Μια προσφυγική κοινότητα θαλασσινών στην Καβάλα: Οι ψαράδες από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ


Μια προσφυγική κοινότητα θαλασσινών στην Καβάλα: Οι ψαράδες από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ 


Από τους περίπου τριάντα χιλιάδες (30.000) πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Καβάλας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Ανταλλαγή των Πληθυσμών[1], ένα σημαντικό ποσοστό προέρχονταν από παραθαλάσσιες περιοχές της δυτικής Μικράς Ασίας και της Προποντίδας και είχαν ως κύρια επαγγελματική δραστηριότητά τους την αλιεία.
Από τα Βιβλία Νηολογίου του Κεντρικού Λιμεναρχείου Καβάλας της περιόδου 1920-1940 μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι τα κάθε είδους αλιευτικά της Καβάλας ανήκαν κυρίως στο προσφυγικό στοιχείο. Ως “πατρίς” των ιδιοκτητών, δηλ. τόπος προέλευσης, αναφέρονται τα εξής μέρη: Σηλυβρία, Νέοι Επιβάτες, Καλλίπολη, Ηρακλείτσα, Μήδεια, Μυριόφυτο (της Αν. Θράκης), Αγία Παρασκευή, Αρετσού, Καστέλι, Πάνορμος, Απολλωνιάδα,  Μουδανιά, Νικομήδεια, Πέραμος, Τρίγλια, Κατιρλή, Μοσχονήσια, Αρβανιτοχώρι κ.ά. (της Μ. Ασίας).[2]
Χάρη στην εδώ εγκατάσταση του θαλασσινού προσφυγικού στοιχείου αυξάνεται η δύναμη του αλιευτικού στόλου (ουσιαστικά δημιουργείται αλιευτικός στόλος), εισάγονται στην περιοχή μας οι μέθοδοι της εντατικής μέσης και παράκτιας αλιείας και από τη δεκαετία του 1920 το λιμάνι της Καβάλας αρχίζει να γίνεται κέντρο μιας αξιόλογης αλιευτικής οικονομίας τοπικής κλίμακας.
Στην εισήγηση που ακολουθεί θα αναφερθούμε στους ψαράδες πρόσφυγες από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ, ως φορείς ναυτικής παράδοσης και εξειδικευμένης αλιευτικής γνώσης και ως παράγοντες ανάπτυξης της τοπικής μας αλιείας.

Χάρτης χερσονήσου Ερυθραίας

(από Μ. Κορομηλά – Θ. Κοντάρας, Ερυθραία…)
Στη χερσόνησο της Ερυθραίας (Τσεσμέ)[3], σε απόσταση 80 χιλιομέτρων από τη Σμύρνη και 10 ναυτικών μιλίων από τη Χίο, βρισκόταν η Αγία Παρασκευή ή Κιόστε (σημερινό Dalyan), ένα παραθαλάσσιο χωριό με αμιγή ελληνικό πληθυσμό 4.500 κατοίκων. Η Αγία Παρασκευή ήταν το μεγάλο καπετανοχώρι της Μικράς Ασίας, το μόνο χωριό στα μικρασιατικά παράλια του Αιγαίου που διέθετε συγκροτημένο αλιευτικό στόλο.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία[4], μέχρι τον Α΄Διωγμό (1914) το χωριό διέθετε περισσότερα από 300 αλιευτικά: Κάπου 90 ή 100 τράτες με κουπιά, με πλήρωμα 15-20 ανδρών, περισσότερες από 100 ιστιοφόρες ψαροπούλες, με πλήρωμα 2-3 ανδρών, πάνω από 30 ζευγάρια (δηλ. πάνω από 60) ανεμότρατες, με πλήρωμα 3-5 ανδρών το κάθε καΐκι, και περισσότερα από 50 παστωτζήδικα, εμπορικά και άλλα καΐκια!
Το ανθρώπινο δυναμικό αυτών των καϊκιών, δηλ. το σύνολο των πληρωμάτων τους, κυμαινόταν στα 2.000 - 2.500 άτομα. Ευνόητο είναι ότι στον τομέα της αλιείας απασχολούνταν η μεγάλη πλειονότητα των χωριανών, σχεδόν τα ¾ των ανδρών του χωριού και των νέων άνω των 12 ετών.
Οι Αγιοπαρασκευούσηδες είχαν σπουδαία φήμη ως ναυτικοί και ψαράδες[5]. Γνώριζαν όλα τα περάσματα και τις “καλάδες” στις θάλασσες του Αιγαίου -από τα Δωδεκάνησα μέχρι τα θρακικά παράλια και τον κόλπο της Καβάλας- και με τράτες, ανεμότρατες και περάματα (ψαροπούλες) ψάρευαν και εμπορεύονταν χιλιάδες τόνους ψάρια, συναγωνιζόμενοι τους μαρμαρινούς γεμιτζήδες.
Μέχρι το 1914 οι ψαράδες της Αγίας Παρασκευής ήταν οι μόνοι που γνώριζαν τις σύγχρονες μεθόδους αλιείας με τράτα και ανεμότρατα, δηλ. το σύστημα αλιείας βυθού με συρόμενο σάκο.[6] Τράτες και ανεμότρατες αυτού του τύπου δεν υπήρχαν τότε, ούτε στην υπόλοιπη Μ. Ασία ούτε στην Ελλάδα. Οι κατά τόπους τράτες που μνημονεύονται μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα (χαλκιδέικες, τσιριγιώτικες, παργιανές, βατικιώτικες, βολιώτικες, μακρινιτσιώτικες κ.ά.) ήταν μορφές εξελιγμένου γρίπου. Χρησιμοποιούνταν σε τοπική κλίμακα, ήταν κατάλληλες για ρηχούς και ομαλούς βυθούς και είχαν περιορισμένη απόδοση.[7] Γενικά, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα η ελληνική αλιεία περιοριζόταν ακόμη σε παραγάδια, μανωμένα δίχτυα, συρτές, καθετές, γρίπους και σε παράνομες μορφές ψαρέματος, φλόμους και δυναμίτιδες. 
Όλες αυτές οι μορφές αλιείας δεν μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες των ελληνικών και τουρκικών παραθαλάσσιων πόλεων. Τις μεγάλες ποσότητες φρέσκων ψαριών τις προμήθευαν τα καΐκια της Προποντίδας και τα τρατοκάικα της Αγίας Παρασκευής, που ψάρευαν σ’ όλο το Αιγαίο και καθημερινά με τις ψαροπούλες τους εφοδίαζαν τις κοντινές τους μεγάλες αγορές.
Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να πούμε δυο λόγια για τις τράτες και τις ανεμότρατες της Αγίας Παρασκευής[8]. Οι τότε ανεμότρατες κινούνταν με τα πανιά, είχαν μεγάλο σάκο και καλάριζαν συνήθως σε ανοιχτά πελάγη (και σε κόλπους) και σε μεγάλα βάθη, μέχρι 400 οργιές. Δούλευαν κατά ζεύγη, γι’ αυτό οι ιδιοκτήτες που δεν είχαν δεύτερο καΐκι συνεταιρίζονταν με άλλο. Κάθε καΐκι τραβούσε τα δίχτυα από μία πάντα με τη βοήθεια του ανέμου (“ανεμότρατες”) και το σάκο τον έπαιρναν πάνω με το παλάγκο. Μετά έριχναν τα δίχτυα του δεύτερου καϊκιού και όσο ψάρευαν μ’ αυτά, στην πρώτη ανεμότρατα καθάριζαν, έπλεναν, έραβαν και στέγνωναν τα δίχτυα, ώστε να είναι έτοιμα για την επόμενη καλάδα.

Παραδοσιακή τράτα 
Αυτή η εξελιγμένη και πιο αποδοτική μορφή ανεμότρατας δεν ήταν προϊόν της τοπικής ναυτικής παράδοσης. Όπως φαίνεται, οι χωριανοί την “έκλεψαν” από τους Ιταλούς, οι οποίοι ψάρευαν στο Αιγαίο μέχρι το 1916 χρησιμοποιώντας και ναύτες από την Αγία Παρασκευή. Έτσι μάλλον εξηγούνται και οι ιταλικές λέξεις της τρατάρικης γλώσσας τους για τα μέρη του καϊκιού, τα ξάρτια, τα δίχτυα και τις εργασίες (π.χ. “πρίμα σέρα” = η πρώτη βραδινή καλάδα). Προς τα τέλη του 19ου αιώνα αποσύρθηκαν οι “ψάρενες” (πρωτόγονες τοπικές ανεμότρατες) και οι “γκαγκάβες” (συρόμενοι σάκοι για την αλιεία σφουγγαριών) και οι χωριανοί μετέτρεψαν τα καΐκια τους σε ανεμότρατες.[9]
Οι κωπήλατες τράτες ανάλογα με το μέγεθός τους είχαν 6-8 πάγκους, άρα 12 έως 16 κουπιά και ισάριθμους κωπηλάτες. Κινούνταν με τα κουπιά, όμως στα μεγάλα ταξίδια και όταν ο καιρός ήταν ευνοϊκός, χρησιμοποιούσαν τα πανιά. Για το τράβηγμα των διχτυών, είτε από το καΐκι είτε από τη στεριά, όταν το επέτρεπε η διαμόρφωση της ακτής, οι τρατάρηδες χρησιμοποιούσαν τα “φουρνέλια”, τρίχινες ζώνες που τις περνούσαν διαγώνια στο στήθος τους. Για να κρατούν ρυθμό στην κωπηλασία και στο τράβηγμα των διχτυών τραγουδούσαν ρυθμικά αντιφωνικά τραγούδια, τα λεγόμενα “τσουρμαρίσματα”.[10]
Τα περάματα (δηλ. οι ιστιοφόρες ψαροπούλες) συνόδευαν τα τρατοκάικα και φόρτωναν την ψαριά της ημέρας. Ταξίδευαν νύχτα, ακόμη και με αντίξοες καιρικές συνθήκες, και το πρωί της επόμενης μέρας έβγαζαν φρέσκα τα ψάρια στις κοντινές αγορές (χωρίς ψυγεία και πάγο η διατήρηση των ψαριών στα καΐκια ήταν αδύνατη). Τα πιο πολλά θαλασσινά δυστυχήματα που θυμούνται οι χωριανοί ήταν από περάματα. Ένα τέτοιο ναυάγιο έγινε στην περιοχή μας το Μάιο του 1913. Η ψαροπούλα είχε φορτώσει ψάρια στον κόλπο των Ελευθερών με προορισμό την Καβάλα και βούλιαξε σ’ ένα ξαφνικό μαγιάτικο μπουρίνι.[11]

Παραδοσιακές “διπλές” ανεμότρατες 
(φωτ. Γιώργου Κατσούπη)
Σκληρή η εργασία και η ζωή μέσα στις τράτες (ας σκεφτούμε μόνο τον ύπνο των 15-20 ατόμων) και γινόταν ακόμη σκληρότερη με τη μακρά απουσία από το σπίτι και την πατρίδα. Τα τότε αλιευτικά ταξίδια κρατούσαν μέχρι και έξι μήνες, ενώ υπήρχαν και ψαράδες που γύριζαν στο χωριό μόνο για 20 μέρες τα Χριστούγεννα και για 40 μέρες το καλοκαίρι. Όπως είναι φυσικό, οι μέρες αυτές της επιστροφής ήταν για την απόλαυση των κόπων, με τα γλέντα, τα πανηγύρια και τις χαρές της οικογενειακής ζωής.[12]
Όμως η δουλειά ήταν αποδοτική, κυρίως βέβαια για τους καραβοκύρηδες. Κάθε τρατοκάικο είχε ετήσια δούλεψη κατά μέσο όρο 400 χρυσές λίρες το χρόνο, που οι περισσότερες έμεναν στο χωριό, συμβάλλοντας στην ευημερία του. Αψευδής μάρτυρας αυτής της ευημερίας είναι οι εγκαταλειφθείσες κινητές και ακίνητες περιουσίες των χωριανών οικογενειών[13], τα περιποιημένα καπετανόσπιτα του χωριού, από τα οποία ελάχιστα διασώζονται σήμερα, ο πλούτος της κοινωνικής ζωής (σχολεία, προσκοπική ομάδα κ.ά. αστικές λειτουργίες), τα αφιερώματα των θαλασσινών στις εκκλησίες του χωριού κ.ά.
Στα καΐκια οφείλεται όχι μόνο η οικονομική ευμάρεια του χωριού αλλά και η σωτηρία των χωριανών εκείνες τις τραγικές μέρες του Μαΐου 1914 και του Αυγούστου 1922. Όσα καΐκια έτυχε να δουλεύουν κοντά στο χωριό μετέφεραν το σύνολο του πληθυσμού αρχικά στη Χίο και μετά σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Τα μόνα θύματα της Αγίας Παρασκευής οφείλονταν στο «μπατάρισμα» ενός υπερφορτωμένου καϊκιού μέσα στις συνθήκες του πανικού (το 1914).
Όπως είναι γνωστό, τα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας και όλη η χερσόνησος της Ερυθραίας δέχτηκαν ένα πρώτο ισχυρό πλήγμα το Μάιο του 1914. Τότε, στο λεγόμενο Α΄Διωγμό, οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό τους και μέσα σε δύο μέρες κατέφυγαν όλοι στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους τα πάντα, εκτός από τα καΐκια τους[14]. Σχεδόν έξι χρόνια κράτησε αυτή η εξορία, διάστημα αρκετά μεγάλο, ώστε οι Αγιοπαρασκευούσηδες να μεταδώσουν, εκόντες άκοντες, την τρατάρικη και ανεμοτρατάρικη τέχνη τους και σ’ άλλους ψαράδες. Κάτι ανάλογο έγινε και με τους προσφυγικούς πληθυσμούς από τα μικρασιατικά παράλια και την Προποντίδα, που μετέδωσαν την τέχνη της επιφανειακής αλιείας (γρι-γρι).
Οι περισσότεροι κάτοικοι επέστρεψαν το 1920 και βάλθηκαν να ξαναφτιάξουν το ρημαγμένο χωριό, τις περιουσίες και τις ζωές τους. Το 1921 η Ύπατη Αρμοστεία της Σμύρνης υπολόγιζε τον πληθυσμό της Αγίας Παρασκευής σε 3.500, που σημαίνει ότι κάπου 150 οικογένειες του χωριού επέλεξαν να παραμείνουν στην παλιά Ελλάδα.[15]

Η Μικρασιατική Καταστροφή ξερίζωσε οριστικά τους ανθρώπους από την πατρογονική γη, τους χώρισε από τους χωριανούς, τους συγγενείς και τους φίλους και τους σκόρπισε στους “πέντε ανέμους”, στα νησιά, στα λιμάνια και τους ψαρότοπους της Ελλάδας: Χίο, Σκιάθο, Λέσβο, Σάμο, Αλεξανδρούπολη, Θεσσαλονίκη, Νέα Μηχανιώνα, Νέα Κρήνη, Κάρυστο, Χαλκίδα, Βόλο, Πειραιά, φυσικά και στην Καβάλα.
Οι δεσμοί της κοινής καταγωγής διατηρήθηκαν για πολλά χρόνια ανάμεσα στους χωριανούς της πρώτης προσφυγικής γενιάς, όχι μόνο στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων αλλά και στο επαγγελματικό, αφού ήταν συχνές οι αγοραπωλησίες σκαφών μεταξύ τους. Στο Νηολόγιο της πόλης μας έχουν καταχωριστεί αλιευτικά σκάφη που ανήκαν σε Καβαλιώτες και αργότερα μεταβιβάστηκαν σε χωριανούς της Νέας Μηχανιώνας (οικογένειες Λυριάδη και Υψηλάντη) και της Σκιάθου (οικογένειες Αικατερίνη και Αλεξανδρίδη) ή και αντίστροφα. Ούτε πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο ότι κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής Κατοχής 1941-44 κάποιες χωριανές οικογένειες της Καβάλας πέρασαν με τα καΐκια τους στη Σκιάθο, όπου είχαν εγκατασταθεί πολλοί συγχωριανοί τους.
Όμως στις επόμενες προσφυγικές γενιές οι σχέσεις αμβλύνθηκαν, αφού η νοσταλγία και η αναπόληση της παλιάς πατρίδας έδωσαν τη θέση τους στον αγώνα για επιβίωση και για ενσωμάτωση στην κοινωνία της νέας πατρίδας.
Όπως αναφέραμε και στον πρόλογο, με την εγκατάσταση των προσφυγικών πληθυσμών από τα μικρασιατικά παράλια του Αιγαίου και την Προποντίδα, η Καβάλα αποκτά έναν αξιόλογο αλιευτικό στόλο κι ένα ανθρώπινο δυναμικό που μεταφέρει την εξειδικευμένη αλιευτική του παράδοση και τεχνικές αλιείας που ήταν άγνωστες στην περιοχή μας.
Για την έως τότε αλιευτική οικονομία της Καβάλας οι πηγές σιωπούν. Για παράδειγμα, στους επαγγελματικούς οδηγούς των αρχών του 20ού αιώνα, όπου εμφανίζεται όλο το φάσμα του επαγγελματικού καταμερισμού και της εμπορικής εξειδίκευσης  στην πόλη, δεν υπάρχει καμία αναφορά σε εμπορικό κατάστημα αλιευτικών ειδών, παρά μόνο σε μία ή δύο αποθήκες παστών ψαρικών (αποθήκες παστών, όχι βιοτεχνία αλιπάστων)[16]. Στις προξενικές εκθέσεις της ίδιας εποχής, στα κείμενα των περιηγητών και στους κώδικες της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας οι αναφορές στην αλιεία και στους αλιείς της περιοχής είναι σχεδόν ανύπαρκτες, ενώ οι φωτογραφίες του λιμανιού της  Καβάλας απεικονίζουν κυρίως βάρκες και σπανίως μεγάλα αλιευτικά σκάφη. Όλα αυτά δείχνουν ότι ο τομέας της αλιείας δεν ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένος. Σημειωτέον ότι μέχρι το 1923-1924 αρκετοί από τους ιδιοκτήτες των μικρών αλιευτικών σκαφών είναι μουσουλμάνοι.
Τα μέρη της Καβάλας οι Αγιοπαρασκευούσηδες ψαράδες τα γνώριζαν από παλιά. Ακόμη και μετά το 1913 που η Ανατολική Μακεδονία εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος, τα χωριανά καΐκια είχαν την άδεια των τοπικών ελληνικών αρχών να ψαρεύουν στις παράκτιες περιοχές μας και παρέμεναν εδώ για αρκετούς μήνες.

Το λιμάνι με τα ψαροκάικα, περίπου 1930
Στις προφορικές μαρτυρίες των παλιότερων και στα “τσουρμαρίσματα” (τα ρυθμικά τραγούδια για την κίνηση των κουπιών και το τράβηγμα της τράτας) αναφέρονται καλάδες, ναυάγια, διάφορα περιστατικά και ευτράπελες ιστορίες που είχαν συμβεί στην Καβάλα, στη Θάσο, στις Ελευθερές, στο Καρά Ορμάν (“Καραρουμάνι”) κ.α.[17] Επίσης στο Νηολόγιο της Καβάλας βρήκαμε καΐκια χωριανών με χρονολογίες καταγραφής πριν από το 1920, σαφής υποδήλωση ότι λίγες οικογένειες είχαν καταφύγει εδώ τον καιρό των πρώτων διωγμών (1914-1918).[18]
Ήξεραν λοιπόν ότι στην Καβάλα μπορούσαν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή τους. Στην πόλη μας πρέπει να εγκαταστάθηκαν 80-100 οικογένειες (ακριβή στοιχεία δεν υπάρχουν), από τις οποίες άλλες ήρθαν απευθείας εδώ, οι περισσότερες όμως το 1923, αφού έμειναν για ένα διάστημα στη Χίο ή τη Λέσβο. Μαζί με τους ψαράδες ήρθαν και “τόπακες”, δηλ. στεριανοί, όπως ο δεύτερος παππούς μου, που εργαζόταν εποχιακά σε καπνεργοστάσια της Καβάλας τουλάχιστον από το 1909, και η οικογένεια της γιαγιάς μου, που είχε στο χωριό καταστήματα και αμπέλια. Ακολούθησαν τον άντρα της μεγαλύτερης κόρης και αδελφής, τον τρατάρη Γιάννη Κουκιά.
Μετά το πρώτο διάστημα, οι περισσότεροι βρήκαν στέγη σε ανταλλάξιμα της Παναγίας ή έχτισαν δικά τους σπίτια στην αδόμητη περιοχή της Αγίας Παρασκευής. Οι παλαιότεροι Καβαλιώτες, που ξεχώριζαν από πού “κρατάει η σκούφια” του συμπολίτη τους, έλεγαν για την περιοχή πάνω από το Δημοτικό στάδιο και για τη σημερινή συνοικία της Αγίας Παρασκευής ότι ήταν η γειτονιά με τους “Tσεσμελήδες”.
Στα πρακτικά των εκτιμητικών επιτροπών της Χίου και της Σκιάθου, όπου συγκεντρώθηκαν το 1925 οι αναλυτικές δηλώσεις των Αγιοπαρασκευούσηδων προσφύγων όλης της Ελλάδας (πρόκειται για δηλώσεις των περιουσιακών στοιχείων που εγκαταλείφθηκαν, απωλέστηκαν ή καταστράφηκαν το 1914 και το 1922), δεν έχει καταγραφεί ούτε μία απώλεια αλιευτικού σκάφους, παρά λέμβων, διχτυών και εξαρτημάτων πλοίων. Αυτό σημαίνει ότι σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους πρόσφυγες, οι χωριανοί ψαράδες είχαν ευκολότερη αποκατάσταση στη νέα πατρίδα τους, αφού έφεραν εδώ τα καΐκια τους (κάποιοι κουβάλησαν και λίγα πράγματα από τα σπιτικά τους) και μπόρεσαν να συνεχίσουν το προηγούμενο επάγγελμά τους και τη σχέση τους με τη θάλασσα.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην περίπτωσή τους βρήκαν εφαρμογή τα πλέον ουσιώδη κριτήρια της “σωστής” προσφυγικής αποκατάστασης: του γεωγραφικού παράγοντα και του φυσικού περιβάλλοντος (παραθαλάσσιο μέρος και κόλπος, παρόμοια γεωφυσικά και κλιματολογικά χαρακτηριστικά), της κοινής καταγωγής (πολλές οικογένειες από την ίδια κοινότητα, άρα χωριανοί που ήδη συνδέονταν μεταξύ τους με ηθικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς ακόμη και συγγενικούς δεσμούς) και της προηγούμενης επαγγελματικής ενασχόλησης (αλιεία). Τα ίδια αυτά κριτήρια χρησιμοποιούνταν και από τους πρόσφυγες, στις πρώτες βιαστικές και “τυχαίες” εγκαταστάσεις τους, αλλά και από τις εποικιστικές αρχές, στους οργανωμένους εποικισμούς και τις μετεγκαταστάσεις προσφύγων από τα μέσα του 1923 και κυρίως μετά την αποχώρηση των μουσουλμανικών πληθυσμών. Κοινή πεποίθηση ήταν ότι η επιλογή μιας νέας πατρίδας με βάση αυτά τα κριτήρια, μπορούσε να εγγυηθεί τον ταχύτερο εγκλιματισμό, την ευκολότερη προσαρμογή και την πρόοδο των προσφύγων.[19]
Η Καβάλα ανταποκρινόταν σ’ αυτά τα κριτήρια και επιπλέον ήταν κέντρο μιας περιοχής με πλούσια αλιευτικά πεδία, μεγάλη αγορά και εύρωστη οικονομική ζωή. Όλα αυτά αντιστάθμιζαν τις “απώλειες” της αστικής αποκατάστασης των ψαράδων, το γεγονός δηλ. ότι δεν πήραν ούτε κατοικία ούτε κάποια στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, όπως άλλοι θαλασσινοί (και από την Αγία Παρασκευή) που εγκαταστάθηκαν σε κωμοπόλεις και χωριά.[20]
Καΐκια με απλωμένα τα πανιά τους, μέσα δεκ. 1930
Τα πρώτα χρόνια της εδώ εγκατάστασής τους οι χωριανοί ψαράδες δούλευαν με τα ίδια τρατοκάικα, αυτά που ήρθαν από την Αγία Παρασκευή (κάποια σκαριά διατηρήθηκαν μέχρι και την Κατοχή). Όμως ο παραδοσιακός τρόπος ψαρέματος δεν κράτησε πολύ, αφού γύρω στα 1930 άρχισαν να μπαίνουν στα καΐκια οι πετρελαιομηχανές. Έτσι τα πανιά γίνονται πλέον βοηθητικά στα μηχανοκίνητα αλιευτικά, ενώ τα κουπιά καταργούνται από τις τράτες. Όπως δείχνουν οι εγγραφές στο Νηολόγιο του Λιμεναρχείου Καβάλας και οι φωτογραφίες των αλιευτικών σκαφών στο λιμάνι, η μεταβατική αυτή περίοδος κράτησε μέχρι και τη δεκαετία του 1940. 
Την ίδια εποχή οι ανεμότρατες έβαλαν τις “πόρτες” που ανοίγουν το σάκο και έτσι έπαψαν να ψαρεύουν δύο-δύο, έγιναν “μονές”. Αυτή είναι άλλωστε και η σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στις παλιές και στις σύγχρονες ανεμότρατες (“μηχανότρατες” πλέον), αφού παρά τις τεχνολογικές καινοτομίες (τις μηχανές, τα βίντσια και τις πλάγιες μεταλλικές “πόρτες”) ο τρόπος αλιείας παραμένει ο ίδιος.
Αργότερα, μετά τον Πόλεμο, μπήκαν στα καΐκια και τα βίντσια και έτσι το τράβηγμα των διχτυών της τράτας με τα χέρια και τα “φουρνέλια” έγινε παρελθόν. Με τα μηχανικά μέσα μειώθηκαν τα μέλη του πληρώματος, ενώ με τον πάγο και τα ψυγεία οι ψαροπούλες δεν ήταν πια απαραίτητες.
Σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί ότι τα μεταπολεμικά αλιευτικά καΐκια κτίστηκαν σε διαφορετικού τύπου σκαριά: Τα χωριανά κωπήλατα τρατοκάικα με το μικρό βύθισμα και τη χαρακτηριστική προεξοχή στην πλώρη (την “γκάγκα”) αποσύρθηκαν και αντικαταστάθηκαν από “τράτες” και “τρεχαντήρια” (με παραλλαγές και προσαρμογές). Οι ανεμότρατες επίσης, ενώ παλιά είχαν σκαρί περάματος, άρχισαν να προτιμούν τον τύπο του “καραβόσκαρου” (αργότερα και του “λίμπερτυ”).[21] Οι αλλαγές αυτές πιθανότατα υπαγορεύτηκαν από τη εισαγωγή της μηχανής, αφού τα μηχανοκίνητα καΐκια έχουν διαφορετική πλεύση από τα ιστιοφόρα (λ.χ. μπορούν να αρμενίζουν και κόντρα στον άνεμο) και συνεπώς απαιτούν διαφορετικά χαρακτηριστικά. 
Το λιμάνι με τα ψαροκάικα και τις γυναίκες
να μπαλώνουν τα δίχτυα
Ωστόσο παρά τις αλλαγές, η παράδοση κρατούσε. Σύμφωνα με στοιχεία που μας έδωσαν οι αδελφοί Τζούμα, μέχρι τον Πόλεμο του 1940 σχεδόν όλες οι τράτες και ανεμότρατες της Καβάλας βρίσκονταν στα χέρια των προσφυγικών οικογενειών από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ, ενώ τα γρι-γρι ανήκαν κυρίως στους «μπουγαζιανούς», δηλ. στους πρόσφυγες από τις μικρασιατικές ακτές του Μαρμαρά. Ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπήρχαν στην Καβάλα περίπου 40 τράτες και ανεμότρατες, που ανήκαν σε απογόνους προσφύγων από την Αγία Παρασκευή.
Οι πρώτες “ξένες” τράτες και ανεμότρατες της Καβάλας εμφανίστηκαν μετά τον Πόλεμο, γεγονός που συνδέεται αφενός με τις συνθήκες της Κατοχής και αφετέρου με τη μηχανοποίηση της αλιείας, δηλ. με τη χρήση της μηχανής στην κίνηση των καϊκιών και στο τράβηγμα της τράτας. Τότε κάποιοι χωριανοί ψαράδες έχασαν τα καΐκια τους ή αναγκάστηκαν να συνεταιριστούν με “ξένους”, ακόμη και με άτομα εκτός επαγγέλματος. Πάντως, όπως τόνιζαν οι πληροφορητές μας, μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα και οι λίγες “ξένες” ανεμότρατες της Καβάλας είχαν χωριανό καπετάνιο.
Όπως προαναφέραμε, με τον ερχομό των ψαράδικων προσφυγικών πληθυσμών αυξήθηκε κατακόρυφα η αλιευτική παραγωγή στην περιοχή μας, όπως και σε όλη την Ελλάδα[22]. Γύρω στα 1950, χάρη και στον εκσυγχρονισμό των αλιευτικών μέσων, η ετήσια παραγωγή της Καβάλας ξεπερνούσε τους 1.500 τόνους ψαριών και η αλιεία ήταν ένας από τους πιο δυναμικούς κλάδους της τοπικής οικονομίας. Περίπου 1.500 άτομα εργάζονταν στον κύκλο της παραγωγής, διακίνησης και επεξεργασίας των ψαριών: αλιεργάτες, ιχθυέμποροι, μεταφορείς, κιβωτοποιοί, υπάλληλοι κ.ά. Η ιχθυοπαραγωγή κάλυπτε τις ανάγκες της τοπικής αγοράς, μεγάλες ποσότητες έπαιρναν το δρόμο της εξαγωγής και περίπου 800 τόνοι το χρόνο απορροφούνταν από τις τοπικές βιοτεχνίες αλιπάστων, που έδιναν μόνιμη απασχόληση σε 400 εργάτριες.[23]
Όμως τα καΐκια δεν ήταν μόνο παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης. Μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα αυτής της πόλης, κομμάτι της καθημερινής της ζωής, της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς και του τουρισμού της. Ανεξίτηλες μένουν στη μνήμη μας οι οικείες εικόνες από το χτες της Καβάλας: Το λιμάνι με τα δεκάδες αραγμένα ψαροκάικα και τα απλωμένα δίχτυα τους, το ξεφόρτωμα των ψαριών στην προκυμαία (πριν να γίνει η ιχθυόσκαλα), τα πολύβουα παλιά ψαράδικα, οι ψαράδες και οι γυναίκες να μπαλώνουν τα δίχτυα, το καρνάγιο με τα ξύλινα καΐκια…
Το λιμάνι, 1968
Σε ένα τέτοιο κείμενο, που δεν έχει αξιώσεις επιστημονικής πληρότητας, αλλά θέλει απλώς να συμβάλει στη διατήρηση της προσφυγικής μνήμης του γενέθλιου τόπου, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε τους “χωριανούς” που συνέβαλαν σε όλα αυτά, όσους βέβαια κράτησε η μνήμη των μεγαλύτερων κι όσους εντοπίσαμε στις γραπτές πηγές[24]. Για ευνόητους λόγους περιοριζόμαστε στους ιδιοκτήτες, αφού ήταν αδύνατο να βρεθούν και τα ονόματα των χωριανών που απλώς εργάστηκαν στα καΐκια, στα ψαράδικα και στα ναυπηγεία από τη δεκαετία του 1920.
Καραβοκύρηδες τρατάρηδες και ανεμοτρατάρηδες ήταν οι χωριανές οικογένειες Αγγελιδάκη, Αθηνιώτη, Ανδρεαδάκη, Αξιώτη (“Μπουγιέτα”), Ασλάνη, Βαζάκα, Βαρδάκα, Γιαγκουδάκη (ή Καδή), Γούπα, Καραμπουρνιώτη, Καρασταμάτη (“Τσουβάλα”), Καρδιόλακα, Κάψα, Κισσουρά, Κουκιά, Κουλαξίζη, Λυκουρίνου (ή Παρασχάρα), Μπάφα, Μπιτάδου (ή Κοντονικολή), Μπουσέ, Μυλωναδάκη, Πουλή, Τζούμα και Χατζηγεωργίου. Γρι-γρι είχαν οι οικογένειες Κοκοκύρη και Σωτηρόπουλου. Με το εμπόριο αλιευμάτων ασχολήθηκαν οι οικογένειες Αθηνιώτη, Βουτσή, Καραμπουρνιώτη, Κοϊδάκη, Κώστα, Σωτηρόπουλου, Τζούμα, Τηγανίτα και Χατζηγεωργίου, ενώ καραβομαραγκοί ήταν οι οικογένειες Βαζάκα και Τσουρού.
Τα προαναφερόμενα οικογενειακά ονόματα των ψαράδων μπορεί να αντιστοιχούν σε ένα σόι, σε οικογένειες αδελφών ή ξαδέλφων, άρα και σε πολλά καΐκια. Παράδειγμα οι “Τζούμηδες” (απόγονοι του άρχοντα της Αγίας Παρασκευής Δημητρίου Τζούμα – Καπή), που κατά καιρούς είχαν περισσότερα από δέκα τρατοκάικα.  

Από τις δεκαετίες του 1970 και 1980 διαμορφώθηκε ένα νέο τοπίο στην ελληνική αλιεία, φυσικά και στην τοπική: Τα νέα καΐκια εξοπλίστηκαν με τα μέσα της μηχανικής και ηλεκτρονικής τεχνολογίας, περιορίστηκε η αλιευτική περίοδος, ιδιαίτερα για τις τράτες, και άλλαξε ριζικά η σύνθεση των πληρωμάτων (στα καΐκια της Καβάλας εργάζονται σήμερα 400 Αιγύπτιοι αλιεργάτες και ελάχιστοι Έλληνες). Από την άλλη οι περισσότεροι παραδοσιακοί ψαράδες προτίμησαν να αποκαταστήσουν τα παιδιά τους στη στεριά, μακριά από τα βάσανα της θάλασσας.
Τα παλιά καΐκια αποτελούν πλέον ανάμνηση, όπως άλλωστε και η κοινότητα των Αγιοπαρασκευούσηδων με τη βιωματική μνήμη της παλιάς πατρίδας, τις κοινές αναφορές στο παρελθόν και τους συνεκτικούς ανθρώπινους δεσμούς.
Οι παλιοί ψαράδες, όσοι γεννήθηκαν στην “πατρίδα”, έχουν σαλπάρει για άλλες θάλασσες. Παραμένουν όμως στις μνήμες μας και ζουν στις καρδιές μας, μέσα από τις διηγήσεις, τα ευτράπελα, τα τραγούδια, ακόμη και μέσα από τις παροιμιακές φράσεις και τους ιδιωματισμούς της τσεσμελίδικης τρατάρικης γλώσσας μας. Ο αχός του τίμιου μόχθου τους πλανιέται ακόμη στις θάλασσες, στις ιχθυόσκαλες και στα λιμάνια μας.


Το λιμάνι της Καβάλας με τα ιστιοφόρα καΐκια, 1927 (φωτ. Γ.Α.Κ. – Αρχεία Ν. Καβάλας)




[1] Σύμφωνα με την Απογραφή του 1928, στην πόλη της Καβάλας εγκαταστάθηκαν 28.927 πρόσφυγες (9.667  στα χωριά της επαρχίας Καβάλας, 18.528 στην επαρχία Νέστου, 16.337 στην επαρχία Παγγαίου και 1.203 στη Θάσο, σύνολο Νομού Καβάλας 74.692).
[2] Η έρευνα στα βιβλία του Τμήματος Νηολογίου του Κεντρικού Λιμεναρχείου Καβάλας έγινε το 2010 για τις ανάγκες άλλης εργασίας. Ξαναείδα τώρα μερικά βιβλία και ανανεώνω τις ευχαριστίες μου προς το προσωπικό του Τμήματος.   
[3] Η χερσόνησος της Ερυθραίας (Τσεσμέ) προβάλλει ανάμεσα στους κόλπους της Σμύρνης και της Εφέσου ως μία προέκταση της ιωνικής Μ. Ασίας στο Αιγαίο. Τόπος με σημαντικό αρχαίο παρελθόν αλλά και δεσπόζουσα ελληνική φυσιογνωμία στα νεότερα χρόνια, αφού στις σημαντικότερες πόλεις και χωριά (Βουρλά, Τσεσμέ, Αλάτσατα, Κάτω Παναγιά, Αγία Παρασκευή, Ρεΐζντερε, Λυθρί, Μελί), ο πληθυσμός ήταν αμιγής ή στη μεγάλη του πλειονότητα ελληνικός. Ευνοημένη η περιοχή από τη φύση, επιδόθηκε κυρίως στην εμπορική ναυτιλία, την αλιεία, την αμπελουργία και το εμπόριο της σταφίδας. Οι αναπτυγμένες ελληνικές κοινότητες ξεχώριζαν για την οικονομική τους ευρωστία, την κοινοτική τους οργάνωση, την προσήλωση στη θρησκεία, την αγάπη για τα γράμματα και τον πλούσιο λαϊκό τους πολιτισμό (βλ. Μ. Κορομηλά - Θ. Κοντάρας, Ερυθραία, Ένας ευλογημένος μικρόκοσμος στην καρδιά της Ιωνίας, Αθήνα 1997· Θοδ. Κοντάρας, «Ερυθραία, χώρος και ιστορία», διαθέσιμο στο: http://www.kemme.gr/p/blog-page_79.html
[4] Γιάννη Δ. Αικατερίνη, Χαμένες Πατρίδες. Το χωριό μας, η Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ (το Κιόστε), 1760-1922, Σκιάθος 1984, σ. 110-111, 155-156. Το βιβλίο του Γ.Δ. Αικατερίνη (710 σελίδων!) είναι μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών για όλες τις πτυχές του βίου στην Αγία Παρασκευή. Στοιχεία για την αλιευτική δύναμη του χωριού αναφέρει και ο σπουδαίος δημοσιογράφος της Σμύρνης Παντελής Καψής, γόνος τρατάρικης οικογένεια της Αγίας Παρασκευής (οι “αγιοπαρασκευούσικες” αναμνήσεις του συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο Ένας Γκρέκο από τον Τσεσμέ, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2005).
[5] Ως τεκμήριο της ικανότητας των αγιοπαρασκευούσηδων ναυτικών αναφέρεται και η γνωστή ιστορία (κυκλοφορεί ακόμη και σήμερα) για τον Άγιο Χαράλαμπο του Τσεσμέ: Όταν δόθηκε η άδεια της Πύλης για την ανέγερση του ναού, ένα αγιοπαρασκευούσικο μπάρκο πήγε στην Πόλη και παρέλαβε από τον Καπουδάν πασά τα τρία σκοινιά με τις διαστάσεις της εκκλησίας, σφραγισμένα στις άκρες με μολυβδόβουλα. Οι ναυτικοί τα έκοψαν στη μέση, πρόσθεσαν σκοινί του ίδιου πάχους και έτσι διπλασίασαν τις διαστάσεις του ναού που θα έκτιζαν. Ήταν τέτοια η τελειότητα της “μακροματισιάς”, ώστε οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να τη διακρίνουν (βλ. Αικατερίνης, ό.π., σ. 370-372· πρβλ. το διήγημα του Χρήστου Τσελεπή, “Μακροματισιά”, Μνήμη Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, 20 (Ιαν. 2016). 
Τσεσμελήδες και άλλοι ψαράδες
(δεκ. 1950-1960)

[6] Η μέθοδος σε γενικές γραμμές παραμένει η ίδια. Οι τράτες και οι ανεμότρατες (σήμερα βιντζότρατες και μηχανότρατες) ψαρεύουν με “σάκο” κωνικού σχήματος ο οποίος σέρνεται στο βυθό και, όταν τραβιέται, ανοίγει σαν μεγάλο χωνί.
[7] Ο ίδιος όρος “τράτα” χρησιμοποιείται και για το καΐκι (το “τρατοκάικο”) και για τα δίχτυα (με τις πάντες και το σάκο). Συχνά η τράτα ταυτίζεται με το γρίπο ή γρύπο (ο οποίος έχει απαγορευτεί από το 1949), όμως υπάρχουν μεταξύ τους διαφορές και στη μορφή των διχτυών και στον τρόπο ψαρέματος. Ενδεικτικά: «Πεζότρατα ή Γρίπος», διαθέσιμο στο: http://astrosparalio.gr/?p=singlearticle&id=33892.
[8] Αναλυτικές περιγραφές και πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά των χωριανών καϊκιών, τη ζωή των ναυτικών μέσα σ’ αυτά, για τα δίχτυα, τους τρόπους ψαρέματος κ.ά., Αικατερίνης, ό.π., σ. 98-163.
[9] Αικατερίνης, ό.π., σ. 99-100, 153-156 και 458-460 (όπου μαρτυρία για το πώς οι χωριανοί “έκλεψαν” τα μυστικά των Ιταλών). 
[10] Το πιο γνωστό από τα αντιφωνικά της Αγίας Παρασκευής είναι το “Γιω μαργιώ”, το οποίο κατέγραψε η Δόμνα Σαμίου στη Σκιάθο το 1976. Διαθέσιμο στο: http://www.domnasamiou.gr/?i=portal.el.albums&id=18.
[11] Αικατερίνης, ό.π., σ. 654.
[12] Αικατερίνης, ό.π., σ. 159-161. Όλα τα συναισθήματα για την απουσία και την επιστροφή των ψαράδων εκφράζονται στους στίχους των χωριανών τραγουδιών: “Πότε να ’ρτει του Αη Γιαννιού να ’ρκούντανε οι τράτες/ να νοστιμίσει το χωριό, του Ταλιανού οι στράτες”· “Τώρα που καλωσόρισαν περάματα και τράτες/ τραγούδια πάλι θ’ ακουστούν μεσ’ στου χωριού τσι στράτες”· “Το Μάη δεν τον αγαπώ, γιατ’ είναι ταξιδιάρης/ μας παίρνει όλοι μας τσι νιοί κι είναι παραπονιάρης”· “Αγιά Παρασκευίτσα μου με τα εννιά καντήλια/ φέρε μου τον πατέρα μου να σου τα κάμω χίλια” κλπ. Από τις χωριανές αφηγήσεις των παιδικών μου χρόνων διατηρώ ανεξίτηλη στη μνήμη μου μια ιστορία με αγωνία και αίσιο τέλος: Καθώς οι τράτες άργησαν να επιστρέψουν (ποιες; από πού; πότε;), η αγωνία των συγκεντρωμένων συγγενών είχε κορυφωθεί… μέχρι που ακούστηκε από τα υψηλότερα μέρη το λυτρωτικό: “ηρκούντενε” (έρχονται)!
[13] Σύμφωνα με τα ποσά που επιδίκασαν οι εκτιμητικές επιτροπές Χίου και Σκιάθου, η συνολική απολεσθείσα περιουσία, κινητή και ακίνητη, των 862 προσφύγων από την Αγία Παρασκευή που υπέβαλαν “δηλώσεις εκκαθαρίσεως”, έγγιζε τις 500.000 χρυσές τουρκικές λίρες! Οι περισσότεροι είχαν ιδιόκτητη οικία, κήπους και αμπέλια, πολλοί και διαφόρων ειδών καταστήματα ή εργαστήρια κ.ά. (Γενικά Αρχεία του Κράτους, “Αρχείο Εκτιμητικών Επιτροπών Ανταλλαξίμων της Διευθύνσεως Ανταλλαγής του  Υπουργείου Γεωργίας”, 1919-1943”, φ. 1.528-1.531 και 1.532-1.533).

Παραδοσιακή κωπήλατη τράτα
με την "γκάγκα" στην πλώρη 
[14] Οι διώξεις του μικρασιατικού Ελληνισμού άρχισαν την άνοιξη του 1914 με τη μέθοδο των “εκούσιων απελάσεων” κι από τα πρώτα χωριά που εκκενώθηκαν ήταν η Αγία Παρασκευή (Κ. Λυκουρίνος, “Άνοιξη 1914, οι πρώτοι διωγμοί στον Τσεσμέ ”, Μνήμη, 3 (Μάιος 2010). Το κλίμα φόβου και τις πιέσεις που ασκήθηκαν στους κατοίκους, με αποτέλεσμα την “εκούσια” απέλασή τους στην Ελλάδα, περιγράφει ο Αικατερίνης, ό.π., σ. 662-665).
[15] Στα τέλη του 1919 η ελληνική κυβέρνηση επιτρέπει την τμηματική παλιννόστηση των Μικρασιατών προσφύγων. Σε πρώτη φάση χορηγεί άδειες σε αυτούς που ήταν οικονομικώς αυτάρκεις, χειρώνακτες, εργάτες, τεχνίτες και κατάγονταν από συγκεκριμένες περιοχές. Ανάμεσά τους ήταν και η Αγία Παρασκευή και άλλα χωριά της Ερυθραίας (όχι όμως ο Τσεσμές και τα Αλάτσατα). Ενδεικτικά, Έθνος 20-10-1919 και 3-11-1919, όπου σχετικές ανακοινώσεις του Υπ. Περιθάλψεως. Πρβλ. Μιχ. Χρ. Αιλιανός, Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, εν Αθήναις 1921, σ. 30. 
[16] Ενδεικτικά, Ν.Γ. Ιγγλέσης, Οδηγός της Ελλάδος 1910-1911, τ. Α΄, σ. 70 κ.ε.· Ι. Πρώιος, Οδηγός της Καβάλας, 1926.
[17] Ενδεικτικά: “Η τράτα του Καπλάνη/ του Θοδωρή του Γιάννη/ μες στο Καραρουμάνι/ νύχτα και μέρα βάνει/ ποτές ψάρια δεν πιάνει/ κι όλους θα μας πεθάνει”· Aπ’ το χωριό που φύγαμε και πήγαμε στη Θάσο/το φαγητό μας ήτανε κινίνο και καθάρσιο/ από τη Θάσο φύγαμε και πάμε στο Βουλγάρο/ και ο Μπεκίρης φώναζε παιδιά μου θα φουντάρω”· “Ακούσατέ μου να σας πω ετούτα και τα άλλα/ μια κομπανία έγινε να πάει στην Καβάλα/… Και στην Καβάλα φτάσανε όλοι μισοπνιγμένοι/ και το Θεό δοξάζανε που βγήκανε σωσμένοι” (Αικατερίνης, ό.π., σ. 122-125) κ.ά.
[18] Το 1914 η Επιτροπή Προσφύγων εγκατέστησε στην Καβάλα 1.379 οικογένειες, με 5.857 άτομα.
[19] Βλ. σχετικά, Στ. Πελαγίδης, Προσφυγική Ελλάδα (1913-1930), εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 73-75. 
[20] Κ. Λυκουρίνος, “Η αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων στο Νομό Καβάλας, 1922-1926: Εποικισμός, στέγαση και γεωργικός κλήρος”, Μνήμη 11 (Ιαν. 2014) 6-9 και Μνήμη 12 (Μάιος 2013) 18-19. Ως ενιαίο κείμενο διαθέσιμο και στο: http://lykourinos-kavala.blogspot.com/2016/12/1922-1926.html
[21] Σύμφωνα και με το Νηολόγιο της Καβάλας, μέχρι και τη δεκαετία του 1950 οι συνηθέστεροι τύποι των αλιευτικών σκαριών είναι: τρεχαντήρια, καραβόσκαρα, τράτες και περάματα. Για τους τύπους των σκαφών, “Τα παραδοσιακά μας σκάφη”, https://sites.google.com/site/greekboatplans/articles/traditional-boats-part-b. Για το σκαρί της παραδοσιακής τράτας, Αικατερίνης, ό.π., σ. 114-117
[22] Για τη συμβολή των προσφύγων αλιέων, Στ. Πελαγίδης, “Οι πρόσφυγες της Μακεδονίας στην οικονομική ζωή του τόπου”, Οι πρόσφυγες στη Μακεδονίας, έκδ. Ε.Μ.Σ., 2009, σελ. 106.
[23] Δ. Γλυφός, “Ο Ν. Καβάλας το 1951. Σε ό,τι δείχνει την υλικήν του πρόοδον”, Έρευνα, 3 (Ιαν. 1952), 5-6· Σ. Ζουμπουλάκης, “Η εφετινή ιχθυοπαραγωγή εις τον λιμένα Καβάλας”, Έρευνα, 8 (Ιούλ.-Αύγ. 1952), 9· Πέτρος Κώστας, “Τα παλιά ψαράδικα”, Μνήμη, 21 (Μάιος 2015), 1,14-15.
Τσεσμελήδες και άλλοι ψαράδες, περίπου 1950 
[24] Εκτός από το Νηολόγιο της Καβάλας, χρήσιμη πηγή αποτέλεσαν και τα παλιά Δημοτολόγια του Δήμου Καβάλας (απόκεινται στα Γ.Α.Κ. – Αρχεία Ν. Καβάλας). Πολλά στοιχεία για τους τρατάρηδες και ανεμοτρατάρηδες της Καβάλας προέρχονται από τις προσωπικές μνήμες, από τα βιώματα του τρατάρη πατέρα μου, Αναστάσιου Λυκουρίνου – Παρασχάρα, και από τις πληροφορίες που άντλησα κατά καιρούς από ανθρώπους του συγγενικού, φιλικού και χωριανού μας “κύκλου” (ιδιαίτερα από τους πληροφορητές μου αδελφούς Σταμάτη, Κώστα και Δημητρό Τζούμα). Τους οφείλω θερμές ευχαριστίες.



Ειδυλλιακό τοπίο στο μεταπολεμικό Dalyan, την παλιά Αγία Παρασκευή.

Το λιμάνι, δεκ. 1970



Από Βιοτεχνία Αλιπάστων Λαχουβάρη 
(φωτ. Αθηνάς Καραθάνου, Γ.Α.Κ. – Αρχεία Ν. Καβάλας)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου