Η οθωμανική Καβάλα. Από την καταστροφή στην ανασυγκρότηση της πόλης. Τα μεγάλα δημόσια έργα, οι εποικισμοί, οι εξισλαμισμοί


Η οθωμανική Καβάλα. Από την καταστροφή στην ανασυγκρότηση της πόλης. Τα μεγάλα δημόσια έργα, οι εποικισμοί, οι εξισλαμισμοί 


Αριστ.: Από τα τόξα των Καμαρών - Κέντρο: "Το δέντρο της ζωής". Αφιέρωμα σε μουσουλμανικό χώρο λατρείας της περιοχής Καβάλας (φωτ. Θεόδωρου Δ. Λυμπεράκη) - Δεξ.: Από το εσωτερικό του τζαμιού του Χαλίλ μπέη ("της Μουσικής") στην Παναγία.

Το ζοφερό έτος 1391 η Χριστούπολις, η μεσαιωνική Καβάλα, κατελήφθη διά της βίας από τους Οθωμανούς, υπέστη εκτεταμένες καταστροφές και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της την εγκατέλειψε ή οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία. Το πρώτο διάστημα η πόλη εμφανίζεται ακατοίκητη και  έρημη και στη συνέχεια ως ένα κάστρο με αποκλειστικά στρατιωτικό χαρακτήρα. Μετά τα μέσα του 15ου αιώνα στο χώρο της χερσονήσου αναπτύσσεται κι ένας ασήμαντος οικισμός, με στοιχειώδεις λειτουργίες, εξακολουθούν όμως να είναι ορατές οι συνέπειες της εγκατάλειψης και της καταστροφής που προηγήθηκε.[1]

Η ανασυγκρότηση και ο μετασχηματισμός της πόλης

Από τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα η φθίνουσα πορεία αναστρέφεται: Την πληθυσμιακή αποψίλωση ακολουθεί η γρήγορη ανάκαμψη, την εικόνα του «έρημου» και κατεστραμμένου αστικού τοπίου διαδέχεται η εικόνα «ενός πολύ όμορφου οικισμού» [2], και η Καβάλα αρχίζει να αποκτά τις υποδομές και τις λειτουργίες μιας μικρής πόλης.

Η εξέλιξη δεν είναι βέβαια τυχαία. Στα 1520-1530 έχουν ολοκληρωθεί οι οθωμανικές κατακτήσεις στην ευρύτερη περιοχή, αποκαθίσταται η ηρεμία, η πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία των Οθωμανών είναι αδιαμφισβήτητη και επιπλέον έχουν αποκρυσταλλωθεί όλες οι βασικές δομές άσκησης της εξουσίας από αυτούς.

Από τα πρώτα χρόνια της μακράς βασιλείας (1520-1566) του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς αρχίζει μια πολιτική ανασυγκρότησης, στο πλαίσιο της οποίας οι πόλεις στρατηγικής και οικονομικής σημασίας «δημιουργούνται εξαρχής», με απόφαση του σουλτάνου, ή γίνονται αντικείμενο ιδιαίτερης μέριμνας. Μεταξύ αυτών και η Καβάλα, λόγω της προνομιακής της θέσης. [3]

Κατά πρώτον ο οικισμός πληροί τις προϋποθέσεις για ν’ αποτελέσει, όπως και στο παρελθόν, εμπορικό – διαμετακομιστικό κέντρο. Διαθέτει μεγάλο φυσικό λιμάνι, κατέχει στρατηγικής σημασίας θέση πάνω στον άξονα της Εγνατίας οδού, της μοναδικής που από αιώνες συνέδεε την Ανατολή με τη Δύση, και αποτελεί σταθμό στους χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους του βορείου Αιγαίου και της πλούσιας αγροτικής ενδοχώρας.

Επίσης η χερσόνησος της Καβάλας διαθέτει εξαιρετική φυσική οχύρωση και από την πλευρά της θάλασσας και από το μέρος της βραχώδους χερσαίας πλαγιάς. Η αμυντική ισχύς της αυξάνεται με την τεχνητή οχύρωση: την ακρόπολη στην κορυφή του λόφου και τα παλιά περιμετρικά τείχη. Έτσι η χερσόνησος μπορεί να παρέχει επαρκή προστασία στον πληθυσμό και ασφάλεια στις οικονομικές δραστηριότητες. Κυρίως στα διερχόμενα καραβάνια, στα διακινούμενα εμπορεύματα και στους ταξιδιώτες, που υπέφεραν από τις συχνές επιθέσεις ληστών και πειρατών σ’ αυτό το στενό πέρασμα της Εγνατίας οδού.


Για όλους αυτούς τους λόγους γύρω στα 1520-1530 εκτελούνται στην Καβάλα μεγάλης κλίμακας έργα υποδομής για την άμυνα και την ύδρευση:[4] Ανακατασκευάζεται η ακρόπολη και πιθανότατα διαπλατύνεται με την προσθήκη του εξωτερικού της περίβολου· ανοικοδομούνται τα παλιά περιμετρικά τείχη της χερσονήσου και κτίζεται ο νέος περίβολος της πόλης, με τον οποίο επεκτείνονται τα όριά της· επισκευάζεται ριζικά το παλιό υδραγωγείο, που παίρνει τη σημερινή εντυπωσιακή του μορφή (Καμάρες).

Την ίδια εποχή, περίπου στα 1530, ο Ιμπραήμ πασάς,[5] βεζύρης και κουνιάδος του σουλτάνου Σουλεϊμάν, ιδρύει στην Καβάλα Ιμαρέτ, με το θεσμό του βακουφιού.[6] Τα Ιμαρέτ  ήσαν μεγάλα συγκροτήματα που περιλάμβαναν πολλά ιδρύματα κοινής ωφέλειας (τζαμιά, μεντρεσέδες, πτωχοκομεία κλπ.) αλλά και έργα προσοδοφόρα (χάνια, λουτρά, καταστήματα κλπ.), τα έσοδα των οποίων προορίζονταν για τη συντήρηση των πρώτων. [7]

Το Ιμαρέτ της Καβάλας πρέπει να περιελάμβανε μεγάλο τζαμί (τη σημερινή εκκλησία του Αγίου Νικολάου), καραβάν σεράϊ (μεγάλο πανδοχείο για την εξυπηρέτηση των καραβανιών και των εμπόρων), χαμάμ, ιμαρέτ (πτωχοκομείο), μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο), μεκτέμπ (σχολείο για μικρά παιδιά), τεκέ (μοναστήρι) και ζαβιγιέ (ησυχαστήριο) δερβίσηδων, μεστζίτ (μικρά τεμένη), χάνια, μαγαζιά, εργαστήρια, αποθήκες και σεμπιλχανέ (δημόσιες κρήνες).[8]

Τα βακούφια είχαν μεγάλη συμβολή στην οικονομική ανασυγκρότηση των πόλεων: Κατασκεύαζαν έργα απαραίτητα για την οικονομική λειτουργία της πόλης, προσέφεραν θέσεις εργασίας, χορηγούσαν δάνεια στους εμπόρους, τους επαγγελματίες και τους τεχνίτες, παραχωρούσαν με ευνοϊκούς όρους επαγγελματική στέγη και απορροφούσαν μέρος της παραγωγής, ανακυκλώνοντας έτσι συνεχώς τον πλούτο. Ακόμη ασκούσαν φιλανθρωπικό έργο και παρείχαν υπηρεσίες που αναβάθμιζαν την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Αποτελούσαν, με δυο λόγια, έργο πνοής για μια πόλη.[9] Ειδικά για την Καβάλα, που μέχρι το 1530 ήταν ένας ασήμαντος οικισμός, μπορούμε ανεπιφύλακτα να υποστηρίξουμε ότι το Ιμαρέτ του Ιμπραήμ πασά υπήρξε συστατικό στοιχείο του γίγνεσθαι της πόλης και καθοριστικός παράγοντας για την εξέλιξή της.[10]

Τα έργα που προαναφέραμε δεν άλλαξαν απλώς τη μορφή του μικρού οικισμού. Βελτιώνοντας τις συνθήκες ασφάλειας και διαβίωσης και συμβάλλοντας στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, έθεσαν και τις βάσεις για την ανάπτυξη και το μετασχηματισμό της πόλης. Οι συνέπειες είναι εμφανείς σε λίγα χρόνια: Όταν ο Belon επισκέπτεται την Καβάλα το 1547 βρίσκει έναν «πολύ ωραίο οικισμό», όπου κατοικούν «περισσότεροι από 500 Εβραίοι και μαζί Έλληνες και Τούρκοι».[11]


Είκοσι χρόνια μετά, ένα οθωμανικό κατάστιχο του 1569 εμφανίζει τον πληθυσμό της πόλης διπλάσιο. Σύμφωνα με μια πρώτη «ανάγνωση» της πηγής, που φαίνεται πως δεν περιλαμβάνει τους φρουρούς του κάστρου με τις οικογένειές τους, η Καβάλα κατοικείται από 113 μουσουλμανικούς χανέδες ( φορολογούμενες οικογένειες), 46 χριστιανικούς και 23 εβραϊκούς. Μια δεύτερη εκτίμηση δίνει ένα σύνολο 208 νοικοκυριών και μία τρίτη καταλήγει σε 174 μουσουλμανικές, 52 χριστιανικές και 30 εβραϊκές οικογένειες, δηλ. συνολικά σε 256 νοικοκυριά.[12] Η απογραφή αυτή δίνει ένα πληθυσμό που κυμαίνεται ανάμεσα στα 900 και τα 1300 άτομα, από τα οποία τα 2/3 είναι μουσουλμάνοι, το 20-25% χριστιανοί και περίπου 12% εβραίοι. Το φορολογικό κατάστιχο του 1569 μαρτυρεί και μια σχετικά αναπτυγμένη δραστηριότητα αγοράς: Από τα 13.327 akce της ολικής φορολογικής απόδοσης της πόλης, τα 12.000 περίπου προέρχονται από τους φόρους της αγοράς και τις προσόδους από το ζυγιστήριο (καντάρ).

Εποικισμοί και εξισλαμισμοί

Τα διαθέσιμα απογραφικά στοιχεία μας οδηγούν σε δύο διαπιστώσεις. Αφενός ότι ο πληθυσμός της Καβάλας αυξάνεται θεαματικά, σχεδόν τριπλασιάζεται σε διάστημα μικρότερο από μισόν αιώνα (400-450 άτομα σε καταγραφές του 1519 και του 1528, 900-1.300 στην αντίστοιχη του 1569). Αφετέρου ότι η  αναλογία μεταξύ των εθνοθρησκευτικών ομάδων ανατρέπεται υπέρ των μουσουλμάνων: Οι χριστιανοί αποτελούσαν περίπου το 85-90% του πληθυσμού το 1478, ενώ μόλις το 20-25% το 1569. Αντίθετα το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ το 1478 ήταν αμελητέο (περίπου 10%), το 1569 υπερβαίνει το 60%.[13] 

Η αύξηση του πληθυσμού οφείλεται κυρίως στους οργανωμένους εποικισμούς, συνήθη πρακτική των Οθωμανών, που αποσκοπούσε αφενός στη γονιμοποίηση των πόλεων - εμπορικών κέντρων και αφετέρου στην αλλαγή της εθνοθρησκευτικής τους υπόστασης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του P. Belon, μετά τον ουγγροτουρκικό πόλεμο, μάλλον του 1526,[14] οι Τούρκοι μεταφέρουν και εγκαθιστούν στην Καβάλα εβραϊκό πληθυσμό από πόλεις της Ουγγαρίας. Οι Εβραίοι είχαν παραδοσιακά ιδιαίτερες επιδόσεις στον τομέα του εμπορίου, γι’ αυτό και οι Οθωμανοί ευνοούσαν την εγκατάστασή τους στα αστικά κέντρα. Στην περίπτωση αυτή οι Εβραίοι της Ουγγαρίας εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Σόφια της Βουλγαρίας και από εκεί μετακινήθηκαν υποχρεωτικά στην Καβάλα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες ραβινικών πηγών.[15]

Είναι γνωστό επίσης ότι από το 14ο αιώνα μεταφέρονται στην Ανατολική Μακεδονία Γιουρούκοι (Τουρκομάνοι) και Κονιάροι από περιοχές της Μικράς Ασίας, οι οποίοι, ως γεωργοί και κτηνοτρόφοι, τοποθετούνται κυρίως σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές.[16] Μέρος αυτών εγκαθίσταται εξαρχής ή μετακινείται το 15ο και 16ο αιώνα στην παράλια πόλη. Δεν μπορούμε ωστόσο να γνωρίζουμε αν οι όποιες μετακινήσεις μουσουλμάνων προς την Καβάλα ήσαν υποχρεωτικές (sürgün) ή συνηθισμένες μετακινήσεις από την ύπαιθρο προς την πόλη, δυνατές υπό όρους και προϋποθέσεις. Πάντως, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία (βλ. παρακάτω), η μετακίνηση μουσουλμανικού πληθυσμού προς την Καβάλα ήταν περιορισμένη.

Στο πλαίσιο του εποικιστικού προγράμματος των Οθωμανών εντάσσεται και η παροχή κινήτρων: Οι κάτοικοι της Καβάλας -μουσουλμάνοι, χριστιανοί και εβραίοι- είναι απαλλαγμένοι από έκτακτους φόρους και υποχρεώσεις, γενικά δε κατά την περίοδο της ανασυγκρότησής της, το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, η συνολική φορολογική επιβάρυνση της πόλης είναι χαμηλή.[17] Προφανής σκοπός των φορολογικών απαλλαγών είναι η προσέλκυση νέων κατοίκων στην παράλια πόλη, αλλά και η παραμονή τους σ’ αυτήν.     

Η ανατροπή των δημογραφικών δεδομένων (με την οποία άλλαξε η εθνοθρησκευτική ταυτότητα της πόλης και παράλληλα διασφαλίστηκε η κυριαρχία των Οθωμανών σ’ αυτήν τη στρατηγικής σημασίας θέση) δεν πρέπει να αποδοθεί μόνο στην εποικιστική πρακτική. Αν συγκρίνουμε τα διαθέσιμα στοιχεία του 1528 και του 1569, θα καταλήξουμε στο (επισφαλές) συμπέρασμα ότι περίπου 120 μουσουλμανικές οικογένειες εποίκισαν την Καβάλα στα σαράντα αυτά χρόνια.[18]

Το τζαμί και ο μεντρεσές του Χαλίλ μπέη
Η αλλαγή των εθνοθρησκευτικών συσχετισμών οφείλεται περισσότερο στους εξισλαμισμούς, φαινόμενο που εντείνεται στο βαλκανικό χώρο από τα μέσα του 16ου αιώνα. Το βασικότερο κίνητρο για την αλλαξοπιστία ήταν βέβαια το οικονομικό: η απόκτηση καλλιεργήσιμης γης, οι κάθε είδους οικονομικές ενισχύσεις και η απαλλαγή από τον κεφαλικό φόρο (συγχρόνως και από τους εκκλησιαστικούς φόρους). Πέραν αυτών όμως οι χριστιανοί, αλλά και οι Εβραίοι, προσχωρούσαν στον ισλαμισμό για να αποφύγουν τις κάθε είδους αυθαιρεσίες και καταπιέσεις, να εξισωθούν κοινωνικά με τους μουσουλμάνους και να γλιτώσουν από το «φόρο του αίματος», το παιδομάζωμα.[19]

Στα 1478/9 μόνο 3 από τις μουσουλμανικές οικογένειες της Καβάλας προέρχονταν από εξισλαμισμό.[20] Αυτό σημαίνει ότι στις τάξεις του χριστιανικού πληθυσμού οι εξισλαμισμένοι δεν ξεπερνούσαν το 5%. Τα δεδομένα έχουν ανατραπεί άρδην ενενήντα χρόνια μετά. Στην αναλυτική απογραφή πληθυσμού του 1569, από τους 113 αρχηγούς των μουσουλμανικών οικογενειών της Καβάλας, οι 35 φέρουν το όνομα Ibn-i Abdoullah, απόδειξη ότι είχαν περάσει πρόσφατα στο Ισλάμ (δηλ. οι πατέρες τους ήσαν χριστιανοί). Σύμφωνα με τα δεδομένα της πηγής, οι προερχόμενοι από εξισλαμισμό έφθαναν το 31% του μουσουλμανικού πληθυσμού της πόλης![21] Πιο εντυπωσιακά καταδεικνύεται το φαινόμενο, αν προβάλουμε τις 35 αυτές οικογένειες στο χριστιανικό πληθυσμό. Από τους υπολογισμούς προκύπτει ότι το 43% των χριστιανών της Καβάλας έχει προσχωρήσει στο Ισλάμ!

Είναι φανερό ότι μετά το 1530 νέοι παράγοντες ασκούν πιέσεις στους χριστιανούς και ευνοούν τον εξισλαμισμό: Η εγκατάσταση πλήθους Οθωμανών αξιωματούχων, στρατιωτών και εποίκων συνεπάγεται και την διάδοση της τουρκικής γλώσσας, στην οποία ενσωματώνονται σταδιακά και οι χριστιανοί. Επιπλέον η θρησκευτική ζωή των νέων κυρίαρχων είναι οργανωμένη. Τα μεγάλα τεμένη του Ιμπραήμ πασά και του Χαλίλ μπέη δεσπόζουν στο χώρο και τη ζωή της Καβάλας και επηρεάζουν τις συνειδήσεις, ενώ τα διάφορα θρησκευτικά ιδρύματα του βακουφιού του Ιμπραήμ πασά αποτελούν πυρήνες θρησκευτικής προπαγάνδας. Οι χριστιανοί δεν έχουν να αντιτάξουν ανάλογους «φάρους» (λ.χ. μεγάλα μοναστήρια) που να οργανώνουν τη θρησκευτική ζωή και να κρατούν άσβεστη την πίστη.

Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στον εξισλαμισμό του χριστιανικού πληθυσμού και στην αλλαγή του εθνοθρησκευτικού χαρακτήρα της Καβάλας πρέπει να έπαιξε το Ιμαρέτ του Ιμπραήμ πασά. Για τους λόγους που προαναφέραμε, τα βακούφια αποτελούσαν (εκτός από πυρήνες θρησκευτικής προπαγάνδας) αφενός κίνητρο για την εγκατάσταση νέων μουσουλμανικών πληθυσμών στην πόλη και αφετέρου δέλεαρ για την αλλαξοπιστία και την ενσωμάτωση των ντόπιων πληθυσμών στη μουσουλμανική κοινότητα. Υπήρξαν το καλύτερο μέσο προβολής του Ισλάμ, λειτούργησαν ως «δούρειος ίππος» για την ειρηνική - πολιτιστική κατάκτηση των πληθυσμών που υποτάχθηκαν με τα όπλα [22] και κατά συνέπεια συνέβαλαν αποφασιστικά στη διασφάλιση της οθωμανικής κυριαρχίας.

Για να συνοψίσουμε: Μια τεράστια επένδυση σε νέα δημόσια οικοδομήματα (υδραγωγείο, αμυντικά έργα και ιδρύματα) και ένα οργανωμένο εποικιστικό πρόγραμμα, που συνδυάστηκε με την παροχή φορολογικών προνομίων, ήσαν οι σημαντικότεροι παράγοντες για την αναζωογόνηση της πόλης, ορθότερα, για τη «δημιουργία» της πόλης.

Η Καβάλα, αν και αναπτύσσεται στο χώρο της παλιάς Χριστούπολης, δεν μπορεί να θεωρηθεί συνέχειά της. Η νέα πόλη που εμφανίζεται στα μέσα του 16ου αιώνα, μετά από μια φθίνουσα πορεία 150 χρόνων, έχει υποστεί βαθιές αλλαγές στις δομές και τις λειτουργίες της και έχει μετεξελιχθεί σε μια πόλη με έντονα μουσουλμανικό χαρακτήρα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Βλ. Κ. Λυκουρίνου, «Από τη βυζαντινή Χριστούπολη στην οθωμανική Καβάλα. Η κατάληψη της πόλης και οι συνέπειες. Ιστορικά δεδομένα και ερωτηματικά» (http://lykourinos-kavala.blogspot.gr/2017/01/blog-post_23.html). Επίσης, Κ. Λυκουρίνου, «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι.- 1912) Η παλιά πόλη - συνοικία της Παναγίας» στο Η παλιά πόλη της Καβάλας (7ος π.χ. – 20ος αι. ) Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της ιστορίας, έκδ. Εξωραϊστικού   Πολιτιστικού Συλλόγου Παναγίας “Το Κάστρο”,  Καβάλα 2005, τ. 1, σ. 58-60.

[2] Χαρακτηρισμός του P. Belon, Les observations de plusieurs singularitez et choses mémorables trouvées en Grèce…, Paris 1553, σ. 59, που επισκέφτηκε στην Καβάλα στα 1547.

[3] Σχετικές τουρκικές απόψεις, Ο Ν. Τοντόρωφ, Η Βαλκανική πόλη του 15ου -19ου αι., μτφρ. Έ. Αβδελά – Γ. Παπαγεωργίου, Αθήνα 1986, σ. 42-43 (στο εξής: Τοντόρωφ, Η Βαλκανική πόλη). Κατά τους Μ. Kiel, «Ottoman Building Activity along the Via Egnatia. The Cases of Pazargah, Kavala and Ferecik», Πρακτικά Συμποσίου The Via Egnatia under Ottoman Rule 1380-1699, Ρέθυμνο 1996, σ. 151 (στο εξής: Kiel, «Ottoman Building Activity…») και H. W. Lowry «Ο Ibrahim Pasa και η δημιουργία της Οθωμανικής Καβάλας, 1478-1667» (απομαγνητοφ. εισήγηση σε εκδήλωση στην Καβάλα, 27-6-2006, 8σέλιδο ένθετο εφημ. Χρονόμετρο), η ανασυγκρότηση της Καβάλας έγινε με πρωτοβουλία της οθωμανικής κυβέρνησης, που αποφάσισε να πάρει πήρε δραστικά μέτρα, ώστε να ανακόψει τη φθίνουσα πορεία και να δρομολογήσει την ανάπτυξη της πόλης.

[4] Ο H. W. Lowry, ό.π., αναφέρει ότι πρώτο κατασκευάστηκε το φρούριο της Καβάλας. Αγνοεί την προηγούμενη κατασκευή του 1425 (βλ. Λυκουρίνου, ό.π. σημ. 1) και βασισμένος στις πληροφορίες του οθωμανού χαρτογράφου Piri Reis τονίζει ότι το έργο είχε ολοκληρωθεί από τον σουλτάνο  Σελίμ, 1512-1520. Για την κατασκευή και σημασία του υδραγωγείου της Καβάλας, Μ. Kiel, «Remarks on some Ottoman-Turkish aqueducts and WaterSupply Systems in the Balkans – Kavala, Chalkis, Levkas, Aleksinac and Ferrai/Ferecik», De turcicis aliisque rebus: Commentarii Henry Hofman dedicati, Utrecht 1992, σ. 108-112. Για την οχύρωση και ύδρευση της Καβάλας, βλ. και την εξαιρετική μελέτη του Κ. Τσουρή, «Νεάπολις - Χριστούπολις - Καβάλα. Διορθώσεις - προσθήκες - παρατηρήσεις στην οχύρωση και την ύδρευση», Αρχαιολογικό Δελτίο 53 (1998), Μελέτες, σ. 387-454, όπου και βιβλιογραφία, σχέδια, φωτογραφίες (στο εξής: Τσουρή, «Οχύρωση - Ύδρευση»).

[5] Για τον Ιμπραήμ πασά και τη συμβολή του, H.W. Lowry, The Shaping of the Ottoman Balkans 1350-1550 The Conquest, Settlement and Infrastructural Development of Northern Greece, Istanbul 2008, σ. 227-242 (κεφ. 6 «Ibrahim Pasa and the Making of Ottoman Kavala, ca. 1478-1536»). Βλ. επίσης, Κ. Ορφανίδη, Ιστορικά και Τοπωνυμικά της Καβάλας, Καβάλα 1997, σ. 61-64. Κατά τον Lowry («Ο Ibrahim Pasa και η δημιουργία της Οθωμανικής Καβάλας, 1478-1667»), το ενδιαφέρον του Ιμπραήμ πασά για την Καβάλα και τα χρήματα που ξόδεψε για την πόλη, δημιουργούν «την ενδιαφέρουσα υπόθεση πως αντί να κατάγεται από την Πάργα, μπορεί να είχε γεννηθεί στην Καβάλα».

[6] Κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας τα περισσότερα δημόσια έργα πραγματοποιούνταν, σχεδόν υποχρεωτικά, από μέλη της σουλτανικής οικογένειας, υψηλούς αξιωματούχους, επαρχιακούς διοικητές ή πλούσιους ιδιώτες, οι οποίοι έτσι «έσωζαν την ψυχή τους», διαιώνιζαν το όνομά τους και εξασφάλιζαν διάφορα προνόμια και ευεργετήματα. Για το θεσμό του βακουφιού (αφιερώματος), Αιμ. Στεφανίδου - Φωτιάδου, "Το Ιμαρέτ της Καβάλας", Μακεδονικά 25 (1985-86) 204-205, σημ. 3, όπου και βιβλιογραφία.

[7] Ο όρος Ιμαρέτ σήμαινε το πολεοδομικό σύμπλεγμα που περιελάμβανε τα παραπάνω κτίρια εξοπλισμού των πόλεων, αλλά επίσης και το θεσμό της λειτουργίας τους. Για το ρόλο των Ιμαρέτ, Καρύδη, Χωρο-γραφία Νεωτερική, σ. 33-34.

Το ομώνυμο τζαμί (σημερινή εκκλησία
του Αγίου Νικολάου), κέντρο του
μεγάλου Ιμαρέτ του Ιμπραήμ πασά.  
[8] Για τα κτίσματα και ιδρύματα του βακουφιού, Belon, ό.π., σ. 56-62, Lowry, ό.π.,  Ν. Μοσχόπουλου, «Η Ελλάς κατά τον Εβλιά Τσελεμπή» Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 14 (1938) 512. Από το κείμενο του δεύτερου δε γίνεται φανερό αν όλα αυτά αποτελούν μέρος του βακουφιού, αν είναι κτίσματα μεμονωμένα ή ενοποιημένα σε συγκροτήματα κλπ. Το τζαμί είναι πιθανό να χτίστηκε στη θέση παλαιοχριστιανικής βασιλικής (Γ. Μπακαλάκη, «Νεάπολις – Χριστούπολις – Καβάλα», Αρχαιολογική Εφημερίς (1936) 6 κ.ε.), που κατά την παράδοση τιμούσε τη μνήμη του Αγίου Λαζάρου ή του Αγίου Παύλου. Το καραβάν σεράι (caravanserais κτίζονταν πάνω σε κύριους εμπορικούς δρόμους που συνέδεαν τις πόλεις, σε κανονικές αποστάσεις μεταξύ τους) κατελάμβανε το βόρειο μέρος της σημερινής κεντρικής πλατείας (μεταξύ των οδών Ι. Δραγούμη, Ομονοίας και Δοϊράνης) και είχε έκταση 2.875 τ.μ. Ο τεκές βρισκόταν απέναντι από το τζαμί του Ιμπραήμ πασά, στη δεξιά γωνία των οδών Κουντουριώτου  – Πουλίδου,  ανεβαίνοντας προς την Παναγία. Το χαμάμ βρισκόταν σε πάροδο της Κουντουριώτου και κατελάμβανε έκταση 1.566 τ.μ. (ένα μέρος του σώζεται σε μικρή απόσταση από τον Άγιο Νικόλαο, σε χώρο που λειτουργεί ως ταβέρνα). Κρήνες μαρτυρούνται δίπλα στο τζαμί και έξω από τις πύλες της πόλης.

[9] Για τον κοινωνικό ρόλο και τη σημασία των βακουφιών, Ev. Balta, Les Vakifs de Serrès et de sa Région (XVe et XVIe s.), Athènes 1995, σ. 36-37, 87-88.    

[10] Περιπτώσεις Ιμαρέτ που έγιναν πυρήνες ανάπτυξης νέων πόλεων, Καρύδη, Χωρο-γραφία Νεωτερική ή λόγος για τη συγκρότηση και εξέλιξη των ελληνικών πόλεων από το 15ο στον 19ο αι., Αθήνα 2000, σ. 35. Τότε που ολοκληρωνόταν το Ιμαρέτ της Καβάλας (1530), σε φορολογικό κατάστιχο η Καβάλα καταγράφεται ως προσάρτημα της Δράμας, με 16 χανέδες (φορολογούμενα νοικοκυριά) μουσουλμάνων, 31 χριστιανών και 42 νοικοκυριά αξιωματικών και φρουρών του κάστρου, δηλ. με συνολικό πληθυσμό περίπου 450 κατοίκων.  

[11] Belon, Les observations, σ. 59. Το κείμενο στο σημείο αυτό είναι ασαφές, όπως –σκόπιμα- και η παραπάνω μετάφραση. 500 ήσαν οι Εβραίοι ή συνολικά οι κάτοικοι της πόλης; Πιο λογικό φαίνεται το δεύτερο.

[12] Βλ. αντίστοιχα, Μ. Sokoloski, «Aperçu sur l’ évolution de certaines villes plus importantes de la partie méridionale des Balkans au XVe et au XVIe siècles», Association Internationale d’ ’Etudes du Sud-Est Européen, Bulletin XII/1 (Βουκουρέστι 1974), 86· Δ.Μ. Καρύδη, «Πόλη και χωριό στη Ελλάδα των 15ου – 16ου αι.», στο τεύχος «Η μεσαιωνική πόλη» Ελευθεροτυπία – Ιστορικά 118 (17-1-2002), 47· Μ. Kiel, «Ottoman Building Activity along the Via Egnatia. The Cases of Pazargah, Kavala and Ferecik», Πρακτικά Συμποσίου The Via Egnatia under Ottoman Rule 1380-169, Ρέθυμνο 1996, σ. 154. Συχνά οι μελετητές των οθωμανικών αρχείων δίνουν διαφορετικά πληθυσμιακά μεγέθη, ακόμη κι όταν αναφέρονται στην ίδια πηγή. Αυτό οφείλεται στη διαφορετική «ανάγνωση» των στοιχείων τους, κυρίως των ομαδοποιήσεων του πληθυσμού. Κατά τον Lowry («Ο Ibrahim Pasa...» ό.π.), τα 174 μουσουλμανικά νοικοκυριά ήταν: 32 οικογένειες των υπηρετών του Ιμαρέτ του Ιμπραήμ πασά, 61 οικογένειες των ανδρών της φρουράς και 81 των υπολοίπων κατοίκων.  

[13] Τις πρώτες δεκαετίες μετά το 1520-30 παρατηρείται στις βαλκανικές πόλεις μεγάλη αύξηση του πληθυσμού (Καρύδη, Χωρο-γραφία Νεωτερική, σ. 51-52), κυρίως του μουσουλμανικού (Τοντόρωφ, Η Βαλκανική πόλη, σ. 91-94) Στην περιοχή μας, εκτός της Καβάλας, τεράστια αύξηση παρουσιάζει η Θάσος: το 1569/70 ο Θεολόγος έχει 619 οικογένειες, αύξηση 170% σε σχέση με το 1519, και όλο το νησί 1.586, από 681 (Καρύδη – Kiel, Μυτιλήνης αστυγραφία και Λέσβου χωρογραφία (15ος-19ος αι.), Αθήνα 2000, σ. 179).  

[14] Κατά τον Κ. Χιόνη, Ιστορία της Καβάλας, σ. 67-68, οι Εβραίοι μετακινήθηκαν από την Ουγγαρία αμέσως μετά τη μάχη του Μοχάτς (1526), δηλ. στα 1527-1528. Όμως η απογραφή του 1528 δεν αναφέρει καθόλου Εβραίους. Ίσως λοιπόν η μετακίνηση των Εβραίων πρέπει να χρονολογηθεί τα επόμενα χρόνια. Όχι όμως και μετά τον ουγγροτουρκικό πόλεμο του 1541 (βλ. και Kiel,  «Ottoman Building Activity», σ. 152), αφού τότε οι πληροφορίες του Μπελόν από την Καβάλα του 1547 θα ήταν πολύ πιο συγκεκριμένες.

[15] Kiel, «Ottoman Building Activity», σ. 153.

[16] T. Gögbilgin, Rumelide Yürükler, Tatarlar ve Evlâd-i Fâtihân (Οι Γιουρούκοι, οι Τάταροι και οι απόγονοι των κατακτητών στη Ρούμελη), Istanbul 1957, σ. 69-75, 262-265 (στοιχεία για το 16ο και 17ο αιώνα), Τοντόρωφ, ό.π., σ. 82-85, Αιμ. Στεφανίδου, Η πόλη - λιμάνι της Καβάλας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (1391-1912). Πολεοδομική διερεύνηση, διδακτορική διατριβή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Πολυτεχνικής Σχολής Α.Π.Θ., έκδοση φωτοαντιγραφική, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 38-41, όπου και αναλυτικά στοιχεία και βιβλιογραφία. Λίγες εστίες Γιουρούκων (μία εστία αριθμούσε 10-40 άτομα) αναφέρονται από το 15ο αιώνα και στην περιοχή Καβάλας, ενώ στην πόλη καταγράφονται απόγονοί τους στα τέλη του 17ου αιώνα.

[17] Lowry «Ο Ibrahim Pasa και η δημιουργία της Οθωμανικής Καβάλας, 1478-1667», ό.π.,  Kiel, «Ottoman Building Activity», σ. 154-155.

[18] Είναι πολύ πιθανό να εποίκισαν την Καβάλα όχι μόνο 123 αλλά περισσότερες μουσουλμανικές οικογένειες. Οι υπολογισμοί έγιναν με βάση την εκδοχή ότι οι 35 εξισλαμισμένες οικογένειες του 1569 (βλ. στην επόμενη παράγραφο) εγκαταστάθηκαν στην Καβάλα ως χριστιανικές και αλλαξοπίστησαν στην πόλη. Αυτό όμως δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, αφού δεν υπάρχουν στοιχεία για να συνεξετάσουμε (όπως επιβάλλεται) τις δημογραφικές μεταβολές στην πόλη με τις αντίστοιχες στην αγροτική ενδοχώρα, και συγχρονικά και σε βάθος χρόνου.

[19] Για τον εξισλαμισμό και το παιδομάζωμα, Ε. Ζεγκίνη, Γενίτσαροι και Μπεκτασισμός. Γενεσιουργοί παράγοντες του Βαλκανικού Ισλάμ, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 87-157, 241-252, Τοντόρωφ, Η Βαλκανική πόλη, σ. 85-87,

[20] Στεφανίδου, Η πόλη - λιμάνι, σ. 41.

[21] Οι εγγραφές υπό το όνομα Ibn-iBin ή Ben) Abdoullah αφορούσαν μόνο μία γενιά. Τα παιδιά των εξισλαμισμένων εγγράφονταν, όταν ήσαν αρχηγοί οικογενειών, με το μουσουλμανικό πατρώνυμο (π.χ. γιος του Αχμέτ) κι όχι με το δηλωτικό Bin Abdoullah (δηλ. δε φαίνεται στην εγγραφή ότι ήσαν εξισλαμισμένοι). Συνεπώς το πραγματικό ποσοστό των μουσουλμάνων που προέρχονταν από εξισλαμισμό θα ήταν πολύ μεγαλύτερο του 31% και βέβαια ο πραγματικός αριθμός των εξισλαμισμένων χριστιανών πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τα βιβλία απογραφής! H συμμετοχή των εξισλαμισμένων στο σύνολο του μουσουλμανικού πληθυσμού ήταν ακόμη μεγαλύτερη σε άλλες πόλεις: 39,25 στις Σέρρες - 40,35 στη Θεσσαλονίκη - 37,25 στη Βέροια κλπ. (Sokoloski, «Aperçu», σ. 88, τα στατιστικά στοιχεία δικά μας). Επειδή όμως τα στοιχεία της ανωτέρω πηγής δεν είναι πλήρη (ο Kiel δίνει μεγαλύτερα πληθυσμιακά μεγέθη), τα ποσοστά αυτά πρέπει να εκληφθούν ως ενδεικτικά και όχι ως απολύτως ακριβή.  
  
[22] Balta, Les Vakifs de Serrès, σ. 36-37.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου