Από τις "Αναμνήσεις των παιδιών ενός παλιού τρατάρη" της Καβάλας

H 1η Οκτωβρίου της τράτας

(ανάρτηση στο FB, 1 Οκτωβρίου 2021)



«Η 1η Οκτωβρίου ήταν ξεχωριστή μέρα για τους τρατάρηδες και τις οικογένειές τους, αφού μετά από μήνες αναγκαστικής διακοπής άρχιζε πάλι η βασική αλιευτική δραστηριότητα των καϊκιών. Ήταν σημαντική μέρα όμως και για την πόλη της Καβάλας, που παλιά “γιόρταζε” την έξοδο των καϊκιών με μια λαϊκή εκδήλωση στην προκυμαία. Την παραμονή συγκεντρώνονταν εκεί όλοι οι ψαράδες με τις οικογένειές τους, οι Αρχές του τόπου, ο Δεσπότης που ευλογούσε τα καΐκια και πλήθος κόσμου.

Στο Δελφίνι μας όλα ήταν έτοιμα: μέσα στο Σεπτέμβριο το καΐκι είχε περάσει από το καρνάγιο για την ετήσια συντήρησή του, τα δίχτυα της τράτας είχαν δεχτεί όλες τις αναγκαίες εργασίες επιδιόρθωσης από τα επιδέξια χέρια του πατέρα και τις προηγούμενες μέρες είχε γίνει ο καθιερωμένος αγιασμός στο καΐκι από τον ιερέα του Αγίου Νικολάου.

"Αύριο βγαίνουμε", έλεγε ο μπαμπάς και εμείς τα παιδιά περιμέναμε με αγωνία τα αποτελέσματα της πρώτης ψαριάς, φυσικά και τα μπαρμπουνάκια! Μαζί μας περίμεναν και μερικοί καλοφαγάδες φίλοι του πατέρα, που έδιναν τις παραγγελίες τους για το ψιλομπάρμπουνο, το καλαμαράκι, το τσερλάκι και το μαριδάκι, αναντικατάστατους μεζέδες για τα ουζάκια του Οκτωβρίου. Οι πρώτοι μήνες, από τον Οκτώβριο μέχρι το Δεκέμβριο, ήταν για την τράτα η περίοδος “των παχέων αγελάδων”. Αντίθετα γύρω στις γιορτές, όταν άρχιζαν τα μεγάλα κρύα, ο σάκος συχνά ανέβαινε άδειος».

[Απόσπασμα από το άρθρο μας “Τότε με τις φρίσσες… Αναμνήσεις των παιδιών ενός παλιού τρατάρη”, που περιλαμβάνεται σε υπό έκδοση συλλογικό τόμο, με θέμα την αλιευτική πολιτιστική κληρονομιά - Στη φωτογραφία το "Δελφίν" μας]]

 

-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-

Ψάρια στην τράτα και στο τραπέζι μας

 (ανάρτηση στο FB, 3 Νοεμβρίου 2021)

 

Ως καλωσόρισμα στο βιβλίο, ένα... μεζεδάκι από το δικό μου άρθρο: "Το ψάρι δεν έλειπε ποτέ από το σπίτι μας. Τις εποχές μάλιστα που δούλευαν οι τράτες, υπήρχε μόνιμα στο καθημερινό μας τραπέζι, έστω και για μεζέ. Ψαράκια συνηθισμένα και άφθονα, που δεν έπιαναν μεγάλη τιμή στις δημοπρασίες των εμπόρων, στους πάγκους των ιχθυοπωλείων και στο μενού των εστιατορίων και της ταβέρνας: σαρδέλες, κολιοί και σκουμπράκια, σαβρίδια και κοκκάλια, γόπες, αθερίνες και ζαργάνες, πού και πού κανένας λούτσος, καμιά μαρίδα, σπανιότερα και καμιά παλαμίδα.

Επίσης μικρά και φθηνά ψάρια του βυθού, τακτικοί επισκέπτες στο σάκο της τράτας και στο τηγάνι μας: σπάροι κυρίως και όλα τα συναφή, σαργοί και κακαρέλοι, χιόνες και σκαθάρια, σάλπες και τσέρουλες, μουρμούρες και κουτσομούρες, λυθρινάκια και ψαλίδια (συναγριδάκια). Ωραιότερο απ’ όλα φαινόταν στα μάτια μας το λεγόμενο πετράγγουρο, ένα λαδοπράσινο ψάρι, μικρό μαγιάτικο. Όμως ακόμη και σήμερα έχω να λέω ότι μέσα στην τεράστια ποικιλία της ψαράδικης κουζίνας μας, δεν υπήρχε ψάρι που να ξεπερνάει σε γλύκα και νοστιμιά τους ολόφρεσκους καλοτηγανισμένους σπάρους, που μόλις έπεφταν στο καυτό λάδι αμέσως γύριζαν την ουρά τους προς τα πάνω! Θα μου πείτε έχουν πολλά κόκαλα. Ε! δεν μπορείς να τα έχεις όλα σ’ αυτή τη ζωή…

Οι μεγάλοι του σπιτιού είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση τα ψάρια που γίνονταν αχνιστά, με λίγο ζουμάκι, λαδάκι και μπόλικο λεμόνι, κατά προτίμηση τα σκυλάκια (γαλέους) και τους βάτους (σαλάχια). Φυσικά και τα ψάρια της σούπας: χριστόψαρα (ρέτουλες) και δράκαινες, χελιδονόψαρα και πέρκες, σκορπιούς και χάνους, λύχνους (τσιγαράδες) και φανάρια, που τα τελευταία χρόνια μάθαμε από την τηλεόραση ότι στην υπόλοιπη Ελλάδα τα λένε πεσκανδρίτσες. Την κακαβιά συχνά την έφτιαχνε ο ίδιος ο πατέρας με την κλασική ψαράδικη συνταγή. Απ’ ό,τι θυμάμαι ήταν η δεύτερη σπεσιαλιτέ του. Πρώτη και αξεπέραστη ήταν το κρασάτο χταπόδι, που όσο και να παιδεύομαι δεν μπορώ να το πλησιάσω και τσατίζομαι! Θα προσθέσω όμως και τα “αλμυρά” που έφτιαχνε στο σπίτι. Όχι μόνο παστούς γαύρους και σαρδέλες, αλλά κατά καιρούς και κολιούς, μέλουνες, σπάρους, μπαρμπουνάκια, σαβρίδια κ.ά., γενικά τα ψάρια που έβγαζε η τράτα. […]

Τα καλά ψάρια που έφερνε στο σπίτι προορίζονταν κυρίως για τα μικρά της οικογένειας, τα παιδιά και αργότερα τα εγγόνια, όμως κοντά στο βασιλικό ποτίζονταν κι οι γλάστρες… Τα περισσότερα ψάρια και θαλασσινά αυτής της κατηγορίας -γλώσσες και λιθρίνια, καλαμαράκια, αστακούς, γαρίδες κ.ά.- τα έφαγα ως νέος γονιός, αφού οι κορούλες μου δεν τα τιμούσαν ιδιαίτερα... Πέρασαν κάπου τριάντα χρόνια από τότε, όμως δεν ξεχνάω εκείνο τον εντυπωσιακό αστακό, σχεδόν τρία κιλά, που ο πατέρας τον είχε ψαρέψει καλοκαίρι στη Σαμοθράκη και τον έφερε για τα κορίτσια. Τα μικρά τρόμαξαν στη θέα του αστακού, η σύζυγος ήταν ακόμη προσηλωμένη στη γαστρονομική παράδοση του γενέθλιου τόπου των Γρεβενών, έτσι κατέληξα να τον απολαμβάνω μόνος μου και να αναρωτιέμαι αν ο Ωνάσης είχε να περιγράψει τέτοιο γαστριμαργικό βίωμα!"

https://www.facebook.com/photo/?fbid=5167884543225822&set=a.2440144209333216

 

-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-

 

Η ιστορία με τις φρίσσες

(ανάρτηση στο FB, 3 Δεκεμβρίου 2021)

 

Ήρθε και το βιβλίο! Γοητευτικό και ευκολοδιάβαστο, με είκοσι ωραίες εργασίες για την εν πολλοίς άγνωστη αλιευτική πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας. Συγχαρητήρια στα μέλη της ομάδας του ερευνητικού προγράμματος PERICLES. Μια γεύση από τον επίλογο της εργασίας μας: “Τότε με τις φρίσσες… Αναμνήσεις των παιδιών ενός παλιού τρατάρη” (σελ. 17-34): 

Η ιστορία με τις φρίσσες τοποθετείται πριν από πενήντα και πλέον χρόνια, το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα στη θάλασσα της Νέας Καρβάλης. Πριν ακόμη από την πρώτη καλάδα, ο πατέρας είχε αντιληφθεί ένα μεγάλο κοπάδι παγωμένες και ακινητοποιημένες φρίσσες κοντά στο εργοστάσιο. Ο σάκος της τράτας αποδείχτηκε πολύ μικρός για το μέγεθος του κοπαδιού, το παλιό μονό βίντσι του καϊκιού ζοριζόταν να τραβήξει το ασυνήθιστο βάρος των ψαριών, ενώ το κατάστρωμα δεν μπορούσε να χωρέσει παρά μόνο ένα μικρό μέρος της ψαριάς. Χρειάστηκε να επιστρατευτούν και άλλα καΐκια, που με συνεχή δρομολόγια φόρτωναν από τον ακινητοποιημένο σάκο και ξεφόρτωναν στην Ιχθυόσκαλα. Εμείς στο σπίτι κάτι είχαμε πληροφορηθεί από διάφορους φίλους και κατεβήκαμε στην ιχθυόσκαλα για να δώσουμε στεγνά ρούχα στον πατέρα. Είδαμε το καΐκι να ξεφορτώνει (με μεγάλα φτυάρια!), αλλά δεν μπορούσαμε να έχουμε ακριβή εικόνα…

Με δυο λόγια, αν ισχύει η γνωστή παροιμία “του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο”, τότε στην περίπτωση με τις φρίσσες το πιάτο γέμισε… μέχρι τα μπούνια (που λένε οι ναυτικοί). Τόσο, ώστε με εκείνες τις φρίσσες χτίσαμε το σπίτι μας και ο πατέρας άλλαξε μηχανή στο καΐκι!

Στη φωτογραφία οι γονείς μας αρραβωνιασμένοι το 1955 στην τράτα μας (“Δελφίν”) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου