Η οργάνωση και διοίκηση της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας Καβάλας (1860-1913)
Ο θεσμός των κοινοτήτων και η οργάνωση της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας
Οι γνώσεις μας για τη συγκροτημένη κοινοτική ζωή των χριστιανών της Καβάλας αρχίζουν μόλις τη δεκαετία του 1860. Μέχρι τότε τίποτε δε γνωρίζουμε για την οργάνωση και διοίκηση της κοινότητάς τους. Υποθέτουμε ωστόσο ότι κάποιο κοινοτικό σύστημα διοίκησης θα είχε διαμορφωθεί εθιμικά στην κοινότητα των ελάχιστων ντόπιων χριστιανών κατοίκων, όπως και σε όλο τον τουρκοκρατούμενο Ελληνισμό. Αυτό άλλωστε υποδηλώνεται από τις ελάχιστες και αποσπασματικές πληροφορίες των αρχών της δεκαετίας του 1860. Σε πρακτικό του 1861 διαβάζουμε: «Ο Γ. Π. παραστάς έμπροσθεν ημών [του μητροπολίτη] και των τιμίων προεστώτων Καβάλλας...» και παρακάτω: «ηρωτήθη ο επίτροπος Ελευθέριος Πογιάρης...». Σε έγγραφο του 1862: «ερωτηθέντων των τζορμπατζήδων...» και «διετάξαμεν αρχιερατικώς τον κοτζάμπασιν Νικολήν (Πούλιου)...». Την ίδια χρονιά, όπως έχουμε δει, αναφέρεται σαφώς η ύπαρξη σχολικού εφόρου στην πόλη: «Ο υποφαινόμενος [Μιχαήλ Σπόντης]... κατά την διάρκειαν της προεδρίας και επιστασίας μου εις την ενταύθα σχολήν...»[1].
Τα δεδομένα αυτά μπορεί να απέχουν μόνο 2-3 χρόνια από
το 1864 (τότε οργανώνεται ουσιαστικά για πρώτη φορά η κοινότητα της Καβάλας),
ανήκουν όμως σε μιαν άλλη περίοδο της κοινοτικής αυτοδιοίκησης. Διευκρινίζουμε:
Μέχρι τη δεκαετία του 1860 η όποια εσωτερική οργάνωση και διοίκηση των
χριστιανικών κοινοτήτων (από σώματα προυχόντων, προκρίτων, προεστών,
τσορμπατζήδων, δημογερόντων, κοτσαμπάσηδων κλπ.) ήταν άτυπη. Οι
κοινότητες λειτουργούσαν χωρίς νομοθετική ρύθμιση, αλλά υπό την κάλυψη των
προνομίων της Εκκλησίας και την εποπτεία των κατά τόπους εκκλησιαστικών αρχών.
Μόνο την Εκκλησία (στην ουσία τον Πατριάρχη) αναγνώριζε το οθωμανικό κράτος ως
φορέα εκπροσώπησης των χριστιανών.
Ο θεσμός των κοινοτήτων αποκτά νομική υπόσταση και ενισχύεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1860. Με το νέο νομοθετικό πλαίσιο, οι κοινότητες αποτελούν οργανικό συστατικό της οθωμανικής τοπικής διοίκησης. Μέσω αυτών πραγματοποιείται η ένταξη και ενσωμάτωση των Ρωμιών στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα.[2] Από τότε, βάσει της νέας οθωμανικής νομοθεσίας, η διοίκηση των χριστιανικών (και των άλλων) κοινοτήτων ασκείται από τη Δημογεροντία, μέλος της οποίας ήταν αυτοδικαίως και ο επιχώριος μητροπολίτης ή ιερέας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι το 1864 έχουμε στην Καβάλα τη σύσταση Δημογεροντίας.
Η πολύ πρώιμη αυτή προσαρμογή στις νέες οθωμανικές ρυθμίσεις (αλλού έγινε πολύ αργότερα) οφείλεται και σ’ άλλο λόγο: Η όποια μέχρι τότε οργάνωση της αναπτυσσόμενης χριστιανικής κοινότητας δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες και απαιτήσεις των μελών της. «Τα κοινά ημών πράγματα διευθυνόμενα κατά το δοκούν εκάστω έφθασαν εις εσχάτην παραλυσίαν», διαπιστώνουν οι χριστιανοί της πόλης. Έτσι «λαβόντες υπ' όψιν την ελεηνήν κατάστασιν των πραγμάτων της Κοινότητός μας, απεφασίσαμεν προς διόρθωσιν αυτών ίνα αναθέσωμεν την διεύθυνσιν τούτων εις μίαν εξαμελή επιτροπήν Δημογεροντίαν ονομαζομένην». Μέσα λοιπόν στο πλαίσιο της νέας οθωμανικής νομοθεσίας προχωρούν στην σύσταση Δημογεροντίας και εκλέγουν ως δημογέροντες, με τριετή θητεία, τους Ελευθέριο Πογιάρη, Νικολή Πούλιου, Γιαννόπουλο Σωτηρίου, Μαυρουδή Ελευθερίου, Παναγιώτη Θεοδώρου και Παρασκευά Παρίσση.
Ο υποτυπώδης κανονισμός λειτουργίας («κοινόν συμφωνητικόν και υποσχετικόν γράμμα») αποκαλύπτει τον πόθο χριστιανών της πόλης να «προοδεύσωσι επί τα κρείτω». Στα 6 άρθρα του περιγράφονται τα βασικά καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των δημογερόντων: Να φροντίζουν για το «κοινόν σχολείον», να διαχειρίζονται συνετά τα οικονομικά της εκκλησίας και να εκδικάζουν, μαζί με τον μητροπολίτη, κάθε «μερική ή κοινή» υπόθεση της κοινότητας. Όποιος δημογέροντας δεν εκπληροί στο ακέραιο τα καθήκοντά του όχι μόνο θα παύεται αλλά και «θέλει είσθαι διά παντός άτιμος τη πατρίδι». Και τα μέλη της κοινότητας όμως υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις της Δημογεροντίας. Όποιος εναντιώνεται σ' αυτές «θέλει κατατρέχηται υπ' αυτής... και θέλει παιδεύεται αυστηρότατα προς σωφρονισμόν».
Η Δημογεροντία και τα "Σωματεία" - η ελληνοποίηση της ρωμαίικης Κοινότητας
Οι γνώσεις μας για τη συγκροτημένη κοινοτική ζωή των χριστιανών της Καβάλας αρχίζουν μόλις τη δεκαετία του 1860. Μέχρι τότε τίποτε δε γνωρίζουμε για την οργάνωση και διοίκηση της κοινότητάς τους. Υποθέτουμε ωστόσο ότι κάποιο κοινοτικό σύστημα διοίκησης θα είχε διαμορφωθεί εθιμικά στην κοινότητα των ελάχιστων ντόπιων χριστιανών κατοίκων, όπως και σε όλο τον τουρκοκρατούμενο Ελληνισμό. Αυτό άλλωστε υποδηλώνεται από τις ελάχιστες και αποσπασματικές πληροφορίες των αρχών της δεκαετίας του 1860. Σε πρακτικό του 1861 διαβάζουμε: «Ο Γ. Π. παραστάς έμπροσθεν ημών [του μητροπολίτη] και των τιμίων προεστώτων Καβάλλας...» και παρακάτω: «ηρωτήθη ο επίτροπος Ελευθέριος Πογιάρης...». Σε έγγραφο του 1862: «ερωτηθέντων των τζορμπατζήδων...» και «διετάξαμεν αρχιερατικώς τον κοτζάμπασιν Νικολήν (Πούλιου)...». Την ίδια χρονιά, όπως έχουμε δει, αναφέρεται σαφώς η ύπαρξη σχολικού εφόρου στην πόλη: «Ο υποφαινόμενος [Μιχαήλ Σπόντης]... κατά την διάρκειαν της προεδρίας και επιστασίας μου εις την ενταύθα σχολήν...»[1].
Με βάση τις ελάχιστες αυτές αναφορές εικάζουμε ότι στα
μέσα του 19ου αιώνα η χριστιανική κοινότητα διοικείται από ένα σώμα προκρίτων (προεστώτων
ή τσορμπατζήδων), επικεφαλής των οποίων ήταν ο κοτζάμπασης της κοινότητας. Δε
γνωρίζουμε τον τρόπο εκλογής των προκρίτων ούτε τις αρμοδιότητές τους.
Υποθέτουμε όμως ότι ήταν υπεύθυνοι για τη ρύθμιση διαφόρων εσωτερικών θεμάτων
της κοινότητας (π.χ. την κατανομή, είσπραξη και απόδοση φόρων) ή ιδιωτικών
υποθέσεων των μελών της (π.χ. την επίλυση διαφορών), πάντα υπό την εποπτεία της
εκκλησιαστικής αρχής. Επικεφαλής της κοινότητας ήταν βέβαια ο μητροπολίτης
Ξάνθης (ο “χαήρ δουατζής της Ισκετζέ”), τον οποίον εκπροσωπούσε τότε στην Καβάλα ένας λαϊκός (μη
κληρικός) αντιπρόσωπος (“βεκίλης”).
Το εισαγωγικό έγγραφο του Κώδικα της Κοινότητας, με υπογραφή και σφραγίδα του Μητροπολίτη Ξάνθης Διονυσίου και σφραγίδα της εκκλησίας της Παναγίας |
Ο θεσμός των κοινοτήτων αποκτά νομική υπόσταση και ενισχύεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1860. Με το νέο νομοθετικό πλαίσιο, οι κοινότητες αποτελούν οργανικό συστατικό της οθωμανικής τοπικής διοίκησης. Μέσω αυτών πραγματοποιείται η ένταξη και ενσωμάτωση των Ρωμιών στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα.[2] Από τότε, βάσει της νέας οθωμανικής νομοθεσίας, η διοίκηση των χριστιανικών (και των άλλων) κοινοτήτων ασκείται από τη Δημογεροντία, μέλος της οποίας ήταν αυτοδικαίως και ο επιχώριος μητροπολίτης ή ιερέας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι το 1864 έχουμε στην Καβάλα τη σύσταση Δημογεροντίας.
Η πολύ πρώιμη αυτή προσαρμογή στις νέες οθωμανικές ρυθμίσεις (αλλού έγινε πολύ αργότερα) οφείλεται και σ’ άλλο λόγο: Η όποια μέχρι τότε οργάνωση της αναπτυσσόμενης χριστιανικής κοινότητας δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες και απαιτήσεις των μελών της. «Τα κοινά ημών πράγματα διευθυνόμενα κατά το δοκούν εκάστω έφθασαν εις εσχάτην παραλυσίαν», διαπιστώνουν οι χριστιανοί της πόλης. Έτσι «λαβόντες υπ' όψιν την ελεηνήν κατάστασιν των πραγμάτων της Κοινότητός μας, απεφασίσαμεν προς διόρθωσιν αυτών ίνα αναθέσωμεν την διεύθυνσιν τούτων εις μίαν εξαμελή επιτροπήν Δημογεροντίαν ονομαζομένην». Μέσα λοιπόν στο πλαίσιο της νέας οθωμανικής νομοθεσίας προχωρούν στην σύσταση Δημογεροντίας και εκλέγουν ως δημογέροντες, με τριετή θητεία, τους Ελευθέριο Πογιάρη, Νικολή Πούλιου, Γιαννόπουλο Σωτηρίου, Μαυρουδή Ελευθερίου, Παναγιώτη Θεοδώρου και Παρασκευά Παρίσση.
Ο υποτυπώδης κανονισμός λειτουργίας («κοινόν συμφωνητικόν και υποσχετικόν γράμμα») αποκαλύπτει τον πόθο χριστιανών της πόλης να «προοδεύσωσι επί τα κρείτω». Στα 6 άρθρα του περιγράφονται τα βασικά καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των δημογερόντων: Να φροντίζουν για το «κοινόν σχολείον», να διαχειρίζονται συνετά τα οικονομικά της εκκλησίας και να εκδικάζουν, μαζί με τον μητροπολίτη, κάθε «μερική ή κοινή» υπόθεση της κοινότητας. Όποιος δημογέροντας δεν εκπληροί στο ακέραιο τα καθήκοντά του όχι μόνο θα παύεται αλλά και «θέλει είσθαι διά παντός άτιμος τη πατρίδι». Και τα μέλη της κοινότητας όμως υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις της Δημογεροντίας. Όποιος εναντιώνεται σ' αυτές «θέλει κατατρέχηται υπ' αυτής... και θέλει παιδεύεται αυστηρότατα προς σωφρονισμόν».
Η Δημογεροντία και τα "Σωματεία" - η ελληνοποίηση της ρωμαίικης Κοινότητας
Σε αντίθεση με άλλες πόλεις (π.χ. τη γειτονική Ξάνθη, όπου η Δημογεροντία ήταν για πολλά χρόνια το μόνο διοικητικό όργανο), στην Καβάλα η Δημογεροντία δεν
απέκτησε ουσιαστικές διοικητικές αρμοδιότητες. Από την αρχή αντιμετωπίστηκε όχι
ως θεσμός της κοινοτικής αυτοδιοίκησης, αλλά ως μηχανισμός του οθωμανικού
κράτους, γι’ αυτό και απογυμνώθηκε από διοικητικές εξουσίες. Ήδη αναφέραμε ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1870 (την περίοδο δηλ. που στις ελληνικές κοινότητες αντιπαρατίθενται οι φορείς της εθνικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων με τους
φορείς της πανορθόδοξης πολιτικής του Οικουμενική Πατριαρχείου) η Δημογεροντία
έχει περιπέσει σε πλήρη ανυποληψία και σχεδόν δεν λειτουργεί. Γενικά στην Καβάλα
ο ρόλος της περιορίζεται στη διαχείριση οικονομικών ζητημάτων, στην επίλυση
οικονομικών διαφορών και στην τυπική εκπροσώπηση της κοινότητας προς τις
τουρκικές αρχές (π.χ. συλλογή και απόδοση φόρων), σύμφωνα με την ισχύουσα
οθωμανική νομοθεσία.[3]
Και ενώ η Δημογεροντία περιορίζεται σε ρόλο τυπικό και διεκπεραιωτικό, στην Καβάλα η διοίκηση ασκείται από άλλες κοινοτικές αρχές. Κάποιες από αυτές έχουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες, όπως οι εφορείες των εκπαιδευτικών και ευαγών ιδρυμάτων και οι επιτροπές των εκκλησιών. Κάποιες άλλες έχουν ευρύτατες εξουσίες, όπως η «Κεντρική Επιτροπή» και η «Αντιπροσωπεία», που αποτελούν τα ανώτατα νομοθετικά και εκτελεστικά σώματα της κοινότητας.[4]
Σε αντίθεση με τις εκκλησιαστικές αρχές και τις δημογεροντίες, που έχουν «δοτή» εξουσία και αποτελούν μηχανισμούς σύνδεσης της κοινότητας με την οθωμανική διοίκηση, οι τελευταίες είναι γνήσιοι θεσμοί της κοινοτικής αυτοδιοίκησης. Αντλούν την εξουσία τους όχι από το οθωμανικό κράτος, αλλά από την κοινότητα, λειτουργούν μέσα στα πλαίσια που αυτή καθορίζει (λ.χ. με τους Κανονισμούς της) και υλοποιούν τις αποφάσεις της. Αποτελούν, με δυο λόγια, έκφραση των επιλογών της κοινότητας και του συσχετισμού των κοινωνικών – «πολιτικών» δυνάμεών της. Οι κοινοτικές αυτές αρχές δεν έχουν νομική αναγνώριση από την τουρκική διοίκηση, αφού βρίσκονται έξω από το πλαίσιό της, και λειτουργούν άτυπα, ως σωματεία.
Είναι φανερό ότι όλα αυτά συνιστούν μίαν υπέρβαση: Με τις νέες αυτές κοινοτικές αρχές, η κοινότητα ξεπερνά το ρόλο της ως συστατικού της οθωμανικής διοίκησης και ως μηχανισμού ενσωμάτωσης των Ρωμιών στο οθωμανικό σύστημα και γίνεται πραγματικά αυτοδιοικούμενος πολιτικός οργανισμός των υπόδουλων και πυρήνας ελληνικής ζωής.
Τον έλεγχο των νέων αυτών κοινοτικών αρχών έχει από τη
δεκαετία του 1870 η εμπορική - αστική τάξη της πόλης. Υπό την ηγεσία αυτής της τάξης, η οποία, όπως προαναφέραμε, αναγνωρίζει το ελληνικό κράτος ως εθνική αρχή των υπόδουλων,
συντελείται η ελληνοποίηση της κοινότητας. Δεσπόζουσα θέση στα διοικητικά της
πράγματα, και από την άποψη της επιρροής που ασκούν και από την άποψη της
κατοχής κοινοτικών θέσεων εξουσίας, έχουν οι Έλληνες υπήκοοι της πόλης. Αυτοί,
αν και υπήκοοι ξένου κράτους (του Ελληνικού Βασιλείου), έχουν και το καθεστώς
του Ρωμιού, αφού είναι μέλη της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας με πλήρη δικαιώματα.
Η Εκκλησία, που εξακολουθεί να είναι η τυπική αρχή της κοινότητας, αποδέχεται την ύπαρξη και τον εξουσιαστικό ρόλο των νέων αυτών κοινοτικών αρχών (άλλωστε το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο εγκρίνει τους κοινοτικούς κανονισμούς που ψηφίζονται από την κάθε κοινότητα). Αποδέχεται με δυο λόγια τη μετεξέλιξη των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων και την ελληνοποίησή τους. Όχι όμως χωρίς αντιδράσεις. Η διελκυστίνδα με έπαθλο την ηγεσία της κοινότητας φαίνεται πως καλά κρατούσε στην Καβάλα μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας.
Όπως προαναφέραμε, στα τέλη της δεκαετίας του 1870 η κοινότητα ταράσσεται από “φατριασμούς” και “κομματικόν σάλον”, αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους εκφραστές της εθνικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων και τους φορείς της πανορθόδοξης πολιτικής του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 οι εκθέσεις των Λαζαριστών της Καβάλας κάνουν λόγο για “γενική σύρραξη”, για την οποία υπεύθυνο θεωρούν το “λαϊκό στοιχείο”. «Η ελληνική Εκκλησία – τονίζουν - είναι διαχωρισμένη από το λαϊκό στοιχείο, γνωστό με το όνομα Έφορος(!). Αυτοί οι έφοροι κάνουν ό,τι θέλουν… και ο επίσκοπος είναι υποχρεωμένος συχνά να υφίσταται τις αποφάσεις τους… και έτσι είναι η μια δύναμη απέναντι σε μια άλλη δύναμη». Λίγα χρόνια αργότερα, το 1902, σε συνεδρίαση της Εφορείας των Σχολών αμφισβητείται αν ο αρχιερατικός επίτροπος, πρόεδρος της Εφορείας, έχει δικαίωμα ψήφου!
Χαρακτηριστικό της αντιπαράθεσης των δύο πόλων εξουσίας, αλλά και της προσπάθειας να διατηρηθούν οι ισορροπίες, είναι το εξής: Η επταμελής επιτροπή που συνέταξε το σχέδιο του Κανονισμού της Κοινότητας Καβάλας του 1907 προτείνει για το άρθρο 2: «Η Κοινότης διοικεί τα εαυτής Κυβερνητικώς μεν διά της Δημογεροντίας, Κοινοτικώς δε διά των εξής Σωματείων». Η Συνέλευση των Πληρεξουσίων της πόλης επιψηφίζει προσθέτοντας απλώς μία λέξη: «... διά των εξής κοινοτικών Σωματείων...». Στην τελική μορφή του Κανονισμού, όπως "διορθώθηκε" από τον μητροπολίτη, το άρθρο 2 εμφανίζεται: «Η Κοινότης διοικεί τα εαυτής διά της Δημογεροντίας και των εξής Σωματείων».
Όσον αφορά τη θέση της Εκκλησίας στην κοινότητα, είναι
αναγκαίο να αποσαφηνίσουμε το εξής, εν πολλοίς αυτονόητο: Η σταδιακή μείωση της
διοικητικής ισχύος της Εκκλησίας δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως απώλεια του κύρους
της, πολύ δε περισσότερο ως αποδυνάμωση του πνευματικού της ρόλου. Ούτε όμως
και ως υποχώρηση της επιρροής της. Αρκετές είναι οι ενδείξεις ότι κατά την
περίοδο των ενδοκοινοτικών συγκρούσεων (δεκ. 1870 και 1880) τα λαϊκά στρώματα
στην πλειονότητά τους δεν αντιτίθενται στις επιλογές της Εκκλησίας. Καθώς όμως
οι κατώτερες τάξεις μένουν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής της κοινότητας, δεν
μπορούν να επηρεάσουν αποφασιστικά τις πολιτικές επιλογές και τους ιδεολογικούς
προσανατολισμούς της.
Και ενώ η Δημογεροντία περιορίζεται σε ρόλο τυπικό και διεκπεραιωτικό, στην Καβάλα η διοίκηση ασκείται από άλλες κοινοτικές αρχές. Κάποιες από αυτές έχουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες, όπως οι εφορείες των εκπαιδευτικών και ευαγών ιδρυμάτων και οι επιτροπές των εκκλησιών. Κάποιες άλλες έχουν ευρύτατες εξουσίες, όπως η «Κεντρική Επιτροπή» και η «Αντιπροσωπεία», που αποτελούν τα ανώτατα νομοθετικά και εκτελεστικά σώματα της κοινότητας.[4]
Σε αντίθεση με τις εκκλησιαστικές αρχές και τις δημογεροντίες, που έχουν «δοτή» εξουσία και αποτελούν μηχανισμούς σύνδεσης της κοινότητας με την οθωμανική διοίκηση, οι τελευταίες είναι γνήσιοι θεσμοί της κοινοτικής αυτοδιοίκησης. Αντλούν την εξουσία τους όχι από το οθωμανικό κράτος, αλλά από την κοινότητα, λειτουργούν μέσα στα πλαίσια που αυτή καθορίζει (λ.χ. με τους Κανονισμούς της) και υλοποιούν τις αποφάσεις της. Αποτελούν, με δυο λόγια, έκφραση των επιλογών της κοινότητας και του συσχετισμού των κοινωνικών – «πολιτικών» δυνάμεών της. Οι κοινοτικές αυτές αρχές δεν έχουν νομική αναγνώριση από την τουρκική διοίκηση, αφού βρίσκονται έξω από το πλαίσιό της, και λειτουργούν άτυπα, ως σωματεία.
Είναι φανερό ότι όλα αυτά συνιστούν μίαν υπέρβαση: Με τις νέες αυτές κοινοτικές αρχές, η κοινότητα ξεπερνά το ρόλο της ως συστατικού της οθωμανικής διοίκησης και ως μηχανισμού ενσωμάτωσης των Ρωμιών στο οθωμανικό σύστημα και γίνεται πραγματικά αυτοδιοικούμενος πολιτικός οργανισμός των υπόδουλων και πυρήνας ελληνικής ζωής.
Η Εκκλησία, που εξακολουθεί να είναι η τυπική αρχή της κοινότητας, αποδέχεται την ύπαρξη και τον εξουσιαστικό ρόλο των νέων αυτών κοινοτικών αρχών (άλλωστε το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο εγκρίνει τους κοινοτικούς κανονισμούς που ψηφίζονται από την κάθε κοινότητα). Αποδέχεται με δυο λόγια τη μετεξέλιξη των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων και την ελληνοποίησή τους. Όχι όμως χωρίς αντιδράσεις. Η διελκυστίνδα με έπαθλο την ηγεσία της κοινότητας φαίνεται πως καλά κρατούσε στην Καβάλα μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας.
Όπως προαναφέραμε, στα τέλη της δεκαετίας του 1870 η κοινότητα ταράσσεται από “φατριασμούς” και “κομματικόν σάλον”, αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους εκφραστές της εθνικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων και τους φορείς της πανορθόδοξης πολιτικής του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 οι εκθέσεις των Λαζαριστών της Καβάλας κάνουν λόγο για “γενική σύρραξη”, για την οποία υπεύθυνο θεωρούν το “λαϊκό στοιχείο”. «Η ελληνική Εκκλησία – τονίζουν - είναι διαχωρισμένη από το λαϊκό στοιχείο, γνωστό με το όνομα Έφορος(!). Αυτοί οι έφοροι κάνουν ό,τι θέλουν… και ο επίσκοπος είναι υποχρεωμένος συχνά να υφίσταται τις αποφάσεις τους… και έτσι είναι η μια δύναμη απέναντι σε μια άλλη δύναμη». Λίγα χρόνια αργότερα, το 1902, σε συνεδρίαση της Εφορείας των Σχολών αμφισβητείται αν ο αρχιερατικός επίτροπος, πρόεδρος της Εφορείας, έχει δικαίωμα ψήφου!
Χαρακτηριστικό της αντιπαράθεσης των δύο πόλων εξουσίας, αλλά και της προσπάθειας να διατηρηθούν οι ισορροπίες, είναι το εξής: Η επταμελής επιτροπή που συνέταξε το σχέδιο του Κανονισμού της Κοινότητας Καβάλας του 1907 προτείνει για το άρθρο 2: «Η Κοινότης διοικεί τα εαυτής Κυβερνητικώς μεν διά της Δημογεροντίας, Κοινοτικώς δε διά των εξής Σωματείων». Η Συνέλευση των Πληρεξουσίων της πόλης επιψηφίζει προσθέτοντας απλώς μία λέξη: «... διά των εξής κοινοτικών Σωματείων...». Στην τελική μορφή του Κανονισμού, όπως "διορθώθηκε" από τον μητροπολίτη, το άρθρο 2 εμφανίζεται: «Η Κοινότης διοικεί τα εαυτής διά της Δημογεροντίας και των εξής Σωματείων».
Η διοίκηση της κοινότητας – τα διοικητικά όργανα
Στα πρώτα χρόνια του οργανωμένου βίου της (δεκαετίες 1860 και 1870) η κοινότητα διοικείται από τη Γενική Συνέλευση των κατοίκων, στην οποία κυρίαρχη παρουσία έχουν οι πλούσιοι έμποροι της πόλης. Οι κάτοικοι της Καβάλας συγκεντρώνονται τότε «εν τη μεγάλη αιθούση της αλληλοδιδακτικής σχολής» ή «εν τη Μητροπόλει», στην Παναγία, και από τη δεκαετία του 1880 στο Αρρεναγωγείο, και αποφασίζουν για τα τρέχοντα ζητήματα της κοινότητας ή εκλέγουν τους εφόρους των σχολείων και τους επιτρόπους των εκκλησιών. Οι αποφάσεις λαμβάνονται αρχικά «διά βοής» και αργότερα με μυστική ψηφοφορία. Αυτή πρωτοαναφέρεται το 1883 και πρέπει να καθιερώνεται με τον Κανονισμό του 1888, που δυστυχώς δεν έχει καταχωριστεί στον Κώδικα. Η Γενική Συνέλευση εξακολουθεί να αποτελεί, τυπικά τουλάχιστον, το ανώτατο διοικητικό σώμα της κοινότητας μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Η λειτουργία όμως ενός τόσο πολυπρόσωπου οργάνου (77 άτομα υπογράφουν σε πρακτικό του 1888) είναι δυσχερής. Έτσι καταργείται με τον Κανονισμό του 1899 και έκτοτε συγκαλείται μόνο για την εκλογή δημογερόντων, όπως επέβαλλαν οι οθωμανικοί νόμοι.
Ήδη όμως από τις πρώτες αυτές δεκαετίες είναι φανερή η
τάση να περάσει και τυπικά ο έλεγχος των κοινών πραγμάτων στο ανώτερο
κοινωνικοοικονομικό στρώμα της πόλης. Το 1874 εμφανίζεται η «Γενική Συνέλευση
των Προκρίτων», που διατηρείται με κάποιες αλλαγές μέχρι περίπου το 1890. Το
όργανο αυτό δεν είναι αντιπροσωπευτικό, αφού οι πρόκριτοι, «το σεβαστόν κοινόν», δεν είναι εκλεγμένοι. Απλώς συγκαλούνται «εθιμικώ δικαίω» από τον μητροπολίτη, με ονομαστικές μάλιστα προσκλήσεις («διά γραμματίων»), και συνεδριάζουν κάθε
φορά που ο ιεράρχης επισκέπτεται την Καβάλα. Άλλοτε «εις το κελλίον του Αγίου Ιωάννου», άλλοτε «εν τη Σχολή της άνω συνοικίας», ακόμη και σε ιδιωτικούς χώρους, όπως την οικία της οικογένειας
Γρηγοριάδη. Ο αριθμός των εκάστοτε καλούμενων είναι μεγάλος, όχι όμως και
σταθερός (κυμαίνεται από 10 μέχρι 30). Σταθερή δεν είναι επίσης η σύνθεση του
σώματος. Στην πλήρη ανάπτυξή του αποτελείται από τους «εντιμοτάτους εμπόρους, δημογέροντας, εφόρους των σχολών και επιτρόπους των εκκλησιών». Σε κάποιες
περιπτώσεις η σύνθεση του σώματος φαίνεται να εξαρτάται από τα θέματα που
συζητώνται (για τα οικονομικά μετέχουν οι δημογέροντες, για τα εκπαιδευτικά οι
έφοροι κλπ.), πολλές φορές όμως τα κριτήρια επιλογής των προσκαλούμενων δεν
είναι φανερά.
Πρόκειται μάλλον μια πιο «ευέλικτη» μορφή της Γενικής Συνέλευσης των κατοίκων, προς το «αριστοκρατικότερο» βέβαια, αφού το σώμα αυτό συγκροτείται από τους διακεκριμένους, «ευυπολήπτους», και γενικής αποδοχής κατοίκους της κοινότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συνέλευση, ακόμη και με τη «νόμιμη απαρτία», αποφεύγει να πάρει οριστικές αποφάσεις σε περιπτώσεις απουσίας συμπολιτών με «μεγάλην βαρύτητα εις τα κοινά πράγματα» και θεωρεί επιβεβλημένο να θέσει εκ των υστέρων τις όποιες συζητήσεις και προσωρινές αποφάσεις υπό την έγκρισή τους.
Οι Πρόκριτοι έχουν εκτεταμένες αρμοδιότητες: εκλέγουν κατά καιρούς τους εφόρους, τους επιτρόπους, ακόμη και τους δημογέροντες (σε επαναληπτικές εκλογές, δηλ. μετά από παραίτηση των μελών της Δημογεροντίας). Τείνουν δηλ. να υποκαταστήσουν και ίσως να θέσουν στο περιθώριο τη Γενική Συνέλευση της κοινότητας. Αυτή ωστόσο εξακολουθεί να συγκαλείται μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα για κεφαλαιώδη θέματα (π.χ. για να αποφασίσει για τον τρόπο χρηματοδότησης των σχολείων) κι όχι για ζητήματα απλής διαχείρισης. Πάντως με τη Συνέλευση των Προκρίτων γίνεται το πρώτο βήμα για τη μετάβαση από την «άμεση διοίκηση» της ολιγομελούς κοινότητας στην «αντιπροσωπευτική διοίκηση» της μεγάλης πόλης.
Εξέλιξη του άτυπου, όπως όλα δείχνουν, σώματος των Προκρίτων πρέπει να είναι η βραχύβια «Κεντρική Επιτροπή» (Ιούν. 1894 - Ιούν. 1896). Ο χαρακτηρισμός της ως «ανωτάτου σωματείου» της Ελληνικής Κοινότητας εκφράζει μάλλον τις προθέσεις ή τις ευχές των εμπνευστών της κι όχι τις πραγματικές εξουσίες της. Υποθέτουμε ότι προορισμός της ήταν να παίξει το ρόλο της μετέπειτα Αντιπροσωπείας. Αυτό δεν έγινε, είτε γιατί θεωρήθηκε υπέρμετρα συγκεντρωτική (στο 7μελές της Δ.Σ. δεν μπορούσαν να εκπροσωπούνται όλες οι συνοικίες – ενορίες της πόλης), είτε γιατί δεν υπήρχε ακόμη το θεσμικό πλαίσιο (Κανονισμός της Κοινότητας) που θα την εξόπλιζε με εξουσίες. Δε γνωρίζουμε επίσης αν η σύστασή της αποφασίστηκε από τη Γενική Συνέλευση των κατοίκων, ούτε αν τα μέλη της εξελέγησαν απ’ αυτήν.
Τομή στα διοικητικά πράγματα της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Καβάλας σημειώνεται στο πέρασμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα. Τότε η κοινότητα, προκειμένου να εκλέξει τα μέλη του νεοσύστατου ανώτατου διοικητικού οργάνου της, της Αντιπροσωπείας, διαιρεί την πόλη σε πέντε (5) εκλογικές περιφέρειες: 1) Του Αγίου Ιωάννου και του Κιουτσούκ Ορμάν, 2) των Ποταμουδίων, 3) της Κεντρικής Συνοικίας (μετέπειτα του Αγίου Παύλου), 4) του Μαχαλά (δηλ. της Παναγίας) και 5) του Τηλεγράφου και του Καρά Ορμάν.[5]
Σύμφωνα με τον Κανονισμό του 1899, σε κάθε περιφέρεια συντάσσεται χωριστός εκλογικός κατάλογος, στον οποίο περιλαμβάνονται οι έχοντες δικαίωμα ψήφου (εκλογείς) και οι υποψήφιοι αντιπρόσωποι (εκλέξιμοι). Οι τελευταίοι μπορεί να προέρχονται και από άλλη περιφέρεια της πόλης. Η εκλογική συνέλευση συγκαλείται κάθε τέσσερα χρόνια την 1η Νοεμβρίου σε καθορισμένο τόπο (π.χ. της 4ης περιφέρειας στο Νηπιαγωγείο της Παναγίας) και η εκλογή των αντιπροσώπων γίνεται με μυστική ψηφοφορία. Ο αριθμός των αντιπροσώπων που εκλέγει κάθε περιφέρεια καθορίζεται στο 5% των εκλογέων της.
Στις εκλογές του 1899 ψήφισαν 729 εκλογείς και εξελέγησαν συνολικά 35 αντιπρόσωποι. Η περιφέρεια του Αγίου Ιωάννου - Κιουτσούκ Ορμάν, με 128 εκλογείς εξέλεξε 6 αντιπροσώπους. Των Ποταμουδίων, με 91 εκλογείς, εξέλεξε 5 αντιπροσώπους. Της Κεντρικής, με 235 εκλογείς, 11 αντιπροσώπους. Του Μαχαλά, με 135 εκλογείς, 6 αντιπροσώπους. Του Τηλεγράφου - Καρά Ορμάν, με 140 εκλογείς, 7 αντιπροσώπους.
Στις εκλογές του 1903 ο αριθμός των εκλογέων και των εκλεγόμενων αντιπροσώπων είχε κατά συνοικία ως εξής: του Αγίου Ιωάννου - Κιουτσούκ Ορμάν, 210 - 10 ● των Ποταμουδίων, 187 - 9 ● της Κεντρικής, 270 - 13 ● του Μαχαλά (Παναγίας), 97 - 5 ● του Τηλεγράφου - Καρά Ορμάν, 159 - 8.
Ο Κανονισμός του 1907 μειώνει τις εκλογικές περιφέρειες σε τέσσερις, ώστε να ταυτίζονται με τις αντίστοιχες εκκλησιαστικές (Παναγίας, Αγ. Ιωάννου, Αγ. Αθανασίου και Αγ. Παύλου). Περιορίζει επίσης τον αριθμό των αντιπροσώπων από 35 σε 21 και αλλάζει τον τρόπο εκλογής τους: Κάθε περιφέρεια εκλέγει τους «πληρεξουσίους» της (5% των εκλογέων και εκλεξίμων της, συνολικά 75). Αυτοί συνέρχονται το Φεβρουάριο του 1908 και εκ των ιδίων εκλέγουν τους 21 αντιπροσώπους της κοινότητας, που ήταν οι: Κλ. Τερμεντζής, Θ. Καλαϊτζής, Μιχ. Αθανασιάδης, Θεόδ. Ρακιτζής, Γ. Λόγης, Γ. Γοργίας, Ι. Κονσουλίδης, Στ. Ι. Φέσσας, Γ. Θεοδωρούδης, Κ. Βουλγαρίδης, Ι. Ζωίδης, Γρ. Γρηγοριάδης, Ι. Καλέντζης, Κάρ. Σπόντης, Στ. Πουλίδης, Κ. Χρ. Ιωάννου, Ευστ. Τζοάνου, Αλ. Δημητρακόπουλος, Δημ. Μπακιρτζής και Γ. Πρωτόπαπας.
Όπως γίνεται αντιληπτό, με την τελευταία αυτή αλλαγή του 1907 καταργείται ουσιαστικά η μέχρι τότε ισότιμη εκπροσώπηση όλων των περιφερειών - συνοικιών στην Αντιπροσωπεία της Κοινότητας (θεωρητικά ισότιμη, βέβαια, αφού, όπως είδαμε, οι υποψήφιοι αντιπρόσωποι κάθε περιφέρειας μπορούσαν να προέρχονται και από άλλες συνοικίες της πόλης). Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στα ονόματα των 21 αντιπροσώπων που αναδείχθηκαν από την εκλογική διαδικασία του 1907-1908, δύσκολα μπορούμε να αναγνωρίσουμε πάνω από δύο αντιπροσώπους του Μαχαλά, ίσως τους Κλ. Τερμεντζή και Στ. Πουλίδη, το ίδιο και για το Καρά Ορμάν.
Η Αντιπροσωπεία, γνήσιος θεσμός της κοινοτικής αυτοδιοίκησης της Καβάλας, είναι μετά το 1899 το ανώτατο «σωματείο» της κοινότητας. Οι εξουσίες της είναι εκτεταμένες: αποφασίζει για τα ζητήματα της κοινοτικής ζωής, εκλέγει τα υπόλοιπα «σωματεία» και ελέγχει τη λειτουργία τους, έχοντας μέχρι και τη δυνατότητα να τα παύσει.[6]
Η εκλογή των αρχόντων – ο ταξικός και δημοκρατικός χαρακτήρας της κοινότητας
Οι κοινοτικές αρχές αναδεικνύονται, στις πλείστες τουλάχιστον των περιπτώσεων, άμεσα ή έμμεσα με την ψήφο των μελών της κοινότητας. Ισχύει έτσι, κατ' επίφασιν έστω και βέβαια σε ατελή και προδρομική μορφή, η αρχή της «λαϊκής κυριαρχίας». Μέλη της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος της Καβάλας ήσαν όλοι οι ορθόδοξοι κάτοικοί της, ανεξαρτήτως υπηκοότητας. Δικαίωμα όμως του εκλέγειν και εκλέγεσθαι είχαν μόνο οι μόνιμοι κάτοικοι, όσοι δηλ. είχαν συμπληρώσει πενταετή τουλάχιστον συνεχή διαμονή στην Καβάλα (οι άνδρες, εννοείται), ηλικίας άνω των 25 και 30 χρόνων, αντίστοιχα. Οι προσωρινοί κάτοικοι θεωρούνταν κατά τα άλλα ισότιμοι με τους μόνιμους, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους προς την κοινότητα (π.χ. κατέβαλλαν την αρχιερατική επιχορήγηση).[7] Την υποχρέωση αυτή φαίνεται πως την αναλάμβαναν με «υποσχετικό έγγραφο». Π.χ. ο Αναστάσιος Α. από χωριό του Δήμου Λαμπίας της Στερεάς Ελλάδος δίνει γραπτή υπόσχεση «να φυλάξει όσα και λοιποί κάτοικοι Καβάλλας, να δίδη κατ' έτος εκκλησιαστικά χρέη και λοιπά, όσα της δυνάμεώς του, ως αποκατασταθείς ενταύθα εις Καβάλλαν» (1864).
Κριτήρια για την εκλογή των κοινοτικών αρχόντων ήταν η τιμιότητα, η φρόνηση και οι ικανότητές τους, κυρίως όμως η οικονομική δύναμη και το κύρος τους. Αρκετά από τα μέλη της κοινότητας ήσαν σχεδόν ισόβια στα κοινοτικά «σωματεία» της (Εφορεία των Σχολών, Επιτροπές των Ιερών Ναών κλπ.). Αναφέρουμε ως παράδειγμα τον Μιχαήλ Σπόντη, μεγάλο ευεργέτη της κοινότητας. Ήταν τέτοια η εκτίμηση που έτρεφε προς το πρόσωπό του η πόλη, ώστε απόντος αυτού κανένα όργανο δε συνεδρίαζε ή δεν έπαιρνε αποφάσεις.
Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα δεν υπήρχαν οικονομικού χαρακτήρα περιορισμοί για την ανάληψη κοινοτικών αξιωμάτων, παρά μόνο οι προαναφερθείσες τυπικές προϋποθέσεις. Ο Κανονισμός όμως του 1907 ορίζει ότι δικαίωμα εκλογής στα κοινοτικά όργανα έχουν μόνο όσοι πληρώνουν στο οθωμανικό κράτος ετήσιο φόρο, κτηματικό και επιτηδεύματος μαζί, τουλάχιστον 100 γρόσια, ειδικά δε για την Αντιπροσωπεία, τουλάχιστον 250 γρόσια. Με τον περιορισμό αυτό επισφραγίζεται πλέον και τυπικά ότι η διανομή των αξιωμάτων αποτελεί εσωτερική υπόθεση της οικονομικά ανώτερης τάξης. Όπως είναι ευνόητο, αποκλείονται έτσι από το ανώτερο κοινοτικό αξίωμα τα μεσαία και κατώτερα οικονομικά στρώματα. Κυρίως η πολυπληθέστατη και γι’ αυτό πιο υπολογίσιμη τάξη των καπνεργατών. Πολλοί από τους καπνεργάτες δεν είχαν ούτε δικαίωμα ψήφου, αφού έμεναν στην Καβάλα μόνο κατά τις περιόδους επεξεργασίας των καπνών, δε συμπλήρωναν πενταετία συνεχούς διαμονής στην πόλη και συνεπώς δε θεωρούνταν μόνιμοι κάτοικοί της.
Όμως αυτοί οι «ταξικοί φραγμοί» δεν αναιρούν το δημοκρατικό χαρακτήρα της κοινότητας. Στην Καβάλα δεν εδραιώθηκαν δομές ολιγαρχικές, αφού δεν υπήρξε μια παραδοσιακή «αριστοκρατία», δηλ. παλιά και μεγάλα «τζάκια» που να κατέχουν μονοπωλιακά την εξουσία της κοινότητας. Σε αντίθεση με πολλές άλλες περιοχές του υπόδουλου Ελληνισμού (όπου τα ανώτερα στρώματα των γαιοκτημόνων, πλοιοκτητών κλπ. έβαζαν συχνά στο περιθώριο τις ασθενέστερες τάξεις και κυριαρχούσαν σχεδόν ισόβια και κληρονομικά), εδώ δεν υπάρχει θεσμοθετημένος αποκλεισμός των κατώτερων στρωμάτων από την πολιτική ζωή της κοινότητας.[8] Άλλωστε οι οικονομικού χαρακτήρα περιορισμοί, που επιβάλλονται μόλις το 1908, δεν αφαιρούν το δικαίωμα του εκλέγειν. Επιπλέον μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να αρθούν με απόφαση των κοινοτικών οργάνων. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι όποιοι κοινωνικοί αγώνες των κατώτερων τάξεων στα τέλη του 19ου – αρχές 20ού αιώνα αποσκοπούν αποκλειστικά στην κατοχύρωση ή βελτίωση εργασιακών δικαιωμάτων και δεν έχουν ευρύτερους κοινωνικούς στόχους.[9]
Η αυτοτέλεια της κοινότητας
Όσα αναφέραμε στις προηγούμενες ενότητες αυτού του κεφαλαίου φανερώνουν ότι η ελληνική κοινότητα αποτελούσε έναν αυτοτελή οργανισμό με δική του εσωτερική ζωή. Αυτή η αυτοτέλεια της κοινότητας εκτείνεται σ’ όλες τις πτυχές του κοινοτικού βίου των χριστιανών, ακόμη και στις υποθέσεις της προσωπικής τους ζωής: Οι προσωπικές σχέσεις, οι οικονομικές υποθέσεις και οι πάσης φύσεως διαφορές σ’ αυτά τα πεδία ρυθμίζονται μέσα στο πλαίσιο της κοινότητας και σύμφωνα με τους όρους που αυτή καθορίζει.
Ειδικότερα: Τα ζητήματα προσωπικών σχέσεων (αρραβώνες, γάμοι, προσωρινοί χωρισμοί, λύσεις μνηστείας, συμβιβασμοί, διαζύγια, υιοθεσίες, αθετήσεις υπόσχεσης γάμου κλπ.), υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Εκκλησίας. Αυτή ορίζει τους κανόνες που διέπουν τις προσωπικές σχέσεις, εγγυάται τη νομιμότητα των διαδικασιών, διεκπεραιώνει και επικυρώνει τις πράξεις. Αυτή επίσης εκδικάζει τις όποιες διαφορές, σύμφωνα με το παραδοσιακό θρησκευτικό δίκαιο.
Στη δικαιοδοσία της κοινότητας υπάγονται οι οικονομικού χαρακτήρα υποθέσεις
των μελών της. Προικοσύμφωνα, διαθήκες, πωλητήρια, διανομές περιουσίας,
εξοφλητικά, χρεωστικά, συμβιβαστικά, συμφωνητικά, ομόλογα, επιτροπικά, δωρητήρια και άλλα ιδιωτικά έγγραφα, συντάσσονται και ισχύουν υπό την εγγύηση όχι της οθωμανικής διοίκησης, αλλά της «παρακρατικής» εξουσίας της Κοινότητας. Στα ζητήματα αυτά ο ρόλος της Εκκλησίας είναι επικυρωτικός και
νομιμοποιητικός.
Για να διασφαλίσει όμως η κοινότητα την αυτοτέλειά της (στην ουσία, την ηθική και θρησκευτική της αυθυπαρξία) έπρεπε να σφυρηλατήσει στα μέλη της δεσμούς ενότητας και αίσθημα κοινοτικής συνείδησης και ευθύνης. Θεμελιώδης και αυτονόητη ηθική υποχρέωση των μελών της κοινότητας ήταν να διαφυλάσσουν τα «στεγανά» της κοινοτικής ζωής, μην επιτρέποντας ή προκαλώντας οθωμανικές παρεμβάσεις στα εσωτερικά της ζητήματα. Κάτι τέτοιο αποτελούσε ρήγμα στην αυτοτέλεια της κοινότητας και ο υπαίτιος τιμωρούνταν αμείλικτα.
Για να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος έπρεπε τα μέλη της κοινότητας να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις των κοινοτικών οργάνων. Στον κανονισμό της Δημογεροντίας (1864) καταγράφεται, όπως είδαμε, η υποχρέωση κάθε μέλους της κοινότητας να αποδέχεται χωρίς αμφισβήτηση τις αποφάσεις της Δημογεροντίας, διαφορετικά «θέλει κατατρέχηται υπ' αυτής είτε προς την πολιτικήν αρχήν (δηλ. προς την οθωμανική διοίκηση) είτε προς την εκκλησίαν, κατά την φύσιν της υποθέσεως, και ούτω θέλει παιδεύεται αυστηρότατα προς σωφρονισμόν». Την ίδια απειλή επισείει το 1880 και η Γενική Συνέλευση για όποιον με τη στάση του παρακωλύει τη λειτουργία των κοινοτικών σωματείων: «ν' αποβάλλεται και καταγγελόμενος αρμοδίως να τιμωρείται».
Όπως υποδηλώνεται στα ανωτέρω αποσπάσματα, οι κοινότητες δεν είχαν τη δυνατότητα να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους με δικά τους μέσα, παρά μόνο μέσω της οθωμανικής διοίκησης και της Εκκλησίας. Στην Καβάλα, σύμφωνα με τα περιεχόμενα των κωδίκων, μία μόνο φορά η Κοινότητα βρέθηκε στη δύσκολη θέση να παραπέμψει μέλος της προς την οθωμανική διοίκηση για να τιμωρηθεί: Το 1889, για μια υπόθεση παράνομου γάμου, «απεφάσισεν και εφυλάκισεν τον παράνομον Χρήστον Μπ. εις το χουκημάτ (= διοικητήριο)». Σπάνιες ήταν όμως και οι περιπτώσεις που χρειάστηκε να ζητήσει τη συνδρομή της Εκκλησίας. Ο φόβος και μόνο της πνευματικής τιμωρίας πειθανάγκαζε τους επίδοξους παραβάτες των κοινοτικών αποφάσεων.
Προδοσία θεωρούσε η ελληνική κοινότητα την προσφυγή κάποιου μέλους της στις τουρκικές αρχές για την ικανοποίηση προσωπικού του συμφέροντος. Κάθε ιδιωτικά διαφορά έπρεπε ν' αντιμετωπιστεί στο εσωτερικό της κοινότητας, από τα αρμόδια όργανά της, το εκκλησιαστικό και το κοινοτικό δικαστήριο (για τα οποία γίνεται λόγος παρακάτω).
Σε πολλές περιοχές του αλύτρωτου Ελληνισμού υπήρχε διάσταση ανάμεσα στο επίσημο δίκαιο της Εκκλησίας και το τοπικό εθιμικό δίκαιο. Το φαινόμενο αυτό δεν εμφανίζεται στην Καβάλα. Οι δυσμενείς ιστορικές συγκυρίες δεν επέτρεψαν να αναπτυχθεί εδώ ένα ισχυρό εθιμικό δίκαιο, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζονται τέτοια προβλήματα στην απονομή της δικαιοσύνης. Πρώτα - πρώτα η δικαιοδοτική εξουσία των δύο δικαστηρίων είναι διακριτή: Το εκκλησιαστικό δικαστήριο εκδικάζει ζητήματα προσωπικών σχέσεων, ενώ το κοινοτικό δικαστήριο ζητήματα υλικών διαφορών. Επιπλέον το δεύτερο ακολουθεί πιστά το επίσημο δίκαιο της Εκκλησίας. Το επιβεβαιώνουν οι ρητές αναφορές: «κατά τον Αρμενόπουλον», «κατά τους θρησκευτικούς μας νόμους» κλπ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Στα πρώτα χρόνια του οργανωμένου βίου της (δεκαετίες 1860 και 1870) η κοινότητα διοικείται από τη Γενική Συνέλευση των κατοίκων, στην οποία κυρίαρχη παρουσία έχουν οι πλούσιοι έμποροι της πόλης. Οι κάτοικοι της Καβάλας συγκεντρώνονται τότε «εν τη μεγάλη αιθούση της αλληλοδιδακτικής σχολής» ή «εν τη Μητροπόλει», στην Παναγία, και από τη δεκαετία του 1880 στο Αρρεναγωγείο, και αποφασίζουν για τα τρέχοντα ζητήματα της κοινότητας ή εκλέγουν τους εφόρους των σχολείων και τους επιτρόπους των εκκλησιών. Οι αποφάσεις λαμβάνονται αρχικά «διά βοής» και αργότερα με μυστική ψηφοφορία. Αυτή πρωτοαναφέρεται το 1883 και πρέπει να καθιερώνεται με τον Κανονισμό του 1888, που δυστυχώς δεν έχει καταχωριστεί στον Κώδικα. Η Γενική Συνέλευση εξακολουθεί να αποτελεί, τυπικά τουλάχιστον, το ανώτατο διοικητικό σώμα της κοινότητας μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Η λειτουργία όμως ενός τόσο πολυπρόσωπου οργάνου (77 άτομα υπογράφουν σε πρακτικό του 1888) είναι δυσχερής. Έτσι καταργείται με τον Κανονισμό του 1899 και έκτοτε συγκαλείται μόνο για την εκλογή δημογερόντων, όπως επέβαλλαν οι οθωμανικοί νόμοι.
Πρακτικό Γεν. Συνέλευσης Προκρίτων, 1874 |
Πρόκειται μάλλον μια πιο «ευέλικτη» μορφή της Γενικής Συνέλευσης των κατοίκων, προς το «αριστοκρατικότερο» βέβαια, αφού το σώμα αυτό συγκροτείται από τους διακεκριμένους, «ευυπολήπτους», και γενικής αποδοχής κατοίκους της κοινότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συνέλευση, ακόμη και με τη «νόμιμη απαρτία», αποφεύγει να πάρει οριστικές αποφάσεις σε περιπτώσεις απουσίας συμπολιτών με «μεγάλην βαρύτητα εις τα κοινά πράγματα» και θεωρεί επιβεβλημένο να θέσει εκ των υστέρων τις όποιες συζητήσεις και προσωρινές αποφάσεις υπό την έγκρισή τους.
Οι Πρόκριτοι έχουν εκτεταμένες αρμοδιότητες: εκλέγουν κατά καιρούς τους εφόρους, τους επιτρόπους, ακόμη και τους δημογέροντες (σε επαναληπτικές εκλογές, δηλ. μετά από παραίτηση των μελών της Δημογεροντίας). Τείνουν δηλ. να υποκαταστήσουν και ίσως να θέσουν στο περιθώριο τη Γενική Συνέλευση της κοινότητας. Αυτή ωστόσο εξακολουθεί να συγκαλείται μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα για κεφαλαιώδη θέματα (π.χ. για να αποφασίσει για τον τρόπο χρηματοδότησης των σχολείων) κι όχι για ζητήματα απλής διαχείρισης. Πάντως με τη Συνέλευση των Προκρίτων γίνεται το πρώτο βήμα για τη μετάβαση από την «άμεση διοίκηση» της ολιγομελούς κοινότητας στην «αντιπροσωπευτική διοίκηση» της μεγάλης πόλης.
Εξέλιξη του άτυπου, όπως όλα δείχνουν, σώματος των Προκρίτων πρέπει να είναι η βραχύβια «Κεντρική Επιτροπή» (Ιούν. 1894 - Ιούν. 1896). Ο χαρακτηρισμός της ως «ανωτάτου σωματείου» της Ελληνικής Κοινότητας εκφράζει μάλλον τις προθέσεις ή τις ευχές των εμπνευστών της κι όχι τις πραγματικές εξουσίες της. Υποθέτουμε ότι προορισμός της ήταν να παίξει το ρόλο της μετέπειτα Αντιπροσωπείας. Αυτό δεν έγινε, είτε γιατί θεωρήθηκε υπέρμετρα συγκεντρωτική (στο 7μελές της Δ.Σ. δεν μπορούσαν να εκπροσωπούνται όλες οι συνοικίες – ενορίες της πόλης), είτε γιατί δεν υπήρχε ακόμη το θεσμικό πλαίσιο (Κανονισμός της Κοινότητας) που θα την εξόπλιζε με εξουσίες. Δε γνωρίζουμε επίσης αν η σύστασή της αποφασίστηκε από τη Γενική Συνέλευση των κατοίκων, ούτε αν τα μέλη της εξελέγησαν απ’ αυτήν.
Τομή στα διοικητικά πράγματα της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Καβάλας σημειώνεται στο πέρασμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα. Τότε η κοινότητα, προκειμένου να εκλέξει τα μέλη του νεοσύστατου ανώτατου διοικητικού οργάνου της, της Αντιπροσωπείας, διαιρεί την πόλη σε πέντε (5) εκλογικές περιφέρειες: 1) Του Αγίου Ιωάννου και του Κιουτσούκ Ορμάν, 2) των Ποταμουδίων, 3) της Κεντρικής Συνοικίας (μετέπειτα του Αγίου Παύλου), 4) του Μαχαλά (δηλ. της Παναγίας) και 5) του Τηλεγράφου και του Καρά Ορμάν.[5]
Σύμφωνα με τον Κανονισμό του 1899, σε κάθε περιφέρεια συντάσσεται χωριστός εκλογικός κατάλογος, στον οποίο περιλαμβάνονται οι έχοντες δικαίωμα ψήφου (εκλογείς) και οι υποψήφιοι αντιπρόσωποι (εκλέξιμοι). Οι τελευταίοι μπορεί να προέρχονται και από άλλη περιφέρεια της πόλης. Η εκλογική συνέλευση συγκαλείται κάθε τέσσερα χρόνια την 1η Νοεμβρίου σε καθορισμένο τόπο (π.χ. της 4ης περιφέρειας στο Νηπιαγωγείο της Παναγίας) και η εκλογή των αντιπροσώπων γίνεται με μυστική ψηφοφορία. Ο αριθμός των αντιπροσώπων που εκλέγει κάθε περιφέρεια καθορίζεται στο 5% των εκλογέων της.
Στις εκλογές του 1899 ψήφισαν 729 εκλογείς και εξελέγησαν συνολικά 35 αντιπρόσωποι. Η περιφέρεια του Αγίου Ιωάννου - Κιουτσούκ Ορμάν, με 128 εκλογείς εξέλεξε 6 αντιπροσώπους. Των Ποταμουδίων, με 91 εκλογείς, εξέλεξε 5 αντιπροσώπους. Της Κεντρικής, με 235 εκλογείς, 11 αντιπροσώπους. Του Μαχαλά, με 135 εκλογείς, 6 αντιπροσώπους. Του Τηλεγράφου - Καρά Ορμάν, με 140 εκλογείς, 7 αντιπροσώπους.
Στις εκλογές του 1903 ο αριθμός των εκλογέων και των εκλεγόμενων αντιπροσώπων είχε κατά συνοικία ως εξής: του Αγίου Ιωάννου - Κιουτσούκ Ορμάν, 210 - 10 ● των Ποταμουδίων, 187 - 9 ● της Κεντρικής, 270 - 13 ● του Μαχαλά (Παναγίας), 97 - 5 ● του Τηλεγράφου - Καρά Ορμάν, 159 - 8.
Ο Κανονισμός του 1907 μειώνει τις εκλογικές περιφέρειες σε τέσσερις, ώστε να ταυτίζονται με τις αντίστοιχες εκκλησιαστικές (Παναγίας, Αγ. Ιωάννου, Αγ. Αθανασίου και Αγ. Παύλου). Περιορίζει επίσης τον αριθμό των αντιπροσώπων από 35 σε 21 και αλλάζει τον τρόπο εκλογής τους: Κάθε περιφέρεια εκλέγει τους «πληρεξουσίους» της (5% των εκλογέων και εκλεξίμων της, συνολικά 75). Αυτοί συνέρχονται το Φεβρουάριο του 1908 και εκ των ιδίων εκλέγουν τους 21 αντιπροσώπους της κοινότητας, που ήταν οι: Κλ. Τερμεντζής, Θ. Καλαϊτζής, Μιχ. Αθανασιάδης, Θεόδ. Ρακιτζής, Γ. Λόγης, Γ. Γοργίας, Ι. Κονσουλίδης, Στ. Ι. Φέσσας, Γ. Θεοδωρούδης, Κ. Βουλγαρίδης, Ι. Ζωίδης, Γρ. Γρηγοριάδης, Ι. Καλέντζης, Κάρ. Σπόντης, Στ. Πουλίδης, Κ. Χρ. Ιωάννου, Ευστ. Τζοάνου, Αλ. Δημητρακόπουλος, Δημ. Μπακιρτζής και Γ. Πρωτόπαπας.
Όπως γίνεται αντιληπτό, με την τελευταία αυτή αλλαγή του 1907 καταργείται ουσιαστικά η μέχρι τότε ισότιμη εκπροσώπηση όλων των περιφερειών - συνοικιών στην Αντιπροσωπεία της Κοινότητας (θεωρητικά ισότιμη, βέβαια, αφού, όπως είδαμε, οι υποψήφιοι αντιπρόσωποι κάθε περιφέρειας μπορούσαν να προέρχονται και από άλλες συνοικίες της πόλης). Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στα ονόματα των 21 αντιπροσώπων που αναδείχθηκαν από την εκλογική διαδικασία του 1907-1908, δύσκολα μπορούμε να αναγνωρίσουμε πάνω από δύο αντιπροσώπους του Μαχαλά, ίσως τους Κλ. Τερμεντζή και Στ. Πουλίδη, το ίδιο και για το Καρά Ορμάν.
Η Αντιπροσωπεία, γνήσιος θεσμός της κοινοτικής αυτοδιοίκησης της Καβάλας, είναι μετά το 1899 το ανώτατο «σωματείο» της κοινότητας. Οι εξουσίες της είναι εκτεταμένες: αποφασίζει για τα ζητήματα της κοινοτικής ζωής, εκλέγει τα υπόλοιπα «σωματεία» και ελέγχει τη λειτουργία τους, έχοντας μέχρι και τη δυνατότητα να τα παύσει.[6]
Η εκλογή των αρχόντων – ο ταξικός και δημοκρατικός χαρακτήρας της κοινότητας
Οι κοινοτικές αρχές αναδεικνύονται, στις πλείστες τουλάχιστον των περιπτώσεων, άμεσα ή έμμεσα με την ψήφο των μελών της κοινότητας. Ισχύει έτσι, κατ' επίφασιν έστω και βέβαια σε ατελή και προδρομική μορφή, η αρχή της «λαϊκής κυριαρχίας». Μέλη της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος της Καβάλας ήσαν όλοι οι ορθόδοξοι κάτοικοί της, ανεξαρτήτως υπηκοότητας. Δικαίωμα όμως του εκλέγειν και εκλέγεσθαι είχαν μόνο οι μόνιμοι κάτοικοι, όσοι δηλ. είχαν συμπληρώσει πενταετή τουλάχιστον συνεχή διαμονή στην Καβάλα (οι άνδρες, εννοείται), ηλικίας άνω των 25 και 30 χρόνων, αντίστοιχα. Οι προσωρινοί κάτοικοι θεωρούνταν κατά τα άλλα ισότιμοι με τους μόνιμους, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους προς την κοινότητα (π.χ. κατέβαλλαν την αρχιερατική επιχορήγηση).[7] Την υποχρέωση αυτή φαίνεται πως την αναλάμβαναν με «υποσχετικό έγγραφο». Π.χ. ο Αναστάσιος Α. από χωριό του Δήμου Λαμπίας της Στερεάς Ελλάδος δίνει γραπτή υπόσχεση «να φυλάξει όσα και λοιποί κάτοικοι Καβάλλας, να δίδη κατ' έτος εκκλησιαστικά χρέη και λοιπά, όσα της δυνάμεώς του, ως αποκατασταθείς ενταύθα εις Καβάλλαν» (1864).
Κριτήρια για την εκλογή των κοινοτικών αρχόντων ήταν η τιμιότητα, η φρόνηση και οι ικανότητές τους, κυρίως όμως η οικονομική δύναμη και το κύρος τους. Αρκετά από τα μέλη της κοινότητας ήσαν σχεδόν ισόβια στα κοινοτικά «σωματεία» της (Εφορεία των Σχολών, Επιτροπές των Ιερών Ναών κλπ.). Αναφέρουμε ως παράδειγμα τον Μιχαήλ Σπόντη, μεγάλο ευεργέτη της κοινότητας. Ήταν τέτοια η εκτίμηση που έτρεφε προς το πρόσωπό του η πόλη, ώστε απόντος αυτού κανένα όργανο δε συνεδρίαζε ή δεν έπαιρνε αποφάσεις.
Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα δεν υπήρχαν οικονομικού χαρακτήρα περιορισμοί για την ανάληψη κοινοτικών αξιωμάτων, παρά μόνο οι προαναφερθείσες τυπικές προϋποθέσεις. Ο Κανονισμός όμως του 1907 ορίζει ότι δικαίωμα εκλογής στα κοινοτικά όργανα έχουν μόνο όσοι πληρώνουν στο οθωμανικό κράτος ετήσιο φόρο, κτηματικό και επιτηδεύματος μαζί, τουλάχιστον 100 γρόσια, ειδικά δε για την Αντιπροσωπεία, τουλάχιστον 250 γρόσια. Με τον περιορισμό αυτό επισφραγίζεται πλέον και τυπικά ότι η διανομή των αξιωμάτων αποτελεί εσωτερική υπόθεση της οικονομικά ανώτερης τάξης. Όπως είναι ευνόητο, αποκλείονται έτσι από το ανώτερο κοινοτικό αξίωμα τα μεσαία και κατώτερα οικονομικά στρώματα. Κυρίως η πολυπληθέστατη και γι’ αυτό πιο υπολογίσιμη τάξη των καπνεργατών. Πολλοί από τους καπνεργάτες δεν είχαν ούτε δικαίωμα ψήφου, αφού έμεναν στην Καβάλα μόνο κατά τις περιόδους επεξεργασίας των καπνών, δε συμπλήρωναν πενταετία συνεχούς διαμονής στην πόλη και συνεπώς δε θεωρούνταν μόνιμοι κάτοικοί της.
Όμως αυτοί οι «ταξικοί φραγμοί» δεν αναιρούν το δημοκρατικό χαρακτήρα της κοινότητας. Στην Καβάλα δεν εδραιώθηκαν δομές ολιγαρχικές, αφού δεν υπήρξε μια παραδοσιακή «αριστοκρατία», δηλ. παλιά και μεγάλα «τζάκια» που να κατέχουν μονοπωλιακά την εξουσία της κοινότητας. Σε αντίθεση με πολλές άλλες περιοχές του υπόδουλου Ελληνισμού (όπου τα ανώτερα στρώματα των γαιοκτημόνων, πλοιοκτητών κλπ. έβαζαν συχνά στο περιθώριο τις ασθενέστερες τάξεις και κυριαρχούσαν σχεδόν ισόβια και κληρονομικά), εδώ δεν υπάρχει θεσμοθετημένος αποκλεισμός των κατώτερων στρωμάτων από την πολιτική ζωή της κοινότητας.[8] Άλλωστε οι οικονομικού χαρακτήρα περιορισμοί, που επιβάλλονται μόλις το 1908, δεν αφαιρούν το δικαίωμα του εκλέγειν. Επιπλέον μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να αρθούν με απόφαση των κοινοτικών οργάνων. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι όποιοι κοινωνικοί αγώνες των κατώτερων τάξεων στα τέλη του 19ου – αρχές 20ού αιώνα αποσκοπούν αποκλειστικά στην κατοχύρωση ή βελτίωση εργασιακών δικαιωμάτων και δεν έχουν ευρύτερους κοινωνικούς στόχους.[9]
Η αυτοτέλεια της κοινότητας
Όσα αναφέραμε στις προηγούμενες ενότητες αυτού του κεφαλαίου φανερώνουν ότι η ελληνική κοινότητα αποτελούσε έναν αυτοτελή οργανισμό με δική του εσωτερική ζωή. Αυτή η αυτοτέλεια της κοινότητας εκτείνεται σ’ όλες τις πτυχές του κοινοτικού βίου των χριστιανών, ακόμη και στις υποθέσεις της προσωπικής τους ζωής: Οι προσωπικές σχέσεις, οι οικονομικές υποθέσεις και οι πάσης φύσεως διαφορές σ’ αυτά τα πεδία ρυθμίζονται μέσα στο πλαίσιο της κοινότητας και σύμφωνα με τους όρους που αυτή καθορίζει.
Ειδικότερα: Τα ζητήματα προσωπικών σχέσεων (αρραβώνες, γάμοι, προσωρινοί χωρισμοί, λύσεις μνηστείας, συμβιβασμοί, διαζύγια, υιοθεσίες, αθετήσεις υπόσχεσης γάμου κλπ.), υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Εκκλησίας. Αυτή ορίζει τους κανόνες που διέπουν τις προσωπικές σχέσεις, εγγυάται τη νομιμότητα των διαδικασιών, διεκπεραιώνει και επικυρώνει τις πράξεις. Αυτή επίσης εκδικάζει τις όποιες διαφορές, σύμφωνα με το παραδοσιακό θρησκευτικό δίκαιο.
Πρακτικό Συνεδρίασης Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου Καβάλας, 1878 |
Για να διασφαλίσει όμως η κοινότητα την αυτοτέλειά της (στην ουσία, την ηθική και θρησκευτική της αυθυπαρξία) έπρεπε να σφυρηλατήσει στα μέλη της δεσμούς ενότητας και αίσθημα κοινοτικής συνείδησης και ευθύνης. Θεμελιώδης και αυτονόητη ηθική υποχρέωση των μελών της κοινότητας ήταν να διαφυλάσσουν τα «στεγανά» της κοινοτικής ζωής, μην επιτρέποντας ή προκαλώντας οθωμανικές παρεμβάσεις στα εσωτερικά της ζητήματα. Κάτι τέτοιο αποτελούσε ρήγμα στην αυτοτέλεια της κοινότητας και ο υπαίτιος τιμωρούνταν αμείλικτα.
Για να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος έπρεπε τα μέλη της κοινότητας να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις των κοινοτικών οργάνων. Στον κανονισμό της Δημογεροντίας (1864) καταγράφεται, όπως είδαμε, η υποχρέωση κάθε μέλους της κοινότητας να αποδέχεται χωρίς αμφισβήτηση τις αποφάσεις της Δημογεροντίας, διαφορετικά «θέλει κατατρέχηται υπ' αυτής είτε προς την πολιτικήν αρχήν (δηλ. προς την οθωμανική διοίκηση) είτε προς την εκκλησίαν, κατά την φύσιν της υποθέσεως, και ούτω θέλει παιδεύεται αυστηρότατα προς σωφρονισμόν». Την ίδια απειλή επισείει το 1880 και η Γενική Συνέλευση για όποιον με τη στάση του παρακωλύει τη λειτουργία των κοινοτικών σωματείων: «ν' αποβάλλεται και καταγγελόμενος αρμοδίως να τιμωρείται».
Όπως υποδηλώνεται στα ανωτέρω αποσπάσματα, οι κοινότητες δεν είχαν τη δυνατότητα να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους με δικά τους μέσα, παρά μόνο μέσω της οθωμανικής διοίκησης και της Εκκλησίας. Στην Καβάλα, σύμφωνα με τα περιεχόμενα των κωδίκων, μία μόνο φορά η Κοινότητα βρέθηκε στη δύσκολη θέση να παραπέμψει μέλος της προς την οθωμανική διοίκηση για να τιμωρηθεί: Το 1889, για μια υπόθεση παράνομου γάμου, «απεφάσισεν και εφυλάκισεν τον παράνομον Χρήστον Μπ. εις το χουκημάτ (= διοικητήριο)». Σπάνιες ήταν όμως και οι περιπτώσεις που χρειάστηκε να ζητήσει τη συνδρομή της Εκκλησίας. Ο φόβος και μόνο της πνευματικής τιμωρίας πειθανάγκαζε τους επίδοξους παραβάτες των κοινοτικών αποφάσεων.
Προδοσία θεωρούσε η ελληνική κοινότητα την προσφυγή κάποιου μέλους της στις τουρκικές αρχές για την ικανοποίηση προσωπικού του συμφέροντος. Κάθε ιδιωτικά διαφορά έπρεπε ν' αντιμετωπιστεί στο εσωτερικό της κοινότητας, από τα αρμόδια όργανά της, το εκκλησιαστικό και το κοινοτικό δικαστήριο (για τα οποία γίνεται λόγος παρακάτω).
Σε πολλές περιοχές του αλύτρωτου Ελληνισμού υπήρχε διάσταση ανάμεσα στο επίσημο δίκαιο της Εκκλησίας και το τοπικό εθιμικό δίκαιο. Το φαινόμενο αυτό δεν εμφανίζεται στην Καβάλα. Οι δυσμενείς ιστορικές συγκυρίες δεν επέτρεψαν να αναπτυχθεί εδώ ένα ισχυρό εθιμικό δίκαιο, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζονται τέτοια προβλήματα στην απονομή της δικαιοσύνης. Πρώτα - πρώτα η δικαιοδοτική εξουσία των δύο δικαστηρίων είναι διακριτή: Το εκκλησιαστικό δικαστήριο εκδικάζει ζητήματα προσωπικών σχέσεων, ενώ το κοινοτικό δικαστήριο ζητήματα υλικών διαφορών. Επιπλέον το δεύτερο ακολουθεί πιστά το επίσημο δίκαιο της Εκκλησίας. Το επιβεβαιώνουν οι ρητές αναφορές: «κατά τον Αρμενόπουλον», «κατά τους θρησκευτικούς μας νόμους» κλπ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Το κείμενο αυτό
είναι (με ελάχιστες αλλαγές) το κεφάλαιο 3.5 (σελίδες 191-202) της
δημοσιευμένης εργασίας μας για την παλιά πόλη της Καβάλας: Κυριάκου Λυκουρίνου,
«Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι.- 1912). Η παλιά πόλη - συνοικία
της Παναγίας» στο Η παλιά πόλη
της Καβάλας (7ος π.χ. – 20ος αι. ) Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της
ιστορίας, έκδοση Εξωραϊστικού
Πολιτιστικού Συλλόγου Παναγίας “Το
Κάστρο”, Καβάλα 2005, τ. 1,
σ. 51-231). Στο παρόν δημοσίευμα δεν συμπεριλάβαμε τις
παραπομπές σε αρχειακές πηγές και βιβλιογραφία (αφήσαμε όμως ή προσθέσαμε κάποιες
επεξηγηματικές σημειώσεις).
[1] Βασική πηγή για την εργασία μας αποτέλεσαν οι κώδικες της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητας Καβάλας: Ο Κώδικας των ετών 1864-1889, οι δύο Κώδικες Προικοσυμφώνων, 1896-1904 και 1904-1914, ο Κώδικας Διαθηκών, 1896-1913, ο Διοικητικός Κώδικας Αντιπροσωπείας και Δημογεροντίας, 1895-1908 και το Βιβλίο Πληρεξουσίων, 1910-1911. Στον Κώδικα 1864-1889 έχουν καταχωριστεί εκ των υστέρων και ορισμένες πράξεις των ετών 1861 και 1862, προφανώς επειδή οι σχετικές υποθέσεις δεν είχαν περατωθεί.
[2] Βάσει διατάξεων του «Χάττι Χουμαγιούν» (1856), το Οικουμενικό
Πατριαρχείο συνέταξε το 1860 τους «Γενικούς Κανονισμούς», που καθόριζαν τον
τρόπο αυτοδιοίκησης των Ορθοδόξων. Οι Γεν. Κανονισμοί, επικυρωμένοι το 1860 με
σουλτανικό βεράτι και δημοσιευμένοι το 1862 ως νόμοι του οθωμανικού κράτους,
αποτέλεσαν για την ελληνική εθνική κοινότητα τον οργανικό νόμο με τον οποίο
πραγματοποιήθηκε η διοίκησή του μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή. Το 1864 εκδόθηκε
ο «Νόμος περί βιλαετίων», που καθόρισε τα καθήκοντα και τη δικαιοδοσία των
Δημογεροντιών (Ιχτιάρ μεδζλισή) και διαμόρφωσε οριστικά το νομικό πλαίσιο με το
οποίο έπρεπε να διοικούνται όλες οι κοινότητες του οθωμανικού κράτους.
[3] Για τις ανάγκες της εργασίας μας «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου...» είχαμε συντάξει κατάλογο των μελών της κοινότητας που έφεραν κατά καιρούς το αξίωμα του Δημογέροντα. Από μια πρόχειρη εξέταση του καταλόγου οδηγούμαστε στην ενδιαφέρουσα διαπίστωση ότι απ' όλες τις συνοικίες της πόλης περισσότερο εκπροσωπείται στη Δημογεροντία η συνοικία της Παναγίας (Μαχαλά). Κάτοικοι της Παναγίας ήταν οι δημογέροντες: Ελευθέριος Πογιάρης, Νικολής Πούλιου, Γιαννόπουλος Σωτηρίου, Μαυρουδής Ελευθερίου, Παναγιώτης Θεοδώρου (Θεοδωρίδης), Παρασκευάς Παρίσση, Ελευθέριος Πούλιου, Παράσχος Φώτη, Βασιλικός Ελευθερίου, Παρασκευάς Σταύρου (Σταυρίδης), Δ. Αποστολίδης, Αναστάσιος Χαρουσίου (Χαρισιάδης), Αγγελής Μ. Σουλού (Σολού), Μιχαήλ Κωνσταντίνου, Αθανάσιος Παπά, Σωτήριος Χριστοδούλου, Ιωάννης Ντερμεντζής, Δημήτριος Φέσσας, Απόστολος Δημητρίου, Πέτρος Αντωνίου ή Χρυσοχόος (συνεχώς από το 1883 μέχρι το 1905), Στέργιος Α. Χαρουσιάδης (Χαρισιάδης), Χριστόφορος Χριστοδούλου, Κλεάνθης Τερμεντζής (μουχτάρης, δηλ. σφραγιδοφύλακας, 1901-1903), Απόστολος Σιώτας (μουχτάρης, 1906), Χρήστος Βλαχογιάννης (μουχτάρης, 1907), Νικόλαος Γεωργιάδης (μουχτάρης, 1904, 1907-1908), ίσως και άλλοι.
Αντίθετα, από τους συνολικά 48 που διετέλεσαν έφοροι των σχολείων μετά το 1880, μόνο δύο –ίσως τρεις– ήταν κάτοικοι του Μαχαλά). Αυτό μάλλον δεν είναι τυχαίο: Τα ανώτερα στρώματα, που διαμένουν κυρίως στις κεντρικές περιοχές της πόλης, στην πλειονότητά τους αντιμετωπίζουν απαξιωτικά το θεσμό της Δημογεροντίας, ως έκφραση “οθωμανισμού”. Αντίθετα τα μεσαία και κατώτερα στρώματα διάκεινται περισσότερο ευνοϊκά στην παραδοσιακή ηγεσία της κοινότητας, την Εκκλησία και τη Δημογεροντία.
[3] Για τις ανάγκες της εργασίας μας «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου...» είχαμε συντάξει κατάλογο των μελών της κοινότητας που έφεραν κατά καιρούς το αξίωμα του Δημογέροντα. Από μια πρόχειρη εξέταση του καταλόγου οδηγούμαστε στην ενδιαφέρουσα διαπίστωση ότι απ' όλες τις συνοικίες της πόλης περισσότερο εκπροσωπείται στη Δημογεροντία η συνοικία της Παναγίας (Μαχαλά). Κάτοικοι της Παναγίας ήταν οι δημογέροντες: Ελευθέριος Πογιάρης, Νικολής Πούλιου, Γιαννόπουλος Σωτηρίου, Μαυρουδής Ελευθερίου, Παναγιώτης Θεοδώρου (Θεοδωρίδης), Παρασκευάς Παρίσση, Ελευθέριος Πούλιου, Παράσχος Φώτη, Βασιλικός Ελευθερίου, Παρασκευάς Σταύρου (Σταυρίδης), Δ. Αποστολίδης, Αναστάσιος Χαρουσίου (Χαρισιάδης), Αγγελής Μ. Σουλού (Σολού), Μιχαήλ Κωνσταντίνου, Αθανάσιος Παπά, Σωτήριος Χριστοδούλου, Ιωάννης Ντερμεντζής, Δημήτριος Φέσσας, Απόστολος Δημητρίου, Πέτρος Αντωνίου ή Χρυσοχόος (συνεχώς από το 1883 μέχρι το 1905), Στέργιος Α. Χαρουσιάδης (Χαρισιάδης), Χριστόφορος Χριστοδούλου, Κλεάνθης Τερμεντζής (μουχτάρης, δηλ. σφραγιδοφύλακας, 1901-1903), Απόστολος Σιώτας (μουχτάρης, 1906), Χρήστος Βλαχογιάννης (μουχτάρης, 1907), Νικόλαος Γεωργιάδης (μουχτάρης, 1904, 1907-1908), ίσως και άλλοι.
Αντίθετα, από τους συνολικά 48 που διετέλεσαν έφοροι των σχολείων μετά το 1880, μόνο δύο –ίσως τρεις– ήταν κάτοικοι του Μαχαλά). Αυτό μάλλον δεν είναι τυχαίο: Τα ανώτερα στρώματα, που διαμένουν κυρίως στις κεντρικές περιοχές της πόλης, στην πλειονότητά τους αντιμετωπίζουν απαξιωτικά το θεσμό της Δημογεροντίας, ως έκφραση “οθωμανισμού”. Αντίθετα τα μεσαία και κατώτερα στρώματα διάκεινται περισσότερο ευνοϊκά στην παραδοσιακή ηγεσία της κοινότητας, την Εκκλησία και τη Δημογεροντία.
[4] Η δικαιοδοσία και οι εξουσίες των κοινοτικών αυτών οργάνων καθορίζονται αρχικά με αποφάσεις της κοινοτικής συνέλευσης και με ειδικούς κανονισμούς (λ.χ. τον «Κανονισμό των δύο ιερών εκκλησιών…» του 1874) και αργότερα με τους Κανονισμούς της Κοινότητας, του 1888 (δε σώζεται), του 1899 και του 1907.
[5] Στον Κανονισμό καθορίζονται και τα όρια των συνοικιών. Π.χ. για τη συνοικία της Παναγίας αναφέρεται: «Ο Μαχαλάς περιλαμβάνει τας εντός του φρουρίου οικίας ως και τας έξωθι αυτού από της κάτω πύλης, αριστερά των εξερχομένω, μέχρι του Τελωνείου».
[5] Στον Κανονισμό καθορίζονται και τα όρια των συνοικιών. Π.χ. για τη συνοικία της Παναγίας αναφέρεται: «Ο Μαχαλάς περιλαμβάνει τας εντός του φρουρίου οικίας ως και τας έξωθι αυτού από της κάτω πύλης, αριστερά των εξερχομένω, μέχρι του Τελωνείου».
[6] «Αντιπροσωπείες»
υπήρχαν σε πολλές ελληνικές κοινότητες του οθωμανικού κράτους. Όμως η οργάνωση
και διοίκηση των κοινοτήτων και ο τρόπος εκλογής, η σύνθεση και οι αρμοδιότητες
των κοινοτικών οργάνων διέφεραν από κοινότητα σε κοινότητα.
[7] Στην Καβάλα χιλιάδες άνθρωποι απασχολούνταν στον τομέα της επεξεργασίας του καπνού. Πολλοί δεν ήταν μόνιμοι κάτοικοι της πόλης, αλλά έρχονταν εδώ τις περιόδους της καπνεπεξεργασίας (άνοιξη με φθινόπωρο). Ενδεικτικά, σύμφωνα με απογραφή του 1906, από τους 11.241 Έλληνες της πόλης οι 5.861 ήσαν «παρεπίδημοι» και «διαβατικοί».
[8] Δεν ευνόησαν οι οικονομικές δομές της πόλης και της περιοχής και οι γενικότερες ιστορικές συγκυρίες: Στην περιοχή Καβάλας η γη ανήκε κατά το πλείστον σε μικρούς ελεύθερους καλλιεργητές και όχι σε μεγάλους γαιοκτήμονες. Άλλωστε, όπως προαναφέραμε, μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα η μικρή χριστιανική κοινότητα βρισκόταν στο περιθώριο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής και ήταν, όπως εικάζεται, κοινωνικά και ταξικά αδιαμόρφωτη.
[9] Για την αξιολόγηση, χρήσιμη είναι μία σύγκριση με τη σύνοικη εβραϊκή
κοινότητα: Εκεί το δικαίωμα του εκλέγειν εξαρτιόταν από το ύψος του
καταβαλλόμενου κοινοτικού φόρου, με αποτέλεσμα τα κατώτερα στρώματα να μην
έχουν δικαίωμα ψήφου και οι έχοντες πολιτικά δικαιώματα να αποτελούν μικρό
ποσοστό του συνολικού εβραϊκού πληθυσμού. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις αρχές
του 20ού αιώνα οι Εβραίοι καπνεργάτες της Καβάλας κινητοποιούνται διεκδικώντας
συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες της κοινότητάς τους (Την οργάνωση των
εβραϊκών κοινοτήτων της Αν. Μακεδονίας και Δυτ. Θράκης μελέτησε, στο πλαίσιο
διδακτορικής διατριβής, ο Β. Ριτζαλέος,
στον οποίο ανήκουν και οι ανωτέρω πληροφορίες).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου