός του Ολοκαυτώματος, γ) πώς διαχειρίστηκε η μεταπολεμική Ευρώπη τις μνήμες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (κατασκευή και διαχείριση της μετα-μνήμης) και δ) πώς λειτουργούν οι ιστορικές πηγές που επιλέχτηκαν από τους συγγραφείς των βιβλίων και πόσο προσφέρονται για την άσκηση ιστορικών δεξιοτήτων.
Ο συγγραφέας καταλήγει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα που μάλλον επιβεβαιώνουν τις εισαγωγικές του παρατηρήσεις ότι στο εκπαιδευτικό μας σύστημα το εγχειρίδιο ιστορίας θεωρείται φορέας του επίσημου εθνικού αφηγήματος και αγνοεί τις σύγχρονες κατακτήσεις στον τομέα της ιστορικής έρευνας και της διδακτικής. Επισημαίνω τις πιο απογοητευτικές (με τις δικές μου εκτιμήσεις) διαπιστώσεις που ισχύουν κυρίως για τα βιβλία του Δημοτικού και Λυκείου: 1η. Εξ αιτίας της εθνοκεντρικής θεώρησης του Πολέμου, που θέλει τους αντιπάλους να είναι πάνω απ’ όλα Γερμανοί και Ιταλοί (κι όχι ναζί ή φασίστες), «ουσιαστικά οι μαθητές δεν μαθαίνουν τι είναι Ναζισμός και Φασισμός και γι’ αυτό δεν αντιλαμβάνονται τι απ’ όσα συμβαίνουν σήμερα γύρω τους είναι ναζιστικό και φασιστικό». 2η. Όσον αφορά στο Ολοκαύτωμα, στα βιβλία περιγράφονται οι μέθοδοι εξόντωσης και οι συνέπειες του φαινομένου, απουσιάζει όμως η ορθολογική ερμηνεία του Ολοκαυτώματος. 3η. Στα βιβλία αναπαράγεται ο μύθος της πανεθνικής ελληνικής αντίστασης στους κατακτητές, η εθνική αντίσταση απολιτικοποιείται και αποσιωπάται ο ρόλος των δωσιλογικών κυβερνήσεων, των ελληνικών φασιστικών οργανώσεων και των Ταγμάτων Ασφαλείας.  

Το Α΄μέρος κλείνει με την εργασία του Βασίλη Δαλκαβούκη, «Η μνήμη της ναζιστικής Κατοχής στο δημόσιο χώρο», μια μελέτη πρωτότυπης και ευρηματικής θεματικής. Ο Δαλκαβούκης προτάσσει ένα χρήσιμο θεωρητικό προβληματισμό για τη μνήμη, προκειμένου να στηρίξει μια απόπειρα κατανόησης και ερμηνείας του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε η μνήμη της Κατοχής στη μεταπολεμική Ελλάδα της Εμφύλιας αντιπαράθεσης. Το παραδειγματικό υλικό για την απόπειρα αυτή προέρχεται από το θεσμικό κομμάτι της μνήμης και συγκεκριμένα από την ονοματοθεσία των οδών σε δύο ελληνικές πόλεις, τη Βέροια και το Βόλο. Αντιμετωπίζοντας τους οδωνυμικούς χάρτες των πόλεων ως «μνημονικούς τόπους» (με τη σημασία που έδωσε στον κλασσικό πλέον όρο lieux de memoire ο Pierre Nora) διακρίνει και αποκαλύπτει επάλληλα στρώματα μνημών που διαμορφώθηκαν σε διάστημα μισού και πλέον αιώνα μέσα από την αντιπαράθεση ή και την ανοχή των λόγων της αριστεράς και της δεξιάς στην Ελλάδα της μεταπολεμικής περιόδου και της Μεταπολίτευσης.
Στα επιλεγόμενα της μελέτης ο Δαλκαβούκης εξετάζει κατά πόσο διατηρείται στην επίσημη μνήμη ο ναζιστικός χαρακτήρας της Κατοχής και καταλήγει στην εξής διαπίστωση: Η επίσημη μνήμη περιλαμβάνει τα θύματα του Πολέμου, Κατοχής, Αντίστασης και επικεντρώνεται στην εθνική προσπάθεια για εδαφική ακεραιότητα, αφήνοντας απ’ έξω το ιδεολογικό στίγμα της ναζιστικής επισήμανσης του θύτη.


Για το 2ο μέρος απλώς θα αναφέρω   επιγραμματικά τις εργασίες, αποφεύγοντας τις κριτικές επισημάνσεις. Παρόντος άλλωστε του πλέον ειδικού και αρμοδίου απαλλάσσομαι από την υποχρέωση. Άλλωστε νομίζω κάποιες από αυτές τις εργασίες είναι γνωστές στους συμπολίτες εκπαιδευτικούς, γιατί παρουσιάστηκαν σε σεμινάριο του Συνδέσμου Φιλολόγων Καβάλας. Στο 2ο μέρος του βιβλίου το περιεχόμενο δηλώνεται από τον τίτλο: «Διδακτικές προσεγγίσεις: διδακτική μεθοδολογία και σενάρια διδασκαλίας».
Ο κ. Δημήτρης Μαυροσκούφης με την εργασία του «Στρατηγικές για την αξιοποίηση των πηγών και τη μεθόδευση της διδασκαλίας» προτείνει έντεκα στρατηγικές διδασκαλίας με τη χρήση ιστορικών πηγών για ιστορικά φαινόμενα με συγκρουσιακό χαρακτήρα. 
Η Κατερίνα Μπρεντάνου προτείνει ένα βιωματικό εργαστήριο διδασκαλίας το «Αποκαλύπτοντας τη συνενοχή». Με τη χρήση ιστορικών πηγών και ελεύθερων ερωτήσεων και μέσα από πέντε στάδια κινητοποιεί το ενδιαφέρον των μαθητών για την ιδεολογία και την επιρροή του Ναζισμού και ελέγχει τον προβληματισμό τους για το σήμερα.
Η Βασιλική Σακκά, με την εργασία της «Εμείς και οι “άλλοι”: η εμπειρία του ανεπαίσθητου εκφασισμού μιας κοινωνίας και η σύγχρονη συγκυρία», σχεδιάζει ένα εξαιρετικά πλούσιο σε υλικό διαθεματικό project για τη διδασκαλία του Ολοκαυτώματος στις γενικές όσο και τοπικές (Καβάλα) πτυχές, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί σε όλες τις σχολικές βαθμίδες.
Τέλος η Ζέτα Παπανδρέου με την εργασία της «Ναζιστική κατοχή στην Ελλάδα και άσκηση αντιποίνων» συγκροτεί ένα διδακτικό εργαστήριο για το Γυμνάσιο και το Λύκειο που έχει ως θέμα στις ναζιστικές θηριωδίες και ως πεδίο μελέτης τη σφαγή του Διστόμου.


Στο 3ο μέρος, που επιμελήθηκαν η Βασιλική Σακκά και ο Άγγελος Παληκίδης, προσφέρεται και προτείνεται στους εκπαιδευτικούς Εκπαιδευτικό υλικό για τα μαθήματά ή τις δικές τους εργασίες: Βοηθητικά κείμενα, τίτλοι κινηματογραφικών ταινιών για το Ολοκαύτωμα, με συνοπτική παρουσίαση του σεναρίου, και ιστοσελίδες για αναζήτηση μαρτυριών, αρχειακού, φωτογραφικού, κινηματογραφικού και εκπαιδευτικού υλικού

Κλείνοντας, θα εκφράσω τη χαρά μου και συγχαρώ τον επιμελητή και τους συγγραφείς των κειμένων επειδή μας έδωσαν ένα αξιόλογο βιβλίο σύγχρονου και επίκαιρου προβληματισμού. Θα παραλλάξω λίγο τη δεύτερη παράγραφο του οπισθόφυλλου για να συμφωνήσω ότι πράγματι το βιβλίο αυτό μπορεί να αποτελέσει μια γέφυρα ανάμεσα στην ακαδημαϊκή ιστορική θεωρία και τη σχολική ιστορική εκπαίδευση, ανάμεσα στη σύγχρονη επιστημονική γνώση και τη διδακτική πράξη - μια γέφυρα που την έχουμε ανάγκη όσο ποτέ. 

                                                           Κυριάκος Λυκουρίνος, 2-5-2014



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου