Λαϊκά συσσίτια στην Καβάλα της οικονομικής κρίσης (1930-1933)


Λαϊκά συσσίτια στην Καβάλα της οικονομικής κρίσης (1930-1933)

Η κρίση και η ανεργία. Στην περιοχή της Καβάλας η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 εκδηλώθηκε κυρίως ως καπνική και έπληξε όλη την οικονομία του καπνού: παραγωγή, επεξεργασία και εμπόριο.[1] Καθώς η ζήτηση των ελληνικών καπνών είχε μειωθεί στις διεθνείς αγορές, πολλοί καπνέμποροι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς τους αγρότες και τις τράπεζες, ανέστειλαν τις πληρωμές και οδηγήθηκαν σε πτώχευση. Οι υπόλοιποι, στην προσπάθειά τους να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικοί, συρρίκνωσαν την επεξεργασία του καπνού και έθεσαν υπό αμφισβήτηση τις μέχρι τότε σημαντικές κατακτήσεις του καπνεργατικού κλάδου.
Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930 δημοσιεύονται συχνά στον τοπικό Τύπο ειδήσεις για διάλυση εταιρειών και για πλειστηριασμούς καπναποθηκών (π.χ. του Μαρούλη, της αμερικανικής Άλστον, της αγγλικών συμφερόντων Μάγερ, με την ογκώδη καπναποθήκη στο Φάληρο κ.ά.). Την ίδια περίοδο αρκετές καπναποθήκες της Καβάλας καταστρέφονται από πυρκαγιές, μαζί με μεγάλες ποσότητες αποθηκευμένων καπνών, γεγονός που προκαλεί τη σφοδρή αντίδραση των ασφαλιστικών εταιρειών. Παράλληλα στην ενδοχώρα πολλοί αγρότες προχωρούν σε ολική ή μερική αντικατάσταση της καπνοκαλλιέργειας με άλλες καλλιέργειες.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 στις καπναποθήκες της Καβάλας απασχολούνταν περίπου 13.500 καπνεργάτες και καπνεργάτριες (επίσημα στοιχεία 1928). Όσοι από αυτούς ήταν μονίμως εγκατεστημένοι στη Θάσο και στην αγροτική ενδοχώρα της Ανατολικής Μακεδονίας (4.780 άτομα που έρχονταν στην Καβάλα κατά τις περιόδους επεξεργασίας των καπνών) μπορούσαν να απασχοληθούν σε άλλες γεωργικές εργασίες, ώστε να εξασφαλίσουν τουλάχιστον την επιβίωσή τους.
Όμως οι περίπου 8.000 Καβαλιώτες που ζούσαν αποκλειστικά από την επεξεργασία των καπνών ( ικτικ να παραδεχόμαστε 7.721 άνδρες και γυναίκες, κάπου 4.000 οικογένειες), οδηγήθηκαν στην έσχατη φτώχεια. Καθώς το Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών (ΤΑΚ) δεν είχε τους αναγκαίους πόρους για να καλύψει τα επιδόματα ανεργίας, πολλές οικογένειες αντιμετώπιζαν ακόμη και το φάσμα της πείνας. Σε απόγνωση οδηγήθηκαν και χιλιάδες άλλοι εργαζόμενοι (επαγγελματίες, βιοτέχνες, μικροί έμποροι κ.ά.), που εξαρτιόνταν από το εισόδημα των καπνεργατών της πόλης και των καπνοπαραγωγών της αγροτικής περιφέρειας.

Το Φεβρουάριο του 1930 οι εκπρόσωποι του Δήμου, της Μητρόπολης, του Επιμελητηρίου και άλλων τοπικών φορέων συνεκτιμούν ότι πάνω από 3.000 άποροι της πόλης βρίσκονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο του λιμού. Το δημοτικό συμβούλιο ψηφίζει κονδύλιο 150.000 δρχ. «διά τους πεινώντας» και ο “Κήρυξ” εκφράζει την ευχή να βρεθούν και άλλοι που να ενισχύσουν τα ισχνά βοηθήματα προς τους άπορους, διότι «η πενία και η δυστυχία αυξάνουν καθημερινώς».
Η κατάσταση επιδεινώνεται συνεχώς και στα τέλη του 1931 η τοπική εφημερίδα διεκτραγωδεί τις συνέπειες της καπνικής κρίσης: «Η οικονομική λαίλαψ η οποία τον κόσμον ολόκληρον κατέκλυσε, την Καβάλλαν μας τελείως την εγονάτισε.[…] Από δύο ετών και πλέον την άλλοτε ευδαιμονούσαν Καβάλλαν μαστίζει εκ του αιτίου τούτου ανεργία δεινή, ήτις καθ’ εκάστην επιτεινομένη τους πάντας συμπεριέλαβεν εις τους φρικτούς κόλπους της».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι καπνεργάτες και άλλοι εργαζόμενοι δεν αγωνίζονται πλέον για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την αύξηση του ημερομισθίου, αλλά εκλιπαρούν για μερικά μεροκάματα, αγωνιούν για τα επιδόματα ανεργίας και στηρίζονται στην κοινωνική μέριμνα.

Υπό τις συνθήκες αυτές ορατή ήταν η απειλή μιας κοινωνικής έκρηξης. Ο τοπικός τύπος προειδοποιεί ότι εφόσον «ένα μέγιστον τμήμα του λαού υποφέρει αφάνταστα, υπάρχει κίνδυνος να ανατραπεί το καθεστώς από τους πεινώντας και τους γυμνούς και από μυριάδας ασθενών και πασχόντων».
Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η εμπιστευτική έκθεση της Διοίκησης Χωροφυλακής Καβάλας (14-12-1931), όπου επισημαίνεται ο ορατός κίνδυνος της “ενοποιήσεως”, δηλ. του κοινού αγώνα των κομμουνιστών και των συντηρητικών καπνεργατών: «Διά της απειλουμένης ενοποιήσεως η θέσις της Αστυνομίας καθίσταται δύσκολος, διότι οι καπνεργάται απελπισμένοι πλέον ότι δεν θα εργασθώσι ούτε δέκα (10) τουλάχιστον ημέρας κατά τον παρόντα χειμώνα και μην έχοντες ουδένα έτερον πόρον ζωής όπως καταπραΰνουν την πείναν των, θα προβώσι εις τα έσχατα, αψηφούντες οιονδήποτε κίνδυνον και αυτόν τον θάνατον, όστις θα τους απαλλάξει του μαρτυρίου να βλέπουσι τα τέκνα των αποθνήσκοντα της πείνης».
Οι ίδιοι οι συντηρητικοί καπνεργάτες, που πρώτοι εξασφάλιζαν εργασία μόλις άνοιγαν οι καπναποθήκες με τα κρατικά καπνά, απειλούν τώρα ότι «παρ’ όλον το νομοταγές και τα πατριωτικά των αισθήματα, η απόγνωσις θα τους ωθήση εις παρακινδυνευμένας ακρότητας και ωρισμένας εκνόμους ενεργείας, εις ας δεν προέβησαν μέχρι τούδε ούτε οι κομμουνισταί».
Διαβλέποντας αυτούς τους κινδύνους, της ανθρωπιστικής κρίσης και της κοινωνικής έκρηξης, οι κρατικές υπηρεσίες και οι τοπικοί φορείς (Δήμος, Νομαρχία, Μητρόπολη, Φιλόπτωχος Αδελφότης, επιχειρηματίες κ.ά.), δραστηριοποιούνται για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, με τη λειτουργία συσσιτίων.

Τα μαθητικά συσσίτια

Η αρχή έγινε τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1930 με το συσσίτιο των απόρων μαθητών. Εν όψει των εορτών το Υπουργείο Παιδείας είχε εκφράσει την επιθυμία να ιδρυθούν μαθητικά συσσίτια στις πόλεις που πλήττονταν από την οικονομική κρίση, όμως τα ποσά που διέθεσε γι’ αυτό το σκοπό ήταν ασήμαντα: 150.000 δρχ. για όλη τη Μακεδονία. Έτσι το συσσίτιο έπρεπε να βασιστεί στους δημοτικούς προϋπολογισμούς, στην κοινωνική αλληλεγγύη και στη φιλανθρωπία των πολιτών.
Η οργάνωση και λειτουργία του συσσιτίου της Καβάλας είχε ανατεθεί από το Νομάρχη στο εδώ παράρτημα του Πατριωτικού Ιδρύματος, σε συνεργασία με τις διευθύνσεις της εκπαίδευσης, το Δήμο Καβάλας και το Στρατό. Η πανηγυρική έναρξή του (παρουσία των Νομάρχη, Δημάρχου, Μητροπολίτη κ.ά.) έγινε στις 23 Δεκεμβρίου σε μεγάλο οίκημα επί της οδού Δαγκλή. Πρόκειται για την αίθουσα του πρώην εστιατορίου του Εθνικού Κήπου, που είχε παραχωρηθεί δωρεάν από την Υπηρεσία των Ανταλλαξίμων.
Για την υλοποίηση του έργου διέθεσαν μικρά ή μεγάλα ποσά διάφοροι κρατικοί φορείς, οργανισμοί, επιχειρήσεις και σωματεία.[2] Συνεχείς ήταν επίσης οι δωρεές διαφόρων επιχειρηματιών και άλλων συμπολιτών, ενώ ακόμη και οι μαθητές των εύπορων οικογενειών συνεισέφεραν μικρότερα ποσά σε σχολικούς εράνους. Οι εκκλήσεις για οικονομική ενίσχυση ήταν συνεχείς από τις σελίδες του τοπικού τύπου, ενώ στο κτήριο του συσσιτίου υπήρχε κουτί όπου οι φιλάνθρωποι έριχναν τον οβολό τους υπέρ του συσσιτίου.
Ωστόσο το συσσίτιο δεν μπορούσε να καλύψει όλες τις ανάγκες. Από τους περίπου έξι χιλιάδες (6.000) μαθητές των δημοτικών σχολείων της Καβάλας [3] οι διευθυντές και οι αντίστοιχες σχολικές εφορίες είχαν επιλέξει 1.828 άπορους για δωρεάν σίτιση. Όμως το συσσίτιο δε λειτουργούσε όλο το σχολικό έτος (αλλά 6-7 μήνες) και μπορούσε να προσφέρει φαγητό μόνο σε 250 - 300 μαθητές που επιλέγονταν με κλήρωση.[4] Έτσι έξω από το εστιατόριο του εθνικού κήπου συνεχώς συνωστίζονταν εκατοντάδες άπορα παιδάκια, στα οποία ο υπάλληλος του Δήμου δεν επέτρεπε την είσοδο, αφού δεν είχαν εφοδιαστεί με δελτίο. Πολλά παιδιά έπαιρναν το φαγητό στο σπίτι τους, προφανώς για να το μοιραστούν με άλλα μέλη της οικογένειάς τους! [5]

Τα λαϊκά συσσίτια

Στις αρχές Δεκεμβρίου 1931, σχεδόν ένα χρόνο μετά την έναρξη των μαθητικών συσσιτίων, ο Δήμος Καβάλας αποφάσισε να θέσει σε λειτουργία τα δημοτικά - λαϊκά συσσίτια, κάτι που αποτελούσε αίτημα της τοπικής κοινωνίας και του τύπου. Για το σκοπό αυτό το Δημοτικό Συμβούλιο ψήφισε 400.000 δρχ., ποσό που θα προερχόταν από τραπεζικό δανεισμό.[6] Όπως τόνισε ο Δήμαρχος της πόλης σε ευρεία σύσκεψη τοπικών φορέων,[7] το ποσό δεν επαρκούσε και συνεπώς έπρεπε να εξευρεθούν πρόσθετοι πόροι, κυρίως με τη διενέργεια συστηματικών εράνων. Στη σύσκεψη αποφασίστηκε η σύσταση τριών επιτροπών: μία για την οργάνωση και διενέργεια του συσσιτίου, μία για τη συλλογή των εράνων και μία για την εξακρίβωση των απόρων συμπολιτών.

Το συσσίτιο: Βασικό ρόλο στην παρασκευή του συσσιτίου ανέλαβε το Δ΄Σώμα Στρατού, καθώς διέθετε όλα τα υλικά μέσα και το αναγκαίο προσωπικό για την ετοιμασία του  φαγητού. Επιπλέον οι υπεύθυνοι του συσσιτίου μπορούσαν να προμηθεύονται τα αναγκαία για το συσσίτιο τρόφιμα από τους προμηθευτές του Στρατού σε φθηνότερες τιμές.[8]  
Η πόλη διαιρέθηκε σε τμήματα στα οποία τοποθετήθηκαν φορητά μαγειρεία με ένα μάγειρα του Στρατού, δύο βοηθούς, έναν επιστάτη του Δήμου κ.ά. Την πρώτη χρονιά συσσίτιο λειτούργησε σε πέντε περιοχές της πόλης: Παναγία, Αγία Βαρβάρα, Άγιο Γεώργιο, Άγιο Ιωάννη και Άγιο Παύλο. Από το τελευταίο λάμβαναν φαγητό και οι άποροι της ισραηλιτικής και της αρμενικής κοινότητας. Τη δεύτερη χρονιά προστέθηκαν δύο ακόμη συσσίτια, στο Σούγιολου και στον Προφήτη Ηλία, ενώ στα τέλη του 1932 λειτούργησε και όγδοο συσσίτιο στην Αγία Παρασκευή.
Η διανομή του φαγητού γινόταν σε καθορισμένο σημείο, π.χ. σε ξύλινο παράπηγμα της οδού Ζαλόγγου (σημερ. Θ. Πουλίδου), στην οδό Σαππαίων, στη διασταύρωση των οδών Αμύντα και Πτολεμαίων κ.ά. Εκεί προσέρχονταν οι δικαιούχοι, εφοδιασμένοι με τα δελτία που τους είχε χορηγήσει ο Δήμος, διαφορετικού χρώματος για κάθε συνοικία (μπλε για την Παναγία, κόκκινο για τον Άγιο Ιωάννη, πράσινο για τον Άγιο Παύλο κ.ά.). Μετά τη λήψη του φαγητού ο επιστάτης διέγραφε στο δελτίο την ημερομηνία λήψης του συσσιτίου.
Εκτός από τα “λαϊκά” λειτουργούσαν και “ειδικά συσσίτια”. Σ’ αυτά διάφοροι “προστάτες” (οργανισμοί, σωματεία ή ιδιώτες) πλήρωναν 30 δραχμές την εβδομάδα για κάθε υπάλληλο ή προστατευόμενό τους. Ορισμένοι σύλλογοι αντί για φαγητό ζητούσαν χρήματα για τα άπορα μέλη τους. Ο Δήμος κατά κανόνα αποφάσιζε να τους χορηγεί έναν αριθμό μερίδων σε τρόφιμα, για παράδειγμα εκατό μερίδες στην περίπτωση του συλλόγου των ιδιωτικών υπαλλήλων. Ο σύλλογος μπορούσε να τα διανέμει στα μέλη του ή να παρασκευάζει φαγητό με δικά του μέσα.
Τον πρώτο χρόνο, μάλλον και το δεύτερο, το συσσίτιο ήταν καθημερινό. Στη συνέχεια όμως φαγητό δινόταν τις ημέρες Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή, συνήθως φασουλάδα και 100 δράμια ψωμί. Φεύγοντας οι άποροι έπαιρναν και το συσσίτιο της Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής, μόνο 200 δράμια ψωμί, χωρίς φαγητό! Από τα τέλη του 1932 μέχρι το καλοκαίρι του 1933 το δημοτικό συσσίτιο περιλάμβανε μόνο ψωμί, που μοιραζόταν μέρα παρά μέρα, μισή οκά σε κάθε άνεργη οικογένεια.  
Σύμφωνα με έκθεση του Νομάρχη Καβάλας, οι ημερήσιες ανάγκες της πόλης ανέρχονταν σε 10.000 μερίδες φαγητού. Όμως ο Δήμος δεν μπορούσε να καλύψει περισσότερους από 2.500 – 3.000 άπορους· περιστασιακά μόνο μπορούσε να διαθέσει περισσότερες μερίδες και μόνο τις γιορτινές ημέρες είχε τη δυνατότητα να τις αυξήσει σημαντικά, π.χ. 4.079 μερίδες ανήμερα των Χριστουγέννων του 1932 (κατά το πρώτο εξάμηνο του 1933, όταν τα συσσίτιο περιλάμβανε μόνο ψωμί, χωρίς φαγητό, οι μερίδες έφτασαν τις 5.300). Ο Τύπος έκανε λόγο για «μπάλωμα σε κουρελιασμένο ρούχο» και απηύθυνε συνεχώς εκκλήσεις «εις τους ολιγότερον των ανέργων πάσχοντας», να προσφέρουν «εις το πτωχόν συσσίτιον, του σχεδόν πτωχού επίσης σήμερον Δήμου Καβάλλας».

Από τις σελίδες του τοπικού τύπου αντλούμε πληροφορίες για την διαδικασία επιλογής των δικαιούχων: Στις αρχές Σεπτεμβρίου οι υποψήφιοι περνούσαν πρώτα από την εκκλησία της ενορίας τους για να εγγραφούν σε καταλόγους απορίας και στη συνέχεια προσκόμιζαν τη βεβαίωση στην αρμόδια επιτροπή του Δήμου Καβάλας, αποτελούμενη από πέντε δημοτικούς συμβούλους. Τότε, σημειώνει  ο “Κήρυξ”, στο προαύλιο της Δημαρχίας παρατηρείται «οικτρός συνωστισμός. Ανάπηροι, γέροντες, γυναίκες και παιδιά συνωθούνται σπρωχνόμενοι και διαπληκτιζόμενοι» για να πάρουν βεβαίωση ότι είναι δημότες Καβάλας και να συμπεριληφθούν στους τελικούς καταλόγους των συσσιτούντων.
Εάν ο αριθμός των απόρων υπερέβαινε τις οικονομικές αντοχές του Ταμείου Συσσιτίων, οι κατάλογοι μπορούσαν να αναθεωρηθούν, δηλ. να διαγραφούν αυτοί που είχαν τις λιγότερες ανάγκες. Όπως προκύπτει από σποραδικά δημοσιεύματα, δελτίο συσσιτίου εξασφάλιζαν ενίοτε και άτομα ή οικογένειες που δεν ήταν άποροι και οι οποίοι μεταπωλούσαν τη μερίδα τους ή την αντάλλασσαν με φρούτα και τσιγάρα. Η επιτροπή των συσσιτίων παρακαλεί τους συμπολίτες που γνωρίζουν τέτοιες περιπτώσεις να τις καταγγείλουν στο Δήμο.
Από τα τέλη του 1932 το μέλλον των συσσιτίων φαινόταν δυσοίωνο, εξ αιτίας της ανεπαρκούς κρατικής χρηματοδότησης, των περιορισμένων  οικονομικών δυνατοτήτων του Δήμου και της εξάντλησης όλων των άλλων διαθέσιμων πηγών. Μετά την επιβολή της “ερανικής φορολογίας” (βλ. παρακάτω) και ως ύστατη προσπάθεια, το δημοτικό συμβούλιο εισηγήθηκε την έκδοση ειδικού δημοτικού λαχείου υπέρ των συσσιτίων, κατά το αντίστοιχο του Δήμου Θεσσαλονίκης. Όμως παρά την ενεργοποίηση των τοπικών βουλευτών και τη θετική εισήγηση της Νομαρχίας Καβάλας προς το Υπουργείο Πρόνοιας, η κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα, με την αιτιολογία ότι μελετάται η έκδοση πανελλήνιου λαχείου, οι πόροι του οποίου θα διαθέτονταν για την ενίσχυση των συσσιτίων.
Με δεδομένο ότι οι προοπτικές ανάκαμψης της τοπικής οικονομίας ήταν ανύπαρκτες και «εξέλιπεν κάθε παρήγορος ελπίς διά την παροχήν εργασίας εις τους ανέργους», μέχρι και τα μέσα του 1933 οι εργατικές ενώσεις θεωρούσαν αναγκαία τη διατήρηση των συσσιτίων, ζητούσαν μάλιστα να αυξηθεί κατά πολύ ο αριθμός των διαθέσιμων μερίδων. Το ίδιο και ο τοπικός “Κήρυξ”, με τρόπο ιδιαίτερα μαχητικό: «Η κυβέρνησις δύναται να εξεύρη και διαθέση τα αναγκαιούντα ποσά. Ας περικόψη δαπάνας, περιορίση υπηρεσίας, περιστείλη έξοδα οποθενδήποτε. Οι άνεργοι της Καβάλας πρέπει οπωσδήποτε ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ».[9]
Οι πιο ρεαλιστές, όπως ο δήμαρχος Καβάλας  Κλεάνθης Τερμεντζής, κατανοούσαν ότι τα συσσίτια δεν ήταν δυνατό να συνεχίζονται επ’ άπειρον. Ως μόνη ουσιαστική λύση θεωρούσαν τη δημιουργία θέσεων εργασίας με την έναρξη των “μεγάλων έργων” (π.χ. αποξήρανση τεναγών Φιλίππων) ή την επεξεργασία των καπνών που βρίσκονταν αποθηκευμένα στις κρατικές καπναποθήκες. Είναι γεγονός ότι κατά περιόδους άρχιζε η επεξεργασία των κρατικών καπνών, όμως εκεί απασχολούνταν το πολύ 2.000 καπνεργάτες για περίπου 40 ημέρες.

Στις αρχές Απριλίου 1933, όταν τα συσσίτια είχαν διακοπεί, ο δήμαρχος απηύθυνε μέσω των αθηναϊκών εφημερίδων δραματική έκκληση προς την κυβέρνηση Τσαλδάρη για τη σωτηρία της Καβάλας, «καταστάσης απέραντον πτωχοκομείον», και για τη στήριξη των χιλιάδων απόρων της πόλης: «Η συνεχιζομένη εις ευρυτάτην κλίμακα τρομακτική ανεργία των κατοίκων της πόλεώς μας περιήγαγεν εις πραγματικήν εξαθλίωσιν τας πενομένας λαϊκάς μάζας, αίτινες λιμώτουσαι κυριολεκτικώς αντιμετωπίζουν πλέον σκληρόν το φάσμα της πείνης. […] Ανάγκη απόλυτος και επιτακτική προς τούτο αμέσου οικονομικής ενισχύσεως των λαϊκών συσσιτίων, καθότι οι εισφέροντες υπέρ αυτών αδυνατούσι πλέον να τα διατηρήσωσι και η λειτουργία των έχει ήδη από οκταημέρου διακοπεί. Ο Δήμος προς κατευνασμόν των πνευμάτων των εν εξεγέρσει λαϊκών μαζών απεφάσισε να χορηγήση μέχρι 15 Απριλίου εκατόν μόνο δράμια άρτου ημερησίως εις εκάστην οικογένειαν. Διαπιστούντες την εξαιρετικήν σοβαρότητα της καταστάσεως επικαλούμεθα το άμεσον ενδιαφέρον και την αντίληψιν υμών».
Διαδήλωση καπνεργατών στην Καβάλα, δεκ. 1930
Οι αθηναϊκές εφημερίδες συνηγορούν θερμά στην έκκληση του δημάρχου, επισημαίνοντας τον κίνδυνο των ανεπιθύμητων κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι δεν είχε περάσει παρά μόνο ένας μήνας από τις βουλευτικές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, στις οποίες το κομμουνιστικό ψηφοδέλτιο (“Ενιαίο Μέτωπο Εργατών Αγροτών”) είχε σημειώσει περιφανή νίκη στην πόλη της Καβάλας (3.604 ψήφους έναντι 773 των Λαϊκών και 2.904 των Φιλελευθέρων), με ποσοστό που έγγιζε το 50%. Υπό τις συνθήκες αυτές τα συσσίτια λειτουργούσαν κάπως ως «ασφάλιστρα» (έτσι τα είχε χαρακτηρίσει ο Ελευθ. Βενιζέλος), άποψη που εύρισκε σύμφωνους και τους πολιτικούς της κυβέρνησης των Λαϊκών (Τσαλδάρη, Μεταξά κ.ά.).
Όμως με τα περιορισμένα κρατικά κονδύλια και το ισχνό ταμείο του Δήμου τα συσσίτια δεν στάθηκε δυνατό να λειτουργήσουν πέρα από τον Ιούνιο του 1933. «Σταματά λοιπόν και η διανομή του πενιχρού, ανεπαρκούς, μαύρου ξεροκόμματου στους πεινασμένους ανέργους της πόλεώς μας. Και η δυστυχία, η κακομοιριά και μιζέρια μέλλει να πολλαπλασιασθή στην άμοιρη πόλη μας», σημειώνει τότε ο τοπικός “Κήρυξ”.

Οι έρανοι: Τα κονδύλια για τον επισιτισμό των απόρων προέρχονταν από τις κρατικές επιχορηγήσεις, το δημοτικό προϋπολογισμό και την “ερανική φορολογία” που επέβαλε ο Δήμος το 1932, παράλληλα όμως και από εράνους και προαιρετικές εισφορές. Για το σκοπό αυτό είχε συσταθεί η Επιτροπή Συλλογής Εράνων, αποτελούμενη από τους Μητροπολίτη, Νομάρχη, Δήμαρχο, Στρατηγό, εκπροσώπους δικαστικών αρχών και σωματείων, δημοτικούς συμβούλους κ.ά. Εκατοντάδες ήταν οι δωρεές που εισέρρεαν καθημερινά στο Ταμείο Λαϊκών Συσσιτίων (και δημοσιεύονταν στα φύλλα των εφημερίδων), από τις λίγες δραχμές των φτωχών ανθρώπων μέχρι τα μεγάλα ποσά των συλλόγων και των σωματείων, των επιχειρήσεων, επιμελητηρίων, τραπεζών κ.ά.[10]
Για την αποτελεσματικότερη διενέργεια των εράνων είχαν συσταθεί και επί μέρους επιτροπές, όπως στο χώρο της εκπαίδευσης για εράνους στα σχολεία, στον Καπνεμπορικό Σύλλογο για τη διενέργεια εράνων μεταξύ των μελών του και του προσωπικού των καπνεμπορικών επιχειρήσεων κ.ά. Στους εράνους επιστρατεύονται και μικροί μαθητές, που περιέρχονταν ακόμη και στα νυχτερινά κέντρα για επαιτεία “υπέρ του συσσιτίου”. O “Κήρυξ” καταγγέλλει αυτή την πρακτική: «Το αποτέλεσμα ενός τοιούτου εράνου είναι φυσικόν να είναι πενιχρόν και ανάξιον λόγου, αντιστρόφως ανάλογον προς την μεγίστην ηθικήν ζημίαν η οποία προξενείται εις την παιδικήν ψυχήν. Το θέαμα των μικρών αυτών περιερχομένων τας νυκτερινάς ώρας εις τα κέντρα προς επαιτείαν υπέρ του συσσιτίου πρέπει να παύση».
Ο τοπικός τύπος στηλιτεύει την αστοργία των περισσότερων τοπικών τραπεζικών καταστημάτων, που «ουδέποτε συνεκινήθησαν διά την δυστυχίαν των συμπολιτών» και «δεν έδωκαν ούτε οβολόν υπέρ των συσσιτίων της πόλεως» (με εξαίρεση την Τράπεζα της Ελλάδος και την Οθωμανική Τράπεζα). Αντίθετα εξαίρει τη γενναιοδωρία των εύπορων συμπολιτών και προβάλλει τις αξιοσημείωτες δωρεές τους, όπως του εβραίου Ραϋμόνδου Μισραχή. Από το φθινόπωρο του 1932 που θέριεψε η πείνα μέχρι και τον Απρίλιο του 1933 ο διευθυντής της Κομμέρσιαλ προσέφερε χίλια (1.000) ψωμιά εβδομαδιαίως, που μοιράζονταν κάθε Σάββατο σε ξύλινο παράπηγμα της οδού Δαμιανού.[11]

Η ερανική φορολογία: Στα μέσα του 1932, όταν οι διαθέσιμοι πόροι είχαν σχεδόν εξαντληθεί και τα συσσίτια είχαν σταματήσει, ο Δήμος Καβάλας αποφάσισε να επιβάλει «ερανική φορολογία» σε όσους έκρινε ότι μπορούσαν να καταβάλουν ένα ποσόν από 15 έως 15.000 δρχ. Με αυτή την υποχρεωτική εισφορά «ουχί μόνον των φιλανθρώπων, αλλ’ απαξαπάντων των δημοτών», ο Δήμος προσδοκούσε ότι θα εξασφαλιστεί η λειτουργία των συσσιτίων για τον επόμενο χειμώνα.
Οι πίνακες της ερανικής φορολογίας (με τα ονόματα των φορολογούμενων δημοτών και τα ποσά που αντιστοιχούσαν στον καθένα) καταρτίστηκαν από 5μελή επιτροπή δημοτικών συμβούλων. Στη συνέχεια επικυρώθηκαν από το δημοτικό συμβούλιο και έτσι κατέστησαν εκτελεστέοι.[12] Οι φορολογούμενοι μπορούσαν να προσβάλουν τις αποφάσεις της επιτροπής (όσον αφορά τα ποσά που τους επιδικάστηκαν) μόνο με ένστασή τους ενώπιον του ειρηνοδίκη Καβάλας.
Η επιβολή ερανικής φορολογίας δεν έγινε εύκολα δεκτή, καθώς συνάντησε την αντίδραση του υπουργού των Εσωτερικών. Εγκρίθηκε τελικά από τη Βουλή («εξαιρετικώς διά την Καβάλλαν») μόλις στα τέλη Αυγούστου και ουσιαστικά επιβλήθηκε τους τελευταίους μήνες του έτους. Ήδη όμως εξ αιτίας των ανατιμήσεων σε βασικά είδη διατροφής [13] η κατάσταση είχε επιδεινωθεί: Τα έσοδα του εράνου υπολογίζονταν σε 1.500.000 δρχ., ενώ για την ημερήσια σίτιση 7-8.000 ατόμων απαιτούνταν 25.000 δρχ., άρα για την εξάμηνη σίτιση το κόστος έφτανε στα 4.500.000.

Η αραίωση της πόλης Στα μέσα του 1933 οι συνέπειες της κρίσης είχαν κορυφωθεί. Σύμφωνα με τη σύσκεψη των εργατικών οργανώσεων της Ανατολικής Μακεδονίας [14] στα αστικά κέντρα της περιοχής υπήρχαν 29.000 άνεργοι, εκ των οποίων οι 14.000 στην πόλη της Καβάλας, «οίτινες και στερούνται οιασδήποτε αγοραστικής ικανότητος». Σε σύγκριση με το 1928 η πτώση του επιπέδου ζωής των αστικών πληθυσμών είχε φτάσει σε τρομακτικά ποσοστά, στην περίπτωση των κατοίκων της Καβάλας στο 75%. Στην καθημερινή ειδησεογραφία και αρθρογραφία των τοπικών εφημερίδων κυρίαρχη θέση έχουν πλέον και τα ζητήματα της γενικής ένδειας και του υποσιτισμού, της απόγνωσης των ανθρώπων και των πολλών αυτοκτονιών, της κακής δημόσιας υγιεινής και της φυματίωσης που μαστίζει τους αδύναμους οργανισμούς.
Την ίδια περίοδο τίθενται σε εφαρμογή και άλλα μέτρα για την αντιμετώπιση της “δυστυχίας”. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 η καπνεργατική ανεργία είχε αποδοθεί στην εγκατάσταση μεγαλύτερου αριθμού προσφύγων από αυτόν που μπορούσε να αντέξει η οικονομία της περιοχής. Έτσι στα χρόνια της κρίσης διατυπώνεται συνεχώς και επιτακτικά το αίτημα για “αραίωση” της πόλης, με την αποσυμφόρηση του καπνεργατικού επαγγέλματος. Οι προτάσεις περιλαμβάνουν κυρίως την έξοδο όλων των Θασίων καπνεργατών από το καπνεργατικό επάγγελμα και την αγροτική αποκατάστασή τους στο νησί. Επίσης την εθελούσια έξοδο και την αγροτική αποκατάσταση τουλάχιστον άλλων 2.000 καπνεργατών της Καβάλας (των ημιαγροτικώς αποκατεστημένων, ηλικιωμένων, “ανικάνων” κ.ά.). Τέτοιες προτάσεις επιδοκιμάζονται ακόμη και από τα καπνεργατικά σωματεία, ενώ το Τ.Α.Κ. είχε συντάξει και σχετικές μελέτες, κυρίως για τους Θάσιους καπνεργάτες. [15]
Πράγματι το 1933 και 1934 πολλοί καπνεργάτες παραδίδουν τα βιβλιάρια του ΤΑΚ, λαμβάνουν τη μικρή οικονομική ενίσχυση του Ταμείου καθώς και ένα ποσό από το Υπουργείο Γεωργίας για τα έξοδα μετακίνησης και εγκατάσταση σε άλλον τόπο (περίπου 3.000 δρχ.), και «εξέρχονται οριστικώς του καπνεργατικού επαγγέλματος».

Από την αναχώρηση για τη Νέα Καβάλα
Η πιο γνωστή περίπτωση είναι η αγροτική αποκατάσταση 200 οικογενειών στην περιοχή της αποξηραμένης λίμνης Αρτζάν-Αιματόβου (του Κιλκίς), οι οποίες εγκαταστάθηκαν σε τέσσερις οικισμούς: 35 στο Χρυσόκαμπο, 33 στο Λιμνότοπο, 62 στη Σιταριά και 70 στη Νέα Καβάλα, όνομα που δόθηκε από τους κατοίκους σε ανάμνηση της πόλης που εγκατέλειψαν. Στις 28 Αυγούστου 1934 ο Β. Χαντζίδης, πρόεδρος της “Κεντρικής Επιτροπής Αποκαταστάσεως Καπνεργατών Αματόβου”, με επιστολή στον τοπικό “Κήρυκα” απευθύνει χαιρετισμό στην Καβάλα: «[...] Εξ ονόματος των απερχομένων οικογενειών χαιρετίζομεν την πόλιν της Καβάλλας. Ευχόμεθα να ανατείλουν καλλίτεραι ημέραι διά την μητρόπολιν αυτήν της καπνικής κινήσεως και η τελευταία τριετία να μην αντιγράψη εαυτήν ειμή ως μίαν σκληράν ανάμνησιν μόνον. Η Καβάλλα υπήρξε πάντοτε στοργική εις τα τέκνα της και ημείς ευγνώμονες αποχαιρετώμεν αυτήν, με την ελπίδα ότι εις την νέαν μας εγκατάστασιν θα φανώμεν αντάξιοι των παραδόσεων αυτής».
Από την ειδησεογραφία του 1932-1933 γινόμαστε μάρτυρες της επιθυμίας πολλών προσφυγικών οικογενειών να εγκαταλείψουν την Καβάλα και να αναζητήσουν μια νέα βιώσιμη πατρίδα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ομάδας των Πανορμίων, των “Παντερμαλήδων”. Σε υπόμνημά τους προς το Υπουργείο Γεωργίας διεκτραγωδούν την κατάστασή τους: Παρότι στην πατρίδα τους είχαν ως κύρια επαγγέλματα τη γεωργία και την αλιεία, εγκαταστάθηκαν στην Καβάλα («άνευ ουδεμιάς κρατικής ενισχύσεως και αρωγής») και ασχολήθηκαν με την επεξεργασία του καπνού. Κατά την περίοδο της κρίσης οδηγήθηκαν στην έσχατη ένδεια, «μέχρι του σημείου ώστε να αποθνήσκαμεν και της πείνης ακόμη, εάν δεν ελειτούργουν τα γνωστά λαϊκά συσσίτια». Αποτείνονται στη Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας και ζητούν να τους αποκαταστήσει ως αγρότες στο μεταξύ Νέας Καλλικράτειας και Νέας Τρίγλιας απαλλοτριωμένο σερβικό μετόχι, όπου θα μπορούσαν να επιδοθούν στη γεωργία και την αλιεία.[16]
Όλο αυτό το διάστημα της κρίσης και της ανεργίας η Καβάλα είναι καζάνι που βράζει. Οι διεκδικήσεις και οι κινητοποιήσεις αντιμετωπίζονται με σκληρά κατασταλτικά μέτρα (αστυνομική βία, συλλήψεις, καταδίκες σε βαριές ποινές φυλάκισης και εξορία, με βάση το “ιδιώνυμο”), όμως η απόγνωση δεν μπορεί να ελεγχθεί. Το 1933 βρήκε πολλούς Καβαλιώτες στις φυλακές και στους τόπους εξορίες και την πόλη να θρηνεί νεκρούς. Στα κατώτερα λαϊκά στρώματα βρίσκει μεγάλη απήχηση η κομμουνιστική ιδεολογία. Στις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 1932 και του Μαρτίου 1933 οι κομμουνιστές πλειοψηφούν στην πόλη της Καβάλας, τον Ιούλιο 1933 η πόλη συγκλονίζεται από τη μεγάλη εξέγερση των καπνεργατών, το Φεβρουάριο 1934 εκλέγεται δήμαρχος Καβάλας ο “κόκκινος” Μήτσος Παρτσαλίδης.  

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Η καπνική κρίση είχε επιπτώσεις και στη συνολική εθνική οικονομία, αφού μετά το 1922 ο καπνός έφτασε να καλύπτει περίπου το 70% των ελληνικών εξαγωγών.
[2] Ενδεικτικά αναφέρουμε: Υπουργείο Πρόνοιας (100.000), Εθνικό Συμβούλιο Προστασίας Μητρότητος Παιδικών Ηλικιών του Υπ. Υγιεινής (50.000), Υπουργείο Παιδείας (25.000), Δήμος Καβάλας (35.000 την πρώτη χρονιά και πολύ μεγαλύτερα ποσά τα επόμενα σχολικά έτη), Πατριωτικό Ίδρυμα (25.000), Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών Καβάλας (8.000) κ.ά. – Από τους επιχειρηματίες: Βουλγαρίδης, Τερμεντζής, Τοράκης, Μισραχή, Σπήρερ, Βουλαλάς κ.ά.
[3] Την πρώτη χρονιά συσσίτιο προσφέρεται σε μαθητές δημοτικών σχολείων (των δώδεκα ημερήσιων δημοτικών, των δύο νυκτερινών, της ισραηλιτικής και της αρμενικής σχολής), τα επόμενα χρόνια επεκτάθηκε και σε μεγαλύτερης ηλικίας μαθητές, του Γυμνασίου, της Εμπορικής και του ανωτέρου Παρθεναγωγείου.
[4] Την πρώτη χρονιά (σχολικό έτος 1930-1931) το συσσίτιο λειτούργησε έξι μήνες, από τις 23 Δεκεμβρίου 1930 μέχρι τις 22 Ιουνίου 1931, και χορήγησε 57.404 μερίδες τροφής με ψωμί. Τις δύο επόμενες χρονιές άρχισε κάπως νωρίτερα και κάλυψε και μεγαλύτερης ηλικίας μαθητές, όμως ποτέ δεν ξεπέρασε τις 350 - 400 μερίδες την ημέρα.
[5] Την έναρξη των μαθητικών συσσιτίων του σχολικού έτους 1932-33 περιγράφει ο τοπικός “Κήρυξ” στις 23 Νοεμβρίου 1932, σε πρωτοσέλιδο άρθρο με τίτλο “Η χθεσινή πρώτη ημέρα της λειτουργίας του Μαθητικού Συσσιτίου. Ένα εξαιρετικόν φιλανθρωπικόν έργον”. Από το εκτενές άρθρο επιλέγουμε αποσπάσματα:
 «Τραπέζια στενόμακρα, τοποθετημένα εις τρεις παραλλήλους σειράς εις την ευρυχωροτάτην αίθουσαν του άλλοτε εστιατορίου του Εθνικού Κήπου. Είναι καθ’ όλα έτοιμα να δεχθούν τους τροφίμους του μαθητικού συσσιτίου. Επάνω των τα πιάτα και τα δοχεία παρατεταγμένα με μοναδικήν τάξιν. Παραπλεύρως εις κάθε πιάτο μία μερίς καλοζυμωμένου φρέσκου ψωμιού και το κουτάλι.
Εις την κορυφήν της μεσαίας σειράς τραπεζών  περιμένουν διά ν’ αρχίσουν την διανομήν οι δύο εποπτεύουσαι εκ των μελών της επιτροπής κυρίαι της ημέρας. […]
Είναι η πρώτη ημέρα της λειτουργίας του μαθητικού συσσιτίου. Από της 11ης π.μ. αρχίζει η προσέλευσις των τροφίμων. Παιδάκια και κοριτσάκια, τα περισσότερα μεταξύ εξ και οκτώ ετών. Ένας υπάλληλος του Δήμου εν στολή επιθεωρεί εις την είσοδον τα προσαγόμενα σχετικά δελτία υπό των μαθητών.
Αι ευγενείς δέσποιναι […] αδειάζουν διαρκώς από τα προσαγόμενα εκ του μαγειρείου μεγάλα δοχεία θερμήν, αχνιστήν φασουλάδαν εις τα προτεινόμενα υπό των μικρών πιάτα και δοχεία…
Άλλοι εκ των τροφίμων κάθονται και τρώγουν εκεί επί τόπου την μερίδα των […] άλλοι έχουν μαζί των διάφορα δοχεία και μεταφέρουν εις το σπίτι των το φαγητόν των και το ψωμί των. Εις την περίπτωσιν αυτήν αι εποπτεύουσαι κυρίαι και η υπηρεσία του συσσιτίου δίδουν και κάτι περισσότερον από την κανονική ποσότητα.
Από της πρώτης στιγμής εις το συσσίτιον ευρίσκεται ο κ. Δήμαρχος. […] Η ικανοποίησίς του πρέπει να είναι ασφαλώς μεγάλη, γιατί χωρίς το φιλανθρωπικόν αυτό έργον, χωρίς το μαθητικόν συσσίτιον, ένας Θεός ξεύρει πώς θα περνούσαν τα παγερά χειμερινά μεσημέρια των η πληθώρα αυτή των μικρών.
Από της 12ης μ. η προσέλευσις γίνεται πυκνοτέρα. Τα σχολεία σχολνούν και οι μαθηταί καταφθάνουν αθρόως, πολλοί με τα βιβλία υπό μάλης. Όσον παρέρχεται η ώρα καταφθάνουν και τρόφιμοι μεγαλύτερης ηλικίας: μαθηταί και μαθήτριαι του Γυμνασίου, της Εμπορικής, του ανωτέρου Παρθεναγωγείου. Αι τράπεζαι πληρούνται. Η ζεστή πατροπαράδοτος φασουλάδα κατανέμεται αχνίζουσα εις τα πιάτα. Οι μικροί τρώνε με εξαιρετικήν όρεξιν. Άλλοι παλαιοί, περυσινοί γνώριμοι της αιθούσης, καταλαμβάνουν με θάρρος τας θέσεις των και περιμένουν το πιάτο τους, οι νέοι εφετεινοί τρόφιμοι πλέον δειλοί, συνεσταλμένοι, αναποφάσιστοι, διστάζουν πού να κατευθύνουν τα βήματα. Ευτυχώς υπάρχει γι’ αυτούς η στοργική, πρόθυμος, περιποιητική υπηρεσία και πρόνοια του ιδρύματος. Τους τοποθετεί κάπου και προσφέρει την μερίδα των. Για μια στιγμή χρέη σερβιτόρου εκτελεί ο κ. Δήμαρχος! Τοποθετεί εμπρός εις έναν συνεσταλμένο μαθητή του γυμνασίου το πιάτο του και τον παρακινεί με ενθουσιαστικά λόγια.   
Το θέαμα της τόσης απορίας που περιθάλπεται και ανακουφίζεται εκεί μέσα δεν μπορεί παρά να ικανοποιήσει τα ανθρωπιστικά συναισθήματα και του απαιτητικωτέρου φιλανθρώπου. Και μόνη η ευχαρίστησις που σπινθηρίζει έκδηλος στα απαστράπτοντα έξυπνα μάτια των μικρών, ενώ τα μικρά χεράκια ανεβοκατεβαίνουν γρήγορα από το πιάτο προς το στόμα, και μόνο αυτό το θέαμα αρκεί να πληρώσει ευφροσύνη την καρδιά!
Είναι μικρό πράγμα η έστω και στιγμιαία ευτυχία που χαρίζει στα τρυφερά αθώα αυτά πλάσματα το μαθητικόν συσσίτιον;
Αλλά -βλέπετε υπάρχει και αλλά- έξω από την αίθουσαν του Εθνικού Κήπου […] έχει συρρεύσει πλήθος άλλων παιδιών. Είναι μαθηταί και αυτοί και ασφαλώς εξ ίσου άποροι με τους εντός της αιθούσης. Και όμως δεν έχουν προμηθευθεί δελτίον. Τα δελτία, βλέπετε, εις ορισμένα σχολεία διενεμήθησαν διά κλήρου!
Οι μέχρι τούδε πόροι του συσσιτίου είναι μόνον το εξ 100.000 δρχ. κονδύλιον του Δήμου […]. Επί του σημείου αυτού επιβάλλεται να στραφεί η προσοχή των φιλανθρώπων συμπολιτών. Ήδη σιτίζονται 350 μαθηταί ημερησίως και ο αριθμός αυτός όχι μόνον πρέπει να παραμείνει σιτιζόμενος μέχρι το τέλος του Μαΐου (μέχρι της λήξεως του σχολικού έτους), αλλά και να αυξηθεί υπερδιπλασίως. Η ιδέα αυτή πρέπει να προπαγανδισθή και διαδοθή με τον μεγαλύτερον ζήλον εις την κοινωνία μας και το έργον των μαθητικών συσσιτίων πρέπει να εύρη τους θερμοτέρους και φανατικωτέρους υποστηρικτάς εις αυτήν. Και είπομεν, διατί: όχι μόνο πρέπει να βγάλουν το εφετινόν σχολικόν έτος διατρεφόμενοι  υπ’ αυτού οι σημερινοί 350 εφετινοί του τρόφιμοι, αλλά πρέπει να λείψει και το θέαμα των συσσωρευομένων έξωθι της αιθούσης άπορων παιδιών, των εκλιπαρούντων όπως διατραφούν με τα τυχόν υπόλοιπα του συσσιτίου».
[6] Το ποσό θεωρείται σημαντικό, αν λάβουμε υπόψη ότι ο Δήμος Καβάλας είχε προϋπολογισμό 13 εκατομμυρίων δρχ., ενώ ο Δήμος Αθήνας με προϋπολογισμό 120 εκατομμυρίων είχε διαθέσει για συσσίτια μόλις 500 χιλιάδες. Ήταν όμως σημαντικά μικρότερο του Δήμου Θεσσαλονίκης, όπου λειτουργούσαν δημοτικά συσσίτια ήδη από το Μάρτιο του 1931.
[7] Στη σύσκεψη της 4ης Δεκεμβρίου παρευρίσκονται ο Στρατηγός Καμμένος, εκπρόσωποι του Δήμου και της Νομαρχίας, της Χωροφυλακής, του Επιμελητηρίου, της Λιμενικής Επιτροπής, του Δικηγορικού Συλλόγου, της Ισραηλιτικής Κοινότητας κ.ά. τοπικών φορέων (απουσίαζαν οι δικαστικές αρχές λόγω εργασίας των Δικαστηρίων και ο Μητροπολίτης που βρισκόταν στην Αθήνα). Αυτή περίπου ήταν η σύνθεση και στις άλλες τοπικές συσκέψεις του 1930-1933.    
[8] Στα μέσα του 1933, όταν ουσιαστικά σταμάτησαν τα συσσίτια, ο Δήμαρχος Καβάλας Κλ. Τερμεντζής εξέφρασε προς το στρατηγό Καμμένο, τις «άπειρες ευχαριστίες και την άπειρον ευγνωμοσύνην του για την ενεργό συμβολή του εθνικού στρατού στο φιλάνθρωπο έργο της παροχής τροφής και άρτου».
[9] Ο “Κήρυξ” υποστήριζε τους Φιλελευθέρους και μετά τις εκλογές του Μαρτίου 1933 ασκούσε έντονη αντιπολίτευση στην κυβέρνηση των Λαϊκών (του Π. Τσαλδάρη).
[10] Ενδεικτικά αναφέρουμε: 60.000 δρχ. της Φιλοπτώχου Αδελφότητος, 50.000 του Επιμελητηρίου, 25.000 του Τ.Α.Κ., 25.000 του Σουηδικού Μονοπωλίου, 10.000 της Εταιρείας Αλεύρων Αττικής, 7.000 της Κοντινένταλ, 5.000 των Κυλινδρόμυλων Πειραιώς κλπ.
[11] «Από της πρωίας -περιγράφει ο “Κήρυξ”- είχον συρρεύσει εις τον τόπον της διανομής οι πτωχοί. Γέροι και παιδάκια, άνδρες και γυναίκες, μεσήλικες ανάπηροι ήλθον διά να λάβουν τον άρτον όνπερ τόσον γενναιοφρόνως τοις προσέφερεν η φιλανθρωπία της ευγενούς Κυρίας [Μισραχή] και του πρεσβυγενούς καταστήματος της Κομμέρσιαλ». Η  διανομή ψωμιού, που «τόσο καιρό ανακούφιζε την φτωχολογιά», σταμάτησε στα τέλη Απριλίου 1933. Μέχρι τότε η σύζυγος του Ρ. Μισραχή είχε χορηγήσει στους άπορους της πόλης 31.500 άρτους. Ο Ρ. Μισραχή τιμήθηκε για την ευεργεσία του από το ελληνικό κράτος με το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα.
[12] Τα ονόματα των φορολογούμενων δημοσιεύονται συνήθως κατά εταιρεία, οργανισμό, επιχείρηση κ.ά. (π.χ. υπάλληλοι Λιμενικής Επιτροπής, Ταμείου Υδρεύσεως, Κομμέρσιαλ, Κοντινένταλ, Τζών Κάμπελ, Εθνικής Τράπεζας, Αγροτικής Τράπεζα, ΕΡΘΑ, Αφών Μισσιριάν, Αφών Κυριαζή, Αμερικανικής Εταιρείας Καπνών, ΤΑΚ κλπ.), κάποτε όμως κατά φορολογική κατηγορία (π.χ. κατάλογος των υπόχρεων καταβολής 100 δρχ.).
[13] Ενδεικτικά, σε μια «νέα αύξηση» (στα τέλη Μαΐου) η τιμή των αλεύρων αυξήθηκε από 10,10 σε 10,45 δρχ. η οκά, τα μακαρόνια από 14,60 σε 15,70, τα φασόλια από 13,20 σε 13.75, το λάδι από 32,10 σε 33,13, το βούτυρο από  59,80 σε 63,25…
[14] Μετά από πρόσκληση της ΓΣΕΕ, η σύσκεψη συγκλήθηκε στις αρχές Μαΐου στην Καβάλα,  προκειμένου να ασχοληθεί με το ζήτημα της οικονομικής κρίσης.
[15] Σύμφωνα με νόμο που είχε ψηφίσει η Βουλή το φθινόπωρο του 1932, το Τ.Α.Κ. μπορούσε να συνάψει δάνειο ή να διαθέσει ένα μέρος από δικούς του πόρους (του κλάδου ανεργίας), για τη γεωργική αποκατάσταση των καπνεργατών που επιθυμούσαν «να εξέλθωσιν οριστικώς του καπνεργατικού επαγγέλματος». Μία από τις πρώτες μελέτες του ΤΑΚ ήταν για την αποκατάσταση των καπνεργατών της Θάσου.
[16] Ο εκπατρισμός των Καβαλιωτών αποτελούσε συχνό θέμα στην ειδησεογραφία του τοπικού τύπου: «Τα ατμόπλοια της συγκοινωνίας σε κάθε πέρασμά των από το λιμάνι μας παραλαμβάνουν και μεταφέρουν σ’ άλλους τόπους δεκάδες οικογενειών. Η προκυμαία μας για δευτέρα φορά νοιώθει στο πλακόστρωτό της το πέλμα των εκπατριζομένων»[...]. – «Το δράμα του εκπατρισμού των συμπολιτών συνεχίζεται. Προχθές διά του ατμοπλοίου “Σύρος” ανεχώρησαν πεντήκοντα και πλέον οικογένειαι. […] Οι λυγμοί και τα δάκρυα των εκπατριζομένων, των συγγενών και φίλων επροκάλουν ρίγη φρικιάσεως εις τους περιπατητάς και πελάτας των κέντρων της Πλατείας Δόξης. Καημένη Καβάλλα!». Σχετικό με αυτή την τάση είναι και το χρονογράφημα του Η. Καραμπέρη που δημοσιεύτηκε στις 10 Ιουνίου 1933 στον τοπικό “Ταχυδρόμο”, με τίτλο “Η Καβάλλα που αδειάζει. Πώς μας ήρθαν και πώς μας φεύγουν”: «Προχθές ζήσαμε μια μέρα θλιβερή. Είδαμε έκπληκτοι στην πλατεία Δόξης αραδιασμένες διάφορες αποσκευές: κρεβάτια, μπαούλα, κάσες, δέματα, καρέκλες, νοικοκυριά τέλος ολόκληρα και μπροστά τους είδαμε να στέκονται οι κάτοχοί τους, αποχαιρετίζοντας τους δικούς τους με δάκρυα και φιλιά. Γενήκαμε περίεργοι και ρωτήσαμε μια γριούλα που είχε ξεθεώσει στα φιλιά τα εγγονάκια της. –Για πού, θείτσα, ώρα καλή; Πού πηγαίνει όλος αυτός ο κόσμος; –Αφήστε τα παιδάκια μου. Πρόσφυγες, πάλι πρόσφυγες! Τι να κάνουμε, δεν μπορούμε πια να ζήσουμε στην Καβάλλα. Θα φύγουμε κι όπου μας βγάλ’ η άκρη. Και ξανασήκωσε στην αγκαλιά ένα από τα εγγονάκια της και το φιλούσε, ενώ από τα μάτια της τρέχανε ποτάμι τα δάκρυα.[…].
Η Καβάλλα, δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι η πιο πληγωμένη από όλες τις ελληνικές πόλεις. Φθίνει καθημερινώς. Η παλαιά νύμφη των δολλαρίων είναι σήμερα μια κοινή γυναίκα που κλαίει κι οδύρεται πάνω στα ερείπια και αναθυμάται παλιές δόξες και μεγαλεία. Τα θεόρατα καπνομάγαζα που εδέχθηκαν όλους μας στέκονται τώρα σιωπηλά, σημείο ότι κάποτε ήταν θρόνοι του πλούτου και της ευτυχίας.
Και τώρα; Τώρα τ’ αδέλφια μας που μας έφυγαν προχθές και που με συγκίνησι τα ξεπροβοδίσαμε, θα τ’ ακολουθήσουν κι άλλοι κι εμείς ακόμη οι παλαιοί προστάτες τους. Παροικίες θα στήσουμε αλλού, όχι με κτίρια πολυτελή αλλά μ’ αντίσκηνα κοινά. Και κάποτε κάποτε θ’ αναθυμώμαστε με δάκρυα πικρά την πόλι αυτή που μας μεγάλωσε, μας ανέθρεψε μέσα σε χαρά κι ευτυχία και μια μέρα μας έστειλε σε τόπους μακρινούς, σε μέρη άγνωστα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου