“…προς ανέγερσιν εκκλησίας εις το Καραορμάνιον…” - Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στην Καβάλα, 1879-1888

“… προς ανέγερσιν εκκλησίας εις το Καραορμάνιον…”
Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, 1879-1888


Κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα η Καβάλα διανύει την πρώτη φάση του οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού της: αναπτύσσεται η καπνική οικονομία, κυρίως στους τομείς της επεξεργασίας και του εμπορίου· σημειώνεται ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση, ιδιαίτερα του ελληνικού στοιχείου· επεκτείνεται η πόλη και δημιουργούνται οι νέες εκτός των τειχών συνοικίες· παρατηρείται έντονη κοινωνική διαστρωμάτωση του πληθυσμού στο σύνολο της πόλης και στις τάξεις της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας (οι τάσεις αυτές θα συνεχιστούν και θα ολοκληρωθούν στις πρώτες δεκαετίας του 20ού αιώνα).[1]

Σύμφωνα με στατιστικό πίνακα που συνέταξε στα 1876 ο μητροπολίτης Ξάνθης Καλλίνικος,[2] οι 213 άνδρες, αρχηγοί οικογενειών της Ελληνικής Κοινότητας, μόνιμοι κάτοικοι της πόλης, παρουσιάζονται «υπό βιοποριστικήν έποψιν» ως εξής: 10 καπνέμποροι, 23 έμποροι, 99 επιτηδευματίες (προφανώς περιλαμβάνονται και οι καπνεργάτες), 68 γεωργοί, 11 «υπομίσθιοι» (μισθωτοί υπάλληλοι που εργάζονταν σε επιχειρήσεις, μικρομάγαζα, ίσως και σε σπίτια) και 2 μαθητευόμενοι.[3]

Το 1877, σύμφωνα με την ίδια έκθεση του μητροπολίτη Ξάνθης, από τις 287 μόνιμες οικογένειες της πόλης, 109 διαμένουν στη συνοικία «του Κάστρου» (δηλ. της Παναγίας), 93 στη «νέα συνοικία» (Αγίου Ιωάννη) και 85 στα «δύο προάστια» (προφανώς στα Ποταμούδια και, οι περισσότεροι, στο Καρά Ορμάν).

Η χωροταξική κατανομή του ελληνικού πληθυσμού αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική του διαστρωμάτωση: Οι πιο εύποροι κάτοικοι διαμένουν στις νέες χριστιανικές συνοικίες, κυρίως του Αγίου Ιωάννου και αργότερα την «Κεντρική» (μετέπειτα Αγίου Παύλου), τα Ποταμούδια προτιμώνται από τους εποχιακούς καπνεργάτες, που έρχονται στην πόλη κατά τις περιόδους επεξεργασίας του καπνού, ενώ οι περιοχές του Κιουτσούκ Ορμάν και του Καρά Ορμάν συγκεντρώνουν τους απασχολούμενους σε αγροτικές εργασίες, τους «λαχανοκηπουρούς» και «καπνοφυτευτάς».

Το 1879 οι κάτοικοι του απομακρυσμένου Καρά Ορμάν εκφράζουν το αίτημα να αποκτήσουν χώρο λατρείας στη συνοικία τους και βρίσκουν θερμή υποστήριξη από το μητροπολίτη Φιλόθεο. Όπως αναφέρει ο Φιλόθεος στη Συνεδρίαση των Προκρίτων της Κοινότητας της 10ης Ιουνίου 1879, οι χριστιανοί της περιοχής αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στην εκτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, «διότι στερούνται μεν Ιερού Ναού, δύσκολος δε και λίαν κοπιώδης αποβαίνει η μετάβασις αυτών εις τας ιεράς εκκλησίας προς ακρόασιν των ιερών ακολουθιών διά την υπάρχουσαν απόστασιν, ενώ και οι ιερείς της πόλεως λίαν ατελώς και δυσχερώς επαρκείν δύνανται εις τας πνευματικάς αυτών ανάγκας».[4] 

Η συνέλευση εγκρίνει ομοφώνως τις προτάσεις του μητροπολίτη: να τιμηθεί ο μελλοντικός ναός επ’ ονόματι του Αγίου  Αθανασίου Πατριάρχου Αλεξανδρείας· να χτιστεί η εκκλησία στο μέσον της συνοικίας, σε οικόπεδο που προσφέρει δωρεάν για το σκοπό αυτό ο Τούρκος γαιοκτήμονας Σαλή εφένδης· να εκλεγεί επιτροπή που θα συγκεντρώσει συνδρομές για την έναρξη και την αποπεράτωση του έργου.

Όπως φαίνεται, οι κάτοικοι του Καρά Ορμάν διαφωνούσαν μεταξύ τους σχετικά με το χώρο ανέγερσης της εκκλησίας. Έτσι στη συνεδρίαση της 13ης Δεκεμβρίου 1879  αποφασίστηκε να μεταβεί επί τόπου ο μητροπολίτης Φιλόθεος για να τους συμβιβάσει και να τους πείσει για την ορθότητα της αρχικής του πρότασης.[5]

Όμως χρειάστηκαν επτά ολόκληρα χρόνια μέχρι να εκδοθεί η άδεια της οθωμανικής κυβέρνησης. Η μεγάλη αυτή καθυστέρηση μπορεί να οφείλεται και στην εξασθένιση του αρχικού ενδιαφέροντος. Την περίοδο αυτή αναπτύσσεται σφοδρή αντιπαράθεση ανάμεσα στο μητροπολίτη και στα ηγετικά στρώματα της Ελληνικής Κοινότητας της Καβάλας, με αντικείμενο το περιεχόμενο και τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς της εκπαίδευσης.[6] Ο μητροπολίτης Φιλόθεος κάνει λόγο για «φατριασμούς», «κομματικόν σάλον», «νέκρωσιν και παραλυσίαν», «για το  όλως έκρυθμον των κοινοτικών πραγμάτων» και δηλώνει απογοητευμένος με τις επιλογές της Κοινότητας. Τονίζει με νόημα ότι αυτή η κατάσταση «παραλύει την καλήν αυτού θέλησιν υπέρ της τακτοποιήσεως αυτών (των κοινοτικών πραγμάτων) και τον ζήλον ον διατρέφει…» και τελικά απέχει από τα ζητήματα της Κοινότητας της Καβάλας.[7]

Όπως φαίνεται, το ενδιαφέρον αναζωπυρώνεται από το 1886,  αφότου τοποθετείται στη Μητρόπολη Ξάνθης ο μητροπολίτης Διονύσιος. Τότε ξαναρχίζουν οι προσπάθειες για την εκκλησία, «ης η έλλειψις ζημίαν ηθικήν τε και υλικήν προξενεί τοις κατοίκοις μεγίστην», όπως τόνιζαν σε κοινό έγγραφό τους προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο οι Δημογέροντες και οι Πρόκριτοι.[8]

Στις αρχές Νοεμβρίου 1886 η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα της  Καβάλας παραλαμβάνει το πολυαναμενόμενο σουλτανικό φιρμάνι για την ανέγερση εκκλησίας στο Καρά Ορμάν. Οι πρόκριτοι της Κοινότητας και οι εκπρόσωποι της συνοικίας με επιστολή τους ευχαριστούν τον Οικουμενικό Πατριάρχη για τις ενέργειές του και διά μέσου αυτού εκφράζουν και τα αισθήματα ευγνωμοσύνης τους προς τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμήτ, ο οποίος εκτός από την άδεια για την ανέγερση του ναού, δώρισε στη χριστιανική κοινότητα και τον αναγκαίο χώρο, ένα οικόπεδο 4.000 πήχεων. Ενημερώνουν επίσης το θρησκευτικό τους ηγέτη ότι απέστειλαν και ιδιαίτερο ευχαριστήριο έγγραφο προς το σουλτάνο, το οποία καταχωρίζεται στον κώδικα της κοινότητας: 

«Παναγιώτατε Δέσποτα, […] Ανέκφραστον χαράν ησθάνθημεν λαβόντες παρά του Αρχιερέως ημών το προ πολλού ανυπομόνως αναμενόμενον  αυτοκρατορικόν υψηλόν φιρμάνιον προς ανέγερσιν εκκλησίας εις Καραορμάνιον […] η δε Α.Μ. ο φιλόλαος και γενναιόδωρος ημών Άναξ Απτούλ Χαμήτ Χαν, αυθέντης ημών, ηυδόκησε να δωρήση τέσσαρες περίπου χιλιάδας πήχεις γης […] εχάρημεν αμέτρως επί τη τοιαύτη βασιλική δωρεά και εθεωρήσαμεν χρέος ημών απαραίτητον  δι’ ιδιαιτέρας ευχαριστηρίου ημών αναφοράς, να εκφράσωμεν τας ευχαριστίας προς την Α.Μ.[…]». Καβάλα, 4 Νοεμβρίου 1886.  Ακολουθούν 37 υπογραφές (βλ. φωτογρ. πριν από τις σημειώσεις) και το κείμενο της ευχαριστήριας επιστολής των Καβαλιωτών προς το Σουλτάνο (στην παλαιοτουρκική).[9]

Σύμφωνα με κάποιες πηγές, η εκκλησία εγκαινιάστηκε στις 8 Μαΐου του 1888. Όμως στον Κώδικα της Ελληνικής Κοινότητας, όπου καταχωρίζονται όλες οι πράξεις μέχρι και το Μάρτιο του 1889, δεν υπάρχει καμία σχετική αναφορά. Αντίθετα στα τέλη του 1888 επικυρώνονται οι λογαριασμοί και εκλέγονται επίτροποι μόνο στις δύο εκκλησίες της πόλης, της Παναγίας και του Αγίου Ιωάννου.

Το βέβαιο είναι ότι με δαπάνες των εύπορων μελών της Κοινότητας κτίστηκε αρχικά ο κυρίως ναός, εμβαδού 235 τ.μ., που ανήκει στο διαδεδομένο τύπο της τρίκλιτης βασιλικής και στο τέμπλο του φέρει εικόνες του 1889 (οι επεκτάσεις του ναού και τα πρόσθετα κτίσματα είναι μεταγενέστερα). Σύμφωνα με τις αναμνήσεις και τις γραπτές μαρτυρίες παλιών Καβαλιωτών, η εκκλησία χτίστηκε τελικά στο οικόπεδο του Καβαλιώτη Σαλή εφέντη. Η έκταση που προσέφερε ο σουλτάνος γειτνίαζε μ’ αυτό και χρησιμοποιήθηκε για την επέκταση του χώρου της.[10]

Η ενορία του Αγίου Αθανασίου περιλάμβανε τους χριστιανούς του Καρά Ορμάν και τους λίγους της περιοχής Σούγιολου, όχι όμως και της περιοχής Τηλεγράφου (μεταξύ των σημερινών οδών Ελληνικής και Γαλλικής Δημοκρατίας, πάνω από τα παλιά Δικαστήρια). Αυτή υπαγόταν στην ενορία της Παναγίας, παρότι σύμφωνα με τον Κανονισμό της Κοινότητας του 1899, Καρά Ορμάν και Τηλέγραφος αποτελούσαν ενιαία εκλογική περιφέρεια στις εκλογές για την ανάδειξη της «Αντιπροσωπείας» της Ελληνικής Κοινότητας.[11]

Με δεδομένο το μικρό αριθμό των ενοριτών και την περιορισμένη οικονομική τους δυνατότητα, ευνόητο είναι ότι η εκκλησία αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, τουλάχιστον κατά το πρώτο διάστημα. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι την εποχή εκείνη οι εκκλησίες, εκτός από τα αυτονόητα έξοδα (για λειτουργία, συντήρηση και προσωπικό του ναού) έπρεπε να συνεισφέρουν σεβαστά ποσά για τη λειτουργία των σχολείων της πόλης, τη συντήρηση της Μητρόπολης και άλλους κοινωφελείς σκοπούς (π.χ. νοσοκομείο, ανέγερση εκκλησίας Αγ. Παύλου). Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1905, όταν τίθεται ο θεμέλιος λίθος για τον Άγιο Παύλο, ο ναός του Αγίου Αθανασίου καλείται να συνεισφέρει 100 λίρες Τουρκίας για την ανέγερσή του («εάν δεν έχωσι χρήματα να συνάψωσι εν ανάγκη και δάνειον», τονίζει η “Αντιπροσωπεία” της Κοινότητας), ότι η επιτροπή του Αγ. Αθανασίου χορηγούσε ετησίως 40 λίρες στην Εφορεία των Σχολών κ.ά.[12]

Η επιτροπή του Αγίου Αθανασίου ήταν επιπλέον υποχρεωμένη να καταβάλει μισθό στον ιερέα της εκκλησίας (12 λίρες ετησίως), υπό τον όρο ότι αυτός θα διδάσκει, υπό την εποπτεία και επίβλεψη της Σχολικής Εφορείας, θα διδάσκει «τα μικρά παιδία της ενορίας εν τινι των δωματίων των κελίων της εκκλησίας».[13] Οι ιερείς δεν είχαν τότε τακτική μισθοδοσία· η Κοινότητα προσέφερε δωρεάν κατοικία στην ενορία τους κι ένα μικρό ποσό για καύσιμη ύλη, τίποτε περισσότερο. Έπρεπε λοιπόν να συντηρηθούν με τα «τυχηρά» (τις προαιρετικές προσφορές των πιστών) και τα δικαιώματά τους από τις ιεροτελεστίες. Αυτά όμως στην περίπτωση του Αγίου Αθανασίου (σε μικρότερο βαθμό και της Παναγίας), δεν επαρκούσαν για αξιοπρεπή διαβίωση.[14] Ως αντιστάθμισμα αποφασίστηκε, αποκλειστικά για την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, να έχει μόνιμο και μισθοδοτούμενο ιερέα. Όμως οι κατά καιρούς επιτροπές του ναού δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην υποχρέωσή τους και καθυστερούσαν την καταβολή του μισθού…





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Κ. Λυκουρίνου, «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι.- 1912) Η παλιά πόλη - συνοικία της Παναγίας» στο Η παλιά πόλη της Καβάλας (7ος π.χ. – 20ος αι. ) Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της ιστορίας, έκδ. Εξωραϊστικού  Πολιτιστικού Συλλόγου Παναγίας “Το Κάστρο”,  Καβάλα 2005, τ. 1, σ. 129-131.

[2]  Μέχρι το 1924 που ιδρύεται η «Μητρόπολις Καβάλλας και Νέστου», η Καβάλα υπάγεται εκκλησιαστικώς στη Μητρόπολη Ξάνθης και Περιθωρίου. Σημειώνουμε εδώ ότι από το 1885 στα έγγραφα της κοινότητας τίθεται η σφραγίδα «Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Καβάλλας» (και όχι Ξάνθης και Περιθωρίου, όπως ήταν η επίσημη επωνυμία της Μητρόπολης) και από το 1910 η σφραγίδα «Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Νεαπόλεως». Επίσης ότι από το 1913 ο μητροπολίτης Άνθιμος υπογράφει «ο Ξάνθης και Καβάλλας…» και όχι μόνο «ο Ξάνθης…», όπως υπέγραφαν μέχρι τότε όλοι οι μητροπολίτες. Αυτά πιθανόν αποσκοπούσαν στο να μετριαστεί κάπως το αίσθημα αδικίας των Ελλήνων της Καβάλας: Η πόλη τους είχε βαρύνουσα θέση στην ευρύτερη περιοχή, αποτελούσε όμως απλή επαρχία της μητροπολιτικής περιφέρειας της Ξάνθης.

[3] Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (ΑΥΕ) 1876/78/1, Ξάνθη 22-10-1877.

[4] Κώδιξ Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Καβάλλας, 1864-1889, σ. 204-205 (ο κώδικας απόκειται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους - Αρχεία Ν. Καβάλας). 

[5] Κώδιξ 1864-1889, σ. 227.

[6] Λυκουρίνου, «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου...», ό.π., σ. 180-185.

[7] Κώδιξ 1864-1889, σ. 200, 204.

[8] Κώδιξ 1864-1889, σ. 314-315.

[9] Κώδιξ 1864-1889, σ. 320-321.

[10] Ι. Πριμικίδη, «Χρονικά της Καβάλας», εφημ. Ταχυδρόμος Καβάλας, φ. 28-11-1984.

[11] Κανονισμός της εν Καβάλλα Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητος, εν Σμύρνη 1900.

[12]  Διοικητικός Κώδικας Αντιπροσωπείας και Δημογεροντίας Ελληνικής Κοινότητας Καβάλας, 1895-1908, διάφορες πράξεις, βλ. λήμμα "Άγ. Αθανάσιος" (ο Κώδικας είναι δημοσιευμένος: Ν. Ρουδομέτωφ, Η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα Καβάλας από έναν Κώδικα των ετών 1895-1908, Καβάλα 1998).

[13] Διοικητικός Κώδικας Αντιπροσωπείας και Δημογεροντίας, σ. 78 (απόφαση 19-12-1899). 

[14] Λυκουρίνου, «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου...», ό.π., σ. 174-176.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου