Μια “συκοφαντία του αίματος” στην Καβάλα του 1932


Μια “συκοφαντία του αίματος” στην Καβάλα του 1932



Στις αρχές Ιουλίου 1933, η εβδομαδιαία τοπική εφημερίδα “Νέος Αιών”[1] επιχείρησε να υπονομεύσει την ειρηνική συμβίωση χριστιανών και εβραίων, υποκινώντας βιαιοπραγίες εναντίον του σύνοικου εβραϊκού πληθυσμού (στην Απογραφή του 1928 είχαν καταμετρηθεί στην Καβάλα 2.120 εβραίοι).
Δεν είναι γνωστό το περιεχόμενο του δημοσιεύματος, όμως από τις διαθέσιμες ασαφείς πληροφορίες μπορούμε να εικάσουμε ότι οι εβραίοι κατηγορούνταν ως υποστηρικτές των βουλγαρικών απαιτήσεως έναντι της Ελλάδας και άρα ως υπονομευτές της εθνικής υπόστασης και της κρατικής κυριαρχίας της. Αυτές ήταν άλλωστε οι πιο σοβαρές κατηγορίες στη ρητορική των εθνικιστικών οργανώσεων, που αποτελούσαν και την αιτιολογική βάση για τις κάθε είδους αντισημιτικές ενέργειες, από την κήρυξη μποϋκοτάζ εναντίον των εβραϊκών επιχειρήσεων μέχρι και τα βίαια επεισόδια (με αποκορύφωμα τον εμπρησμό του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη το 1931).
Μετά το δημοσίευμα του Νέου Αιώνος επιτροπή της Ισραηλιτικής Κοινότητας επισκέφτηκε το Νομάρχη και ζήτησε την επέμβασή του, ώστε να σταματήσει «η αντεθνική αύτη τακτική, σκοπόν έχουσα να υπονομεύση τας εμπορικάς και κοινωνικάς σχέσεις των από πολλών ετών εν απολύτω αρμονία διαβιούντων συμπολιτών Ισραηλιτών και Χριστιανών». Ο Νομάρχης διαβεβαίωσε ότι θα ληφθούν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα και απέστειλε το φύλλο της εφημερίδος στον εισαγγελέα για την ποινική δίωξη του “ρυπαρογράφου”.
Καπναποθήκες στη γωνία των οδών Φιλίππου - Μισραχή
Στις δηλώσεις του αναφέρθηκε στα “φιλελληνικά αισθήματα” των συμπολιτών εβραίων, από τα χρόνια της τουρκοκρατίας μέχρι και την πρόσφατη βουλγαρική κατοχή (1916-18), και επικαλέστηκε την περίπτωση της οικογένειας του Ρ. Μισραχή: «Αλλά και εσχάτως ακόμη γνωστή Ισραηλιτική οικογένεια, από 100ετίας και πλέον εγκατασταθείσα ενταύθα και δώσασα ώθησιν εις την εμπορικήν κίνησιν της πόλεως, διένειμε χωρίς να κάνη δημοκοπίαν και θόρυβον δελτία άρτου εις τους πτωχούς και ανέργους της πόλεως».
Κατά το Νομάρχη, καθήκον της κοινωνίας της Καβάλας ήταν «να μποϋκοτάρη τους ανθρώπους και το φύλλον τούτο, όπερ ενσπείρει ζιζάνια εις την πόλιν». Εάν στα υπάρχοντα δεινά προστεθεί ο διχασμός, τότε θα επικρατήσει η αναρχία, «αναρχία ήτις θα έπρεπε πρωτίστως να εκσπάση κατά της εφημερίδος αυτής»! 
Η καθολική αποδοκιμασία του “λαθρόβιου ρυπαρόφυλλου” -από την κοινωνία, τις τοπικές αρχές και τον ημερήσιο τύπο- υποχρέωσε σε αναδίπλωση ακόμη και τον βασικό αποδέκτη της προτροπής, την εθνικιστική - αντισημιτική οργάνωση ΕΕΕ (Εθνική Ένωσις “Ελλάς”). Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η ΕΕΕ αποτελούσε τον πιο ισχυρό μοχλό πίεσης και εκφοβισμού των εβραίων, κυρίως στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε άλλα αστικά κέντρα της Μακεδονίας με εβραϊκό πληθυσμό. Στην Καβάλα εμφανίστηκε το καλοκαίρι του 1932 και οι ιδέες της βρήκαν περιορισμένη απήχηση στα λαϊκά στρώματα που υπέφεραν από την οικονομική κρίση. [2]
Με ανακοίνωσή τους στον ημερήσιο τύπο οι “τριεψιλίτες” της Καβάλας δηλώνουν: «Εις το φύλλον της εφημερίδος “Νέος Αιών”[…] προτρέπεται και η οργάνωσίς μας εις βιαιοπραγίας κατ’ αυτών [των Εβραίων]. Σας παρακαλούμε να δημοσιεύσητε ότι δεν είμεθα σύμφωνοι με την άποψιν ταύτην του Νέου Αιώνος, η οποία ενέχει την έννοιαν της ανταρσίας κατά της οποίας ακριβώς οργανούμεθα ως επίσης και υπέρ των ηθικών και θρησκευτικών αρχών του Έλληνος πολίτου, εν πνεύματι εθνικιστικής αναβαπτίσεως εντός του πλαισίου των νόμων της πατρίδος μας και των οδηγιών των νομίμων αρχών του κράτους».
Καθώς οι τραγικές συνθήκες ζωής διατηρούσαν σε εγρήγορση τις βαθιά ριζωμένες αντιεβραϊκές προκαταλήψεις, κυρίως στους προσφυγικούς πληθυσμούς, υπήρχε πρόσφορο έδαφος για τη διάδοση αντισημιτικών μηνυμάτων. Στα μέσα του 1932 η Καβάλα αναστατώθηκε από μία “συκοφαντία του αίματος”. Έτσι αποκαλείται η γνωστή διαχρονική τερατολογία ότι οι εβραίοι την παραμονή του ιουδαϊκού Πάσχα απάγουν παιδιά χριστιανών, τα θυσιάζουν (τα σταυρώνουν, τα σφάζουν, τα βάζουν μέσα σε βαρέλια με καρφιά κ.ά.) και χρησιμοποιούν το αίμα τους σε θρησκευτικές τελετουργίες, ειδικότερα για την παρασκευή των άζυμων του εβραϊκού Πάσχα. [3]

Τα γεγονότα έχουν ως εξής: Στις 19 Απριλίου διαδόθηκε στην οδό Πτολεμαίου, στο κέντρο της Καβάλας, ότι απήχθη ο 6χρονος γιος του υποδηματοποιού Θεοδωρίδη από εβραίο άγνωστης ταυτότητας. Το αγοράκι είχε βρεθεί με αμυχές, οι οποίες εντέλει αποδόθηκαν σε συμπλοκή με συνομήλικο ή σε κακοποίησή του από ενήλικο. Η φήμη προκάλεσε τις αντιδράσεις ενός περιορισμένου κύκλου ανθρώπων «των κατωτέρων λαϊκών στρωμάτων», οι οποίοι με επικεφαλής τη μητέρα του παιδιού προέβησαν σε παραστάσεις διαμαρτυρίες στην Αστυνομία και τραυμάτισαν ελαφρά στην οδό Κολοκοτρώνη τον εβραίο Ιωσήφ Μπε(ν)μαγιόρ. Διενεργήθηκαν κάποιες ανακρίσεις που δεν κατέληξαν πουθενά και οι δυο - τρεις ύποπτοι αφέθηκαν σύντομα ελεύθεροι. Ο επίλογος μπήκε με τις δηλώσεις του νομάρχη και του εισαγγελέα ότι η φήμη είναι παντελώς αναληθής (κατά τον εισαγγελέα, το γεγονός ήταν εξ ολοκλήρου φανταστικό, «πλασθέν προφανώς υπό υστερικής τινος γυναικός) και με τις προειδοποιήσεις τους ότι θα τιμωρηθεί παραδειγματικά κάθε έκνομη ενέργεια. 

Ενδιαφέρον έχει η παρουσίαση των γεγονότων από τον τύπο. Οι δύο ημερήσιες τοπικές εφημερίδες “Κήρυξ” και “Ταχυδρόμος” ανέδειξαν το αβάσιμο της φήμης, υπερασπίστηκαν το σύνοικο εβραϊκό στοιχείο και επέμειναν στην καταδίκη των αντισημιτικών ενεργειών: “Γύρω από τον άσκοπον θόρυβον. Διαψεύδονται κατηγορηματικώς αι διαδοθείσαι φαντασιοπληξίαι εις βάρος των Ισραηλιτών της πόλεώς μας” είναι ο τίτλος του πρωτοσέλιδου άρθρου στον Κήρυκα. Η εφημερίδα χαρακτηρίζει ανοησίες τις διαδόσεις «εις βάρος του συμπαθούς και νομιμόφρονος Ισραηλιτικού στοιχείου, μεθ’ ου από πολλών αιώνων διαβιούμεν τόσον ειρηνικώς […]».
Ο Ταχυδρόμος στο πρωτοσέλιδο άρθρο του με τίτλο “Οι Εβραίοι και αι προλήψεις” τονίζει: «Αποτελεί στίγμα διά τον πολιτισμόν μας ό,τι διεδραματίσθη χθες και προχθές εις την πόλιν μας εξ αφορμής μιας αδεσπότου και κακοβούλου διαδόσεως, ήτις έγινε αιτία θλιβερών παρεξηγήσεων εις βάρος του φιλονόμου και φιλοπρόδου ισραηλιτικού στοιχείου της Καβάλλας. Είναι εντροπή και να ανεχόμεθα ακόμη να οργιάζουν γύρω μας τοιαύτης φύσεως φήμαι […]».
Αμφότερες οι εφημερίδες προβάλλουν εμφαντικά τις δηλώσεις του Νομάρχη, ο οποίος διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας στις διαδόσεις: «Μολονότι από της πρώτης στιγμής δεν ήτο δυνατόν να καταστή πιστευτόν εν πλήρει εικοστώ αιώνι ότι έλαβεν χώραν γεγονός ως το διαδοθέν, εν τούτοις αι αρμόδιαι Αρχαί εξήτασαν μετά πάσης προσοχής και επιμελείας τα πράγματα, εκ της εξετάσεως δε ταύτης προέκυψεν κατά τρόπον σαφή και αναμφισβήτητον ότι οι αμυχαί -διότι περί αμυχών πρόκειται- τας οποίας φέρει ο μικρός υιός του υποδηματοποιού Θεοδωρίδου δεν είναι έργον Ισραηλίτου και μάλιστα διά τους λόγους τους οποίους έφερον αι διαδόσεις». Ο Νομάρχης καλεί τους συμπολίτες να μη δίνουν προσοχή σε φήμες που μπορούν να διαταράξουν την αρμονική συμβίωση των πολιτών και τονίζει ότι «πάσα οιαδήποτε έκνομος ενέργεια, είτε διά λόγου είτε διά έργου, θα κολασθή κατά τρόπον άμεσον και παραδειγματικόν».

Από τη "Μακεδονία"
Με διαφορετικό τρόπο προσεγγίζει το θέμα η “Μακεδονία”, η οποία από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 καλλιεργούσε με την αρθρογραφία της ένα ακραίο αντισημιτικό κλίμα.[4] Στον απόηχο της “πανηγυρικής” αθώωσης του αρχισυντάκτη της Ν. Φαρδή και των ηγετών της ΕΕΕ για τον εμπρησμό του εβραϊκού οικισμού Κάμπελ (η δίκη είχε διεξαχθεί τις αμέσως προηγούμενες μέρες στη Βέροια), η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης σπεύδει να εκμεταλλευτεί το θέμα και δημοσιεύει όλη την ανεπιβεβαίωτη φημολογία το πρωί της 20ής Απριλίου, σε τετράστηλο με τίτλο “Η Καβάλλα τελεί από χθες εν αναστατώσει. Κατηγγέλθη ότι Ισραηλίτης αφήρεσεν αίμα παρά τινος εξαετούς χριστιανόπαιδος. Η Αστυνομία έλαβε έκτακτα μέτρα τάξεως” (σημειωτέον ότι ο υπόλοιπος τύπος, ακόμη και οι τοπικές εφημερίδες, μετέδωσαν την είδηση την 21η, περιμένοντας  το πόρισμα των ανακρίσεων).
Ο συντάκτης επικεντρώνεται στις διαμαρτυρίες των γυναικών της οδού Πτολεμαίου, στην πρόθεσή τους να λυντσάρουν το συλληφθέντα ύποπτο και στη δυσκολία της αστυνομίας να διαλύσει το συγκεντρωμένο πλήθος. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στη μαρτυρία του μικρού παιδιού ότι τις αμυχές του τις προξένησε «με μίαν βελόνην ένας Ισραηλίτης αχθοφόρος εις την Συναγωγήν, όστις τον συνέλαβεν περιφερόμενον και παίζοντα εις τον δρόμον».  Δύο μέρες αργότερα προχωρά στη διάψευση της φήμης, με ολιγόλογο μονόστηλο εσωτερικής σελίδας, μεταφέροντας την πεποίθηση των τοπικών αρχών ότι «πρόκειται μάλλον περί επιθέσεως κατά του μικρού με πρόθεσιν την ικανοποίησιν ανηθίκων ορέξεων».
Σύμφωνα με την ειδησεογραφία της «Μακεδονίας», τις ημέρες της αναταραχής αρκετοί εβραίοι εγκατέλειψαν την Καβάλα και κατέφυγαν με την ακτοπλοϊκή γραμμή στη Θεσσαλονίκη, «φοβούμενοι επίθεσιν θερμοαίμων Χριστιανών» (στις τοπικές εφημερίδες δεν υπάρχει καμία τέτοια αναφορά).

Η “συκοφαντία του αίματος” στην Καβάλα του 1932 δεν πήρε διαστάσεις, αφού οι πολιτικές, αστυνομικές και ανακριτικές αρχές και ο τοπικός τύπος χειρίστηκαν το θέμα με σύνεση και μετριοπάθεια: ανέδειξαν εξαρχής τις “φαντασιοπληξίες εις βάρος των ισραηλιτών της πόλεώς μας” και δεν άφησαν περιθώρια για περαιτέρω εκμετάλλευσή της από τους αντισημιτικούς κύκλους.
Αβραάμ Μόλχο, μέγας ραβίνος της Καβάλας
Ωστόσο το γεγονός ότι μέσα σε λίγα χρόνια σημειώνονται στην Καβάλα δύο τέτοια περιστατικά (1926 και 1932) είναι άξιο σχολιασμού: Στην Καβάλα των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα δεν παρατηρούνται γεγονότα μισαλλόδοξης αντιπαράθεσης στις σχέσεις του χριστιανικού με το εβραϊκό στοιχείο.[5]  Την ειρηνική συμβίωση των δύο κοινοτήτων δεν μπορούσαν να διασαλεύσουν ούτε οι προαιώνιες προκαταλήψεις ούτε οι θρησκευτικής προέλευσης λαϊκές δοξασίες, που ωστόσο σκίαζαν κάπως τις ανθρώπινες σχέσεις, κυρίως κατά την περίοδο της Μεγάλης Εβδομάδας (κατά τις μαρτυρίες, οι εβραίοι συμβούλευαν τα παιδιά τους να μη βγαίνουν από το σπίτι, κυρίως τη Μεγάλη Παρασκευή). Μία φορά μόνο διαταράχθηκαν σοβαρά οι σχέσεις: Τον Απρίλιο του 1894 διαδόθηκε ότι οι Εβραίοι απήγαγαν ένα κοριτσάκι χριστιανικής οικογένειας με σκοπό να το θυσιάσουν. Η ανυπόστατη φήμη προκάλεσε αναστάτωση στην πόλη και κρίση στην οποία ενεπλάκησαν όλοι σχεδόν οι φορείς: η οθωμανική διοίκηση, οι χριστιανικές και εβραϊκές κοινοτικές αρχές, η Μητρόπολη και τα προξενεία. [6]
Αντιδράσεις εβραιοφοβίας εκδηλώθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε θεαματικά (ξεπέρασε τις 2.500). Η συρροή εβραίων οφειλόταν στα μεγάλα καπνεργοστάσια των Allatini, Vix (Herzog) και Schinasi, που, κατά τον διευθύνοντα το Ελληνικό Υποπροξενείο της Καβάλας, αντικαθιστούσαν χριστιανούς καπνεργάτες με ομοθρήσκους τους.  Ο υποπρόξενος Σουίδας ανησυχούσε μήπως η Καβάλα γίνει δεύτερη Θεσσαλονίκη (δηλ. εβραϊκή πόλη) και για την ανακοπή του εβραϊκού ρεύματος πρότεινε “την εφαρμογήν υποκώφου και συστηματικού εναντίον των Εβραίων οικονομικού πολέμου”. Όμως φαίνεται όμως, ελάχιστοι από τους χριστιανούς της πόλης συμμερίζονται τις αντιλήψεις του υποπρόξενου. [7]
Η εβραϊκή κοινότητα δε διέφερε, από άποψη κοινωνικής διαστρωμάτωσης, από την ελληνορθόδοξη. Οι ισχυροί έμποροι αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της αστικής τάξης της Καβάλας, όμως η μεγάλη μάζα των εβραίων ανήκε στην τάξη των καπνεργατών. Οι πρώτοι στήριξαν αρκετές φορές το εκπαιδευτικό έργο της ελληνορθόδοξης κοινότητας, με σοβαρές οικονομικές ενισχύσεις, ορισμένοι μάλιστα διακρίθηκαν για την αλληλεγγύη τους προς το ελληνικό στοιχείο, σε δύσκολες για τον ελληνισμό της πόλης στιγμές (π.χ. κατά τη βουλγαρική κατοχή 1916-18). Οι δεύτεροι, πρωτοπόροι στην υιοθέτηση και διάδοση σοσιαλιστικών και διεθνιστικών ιδεών, συνέβαλαν αποφασιστικά στην ταξική συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης της πόλης. [8]

Οι ομαλές σχέσεις των εθνοθρησκευτικών ομάδων ήταν φυσικό επακόλουθο της ανάπτυξης της πόλης. Η Καβάλα στα τέλη του 19ου αιώνα δεν είναι πια ένας καθυστερημένος μικρόκοσμος, αλλά μια κοινωνία αναπτυγμένη και ανοικτή σε φιλελεύθερες ιδέες. Τα μέλη του ανώτερου στρώματος της πόλης (καπνέμποροι και αντιπρόσωποι μεγάλων ξένων εμπορικών οίκων, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, χριστιανοί και εβραίοι, ακόμη και Τούρκοι) είναι φορείς μοντέρνων αντιλήψεων και αναπτύσσουν ανάλογες συμπεριφορές: Ενισχύουν οικονομικά τα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα των άλλων κοινοτήτων, συμμετέχουν στις εκδηλώσεις τους, συνυπάρχουν σε κοινές κοινωνικές και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις κλπ. Υιοθετούν, με δυο λόγια, μορφές κοινωνικότητας που σπάζουν τα στεγανά των εθνοθρησκευτικών ομάδων και επιβάλλουν νέα πρότυπα συμπεριφοράς. Επιπλέον στις νέες εκτός τειχών περιοχές της πόλης, όπου δεν ισχύουν οι απόλυτοι εθνοθρησκευτικοί διαχωρισμοί των παλιών συνοικιών, οι κάτοικοι συμβιώνουν και επικοινωνούν ακώλυτα, με αποτέλεσμα να υποχωρεί η παραδοσιακή προκατάληψη.

Η άμβλυνση των εθνικιστικών αντανακλαστικών οφείλεται επίσης στη συγκρότηση της πολυπληθούς και πολυεθνικής καπνεργατικής τάξης της πόλης. Μέσα από τους κοινούς αγώνες τα κατώτερα στρώματα αναπτύσσουν αισθήματα συντροφικότητας και αλληλεγγύης, όπως στη μεγάλη απεργία του 1895-96. «Τούρκοι, Εβραίοι, Χριστιανοί και Γύφτοι και Αρμένοι,/’σαν να τους είχε ολουνούς μια μάνα γεννημένοι», γράφει ο Πραβινός λαϊκός ποιητής Αντρίκος Βέττας, καπνεργάτης ο ίδιος στην Καβάλα.
Ωστόσο, ακόμη και την εποχή που στην Καβάλα βρίσκουν σημαντική απήχηση οι σοσιαλιστικές και διεθνιστικές ιδέες της Φεντερασιόν (μετά το 1910), προσδιοριστικό στοιχείο της συνείδησης των χιλιάδων καπνεργατών δεν είναι τόσο η ταξική τους κατάσταση, όσο κυρίως η εθνική και θρησκευτική τους ταυτότητα.

Βαθιές αλλαγές σημειώνονται στην Καβάλα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Ανταλλαγή των πληθυσμών, αφού η πόλη κατοικείται πλέον από συμπαγείς μάζες προσφυγικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη (το 1920 η Καβάλα είχε 23.000 κατοίκους, το 1928 έχει 51.000, με το ποσοστό των προσφύγων να ανέρχεται σε 57%).
Εξ αιτίας της απότομης αύξησης του πληθυσμού δημιουργείται ανταγωνισμός ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους γηγενείς (χριστιανούς και εβραίους) στην αγορά εργασίας, στις κάθε λογής επιχειρηματικές δραστηριότητες και στο χώρο της επεξεργασίας του καπνού, όπου η ανεργία φτάνει μετά το 1926 και κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του 1930 σε δυσθεώρητα επίπεδα.
Μέγαρα Χέρτζογκ (σημερ. Δημαρχείο) και Βηξ
Η οικονομία του καπνού ελέγχεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις μεγάλες επιχειρήσεις εβραϊκών οικογενειών (Χέρτζογκ, Αλλατίνι, Φερναντέζ, Μισραχή, Μάγιερ, Σχιζάζι, Σπήρερ, Μπεμβενίστε, Κασούτο κ.ά.) στις οποίες απασχολείται και η συντριπτική πλειονότητα των καπνεργατών της πόλης. Κατά συνέπεια οι επιλογές των εβραϊκών εταιρειών επηρεάζουν καθοριστικά την πορεία της τοπικής  οικονομίας και τη μοίρα χιλιάδων οικογενειών. Στα κρίσιμα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της γενικευμένης ανεργίας, τα εξαθλιωμένα λαϊκά στρώματα αποδίδουν την αιτία της δυστυχίας τους στους κατέχοντες τον πλούτο. Συχνά τα αρνητικά αισθήματα γενικεύονται αυθαίρετα και στρέφονται στο σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού, ακόμα και σ’ αυτούς που μοιράζονταν την κοινή μοίρα της ένδειας.
Όλα αυτά συμπορεύονται με τους ανορθολογισμούς του λαϊκού αντισημιτισμού, ο οποίος παραμένει ενεργός σε υπολογίσιμο τμήμα του προσφυγικού κυρίως στοιχείου και εκφράζεται μέσα από τις θρησκευτικές παραδόσεις, τις λαϊκές δοξασίες, τις στερεοτυπικές προκαταλήψεις και γενικεύσεις για “τον εβραίο”.
Το κάψιμο του Ιούδα
Η καχυποψία οφείλεται και σε πολιτικούς λόγους: Ενώ η προσφυγική πλειοψηφία παραμένει από το 1922 σταθερά προσηλωμένη στο Βενιζέλο και την πολιτική της εθνικής ολοκλήρωσης, οι εβραίοι αντιδρούν στην εφαρμοζόμενη πολιτική ενσωμάτωσης των μειονοτικών πληθυσμών, που ουσιαστικά καταργεί την κοινοτική τους αυτονομία. Η άρνησή τους να αφομοιωθούν στο ελληνικό περιβάλλον και η προσπάθειά τους να διατηρήσουν τα κεκτημένα αιώνων και τα στοιχεία της διακριτής εβραϊκής τους ταυτότητας (ισπανοεβραϊκή γλώσσα, εβραϊκή εκπαίδευση, αργία του Σαββάτου κ.ά.) συχνά προκαλεί τα αρνητικά σχόλια και τις κατηγορίες του τύπου και των εθνικιστικών οργανώσεων.

Περιστατικά όπως η “συκοφαντία του αίματος” στην Καβάλα του 1932 μπορούν να αποδοθούν, λοιπόν, σε ανθεκτικές αντισημιτικές προκαταλήψεις, που κατά την εποχή της οικονομικής κρίσης συντηρούνται από το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον της πόλης.
Πρέπει ωστόσο να αποσαφηνίσουμε ότι ο αντισημιτισμός στην Καβάλα του Μεσοπολέμου δεν είχε πολιτικά ερείσματα στο χριστιανικό πληθυσμό και δεν απέκτησε ποτέ χαρακτηριστικά κινήματος, όπως λ.χ. στη Θεσσαλονίκη. Εφημερίδες όπως ο “Νέος Αιών” και οργανώσεις όπως η ΕΕΕ  παρέμειναν σταθερά στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, έχοντας περιορισμένη και συγκυριακή απήχηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1932 οι εκπρόσωποι της ΕΕΕ στα ψηφοδέλτια του Λαϊκού Κόμματος του Π. Τσαλδάρη και του Εθνικού Ριζοσπαστικού του Γ. Κονδύλη (Μπαλάνος στο πρώτο, Λεόντιος και Αγγελίδης στο δεύτερο) σημείωσαν παταγώδη αποτυχία.
Όπως προαναφέραμε, στον άμεσο τερματισμό της κρίσης συνέβαλαν με την υπεύθυνη στάση τους ο τοπικός τύπος και οι θεσμικοί παράγοντες της πόλης, που κατανοούσαν ότι η πορεία της οικονομίας και η μοίρα των χιλιάδων θυμάτων της οικονομικής κρίσης εξαρτώνταν από τις επιλογές των εβραϊκών εταιρειών καπνού. Άλλωστε εκείνη ακριβώς την περίοδο (1930-1933) χιλιάδες άνεργοι της Καβάλας επιβίωναν χάρη στα λαϊκά συσσίτια, [9] τα οποία συντηρούνταν και με τις γενναίες χρηματοδοτήσεις των εύπορων εβραίων και των εύρωστων εβραϊκών επιχειρήσεων της πόλης.
Αναφέρουμε ενδεικτικά τον Ραϋμόνδο Μισραχή: Ο διευθυντής της Κομμέρσιαλ και πρόξενος της Ιταλίας αφενός ενίσχυσε με αλλεπάλληλες δωρεές τα μαθητικά και τα λαϊκά συσσίτια και αφετέρου, από το φθινόπωρο του 1932 που θέριεψε η πείνα, προσέφερε στους άπορους της πόλης, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, χίλια (1.000) ψωμιά την εβδομάδα. Μέχρι τα τέλη Απριλίου 1933 είχε χορηγήσει 31.500 άρτους, που μοιράζονταν κάθε Σάββατο σε ξύλινο παράπηγμα της οδού Δαμιανού.
Για τη συμβολή του στην ελληνική οικονομία και για τη γενικότερη προσφορά του ο Ρ. Μισραχή τιμήθηκε επανειλημμένα από το ελληνικό κράτος (αρχής γενομένης το 1930 με το χρυσό σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος), ο Δήμος Καβάλας έδωσε το όνομά του σε οδό της πόλης (σημερινή οδό Μητροπόλεως), ο Ηρακλής Καβάλας και άλλοι τοπικοί σύλλογοι και σωματεία τον ανακήρυξε επίτιμο πρόεδρο κ.ά.

Η “συκοφαντία του αίματος” τον Απρίλιο του 1932 αποτελεί μια περιστασιακή εκτροπή από την ομαλότητα της αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και εβραίων στην Καβάλα, μέχρι την “τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος” και την εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης.[10]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ο “Νέος Αιών” κυκλοφορούσε το πρώτο μισό της δεκ. του 1930 (άγνωστο πότε εκδόθηκε). Εκδότης της εφημερίδας ήταν ο Μιχαήλ Καρακωνσταντίνου που υπήρξε αρχιεργάτης και συνεργάτης του Βλάση Γαβριηλίδη και επί σειρά ετών έγραφε στη “Μακεδονία” της Θεσσαλονίκης χρονογραφήματα με το ψευδώνυμο “Γαβριάς”. Φύλλα του Νέου Αιώνος δεν έχουν σωθεί (Χριστίνα Βαμβούρη, Ιστορία του Τύπου της Καβάλας, ανέκδοτη μεταπτυχιακή εργασία, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 18-19).

[2] Η ΕΕΕ, οργάνωση εθνικιστικής, αντισημιτικής, αντικομμουνιστικής και φασίζουσας ιδεολογίας, ιδρύθηκε το 1927 από πρόσφυγες εμπόρους και έδρασε κυρίως στη Θεσσαλονίκη κατά μέχρι το 1936. Είχε και παραστρατιωτικό τμήμα, τους χαλυβδόκρανους (από τα κράνη που φορούσαν). Επί Κατοχής πολλά μέλη της συνεργάστηκαν με τις κατοχικές δυνάμεις, εντάχθηκαν στα τάγματα ασφαλείας και βοήθησαν στον εντοπισμό ελληνοεβραίων. Βλ. Θεοδόσιος Τσιρώνης, Πολιτική ιδεολογία στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου. Η οργάνωση Εθνική  Ένωσις ‘Η Ελλάς’ και τα συνεργαζόμενα σωματεία, ανέκδοτη μεταπτυχιακή εργασία, Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Λαογραφίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1999· Μιχάλης Τρεμόπουλος, Τα τρία Ε (ΕΕΕ) και ο εμπρησμός του Κάμπελ. Το πογκρόμ του 1931 στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 2018.

[3] Για τη “Συκοφαντία του αίματος” (Blood Libel) κατά τη μεσαιωνική και σύγχρονη περίοδο, βλ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Η “Συκοφαντία Αίματος” και οι Έλληνες συγγραφείς στο γύρισμα του 20ού αιώνα», στο συλλογικό Εβραϊκές Κοινότητες ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, Ιωάννινα 2016, σ. 77-90· Βασίλης Ριτζαλέος, «Η υπόθεση του εβραίου πραγματογνώμονα καπνών Ραζόν: συκοφαντία αίματος και διαχείριση κρίσεων στην Καβάλα του 1894», ΚΔ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 318-332.

[4] Μαρία Καβάλα, «Η εξέλιξη του αντισημιτικού λόγου της εφημερίδας “Μακεδονία”», https://geniusloci2017.wordpress.com/2019/09/12/makedonia_antisemitism/

[5] Για τις σχέσεις των εθνικοθρησκευτικών ομάδων, Κυριάκος Λυκουρίνος, «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι.- 1912), Η παλιά πόλη - συνοικία της Παναγίας», Η παλιά πόλη της Καβάλας (7ος π.χ. – 20ος αι.) Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της ιστορίας», Καβάλα 2005, τ.1, σ. 137-147.

[6] Βασίλης Ριτζαλέος, «Η υπόθεση του εβραίου πραγματογνώμονα καπνών Ραζόν: συκοφαντία αίματος και διαχείριση κρίσεων στην Καβάλα του 1894», ΚΔ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 318-332.

[7] Κυριάκος Λυκουρίνος, «Το καπνεμπόριο της Καβάλας και το εθνικό ζήτημα στις παραμονές του Μακεδονικού αγώνα», Υπόστεγο, 8-9 (φθιν. 1997), 119.

[8] Για την εβραϊκή κοινότητα της Καβάλας, Βασίλης Ριτζαλέος, Οι εβραϊκές κοινότητες στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη από τα μέσα του 19ου αι. μέχρι το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2006. https://ikee.lib.auth.gr/record/79414/files/RITZALEOS.pdf· Ιωσήφ Μεβοράχ, Οι Εβραίοι στη Μέκκα του καπνού, Αθήνα 2019.

[9] Κυριάκος Λυκουρίνος, «Λαϊκά συσσίτια στην Καβάλα της οικονομικής κρίσης (1930-1933)», https://lykourinos-kavala.blogspot.com/2020/01/1930-1933.html

[10] Βασίλης Ριτζαλέος, «Η εβραϊκή κοινότητα Καβάλας στον έλεγχο των Βουλγαρικών Αρχών Κατοχής: οργάνωση, εκµετάλλευση, διάλυση (1942-1944)», στο συλλογικό: Βασίλης ∆αλκαβούκης - Ελένη Πασχαλούδη - Ηλίας Σκουλίδας - Κατερίνα Τσέκου (επιμ.), Αφηγήσεις για τη δεκαετία του 1940.  Από το λόγο του κατοχικού κράτους στη µετανεωτερική ιστοριογραφία, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 69-90.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου